Διεθνής δικαιοδοσία ελληνικών δικαστηρίων βάσει άρθρου 5 παρ. 1 Κανονισμου (ΕΚ) 44/2001 -.
Ως διαφορά από σύμβαση νοείται και εκείνη που αφορά την ακυρότητα σύμβασης και επομένως το άρθρο 5 παρ. 1 καταλαμβάνει και αγωγές περί εικονικότητας συμβάσεως αγοραπωλησίας ακινήτου ευρισκομένου στην Ελλάδα. Το έννομο συμφέρον μπορεί, ανάλογα με τις περιστάσεις να είναι οικονομικό, ή άλλου περιεχομένου υλικό ή και απλώς ηθικό. Εικονική δήλωση βουλήσεως. Εννοια, περιεχόμενο και αποτελέσματα. Εικονική σύμβαση πώλησης ακινήτου σε εταιρεία. Για την εικονικότητα μίας σύμβασης αρκεί το γεγονός ότι η περιεχόμενη σε αυτήν δήλωση των δικαιοπρακτούντων βρίσκεται σε ηθελημένη διάσταση με την βούλησή τους. Ο Πωλητής, ο οποίος είχε λάβει μεγάλες πιστώσεις, αντιμετώπιζε ήδη δυσχέρειες στην εξυπηρέτηση των δανειακών του υποχρεώσεων και διέβλεπε ότι τα επόμενα έτη η εξυπηρέτηση των πιστώσεών του θα καθίστατο ανέφικτη και η ακίνητη περιουσία του θα κινδύνευε από αναγκαστικά μέτρα των πιστωτών του προέβη στην σύσταση της κυπριακής εταιρείας 3 μηνες πριν την επίδικη εικονική πώληση σε αυτήν του ακινήτου του (η οποία δεν ανέπτυξε ποτέ καμία δραστηριότητα), ακριβώς για να υποδεχθεί στην συνέχεια η τελευταία το ακίνητο και έναντι τρίτων να εμφανίζεται το ακίνητο φαινομενικώς στο όνομά της (αλλά και οι μετοχές της στην κυριότητα άλλων προσώπων και όχι του Πωλητή) και έτσι το ακίνητο μη εμφανιζόμενο στην κυριότητά του να μην είναι εκτεθειμένο στους δανειστές του. Στην κρίση του δικαστηρίου συνέβαλε και το γεγονός ότι το ποσό του τιμήματος αγοραπωλησίας (το οποίο ήταν ίσο με την αντικειμενική αξία του ακινήτου και μάλιστα ενώ πιστώθηκε ο Πωλητής δεν εξασφαλίσθηκε για την περίπτωση μη καταβολης του) καταβλήθηκε αρχικά από τον πωλητή στην αγοράστρια, η οποία στην συνέχεια του το επέστρεψε ως «τίμημα», καθώς και ότι το πρόσωπο που εκπροσώπησε την αγοράστρια εταιρεία ήταν νομικός σύμβουλος του Πωλητή.
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αριθμός Απόφασης 5415/2019
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
16ο Τμήμα
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ιωάννα Βρεττού, Πρόεδρο Εφετών, Φώτιο Μουζάκη, Εφέτη, Ιωάννη Παπαϊωάννου, Εφέτη-Εισηγητή και από το Γραμματέα Μαρίνο Κλουβάτο.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας: χήρας , το γένος , κατοίκου Σαρωνίδας Αττικής (οδός αριθ. ), η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Ελένης Χρυσανθακοπούλου, με δήλωση του άρθρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Της εφεσίβλητης: Κυπριακής εταιρείας με την επωνυμία « LIMITED» (« ΛΙΜΙΤΕΝΤ»), που εδρεύει στη Λεμεσό Κύπρου (οδός αριθ. ) και νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Ηλία Χαλιακόπουλου.
Η εκκαλούσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από . αγωγή της κατά της εφεσίβλητης, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθ. ./..
Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπʼ αριθ. ./. απόφαση του (τακτικής διαδικασίας), απέρριψε την αγωγή.
Η εκκαλούσα προσβάλλει την πιο πάνω απόφαση με την από . έφεσή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθ. ./. και στη γραμματεία του Εφετείου Αθηνών με αριθ. ./. και η συζήτησή της προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της ., κατά την οποία και αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο αλλά κατέθεσε δήλωση του άρθρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσε προτάσεις, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης παραστάθηκε στο ακροατήριο και αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση (υπʼ αριθ. κατάθεσης στη γραμματεία του Εφετείου Αθηνών ./…2017) κατά της υπʼ αριθ. ./2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό (άρθρ. 19 του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομοτύπως (άρθρ. 495 παρ. 1, 2 ΚΠολΔ) και εμπροθέσμως (άρθρ. 518 παρ. 1, 2 ΚΠολΔ), αφού η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 7.9.2017 (βλ. το αντίγραφο της εκκαλούμενης απόφασης που προσκομίζει η εκκαλούσα, με τη σχετική επισημείωση για την επίδοσή της, του δικαστικού επιμελητή ) και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 2.10.2017 (υπʼ αριθ. κατάθεσης ./.). Επίσης για το παραδεκτό της έφεσης έχει καταβληθεί και το προβλεπόμενο παράβολο (άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ – βλ. το υπʼ αριθ. /2017 e-παράβολο). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια παραπάνω διαδικασία.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 138, 180, 211, 214, 513 και 1033 ΑΚ συνάγεται ότι, σε περίπτωση καταχωρισμένης σε συμβολαιογραφικό έγγραφο συμβάσεως πώλησης και, εξαιτίας της πώλησης, μεταβίβασης της κυριότητας ακινήτου από τον κύριο του ακινήτου σε άλλον, αν οι αντίστοιχες, για την πώληση, δηλώσεις βούλησης αφενός του πωλητή και αφετέρου του αγοραστή ήταν εικονικές, με την έννοια ότι δεν έγιναν σοβαρώς παρά μόνο φαινομενικώς, διότι οι βουλήσεις εκείνων ήταν είτε να μην υπάρχουν η υποχρέωση του πωλητή να μεταβιβάσει την κυριότητα και παραδώσει το πωλούμενο και η υποχρέωση του αγοραστή να πληρώσει το τίμημα, είτε να μην υπάρχει η μία μόνο από αυτές τις εκατέρωθεν υποχρεώσεις, η σύμβαση πώλησης είναι, λόγω της εικονικότητας, άκυρη, θεωρούμενη γιʼ αυτό ως μη γενόμενη, αυτή δε η ακυρότητα επισύρει και την ακυρότητα της σύμβασης μεταβίβασης της κυριότητας, λόγω του αιτιώδους χαρακτήρα της τελευταίας. Για την εικονικότητα της δικαιοπραξίας, αρκεί το γεγονός ότι η δηλωθείσα βούληση των δικαιοπρακτούντων βαρύνεται με ελάττωμα, που συνίσταται στο ότι δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας που καταρτίζεται. Ως εκ τούτου, δεν είναι ανάγκη να προκύπτει ο σκοπός ή τα αίτια που οδήγησαν στην ελαττωματική αυτή δήλωση, ούτε αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξή της ο δόλος του οφειλέτη στρεφόμενος κατά των δανειστών του (όπως απαιτείται στην περίπτωση του άρθρου 939 Α.Κ.) ή γενικότερα πρόθεση εξαπάτησης κάποιου τρίτου, αλλά ούτε και η ύπαρξη απαίτησης προγενέστερης της εκποίησης. Όταν η δικαιοπραξία καταρτίζεται από αντιπρόσωπο, η συνδρομή των υποκειμενικών στοιχείων της εικονικότητας (μη σοβαρός χαρακτήρας της δήλωσης και αντίστοιχη γνώση αυτής) κρίνονται στο πρόσωπο του αντιπροσώπου. Περαιτέρω, το τίμημα, ήτοι η αντιπαροχή που οφείλεται από τον αγοραστή για την παροχή του πράγματος ή του δικαιώματος, πρέπει να είναι αληθινό, δηλαδή η περί αυτού συμφωνία να είναι ειλικρινής και σπουδαία, διότι ναι μεν η μη καταβολή του δεν επηρεάζει το κύρος της σύμβασης, αφού η ενοχή προς καταβολή του μπορεί να αφεθεί ή κατ’ άλλο τρόπο να αποσβεσθεί, πλην όμως μπορεί το στοιχείο τούτο, κατά την έρευνα περί της συναλλακτικής πρόθεσης των συμβληθέντων, να αποτελέσει, κατά τις περιστάσεις, τεκμήριο περί της εικονικότητας. Έτσι, εάν η συμφωνία που αφορά το τίμημα έγινε κατά το φαινόμενο μόνο, υπάρχει εικονικότητα κατά την έννοια του άρθρου 138 παρ. 1 ΑΚ, η οποία επιφέρει την ακυρότητα της υποσχετικής σύμβασης της πώλησης κατ’ επέκταση δε, όπως προαναφέρθηκε, και της εμπράγματης μεταβιβαστικής της κυριότητας του πωληθέντος πράγματος, εάν αφορά ακίνητο, αφού αυτή είναι αιτιώδης [βλ. ΑΠ 563/2016, ΑΠ 160/2013, στην ΤΝΠΔΣΑ],
Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ( χήρα , το γένος ), με την αγωγή της κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης (εδρεύουσας στην Κύπρο εταιρείας με την επωνυμία « LIMITED»), προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών (υπʼ αριθ. κατάθεσης ./.2011), ζήτησε να αναγνωρισθεί η ακυρότητα, λόγω εικονικότητας, της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης της κυριότητας του ακινήτου (τριόροφης οικοδομής στην . Αττικής) η οποία καταρτίστηκε με το υπʼ αριθ. ./. συμβόλαιο αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Αθηνών , μεταξύ του … (πωλητή), τότε συζύγου της εφεσίβλητης και μετέπειτα θανόντος και κληρονομηθέντος από εκείνη, και της εναγόμενης εταιρείας (αγοράστριας). Επικουρικώς η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ζήτησε να διαρρηχθεί η προαναφερόμενη σύμβαση ως καταδολιευτική. Επί του παραπάνω δικογράφου, που περιείχε επικουρική σώρευση αγωγών (άρθρ. 219 ΚΠολΔ), εκδόθηκε, κατʼ αντιμωλίαν των διαδίκων, η εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την επικουρικώς σωρευόμενη αγωγή που αφορούσε τη διάρρηξη (άρθρ. 939 επ. ΑΚ), ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας. Περαιτέρω, προς την κυρίως σωρευόμενη αγωγή που αφορούσε την εικονικότητα, αφού κατʼ αρχάς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει δικαιοδοσία (βλ. και παρακάτω) και αρμοδιότητα (καθʼ ύλην και κατά τόπον/άρθρ. 18 και 33 ΚΠολΔ αντιστοίχως) για την εκδίκαση αυτής, ότι εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο είναι το ελληνικό ως εκείνο που επέλεξαν τα μέρη με την επίκλησή του στην επίδικη σύμβαση (άρθρ. 3 παρ. 1 της Σύμβασης της Ρώμης του 1980 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», πριν την αντικατάστασή της με τον Κανονισμό υπʼ αριθ. 593/2008 ο οποίος εφαρμόζεται σε συμβατικές ενοχές καταρτισθείσες μετά την 17.12.2009) και ότι η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρ. 138 παρ. 1, 180, 513, 1192 αριθ. 1, 1033 ΑΚ, 68, 70, 176 ΚΠολΔ, στη συνέχεια απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικώς αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την έφεσή της, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, μόνο όμως κατά το μέρος που αφορά την απόρριψη της αγωγής της εικονικότητας και όχι και κατά το μέρος που αφορά την απόρριψη της επικουρικώς σωρευόμενης αγωγής της διάρρηξης, κατά την οποία, επομένως, η υπόθεση δεν μεταβιβάζεται στο παρόν Δικαστήριο [άρθρ. 522 ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 597/2016 ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 1433/2010 ΝοΒ 2011/581]. Περαιτέρω, το προκείμενο Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία για την κρινόμενη υπόθεση, απορριπτομένου ως νομικώς αβασίμου του αντίθετου ισχυρισμού που η εφεσίβλητη πρότεινε και πρωτοδίκως και επαναφέρει με τις κατʼ έφεση προτάσεις της. Ειδικότερα, ο Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της 22.12.2000 («για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις»), ο οποίος έχει εφαρμογή στην κρινόμενη υπόθεση αφού αυτός από 1.3.2002 αντικατέστησε τη Σύμβαση των Βρυξελλών και υπερισχύει, όπως και εκείνη, των διατάξεων της ίδιας ύλης του ΚΠολΔ, ενώ ο νεότερος Κανονισμός 1215/2012, που αποτελεί ουσιαστικώς αναδιατύπωση του προηγουμένου, εφαρμόζεται σε αγωγές που ασκήθηκαν μετά τις 10.1.2015 [βλ. ΑΠ 93/2017 ΝοΒ 2017/1875], στο άρθρ. 5 παρ. 1 ορίζει ότι: « Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος: 1. α) ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε η όφειλε να εκπληρωθεί η παροχή». Με την προαναφερόμενη διάταξη ο Κανονισμός 44/2001 καθιερώνει για τις διαφορές από σύμβαση συντρέχουσα δικαιοδοσία προς την, κατά το άρθρ. 2 παρ. 1 αυτού, γενική δικαιοδοσία των δικαστηρίων στο έδαφος του οποίου τα πρόσωπα έχουν την κατοικία τους (και αναλόγως τα νομικά πρόσωπα την έδρα τους). Ως διαφορά από σύμβαση νοείται και εκείνη που αφορά την ακυρότητα της σύμβασης [βλ. ΔΕΚ C-417/2015, ΔΕΚ C-366/2013, σε ΤΝΠΝΟΜΟΤΕΛΕΙΑ] και επομένως το άρθρ. 5 παρ. 1 του Κανονισμού 44/2001 καταλαμβάνει και την κρινόμενη αγωγή περί εικονικότητας της σύμβασης, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τόπος εκπλήρωσης της παροχής είναι η Ελλάδα, αφού στην Ελλάδα βρίσκεται το φερόμενο ως πωληθέν και μεταβιβασθέν ακίνητο, δηλαδή ο τόπος της παροχής του πωλητή προς την αγοράστρια, αλλά επίσης και η κατοικία του πωλητή ως τόπος για την εκπλήρωση της παροχής του τιμήματος προς εκείνον από την αγοράστρια. Σημειώνεται περαιτέρω ότι η αγωγή περί εικονικότητας εισάγει διαφορά μη αποτιμητή σε χρήμα [βλ. Νίκα σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΚΠολΔ I, 2000, άρθρ. 18 αριθ. 1, ΕφΛαρ 471/2011 ΤΝΠΔΣΑ], δεν υπόκειται σε δικαστικό ένσημο [βλ. Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, τόμος Α’, ΓενΑρχ, 2001, άρθρ. 138 αριθ. 27, ΑΠ 154/1965 ΝοΒ 1965/1010], ούτε έχει εμπράγματο χαρακτήρα, έστω και αν αφορά δικαιοπραξία σε ακίνητο και επομένως (εκτός αν σωρεύεται στο δικόγραφο αυτής και διεκδικητική αγωγή) δεν απαιτείται η εγγραφή αυτής στα βιβλία διεκδικήσεων [βλ. Βαθρακοκοίλη ο.π., αριθ. 28, ΑΠ 211/1996 ΕλΔ 1998/1282], ενώ όταν ασκείται από κληρονόμο του συμβαλλόμενου της εικονικής σύμβασης δεν απαιτεί την προηγούμενη υποβολή δήλωσης φόρου κληρονομιάς και την αποδοχή της κληρονομιάς εκ μέρους του [βλ. ΑΠ 475/1991 ΕλΔ 1993/564].
Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα πρακτικά της εκκαλούμενης απόφασης, από την υπʼ αριθ. ./.2016 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, την οποία επικαλείται και προσκομίζει η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη και έγινε πρωτοδίκως, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη (πριν δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες) κλήτευση της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας (βλ. την υπʼ αριθ. ./29.11.2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ) και τέλος από όλα τα έγγραφα που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι με τις παρούσες κατʼ έφεση προτάσεις τους – μεταξύ των οποίων και εκείνα που οι διάδικοι είχαν επικαλεσθεί και προσκομίσει πρωτοδίκως με την προσθήκη των προτάσεών τους και είχαν κριθεί τότε με την εκκαλούμενη απόφαση ως απαραδέκτως προσκομισθέντα (όπως είχε κριθεί και η πιο πάνω ένορκη βεβαίωση), τα οποία πλέον παραδεκτώς προσκομίζονται αφού ενώπιον του εφετείου επιτρέπονται κατʼ αρχήν ακόμα και νέα αποδεικτικά [άρθρο 529 § 1 ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 692/2017 ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 407/2016 ΤΝΠΔΣΑ] – αποδεικνύονται όσα θα εκτεθούν παρακάτω. Δεν λαμβάνονται όμως υπόψη και τα έγγραφα που η εκκαλούσα επικαλείται και προσκομίζει το πρώτον με την προσθήκη των παρουσών κατʼ έφεση προτάσεών της, αφού αυτά δεν αφορούν την αντίκρουση ισχυρισμών που να προβλήθηκαν το πρώτον με τις αντίστοιχες προτάσεις της εφεσίβλητης [άρθρ. 237 παρ. 3 εδ. γ’ ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρ. 1 άρθρ. δεύτερο παρ. 2 του ν. 4335/2015 που αφορά κατατιθέμενες από 1.1.2016 αγωγές σύμφωνα με το άρθρ. 1 άρθρ. ένατο παρ. 1 του ίδιου νόμου] και επομένως απαραδέκτως προσκομίζονται βλ. ΑΠ 61/2010 ΝοΒ 2010/1482, ΑΠ 1272/2002 ΕλΔ 2004/406]. Περαιτέρω, σημειώνεται ότι η ένσταση εξαίρεσης της μάρτυρος ( ) που εξετάστηκε πρωτοδίκως, την οποία (ένσταση) προέβαλε τότε η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη και επαναφέρει κατʼ έφεση με τις προτάσεις της, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, προεχόντως επειδή η διάταξη του άρθρ. 400 παρ. 3 του ΚΠολΔ, την οποία (διάταξη) επικαλείται η εφεσίβλητη και η οποία προέβλεπε ότι δεν εξετάζονται ως μάρτυρες πρόσωπα που μπορεί να έχουν συμφέρον από τη δίκη, καταργήθηκε με το άρθρ. 1 άρθρ. δεύτερο παρ. 1 του ν. 4335/2015 [βλ. και ΑΠ 2118/2017 ΤΝΠΔΣΑ]. Η κατάργηση αυτή, σε συνδυασμό με τη γενική αρχή διαχρονικού δικονομικού δικαίου που συνάγεται από τη διάταξη του άρθρ. 21 εδ. β’ ΕισΝΚΠολΔ – κατά την οποία «διαδικαστικές πράξεις απόδειξης που έγιναν κατά τις διατάξεις του δικαίου που ίσχυε πριν από την εισαγωγή του ΚΠολΔ κρίνονται κατά το δίκαιο αυτό» – αφορά και τις μαρτυρικές καταθέσεις (όπως η προαναφερόμενη) που λήφθηκαν μετά την 1.1.2016 οπότε τέθηκε σε ισχύ ο ν. 4335/2015, ακόμα και αν οι σχετικές αγωγές (όπως η προκείμενη) ασκήθηκαν πριν την ημερομηνία της έναρξης εφαρμογής του ίδιου νόμου [βλ. Τσιώρα, Εφαρμογή του ν. 4335/2015 στην τακτική και τις ειδικές διαδικασίες-ζητήματα διαχρονικού δικαίου-επισκόπηση νομολογίας, σε Αρμ 2018, σελ. 1615 επ. (1629), ΕφΠειρ 588/2018 ΤΝΠΔΣΑ, πρβλ. ΑΠ 673/2018 ο.π., ΑΠ 772/2017, ΑΠ 515/2017 στην ΤΝΠΔΣΑ]. Εξάλλου, ακόμα και πριν την κατάργηση της διάταξης του άρθρ. 400 παρ. 3 ΚΠολΔ με το ν. 4335/2015 – και ενόψει του ότι, σύμφωνα με το άρθρ. 270 § 2 εδ. β’ ΚΠολΔ, όπως επίσης ίσχυε πριν την κατάργησή του με τον ίδιο νόμο (παρόμοιο πάντως μετά την ισχύ του νόμου αυτού και το άρθρ. 340 παρ.1 εδ. β’ ΚΠολΔ), στην τακτική διαδικασία λαμβάνονται υπόψη, με την επιφύλαξη των άρθρ. 393 και 394 ΚΠολΔ και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, τα οποία εκτιμώνται και αξιολογούνται ελεύθερα και παράλληλα με τα πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα [βλ. ΑΠ 1423/2012 ΝοΒ 2013/755, ΑΠ 1/2011 ΝοΒ 2012/1292] – γινόταν δεκτό ότι λαμβάνονται υπόψη και καταθέσεις εξαιρετέων (κατʼ άρθρ. 400 παρ. 3 ΚΠολΔ) μαρτύρων [βλ. Παϊσίδου, ΕλΔ 2002, σελ. 661, ΑΠ 455/2014 ΝοΒ 2014/1669, ΑΠ 731/2011 ΝοΒ 2011/2345]. Διαφορετικό δε, βεβαίως, είναι το ζήτημα της στάθμισης της αξιοπιστίας τέτοιων μαρτύρων και της αποδεικτικής βαρύτητας των καταθέσεών τους [βλ. Π. Γέσιου – Φαλτσή σε Γέσιου-Φαλτσή/Απαλαγάκη/Αρβανιτάκη, Η νέα διαδικασία του ΚΠολΔ, 2004, § 7 αριθ. 11, Ποδηματά, Αρμ 2006, σελ. 378]. Περαιτέρω, η εφεσίβλητη ισχυρίζεται, με την προσθήκη των κατʼ έφεση προτάσεών της, ότι δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη, ως παράνομα αποδεικτικά μέσα, τα προσκομιζόμενα από την εκκαλούσα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μεταξύ του και των συνεργατών του δικηγόρων, τα οποία ανάγονται στα έτη 2005-2007, των οποίων η κατοχή και χρήση από την εκκαλούσα υπάγεται στο άρθρ. 370Β ΠΚ, επειδή τα εν λόγω μηνύματα αφορούν εμπιστευτική επικοινωνία του … προς τους δικηγόρους του και επομένως εντάσσονται στην έννοια των επαγγελματικών και επιχειρηματικών απορρήτων, η δε εκκαλούσα και η παραπάνω μάρτυράς της τα απέκτησαν με αξιόποινο τρόπο (επί λέξει: «… που εσύλησαν το αρχείο , προσβάλλοντας τη μνήμη του και καταχρώμενες την κατά καιρούς πρόσβασή τους στο αρχείο και την αλληλογραφία του, όσο ζούσε ή και μετά τον θάνατό του…»). Ο ισχυρισμός αυτός, πέραν του ότι είναι γενικόλογος κατά περιεχόμενο, δεν αποδείχθηκε και ουσιαστικώς βάσιμος, αφού δεν προέκυψε ότι τα πιο πάνω μηνύματα περιήλθαν παρανόμως στην εκκαλούσα, σύζυγο του μέχρι το θάνατό του (παρά ορισμένα προβλήματα στη σχέση τους που ανέκυψαν εντός του έτους 2009 και πάντως δεν υπήρχαν κατά τα έτη 2005-2007) και μοναδική, άλλωστε, κληρονόμο του (βλ. και παρακάτω). Εξάλλου, τα προαναφερόμενα μηνύματα είχαν προσκομιστεί και πρωτοδίκως από την εκκαλούσα, με την από 2.12.2016 προσθήκη των προτάσεών της, χωρίς ωστόσο έκτοτε να υποβληθεί η απαιτούμενη έγκληση (άρθρ. 370Β παρ. 4 ΠΚ) από οποιονδήποτε τυχόν θεωρούσε ότι είχε τελεστεί αξιόποινη πράξη και ότι εκείνος είναι παθών από τέτοια πράξη.
Η εκκαλούσα ήταν σύζυγος του από το γάμο τους στις …. μέχρι το θάνατό του στις … και η ίδια είναι η μοναδική κληρονόμος του, επειδή οι λοιποί πλησιέστεροι συγγενείς του θανόντος (συγγενείς δεύτερης τάξης, επειδή ο θανών δεν είχε τέκνα) – ο οποίος δεν άφησε και διαθήκη – αποποιήθηκαν την κληρονομιά του. Η εκκαλούσα αποδέχθηκε την κληρονομιά με το ευεργέτημα της απογραφής (άρθρ. 1902 επ. ΑΚ), δυνάμει της υπʼ ./. δήλωσής της ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών, σε συνδυασμό και με την υπʼ αριθ. ./. έκθεση απογραφής του συμβολαιογράφου Αθηνών . Η εκκαλούσα έχει έννομο συμφέρον για την αναγνώριση της εικονικότητας, αφού το επίδικο ακίνητο σε περίπτωση εικονικότητας της προηγούμενης μεταβίβασής του από τον … στην εφεσίβλητη, παραμένει στην κληρονομιαία περιουσία εκείνου [βλ. ΑΠ 634/1992 ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 475/1991 ο.π.], η δε εκκαλούσα ως (μοναδική) κληρονόμος αυτού, έστω και με το ευεργέτημα της απογραφής, θα λάβει το τυχόν ενεργητικό που θα απομείνει μετά την ικανοποίηση των δανειστών [βλ. Παντελίδου στον ΑΚ Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, άρθρ. 1902 αριθ. 19, 1907-1908 αριθ. 18, 1909 αριθ. 3]. Επιπλέον, η εκκαλούσα έχει έννομο συμφέρον και για τον πρόσθετο λόγο ότι ως κληρονόμος με το ευεργέτημα της απογραφής διοικεί την κληρονομιαία περιουσία όχι μόνο προς το δικό της συμφέρον αλλά και προς το συμφέρον των δανειστών, έναντι των οποίων και ευθύνεται για κάθε αμέλεια και υπόκειται σε λογοδοσία (άρθρ. 1907 ΑΚ). Επομένως, δεν είναι βάσιμος ο αντίθετος ισχυρισμός της εφεσίβλητης, ότι η εκκαλούσα στερείται εννόμου συμφέροντος επειδή και μόνο, σύμφωνα με την απογραφή της κληρονομιάς, στην οποία μάλιστα δεν συμπεριέλαβε το επίδικο ακίνητο, τα χρέη της κληρονομιάς (οφειλές προς Δημόσιο, Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Σύνδεσμο Επιχειρήσεων Πληροφορικής και Επικοινωνιών Ελλάδας και Τράπεζες) είναι μεγαλύτερα από το ενεργητικό. Σημειώνεται ότι το έννομο συμφέρον μπορεί, ανάλογα με τις περιστάσεις, να είναι οικονομικό ή άλλου περιεχομένου υλικό, ή και απλώς ηθικό [βλ. Νίκα ο.π., άρθρ. 70 αριθ. 9, ΑΠ 1442/2010 ΝοΒ 2011/582]. Περαιτέρω, ο ασκούσε έντονη και πολυσχιδή επιχειρηματική δραστηριότητα στον τομέα της πληροφορικής, η οποία άρχισε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και εντάθηκε τη δεκαετία του 1990, από την οποία απέκτησε σημαντική περιουσία περιλαμβάνουσα, στα τέλη της τελευταίας πιο πάνω δεκαετίας και αρκετά ακίνητα. Μεταξύ αυτών ήταν και μία τριόροφη οικοδομή, κτισμένη σε οικόπεδο επιφάνειας 180,51 τετραγωνικών μέτρων στη διασταύρωση των οδών αριθ. και αριθ. στη θέση στη θέση «…» του δήμου … Αττικής και αποτελούμενη από ημιυπόγειο, επιφάνειας 49,60 τετραγωνικών μέτρων, ισόγειο όροφο, πρώτο και δεύτερο ορόφους, επιφάνειας του κάθε ορόφου 119,40 τετραγωνικών μέτρων, την οποία ο είχε αποκτήσει με αγορά τον Αύγουστο του 1994. Περαιτέρω, με το υπʼ αριθ. ./. συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών , που καταρτίστηκε μεταξύ του … και της εφεσίβλητης, ο πρώτος φέρεται ότι μεταβίβασε κατά κυριότητα στην εφεσίβλητη, λόγω πώλησης, το πιο πάνω ακίνητο. Η προαναφερόμενη πώληση έγινε φαινομενικώς και όχι σοβαρώς, δηλαδή εικονικώς, αφού μεταξύ των παραπάνω συμβαλλομένων (της εφεσίβλητης όπως εκπροσωπήθηκε) δεν υπήρξε βούληση προς μεταβίβαση της κυριότητας του πιο πάνω ακινήτου από τον … στην εφεσίβλητη και μάλιστα έναντι οικονομικού ανταλλάγματος, δηλαδή λόγω πώλησης, αλλά η βούλησή τους ήταν να παραμείνει στην πραγματικότητα το ακίνητο στην ατομική περιουσία του , γεγονός που συνάγεται ιδίως από τα ακόλουθα στοιχεία: Η εφεσίβλητη είχε συσταθεί στην Κύπρο τρεις μήνες πριν την υπογραφή του συμβολαίου και ειδικότερα με το από 25.9.2001 ιδρυτικό έγγραφο (αντί της 28.9.2001 που προφανώς από παραδρομή αναγράφεται στο παραπάνω συμβόλαιο), με κεφάλαιο μόλις 1.000 κυπριακών λιρών – ισότιμων τότε με 575 ευρώ – με εντολή του ίδιου του , ο οποίος ήταν και ο πραγματικός δικαιούχος των μετοχών αυτής (1.000 μετοχών, ονομαστικής αξίας 1 κυπριακής λίρας της καθεμίας), έστω και αν καταχωρημένες ως μέτοχοι της εφεσίβλητης στα σχετικά μητρώα εταιρειών της Κύπρου και εμφανιζόμενες ως τέτοιες έναντι τρίτων ήταν οι εταιρείες « LIMITED» (με 999 μετοχές) και « LIMITED» (με 1 μετοχή), εδρεύουσες αμφότερες στη . της Κύπρου, επί της οδού αριθ. (όπως και η εφεσίβλητη). Επίσης το πρόσωπο που εκπροσώπησε την εφεσίβλητη στο συμβόλαιο, δηλαδή ο δικηγόρος , ήταν νομικός σύμβουλος του και μάλιστα είχε ενεργήσει, σε συνεργασία με κυπριακό δικηγορικό γραφείο, για τη σύσταση της εφεσίβλητης. Εξάλλου, δεν έλαβε χώρα στην πραγματικότητα καταβολή τιμήματος για την πώληση. Ειδικότερα ενώ, κατά το συμβόλαιο το τίμημα της πώλησης, ίσο μάλιστα με την αντικειμενική αξία του ακινήτου, ήτοι 85.419.302 δραχμές, πιστώθηκε άτοκα στο σύνολό και ήταν καταβλητέο μέχρι τις 5.5.2002, ο , ωστόσο, προέβη στη μεταβίβαση της κυριότητας ήδη από την κατάρτιση του συμβολαίου (31.12.2001), χωρίς εξασφάλισή του για την περίπτωση μη καταβολής του τιμήματος. ’λλωστε το ποσό του τιμήματος που φέρεται ότι καταβλήθηκε με τραπεζική κατάθεση (σε ευρώ) από την εφεσίβλητη σε λογαριασμό του στην Εθνική Τράπεζα στις 28.5.2002, είχε προηγουμένως εισφερθεί αποκλειστικούς για το λόγο αυτό από τον ίδιο τον στην εφεσίβλητη. Δηλαδή, με άλλα λόγια, ο …, για την πώληση του ακινήτου του, αρχικώς έδωσε ο ίδιος τα χρήματα στην εφεσίβλητη και στη συνέχεια αυτά του επιστράφηκαν από την εφεσίβλητη (ως «τίμημα») και έτσι, τελικώς, ενώ το ακίνητο φέρεται να αλλάζει ιδιοκτήτη λόγω πώλησης, τούτο γίνεται χωρίς αντίστοιχο περιουσιακό αντάλλαγμα της εφεσίβλητης αγοράστριας προς τον πωλητή. Είναι σαφές ότι ο είχε προβεί στη σύσταση της εφεσίβλητης ακριβώς για το λόγο να υποδεχθεί στη συνέχεια η τελευταία το ακίνητο και έναντι των τρίτων να εμφανίζεται τότε αυτό φαινομενικώς στο όνομά της (αλλά και οι μετοχές της στην κυριότητα άλλων προσώπων και όχι του ιδίου του ). Τούτο έγινε επειδή οι εταιρείες του ομίλου του είχαν λάβει πολύ μεγάλες πιστώσεις από Τράπεζες, οι οποίες το έτος 2001 ανέρχονταν περίπου στο ποσό των 103.000.000 ευρώ, μέρος των οποίων είχε εγγυηθεί ο ίδιος ο , ο οποίος επίσης είχε λάβει και ατομικώς από την Εθνική Τράπεζα δάνειο ποσού 8.000.000.000 δραχμών (= 24.221.505,67 ευρώ). Οι προαναφερόμενες εταιρείες και ο αντιμετώπιζαν δυσχέρειες ήδη από το έτος 1999 – μετά και την κρίση του ελληνικού χρηματιστηρίου και τη δυσκολία άντλησης νέων κεφαλαίων – στην εξυπηρέτηση των δανειακών υποχρεώσεών τους και προέβαιναν έκτοτε σε παρατάσεις, ρυθμίσεις και ανανεώσεις των πιστώσεών τους, τακτική που συνεχίσθηκε μέχρι το έτος 2005, όταν πλέον επήλθε η οικονομική κατάρρευση του ομίλου . Έτσι ο διέβλεπε ότι στα αμέσως επόμενα έτη η εξυπηρέτηση των πιο πάνω πιστώσεων θα καθίστατο ανέφικτη και ότι η ακίνητη περιουσία του θα κινδύνευε από αναγκαστικά μέτρα των δανειστών του, στο πλαίσιο δε αυτό αποφάσισε και την επίδικη εικονική πώληση και μεταβίβαση του ακινήτου του στην εφεσίβλητη, ώστε το ακίνητο, μη εμφανιζόμενο στην κυριότητά του αλλά στην κυριότητα της εφεσίβλητης, να μην είναι εκτεθειμένο στους δανειστές του. Η εφεσίβλητη ισχυρίζεται από τη μεριά της ότι η μεταβίβαση του ακινήτου στην ίδια ήταν πραγματική και ότι έγινε για επιχειρηματικούς λόγους και ειδικότερα επειδή ο επιθυμούσε να μειώσει τη φορολογική επιβάρυνσή του από το ακίνητο καθώς επίσης να καταστήσει ευχερέστερη στο μέλλον τη μεταβίβαση του ακινήτου στους διαδόχους του, μέσω της μεταβίβασης σε εκείνους των μετοχών της εφεσίβλητης. Ακόμα και αν υποτεθεί ότι αυτά ήταν τα κίνητρα του , τούτο δεν αναιρεί άνευ ετέρου την εικονικότητα της μεταβίβασης του ακινήτου από τον ίδιο στην εφεσίβλητη και δη με αιτία την πώληση. Περαιτέρω, η φερόμενη ένταξη της περιέλευσης του ακινήτου στην εφεσίβλητη σε τυχόν επιχειρηματικό, ως προς το ακίνητο, σχεδίασμά του , δεν ευσταθεί, αφού η εφεσίβλητη δεν αξιοποίησε και δεν εκμεταλλεύθηκε το ακίνητο (περιορισθείσα στην φερόμενη αγορά του ακινήτου). Τέτοια αξιοποίηση δεν συνιστά η φερόμενη εκμίσθωση του παραπάνω ακινήτου από την εφεσίβλητη στην εκκαλούσα με το από 28.2.2004 ιδιωτικό συμφωνητικό, προκειμένου το εν λόγω ακίνητο να χρησιμοποιηθεί (κατά το συμφωνητικό) ως κατοικία της μισθώτριας και της οικογένειάς της, αφού και η μίσθωση αυτή ήταν εικονική, προκειμένου φορολογικώς να δικαιολογείται η διαμονή στο εν λόγω ακίνητο της εκκαλούσας και του (συζύγου της). Σε κάθε περίπτωση, όπως αναφέρεται και στη μείζονα σκέψη, ο σκοπός ή τα αίτια που οδήγησαν τον στην εικονική πώληση και μεταβίβαση δεν αποτελούν στοιχεία της εικονικότητας. Τέλος, η εφεσίβλητη προέβαλε σε πρώτο βαθμό τον ισχυρισμό, επικουρικώς, ότι υπό την εικονική πώληση καλύπτεται «… σύμβαση μελλοντικής μετάθεσης των μετοχών της εταιρείας στους διαδόχους του » (βλ. σελ. 6 των πρωτόδικων προτάσεων της εφεσίβλητης). Τον ισχυρισμό αυτό, που συνιστά ένσταση στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρ. 138 παρ. 2 ΑΚ [βλ. ΑΠ 32/1998 ΕλΔ 1998/1262, ΑΠ 297/2008 ΝοΒ 2008/1583] και απορρίφθηκε πρωτοδίκως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, η εφεσίβλητη νομίμως κατʼ αρχάς τον επαναφέρει κατʼ έφεση (έστω και με όμοιο περιεχόμενο), με τις προτάσεις της (βλ. σελ. 18 αυτών), αφού ο εναγόμενος, ως εφεσίβλητος, μπορεί να προτείνει στην κατʼ έφεση δίκη το πρώτον νέους αυτοτελείς ισχυρισμούς (άρθρ. 527 αριθ. 1 ΚΠολΔ) και επομένως, κατά μείζονα λόγο και ισχυρισμούς που είχαν απορριφθεί πρωτοδίκως [βλ. Σαμουήλ, Η έφεση, 2003, αριθ. 702, 727-729, Μαργαρίτη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΚΠολΔ I, 2000, άρθρ. 527 αριθ. 8, ΑΠ 502/1991 ΕΕργΔ 1992/741, ΑΠ 765/1988 ΕΕΝ 1989/387]. Περαιτέρω, όμως, ο ισχυρισμός αυτός είναι πράγματι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, αφού η εφεσίβλητη δεν προσδιορίζει την αιτία της καλυπτόμενης σύμβασης μεταβίβασης ακινήτου, ούτε και τους αντισυμβαλλόμενους του στην φερόμενη ως καλυπτόμενη σύμβαση. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η εφεσίβλητη αναφέρεται σε καλυπτόμενη δωρεά του ακινήτου προς τις μετέπειτα δικαιούχους των μετοχών της εφεσίβλητης, και (ανηψιές του ), ο πιο πάνω ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως ουσιαστικώς αβάσιμος, αφού, όπως προεκτέθηκε, η βούληση του , κατά τον κρίσιμο χρόνο κατάρτισης του επίδικου συμβολαίου, ήταν να παραμείνει το ακίνητο στην ατομική περιουσία του και όχι να μεταβιβαστεί στην εφεσίβλητη εταιρεία του, ούτε και να μεταβιβαστεί από τότε σε άλλο συγκεκριμένο πρόσωπο. ’λλωστε, ακόμα και κατά τους ισχυρισμούς της ίδιας της εφεσίβλητης, ο δεν είχε αποφασίσει από τότε σε ποιον θα κατέληγε η περιουσία του και επομένως δεν ευσταθεί τυχόν ισχυρισμός ότι κατά τον ίδιο χρόνο υπήρξε συμφωνία δωρεάς μεταξύ εκείνου και των προαναφερόμενων ανηψιών του (βλ. σελ. 6 των πρωτόδικων προτάσεών του και σελ. 18 των κατʼ έφεση προτάσεών του: «…όπου οι μετοχές της LTD κατέληξαν σε πρόσωπα της επιλογής του , με τη μεταφορά των μετοχών στις ανηψιές του από το 2010…»). Εξάλλου, η μεταβίβαση των μετοχών της εφεσίβλητης από τον στις παραπάνω ανηψιές του – οι τελευταίες είναι και μεταξύ των πλησιέστερων συγγενών του που αποποιήθηκαν την κληρονομιά του – έλαβε χώρα αφού παρήλθαν οκτώ έτη μετά την επίδικη εικονική πώληση του ακινήτου και συγκεκριμένα στις 1.1.2010 (δεκατέσσερις μήνες πριν το θάνατο του … από καρκίνο από τον οποίο ήδη έπασχε).
Κατόπιν όλων των παραπάνω, αποδεικνύεται ότι η εκκαλούμενη απόφαση, που απέρριψε ως ουσιαστικώς αβάσιμη την αγωγή της εκκαλούσας σε βάρος της εφεσίβλητης κατά το μέρος που αφορούσε την αναγνώριση της ακυρότητας της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης του ακινήτου λόγω εικονικότητας, εσφαλμένως εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει, επομένως, η κρινόμενη έφεση να γίνει δεκτή και από ουσιαστική άποψη. Στη συνέχεια, μετά την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί κατά το αντίστοιχο μέρος της από το Δικαστήριο αυτό (άρθρ. 535 § 1 ΚΠολΔ), πρέπει η αγωγή, η οποία είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις (του εφαρμοστέου ελληνικού δικαίου) των άρθρ. 138 παρ. 1, 180, 211, 214, 513, 1033 ΑΚ, 68, 70, 176 ΚΠολΔ , να γίνει δεκτή ως ουσιαστικώς βάσιμη, κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό. Περαιτέρω πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην εκκαλούσα (άρθρ. 495 § 3 ΚΠολΔ), ενώ, τέλος θα συμψηφιστούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρ. 179, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικώς και κατʼ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την υπʼ αριθ. ./. οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτικής διαδικασίας) κατά το μέρος που απέρριψε την (κυρίως σωρευόμενη) αγωγή της εκκαλούσας (ενάγουσας) κατά της εφεσίβλητης (εναγομένης), περί αναγνώρισης της ακυρότητας, λόγω εικονικότητας, της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης του ακινήτου που καταρτίσθηκε με το υπʼ αριθ. ./. συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην εκκαλούσα.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την αγωγή της εκκαλούσας (ενάγουσας) κατά της εφεσίβλητης (εναγομένης), κατά το προαναφερόμενο μέρος.
Δέχεται κατά το μέρος αυτό την αγωγή.
Αναγνωρίζει ότι είναι άκυρη, ως εικονική, η προαναφερόμενη σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης ακινήτου.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12.7.2019 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 26.9.2019.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ