Η πρωτόδικη απόφαση επέβαλε αποζημιώσεις δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ
Εφετείο του Νιου Τζέρσεϊ απέρριψε πρωτόδικη απόφαση επιβολής αποζημίωσης ύψους 223,7 εκατομμυρίων δολαρίων κατά της Johnson & Johnson στη δίκη για τους ισχυρισμούς τεσσάρων εναγόντων ότι εμφάνισαν καρκίνο λόγω της έκθεσης τους στα προϊόντα σκόνης ταλκ της εταιρείας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο του Εφετείου του Νιου Τζέρσεϊ διαπίστωσε ότι ένας δικαστής κατώτερου δικαστηρίου δεν έπρεπε να έχει επιτρέψει ορισμένες από τις επιστημονικές μαρτυρίες εμπειρογνωμόνων που παρουσίασαν οι ενάγοντες στους ενόρκους της υπόθεσης.
Ο νομικός σύμβουλος της J&J δήλωσε ότι η συγκεκριμένη απόφαση αποτελεί μια ηχηρή απόρριψη της ψευδοεπιστήμης που προωθούν επί πληρωμή κάποιοι «δήθεν ειδικοί». Η εταιρεία άλλωστε, επανέλαβε την πάγια θέση της ότι τα προϊόντα ταλκ της είναι ασφαλή και δεν περιέχουν αμίαντο.
Ο δικηγόρος των εναγόντων δε σχολίασε αμέσως την απόφαση.
Οι ένορκοι της υπόθεσης είχαν καταδικάσει πρωτόδικα την εταιρεία να καταβάλει σε διαφόρων ειδών αποζημιώσεις 37,2 και 750 εκατομμύρια δολάρια, με το δεύτερο ποσό να μειώνεται στα 186,5 εκατομμύρια δολάρια βάσει του πολιτειακού νόμου.
Το Τριμελές Εφετείο στο Νιού Τζέρσι έκρινε πως η πρωτόδικη ετυμηγορία εις βάρος της εταιρείας έπρεπε να απορριφθεί και να πραγματοποιηθεί νέα δίκη, αφού ο προηγούμενος δικαστής απέτυχε να διασφαλίσει ότι οι μαρτυρίες εμπειρογνωμόνων που κλήθηκαν από τους ενάγοντες στο δικαστήριο βασίζονταν σε ακριβή επιστημονικά δεδομένα.
Συγκεκριμένα, το εφετείο διαπίστωσε ότι τρεις εμπειρογνώμονες δεν εξήγησαν τα δεδομένα που παρουσίασαν ούτε και τις μεθόδους που χρησιμοποίησαν για να υποστηρίξουν την γνώμη τους ότι ο καρκίνος που εμφάνισαν οι ενάγοντες οφειλόταν στην έκθεσή τους σε αμίαντο που υπήρχε σε προϊόντα ταλκ.
Η δικαστική νίκη της J&J έρχεται μετά την αποτυχία της εταιρείας τον Ιούλιο να μεταφέρει για δεύτερη φορά δεκάδες χιλιάδες αξιώσεις σχετικά με το ταλκ στο πτωχευτικό δικαστήριο, όπου ήλπιζε να τις επιλύσει μέσω ενός προτεινόμενου διακανονισμού ύψους 8,9 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Σημειώνεται ότι προ μηνών εισήλθε στο Χρηματιστήριο η Kenvue, η εταιρεία που αποτελεί τον καταναλωτικό βραχίονα της J&J.
Η Kenvue παράγει μη συνταγογραφούμενα φάρμακα και εμπορικά σήματα όπως τα παυσίπονα Tylenol, το στοματικό διάλυμα Listerine και τα προϊόντα περιποίησης δέρματος Aveeno. Ανέφερε έσοδα 15 δισ. δολάρια και καθαρά κέρδη 1,5 δισ. δολάρια το 2022.
Παράγει επίσης τα προϊόντα παιδικής πούδρας της J&J, τα οποία έχουν βρεθεί στο επίκεντρο πολυετών δικαστικών διαμάχης για το αν προκαλούν καρκίνο και η νέα εταιρεία έχει ήδη βρεθεί στο στόχαστρο αγωγών.
Η J&J, η οποία θα εξακολουθήσει να κατέχει περισσότερο από το 90% των μετοχών της Kenvue, συμφώνησε να τη θωρακίσει από τυχόν νομικά έξοδα που σχετίζονται με τις πωλήσεις της παιδικής πούδρας στις ΗΠΑ και τον Καναδά. Ωστόσο, η Kenvue προειδοποίησε στο ενημερωτικό της δελτίο ότι «δεν μπορεί να διαβεβαιώσει» τους επενδυτές ότι η αποζημίωση από τη μητρική της θα είναι επαρκής και ότι αντιμετωπίζει επίσης αξιώσεις που σχετίζονται με πωλήσεις σε άλλες χώρες.