Αριθμός 665/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ευστάθιο Νίκα, Μαρία Βάρκα, Άννα Αγγελάτου – Βασιλείου και Σωκράτη Πλαστήρα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 14 Ιανουαρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Μ. θυγ. Χ. Π., κατοίκου …, 2) Θ. Π. του Χ., 3) Ό. συζ. Θ. Π., θυγ. Η. Σ., κατοίκων …, για τον εαυτό τους (2ος και 3η) και ως ασκούντων τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων τους α. Θ. Π. του Θ. και Κ. Π. του Θ., 4) Ε. Π. του Θ., 5) Χ. Π. του Θ. και 6) Η. Π. του Θ., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευάγγελο Μπουλογεώργο, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι ο Θ. Π. του Θ. (υπό στοιχ. 3α), του οποίου ασκούσαν τη γονική μέριμνα οι γονείς του, ενηλικιώθηκε, συνεχίζει ατομικώς τη δίκη και εκπροσωπείται από αυτόν. Δεν κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Δαρούδη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-4-2015 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 237/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 438/2019 του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 20-1-2020 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Σωκράτη Πλαστήρα, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 63 ΚΠολΔ όποιος είναι ικανός για οποιαδήποτε δικαιοπραξία μπορεί να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό του όνομα, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 64 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα όσοι είναι ανίκανοι να παρίστανται στο δικαστήριο με το δικό τους όνομα εκπροσωπούνται από τους νόμιμους αντιπροσώπους τους. Ικανός για κάθε δικαιοπραξία, σύμφωνα με το άρθρο 127 ΑΚ, είναι όποιος έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του (ενήλικος). Άρα ο ανήλικος δεν έχει δικαίωμα να παρίσταται με το δικό του όνομα στο δικαστήριο, αλλά εκπροσωπείται σ` αυτό από τους δύο γονείς του, οι οποίοι από κοινού ασκούν τη γονική μέριμνά του (άρθρ. 1510 ΑΚ). Διάδικος όμως είναι το ανήλικο τέκνο και όχι οι γονείς του, οι οποίοι απλώς αναπληρώνουν την έλλειψη ικανότητας του τέκνου να παρίσταται το ίδιο στο δικαστήριο με το δικό του όνομα. Κατά συνέπεια, σε δίκη με διάδικο ανήλικο τέκνο, μετά την ενηλικίωσή του, οπότε αυτό καθίσταται ικανό για κάθε δικαιοπραξία, επομένως και για να υπερασπίζεται επί δικαστηρίου τα δίκαιά του, παύει αυτοδικαίως η αντιπροσωπευτική εξουσία του νόμιμου αντιπροσώπου του και στο εξής, χωρίς να μεσολαβήσει διακοπή της δίκης κατά τα άρθρα 286 επ. ΚΠολΔ, συνεχίζεται πλέον η διαδικασία με τη συμμετοχή στη δίκη του τέκνου που ενηλικιώθηκε (ΑΠ 209/2020, ΑΠ 808/2017).
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, μεταξύ των διαδίκων στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 438/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, ήταν και ο ανήλικος Θ. Π. του Θ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους γονείς του Θ. Π. και Ό. συζ. Θ. Π., που ασκούσαν τη γονική μέριμνά του. Η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως κατά της πιο πάνω αποφάσεως ασκήθηκε από τον προαναφερόμενο ανήλικο, εκπροσωπούμενο από τους ασκούντες τη γονική μέριμνά του ως άνω γονείς του. Όμως, ο ανωτέρω διάδικος ήδη ενηλικιώθηκε και, συνεπώς, νομίμως αυτός παραστάθηκε με το δικό του όνομα κατά τη συζήτηση της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αφού μετά την ενηλικίωσή του κατέστη ικανός για να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό του όνομα και έπαυσε αυτοδικαίως η αντιπροσωπευτική εξουσία των νομίμων αντιπροσώπων του. Σύμφωνα με το άρθρο 932 του ΑΚ, “Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης”. Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι’ αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών, χωρίς να απαιτείται η ειδικότερη αιτιολόγηση καθενός στοιχείου (ΑΠ 272/2020, ΑΠ 65/2019, ΑΠ 1361/2013). Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται, κατ’ αρχήν, σε αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να κριθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου, για έλλειψη νόμιμης βάσης. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του ποσού που επιδικάζεται, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος, υπό την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, πράγμα που, αν συμβαίνει, ελέγχεται ως παραβίαση της πιο πάνω γενικής νομικής αρχής, ήτοι ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 ΚΠολΔ (Ολ.ΑΠ 9/2015, ΑΠ 301/2021, ΑΠ 2/2020). Και τούτο, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά τον δικαιούχο – παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στη δεύτερη (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (ΑΠ 301/2021, ΑΠ 184/2021, ΑΠ 525/2021, ΑΠ 398/2020). Περαιτέρω, με το άρθρο 559 αριθ. 1α’ του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Με το συγκεκριμένο λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση (Ολ.ΑΠ 3/2020, Ολ.ΑΠ 27 και 28/1998, ΑΠ 525/2021, ΑΠ 59/2020, ΑΠ 255/2020). Έτι περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ως προς τη συνδρομή των νόμιμων όρων και προϋποθέσεων της διάταξης που εφαρμόστηκε, ή για τη μη συνδρομή τους που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες στο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισμα και για το λόγο αυτό καθίσταται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος (ΑΠ 525/2021, ΑΠ 91/2019, ΑΠ 49/2019). Στην ερευνώμενη υπόθεση, το Μονομελές Εφετείο Λάρισας, με την προσβαλλομένη 438/2019 απόφασή του, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα και από τη σύμβαση ασφαλίσεως, αφού προηγουμένως έκρινε, κατά το μη προσβαλλόμενο με την αναίρεση μέρος, ότι αποκλειστικά υπαίτιος του ένδικου αυτοκινητικού ατυχήματος, που έλαβε χώρα στις 23-10-2014 και περί ώρα 10:15, στο 7ο χιλιόμετρο της Εθνικής οδού Λάρισας-Τρικάλων, κατά το οποίο τραυματίστηκε η επιβαίνουσα στη θέση του συνοδηγού στο με αριθμό κυκλοφορίας … Ι.Χ. επιβατηγό αυτοκίνητο, Ε. Π. του Σ., ηλικίας 84 ετών, μητέρα της πρώτης και δεύτερου των αναιρεσειόντων, πεθερά της τρίτης και γιαγιά των λοιπών εξ αυτών, ήταν ο οδηγός του με αριθμό κυκλοφορίας … Ι.Χ. φορτηγού αυτοκινήτου, το οποίο ήταν ασφαλισμένο, για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη από την κυκλοφορία του, στην αναιρεσίβλητη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία, σχετικά με το κεφάλαιο, που ενδιαφέρει στην παρούσα αναιρετική δίκη, χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης κατ’ άρθρο 932 του ΑΚ, που επιδικάστηκε στους αναιρεσείοντες, δέχθηκε, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ’ άρθρ. 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ, επισκόπησή της, τα εξής: ”…….. εξαιτίας της σύγκρουσης, η επιβάτης του παραπάνω ζημιωθέντος αυτοκινήτου, Ε. Π., υπέστη τραυματισμό και συγκεκριμένα υπέστη βαθύ θλαστικό τραύμα στην αριστερή κνήμη. Σύμφωνα με το από 22-12-2014 ενημερωτικό σημείωμα του διευθυντή της νεφρολογικής κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας, σε συνδυασμό με την με αριθμό πρωτοκόλλου …/19-11-2014 ιατρική βεβαίωση- γνωμάτευση του ιατρού της ορθοπεδικής κλινικής του ιδίου ως άνω Νοσοκομείου, η παραπάνω παθούσα κατά την εισαγωγή της στο Νοσοκομείο παρουσίαζε λεμφοίδημα κάτω άκρων και εξαιτίας αυτού δεν ήταν εφικτή η σύγκλιση του τραύματος που υπέστη από την παραπάνω σύγκρουση, με αποτέλεσμα πέραν της επιδείνωσης της νεφρικής ανεπάρκειας που προϋπήρχε του ατυχήματος, να παρουσιάσει σηπτική καταπληξία και καρδιοαναπνευστική ανεπάρκεια με αποτέλεσμα να αποβιώσει στις 17-11-2014.
Συνεπώς, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, ανεξάρτητα από την προηγούμενη της ένδικης σύγκρουσης επιβαρυμένη κατάσταση της υγείας της, σε συνδυασμό με την ηλικία της (84 ετών), ο τραυματισμός της συντέλεσε αιτιωδώς στην επέλευση του θανάτου της. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι ο θάνατός της συγκλόνισε τον ψυχικό κόσμο των διαδίκων συγγενών της, διατάραξε τη συναισθηματική τους ισορροπία και τους δημιούργησε έντονα και βαθύτατα συναισθήματα θλίψης, οδύνης, απογοήτευσης και απαισιοδοξίας, που είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο να εξαλειφθούν ολοσχερώς στο μέλλον. Για να επέλθει κάποια σχετική εξισορρόπηση στη δυσμενή αυτή κατάσταση που δημιουργήθηκε σε όλους τους ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητους – αντεκκαλούντες και να τους δοθεί κάποια ευχέρεια να την ξεπεράσουν, πρέπει να τους επιδικασθεί εύλογη χρηματική ικανοποίηση, η οποία αποσκοπεί στην ανακούφισή τους από τον πόνο και τη στεναχώρια τους και αποσκοπεί, πρωτίστως, στην παροχή προς αυτούς των απαραίτητων εκείνων οικονομικών μέσων, που σε κάποιο βαθμό, είναι ικανά να συντελέσουν στην άρση των ηθικών συνεπειών της προσβολής που δέχθηκαν, προκειμένου να καταστεί (σε ένα βαθμό) δυνατή η ηθική τους παρηγοριά και η ψυχική τους ανακούφιση. Το Δικαστήριο, για τον καθορισμό του ύψους της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης ενός εκάστου των ως άνω εναγόντων, λαμβάνει υπόψη του, με αξιολόγηση και στάθμιση όλων των διαμορφωτικών συνθηκών κατά τον κρίσιμο χρόνο του ένδικου ατυχήματος, μεταξύ των άλλων, το είδος της προσβολής που δέχθηκαν, τη διάρκεια και την ένταση της θλίψης και του ψυχικού άλγους που δοκίμασαν, το μέγεθος και την ένταση της οδυνηρής εμπειρίας που βίωσαν, την απαιτούμενη για την καταπολέμησή του (του ψυχικού άλγους) προσπάθεια εκάστου, το στενό συναισθηματικό σύνδεσμό τους και το βαθμό της συγγένειας που συνέδεε τον καθένα τους με την αποβιώσασα, την ηλικία της τελευταίας, αλλά και ενός εκάστου των εναγόντων, τις ιδιαίτερες παραπάνω συνθήκες του αδικήματος, το βαθμό και τη βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου οδηγού, την έλλειψη οιουδήποτε πταίσματος εκ μέρους του θύματος, καθώς και την κοινωνική θέση και την οικονομική κατάσταση όλων των διαδίκων φυσικών προσώπων. Ενόψει των παραπάνω, η εύλογη, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, που δικαιούται καθένας από τους ενάγοντες, ανέρχεται, ειδικότερα, στα παρακάτω ποσά: α) σε καθένα από τα τέκνα της, πρώτη και δεύτερο των εκκαλούντων, το ποσό των 8.000 ευρώ, β) στην τρίτη των εκκαλούντων, νύφη της, το ποσό των 4.000 ευρώ και γ) σε καθένα από τους λοιπούς εκκαλούντες, εγγονούς της, το ποσό των 2.000 ευρώ ….”. Κρίνοντας έτσι, το Εφετείο, και καθορίζοντας την χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, καθενός των αναιρεσειόντων στα παραπάνω ποσά, δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, ούτε υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, δεδομένου ότι τα ποσά αυτά, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση, δεν υπολείπονται, και μάλιστα καταφανώς, εκείνων που συνήθως επιδικάζονται σε ανάλογες περιπτώσεις. Επομένως, είναι αβάσιμος ο πρώτος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες, αποδίδουν στην προσβαλλομένη απόφαση τις αιτιάσεις ότι, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και καθ` υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, το Εφετείο, κατά την εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων του άρθρου 932 του ΑΚ, καθώς και εκείνων των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, επιδίκασε σ`αυτούς, ως εύλογη χρηματική τους ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, από το θανάσιμο τραυματισμό της συγγενούς τους, τα προαναφερόμενα ποσά, τα οποία όμως είναι καταφανώς μικρότερα εκείνων που επιδικάζονται σε ανάλογες περιπτώσεις και προκύπτουν από τις συνθήκες της αδικοπραξίας (του τροχαίου ατυχήματος), με βάση τα αναφερόμενα στην απόφαση προσδιοριστικά κριτήρια για τον καθορισμό αυτών. Περαιτέρω, με τον δεύτερο λόγο του αναιρετηρίου, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι, το Εφετείο, προέβη στον καθορισμό της οφειλομένης εκ του άρθρου 932 του ΑΚ εύλογης αποζημιώσεως αυτών, λόγω ψυχικής οδύνης, χωρίς να λάβει υπόψη την ηλικία τους και την προσωπική, οικονομική και κοινωνική τους κατάσταση. Ο λόγος αυτός, κατά το ως άνω σκέλος του, είναι αβάσιμος, αφού, ρητώς, στην προσβαλλόμενη απόφαση, αναφέρεται η ηλικία της θανούσης και των αναιρεσειόντων, καθώς και η κοινωνική και οικονομική θέση και κατάστασή τους, ως στοιχεία, τα οποία συνεκτιμήθηκαν για τον καθορισμό της οφειλόμενης στους αναιρεσείοντες εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως, ενώ, εξ άλλου, στο πλαίσιο της ελεύθερης από μέρους του Εφετείου εκτίμησης όλων των στοιχείων που προσδιορίζουν το ύψος της οφειλόμενης χρηματικής ικανοποιήσεως, το Δικαστήριο εκείνο, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην οικεία νομική σκέψη, δεν είχε υποχρέωση, να αιτιολογήσει ειδικότερα την απόφασή του ως προς κάθε ένα από τα στοιχεία αυτά. Μετά από αυτά, η ένδικη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της και κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρα 176, 180, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τους αναιρεσείοντες παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε` του ΚΠολΔ, όπως ισχύει και εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, που ισχύει, κατ` άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 αυτού, για τα κατατιθέμενα από 1.1.2016 ένδικα μέσα).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20-1-2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 5/21-1-2020 αίτηση για αναίρεση της 438/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από τους αναιρεσείοντες παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Φεβρουαρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Απριλίου 2022.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ