Στην περίπτωση κατά την οποία ο ανήλικος, που εκπροσωπήθηκε στην κατ’ έφεση δίκη από τους ασκούντες τη γονική μέριμνα γονείς του, ενηλικιώθηκε μετά την έκδοση της εφετειακής απόφασης, η αναίρεση κατά της τελευταίας ή ανάλογα το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων της πρέπει να απευθύνονται προσωπικά κατ αυτού που ήδη ενηλικιώθηκε και όχι κατά των ασκούντων τη γονική του μέριμνα, οι οποίοι δεν νομιμοποιούνται πλέον παθητικά, εκτός αν ο αναιρεσείων αγνοούσε το γεγονός της ενηλικίωσής του. Αδικοπρακτική ευθύνη τράπεζας. Ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης του επενδυτή. Η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, αποδίδει μια ψευδή, ανακριβή εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε ως προς την νομική φύση και την λειτουργία τους. Στη δευτεροβάθμια δίκη επιτρέπεται κατ εξαίρεση η προβολή για πρώτη φορά με ειδικό λόγο έφεσης από τον εναγόμενο, η εναντίον του οποίου αγωγή έγινε δεκτή με την εκκαλούμενη απόφαση, νέων πραγματικών ισχυρισμών, που δεν είχαν προβληθεί πρωτοδίκως ή είχαν προβληθεί απαραδέκτως και αποτελούν ενστάσεις ή αντενστάσεις, εφόσον μπορούν να προταθούν παραδεκτά σε κάθε στάση της δίκης, όπως είναι και η ένσταση του συμψηφισμού, αν η ανταπαίτηση αποδεικνύεται αμέσως.
Αριθμός 1185/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Αποστολάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μυρσίνη Παπαχίου – Εισηγήτρια και Ιωάννη Δουρουκλάκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 14 Δεκεμβρίου 2020, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ”, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, με την ιδιότητά της ως οιονεί καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ MILLENIUM BANK A.E. (ETBAbank)”, νομίμως εκπροσωπουμένης. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ζωγραφιά Ευαγγελίδου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσιβλήτου: Κ. Β., χήρας Α. Δ., ενεργούσας ατομικά και ως ασκούσας τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων της Π. και Κ. Δ., κατοίκου ….. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Τζαβέλλα, ο οποίος ανακάλεσε την από 10-12-2020 δήλωσή του για παράσταση με το άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., παραστάθηκε στο ακροατήριο και δήλωσε ότι το ένα εκ των δύο τέκνων της αναιρεσιβλήτου, Κ. Δ., ενηλικιώθηκε, συνεχίζει ατομικά τη δίκη και εκπροσωπείται από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-11-2011 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθήνας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1551/2016 του ίδιου Δικαστηρίου και 1156/2019 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 7-5-2019 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η ενάγουσα (αναιρεσίβλητη) με την από 29-11-2011 αγωγή της, την οποία απηύθυνε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά της εναγομένης (αναιρεσείουσας), ζήτησε να υποχρεωθεί η τελευταία να καταβάλει, στην ίδια ατομικά και ως ασκούσα τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων της, ως μοναδικών εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αποβιώσαντος συζύγου και πατρός τους, ως αποζημίωση, λόγω πλημμελούς εκτέλεσης της αναφερόμενης συμβατικής σχέσης, αλλά και λόγω αδικοπραξίας, για την αποκατάσταση της θετικής της ζημίας, τα αναφερόμενα χρηματικά ποσά, με το νόμιμο τόκο, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την υπ’ αριθ. 1551/2016 οριστική απόφασή του δέχθηκε την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής η εναγομένη άσκησε έφεση και αντίθετη, αλλά επικουρική, η ενάγουσα. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την υπ’ αριθ. 1156/2019 απόφασή του έκανε τυπικά δεκτές τις εφέσεις, και τη μεν έφεση της εναγομένης την απέρριψε από ουσιαστική άποψη, την δε επικουρική έφεση της ενάγουσας ως άνευ αντικειμένου. Κατά της απόφασης αυτής η εναγομένη άσκησε αναίρεση. Η αίτηση ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 ΚΠολΔ), είναι, συνεπώς, παραδεκτή (άρθρο 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Κατά το άρθρο 127 ΑΚ, όποιος έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του, δηλαδή είναι ενήλικος, είναι ικανός για κάθε δικαιοπραξία, κατά δε το άρθρο 63 παρ.1 ΚΠολΔ, όποιος είναι ικανός για οποιαδήποτε δικαιοπραξία μπορεί να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό του όνομα. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό και με εκείνη του άρθρου 286 ΚΠολΔ, κατά την οποία διάταξη, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική διαδικασία (άρθρο 573 παρ.1 ΚΠολΔ), η διακοπή της δίκης συνεπεία μεταβολής στο πρόσωπο του διαδίκου επέρχεται μόνον αν η μεταβολή αυτή συμβεί έως ότου τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση, συνάγεται ότι στην περίπτωση κατά την οποία ο ανήλικος, που εκπροσωπήθηκε στην κατ’ έφεση δίκη από τους ασκούντες τη γονική μέριμνα γονείς του, ενηλικιώθηκε μετά την έκδοση της εφετειακής απόφασης, η αναίρεση κατά της τελευταίας ή ανάλογα το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων της πρέπει να απευθύνονται προσωπικά κατ’ αυτού που ήδη ενηλικιώθηκε και όχι κατά των ασκούντων τη γονική του μέριμνα, οι οποίοι δεν νομιμοποιούνται πλέον παθητικά, εκτός αν ο αναιρεσείων αγνοούσε το γεγονός της ενηλικίωσής του (ΑΠ 833/2005), οπότε η αναίρεση παραδεκτά μεν θεωρείται ότι απευθύνθηκε κατά των ασκούντων τη γονική του μέριμνα, η συζήτησή της, όμως, εφόσον γνωστοποιηθεί κατ’ αυτή το γεγονός της ενηλικίωσης, θα είναι απαράδεκτη αν δεν κλητεύθηκε να παραστεί σ’ αυτή ή δεν παρέστη αυτοβούλως ο διάδικος που ενηλικιώθηκε (ΟλΑΠ 27/1987, ΑΠ 146/2002). Στην προκείμενη περίπτωση, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε. στρέφεται κατά της Κ. Β. χήρας Α. Δ., ατομικά και ως ασκούσας τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων της, Π. και Κ.. Όμως, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα πρακτικά συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου, ο πρώτος των ως άνω ανηλίκων Κ. (ήδη δεύτερος αναιρεσίβλητος), ο οποίος γεννήθηκε στις 22-9-2001, δήλωσε στο ακροατήριο ότι ενηλικιώθηκε στις 29-9-2019 (ήτοι μετά την κατάθεση της αίτησης αναίρεσης στις 7-5-2019) και ότι συνεχίζει πλέον ατομικά τη δίκη στο όνομά του. Επομένως, μετά την ενηλικίωσή του έπαυσε αυτοδικαίως η αντιπροσωπευτική εξουσία της μητέρας του (πρώτης αναιρεσίβλητης) και νομίμως παρίσταται στο Δικαστήριο με το δικό του όνομα ως δεύτερος αναιρεσίβλητος και όχι διά της ως άνω, μέχρι την ενηλικίωσή του, νομίμου αντιπροσώπου του. Κατά συνέπεια, η εκδίκαση της αίτησης αναίρεσης συνεχίζεται παραδεκτά από το δεύτερο αναιρεσίβλητο, χωρίς να μεσολαβήσει διακοπή της δίκης κατ’ άρθρ. 286 ΚΠολΔ (ΑΠ 363/2018).
Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της εννόμου τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Η παράλειψη ως όρος της αδικοπραξίας συντρέχει, όταν υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστεως, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ (ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 118/2006, ΑΠ 831/2005, ΑΠ 174/2005). Είναι δυνατόν μια ζημιογόνος ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή καθ’ εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον (ΑΠ 1028/2015, ΑΠ 1738/2013). Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΑΠ 1019/2019, ΑΠ 1350/2018). Εξάλλου, με τις πρώτη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε.Υ., που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της υπ’ αριθ. 12263/β.500/11-4-1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β/ 340/24-4-1997), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 7 παρ.1 του ν. 2396/1996 (τα άρθρα 1-31 του οποίου καταργήθηκαν ήδη από 1-11-2007, με το άρθρο 85 ν. 3606/2007) ορίσθηκαν τα ακόλουθα: Πρώτη αρχή: Οι εταιρείες και τα καλυπτόμενα πρόσωπα θα λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο και θα ενεργούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.” … Τρίτη αρχή: “Οι εταιρείες που κατά το νόμο παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να ενημερώνονται σχετικά με την οικονομική κατάσταση, τους στόχους και την εμπειρία των πελατών τους στον τομέα των επενδύσεων ούτως ώστε να παρέχουν τις κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές.” Τέταρτη αρχή: “Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα θα γνωστοποιούν στους πελάτες τους όλες τις απαραίτητες και χρήσιμες πληροφορίες στα πλαίσια των διαπραγματεύσεών τους με αυτούς.” …Έβδομη αρχή: “Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να λειτουργούν μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας που ρυθμίζει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς”. Σύμφωνα με τις διατάξεις του καταργηθέντος σήμερα Κανονισμού αυτού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), ο οποίος τύγχανε εφαρμοστέος κατά το χρόνο συνομολόγησης της επίδικης σύμβασης, κύρια υποχρέωση της τράπεζας, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, είναι (εκτός των όσων προελέχθηκαν), κατ’ αρχήν, η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών. Η ενημέρωση του καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο εύλογα κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι η τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπόψη της, την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή για το αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Επίσης, οι συμβουλές θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη όσο και στο αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6.1 ΚΔΕΠΕΥ). Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδύνευσης (άρθρο 6.2 ΚΔΕΠΕΥ). Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο οφείλει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής είναι το αντικείμενο της επένδυσης. Εδώ εντάσσονται πληροφορίες που αφορούν γενικά την αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επένδυσης, για την οικονομική κατάσταση και την φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινομένων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα. Η τράπεζα και κάθε ΕΠΕΥ οφείλει να προμηθεύεται τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επενδύσεως. Ιδιαίτερα αυξημένο είναι το καθήκον της τράπεζας ή της ΕΠΕΥ για έρευνα ή ενημέρωση στις περιπτώσεις ιδιαίτερα επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η τράπεζα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μία επικίνδυνη επένδυση αλλά οφείλει να καταστήσει σε αυτόν συνειδητό τον κίνδυνο στον οποίο εκτίθεται. Στόχος, των εν λόγω υποχρεώσεων που βαραίνουν τις τράπεζες ή τις ΕΠΕΥ δεν είναι η επιτυχία της επένδυσης, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης, έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής. Με βάση, επομένως, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Η παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ συνιστά παρανομία υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Εφόσον, επομένως, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση. ʼλλωστε, συναφές περιεχόμενο έχει και ο μεταγενέστερα εκδοθείς ν. 3606/2007, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MiFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ (ΑΠ 1738/2013). Περαιτέρω, κατά ευρέως διαδεδομένη αντίληψη, τα λεγόμενα “perρetual bonds” δηλαδή “ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας”, άλλως, “διηνεκή” ή “αιώνια” ή “αόριστης διάρκειας”, ομόλογα, συνιστούν ομολογίες, οι οποίες εκδίδονται ως ονομαστικά ή ανώνυμα αξιόγραφα (χρεόγραφα, τίτλοι παραστατικοί αξίας) στο πλαίσιο σύναψης ομολογιακού δανείου από μία ανώνυμη εταιρεία ή ένα κράτος, και παρέχουν στον κομιστή, ο οποίος καταβάλλει στον εκδότη κατά την απόκτηση των αξιόγραφων την ονομαστική τους αξία, δικαίωμα απόληψης των συμφωνημένων, σε υψηλά συνήθως επίπεδα, τόκων. Οι τίτλοι αυτοί, παρέχουν μεν στον κομιστή, (ο οποίος καταβάλει στον εκδότη κατά την κτήση τους την ονομαστική τους αξία), δικαίωμα απόληψης των ανωτέρω τόκων, όχι, όμως, και το βασικό δικαίωμα να ζητήσει από τον εκδότη την επιστροφή της καταβεβλημένης αξίας τους σε κάποιο απώτερο χρόνο λήξης τους. Ο κομιστής, δηλαδή, ενός τέτοιου ομολόγου δεν δικαιούται σε παράδοση επιστροφή του ομολόγου στον εκδότη του προς τον σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξίας μετά την λήξη μιας συμφωνηθείσας διάρκειας ή οποτεδήποτε. Ο εκδότης, αντιθέτως, διατηρεί το δικαίωμα της μονομερούς ανάκλησης του ομολόγου, κατ’ ελεύθερη αυτού βούλησή του. Οι τίτλοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως υβριδικοί καθώς παρουσιάζουν ομοιότητες τόσο με τα ομόλογα των ομολογιακών δανείων, όσο και με τις προνομιούχες μετοχές χωρίς δικαίωμα ψήφου, χωρίς, ωστόσο, να ταυτίζονται με κανένα εκ των δύο.
Συνεπώς, είναι προφανές ότι τα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν είναι απλά στην σύλληψη και στην λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα οι παρέχουσες επενδυτικές υπηρεσίες ανώνυμες εταιρίες να υπέχουν ιδιαιτέρως αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης του εκάστοτε πελάτη τους επενδυτή, δεδομένου ότι η χρήση και κυκλοφορία των perpetual bonds ως ομολόγων, ομολογιακού δανείου, αποδίδει μια ψευδή, ανακριβή εικόνα, ικανή να παραπλανήσει τον οποιονδήποτε, ακόμη και τον πιο βαθύ γνώστη επενδυτή, ως προς την νομική φύση και την λειτουργία τους (ΑΠ 1019/2019, ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 244/2016). Επ’ αυτών και επί όλων των σύνθετων τραπεζικών προϊόντων εφαρμόζεται επί πλέον και η 2501/31.10.2002 Πράξη του Διοικητή της ΤτΕ, η οποία δημοσιευθείσα στην ΕτΚ (ΦΕΚ Α’, 277), έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου (ΑΠ 2123/2009. Βάσει δε της Πράξης αυτής, η ενημέρωση των συναλλασσομένων, οποιασδήποτε προέλευσης και βαθμού εμπειρίας, πρέπει να περιλαμβάνει ειδικές επί συνθέτων ομολόγων πληροφορίες, ούτως ώστε να διευκολύνεται η συγκρισιμότητα των προϊόντων αυτών με ομοειδή, αμιγώς καταθετικά ή αμιγώς επενδυτικά, καθώς και η κατανόηση των πιθανών ειδικά ισχυόντων για αυτά κινδύνων και της αναμενόμενης απόδοσης τους (ΑΠ 459/2021). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 298, 914 και 930 παρ. 3 ΑΚ προκύπτει ότι η αποζημίωση, την οποία οφείλει ο παρά το νόμο ζημιώσας άλλον υπαιτίως, περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος και εκείνης στην οποία θα τελούσε ο ζημιωθείς αν δεν συνέβαινε αυτό το γεγονός. Όταν δε από το ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, με την έννοια ότι το γεγονός (αυτό) ήταν πρόσφορο να παραγάγει το όφελος, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων (άρθρο 298 ΑΚ), πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας. Σε περίπτωση, επομένως, ωφέλειας από το ζημιογόνο γεγονός επιβάλλεται (εφόσον υποβληθεί σχετική ένσταση), για τον προσδιορισμό της ζημίας, ο συνυπολογισμός του οφέλους που προέκυψε, εκτός αν τέτοιος συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη. Ειδικότερα, όταν ο υπόχρεος να αποζημιώσει τον ζημιωθέντα είναι και ο ίδιος υπόχρεος να χορηγήσει στον ζημιωθέντα και την ωφέλεια, είναι δυνατόν από τις γενικές διατάξεις του δικαίου να μην δικαιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συνυπολογισμός της ωφέλειας στη ζημία, είναι δε επίσης δυνατόν η καλή πίστη να μην ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος (ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 244/2016). Εξάλλου, με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λ.π. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (Ολ ΑΠ 10/2011). Παράλληλα κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνη του ίδιου άρθρου αριθ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ως απαράδεκτο, του οποίου η από το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξη ή μη κήρυξη ιδρύει λόγο αναίρεσης, νοείται όχι το ουσιαστικό απαράδεκτο, αλλά αυτό, που είναι συνέπεια παραβιάσεως δικονομικών διατάξεων, με αποτέλεσμα ώστε η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της (ΑΠ 862/2011 ΑΠ 1735/2008,). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 269, 527 αρ. 3 και 529 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 442 ΑΚ, συνάγεται ότι στη δευτεροβάθμια δίκη επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση η προβολή για πρώτη φορά με ειδικό λόγο έφεσης από τον εναγόμενο, η εναντίον του οποίου αγωγή έγινε δεκτή με την εκκαλούμενη απόφαση, νέων πραγματικών ισχυρισμών, που δεν είχαν προβληθεί πρωτοδίκως ή είχαν προβληθεί απαραδέκτως (αόριστοι) και αποτελούν ενστάσεις ή αντενστάσεις, εφόσον μπορούν να προταθούν παραδεκτά σε κάθε στάση της δίκης, όπως είναι και η ένσταση του συμψηφισμού, αν η ανταπαίτηση αποδεικνύεται αμέσως (άρθρο 442 ΑΚ), υπό την έννοια ότι πρέπει η άμεση (παραχρήμα) απόδειξη να περιλαμβάνει το σύνολο των προβαλλομένων ουσιωδών περιστατικών του αντιστοίχου περί συμψηφισμού ισχυρισμού του εκκαλούντος, έτσι ώστε να καταλείπεται μόνο η υπαγωγή αυτών καταφατικά ή αποφατικά στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου χωρίς οποιαδήποτε ανάγκη άλλης επιπλέον ουσιαστικής έρευνας (ΑΠ 1337/2014). Ειδικότερα, η ανωτέρω άμεση απόδειξη δεν σημαίνει απλώς προαπόδειξη, με την οποία αν και την προϋποθέτει, δεν ταυτίζεται εννοιολογικώς, αλλά απόδειξη του περί συμψηφισμού ισχυρισμού, κατά την υποβολή του, μόνο με έγγραφα ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου, διότι αλλιώς κινδυνεύει να φαλκιδευτεί και το δικαίωμα του τελευταίου (αντιδίκου) για ανταπόδειξη (Ολ ΑΠ 10/1993, ΑΠ 16/1995, ΑΠ 1856/2005). Η κρίση δε του Εφετείου ότι ο νέος περί συμψηφισμού ισχυρισμός, που θεμελιώνει το λόγο έφεσης, αποδεικνύεται ή όχι παραχρήμα υπό την προαναφερόμενη έννοια, από τα έγγραφα που επικαλέστηκε ο εκκαλών, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, γιατί αφορά κρίση περί τα πράγματα του ουσιαστικού δικαστηρίου, η δε αδυναμία απόδειξης της ανταπαίτησης με τον προαναφερθέντα τρόπο, έχει σαν αποτέλεσμα η ένσταση συμψηφισμού να απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη (ΑΠ 98/2015, ΑΠ 752/2011, ΑΠ 1990/2007). Τη συνδρομή δε εξαιρετικής περίπτωσης (ή και περισσότερων) από τις παραπάνω για την επιτρεπτή προβολή νέων πραγματικών ισχυρισμών για πρώτη φορά στο Εφετείο οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει ο διάδικος που προβάλλει τους ισχυρισμούς αυτούς, ενώ και στην απόφαση του δικαστηρίου, που δέχεται ως βάσιμο τον ισχυρισμό αυτό, πρέπει να βεβαιώνεται το παραδεκτό της βραδείας προβολής του και να διαλαμβάνεται στις παραδοχές της η συνδρομή μιας τουλάχιστον από τις παραπάνω περιπτώσεις, που δικαιολογούν τη βραδεία προβολή του ισχυρισμού (ΑΠ 243/2015, ΑΠ 9/2014, ΑΠ 259/2014).
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα εξής: “Η ενάγουσα (αναιρεσίβλητη) και τα ανήλικα αυτής τέκνα είναι κληρονόμοι του αποβιώσαντα στις 24.05.2008 Α. Δ., ο οποίος ήταν σύζυγος αυτής και πατέρας των τέκνων της. Πιο συγκεκριμένα ο αποβιώσας κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από την ενάγουσα κατά ποσοστό 2/8 και από τα ανήλικα τέκνα του Κ. και Π. κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου από το καθένα εξ αυτών. Τον Φεβρουάριο του 2005 ο Α.Δ., έχοντας αποφασίσει να επενδύσει το ποσό των διακοσίων εβδομήντα τεσσάρων χιλιάδων (274.000) ευρώ, αναζήτησε επένδυση ‘ε χαρακτηριστικά την εξασφάλιση κεφαλαίου, σταθερή απόδοση τόκων, καθώς και δυνατότητα ανάληψης του κεφαλαίου του σε ορισμένο και όχι μακρύ χρονικό διάστημα. Λόγω του ότι είχε συνεργασία ‘ε κατάστημα της αρχικά εναγόμενης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας ‘ε την επωνυμία NOVA ΒΑΝΚ, η επωνυμία της οποίας από 10.11.2006 (ΦΕΚ ΤΑΕ ΕΠΕ 12324/10.11.2006), τροποποιήθηκε σε “MILLENIUM ΒΑΝΚ”, όπου τηρούσε και τραπεζικούς λογαριασμούς, απευθύνθηκε στους υπαλλήλους της συγκεκριμένης τράπεζας για να αναζητήσει επενδυτικές συμβουλές και υπηρεσίες. Στα πλαίσια των επαφών αυτών συναντήθηκε αρχικά ‘ε τον υπάλληλο της αρχικά εναγόμενης και διευθυντή του υποκαταστήματος αυτής στη περιοχή … Αττικής και στη συνέχεια και με άλλους υπαλλήλους της εναγόμενης, στην υπηρεσία που ασχολούνταν με τέτοιες επενδύσεις και απαρτίζονταν από υπαλλήλους αρμόδιους για τέτοιου είδους εργασίες. Μετά από σχετικές συναντήσεις, οι υπάλληλοι της αρχικά εναγόμενης, που ήταν αρμόδιοι για τέτοιου είδους επενδύσεις, Γ. και Δ., παρέδωσαν στον Α. Δ. και αυτός υπέγραψε στις 05.04.2005 σύμβαση περιορισμένης εντολής επί χαρτοφυλακίου και αίτηση έναρξης συναλλακτικής σχέσης, περιέχουσα τους γενικούς όρους των τραπεζικών συναλλαγών και ένα παράρτημα που περιείχε επενδυτικό ερωτηματολόγιο. Σε αυτό το παράρτημα περιέχονταν και η επιλογή προφίλ του κάθε επενδυτή. Μετά τη σχετική συζήτηση με τους προστηθέντες της αρχικά εναγόμενης επιλέχθηκε για τον Α.Δ. το επενδυτικό προφίλ που χαρακτηριζόταν ως “Συντηρητικό Χαρτοφυλάκιο” (Preserνative Portfolio), η σημασία του οποίου επεξηγούνταν από το ίδιο το κείμενο που ακολουθούσε και είχε το ακόλουθο περιεχόμενο: “Με την επιλογή ενός συντηρητικού χαρτοφυλακίου, ο επενδυτής στοχεύει στην προστασία του κεφαλαίου του με κύριο χαρακτηριστικό την άμεση ρευστοποίηση αυτού, αναλαμβάνοντας πολύ χαμηλό επενδυτικό κίνδυνο. Το χαρτοφυλάκιο αυτό απαρτίζεται κυρίως από βραχυπρόθεσμες επενδύσεις και από τίτλους σταθερού εισοδήματος”. Στο τέλος του κειμένου υπήρχε ρήτρα όπου αναφέρονταν τα εξής: “Με την επεξεργασία από την τράπεζα των στοιχείων που έχετε παράσχει με επενδυτικό ερωτηματολόγιο προκύπτει ότι το είδος του χαρτοφυλακίου που αντιπροσωπεύει καλύτερα τους επενδυτικούς σας στόχους είναι το συντηρητικό προφίλ (Preservatiνe)”. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι από την αρχή της επαφής του Α.Δ. με τους προστηθέντες της αρχικά εναγόμενης κατέστη πλήρως σαφές σε αυτούς ότι ο ίδιος δεν ήταν έμπειρος επενδυτής, ούτε οι επενδύσεις αποτελούσαν αντικείμενο της επαγγελματικής του δραστηριότητας και ότι επιζητούσε επένδυση με εξασφαλισμένο κεφάλαιο και απόδοση τόκων, καθώς επρόκειτο για συντηρητικό επενδυτή. Στη συνέχεια, οι προστηθέντες της αρχικά εναγόμενης συνέστησαν στον Α. Δ. να προβεί, όπως και προέβη στις 06.04.2005 και 11.04.2005 αντίστοιχα, στην αγορά των παρακάτω ομολόγων: α) ενός ομολόγου με εκδότρια την εταιρία CAZINO GUICHARD PERRACHON SA ονομαστικής αξίας 125.000 ευρώ, με ημερομηνία ανάκλησης 20.01.2010, β) ενός ομολόγου με εκδότρια την εταιρία EFG ΗΕΙLΑS FUNDING LTD, ονομαστικής αξίας 26.000 ευρώ, με ημερομηνία ανάκλησης 18.03.2010, γ) ενός ομολόγου με εκδότρια την εταιρία EUROHYΡO CAP FUND, ονομαστικής αξίας 25.000 ευρώ, με ημερομηνία ανάκλησης 08.03.2011, δ) ενός ομολόγου με εκδότρια την εταιρία BA-CA FINANCE CAYMAN LTD, ονομαστικής αξίας 25.000 ευρώ, με ημερομηνία ανάκλησης 22.02.2012, ε) ενός ομολόγου με εκδότρια την εταιρία BA-CA FINANCE CAYMAN LΤD, ονομαστικής αξίας 23.000 ευρώ, με ημερομηνία ανάκλησης 22.02.2012, στ) ενός ομολόγου με εκδότρια την εταιρία NBG FUNDING, ονομαστικής αξίας 25.000 ευρώ, με ημερομηνία ανάκλησης 16.02.2015, ζ) ενός ομολόγου με εκδότρια την εταιρία ALPHA GROUP JERSEY LΙΜITΈD, ονομαστικής αξίας 25.000 ευρώ, με ημερομηνία ανάκλησης 18.02.2015. Οι ανωτέρω υπάλληλοι παρουσίασαν στον δικαιοπάροχο της ενάγουσας τα συγκεκριμένα ομόλογα ως ένα ιδιαίτερα επωφελές για τον ίδιο προϊόν, που ταίριαζε με το επενδυτικό του προφίλ, με εγγυημένη καταβολή του κεφαλαίου κατά το χρόνο λήξης κάθε ομολόγου, με υψηλή απόδοση τόκων, ενώ, προκειμένου να πείσουν τον επενδυτή να προχωρήσει στην επένδυση και ως ένδειξη για την βαθμό αξιοπιστίας των εκδοτριών των ομολόγων εταιριών, συμφώνησαν να του χορηγήσουν ισόποσο δάνειο με ενέχυρο τους ίδιους τίτλους. Ο Α.Δ., ο οποίος πείσθηκε από τις προηγηθείσες ρητές διαβεβαιώσεις των ανωτέρω υπαλλήλων της εναγομένης περί του ασφαλούς και του επικερδούς σε σχέση με τις τραπεζικές καταθέσεις χαρακτήρα του προεκτεθέντος νέου τραπεζικού προϊόντος και χωρίς να έχει κατανοήσει τους συγκεκριμένους όρους που διέπουν τα ομόλογα αυτά και τους κινδύνους οι οποίοι εμπεριέχονταν σε αυτά, αφού τεχνηέντως δεν του επισημάνθηκαν και μάλιστα γραπτώς, όπως επέβαλε το είδος στη συγκεκριμένης συναλλαγής … θεώρησε ότι το εν λόγω προϊόν αποτελεί ένα νέο είδος ομολόγου, το οποίο και ανταποκρίνεται στο συντηρητικό επενδυτικό του προφίλ και ως εκ τούτου αποφάσισε να επενδύσει τα χρήματά του αγοράζοντάς το. Στα πλαίσια της συμφωνίας χορήγησης ισόποσου προς το ποσό της επένδυσης δανείου από την αρχικά εναγόμενη προς τον Α.Δ. με ενεχυρίαση των τίτλων, καταρτίσθηκε μεταξύ των αυτών συμβαλλόμενων μερών η …./….09.2005 σύμβασης ανοικτής – ανακυκλούμενης πίστωσης, με την οποία η τράπεζα χορήγησε στον Α. Δ. πίστωση ποσού 270.000 ευρώ, ενώ δυνάμει της από 29.09.2005 σύμβασης παροχής ενεχύρου – εκχώρησης απαιτήσεων από σύμβαση κατάθεσης, ο Α. Δ. συνέστησε ενέχυρο υπέρ της αρχικά εναγόμενης τράπεζας επί του … λογαριασμού καταθέσεων όψεως, ο οποίος και είχε ανοιχθεί από την εναγόμενη για την εξυπηρέτηση των επίδικων ομολόγων. Ο Α. Δ. λάμβανε σε τακτά χρονικά διαστήματα από την τράπεζα έγγραφες ενημερώσεις του λογαριασμού των ομολόγων. Τον Μάρτιο του 2008 του κοινοποιήθηκε η από 29.02.2008 τακτική μηνιαία κατάσταση της επένδυσής του (“WEALTH MANAGEMENT STATEMENT”), περιέχουσα μεταβολές στις αρχικές ημερομηνίες ανάκλησης – λήξης. Ειδικότερα, για τα ομόλογα με εκδότρια εταιρία την “CASINO GUICHARD PERRACHON” αναφερόταν ως ημερομηνία ανάκλησης – λήξης η 20.01.2049, για τα ομόλογα με εκδότρια εταιρία την “EFG HELLAS FUNDING LTD” αναφερόταν ως ημερομηνία ανάκλησης – λήξης η 18.03.2049, για τα ομόλογα με εκδότρια εταιρία την “EUROHYPO CAP FUND” αναφερόταν ως ημερομηνία ανάκλησης – λήξης η 08.03.2049, για τα ομόλογα με εκδότρια εταιρία την “NBG FUNDING” αναφερόταν ως ημερομηνία ανάκλησης – λήξης η 16.02.2049, για τα ομόλογα με εκδότρια εταιρία την “ΑLΡΗΑ GROUP JERSEY LIMITED” αναφερόταν ως χρόνος ανάκλησης – λήξης το έτος 2049, ενώ με την τακτική μηνιαία κατάσταση του Απριλίου του έτους 2008, διαφοροποιήθηκε και η ημερομηνία ανάκλησης – λήξης των ομολόγων με εκδότρια εταιρία την “BA-CA HNANCE CAΥΜΑΝ LTD” από 22-02-2012 σε 22-03-2049. Λαμβάνοντας τις ενημερώσεις με τις νέες ημερομηνίες ανάκλησης – λήξης, ο σύζυγος της ενάγουσας όχλησε την εναγόμενη, ζητώντας εξηγήσεις και διαμαρτυρόμενος για την αλλαγή αυτή. Μετά το θάνατο του δικαιοπάροχού της, η ενάγουσα, ενεργώντας ατομικά και ως ασκούσα τη γονική μέριμνα των προαναφερθέντων ανήλικων τέκνων της, απέστειλε στην αρχικά εναγόμενη την από 12.07.2010 εξώδικη δήλωση – όχληση, η οποία κοινοποιήθηκε στην τελευταία δυνάμει της …/12.07.2010 έκθεσης επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών …, με την οποία, επικαλούμενη παραβίαση των υποχρεώσεων της τράπεζας από τη σύμβαση που είχε υπογράψει με τον δικαιοπάροχο της και την κείμενη νομοθεσία, ζήτησε να καταβληθεί στην ίδια το ποσό των 125.000 ευρώ που αποτελούσε την αξία του ομόλογου έκδοσης της “CAZINO GUICHARD PERRACHON”, νομιμότοκα από το χρόνο λήξης αυτού, ήτοι την 21.01.2010, και το ποσό των 26.000 ευρώ, που αποτελούσε την ονομαστική αξία του ομόλογου έκδοσης της “EFG HELLAS FUNDING LTD”, νομιμότοκα από το χρόνο λήξης αυτού, ήτοι την 19.03.2010, καθώς και να αναλάβει την υποχρέωση καταβολής των ποσών της ονομαστικής αξίας των υπολοίπων ομολόγων κατά την ημερομηνία λήξης τους, ήτοι για το ομόλογο έκδοσης της εταιρίας “EUROHYPO CAP FUND” το ποσό των 25.000 ευρώ στις 08.03.2011, για το ομόλογο έκδοσης της εταιρίας “ΒΑ CA FINANCE CAΥΜΑΝ LTD” το ποσό των 25.000 στις 22.02.2012, για το έτερο ομόλογο έκδοσης της ιδίας εταιρίας “BA-CA FINANCE CAΥΜΑΝ LTD” το ποσό των 23.000 ευρώ στις 22-02-2012, για το ομόλογο έκδοσης της εταιρίας “NBG FUNDING” το ποσό των 25.000 στις 16-02-2015, για το ομόλογο έκδοσης της εταιρίας “ALPHA GROUP JERSEY LIMITED” το ποσό των 25.000,00 ευρώ στις 18-02-2015. Σε απάντηση της ως άνω εξώδικης δήλωσης, η εναγόμενη απέστειλε στην ενάγουσα την από 05.08.2010 απάντησή της, σύμφωνα με την οποία είχε γίνει πλήρη προσυμβατική ενημέρωση του συζύγου της ενάγουσας για το περιεχόμενο της επένδυσης και περί του σύνθετου χαρακτήρα των ως άνω ομολόγων και των επενδυτικών κινδύνων που απορρέουν από αυτά, καθώς και ότι όλα τα ομόλογα έχουν αξιόλογες αποδόσεις, με δικαίωμα ανάκλησης αυτών από τον εκδότη ανάλογα με τα οριζόμενα σε κάθε ομόλογο, ενώ το επενδυθέν κεφάλαιο είναι εγγυημένο κατά το χρόνο ανάκλησής του. Περαιτέρω, σύμφωνα με την ως άνω απάντηση της εναγόμενης, το γεγονός ότι στα επενδυτικά προϊόντα, ήτοι εν προκειμένω στα ομόλογα, αναγραφόταν ημερομηνία ανάκλησης και όχι ημερομηνία λήξης δεν ήταν συμπτωματικό, καθώς αυτές οι έννοιες δεν ταυτίζονται, ότι ύπαρξη δικαιώματος πρόωρης εξαγοράς του προϊόντος δεν υπήρχε για τον επενδυτή ότι “η εκ προφανούς παραδρομής εγγραφή στις αρχικές ετήσιες βεβαιώσεις εισοδήματος από τόκους του όρου “λήξη” εκτός του ότι, ως μεταγενέστερη, δεν αναιρεί την έννοια του όρου “ανάκληση” που αναφέρεται στο αρχικό έγγραφο ενημέρωσης συναλλαγής που έχει προσυπογραφεί, οφείλεται σε χρήση εντύπου που αναφέρεται σε άλλους τύπους ομολόγων, όπως πχ σε τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου, που έχουν ημερομηνία λήξης και όχι ημερομηνία άσκησης δικαιώματος ανάκλησης”. Μετά ταύτα, η τράπεζα αρνήθηκε να προβεί στις ζητούμενες ενέργειες χαρακτηρίζοντας τις αξιώσεις της ενάγουσας αβάσιμες. Με την 14533/29.11.20l3 πράξη του συμβολαιογράφου Πειραιά … που εγκρίθηκε ‘ε την Κ2 – 7198/09.12.2013 απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ ΤΑΕ ΕΠΕ 8678/09.12.2013 η ανώνυμη τραπεζική εταιρία ‘ε την επωνυμία ΤΡΑΠΕΙΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ κατέστη καθολική διάδοχος λόγω συγχώνευσης δι’ απορρόφησης της αρχικά εναγόμενης. Από τα ανωτέρω εκτιθέμενα προκύπτει ότι από τις διαβεβαιώσεις και τη συμπεριφορά των προστηθέντων της εναγόμενης, αλλά και από την αποσιώπηση συγκεκριμένων και ουσιωδών όρων των συγκεκριμένων ομολόγων, είχε δημιουργηθεί στον Α.Δ. πλάνη περί της αληθούς φύσης των “αιωνίων” ομολόγων ως επενδυτικών προϊόντων και των ουσιωδών όρων αυτών, περί της ύπαρξης συγκεκριμένου χρόνου λήξης των ομολόγων. Οι προστηθέντες της εναγόμενης παρέλειψαν να καταστήσουν σαφές σε αυτόν ότι τα ομόλογα, που αποτελούσαν το αντικείμενο επένδυσής του, ανήκαν στην κατηγορία των “perpetual bonds”, ήταν δηλαδή “ομόλογα ατελεύτητης διάρκειας”, άλλως “διηνεκή” ή “αιώνια” ή “αόριστης διάρκειας” ομόλογα, και ότι ως κομιστής τέτοιων ομολόγων δεν δικαιούται σε επιστροφή του ομολόγου στον εκδότη του προς τον σκοπό είσπραξης της ονομαστικής του αξίας μετά την λήξη της συ‘φωνηθείσας διάρκειας, καθώς και ότι ο εκδότης του ομολόγου διατηρεί το δικαίωμα της μονομερούς ανάκλησης του ομολόγου, κατ’ ελεύθερη αυτού βούληση σε όποιο χρόνο κρίνει αυτός. Με δεδομένο ότι τα επίδικα ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας (perpetual bonds) δεν είναι απλά στην σύλληψη και στην λειτουργία τους επενδυτικά προϊόντα, και ότι ο επενδυτής ήταν άπειρος περί τις συγκεκριμένες συναλλαγές, χωρίς εξειδικευ‘ένες επιστημονικές γνώσεις, λόγοι για τους οποίους άλλωστε και η ίδια η εναγόμενη τον είχε χαρακτηρίσει ως “συντηρητικό επενδυτή”, η παρέχουσα τις σχετικές επενδυτικές υπηρεσίες εναγόμενη υπείχε ιδιαίτερα αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης του αντισυ‘βαλλο‘ένου της προκειμένου να καταστήσει απόλυτα σαφές στον ίδιο, πριν αυτός δώσει την εντολή διενέργειας των επενδυτικών κινήσεων, τη νομική φύση και την λειτουργία των συγκεκριμένων ομολόγων. Την υποχρέωση της αυτή η εναγόμενη δεν αποδείχθηκε ότι την εκπλήρωσε προσηκόντως. Ο Α.Δ. δεν είχε ενημερωθεί πλήρως και προσηκόντως, ήτοι γραπτώς και ‘ε πλήρη ανάλυση των όρων και χαρακτηριστικών των κρίσιμων συνθέτων ομολόγων, καθώς και των τυχόν επενδυτικών κινδύνων εξ αυτών, πριν αναθέσει στην εναγόμενη την εντολή να προβεί στη συγκεκριμένη επένδυση, αλλά προέβη σε αυτή (την επένδυση) έχοντας, ‘ε βάση τις διαβεβαιώσεις των προστηθέντων της εναγόμενης, εντελώς εσφαλμένη εικόνα για τα ομόλογα. Οι προστηθέντες της εναγόμενης δεν παρείχαν πλήρεις και σαφείς συμβουλές στον συγκεκριμένο επενδυτή, ούτε επαρκείς πληροφορίες για το συγκεκριμένο επενδυτικό προϊόν, αφού δεν του επέστησαν τη προσοχή στο γεγονός ότι τα συγκεκριμένα ομόλογα είχαν τους συγκεκριμένους όρους και δεν είχε δικαίωμα να λάβει το κεφάλαιό του κατά τη λήξη τους στο ακέραιο, ενώ χωρούσε ‘όνο ανάκληση του ομολόγου σε χρόνο που θα μπορούσε να καθοριστεί από τον εκδότη. Με βάση τη συμπεριφορά των προστηθέντων της εναγόμενης ο Α.Δ. πίστεψε, και εξακολουθούσε να θεωρεί μέχρι και το Μάρτιο του 2008, ότι τα ομόλογα είχαν ρητά προβλεπόμενες ημερομηνίες λήξης και δη αυτές που αναφέρονταν ως ημερομηνίες λήξης – ανάκλησης των ομολόγων του στις έγγραφες ενημερώσεις. Ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι η ενάγουσα είχε και έχει τη δυνατότητα να ρευστοποιήσει τους τίτλους στη δευτερογενή αγορά, εκτός του ότι προβάλλεται εντελώς αόριστα, αφού δεν εκτίθενται οι όροι μιας τέτοιας εκποίησης, η αξία που τυχόν θα λάμβανε η ενάγουσα κλπ, προβάλλονται αλυσιτελώς, αφού δεν αναιρεί την ευθύνη της από την ζημιογόνα πράξη, όπως αυτή εκτίθεται ανωτέρω, ούτε τη ζημία του αρχικού επενδυτή και δικαιοπάροχου της ενάγουσας και των ανηλίκων τέκνων της, που συνίσταται στην αποστέρηση του δικαιώματος να εισπράξει την ονομαστική αξία των τίτλων μετά την πάροδο του προκαθορισμένου – κατά την πλανημένη αντίληψη που είχε λόγω της συμπεριφοράς των προστηθέντων της εναγόμενης – χρόνου λήξης των τίτλων, και της εντεύθεν αδυναμίας του να ζητήσει την επιστροφή του κεφαλαίου του στο ακέραιο από την αντίστοιχη εκδότρια κάθε τίτλου εταιρία. Με βάση όλα τα προαναφερόμενα αποδεικνύεται ότι ο Α.Δ., λόγω της αντισυμβατικής και παράνομης συμπεριφοράς των προστηθέντων της εναγόμενης, έχει υποστεί ζημία, η οποία δεν θα είχε επέλθει, εάν η εναγόμενη, δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, είχε ενημερώσει, ως όφειλε, επαρκώς τον επενδυτή για τα χαρακτηριστικά των ομολόγων, ο δε Α.Δ. ποτέ δεν θα είχε προβεί στην έγκριση της αγοράς τους, εάν γνώριζε ότι είναι αορίστου διαρκείας, ήτοι όχι εγγυημένου κεφαλαίου. Με τον τρόπο που ενήργησε η εναγόμενη δια των προστηθέντων υπαλλήλων της παραβίασε και τις συναλλακτικές της υποχρεώσεις, όπως το περιεχόμενό τους προσδιορίζεται σύμφωνα ‘ε τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 ΑΚ. Η παράλειψη αυτή της εναγόμενης ανάγεται στην ‘η καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης και παροχής κατάλληλης συμβουλής, ήτοι στην παράβαση των προβλεπόμενων στις διατάξεις του Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών υποχρεώσεων. Έτσι, συνάγεται ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις αποζημίωσης της ενάγουσας, όπως αυτή παρίσταται, για την οποία ευθύνεται η εναγόμενη, εφόσον σύμφωνα ‘ε το άρθρο 922 ΑΚ, ο δικαιοπάροχος της ενάγουσας και των εκπροσωπούμενων από την ίδια ανηλίκων τέκνων υπέστη ζημία από την πλημμελή εκπλήρωση των άνω καθηκόντων των προστηθέντων της εναγόμενης και η οποία πλημμελής εκπλήρωση οδήγησε αιτιωδώς στην ζημία του, η δε ζημία του δικαιοπάροχου της ενάγουσας, όπως παρίσταται, ανέρχεται στο ποσό της ονομαστικής αξίας των ομολόγων αφαιρουμένου του ποσού, το οποίο έλαβε από την ρευστοποίηση των ανωτέρω αναφερόμενων ομολόγων. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα ‘ε την προσβαλλόμενη απόφασή του, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και εφάρμοσε το νόμο, απορριπτο‘ένου ως αβάσιμου του πρώτου λόγου της έφεσης της εναγόμενης…”. Περαιτέρω από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, εκτίμηση του περιεχομένου των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης, προκύπτει, όπως δέχθηκε και το Εφετείο, ότι η αναιρεσείουσα με το δεύτερο λόγο της από 26-7-2017 έφεσής της ισχυρίσθηκε ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων, απέρριψε τον ισχυρισμό της, περί συνυπολογισμού και αφαίρεσης από την τυχόν οφειλόμενη αποζημίωση α) της ονομαστικής αξίας των ομολόγων που δεν έχουν εκποιηθεί, αν και, η ενάγουσα δύναται να τα εκποιήσει στη δευτερογενή αγορά και β) του ποσού των 111.839,06 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στους τόκους που αποκόμισε η ενάγουσα από το επενδεδυμένο κεφάλαιο του δικαιοπαρόχου της. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε τον αντίστοιχο λόγο έφεσης, της αναιρεσείουσας, και τον ως άνω ισχυρισμό της, που αποτελεί ένσταση (ΑΠ 1401/1986, ΑΠ 537/2006, ΑΠ 74/2004) και όχι αιτιολογημένη άρνηση, όπως υποστηρίζεται από την τελευταία στον πρώτο λόγο αναίρεσης, με τις εξής αιτιολογίες: “Ο συγκεκριμένος ισχυρισμός-λόγος έφεσης της εναγόμενης-εκκαλούσας αποτελεί… ένσταση, δυνάμενη να θεμελιωθεί στις … αναφερόμενες διατάξεις (σ.σ. άρθρα 298, 914 και 930 παρ. 3 ΑΚ). Ωστόσο…κατά το μέρος που αφορά τον συνυπολογισμό στην αποζημίωση της ονομαστικής αξίας των ομολόγων, που βρίσκονται στην κατοχή της ενάγουσας και των ανηλίκων τέκνων της αυτός τυγχάνει απορριπτέος, ως απαράδεκτα προβαλλόμενος. Ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης-ένσταση δεν είχε προβληθεί ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των προτάσεων της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας, ‘ε τρόπο ορισ‘ένο και σαφή, αλλά αορίστως, στα πλαίσια άρνησης της αγωγής και ειδικά της ζη‘ίας. Ως ένσταση, ήτοι ως ισχυρισμός ‘ε συγκεκριμένο αίτημα απόρριψης του αιτήματος επιδίκασης αποζημίωσης κατά το μέρος που αντιστοιχεί στην ονομαστική αξία των ομολόγων, ο συγκεκριμένος ισχυρισμός προβάλλεται για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ως λόγος έφεσης, πλην όμως απαραδέκτως, αφού η εναγόμενη – εκκαλούσα δεν επικαλείται ότι συντρέχει νόμιμη περίπτωση από τις αναφερόμενες στο άρθρο 527 ΚΠολΔ που θα καθιστούσε επιτρεπτή την προβολή του (νέου) αυτού ισχυρισμού, κατά τα αναφερόμενα στην ως άνω νομική σκέψη. ʼλλωστε, ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί ότι η σχετική ένσταση προβάλλεται παραδεκτά για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος – δευτεροβάθμιου – Δικαστηρίου, αυτή τυγχάνει απορριπτέα ως αόριστη και ως εκ τούτου απαράδεκτη, αφού δεν εκτίθεται σε αυτή (ένσταση) η αξία στην οποία είναι δυνατό να εκποιηθούν οι τίτλοι, ώστε να είναι εφικτός ο όποιος υπολογισμός μίας τέτοιας ωφέλειας. Κατά το δεύτερο αυτού σκέλος, ήτοι κατά το μέρος που αφορά τον συνυπολογισμό στην αποζημίωση του ποσού των τόκων που έχουν αποφέρει τα ομόλογα, ο λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως ‘η νόμιμος. Ειδικότερα, από τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά … η καταβολή του ως άνω ποσού των τόκων έγινε από τις εκδότριες των ομολόγων εταιρίες, στα πλαίσια της έννομης σχέσης που τις συνδέει ‘ε τους επενδυτές και ως αντιπαροχή για την χρήση και εκμετάλλευση των κεφαλαίων που έχουν επενδυθεί και ‘όνο για το χρονικό διάστημα στο οποίο αντιστοιχούν. Κατά συνέπεια τα συγκεκριμένα ποσά δεν συνδέονται ‘ε την παράνομη και υπαίτια ζη‘ιογόνα πράξη της εναγόμενης – εκκαλούσας ‘ε τρόπο που θα μπορούσε να προκαλέσει τον συνυπολογισμό τους στην επιδικασθείσα αποζημίωση, αφού δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της ωφέλειας και η καθεμία στηρίζεται σε διαφορετική αιτία. Έτσι η ενάγουσα δικαιούται να κρατήσει το σύνολο των εισπραχθέντων τόκων. ʼλλωστε, η απόδοση αυτών με τη μορφή συνυπολογισμού τους στη ζημία της ενάγουσας, θα αντέκειτο στις αρχές της καλής πίστεως, αφού η τελευταία τους έχει ήδη εισπράξει και με τον συνυπολογισμό τους θα μειωνόταν κατά πολύ η επιδικασθησομένη αποζημίωση από την απώλεια του κεφαλαίου. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ορθά εφάρμοσε το νόμο, απορριπτομένου ως αβάσιμου και του δεύτερου λόγου της έφεσης της εναγόμενης – εκκαλούσας. Μη υπάρχοντος δε άλλου λόγου έφεσης … η έφεση της εναγόμενης -εκκαλούσας θα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της… “. Το Εφετείο, απορρίπτοντας την ανωτέρω ένσταση, κατά το πρώτο σκέλος της, που αφορά την ονομαστική αξία των επιδίκων ομολόγων στο χρόνο συζήτησης της αγωγής της ήδη αναιρεσίβλητης, δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο, όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση αίτησής της, αφού, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου των προτάσεών της ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και του περιεχομένου της υπ’ αριθ. 1551/2016 εκδοθείσας, στη συνέχεια πρωτόδικης απόφασής του, δεν είχε προβληθεί κατά τρόπο ορισμένο και σαφή ισχυρισμός, περί συνυπολογισμού της ωφέλειας της ονομαστικής αξίας των μη εκποιηθέντων κατεχομένων ομολόγων και ζημίας, αλλά αορίστως στα πλαίσια άρνησης της αγωγής και ειδικώς της ζημίας. Ο ίδιος ισχυρισμός, προβαλλόμενος για πρώτη φορά στη δευτεροβάθμια δίκη, ως λόγος έφεσης, δεν προεβλήθη παραδεκτώς από την ενιστάμενη εναγομένη αναιρεσείουσα, διότι αυτή δεν επικαλέστηκε ότι συντρέχει νόμιμη περίπτωση από τις αναφερόμενες στο άρθρο 527 ΚΠολΔ, που θα καθιστούσε επιτρεπτή την προβολή του (νέου) αυτού ισχυρισμού. Σε κάθε δε περίπτωση η ένσταση αυτή δεν προεβλήθη κατά τρόπο ορισμένο, αφού δεν εκτίθεται σε αυτή (ένσταση) η αξία στην οποία είναι δυνατό να εκποιηθούν οι τίτλοι, ώστε να είναι εφικτός ο όποιος υπολογισμός μιας τέτοιας ωφέλειας. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι κατά μεν το πρώτο σκέλος του απορριπτέος ως αβάσιμος, κατά δε το δεύτερο σκέλος του απορριπτέος ως απαράδεκτος. Εξάλλου, με το να απορρίψει το Εφετείο την ανωτέρω ένσταση, αναφορικά με το ποσό των τόκων, που η ενάγουσα ατομικά και ως ασκούσα τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων της έλαβε ως απόδοση των επιδίκων ομολόγων, δεν υπέπεσε στην αποδιδόμενη πλημμέλεια, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι δεν παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων, στις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 298 εδ. α’, 914, 930 παρ. 3 και 288 ΑΚ, τις οποίες ορθά εφάρμοσε, καθόσον, υπό τα πιο πάνω δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, πράγματι δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους. Τούτο διότι, ναι μεν το ως άνω ποσό των 111.839,06 ευρώ αποτελεί κέρδος της αναιρεσίβλητης και των ανηλίκων αυτής τέκνων, από τους τίτλους, πλην όμως το κέρδος αυτό (όπως και η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται), δεν προέρχεται από τη ζημία που οι ανωτέρω υπέστησαν εξαιτίας της απώλειας του επενδυθέντος εκ μέρους του δικαιοπαρόχου τους κεφαλαίου του, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύθηκε, αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς του στην ενάγουσα και τα ανήλικα τέκνα της, ως καθολικών διαδόχων του αρχικά συμβληθέντος δικαιοπαρόχου τους, και, συνεπώς, δεν μπορεί να συνυπολογιστεί στη ζημία αυτών. ʼλλωστε, ο προτεινόμενος (από την αναιρεσείουσα) συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν ανέχεται το κέρδος (από το ζημιογόνο γεγονός) να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος (ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 244/2016). Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αίτηση, που δεν περιέχει άλλους λόγους αναίρεσης, να απορριφθεί στο σύνολο της και να διαταχθεί, κατά την παρ. 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν.4055/2012, η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, το οποίο καταβλήθηκε από την αναιρεσείουσα. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που κατέθεσαν προτάσεις, πρέπει, κατά το σχετικό νόμιμο αίτημά τους, να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσείουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183, 189, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 7-5-2019 αίτηση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ” για αναίρεση της υπ’ αριθ. 1156/2019 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Μαΐου 2021.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Οκτωβρίου 2021.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ