Υπόθεση C-496/22
Ομαδικές απολύσεις – Οδηγία 98/59/ΕΚ – Διαδικασία ενημέρωσης των εργαζομένων και διαβούλευσης με αυτούς σε περίπτωση σχεδίου ομαδικών απολύσεων – Μη ανάδειξη εκπροσώπων των εργαζομένων – Εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει στον εργοδότη να μην ενημερώνει ατομικώς τους εργαζομένους που θίγονται και να μην διαβουλεύεται με αυτούς
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα) της 5ης Οκτωβρίου 2023
«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών οι οποίες αφορούν τις ομαδικές απολύσεις – Οδηγία 98/59/ΕΚ – Άρθρο 1, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, και άρθρο 6 – Διαδικασία ενημέρωσης των εργαζομένων και διαβούλευσης με αυτούς σε περίπτωση σχεδίου ομαδικών απολύσεων – Μη ανάδειξη εκπροσώπων των εργαζομένων – Εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει στον εργοδότη να μην ενημερώνει ατομικώς τους εργαζομένους που θίγονται και να μην διαβουλεύεται με αυτούς»
Στην υπόθεση C‑496/22,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Curtea de Apel Bucureşti (εφετείο Βουκουρεστίου, Ρουμανία) με απόφαση της 22ας Ιουνίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 22 Ιουλίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης
EI
κατά
SC Brink’s Cash Solutions SRL,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),
συγκείμενο από τους M. L. Arastey Sahún, πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen (εισηγητή) και J. Passer, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: P. Pikamäe
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Μαΐου 2023,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– ο EI, εκπροσωπούμενος από τον V. Stănilă, avocat,
– η SC Brink’s Cash Solutions SRL, εκπροσωπούμενη από τον S. Şusnea και την R. Zahanagiu, avocaţi,
– η Ρουμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Chicu, E. Gane και O.‑C. Ichim,
– η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Möller και την A. Hoesch,
– η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Β. Μπαρούτα και τη Μ. Τασσοπούλου,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την C. Gheorghiu, τον C. Hödlmayr και τον B.-R. Killmann,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 6 της οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις (ΕΕ 1998, L 225, σ. 16), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2015/1794 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 2015 (ΕΕ 2015, L 263, σ. 1) (στο εξής: οδηγία 98/59).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του EI και της πρώην εργοδότριάς του, SC Brink’s Cash Solutions SRL, σχετικά με την απόλυσή του.
Το νομικό πλαίσιο
Η οδηγία 98/59
3 Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 6 και 12 της οδηγίας 98/59 έχουν ως εξής:
«(2) [Εκτιμώντας] ότι επιβάλλεται η ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης ισόρροπης οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως εντός της Κοινότητας·
[…]
(6) ότι, στο σημείο 7, πρώτο εδάφιο, πρώτη φράση και δεύτερο εδάφιο, στο σημείο 17, πρώτο εδάφιο, και στο σημείο 18, τρίτη περίπτωση του Κοινοτικού Χάρτη των θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων, που εγκρίθηκε, κατά τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Στρασβούργο στις 9 Δεκεμβρίου 1989 από τους αρχηγούς κρατών ή κυβερνήσεων ένδεκα κρατών μελών, δηλώνεται συγκεκριμένα ότι:
“7. Η δημιουργία της εσωτερικής αγοράς πρέπει να οδηγήσει σε βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα […].
Η βελτίωση αυτή πρέπει να επιφέρει, όπου είναι αναγκαίο, την ανάπτυξη ορισμένων πλευρών της εργατικής νομοθεσίας, όπως είναι οι διαδικασίες ομαδικής απόλυσης ή πτώχευσης.
[…]
17. Η πληροφόρηση, διαβούλευση και συμμετοχή των εργαζομένων πρέπει να αναπτυχθούν, με τον κατάλληλο τρόπο, σύμφωνα με τα ισχύοντα στα διάφορα κράτη μέλη.
[…]
18. Η εν λόγω πληροφόρηση, διαβούλευση και συμμετοχή πρέπει να διεξάγονται εγκαίρως, ιδίως στις ακόλουθες περιπτώσεις:
[–…]
[–…]
– κατά τις διαδικασίες ομαδικών απολύσεων,
[–…]”
[…]
(12) ότι τα κράτη μέλη πρέπει να μεριμνούν ώστε οι εκπρόσωποι των εργαζομένων ή/και οι εργαζόμενοι να έχουν δυνατότητα προσφυγής σε διοικητικές ή/και δικαστικές διαδικασίες προκειμένου να εξασφαλίζεται η τήρηση των υποχρεώσεων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία».
4 Το άρθρο 1, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας ορίζει τα εξής:
«Για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας:
[…]
β) ως “εκπρόσωποι των εργαζομένων” νοούνται οι εκπρόσωποι των εργαζομένων που προβλέπονται από τη νομοθεσία ή την πρακτική των κρατών μελών.»
5 Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο περιλαμβάνεται στο επιγραφόμενο «Ενημέρωση και διαβούλευση» τμήμα ΙΙ αυτής, ορίζει τα εξής:
«1. Όταν ο εργοδότης προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις, υποχρεούται να πραγματοποιεί, εγκαίρως, διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας.
2. Οι διαβουλεύσεις αφορούν τουλάχιστον τις δυνατότητες αποφυγής ή μείωσης των ομαδικών απολύσεων, καθώς και τις δυνατότητες άμβλυνσης των συνεπειών, δια της προσφυγής σε συνοδευτικά κοινωνικά μέτρα με σκοπό τη βοήθεια για την επαναπασχόληση ή τον αναπροσανατολισμό των απολυομένων εργαζομένων.
[…]
3. Για να μπορέσουν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων να διατυπώσουν εποικοδομητικές προτάσεις, ο εργοδότης οφείλει, εγκαίρως, κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων:
α) να τους παρέχει όλες τις χρήσιμες πληροφορίες και
β) εν πάση περιπτώσει, να τους ανακοινώνει εγγράφως:
i) τους λόγους του σχεδίου απολύσεων,
ii) τον αριθμό και τις κατηγορίες των υπό απόλυση εργαζομένων,
iii) τον αριθμό και τις κατηγορίες των συνήθως απασχολούμενων εργαζομένων,
iv) την περίοδο κατά την οποία πρόκειται να γίνουν οι απολύσεις,
v) τα προβλεπόμενα κριτήρια για την επιλογή των εργαζομένων που θα απολυθούν, εφόσον οι εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές αποδίδουν τη σχετική αρμοδιότητα στον εργοδότη,
vi) την προβλεπόμενη μέθοδο υπολογισμού οιασδήποτε ενδεχόμενης αποζημίωσης απολύσεως, εκτός εκείνης που απορρέει από τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές.
[…]»
6 Το άρθρο 3 της ως άνω οδηγίας περιλαμβάνεται στο τμήμα III αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαδικασία της ομαδικής απολύσεως», και προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Ο εργοδότης υποχρεούται να κοινοποιεί εγγράφως στην αρμόδια δημόσια αρχή κάθε σχεδιαζόμενη ομαδική απόλυση.
[…]
Η κοινοποίηση πρέπει να περιέχει κάθε χρήσιμη πληροφορία σχετικά με τη σχεδιαζόμενη ομαδική απόλυση, και τις διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, που προβλέπονται στο άρθρο 2, και ιδίως τους λόγους της απολύσεως, τον αριθμό των υπό απόλυση εργαζομένων, τον αριθμό των συνήθως απασχολουμένων και την περίοδο μέσα στην οποία πρόκειται να πραγματοποιηθούν οι απολύσεις.»
7 Το άρθρο 6 της οδηγίας 98/59 ορίζει τα εξής:
«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι εκπρόσωποι των εργαζομένων ή/και οι εργαζόμενοι να έχουν τη δυνατότητα προσφυγής σε διοικητικές ή/και δικαστικές διαδικασίες προκειμένου να εξασφαλίζεται η τήρηση των υποχρεώσεων που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία.»
Το ρουμανικό δίκαιο
8 Η οδηγία 98/59 μεταφέρθηκε στη ρουμανική έννομη τάξη με τον Legea nr. 53/2003 privind Codul muncii (νόμο 53/2003, περί εργατικού κώδικα), της 24ης Ιανουαρίου 2003 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 72 της 5ης Φεβρουαρίου 2003), όπως δημοσιεύτηκε εκ νέου και ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 345 της 18ης Μαΐου 2011) (στο εξής: εργατικός κώδικας).
9 Το άρθρο 69 του εργατικού κώδικα προβλέπει τα εξής:
«(1) Όταν ο εργοδότης προτίθεται να προχωρήσει σε ομαδικές απολύσεις, οφείλει, εγκαίρως και με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας, υπό τους όρους που προβλέπει ο νόμος, να πραγματοποιεί διαβουλεύσεις με τη συνδικαλιστική οργάνωση ή, κατά περίπτωση, με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, όσον αφορά τουλάχιστον:
a) τις μεθόδους και τα μέσα που καθιστούν δυνατή την αποφυγή των ομαδικών απολύσεων ή τη μείωση του αριθμού των υπό απόλυση εργαζομένων·
b) την άμβλυνση των συνεπειών της απόλυσης διά της εφαρμογής κοινωνικών μέτρων με σκοπό ιδίως τη βοήθεια για τον επαγγελματικό αναπροσανατολισμό των απολυθέντων εργαζομένων.
(2) Κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων που μνημονεύονται στην παράγραφο 1, προκειμένου να δοθεί στη συνδικαλιστική οργάνωση ή στους εκπροσώπους των εργαζομένων η δυνατότητα να υποβάλλουν εγκαίρως προτάσεις, ο εργοδότης οφείλει να τους παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες και να τους κοινοποιεί εγγράφως τα ακόλουθα στοιχεία:
a) τον συνολικό αριθμό και τις κατηγορίες των εργαζομένων·
b) τους λόγους του σχεδίου απολύσεων·
c) τον αριθμό και τις κατηγορίες των υπό απόλυση εργαζομένων·
d) τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη, σύμφωνα με τον νόμο ή/και τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας προκειμένου να καθορισθεί η σειρά προτεραιότητας στο πλαίσιο των απολύσεων·
e) τα μέτρα που προβλέπονται για τον περιορισμό του αριθμού των απολύσεων·
f) τα μέτρα που αποσκοπούν στην άμβλυνση των συνεπειών της απόλυσης και τις αποζημιώσεις που πρέπει να δοθούν στους απολυθέντες εργαζομένους, σύμφωνα με τον νόμο ή/και τη συλλογική σύμβαση εργασίας που τυγχάνουν εφαρμογής·
g) την ημερομηνία έναρξης των απολύσεων ή την περίοδο κατά την οποία αυτές θα πραγματοποιηθούν·
h) την προθεσμία εντός της οποίας η συνδικαλιστική οργάνωση ή, κατά περίπτωση, οι εκπρόσωποι των εργαζομένων μπορούν να υποβάλλουν προτάσεις για την αποφυγή των απολύσεων ή τη μείωση του αριθμού των απολυόμενων εργαζομένων.
(3) Τα κριτήρια της παραγράφου 2, στοιχείο d, εφαρμόζονται για την επιλογή μεταξύ των εργαζομένων κατόπιν αξιολόγησης της επίτευξης των στόχων επιδόσεων.
[…]»
10 Το άρθρο 70 του εργατικού κώδικα ορίζει τα εξής:
«Ο εργοδότης υποχρεούται να διαβιβάζει αντίγραφο της κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 69, παράγραφος 2, στην περιφερειακή επιθεώρηση εργασίας και στον περιφερειακό οργανισμό απασχόλησης εντός της ημέρας κατά την οποία την κοινοποίησε στη συνδικαλιστική οργάνωση ή, κατά περίπτωση, στους εκπροσώπους των εργαζομένων.»
11 Το άρθρο 71, παράγραφος 1, του εν λόγω κώδικα προβλέπει τα εξής:
«Η συνδικαλιστική οργάνωση ή, κατά περίπτωση, οι εκπρόσωποι των εργαζομένων δύνανται να προτείνουν στον εργοδότη μέτρα για την αποφυγή των απολύσεων ή τη μείωση του αριθμού των απολυόμενων εργαζομένων, εντός δέκα ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης.»
12 Το άρθρο 221 του ίδιου κώδικα προβλέπει τα ακόλουθα:
«(1) Σε περίπτωση που εργοδότες απασχολούν περισσότερους από 20 μισθωτούς και δεν υφίστανται αντιπροσωπευτικές συνδικαλιστικές οργανώσεις συσταθείσες σύμφωνα με τον νόμο, δύνανται να προάγουν και να υπερασπίζονται τα συμφέροντα των εργαζομένων εκπρόσωποι αυτών, ειδικά εκλεγμένοι και εντεταλμένοι προς τούτο.
(2) Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων εκλέγονται σε γενική συνέλευση των εργαζομένων, με την ψήφο του ημίσεος τουλάχιστον του συνολικού αριθμού των εργαζομένων.
(3) Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων δεν μπορούν να ασκούν δραστηριότητες οι οποίες, σύμφωνα με τον νόμο, ασκούνται αποκλειστικά από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις.»
13 Το άρθρο 222 του εργατικού κώδικα προβλέπει τα εξής:
«(1) Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων εκλέγονται μεταξύ των εργαζομένων που έχουν πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα.
(2) Ο αριθμός των εκπροσώπων που εκλέγουν οι εργαζόμενοι καθορίζεται κατόπιν κοινής συμφωνίας με τον εργοδότη, ανάλογα με τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολεί.
(3) Η διάρκεια της θητείας των εκπροσώπων των εργαζομένων δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δύο έτη.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
14 Στις 14 Αυγούστου 2014, ο εκκαλών της κύριας δίκης συνήψε σύμβαση εργασίας με την εφεσίβλητη της κύριας δίκης προκειμένου να εργαστεί ως υπάλληλος χρηματαποστολών.
15 Στο πλαίσιο της πανδημίας που προκλήθηκε από τον κορωνοϊό SARS-CoV‑2 και της κατάστασης έκτακτης ανάγκης που κηρύχθηκε στη Ρουμανία μεταξύ 16ης Μαρτίου και 15ης Μαΐου 2020, σημειώθηκε σε εθνικό επίπεδο σημαντική μείωση της δραστηριότητας της εφεσίβλητης της κύριας δίκης, η οποία είχε αντίκτυπο στα κέρδη της. Υπό τις ειδικές αυτές συνθήκες, η εφεσίβλητη της κύριας δίκης αποφάσισε να αναδιαρθρώσει την επιχείρησή της και κίνησε διαδικασία ομαδικών απολύσεων, με σκοπό την κατάργηση 128 θέσεων σε εθνικό επίπεδο. Στις 12, 13 και 15 Μαΐου 2020, κοινοποίησε την πρόθεσή της να κινήσει τη διαδικασία αυτή στις οικείες αρχές, ήτοι στην Agenția Municipală pentru Ocuparea Forței de Muncă București (τοπική υπηρεσία απασχόλησης του Δήμου Βουκουρεστίου, Ρουμανία), στην Inspecția Muncii (επιθεώρηση εργασίας, Ρουμανία) και στην Inspectoratul Teritorial de Muncă al Municipiului București (τοπική επιθεώρηση εργασίας του Δήμου Βουκουρεστίου, Ρουμανία). Στην κοινοποίηση αυτή αναφερόταν ρητώς ότι οι απολύσεις των οικείων εργαζομένων θα πραγματοποιούνταν μεταξύ 19ης Μαΐου και 2ας Ιουλίου 2020. Δεδομένου ότι η θητεία των εκπροσώπων των εργαζομένων που είχαν οριστεί προηγουμένως είχε λήξει στις 23 Απριλίου 2020 χωρίς να έχουν εκλεγεί νέοι εκπρόσωποι, η κοινοποίηση δεν διαβιβάστηκε στους εν λόγω εκπροσώπους. Η ως άνω κοινοποίηση δεν διαβιβάστηκε ούτε ατομικώς σε κάθε εργαζόμενο που θιγόταν από την εν λόγω διαδικασία απόλυσης.
16 Ο εκκαλών της κύριας δίκης, ο οποίος είναι ένας από τους 128 απολυθέντες εργαζομένους, άσκησε αγωγή με την οποία έβαλλε κατά της απόφασης περί απόλυσής του και η οποία απορρίφθηκε πρωτοδίκως. Εν συνεχεία, άσκησε έφεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι η εφεσίβλητη της κύριας δίκης υποχρεούνταν άνευ ετέρου να ενημερώσει ατομικώς τους εργαζομένους και να διαβουλευτεί με αυτούς (στο εξής: στάδιο της ενημέρωσης και διαβούλευσης με τους εργαζομένους), ακόμη και εάν δεν υφίσταντο συνδικαλιστική οργάνωση ή εκπρόσωποι ορισθέντες για την προάσπιση των συμφερόντων τους. Σε ειδική περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, η εφεσίβλητη της κύριας δίκης όφειλε να ενημερώσει τους οικείους εργαζομένους για την ανάγκη ορισμού νέων εκπροσώπων όσον αφορά την εν λόγω διαδικασία απόλυσης.
17 Η εφεσίβλητη της κύριας δίκης υποστηρίζει ότι, λόγω της μη ανανέωσης της θητείας των εκπροσώπων των εργαζομένων, βρέθηκε σε ιδιόμορφη κατάσταση που χαρακτηριζόταν από την έλλειψη κοινωνικών εταίρων. Συγκεκριμένα, η έλλειψη συντονισμού των εργαζομένων κατέστησε αδύνατη την ανάδειξη δεόντως εντεταλμένων εκπροσώπων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ομαδικής απόλυσης. Ως εκ τούτου, η ενημέρωση και η διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων δεν μπόρεσαν να πραγματοποιηθούν και, στο μέτρο που η οικεία εθνική νομοθεσία προβλέπει ότι η διαδικασία αυτή πρέπει να διεξάγεται από κοινού με τη συνδικαλιστική οργάνωση ή/και με τους εκπροσώπους των εργαζομένων και όχι με τους εργαζομένους ατομικώς, η εφεσίβλητη είχε απαλλαγεί από την υποχρέωση ατομικής ενημέρωσης των εργαζομένων και διαβούλευσης με αυτούς.
18 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι άλλοι εργαζόμενοι αμφισβήτησαν τη νομιμότητα της διαδικασίας ομαδικής απόλυσης την οποία κίνησε η εφεσίβλητη της κύριας δίκης ενώπιον των ρουμανικών δικαστηρίων, τα οποία έκριναν ότι οι αποφάσεις περί απολύσεων ήταν σύννομες. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 98/59, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων 2, 6 και 12 της οδηγίας, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία, ελλείψει υποχρεωτικού εθνικού μηχανισμού ορισμού εκπροσώπων των εργαζομένων, καθιστά κενή περιεχομένου, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, την υποχρέωση ενημέρωσης και διαβούλευσης με τους εργαζομένους. Κατά το αιτούν δικαστήριο, από την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 98/59, σε συνδυασμό με το άρθρο 6 της οδηγίας, προκύπτει ότι το στάδιο της ενημέρωσης και διαβούλευσης με τους εργαζομένους, ακόμη και αν δεν υφίστανται εκπρόσωποι των εργαζομένων, είναι υποχρεωτικό στο πλαίσιο διαδικασίας ομαδικών απολύσεων, τούτο δε παρά το γεγονός ότι ουδόλως τροποποιεί το σχέδιο αναδιάρθρωσης που σχεδιάζει ο εργοδότης.
19 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, ωστόσο, ότι άλλα δευτεροβάθμια εθνικά δικαστήρια, τα οποία είχαν επιληφθεί της ερμηνείας και της εφαρμογής των ως άνω διατάξεων της οδηγίας 98/59, κατέληξαν στο αντίθετο συμπέρασμα στηριζόμενα σε γραμματική ερμηνεία της οδηγίας, κατά την οποία οι εκπρόσωποι των εργαζομένων είναι οι μόνοι ως προς τους οποίους συντρέχει υποχρέωση ενημέρωσης και διαβούλευσης. Επομένως, κατά τα δικαστήρια αυτά, εάν δεν υφίστανται εκπρόσωποι των εργαζομένων, ο εργοδότης δεν είναι υποχρεωμένος να τηρήσει το στάδιο της ενημέρωσης και διαβούλευσης με τους εργαζομένους.
20 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Curtea de Apel București (εφετείο Βουκουρεστίου, Ρουμανία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Αντιτίθενται το άρθρο 1, παράγραφος 1, [πρώτο εδάφιο], στοιχείο βʹ, και το άρθρο 6 της οδηγίας [98/59], σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές της σκέψεις 2 και 6, σε εθνική νομοθεσία η οποία επιτρέπει σε εργοδότη να μην διαβουλευθεί με τους εργαζομένους τους οποίους αφορά διαδικασία ομαδικής απόλυσης, εφόσον αυτοί δεν έχουν ορίσει εκπροσώπους ούτε υποχρεούνται εκ του νόμου να ορίσουν εκπροσώπους;
2) Έχουν το άρθρο 1, παράγραφος 1, [πρώτο εδάφιο], στοιχείο βʹ, και το άρθρο 6 της οδηγίας [98/59], σε συνδυασμό με τις αιτιολογικές της σκέψεις 2 και 6, την έννοια ότι, στην προεκτεθείσα περίπτωση, ο εργοδότης υποχρεούται να ενημερώσει και να διαβουλευθεί με όλους τους εργαζόμενους τους οποίους αφορά η διαδικασία ομαδικής απόλυσης;»
Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως
21 Η εφεσίβλητη της κύριας δίκης αμφισβητεί το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως για τον λόγο ότι τα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο αφορούν στην πραγματικότητα την ερμηνεία και την εφαρμογή του εθνικού δικαίου. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει καταρχάς ότι το αιτούν δικαστήριο αποφαίνεται επί της έλλειψης, στο εθνικό δίκαιο, εκ του νόμου υποχρέωσης διαβούλευσης και ενημέρωσης επιβαλλόμενης στους εργοδότες σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι δεν έχουν ορίσει εκπροσώπους και ότι εκθέτει τις διιστάμενες ερμηνείες που υφίστανται συναφώς στην εθνική νομολογία. Εν συνεχεία, ισχυρίζεται ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διαπιστωθεί η εσφαλμένη μεταφορά της οδηγίας 98/59 στο ρουμανικό δίκαιο. Μια τέτοια διαπίστωση όμως δεν μπορεί να γίνει στο πλαίσιο διαδικασίας προδικαστικής αποφάσεως αλλά πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής λόγω παράβασης. Τέλος, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, μια οδηγία δεν μπορεί, αφ’ εαυτής, να δημιουργήσει υποχρεώσεις εις βάρος ιδιώτη και, επομένως, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της οδηγίας αυτής καθεαυτήν έναντι του ιδιώτη.
22 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της καθιερούμενης με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, το εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη για τη δικαστική απόφαση που πρόκειται να εκδοθεί, είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να εκτιμήσει, με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης, τόσο αν η προδικαστική απόφαση είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης όσο και αν τα ερωτήματα τα οποία υποβάλλει στο Δικαστήριο είναι λυσιτελή. Κατά συνέπεια, εφόσον τα υποβαλλόμενα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο είναι κατ’ αρχήν υποχρεωμένο να αποφανθεί [απόφαση της 29ης Ιουνίου 2023, International Protection Appeals Tribunal κ.λπ. (Επίθεση στο Πακιστάν), C‑756/21, EU:C:2023:523, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
23 Ως εκ τούτου, για τα ερωτήματα που υποβάλλει εθνικό δικαστήριο σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, εντός του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου το οποίο προσδιορίζει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο, ισχύει τεκμήριο λυσιτέλειας. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει σε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως εθνικού δικαστηρίου μόνον όταν προκύπτει προδήλως ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα τα οποία του υποβάλλονται [απόφαση της 29ης Ιουνίου 2023, International Protection Appeals Tribunal κ.λπ. (Επίθεση στο Πακιστάν), C‑756/21, EU:C:2023:523, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
24 Εν προκειμένω, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν προκύπτει προδήλως ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη κατάσταση αντιστοιχεί σε κάποια από τις ως άνω περιπτώσεις. Πράγματι, δεν αμφισβητείται ότι ο εκκαλών της κύριας δίκης απολύθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας ομαδικών απολύσεων και ότι οι επίμαχες στην κύρια δίκη εθνικές διατάξεις αποσκοπούν στη μεταφορά στο ρουμανικό δίκαιο των διατάξεων της οδηγίας 98/59 των οποίων ζητείται η ερμηνεία.
25 Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση, αφενός, ότι το αιτούν δικαστήριο προσδιορίζει επαρκώς τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης των οποίων την ερμηνεία θεωρεί αναγκαία καθώς και τις διατάξεις του εργατικού κώδικα που θα μπορούσαν ενδεχομένως να μην είναι συμβατές προς τις εν λόγω διατάξεις του δικαίου της Ένωσης. Αφετέρου, τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως καθιστούν δυνατή την κατανόηση των ερωτημάτων που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο και του πλαισίου εντός του οποίου υποβλήθηκαν.
26 Επομένως, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πληροί τις απαιτήσεις που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου και υπενθυμίζονται στη σκέψη 22 της παρούσας απόφασης
27 Όσον αφορά το επιχείρημα ότι μια οδηγία δεν μπορεί, αφ’ εαυτής, να δημιουργήσει υποχρεώσεις εις βάρος ιδιώτη και, επομένως, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της οδηγίας αυτής καθεαυτήν έναντι του ιδιώτη, πρέπει να υπομνησθεί ότι, μολονότι είναι βεβαίως αληθές ότι το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι ακόμη και μια σαφής, ακριβής και απαλλαγμένη αιρέσεων διάταξη οδηγίας, η οποία αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων ή στην επιβολή υποχρεώσεων στους ιδιώτες, δεν μπορεί να έχει εφαρμογή, αυτή καθεαυτήν, στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς ανακύπτουσας αποκλειστικώς μεταξύ ιδιωτών (απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Smith, C‑122/17, EU:C:2018:631, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) και ότι δεν είναι δυνατή η επίκληση οδηγίας στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ ιδιωτών προκειμένου να αποκλειστεί η εφαρμογή αντίθετης προς την οδηγία κανονιστικής ρύθμισης κράτους μέλους (απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Smith, C‑122/17, EU:C:2018:631, σκέψη 44), τούτο δεν σημαίνει ότι αίτηση προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με την ερμηνεία οδηγίας η οποία υποβάλλεται στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ ιδιωτών είναι απαράδεκτη.
28 Πράγματι, η ερμηνεία οδηγίας στο πλαίσιο τέτοιας διαφοράς μπορεί να είναι αναγκαία προκειμένου εθνικό δικαστήριο, καλούμενο να εφαρμόσει το εθνικό του δίκαιο, να μπορεί να ερμηνεύσει το δίκαιο αυτό, στο μέτρο του δυνατού, υπό το πρίσμα του γράμματος και του σκοπού της οδηγίας αυτής, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που η ίδια ορίζει και να συμμορφωθεί έτσι το εθνικό δικαστήριο προς το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 2004, Pfeiffer κ.λπ., C‑397/01 έως C‑403/01, EU:C:2004:584, σκέψεις 113 και 114, της 19ης Απριλίου 2016, DI, C‑441/14, EU:C:2016:278, σκέψη 31, και της 7ης Αυγούστου 2018, Smith, C‑122/17, EU:C:2018:631, σκέψη 39).
29 Επομένως, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
30 Όπως προκύπτει από τη σκέψη 18 της παρούσας απόφασης, τα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου δεν περιορίζονται στην ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 6 της οδηγίας 98/59, αλλά καλύπτουν επίσης την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 3, της οδηγίας. Επομένως, τα δύο προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, αφορούν, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα αν το άρθρο 1, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, το άρθρο 2, παράγραφος 3, και το άρθρο 6 της οδηγίας 98/59 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία δεν προβλέπει υποχρέωση του εργοδότη να διαβουλεύεται ατομικώς με τους εργαζομένους που θίγονται από σχέδιο ομαδικών απολύσεων, όταν οι εργαζόμενοι αυτοί δεν έχουν ορίσει εκπροσώπους των εργαζομένων, και η οποία δεν υποχρεώνει τους εν λόγω εργαζομένους να ορίσουν τέτοιους εκπροσώπους.
31 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο κύριος σκοπός της οδηγίας 98/59 συνίσταται στο να πραγματοποιούνται οι ομαδικές απολύσεις κατόπιν διαβούλευσης με τους εκπροσώπους των οικείων εργαζομένων και ενημέρωσης της αρμόδιας δημόσιας αρχής (απόφαση της 17ης Μαρτίου 2021, Consulmarketing, C‑652/19, EU:C:2021:208, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
32 Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι το δικαίωμα ενημέρωσης και διαβούλευσης που προβλέπει η οδηγία 98/59 απονέμεται στους εκπροσώπους των εργαζομένων και όχι σε κάθε εργαζόμενο ατομικώς (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, Mono Car Styling, C‑12/08, EU:C:2009:466, σκέψη 38). Έχει προσθέσει δε ότι το άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής παρέχει στους οικείους εργαζομένους συλλογική και όχι ατομική προστασία (απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023, G GmbH, C‑134/22, EU:C:2023:567, σκέψη 37).
33 Από το άρθρο 3 της οδηγίας 98/59, το οποίο προβλέπει την υποχρέωση κοινοποίησης στην αρμόδια δημόσια αρχή κάθε σχεδιαζόμενης ομαδικής απολύσεως με κάθε χρήσιμη πληροφορία σχετικά με την εν λόγω απόλυση και τις διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, προκύπτει επίσης ότι μόνον οι εκπρόσωποι των εργαζομένων πρέπει να λαμβάνουν αντίγραφο της ως άνω κοινοποίησης και ότι αυτοί δύνανται να υποβάλλουν τις τυχόν παρατηρήσεις τους στην εν λόγω δημόσια αρχή, ενώ δεν παρέχεται στους εργαζομένους ατομικώς τέτοια δυνατότητα.
34 Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι διατάξεις της οδηγίας 98/59 δεν προβλέπουν υποχρέωση του εργοδότη να προβαίνει σε ατομική ενημέρωση και διαβούλευση με τους εργαζομένους οι οποίοι θίγονται από σχέδιο ομαδικών απολύσεων.
35 Η διαπίστωση αυτή επιρρωννύεται από το ιστορικό θέσπισης της οδηγίας 98/59, με την οποία αναδιατυπώθηκε στην πράξη η οδηγία 75/129/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 44). Από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας 98/59 προκύπτει ότι επρόκειτο να θεσπιστεί διάταξη κατά την οποία, ελλείψει εκπροσώπων των εργαζομένων στις επιχειρήσεις που απασχολούν συνήθως λιγότερους από 50 εργαζομένους, οι εργοδότες όφειλαν να παράσχουν εγκαίρως στους θιγόμενους από το σχέδιο ομαδικών απολύσεων εργαζομένους τις ίδιες πληροφορίες με εκείνες που έπρεπε να παρέχονται στους εκπροσώπους των εργαζομένων. Εντούτοις, η διάταξη αυτή δεν θεσπίστηκε.
36 Η εν λόγω διαπίστωση συνάδει προς τον σκοπό του άρθρου 2 της οδηγίας 98/59, ο οποίος συνίσταται στο να υποχρεώνονται οι εργοδότες που προτίθενται να προχωρήσουν σε ομαδικές απολύσεις να πραγματοποιήσουν διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων σχετικά με τις δυνατότητες αποφυγής ή μείωσης της έκτασης των ομαδικών απολύσεων ή με τις δυνατότητες άμβλυνσης των συνεπειών τους. Πράγματι είναι πρόδηλο ότι η ενημέρωση όλων των θιγόμενων εργαζομένων ατομικώς ή η διαβούλευση με καθέναν από αυτούς δεν είναι ικανή να διασφαλίσει την επίτευξη του ως άνω σκοπού, δεδομένου ότι, αφενός, τα συμφέροντα των εργαζομένων ατομικώς ενδέχεται να μην αντιστοιχούν στα συμφέροντα των εργαζομένων στο σύνολό τους και, αφετέρου, οι εργαζόμενοι ατομικώς δεν νομιμοποιούνται να παρεμβαίνουν εξ ονόματος των εργαζομένων στο σύνολό τους. Ως εκ τούτου, αντιθέτως προς όσα υποστήριξε η Ελληνική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ενημέρωση κάθε εργαζομένου ατομικώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ελάχιστη υποχρέωση προβλεπόμενη από την οδηγία 98/59.
37 Επομένως, εφόσον οι διατάξεις της οδηγίας 98/59 δεν προβλέπουν υποχρέωση του εργοδότη να ενημερώσει ατομικώς τους εργαζομένους που θίγονται από σχέδιο ομαδικών απολύσεων και να διαβουλευτεί ατομικώς με αυτούς, οι διατάξεις αυτές έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία, σε περίπτωση έλλειψης εκπροσώπων των εργαζομένων, δεν υποχρεώνει τον εργοδότη να ενημερώνει και να διαβουλεύεται ατομικώς με κάθε εργαζόμενο που θίγεται από τέτοιο σχέδιο.
38 Πλην όμως, πρέπει περαιτέρω να υπομνησθεί ότι εθνική νομοθεσία η οποία παρακωλύει την παροχή στους εργαζομένους της προστασίας την οποία εγγυάται, κατά τρόπο ανεπιφύλακτο, οδηγία αντίκειται στο δίκαιο της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουνίου 1994, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, C‑383/92, EU:C:1994:234, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
39 Όσον αφορά την οδηγία 75/129, αντικατασταθείσα από την οδηγία 98/59, η οποία επαναλαμβάνει, στα άρθρα 1, 2 και 3, κατ’ ουσίαν, τα άρθρα 1, 2 και 3 της οδηγίας 75/129, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, μολονότι είναι αληθές ότι η οδηγία 75/129 ουδεμία περιέχει διάταξη προοριζόμενη να ρυθμίσει την περίπτωση κατά την οποία δεν υφίστανται, δυνάμει του εθνικού δικαίου, εκπρόσωποι των εργαζομένων σε επιχείρηση που σχεδιάζει να πραγματοποιήσει ομαδικές απολύσεις, εντούτοις, οι διατάξεις της εν λόγω οδηγίας επιβάλλουν στα κράτη μέλη την υποχρέωση να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε οι εργαζόμενοι να ενημερώνονται, να ζητείται η γνώμη τους και να μπορούν να παρεμβαίνουν δια των εκπροσώπων τους σε περιπτώσεις ομαδικών απολύσεων (απόφαση της 8ης Ιουνίου 1994, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, C‑383/92, EU:C:1994:234, σκέψη 23).
40 Το Δικαστήριο έχει προσθέσει ότι ο περιορισμένος χαρακτήρας της μερικής εναρμόνισης που διασφαλίζει η οδηγία 75/129 όσον αφορά τους κανόνες προστασίας των εργαζομένων σε περιπτώσεις ομαδικών απολύσεων, ιδίως διά της παραπομπής που περιέχει το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, αυτής στους εκπροσώπους των εργαζομένων «που προβλέπονται από τη νομοθεσία ή την πρακτική των κρατών μελών», δεν μπορεί να καθιστά άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας τις διατάξεις της οδηγίας και δεν αναιρεί την υποχρέωση των κρατών μελών να λαμβάνουν όλα τα πρόσφορα μέτρα για την ανάδειξη των εκπροσώπων των εργαζομένων προκειμένου να εκπληρώσουν τις προβλεπόμενες στα άρθρα 2 και 3 της εν λόγω οδηγίας υποχρεώσεις (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουνίου 1994, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, C‑383/92, EU:C:1994:234, σκέψη 25).
41 Είναι προφανές ότι δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις αυτές εθνική νομοθεσία η οποία επιτρέπει σε εργοδότη να παρακάμπτει ή να αναιρεί την προστασία των δικαιωμάτων που εγγυάται στους εργαζομένους η οδηγία 98/59, αντιτιθέμενος, μεταξύ άλλων, στην ύπαρξη ή την αναγνώριση εκπροσώπησης εργαζομένων στην επιχείρησή του (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουνίου 1994, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, C‑383/92, EU:C:1994:234, σκέψεις 26 και 27).
42 Εν προκειμένω, αφενός, λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, προκύπτει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία, ιδίως δε ο εργατικός κώδικας, παρέχει στους εργαζομένους το δικαίωμα να ορίζουν εκπροσώπους και ότι, αντιθέτως προς την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 8ης Ιουνίου 1994, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (C‑383/92, EU:C:1994:234), κατά την ως άνω νομοθεσία, ο εργοδότης δεν μπορεί να αντιταχθεί στην ύπαρξη εκπροσώπησης των εργαζομένων.
43 Αφετέρου, όπως προκύπτει από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία δεν προβλέπει υποχρέωση των εργαζομένων να ορίζουν εκπροσώπους. Πλην όμως, ακόμη κι αν η οδηγία 98/59, η οποία δεν αποσκοπεί στην εναρμόνιση του τρόπου και των διαδικασιών ανάδειξης των εκπροσώπων των εργαζομένων στα κράτη μέλη, δεν επιβάλλει τέτοια υποχρέωση στους εργαζομένους, εντούτοις, εναπόκειται στα κράτη μέλη να διασφαλίσουν την πρακτική αποτελεσματικότητα των διατάξεων της οδηγίας αυτής. Συνεπώς, εναπόκειται στα κράτη μέλη να λάβουν όλα τα πρόσφορα μέτρα για την ανάδειξη εκπροσώπων των εργαζομένων και να διασφαλίσουν ότι οι εργαζόμενοι δεν θα βρεθούν σε κατάσταση στην οποία, για λόγους ανεξάρτητους από τη βούλησή τους, εμποδίζονται να ορίσουν τους εν λόγω εκπροσώπους.
44 Εναπόκειται δε στο αιτούν δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο, να εκτιμήσει κατά πόσον οι επίμαχες στην κύρια δίκη εθνικές διατάξεις είναι επαρκείς προς τούτο. Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει ειδικότερα να εξετάσει αν οι διατάξεις του ρουμανικού δικαίου που διέπουν την ανάδειξη των εκπροσώπων των εργαζομένων και περιορίζουν τη διάρκεια της θητείας τους σε δύο έτη δύνανται, σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι αδυνατούν στην πράξη –χωρίς να ευθύνονται γι’ αυτό– να αναδείξουν νέους εκπροσώπους, να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των διατάξεων των άρθρων 2 και 3 της οδηγίας 98/59.
45 Συναφώς, πρέπει να προστεθεί, αφενός, ότι, αντιθέτως προς όσα φαίνεται να υπονοεί το αιτούν δικαστήριο, το άρθρο 6 της οδηγίας 98/59, δυνάμει του οποίου τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνούν ώστε οι εκπρόσωποι των εργαζομένων ή/και οι εργαζόμενοι να έχουν τη δυνατότητα προσφυγής σε διοικητικές ή/και δικαστικές διαδικασίες προκειμένου να εξασφαλίζεται η τήρηση των υποχρεώσεων που προβλέπονται στην οδηγία αυτή, δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω. Πράγματι, το εν λόγω άρθρο 6 δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη τη λήψη συγκεκριμένου μέτρου σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεων που επιβάλλει η εν λόγω οδηγία, αλλά τους παρέχει τη δυνατότητα να επιλέξουν μεταξύ των διαφόρων λύσεων που είναι κατάλληλες για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει η οδηγία, αναλόγως των διαφόρων καταστάσεων που τυχόν ανακύπτουν, διευκρινιζομένου ότι τα μέτρα αυτά πρέπει πάντως να διασφαλίζουν πραγματική και αποτελεσματική δικαστική προστασία δυνάμει του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να έχουν πράγματι αποτρεπτικό αποτέλεσμα (πρβλ. διάταξη της 4 Ιουνίου 2020, Balga, C‑32/20, EU:C:2020:441, σκέψη 33, και απόφαση της 17ης Μαρτίου 2021, Consulmarketing, C‑652/19, EU:C:2021:208, σκέψη 43).
46 Αφετέρου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το αιτούν δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο σύμφωνο προς την οδηγία 98/59 και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά αποκλειστικώς ιδιώτες, το αιτούν δικαστήριο οφείλει, εφόσον συντρέχει περίπτωση, να λάβει υπόψη τη νομολογία του Δικαστηρίου βάσει της οποίας ο διάδικος που θίγεται από το γεγονός ότι το εθνικό δίκαιο δεν είναι σύμφωνο με το δίκαιο της Ένωσης μπορεί να αποζημιωθεί από το οικείο κράτος μέλος για τη ζημία που υπέστη (πρβλ. απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Smith, C‑122/17, EU:C:2018:631, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
47 Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, το άρθρο 2, παράγραφος 3, και το άρθρο 6 της οδηγίας 98/59 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία δεν προβλέπει υποχρέωση του εργοδότη να διαβουλεύεται ατομικώς με τους εργαζομένους που θίγονται από σχέδιο ομαδικών απολύσεων, όταν οι εργαζόμενοι αυτοί δεν έχουν ορίσει εκπροσώπους των εργαζομένων, και η οποία δεν υποχρεώνει τους εν λόγω εργαζομένους να ορίσουν τέτοιους εκπροσώπους, υπό την προϋπόθεση ότι η ρύθμιση αυτή δύναται να διασφαλίσει, υπό περιστάσεις ανεξάρτητες από τη βούληση των εργαζομένων, την πλήρη αποτελεσματικότητα των διατάξεων της οδηγίας.
Επί των δικαστικών εξόδων
48 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 1, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, το άρθρο 2, παράγραφος 3, και το άρθρο 6 της οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2015/1794 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 2015,
έχουν την έννοια ότι:
δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία δεν προβλέπει υποχρέωση του εργοδότη να διαβουλεύεται ατομικώς με τους εργαζομένους που θίγονται από σχέδιο ομαδικών απολύσεων, όταν οι εργαζόμενοι αυτοί δεν έχουν ορίσει εκπροσώπους των εργαζομένων, και η οποία δεν υποχρεώνει τους εν λόγω εργαζομένους να ορίσουν τέτοιους εκπροσώπους, υπό την προϋπόθεση ότι η ρύθμιση αυτή δύναται να διασφαλίσει, υπό περιστάσεις ανεξάρτητες από τη βούληση των εργαζομένων, την πλήρη αποτελεσματικότητα των διατάξεων της οδηγίας 98/59, όπως τροποποιήθηκε.
(υπογραφές)