Αριθμός 210/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα – Εισηγητή, Βρυσηίδα Θωμάτου και Κλεόβουλο – Δημήτριο Κοκκορό, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 14 Νοεμβρίου 2022, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Π. Π. του Β., κατοίκου … Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέργιο Γιαλάογλου.
Της αναιρεσιβλήτου: ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στην ….. κι εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Κλεάνθη Χατζησιδερή, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6-10-2011 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ροδόπης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 89/2013 μη οριστική, 11/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 358/2020 του Μονομελούς Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 5-5-2021 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα, κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 681 Α’ ΚΠολΔ, όπως αυτό ίσχυε πριν την κατάργησή του με τον Ν. 4335/2015, υπ’ αριθμ. 358/2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θράκης, το οποίο απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος και επικύρωσε την υπ’ αριθμ. 11/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης, με την οποία είχε απορριφθεί η από 6/10/2011 αγωγή του αναιρεσείοντος κατά της αναιρεσίβλητης, κατά το σκέλος της που παρέμεινε προς εκδίκαση, μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 89/2013 απόφασης του τελευταίου δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε ο χωρισμός του σωρρευομένου στο δικόγραφο της αγωγής αιτήματος καταβολής εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης και η παραπομπή του αιτήματος αυτού προς εκδίκαση κατά την τακτική διαδικασία. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε νόμιμα στον αναιρεσείοντα με επιμέλεια της αναιρεσίβλητης στις 23/3/2021 και η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε στις 6/5/2021, δεδομένου ότι, κατά τη διάταξη του άρθρου 83 παρ. 1 του Ν.4790/2021, όπως αυτή ερμηνεύθηκε και συμπληρώθηκε με την διάταξη του άρθρου 25 Ν. 4792/2021, το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (7/11/2020 – 5/4/2021), λόγω των μέτρων προστασίας από την εξάπλωση της πανδημίας του κορονοϊού κόβιντ 19, δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξωδίκων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, ενώ και οι προθεσμίες, που ανεστάλησαν δεν συμπληρώνονται, αν δεν παρέλθουν επιπλέον δέκα (10) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους (ΑΠ 987/2022) και επομένως, στην συγκεκριμένη περίπτωση, η προθεσμία των 30 ημερών για την άσκηση της αναίρεσης έληγε στις 15/5/2021.
Συνεπώς η αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 1, 3 ΚΠολΔ).
Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2496/1997 “Ασφαλιστική σύμβαση, τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλες διατάξεις”, με την ασφαλιστική σύμβαση η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στον συμβαλλόμενό της (λήπτη της ασφάλισης) ή σε τρίτο, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό, από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή του (ασφαλιστική περίπτωση), ενώ στην παρ. 5 του άρθρου 7 του ως άνω νόμου, ορίζεται ότι ο ασφαλιστής απαλλάσσεται της υποχρέωσης να καταβάλει ασφάλισμα, αν η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης οφείλεται, στη μεν ασφάλιση ζημιών σε δόλο ή σε βαριά αμέλεια, στη δε ασφάλιση προσώπων μόνο σε δόλο του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος ή των λοιπών αναφερόμενων στην παράγραφο αυτή προσώπων, τέτοια δε ασφάλιση ζημίας κατά το άρθρο 11 του νόμου αποτελεί και η ασφάλιση αντικειμένου για τον κίνδυνο ολικής ή μερικής κλοπής αυτού, οπότε το ασφάλισμα συνιστάται στην αποκατάσταση της ζημίας, όταν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, το οποίο όμως δεν μπορεί να υπερβαίνει την έκταση της ασφαλιστικής ζημίας ούτε και το ασφαλιστικό ποσό(ΑΠ 930/2020). Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, κατά το άρθρο 330 ΑΚ, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παραλείψεως του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια, που, αν κατέβαλε, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του, θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επελεύσεώς του, ήλπισε όμως ότι θα το αποφύγει (ΑΠ 693/2020), ενώ βαριά αμέλεια μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται, όταν η παρέκκλιση από τη συμπεριφορά του μέσου επιμελούς ανθρώπου είναι σημαντική, ασυνήθης, ιδιαιτέρως μεγάλη και φανερώνει πλήρη αδιαφορία του δράστη για τα παράνομα σε βάρος τρίτων αποτελέσματα της (ΑΠ 263/2021, ΑΠ 262/2020). Για την απαλλαγή του ασφαλιστή από την υποχρέωση να καταβάλει το ασφάλισμα, αν η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης οφείλεται σε δόλο ή σε βαριά αμέλεια των αναφερόμενων στο ανωτέρω άρθρο 7 παρ. 5 προσώπων, απαιτείται να υπάρχει πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του δόλου ή της βαριάς αμέλειας, που επέδειξαν τα πρόσωπα αυτά και της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, δηλαδή στην ασφάλιση κλοπής, της κλοπής του ασφαλισμένου πράγματος. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει όταν η από δόλο ή βαριά αμέλεια συμπεριφορά ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Οι ανωτέρω έννοιες της υπαιτιότητας (άρα και της βαριάς αμέλειας ) και της αιτιώδους συνάφειας είναι αόριστες νομικές έννοιες και γι` αυτό, η από το δικαστήριο της ουσίας κρίση περί της συνδρομής ή μη αυτών, με την έννοια που προαναφέρθηκε, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, ο οποίος κρίνει το εάν, τα κυριαρχικώς διαπιστωθέντα από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά, επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι ορισμένο γεγονός μπορεί αντικειμενικά, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, να θεμελιώσει ή όχι υπαιτιότητα (δόλο ή αμέλεια) και να θεωρηθεί ή όχι πρόσφορη αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος, που επήλθε (ΑΠ 693/2020). Η προβολή της ανωτέρω από το άρθρο 7 παρ. 5 του Ν. 2496/1997 εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη αποτελεί ένσταση, που προτείνει και αποδεικνύει ο επικαλούμενος την εξαίρεση αυτή ασφαλιστής. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με εσφαλμένη εφαρμογή (ΟλΑΠ 7/2006, ΟλΑΠ 4/2005). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να καθορίζονται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάσθηκε και το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή της (ΟλΑΠ 20/2005, ΟλΑΠ 32/1996), αλλιώς ο λόγος αυτός είναι αόριστος και γι’ αυτό απορριπτέος ως απαράδεκτος. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 19 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζητήματα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου ,που εφαρμόσθηκε ή δεν εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ,είτε αποκλείουν την εφαρμογή της. Αντίφαση δε στις αιτιολογίες υπάρχει, όταν τα πραγματικά περιστατικά ,που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό της πόρισμα για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων ,που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι τη κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Ελλείψεις όμως αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΑΠ 695/2020). Για το ορισμένο του λόγου αυτού πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια ή η αντίφαση των αιτιολογιών, δηλαδή ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση ή πού εντοπίζονται οι αντιφάσεις (Ολ.ΑΠ 20/2005). Στην προκειμένη περίπτωση το Μονομελές Εφετείο Θράκης, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα ακόλουθα, κρίσιμα για τον αναιρετικό έλεγχο, πραγματικά περιστατικά: “Ο ενάγων (ήδη αναιρεσείων) είναι ο κύριος του IX επιβατηγού αυτοκινήτου με αριθμό κυκλοφορίας … εργοστασίου κατασκευής ΒΜW τύπου M3 coupe, 4.000 κ. εκ, το οποίο είχε τεθεί σε κυκλοφορία το έτος 2008 και την 1- 5-2009 είχε μεταβιβαστεί σε αυτόν λόγω πωλήσεως ως μεταχειρισμένο. Με την σύμβαση ασφαλίσεώς υπ’ αριθμ. 7996473/28-5-2009 η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία (ήδη αναιρεσίβλητη), ανέλαβε την παροχή ασφαλιστικής κάλυψης ζημίας σε σχέση με το όχημα αυτό έναντι διαφόρων κινδύνων, μεταξύ των οποίων και η κλοπή, από την οποία προκαλείται βλάβη μέχρι του ποσού των 90.000 ευρώ. Το διάστημα ισχύος της παρεχόμενης ασφαλιστικής κάλυψης είναι η περίοδος από 12-5-2019 έως την 12-11-2019 και το ασφάλιστρο συμφωνήθηκε ανερχόμενο σε 1.503,51 ευρώ. Ακολούθησε η ανανέωση της ως άνω συμβατικής σχέσης με το ίδιο ποσό κατά το διάστημα από την 12-11-2009 έως την 12-11-2009 έναντι ασφαλίστρου ύψους 1482,97 ευρώ και ακολούθως για την περίοδο από την 12-5-2010 έως την 12-11-2010 για ποσό 79.200 ευρώ έναντι ασφαλίστρου ύψους 1.360,93 ευρώ. Την 7-10-2010 ώρα 10:00 ο ενάγων εμφανίστηκε στο κατάστημα του αστυνομικού σταθμού Νέας Καλλίστης, όπου, με την από 7-10- 2010 έκθεση ένορκης εξέτασης αυτού ως μάρτυρα, υπέβαλε έγκληση εναντίον αγνώστων προσώπων για την αξιόποινη πράξη της κλοπής, που τελέστηκε εναντίον του. Ειδικότερα ο ενάγων ισχυρίστηκε, ότι ο ίδιος στάθμευσε ώρα 23:30 της 6-10-2010 το ανωτέρω όχημα στον χώρο στάθμευσης οχημάτων του καταστήματος εστίασης με τον διακριτικό τίτλο “…”, που εκμεταλλεύεται ο ίδιος και βρίσκεται στην παραλία Φαναρίου, από όπου μέχρι την επομένη ημέρα 7-10-2010 άγνωστα στον ίδιο πρόσωπα το είχαν αφαιρέσει. Ο ανωτέρω χώρος στάθμευσης δεν είναι περιφραγμένος και δεν φυλάσσεται, ούτε όμως ασκείται κάποιος έλεγχος σε αυτόν καθώς και στην επιχείρηση εστιατορίου κατά το διάστημα των νυκτερινών ωρών, που η τελευταία δεν βρίσκεται σε λειτουργία. Ο οικισμός Φαναρίου, από το σημείο όπου βρίσκεται ο προαναφερόμενος χώρος στάθμευσης, απέχει περίπου 1270 μέτρα. Στο ανωτέρω όχημα δεν είχε τοποθετηθεί κάποιο σύστημα φωτεινού και ηχητικού συναγερμού. Εντός του συγκεκριμένου χώρου στάθμευσης δεν αποδεικνύεται, ούτε ο ενάγων ισχυρίζεται, ότι βρισκόταν σε λειτουργία κάποιος τεχνητός φωτισμός, ώστε να είναι ορατές οι κινήσεις και να διακρίνονται κάποια χαρακτηριστικά των προσώπων, τα οποία βρίσκονται σ αυτόν κατά την διάρκεια της νύκτας. Επίσης δεν αποδεικνύεται ότι στο χώρο στάθμευσης του καταστήματος κατά το διάστημα μεταξύ την 6-10-2010 έως την 7-10-2010 βρισκόταν και άλλα οχήματα εκτός από το αυτοκίνητο που είχε σταθμεύσει στο σημείο αυτό ο ενάγων, εκ μέρους του οποίου άλλωστε δεν προβάλλεται κάποιος αντιστοίχου περιεχομένου σχετικός ισχυρισμός. Επίσης, δεν αποδεικνύεται ότι, στο σημείο όπου βρίσκεται το κατάστημα και ο χώρος στάθμευσης αυτού, υφίστανται μία ή περισσότερες οικίες, στις οποίες, κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο, κατοικούσαν πρόσωπα, που κατά τις ώρες της νύκτας παραμένουν και κινούνται στο τμήμα αυτό της περιοχής. Δεν αποδεικνύεται ότι το σημείο στάθμευσης του οχήματος φωτίζεται και είναι ορατό κατά την διάρκεια της νύκτας από οποιαδήποτε οικία, κατάστημα ή πρόσωπο βρίσκεται στην περιοχή. Δεν αποδεικνύεται ότι στο ίδιο σημείο, κατά τις ώρες της νύκτας μεταξύ την 6-10-2020 έως την 7-10-2010, βρισκόταν σε λειτουργία ένα ή περισσότερα καταστήματα εστίασης ή ψυχαγωγίας, ώστε να εμφανίζεται οποιαδήποτε κίνηση προσώπων στην περιοχή. Μεταξύ του χώρου, όπου ο εναγών στάθμευσε το όχημα αυτού και του σημείου της παραλίας Φαναρίου, όπου βρίσκονται οι εγκαταστάσεις του καταστήματος εστίασης, το οποίο εκμεταλλεύεται ο ίδιος, μεσολαβεί τμήμα της επαρχιακής οδού Ιμέρου – Φαναρίου. Κατά την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, που ο ενάγων στάθμευσε το αυτοκίνητο στο συγκεκριμένο σημείο και στην ευρύτερη περιοχή δεν εμφανίζεται συχνή κίνηση προσώπων, ούτε κυκλοφορία οχημάτων…Προκύπτει ότι ο ίδιος στάθμευσε το όχημά στο παραπάνω χώρο ώρα 23.00 περίπου. Ο ενάγων ολοκλήρωσε την στάθμευση του οχήματος στο σημείο που ο ίδιος είχε επιλέξει και στη συνέχεια επιβιβάστηκε σε ένα άλλο επαγγελματικό αυτοκίνητο, το οποίο χρησιμοποιείται για την κάλυψη των αναγκών λειτουργίας της επιχείρησης εστίασης, που εκμεταλλεύεται. Με το όχημα αυτό ο ενάγων αποχώρησε από το χώρο του καταστήματος με κατεύθυνση προς την πόλη της Κομοτηνής, όπου βρίσκεται και η κατοικία αυτού. Κατά διάστημα που ακολούθησε και οι εργαζόμενοι της επιχείρησης εστίασης αποχώρησαν από το κατάστημα αυτής, το οποίο έκλεισαν, δεδομένου ότι δεν εμφανίστηκε κάποια κίνηση πελατών. Η ως άνω αποδεικνυόμενη έλλειψη κίνησης πελατών αναμενόμενο είναι ότι αποκλείει την εμφάνιση έκτακτων αναγκών προμήθειας ειδών, που είναι απαραίτητα για την λειτουργία της ως άνω επιχείρησης. Υπό τους όρους αυτούς δεν τεκμηριώνεται, ούτε όμως και ο ενάγων εκθέτει ποίος ήταν ο λόγος εξαιτίας του οποίου ο ίδιος επέλεξε, κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο, να μεταβάλει το όχημα κίνησης αυτού, το οποίο χρησιμοποίησε για να διανύσει την απόσταση από την επιχείρησή μέχρι τον τόπο κατοικίας του και κατά μείζονα λόγο για ποια αιτία αποφάσισε να σταθμεύσει το προαναφερόμενο πολυτελές όχημά ιδιοκτησίας του στο ανωτέρω περιγραφόμενο σημείο και να μην επιστρέψει κατά την διάρκεια της νύχτας, ώστε να το παραλάβει και να κατευθυνθεί με αυτό στη οικία του στην πόλη της Κομοτηνής, αλλά να επιλέξει την χρήση ενός επαγγελματικού οχήματος. Όλες οι ανωτέρω περιγραφόμενές συνθήκες, που επικρατούσαν στην περιοχή κατά την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, αντικειμενικά εκτιμώμενες, ήταν ευνοϊκές, ώστε να διευκολύνεται η τέλεση της αξιόποινης πράξης της κλοπής του συγκεκριμένου οχήματος, δεδομένου ότι αυτό κατά την διάρκεια της νύκτας παρέμενε εκτεθειμένο στο συγκεκριμένο σκοτεινό και ερημικό, σημείο, το οποίο ήταν το κατάλληλο, ώστε να προκαλείται η εντύπωση ότι θα επιτευχθεί με βεβαιότητα αφαίρεση αυτού και η ασφαλής ταχεία διαφυγή των προσώπων, που θα αποφάσιζαν (να) τελέσουν την συγκεκριμένη πράξη., χωρίς να υφίσταται οποιοσδήποτε κίνδυνος σύλληψης αυτών. Άλλωστε ο ενάγων γνώριζε ότι ήταν αυξημένος ο κίνδυνος κλοπής του συγκεκριμένου αυτοκινήτου, δεδομένου ότι ο ίδιος εκθέτει στην αγωγή ότι τον μήνα Ιούλιο του έτους 2009 αυτό είχε υποστεί διάρρηξη, εξαιτίας της οποίας καταστράφηκαν οι ηλεκτρονικοί εγκέφαλοι αυτού και για όλες τις φθορές που προκλήθηκαν καταβλήθηκε αποζημίωση από την εναγόμενη . Εκτός αυτού όμως ήταν γνωστό στα πρόσωπα που κινούνται στην συγκεκριμένη περιοχή ότι σε αυτήν κατά το παρελθόν είχαν τελεστεί άλλες κλοπές διαφόρων πολυτελών οχημάτων. Με τα δεδομένα όμως αυτά η συμπεριφορά την οποία εκδήλωσε ο ενάγων να σταθμεύσει το πολυτελές αυτό όχημα στο σημείο αυτό, όπου επικρατούσαν οι ανωτέρω περιγραφόμενες αντικειμενικές συνθήκες και ακολούθως να μην επιστρέψει να το παραλάβει κατά την διάρκεια της νύκτας, προκάλεσε την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, διότι εξέθεσε το αυτοκίνητο αυτό σε αυξημένο κίνδυνο κλοπής, η οποία τελέστηκε. Η συμπεριφορά αυτή αποτελεί εκδήλωση εντόνως αποκλίνουσα από την συνήθη επιβαλλόμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, δεδομένου ότι αναμενόμενο είναι από οποιαδήποτε πρόσωπο να επιλέξει να μην εκθέσει το συγκεκριμένο όχημα σε αυτές τις συνθήκες που δεν μειώνουν, αλλά επαυξάνουν το κίνδυνο κλοπής. Επομένως, η ανωτέρω εκδήλωση του ενάγοντος αποδίδεται σέ βάρια αμέλεια αυτού εξ αιτίας της οποίας προκλήθηκε η ασφαλιστική περίπτωση. Συνακόλουθα ο αντιστοίχου περιεχομένου, προβαλλόμενος κατ’ ένσταση, ισχυρισμός της εναγομένης αποδεικνύεται βάσιμος από ουσιαστική άποψη”. Ακολούθως, με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος και επικύρωσε την εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία, κατά παραδοχή ως ουσιαστικά βάσιμης της ανωτέρω από το άρθρο 7 παρ. 5 Ν. 2496/1997 ένστασης της αναιρεσίβλητης, είχε απορριφθεί η από 6/10/2011 αγωγή του αναιρεσείοντος, κατά το σκέλος της με το οποίο ζητείτο να υποχρεωθεί η αναιρεσίβλητη να του καταβάλει, με βάση την σύμβαση ασφάλισης, την αξία του κλαπέντος αυτοκινήτου, ποσού 79.200 ευρώ. Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 5 του ν.2496/1997 και 330 παρ.2 ΑΚ, καθόσον τα ως άνω δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά πληρούν το πραγματικό της νομικής έννοιας της βαριάς αμέλειας και ανταποκρίνονται πλήρως στις προϋποθέσεις εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων, αφού, κατά τις ουσιαστικές αυτές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, η επέλευση της ασφαλιστικής περιπτώσεως οφείλεται σε βαριά αμέλεια που επέδειξε ο αναιρεσείων λήπτης της ασφάλισης, με συνέπεια την απαλλαγή της αναιρεσίβλητης από την υποχρέωση καταβολής ασφαλίσματος για την ένδικη κλοπή, ώστε να δικαιολογείται η, κατά παραδοχή της σχετικής ένστασής της, απόρριψη της αγωγής. Περαιτέρω το Εφετείο υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση κατά την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών της βαριάς αμέλειας και της πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας, μεταξύ των περιστατικών που δέχθηκε ότι συνιστούν βαριά αμέλεια του αναιρεσείοντος και του επελθόντος αποτελέσματος της κλοπής του αυτοκινήτου του, καθ’ όσον διέλαβε σε αυτήν την απαιτούμενη αιτιολογία, που ανταποκρίνεται στο πραγματικό των πιο πάνω διατάξεων, καθώς και των άρθρων 297, 298 ΑΚ, και καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής αυτών, τις οποίες έτσι δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου καθ’ όσον αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, επάρκεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το ανωτέρω σαφώς διατυπούμενο αποδεικτικό της πόρισμα ότι η κλοπή του αυτοκινήτου του οφείλεται σε βαριά αμέλεια του αναιρεσείοντος με τις υποστηρίζουσες αυτό αναιρετικά ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές: 1) ότι κατά τη διάρκεια ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης ο αναιρεσείων, ενώ γνώριζε ότι τον μήνα Ιούλιο του 2009 το ασφαλισμένο έναντι κλοπής για το ποσό των 79.200 ευρώ πολυτελές αυτοκίνητό του είχε υποστεί διάρρηξη, εξαιτίας της οποίας καταστράφηκε ο ηλεκτρονικός εγκέφαλός του, ότι στην περιοχή, που εκινείτο είχαν τελεστεί στο παρελθόν κλοπές πολυτελών αυτοκινήτων, ότι στο αυτοκίνητό του δεν είχε τοποθετήσει κάποιο σύστημα ηχητικού ή φωτεινού συναγερμού για αποτροπή της κλοπής του και ενώ είχε στην ιδιοκτησία του άλλο αυτοκίνητο για τις ανάγκες της επιχείρησής του, όμως, στις 6/10/2010 και ώρα 23.00 μ.μ., μετέβη με το ανωτέρω ασφαλισμένο μεγάλης αξίας αυτοκίνητό του στο κατάστημα που εκμεταλλεύεται και βρίσκεται στην παραλία Φαναρίου και επέλεξε, χωρίς να προσδιορίζει τον λόγο που το έκανε, να το σταθμεύσει εκεί και να αναχωρήσει για την οικία του στην Κομοτηνή με άλλο επαγγελματικής χρήσης αυτοκίνητό του και 2) ότι ο χώρος που στάθμευσε το ασφαλισμένο αυτοκίνητό του όλη τη νύκτα από τις 23.00 μ.μ. της 6/10/2010 έως τις 10.00 π.μ. της 7/10/2010 ήταν ερημικός, αφού δεν είχε κατοικίες και άλλα καταστήματα εκτός από το δικό του, το οποίο όμως λίγο μετά τη στάθμευση του ασφαλισμένου αυτοκινήτου του έπαυσε να λειτουργεί και οι εργαζόμενοι σε αυτό έφυγαν, ενώ ο πλησιέστερος οικισμός του Φαναρίου βρισκόταν σε απόσταση 1.270 μέτρων, και επί πλέον ήταν σκοτεινός και χωρίς περίφραξη, γειτνιάζει δε με την επαρχιακή οδό Ιμέρου – Φαναρίου, η οποία δεν είχε συχνή κίνηση, με αποτέλεσμα να εκθέσει το αυτοκίνητό του σε αυξημένο κίνδυνο κλοπής, η οποία και τελέστηκε. Οι ουσιαστικές αυτές παραδοχές, αφ’ ενός μεν δικαιολογούν το συμπέρασμα ότι ο αναιρεσείων επέδειξε βαριά αμέλεια, γιατί αυτός δεν κατέβαλε, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ασφαλισμένου, την επιμέλεια που όφειλε και μπορούσε να καταβάλει και έτσι, από αμέλειά του, δεν προέβλεψε ότι η στάθμευση του ασφαλισμένου αυτοκινήτου του υπό τις προαναφερθείσες περιστάσεις θα μπορούσε να προκαλέσει την κλοπή του, η δε παρέκκλισή του από τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ασφαλισμένου ήταν σημαντική, ασυνήθης και ιδιαιτέρως μεγάλη, καταδεικνύουσα πλήρη αδιαφορία του αναιρεσείοντος για τα παράνομα σε βάρος της αναιρεσίβλητης αποτελέσματά της, αφ’ ετέρου δε δικαιολογούν το συμπέρασμα ότι η από βαριά αμέλειά του συμπεριφορά του αυτή ήταν πρόσφορη, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, να προκαλέσει την κλοπή του αυτοκινήτου του, την οποία και προκάλεσε. Επομένως οι τα αντίθετα υποστηρίζοντες πρώτος και δεύτερος κατά το πρώτο σκέλος λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ πλημμέλειες της ευθείας και εκ πλαγίου παραβίασης των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, είναι αβάσιμοι.
Με τον δεύτερο κατά το δεύτερο σκέλος λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση και την πλημμέλεια από τον αρ. 1 (και όχι από τον αρ. 19, που επικαλείται ) του άρθρου 559 ΚΠολΔ κατά τη νοηματική εκτίμηση του λόγου, με την αιτίαση ότι το Εφετείο παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 6, 11, 13 παρ. 3 και 33 παρ. 1 Ν. 2496/1997 σε συνδυασμό με το άρθρο 361 Α.Κ. ,από τις οποίες προκύπτει ότι και στις ασφαλίσεις ζημίας για κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων μπορούν με την ασφαλιστική σύμβαση να διευρυνθούν οι περιπτώσεις απαλλαγής του ασφαλιστή, τις οποίες διατάξεις εφάρμοσε, ενώ δεν ήταν εφαρμοστέες και έτσι δέχθηκε ότι παραβίασε συμφωνημένους όρους της ασφαλιστικής σύμβασης ως προς τον τόπο στάθμευσης του ασφαλισμένου αυτοκινήτου, η οποία παραβίαση οδήγησε στην παραδοχή της ένστασης της αναιρεσίβλητης και στην απόρριψη της αγωγής του. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος γιατί στηρίζεται σε αναληθή προϋπόθεση, δεδομένου ότι από το ανωτέρω περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης σαφώς προκύπτει ότι το Εφετείο εξέτασε και έκανε κατ’ ουσίαν δεκτή μόνο την από το άρθρο 7 παρ. 5 του Ν. 2496/1997 ένσταση της αναιρεσίβλητης, η οποία προβλέπει απ’ ευθείας από τον νόμο και όχι ως περιεχόμενο της ασφαλιστικής σύμβασης την απαλλαγή του ασφαλιστή για καταβολή του ασφαλίσματος, όταν η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης στην ασφάλιση ζημιών οφείλεται και σε βαριά αμέλεια των αναφερόμενων στη διάταξη αυτή προσώπων, μεταξύ των οποίων και του αντισυμβαλλόμενου του ασφαλιστή και λήπτη της ασφάλισης και συνεπώς δεν ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε τις αναφερόμενες στον κρινόμενο λόγο αναίρεσης διατάξεις, η δε αναφορά στην απόφαση των συνθηκών, κάτω από τις οποίες στάθμευσε πριν την κλοπή το αυτοκίνητό του ο αναιρεσείων, έγινε στα πλαίσια εξέτασης της, από το άρθρο 7 παρ. 5 Ν. 2496/1997 ένστασης της αναιρεσίβλητης, ότι η κλοπή του αυτοκινήτου του οφείλεται σε βαριά αμέλεια αυτού.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου αυτής στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός της, πρέπει να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ –
Απορρίπτει την από 5-5-2021 αίτηση του Π. Π. για αναίρεση της υπ’ αριθ. 358/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θράκης.
– Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο. Και –
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Ιανουαρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 8 Φεβρουαρίου 2023.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ