ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΩΝ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Μεταρρυθμιστική αγωγή, κατ’ άρθρο 334 Κ.Πολ.Δ., ορισμένο αυτής και σωρευόμενο αίτημα μείωσης του μισθώματος λόγω πραγματικών ελαττωμάτων και έλλειψης συνομολογηθεισών ιδιοτήτων. Αντίθετες εφέσεις. Μεταρρυθμιστική αγωγή συνιστά και αυτή με αίτημα την αναπροσαρμογή του μισθώματος λόγω ουσιώδους μεταβολής των συνθηκών, μετά την έκδοση τελεσίδικης απόφασης για αναπροσαρμογή του μισθώματος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 288 Α.Κ., αφού η δικαστική αναπροσαρμογή του μισθώματος, που έλαβε χώρα με την απόφαση του Δικαστηρίου, λαμβάνει χώρα για όλη τη διάρκεια της μίσθωσης και δεν γίνεται για ορισμένο στάδιο, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα νέας δικαστικής παρέμβασης, κατ’ εφαρμογή των ίδιων διατάξεων, σε περίπτωση μελλοντικής νέας διατάραξης της ισορροπίας χρήσης του μισθίου και του μισθώματος. Εσφαλμένος νομικός χαρακτηρισμός από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Έρευνα από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στο πλαίσιο του άνω ορθού νομικού χαρακτηρισμού, χωρίς να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο στάδιο αυτό, αφού μόνο ο εσφαλμένος νομικός χαρακτηρισμός δεν οδηγεί απαραίτητα και σε εσφαλμένο διατακτικό, οπότε θα κριθεί σύμφωνα με τη νομική βάση, τα στοιχεία της οποίας περιέχει. Απαράδεκτη λήψη υπόψη ένορκης βεβαίωσης με την προσθήκη στις προτάσεις ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, εκτός αν γίνεται επίκληση ότι αφορά την αντίκρουση συγκεκριμένων ισχυρισμών που προτάθηκαν για πρώτη φορά στο ακροατήριο ή παραδεκτά κατά τη συζήτηση στο Εφετείο, ως τοιούτων νοουμένων των αυτοτελών ισχυρισμών. Η παρακώλυση της χρήσης του μισθίου από δύο μεμονωμένα περιστατικά ήταν επουσιώδης, ώστε, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (άρθρο 288 Α.Κ.), δεν θα πρέπει να ληφθούν υπόψη, δηλαδή δεν θα πρέπει να θεωρηθούν ως ελάττωμα, οπότε δεν χορηγείται στη μισθώτρια το εκ του νόμου δικαίωμα της μείωσης του μισθώματος. Αποδείχθηκε ουσιαστική μεταβολή των συνθηκών, που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου της ουσίας, στα οποία βασίστηκε η προγενέστερη τελεσίδικη απόφαση. Εξαφανίζει την εκκαλουμένη, δέχεται εν μέρει την αγωγή και μεταρρυθμίζει την ως άνω τελεσίδικη απόφαση, για το μετά την έγερση της αγωγής χρονικό διάστημα, με ετήσια αναπροσαρμογή κατά ποσοστό 75% της μεταβολής του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του μήνα της αναπροσαρμογής σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους (απλή δωδεκάμηνη μεταβολή).
Αριθμός Απόφασης 211 /2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η από 10.9.2018 έφεση, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2018, της εν μέρει ηττηθείσας εναγομένης και η από 5.10.2018 έφεση, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2018 της, επίσης εν μέρει ηττηθείσας, ενάγουσας, κατά της οριστικής απόφασης 3013/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 4.1.2018 αγωγή, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 §§1, 2, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §2 του Κ.Πολ.Δ., όπως η παρ. 2 του άρθρου 518 ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015). Περαιτέρω, οι εφέσεις αυτές, αρμοδίως φέρονται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 §2 του ν. 3994/2011), ενώ έχουν κατατεθεί τα σχετικά παράβολα για κάθε μία, κατ’ άρθρο 495 §3Α. περ. γ´ του Κ.Πολ.Δ. Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές (άρθρο 532 του Κ.Πολ.Δ.) και, αφού συνεκδικαστούν, διότι υπάγονται στην ίδια διαδικασία, είναι συναφείς μεταξύ τους και, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ.), να ερευνηθούν περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 §1 του ίδιου Κώδικα), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.
ΙΙ. Ο εκμισθωτής δεν αποκλείεται, ενόψει και του άρθρου 44 του π.δ/τος 34/1995, που ορίζει ότι οι μισθώσεις του εν λόγω διατάγματος, εφόσον δεν ορίζεται κάτι άλλο σ` αυτό, διέπονται από τους συμβατικούς όρους τους και τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, να ζητήσει κατά το άρθρο 288 του Α.Κ., αναπροσαρμογή του οφειλόμενου αρχικού ή μετά από αναπροσαρμογή μισθώματος, εφόσον εξαιτίας προβλεπτών ή απρόβλεπτων περιστάσεων επήλθε αδιαμφισβήτητα τόσο ουσιώδης μεταβολή της μισθωτικής αξίας του μισθίου ακινήτου, ώστε, με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες, η εμμονή του μισθωτή στην καταβολή του ίδιου μισθώματος να είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές και να επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, παρά την ανάγκη διασφάλισης των σκοπών του ως άνω νόμου και κατοχύρωσης της ασφάλειας των συναλλαγών, η οποία πρέπει πάντοτε να συνεκτιμάται, η αναπροσαρμογή του μισθώματος στο επίπεδο εκείνο το οποίο και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη (Ολ.Α.Π. 9/1997 Νο.Β. 1998, σελ. 38).
Ειδικότερα, δε, το έργο του δικαστηρίου, προκειμένου να αποφασίσει την αναπροσαρμογή, συνίσταται στη σύγκριση δύο ποσών, ήτοι του καταβαλλομένου μισθώματος και του “ελευθέρου” – για το οποίο κυρίως διεξάγεται ο δικαστικός αγώνας – το οποίο παριστάνει την αξία της χρήσης του μισθίου και το οποίο, ευρισκόμενο με βάση τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους συγκριτικά στοιχεία, πρέπει να καθορίζεται στην απόφαση. Αν μεταξύ των δύο αυτών ποσών υπάρχει διαφορά δεν επιδικάζεται, αλλά πρέπει παραπέρα το δικαστήριο να κρίνει αν αυτή είναι τέτοια, ώστε, κατά τις αρχές της καλής πίστης, να δημιουργείται η ανάγκη αναπροσαρμογής. Ανάγκη δε αναπροσαρμογής κατά τις αρχές της καλής πίστης υπάρχει όταν λόγω ουσιώδους αύξησης της μισθωτικής αξίας του μισθίου επέρχεται ζημία στον εκμισθωτή, με τη μορφή απώλειας κέρδους, η οποία υπερβαίνει κατά τα συναλλακτικά ήθη τον κίνδυνο που αναλαμβάνει αυτός καταρτίζοντας τη μίσθωση με το συγκεκριμένο μίσθωμα, οπότε και περιορίζεται η ζημία του με τη δικαστική αύξηση του μισθώματος, επίσης και στην αντίστροφη περίπτωση που επέρχεται ζημία στο μισθωτή η οποία περιορίζεται με την ανάλογη μείωση του μισθώματος. Στη συνέχεια και εφόσον διαπιστωθεί η ύπαρξη ανάγκης αναπροσαρμογής, κατά την προεκτεθείσα έννοια, η αναπροσαρμογή δεν θα ακολουθήσει τυπικό μαθηματικό υπολογισμό και δεν θα χορηγηθεί ολόκληρη η προκύπτουσα διαφορά, αλλά θα οριστεί το μίσθωμα στο επίπεδο εκείνο, το οποίο αίρει τη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά τη διαταραχθείσα καλή πίστη. Περαιτέρω, το δικαίωμα αναπροσαρμογής, κατά τη διάταξη του άρθρου 288 του Α.Κ., είναι διαπλαστικό και κατά συνέπεια τόσο η αγωγή όσο και η απόφαση είναι διαπλαστικές. Αν λοιπόν πραγματοποιηθεί αναπροσαρμογή με δικαστική απόφαση, λόγω ακριβώς του διαπλαστικού της χαρακτήρα, του λοιπού ο περί του μισθώματος συμβατικός όρος (ήτοι η συμφωνία περί σταδιακής αναπροσαρμογής του μισθώματος) καταλύεται και δεν ισχύει για το μέλλον, αφού κρίνεται ότι είναι απρόσφορος πλέον να ρυθμίσει το ζήτημα του ύψους του μισθώματος. Μετά από αυτήν (δικαστική αναπροσαρμογή και κατάλυση του περί του μισθώματος συμβατικού όρου) το μόνο που μπορεί να ισχύσει για το μέλλον είναι η νόμιμη αναπροσαρμογή που ρυθμίζεται με το άρθρο 7 §3 του ως άνω ΠΔ/τος 34/1995, η δε απαιτούμενη από τον νόμο για την πραγματοποίηση αυτής ετήσια προθεσμία αρχίζει από το χρόνο που συντελείται η αναπροσαρμογή με την απόφαση του δικαστηρίου, δηλαδή από την επίδοση της αγωγής. Εξάλλου, με τη δικαστική απόφαση αναπροσαρμογής μεταβάλλονται τα περιστατικά, πάνω στα οποία οι συμβαλλόμενοι στήριξαν τη συμφωνία για σταδιακή αναπροσαρμογή και έτσι δεν μπορεί να γίνει λόγος για τήρηση των συμφωνηθέντων. Αυτή δε η ίδια η προσφυγή στο δικαστήριο εκ μέρους του ενός των συμβληθέντων μερών (ή και αμφοτέρων) υποδηλώνει με σαφήνεια την θέληση του ενός (ή και αμφοτέρων) για μη τήρηση των συμφωνηθέντων. Η άποψη κατά την οποία, μετά τη δικαστική αναπροσαρμογή του μισθώματος, που γίνεται σε ορισμένο στάδιο, δεν καταργείται η συμφωνία σταδιακής αναπροσαρμογής, αφού αυτή ισχύει μόνο για το στάδιο, στο οποίο βρίσκεται και επομένως διατηρείται για τα επόμενα στάδια, με δυνατότητα αντιμετώπισης με νέα δικαστική παρέμβαση, κατ’ εφαρμογή των ίδιων διατάξεων, μελλοντικής νέας διατάραξης της ισορροπίας χρήσης του μισθίου και του μισθώματος, δεν είναι προκριτέα (Ολ.Α.Π. 2/2014 Νο.Β. 2014, σελ. 1131). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 334 του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει, ότι η τελεσίδικη ή ανέκκλητη απόφαση με την οποία απαγγέλλεται η καταδίκη σε περιοδικές παροχές που γίνονται απαιτητές στο μέλλον, υπόκειται, μετά από αγωγή του διαδίκου, σε μεταρρύθμιση από το αρμόδιο δικαστήριο, μόνο αν μεσολάβησε ουσιαστική μεταβολή των συνθηκών, επάνω στις οποίες βασίστηκε η δικαστική κρίση για την απαγγελία της καταδίκης (Α.Π. 933/2002 και Α.Π. 869/1987 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Από τη διάταξη αυτή του νόμου συνάγεται ότι αντικείμενο τέτοιας δίκης είναι μόνο η ουσιαστική μεταβολή των συνθηκών και το ποσό στο οποίο πρέπει να αναπροσαρμοσθούν οι περιοδικές παροχές που ανάγονται στο μέλλον (Α.Π. 419/1997 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Η παραπάνω διάταξη αποτελεί νομοθετικά ρυθμισμένη περίπτωση κάμψης ή διάσπασης του δεδικασμένου της απόφασης (Κουσούλης σε Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα ΚΠΟΛΔ Τόμος Ι, άρθρο 334 αρ. 1). Εξάλλου, πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν μεταβολή των προσδιοριστικών του ύψους της περιοδικής παροχής στοιχείων, τα οποία προέκυψαν μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, αποτελούν νέα περιστατικά, που, αν και γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, μπορούν να αποτελέσουν τη βάση παρεμπίπτουσας αγωγής ή αυτοτελούς μεταρρυθμιστικής αγωγής (Ολ.Α.Π. 2/1994 Ελλ.Δ/νη 1994, σελ. 352).
ΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 4.1.2018 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η ενάγουσα – Ε.Π.Ε. ιστορούσε ότι μίσθωσε από την εναγομένη, με το από 11.3.2011 ιδιωτικό συμφωνητικό, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τα από 10.6.2011, 23.4.2012, 19.9.2012 και από 1.10.2012 συμφωνητικά, το ειδικά περιγραφόμενο ακίνητο, που βρίσκεται στον Πειραιά, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως επαγγελματική στέγη. Ότι η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε εικοσαετής, το μηνιαίο μίσθωμα στο ποσό των 12.100 ευρώ, καταβλητέο από τις 15.9.2012, ενώ συμφωνήθηκε ν’ αναπροσαρμόζεται κατ’ έτος. Ότι, ύστερα από την άσκηση της από 5.5.2013 αγωγής της, το μηνιαίο μίσθωμα αναπροσαρμόστηκε, κατά τη διάταξη του άρθρου 288 του Α.Κ., με την απόφαση 345/2015 του Δικαστηρίου τούτου, στο ποσό των 8.500 ευρώ, με ετήσια αναπροσαρμογή κατά το Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, ήδη δε, από την 1.6.2017, αυτό ανέρχεται σε 8.558,28 ευρώ. Ότι άσκησε και δεύτερη αγωγή, την από 28.4.2014, με την οποία ζητούσε την εκ νέου μείωση του μισθώματος, η οποία απορρίφθηκε, με την απόφαση 873/2016 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, λόγω δεδικασμένου ως προς τη βάση της από το άρθρου 288 Α.Κ., που προέκυπτε από την ως άνω απόφαση επί της πρώτης αγωγής και λόγω αοριστίας για το σωρευόμενο αίτημα μείωσης αυτού, εξαιτίας πραγματικών ελαττωμάτων του μισθίου, απόφαση η οποία έχει ήδη καταστεί τελεσίδικη. Ότι είχε συμφωνηθεί η εξωτερική αποκατάσταση του διατηρητέου κτηρίου, όπου βρίσκεται το μίσθιο (……..), η δε εναγομένη τους έπεισε πως επίκειται η μίσθωση και των λοιπών καταστημάτων αυτού (κτηρίου), σε μεγάλες επιχειρήσεις, για την δημιουργία αγοράς τροφίμων στην περιοχή, γεγονός το οποίο θα συνέβαλε στην αύξηση της πελατείας της κατά 30 – 40%. Ότι, εντούτοις η τελευταία δεν τήρησε τις υποχρεώσεις της αυτές, αφού η εξωτερική όψη αυτού δείχνει εγκαταλελειμμένο κτήριο ενώ, πλην άλλων δύο καταστημάτων, τα υπόλοιπα δεκαπέντε δεν έχουν μισθωθεί, υπάρχει πρόχειρη κάλυψη της εισόδου τους με λαμαρίνες και οι προσόψεις τους παραμένουν με ακατέργαστους τσιμεντένιους τοίχους. Ότι, όταν βρέχει, εισρέουν νερά από τον 2ο όροφο του κτηρίου, που είναι κενός ή γλύφουν τους τοίχους και προκαλούν ζημιές στα εμπορεύματα, λόγω δε της εγκατάλειψης αυτής, κυκλοφορούν στο κτίριο έντομα και ζώα, ενώ, το Μάιο του 2017 κλέφτες, εισερχόμενοι από γειτονικό ξενοίκιαστο κατάστημα αφαίρεσαν χρήματα από την επιχείρηση και προκάλεσαν φθορές. Ότι τα ανωτέρω πραγματικά ελαττώματα και ελλείψεις συνομολογηθεισών ιδιοτήτων, είχαν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της χρήσης του μισθίου κατά ποσοστό 29%, κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί το μίσθωμα. Ότι, μετά την άσκηση της ως άνω πρώτης αγωγής της, επήλθε νέα απρόβλεπτη ουσιώδης μεταβολή των οικονομικών συνθηκών στη χώρα, επί το δυσμενέστερο, ώστε η οικονομία να υποστεί νέα ύφεση (υπογραφή 3ου μνημονίου – ν. 4336/2015, επιβολή περιορισμών στην κίνηση των κεφαλαίων, μείωση αποδοχών των υπαλλήλων, υπερφορολόγηση), ενώ αυξήθηκε ο φόρος στην εισαγωγή του καφέ – όπου δραστηριοποιείται και μειώθηκαν οι αντικειμενικές τιμές των ακινήτων κατά 25%. Ότι συνεπεία των ανωτέρω, μειώθηκε ο αριθμός των πελατών της κατά 23% και ο τζίρος της κατά 32,7%, γεγονός το οποίο δεν μπορούσε να προβλεφθεί κατά την προηγούμενη αναπροσαρμογή του μισθώματος. Ότι το μίσθωμα, που μπορεί να επιτευχθεί, εάν ήταν ελεύθερο το μίσθιο, δεν ξεπερνά το ποσό των 3.000 ευρώ, με βάση τη θέση του, την κατάστασή του και τις συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή, όπως προκύπτει από τα ειδικά αναφερόμενα μισθώματα, που καταβάλλονται σε όμορα καταστήματα. Ότι ενόψει των ανωτέρω, η παροχή της, σε σχέση με την αντιπαροχή της εναγομένης, καθίσταται υπέρμετρα επαχθής, ώστε η εμμονή της τελευταίας στην καταβολή του αναπροσαρμοσθέντος μισθώματος, αφού δεν συναινεί στη μείωσή του, να είναι αντίθετη με την ευθύτητα και την εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές και να επιβάλλεται, με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, η άρση της δυσαναλογίας αυτής, με την ουσιώδη μείωσή του. Κατόπιν τούτων, ζητούσε να μεταρρυθμιστεί η δικαστική απόφαση με την οποία αναπροσαρμόστηκε το μηνιαίο μίσθωμα του ως άνω μισθίου, από το ποσό των 8.558,28 ευρώ, α) σ’ αυτό των 6.035 ευρώ, λόγω ύπαρξης πραγματικών ελαττωμάτων και έλλειψης συνομολογηθεισών ιδιοτήτων, από τις 29.8.2014, ημερομηνία άσκησης της δεύτερης (από 28.8.2014) αγωγής της, που απορρίφθηκε τελεσίδικα ως αόριστη και β) σ’ αυτό των 3.000 ευρώ, από την 1.10.2017, ημερομηνία που ζητούσε την αναπροσαρμογή με έγγραφη επιστολή της, άλλως από την επίδοση της αγωγής αυτής. Επιπλέον, ζητούσε να παραμείνει το μίσθωμα σταθερό για δύο έτη και ν’ αναπροσαρμόζεται στη συνέχεια, κατ’ έτος, με ποσοστό 75% της μεταβολής του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του μήνα της αναπροσαρμογής σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους, όπως αυτή καθορίζεται από την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, με την εκκαλούμενη οριστική του απόφαση, αφού απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη σχετικά με το αίτημα μεταρρύθμισης της προγενέστερης απόφασης 346/2015 του Δικαστηρίου τούτου, λόγω της φύσης αυτής ως διαπλαστικής και ως τέτοιας, μη υποκείμενης σε μεταρρύθμιση, την εκτίμησε ως νέα αγωγή με αίτημα την περαιτέρω αναπροσαρμογή του μισθώματος. Ακολούθως, την απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου, ως προς το αίτημα για μείωση του μισθώματος, λόγω πραγματικών ελαττωμάτων, με την αιτιολογία ότι δεν προσδιοριζόταν η αξία μεταξύ της παρακωλυθείσας από το ελάττωμα χρήσης του μισθίου και της αξίας του, που αντιστοιχεί στη μετά το ελάττωμα κατάστασή του, ζήτημα που κρίθηκε με την τελεσίδικη απόφαση 873/2016 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, καθώς και ως μη νόμιμη, ως προς τη βάση της, που στηρίζεται στο άρθρο 388 Α.Κ., δεχόμενη ότι τα εκτιθέμενα σ’ αυτήν περιστατικά, δεν συνιστούσαν απρόβλεπτη μεταβολή των συνθηκών, αλλά συνέχεια της οικονομικής κρίσης της χώρας που ξεκίνησε το 2010. Περαιτέρω, δέχθηκε την αγωγή ως νόμιμη, σχετικά με τη βάση αυτής κατά το άρθρο 288 Α.Κ., σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 361 και 574 Α.Κ., την έκρινε δε, ως και κατ’ ουσία βάσιμη, αναπροσαρμόζοντας το μηνιαίο μίσθωμα στο ποσό των 6.800 ευρώ, για το μετά την επίδοση της αγωγής χρονικό διάστημα, με ετήσια αναπροσαρμογή, έκτοτε, κατά το Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του μήνα της αναπροσαρμογής σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους όπως αυτή καθορίζεται από την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία. Ήδη, κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται, τόσο η εναγομένη, όσο και η ενάγουσα, για τους διαλαμβανόμενους στις εφέσεις τους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε, κατά τη μεν πρώτη ν’ απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή, κατά τη δε δεύτερη να γίνει δεκτή αυτή στο σύνολό της. Με το ως άνω, όμως, περιεχόμενο, η αγωγή, η οποία αφορά στην αναπροσαρμογή του μισθώματος, όπως καθορίστηκε, με την απόφαση 346/2015 του Δικαστηρίου τούτου, δεν έχει ως βάση τη διάταξη του άρθρου 288 Α.Κ., όπως εκτίμησε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά, τη μεταρρύθμιση της τελευταίας δικαστικής απόφασης, η οποία έχει ισχύ δεδικασμένου και μόνο με την κάμψη αυτού μπορεί να εξεταστεί, εφόσον, υπό τα εκτιθέμενα, μεσολάβησε ουσιαστική μεταβολή των συνθηκών, επάνω στις οποίες βασίσθηκε η ως άνω δικαστική κρίση, στηρίζεται δε, στη διάταξη του άρθρου 334 του Κ.Πολ.Δ. Και τούτο, διότι, σύμφωνα και με όσα ορίζονται στη μείζονα σκέψη, η δικαστική αναπροσαρμογή του μισθώματος, που έλαβε χώρα με την ως άνω απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, λαμβάνει χώρα για όλη τη διάρκεια της μίσθωσης και δεν γίνεται για ορισμένο στάδιο, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα νέας δικαστικής παρέμβασης, κατ’ εφαρμογή των ίδιων διατάξεων, σε περίπτωση μελλοντικής νέας διατάραξης της ισορροπίας χρήσης του μισθίου και του μισθώματος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με αυτά τα πραγματικά περιστατικά δέχθηκε ότι βάση της αγωγής είναι η αναπροσαρμογή του μισθώματος, κατ’ άρθρο 288 του Α.Κ. και όχι η μεταρρύθμιση της ως άνω δικαστικής απόφασης, η οποία με ισχύ δεδικασμένου αναπροσάρμοσε το μίσθωμα, που αρχικά είχε συμφωνηθεί από τους διαδίκους και, εν συνεχεία, την έκρινε νόμω και εν μέρει ουσία βάσιμη, αναπροσαρμόζοντας το ορισθέν με την προγενέστερη απόφαση μίσθωμα, έσφαλε. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να ερευνηθεί στο πλαίσιο του άνω ορθού νομικού χαρακτηρισμού, χωρίς να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο στάδιο αυτό, αφού μόνο ο εσφαλμένος νομικός χαρακτηρισμός δεν οδηγεί απαραίτητα και σε εσφαλμένο διατακτικό, οπότε θα κριθεί σύμφωνα με τη νομική βάση, τα στοιχεία της οποίας περιέχει (Μον.Εφ.Αθ. 1000/2018, Μον.Εφ.Λαρ. 164/2016, Μον.Εφ.Πατρ. 276/2016 και Μον.Εφ.Λαρ. 303/2015 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Κατόπιν τούτων, πρέπει ν’ απορριφθεί ο πρώτος λόγος της υπό στοιχείο Α´ έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, εκθέτοντας ότι, εφόσον με την τελευταία αναπροσαρμόστηκε το μίσθωμα, κατά το άρθρο 288 του Α.Κ. και όχι σύμφωνα μ’ αυτό του άρθρου 334 του Κ.Πολ.Δ., παραβιάστηκε το δεδικασμένο, που απορρέει από την απόφαση 346/2015 του Δικαστηρίου τούτου, η οποία είχε ήδη προβεί στην αναπροσαρμογή του. Εξάλλου, η ως άνω μεταρρυθμιστική αγωγή περιέχει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται από το άρθρο 334 Κ.Πολ.Δ., ήτοι την ύπαρξη τελεσίδικης απόφασης, καθώς και πραγματικά περιστατικά, τα οποία, λόγω του χρονικού σημείου, που συνέβησαν, δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο που εξέδωσε την ως άνω (τελεσίδικη) απόφαση (σχετ. Ολ.Α.Π. 2/1994 Ελλ.Δ/νη 1994, σελ. 352, Εφ.Αθ. 16/1989 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Μιχ. Μαργαρίτης / Άντα Μαργαρίτη Ερμηνεία ΚΠΟΛΔ, Τόμος Ι, έκδοση 2η, 2018, άρθρο 334 αρ. 5, σελ. 590 και Χαρ. Απαλαγάκη ΚΠΟΛΔ, Τόμος Ι, έκδοση 4η, 2016, άρθρο 334, αρ. 3, σελ. 945), απορριπτομένου του περί του αντιθέτου πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου της υπό στοιχείο Α´ έφεσης της εναγομένης.
- Με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχείο Β´ έφεσής της, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την από 4.1.2018 αγωγή της, ως προς το σωρευόμενο αίτημα περί μείωσης του μισθώματος λόγω ύπαρξης πραγματικών ελαττωμάτων και έλλειψης συνομολογηθεισών ιδιοτήτων, εξαιτίας του δεδικασμένου, που απέρρεε από την ήδη τελεσίδικη απόφαση 873/2016 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που είχε απορρίψει την από 28.8.2014 προηγούμενη αγωγή της, λόγω αοριστίας. Από την επισκόπηση της τελευταίας αυτής (από 28.8.2014) αγωγής προκύπτει ότι η ενάγουσα ζητούσε τη μείωση του μισθώματος κατά ποσοστό 27%, τόσο κατ’ άρθρο 388 Α.Κ. και επικουρικά κατ’ άρθρο 288 Α.Κ., όσο και λόγω πραγματικών ελαττωμάτων του μισθίου. Ως προς το τελευταίο αυτό σωρευόμενο αίτημα, η αγωγή απορρίφθηκε, με την ως άνω ήδη τελεσίδικη απόφαση, ως αόριστη, επειδή δεν προσδιοριζόταν το ποσοστό μείωσης του μισθώματος, ανάλογα με το βαθμό ελάττωσης της χρήσης του μισθίου, αλλά γινόταν μόνο μία συνολική αναφορά σε μείωση του μισθώματος κατά 27% και για τα δύο συρρέοντα αιτήματα. Αντίθετα, υπό τα εκτιθέμενα στην από 4.1.2018 αγωγή, γίνεται αναφορά τόσο σε συγκριμένα πραγματικά ελαττώματα και ελλείψεις συνομολογηθεισών ιδιοτήτων, με αίτημα τη μείωση του μισθώματος κατά 29%, όσο και στο ποσοστό που, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, περιορίζεται η χρήση του μισθίου εξαιτίας τους (κατά 29%). Με το περιεχόμενο αυτό η από 4.1.2018 αγωγή δεν προσκρούει στο δεδικασμένο της απόφασης 873/2016 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, αφού, εκτός του ότι γίνεται αναφορά, όχι μόνο σε πραγματικά ελαττώματα, όπως στην από 28.8.2014 αγωγή, αλλά και σε ελλείψεις συνομολογηθεισών ιδιοτήτων, με τον προσδιορισμό του ποσοστού μείωσης του μισθώματος, ανάλογα με το βαθμό ελάττωσης της χρήσης του μισθίου, σε ποσοστό 29% του μισθώματος, καλύφθηκε η αοριστία, για την οποία είχε απορριφθεί η πρώτη (από 28.8.2014) αγωγή, ως προς το αίτημα αυτό. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που απέρριψε την από 4.1.2018 αγωγή, ως προς το σωρευόμενο αίτημα περί μείωσης του μισθώματος, λόγω ύπαρξης πραγματικών ελαττωμάτων και ελλείψεων συνομολογηθεισών ιδιοτήτων, με την αιτιολογία ότι καλύπτεται από το δεδικασμένο, της ήδη τελεσίδικης απόφασης 873/2016 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, όπως βάσιμα παραπονείται η ενάγουσα και πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος της έφεσής της.
- Κατά το άρθρο 591 §1 του Κ.Πολ.Δ., συνάγεται ότι μετά το πέρας της συζήτησης, με την εμπρόθεσμα κατατιθέμενη προσθήκη στις προτάσεις, επιτρέπεται μόνο ο σχολιασμός των αποδείξεων που έχουν ήδη προσκομισθεί κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και επιπλέον, με την εν λόγω προσθήκη, παραδεκτά προσκομίζονται και ένορκες βεβαιώσεις, μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών, που προτάθηκαν παραδεκτά για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση. Επίκληση και προσκομιδή αποδεικτικού μέσου προς απόδειξη ή ανταπόδειξη, άμεση ή έμμεση, των ισχυρισμών των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, εντός των τριών εργασίμων ημερών από τη συζήτηση, με την προσθήκη στις προτάσεις τους, είναι απαράδεκτη, εκτός αν γίνεται επίκληση ότι αφορά την αντίκρουση συγκεκριμένων ισχυρισμών που προτάθηκαν για πρώτη φορά, κατά τη συζήτηση στο Εφετείο, ως τοιούτων νοουμένων των αυτοτελών ισχυρισμών (Α.Π. 616/2015 και Α.Π. 543/2014 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).
VΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου της υπό στοιχείο Β´ έφεσης της ενάγουσας, η τελευταία ισχυρίζεται ότι έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, επειδή δεν έλαβε υπόψη την ένορκη βεβαίωση …./2018, που δόθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………., με τις συνημμένες σ’ αυτήν φωτογραφίες, την οποία προσκόμισε, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της εναγομένης. Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η ως άνω ένορκη βεβαίωση ελήφθη προς αντίκρουση του προταθέντος, για πρώτη φορά με τις προτάσεις, ισχυρισμού της εναγομένης, ότι η στέγη του Μεγάρου, όπου βρίσκεται το μίσθιο, κατασκευάστηκε από την αρχή και πως είχε μονωθεί πλήρως και γι’ αυτό δεν έμπαιναν νερά. Ωστόσο, τέτοιος ισχυρισμός δεν αναφέρεται στις προτάσεις της εναγομένης, η δε ως άνω ένορκη βεβαίωση άγει σε θεμελίωση της ιστορικής βάσης της αγωγής, αντίθετα με όσα αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 591 §1 περ. στ´ του Κ.Πολ.Δ., τέτοια δε επίκληση, προβολής από την εναγομένη στο ακροατήριο ισχυρισμών και αντίκρουση αυτών, δεν έγινε σε κάθε περίπτωση από την ενάγουσα, όπως τούτο προκύπτει από την επισκόπηση της προσθήκης επί των από 1.3.2018 προτάσεών της. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κρίνοντας όμοια, δεν έλαβε υπόψη την ως άνω ένορκη βεβαίωση, ορθά εφάρμοσε το νόμο, σύμφωνα και με όσα ορίζονται στη μείζονα σκέψη και πρέπει ν’ απορριφθεί ο σχετικός λόγος της έφεσης αυτής.
VΙΙ. Ως προς τους λοιπούς λόγους των εφέσεων, από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν, με επιμέλεια των διαδίκων, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, την επισκόπηση των φωτογραφιών, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 αρ. 3, 448 §2 και 457 §4 του Κ.Πολ.Δ.), καθώς και απ’ όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, είτε προς άμεση είτε προς έμμεση απόδειξη (σημειωτέον ότι η τυχόν αναφορά πιο κάτω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι απλώς ενδεικτική, αφού δεν παραλείφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς – Α.Π. 1001/2012 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Α.Π. 1628/2003 Ελλ.Δ/νη 2004, σελ. 724), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Β´ έφεση, η οποία δραστηριοποιείται στο χώρο του καφέ από το έτος 1919, με το από 11.3.2011 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, που καταρτίσθηκε με την εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Α´ έφεση, εκμίσθωσε σ’ αυτήν τον υπό στοιχεία ΙΣ4 ισόγειο χώρο εμβαδού 102,25 τ.μ., μετά του άνωθεν αυτού αποθηκευτικού χώρου, επιφανείας περίπου 81,02 τ.μ., που βρίσκονται σε κτίριο απαρτιζόμενο από δύο συνεχόμενες διώροφες οικοδομές, κείμενο εντός του εγκεκριμένου σχεδίου του Δήμου Πειραιά και επί των …………. (………..). Η χρονική διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε εικοσαετής, αρχής γενομένης από την υπογραφή του εν λόγω μισθωτηρίου, το δε μηνιαίο μίσθωμα (συμφωνήθηκε) στο ποσό των 11.400 ευρώ, για το πρώτο έτος της μίσθωσης από την παράδοση του μισθίου, πλέον των αναλογούντων τελών χαρτοσήμου, αναπροσαρμοζόμενο ετησίως, προκαταβλητέο δε μέσα στο πρώτο πενθήμερο κάθε ημερολογιακού μήνα. Το μίσθιο συμφωνήθηκε να χρησιμοποιηθεί ως κατάστημα πώλησης, κατεργασίας και διάθεσης όλων των προϊόντων καφέ, συναφών ειδών, ζαχαρωδών προϊόντων, ποτών και ειδών διατροφής, τυποποιημένων και μη και παντός εν γένει αναλώσιμου είδους τροφής. Ακολούθως, με το από 10.6.2011 ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποίησης μίσθωσης, συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η μίσθωση θα αφορά πλέον το υπό στοιχεία ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ 4Α ισόγειο χώρο, επιφανείας 108,81 τ.μ. περίπου, μετά του άνωθεν αυτού αποθηκευτικού χώρου επιφανείας 108,81 τ.μ. και ότι το μηνιαίο μίσθωμα, για το πρώτο έτος από την παράδοση του μισθίου, θα ανέρχεται στο ποσό των 12.100 ευρώ, πλέον τέλους χαρτοσήμου. Επίσης, συμφωνήθηκε ότι το ως άνω μίσθωμα θα αναπροσαρμόζεται ετησίως α) σε περίπτωση που η μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του μήνα της αναπροσαρμογής, σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους (απλή δωδεκάμηνη μεταβολή), όπως υπολογίζεται από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος ανέρχεται σε ποσοστό έως 3%, το μίσθωμα θα αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με το Δ.Τ.Κ. πλέον 0,75% και σε περίπτωση που η μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του μήνα της αναπροσαρμογής σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους (απλή δωδεκάμηνη μεταβολή), όπως υπολογίζεται από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, ανέρχεται σε ποσοστό που φτάνει ή υπερβαίνει το 3%, το μίσθωμα θα αναπροσαρμόζεται, σύμφωνα με το ΔΤΚ πλέον 1,5%. Στη συνέχεια, με το από 23.4.2012 ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποίησης μίσθωσης παραλήφθηκε η κατοχή του μισθίου και, μεταξύ άλλων, συμφωνήθηκε ως ημερομηνία καταβολής του μισθώματος η 1.8.2012, το οποίο θα έπρεπε, κατά τα συμφωνηθέντα, να προκαταβληθεί την 1.6.2012. Ακολούθως, με το από 18.9.2012 ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποίησης της μίσθωσης, επιτράπηκε στην εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Β´ έφεση – μισθώτρια, μέχρι την ολική αποπεράτωση του μισθίου, η ανάρτηση διαφημιστικού πανό, με αποκλειστική μέριμνα και δαπάνη της, ενώ με το από 1.10.2012 ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποίησης μίσθωσης, προκειμένου να καταστεί δυνατή η έναρξη της λειτουργίας της επιχείρησής της (μισθώτριας), επειδή η ηλεκτροδότηση του μισθίου δεν είχε ολοκληρωθεί, συμφωνήθηκε ως ημερομηνία έναρξης καταβολής του συμφωνηθέντος μισθώματος, η 15.9.2012. Περαιτέρω, κατά το άρθρο Η αρ. 39 του από 11.3.2011 μισθωτηρίου συμφωνήθηκε ότι η εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Α´ έφεση – εκμισθώτρια όφειλε να ολοκληρώσει την αποπεράτωση του μισθίου, καθ’ όλο το ύψος της πρόσοψης του κτηρίου άνωθι αυτής, έως και δύο μέτρα εκατέρωθεν του μισθίου (τελευταίο εδάφιο), στο δε παράρτημα του άρθρου Η, που επισυνάπτεται στο μισθωτήριο, εξειδικεύεται ο τρόπος και το είδος της αποκατάστασης της όψης της ανωτέρω συμβατικής υποχρέωσης της εκμισθώτριας (πλήρης αποκατάσταση των γαιωδών στοιχείων της πρόσοψης μέχρι πλήρους εξωτερικού χρωματισμού, σύμφωνα με τις ακριβείς υποδείξεις της Αρχαιολογίας και της πολεοδομίας). Οι εργασίες αυτές δεν εκτελέστηκαν από την εκμισθώτρια, παρά το γεγονός ότι στο από 23.4.2012 ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποίησης της μίσθωσης, αναφέρεται ότι η μισθώτρια παρέλαβε ανεπιφύλακτα το μίσθιο, όπως προβλέπεται στο μισθωτήριο. Και τούτο, διότι στο μεταγενέστερο – από 18.9.2012 – ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποίησης της μίσθωσης αναφέρεται, στον όρο με αριθμό 3, ότι, αντί της αποπεράτωσης του μισθίου καθ’ όλο το ύψος της πρόσοψης του κτηρίου άνωθι αυτού έως και δύο μέτρα εκατέρωθεν, η εκμισθώτρια θα προβεί σε εργασίες ανάδειξης των κιόνων του ισογείου του κτιρίου, όπου βρίσκεται το μίσθιο (και συγκεκριμένα από το όμορο κτίριο της οδού …. μέχρι και την είσοδο του κτιρίου επί της οδού ….), αφαίρεση των παλαιών επιγραφών και εξωραϊσμό των υφιστάμενων ρολών. Ανεξαρτήτως, του ότι, πλην του μισθίου, μόνο άλλα δύο καταστήματα έχουν μισθωθεί, η εξωτερική όψη του κτηρίου δεν προσομοιάζει σε εγκαταλελειμμένο κτήριο, όπως ισχυρίζεται η μισθώτρια, πολύ περισσότερο δε, εάν ιδωθεί συγκριτικά με την κατάστασή του πριν την παραλαβή του μισθίου. Μάλιστα, στο τελευταίο ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό, επιτράπηκε στη μισθώτρια, μέχρι την ολική αποπεράτωση του κτιρίου, στο οποίο βρίσκεται το μίσθιο (……….), να αναρτήσει διαφημιστικό πανό μπροστά από τον πρώτο όροφο και πάνω από την πρόσοψη του μισθίου. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι δεν ήταν συμβατική υποχρέωση της εκμισθώτριας η αποκατάσταση όλου του διατηρητέου κτιρίου, ούτε αποδείχθηκε ότι υπήρχε, έστω προφορικά, τέτοια συμφωνία. Επίσης, δεν αποδείχθηκε ούτε ότι η εκμισθώτρια, δια των εκπροσώπων της, είχε διαβεβαιώσει αυτούς της μισθώτριας, ότι επίκειται η μίσθωση και λοιπών καταστημάτων του κτηρίου σε μεγάλα καταστήματα πώλησης τροφίμων, αφού υπήρχαν μεν διαπραγματεύσεις προς τούτο, όμως, ήταν απλή πιθανότητα, στην οποία, ενόψει της μελλοντικής κατασκευής του κτιρίου, επένδυσε η μισθώτρια, όπως ακριβώς κατέθεσε και η υπεύθυνη του καταστήματός της, στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά τη δικάσιμο της 26.10.2015, όταν εκδικάστηκε η από 28.8.2014 αγωγή της τελευταίας, η οποία απορρίφθηκε ως αόριστη. Ωστόσο, η πιθανότητα αυτή, τελικά, δεν ευοδώθηκε. Σημειωτέον ότι η τελευταία αυτή κρίση του Δικαστηρίου δεν βρίσκεται σε αντίθεση με το δεδικασμένο της απόφασης 346/2015 του ίδιου Δικαστηρίου, στις αιτιολογίες της οποίας γινόταν λόγος για διαβεβαιώσεις της εκμισθώτριας προς τη μισθώτρια για τη μίσθωση των λοιπών καταστημάτων του Μεγάρου σε μεγάλες επιχειρήσεις, διότι ανάμεσα στις δύο αποφάσεις δεν υπάρχει ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας (Α.Π. 1854/2017 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Α.Π. 661/2013 Νο.Β. 2014, σελ. 889, Α.Π. 1355/2010 και Α.Π. 96/2010 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Και τούτο, διότι αντικείμενο της προηγούμενης δίκης ήταν η μείωση του μισθώματος λόγω μεταβολής των συνθηκών, ενώ της νέας δίκης είναι η μείωση του μισθώματος, λόγω έλλειψης συνομολογηθεισών ιδιοτήτων. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι, λόγω της παλαιότητας του κτιρίου, υπήρξε εισροή υδάτων στο μίσθιο, στις 24 Οκτωβρίου 2014, οπότε λήφθηκαν προσωρινά μέτρα αποκατάστασης του προβλήματος στο πάτωμα πάνω από το κατάστημα και επειδή υπήρξε εκ νέου πρόβλημα σε μικρότερη έκταση, στις 17 Φεβρουαρίου 2015, ακολούθησε η πλήρης μόνωση της στέγης, όπως βεβαίωση ο μάρτυρας ανταπόδειξης, ο οποίος είναι πολιτικός μηχανικός και επέβλεψε ο ίδιος το σχετικό έργο. Μάλιστα, ανάφερε χαρακτηριστικά ότι προέβη σε έλεγχο της μόνωσης, με ρίψη μεγάλης ποσότητας νερού, προκειμένου να γίνει η πληρωμή του έργου.
Σημειωτέον ότι μετά τα ανωτέρω δύο περιστατικά (τυχόν ύπαρξη προγενέστερων αυτών δεν εξετάζονται, εφόσον ζητείται η μείωση του μισθώματος για το χρονικό διάστημα μετά τις 29.8.2014) δεν αποδείχθηκε πως υπήρξαν άλλες περιπτώσεις εισροής υδάτων στο μίσθιο. Όμως, η παρακώλυση της χρήσης του μισθίου από τα ανωτέρω δύο μεμονωμένα περιστατικά ήταν επουσιώδης, ώστε, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (άρθρο 288 Α.Κ.), δεν θα πρέπει να ληφθούν υπόψη, δηλαδή δεν θα πρέπει να θεωρηθούν ως ελάττωμα, οπότε δεν χορηγείται στη μισθώτρια το εκ του νόμου δικαίωμα της μείωσης του μισθώματος (Α.Π. 269/2019 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Επιπλέον, δεν αποδείχθηκε ότι κυκλοφορούν, εκτός του μισθίου, μέσα όμως, στο κτίριο (…………), έντομα και ζώα, ενώ, το περιστατικό κλοπής, που έλαβε χώρα το Μάιο του 2017, όταν κλέφτες, εισερχόμενοι από γειτονικό ξενοίκιαστο κατάστημα, αφαίρεσαν χρήματα από την επιχείρηση και προκάλεσαν φθορές, δεν συνιστά πραγματικό ελάττωμα του μισθίου. Εξάλλου, η αιτίαση ότι το γεγονός πως το ταβάνι είναι χτιστό με τούβλα, με αποτέλεσμα να βγάζει “σκόνη” και σε περίπτωση μικροσεισμών “θρύμματα”, πρόκειται για ασήμαντο περιστατικό, που, εκτός του ότι δεν προσδιορίστηκε πόσες φορές έλαβε χώρα, δεν αποδείχθηκε ότι παρακωλύει τη χρήση του μισθίου. Επομένως, εφόσον δεν υπήρχε έλλειψη συνομολογηθεισών ιδιοτήτων ιδιοτήτων, ούτε υπήρχαν πραγματικά ελαττώματα στο μίσθιο, όπως επικαλείται η μισθώτρια, δεν συντρέχει περίπτωση μείωσης του μισθώματος εξ αυτού του λόγου και πρέπει ν’ απορριφθεί το σχετικό σωρευόμενο αίτημα της αγωγής. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι η μισθώτρια άσκησε, κατά της ως άνω εκμισθώτριας, την από 5.5.2013 αγωγή της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ζητώντας την αναπροσαρμογή του μισθώματος. Το τελευταίο δικαστήριο, με την απόφασή του 535/2014, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και αναπροσάρμοσε, κατ’ άρθρο 288 Α.Κ., το μίσθωμα στο ποσό των 7.500 ευρώ, μετά δε, την άσκηση έφεσης, το Δικαστήριο τούτο, με την απόφαση 346/2015, αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη, δεχόμενο εν μέρει την αγωγή, αναπροσάρμοσε το μίσθωμα, στο ποσό των 8.500 ευρώ, με ετήσια αναπροσαρμογή, σύμφωνα με το Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. Ωστόσο, μετά την πρώτη συζήτηση της από 5.5.2013 αγωγής της μισθώτριας, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά επήλθε ουσιαστική μεταβολή των συνθηκών, που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου της ουσίας, στα οποία βασίστηκε η ως άνω απόφαση, η οποία (μεταβολή αυτή) επέφερε διαταραχή στη σχέση της επιδικασθείσας παροχής (για το ότι μόνο με τη μεταρρυθμιστική αγωγή μπορούν να προταθούν (από τον ενάγοντα) τα νέα πραγματικά περιστατικά, που έχουν συντελεστεί μετά την πρώτη ενώπιον του πρωτοδικείου συζήτηση, ακόμη κι αν προέκυψαν κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, ad hoc Ολ.Α.Π. 2/1994 Ελλ.Δ/νη 1994, σελ. 352). Ειδικότερα, διεξήχθη δημοψήφισμα το καλοκαίρι του 2015, ακολούθησε η υπογραφή και τρίτου μνημονίου (ν. 4336/2015) και των εφαρμοστικών αυτού νόμων, με τη μείωση των συντάξεων, την αύξηση των εισφορών της υγείας στις κύριες συντάξεις και την επιβολή τους και στις επικουρικές, και αύξηση του φόρου επί των ενοικίων. Εξάλλου, επιβλήθηκαν περιορισμοί στην κίνηση των κεφαλαίων, με αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομία, αφού επανήλθε σε αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, δεν εντάχθηκε στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ενώ, από την 1.1.2017, επιβλήθηκε Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης στις εισαγωγές του καφέ, με αποτέλεσμα την αύξηση της λιανικής τιμής του και μειώθηκαν οι αντικειμενικές αξίες των ακινήτων, οι οποίες αναπροσαρμόστηκαν από τις αρχές του 2016. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι πλησίον του μίσθιου τα μισθώματα έχουν διαμορφωθεί ως εξής : α) κατάστημα επιφάνειας 172,85 τ.μ. στο ισόγειο και 42,51 τ.μ. στον ημιώροφο – πατάρι, επί των οδών ….. και ….., απέναντι από το μίσθιο σε απόσταση 40 περίπου μέτρων, εκμισθώθηκε στις 27.3.2015, με μηνιαίο μίσθωμα ποσού 3.700 ευρώ, β) τρία καταστήματα (συνολικής επιφάνειας από 70,57 τ.μ. στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο), επί των οδών ….. και ……, εκμισθώθηκαν ενιαία, στις 31.7.2014, ως κατάστημα παρασκευής και πώλησης αρτοποιίας με μηνιαίο μίσθωμα 2.000 ευρώ, το οποίο μειώθηκε συναινετικά σε 1.800 ευρώ, στις 7.10.2015, για ένα έτος, με συμφωνία από το επόμενο να επανέλθει σ’ αυτό των 2.000 ευρώ, αναπροσαρμοζόμενο και γ) κατάστημα με επιφάνεια 103,48 τ.μ. στο ισόγειο και 75,60 τ.μ. στον πρώτο όροφο, εντός του ………, που εκμισθώθηκε στις 9.8.2014 ως κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος (εμπορίας τυποποιημένων τροφίμων και επιχείρηση αναψυχής, κρύας και ζεστής κουζίνας) και τροποποιήθηκε η μίσθωση στις 27.4.2015, με μηνιαίο μίσθωμα 2.175 ευρώ, αναπροσαρμόστηκε με την απόφαση 4450/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά σε 1.800 ευρώ. Τέλος, η εκμισθώτρια ζητεί ως μίσθωμα, για άλλα καταστήματα, εντός του ιδίου Μεγάρου, επιφάνειας από 160 τ.μ. στο ισόγειο και στο μέσο όροφο (Κ1) και από 100,18 τ.μ. στο ισόγειο και στο μέσο όροφο (Κ7), το ποσό των 7.200 ευρώ και 3.500 ευρώ αντίστοιχα, σύμφωνα με το από 2.11.2017 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της προς ενδιαφερόμενο μισθωτή. Αντίθετα, τα μισθωτήρια με ημερομηνία 12.10.2011 και 3.12.2012, που προσκομίζει η μισθώτρια δεν μπορούν να χρησιμεύσουν προς απόδειξη του ύψους του μισθώματος, διότι έχουν συναφθεί σε αρκετά προγενέστερο χρονικό διάστημα από αυτό της μεταρρυθμιστικής αγωγής. Σημειωτέον ότι, υπάρχουν πολλά καταστήματα και επαγγελματικοί χώροι τόσο στην ευρύτερη περιοχή, όσο και εντός του ……, που δεν είναι μισθωμένα και διατίθενται προς μίσθωση. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι το μίσθιο βρίσκεται σε πολυσύχναστη εμπορική περιοχή, που απέχει 200 μέτρα από την είσοδο του λιμανιού του Πειραιά, 400 μέτρα από το σταθμό του ΗΣΑΠ και περίπου 10 μέτρα από την κεντρική αγορά τροφίμων του Πειραιά, στην οδό …… Αντίθετα, με τα ως άνω αναφερόμενα μίσθια, έχει ιδανική σχέση μήκους πρόσοψης και βάθους (10,92 μ. προς 9,96 μ.), αφού είναι σχεδόν τετράγωνο και δε φέρει εσωτερικά υποστυλώματα, γεγονός που το καθιστά περισσότερο εύχρηστο, ενώ οι προσόψεις του δεν καλύπτονται από περίπτερα και κιόσκια μικροπωλητών, με συνέπεια η θέα προς αυτό να είναι πλήρης απ’ όλες τις πλευρές του. Ενόψει των παραπάνω συγκριτικών στοιχείων, η πραγματική αξία του μίσθιου ακινήτου έχει υποστεί μείωση κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής (Ιανουάριος 2018) και το μίσθωμα που θα μπορούσε να επιτευχθεί για το εν λόγω μίσθιο, υπό καθεστώς ελεύθερης μίσθωσης, ανέρχεται λαμβανομένων υπόψη και των προαναφερομένων πλεονεκτημάτων του, σε 5.400 ευρώ. Υφίσταται, λοιπόν, διαφορά μεταξύ του μισθώματος που συμφωνήθηκε και αυτού που προκύπτει από την πραγματική μισθωτική αξία του μισθίου, η οποία υπερβαίνει καταφανώς τον κίνδυνο που ανέλαβε η μισθώτρια, έτσι ώστε η εμμονή της εκμισθώτριας στην πληρωμή του συμφωνημένου μισθώματος, να βρίσκεται σε αντίθεση με την απαιτούμενη στις συναλλαγές ευθύτητα και εντιμότητα. Επομένως, παρίσταται αναγκαία η αναπροσαρμογή του και η μεταρρύθμιση της απόφασης 346/2015 του Δικαστηρίου τούτου. Προκειμένου δε, η αντιπαροχή της εναγομένης – εκκαλούσας στην υπό στοιχείο Β´ έφεση να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης, κατά το χρόνο εκπλήρωσης της παροχής, με την αναπροσαρμογή του μισθώματος, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 288 του Α.Κ., δε σημαίνει και διαμόρφωσή του σε εκείνο ακριβώς το ύψος, το οποίο μπορεί να επιτευχθεί υπό καθεστώς ελεύθερης μίσθωσης, αλλά αναπροσαρμογή αυτού στο επίπεδο εκείνο, ώστε να αίρεται η δυσαναλογία και ν’ αποκαθίσταται η διαταραχθείσα καλή πίστη (Ολ.Α.Π. 3/2014, Α.Π. 62/2019 και Α.Π. 55/2018 όλες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Κατόπιν τούτων, αφού συνεκτιμηθεί και η ασφάλεια των συναλλαγών, κρίνεται αναγκαία η μείωση του μισθώματος για το επίδικο ακίνητο στο ποσό των 6.200 ευρώ, για το μετά την επίδοση της αγωγής διάστημα, με το οποίο και αποκαθίσταται η διαταραχθείσα καλή πίστη. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη έκρινε, ότι το ελεύθερο μίσθωμα του μισθίου ακινήτου, ανέρχεται στο ποσό των 6.800 ευρώ, ποσό στο οποίο και το αναπροσάρμοσε, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις κατά τον βάσιμο δεύτερο λόγο της από 5.10.2018 – υπό στοιχείο Β´ έφεσης της μισθώτριας – ενάγουσας, απορριπτομένου αντίθετα, ως αβάσιμου του δεύτερου λόγου της από 10.9.2018 – υπό στοιχείο Α´ έφεσης της εκμισθώτριας – εναγομένης. Σημειώνεται ο ότι ισχυρισμός της τελευταίας, πως η μεγάλη πτώση του τζίρου της μισθώτριας, από το έτος 2014 έως και το 2017 (κατά 32,7%) δεν συνοδεύτηκε και από πτώση των κερδών της, αφού αυτά το 2015 αυξήθηκαν κατά 97.373,17 ευρώ, εκτός του ότι δεν εξαρτάται από αυτά, η μισθωτική αξία του μισθίου, δεν ευσταθεί, διότι τα ως άνω κέρδη (του έτους 2015) οφείλονται, ως προς το ποσό των 93.600 ευρώ, σε λογιστική εγγραφή της συμψηφιστικής διαφοράς των μισθωμάτων, λόγω της αναπροσαρμογής του μισθώματος με την απόφαση 346/2015 του Δικαστηρίου τούτου, τα επόμενα δε δύο έτη ανήλθαν μόλις σε 5.756,22 και 1.949 ευρώ αντίστοιχα. Τέλος, η εκκαλουμένη έκρινε ότι το ανωτέρω μίσθωμα θα πρέπει ν’ αναπροσαρμόζεται ετησίως, κατά το Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. Ωστόσο, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω μείζονα σκέψη, μετά τη δικαστική αναπροσαρμογή και κατάλυση του περί του μισθώματος συμβατικού όρου, το μόνο που μπορεί να ισχύσει για το μέλλον είναι η νόμιμη αναπροσαρμογή, που ρυθμίζεται με το άρθρο 7 §3 του ως άνω ΠΔ/τος 34/1995 (ποσοστό 75% της μεταβολής του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του μήνα της αναπροσαρμογής σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους – απλή δωδεκάμηνη μεταβολή), η δε απαιτούμενη από τον νόμο για την πραγματοποίηση αυτής ετήσια προθεσμία αρχίζει από το χρόνο που συντελείται η αναπροσαρμογή με την απόφαση του δικαστηρίου, δηλαδή από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε διαφορετικά (ότι θα αναπροσαρμόζεται με ετήσια αναπροσαρμογή, κατά το Δείκτη Τιμών Καταναλωτή), εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να γίνει δεκτός και ο τρίτος λόγος της από 5.10.2018 έφεσης της ενάγουσας.
VΙΙΙ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει ν’ απορριφθεί η από 10.9.2018 έφεση της εναγομένης, ως ουσία αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από αυτήν του ………. ηλεκτρονικού παραβόλου των εκατό (100) ευρώ στο Δημόσιο Ταμείο και να καταδικαστεί η τελευταία, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 §2 του Κ.Πολ.Δ), στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, κατόπιν του σχετικού αιτήματός της, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Περαιτέρω, πρέπει να εξαφανιστεί, στο σύνολό της, η εκκαλούμενη 3013/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, γενομένης δεκτής ως και κατ’ ουσία βάσιμης της από 5.10.2018 έφεσης της ενάγουσας. Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 §1 του Κ.Πολ.Δ.), να ερευνηθεί η από 4.1.2008 αγωγή, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη, να μεταρρυθμιστεί η απόφαση 346/2015 του Δικαστηρίου τούτου, ώστε το καταβαλλόμενο μηνιαίο μίσθωμα για το ακίνητο με στοιχεία Κατάστημα 4Α με ισόγειο χώρο, επιφανείας 108,81 τ.μ., μετά του άνωθεν αυτού αποθηκευτικού χώρου, επιφανείας 108,81 τ.μ., που βρίσκεται στη συμβολή των οδών …. και …., να ανέρχεται στο ποσό των 6.200 ευρώ, για το μετά την έγερση της αγωγής διάστημα, με ετήσια αναπροσαρμογή κατά ποσοστό 75% της μεταβολής του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του μήνα της αναπροσαρμογής σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους (απλή δωδεκάμηνη μεταβολή). Αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως προς το σωρευόμενο αίτημα αυτής για μείωση του μισθώματος, λόγω έλλειψης συνομολογηθεισών ιδιοτήτων ιδιοτήτων και ύπαρξης πραγματικών ελαττωμάτων στο μίσθιο. Σημειωτέον ότι ως προς το τελευταίο αυτό αίτημα δεν θα επιτρεπόταν η αντικατάσταση των αιτιολογιών, λόγω του ότι η απόφαση που απορρίπτει την αγωγή κατ’ ουσία, δημιουργεί δυσμενέστερο δεδικασμένο σε σχέση με την απόφαση που απορρίπτει την αγωγή ως αόριστη (Α.Π. 9/2005 Ελλ.Δ/νη 2005, σελ. 768 και Εφ.Αθ. 3219/2008 Ελλ.Δ/νη 2010, σελ.125), ενώ δεν συντρέχει περίπτωση απαγόρευσης έκδοσης επιβλαβέστερης απόφασης για την ενάγουσα, κατ’ άρθρο 536 §1 του Κ.Πολ.Δ., διότι το Δικαστήριο τούτο, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, δικάζει πλέον την αγωγή και την υπόθεση στην ουσία της (άρθρο 536 §2 του ίδιου Κώδικα – Α.Π. 1062/2005 Ελλ.Δ/νη 2007, σελ. 174). Επίσης, εφόσον έγινε δεκτή η από 5.10.2018 έφεση και εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα – ενάγουσα του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατέθεσε με το ……….. ηλεκτρονικό παράβολο. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η εναγόμενη – εφεσίβλητη, στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας – εκκαλούσας, ανάλογα με την έκταση της νίκης της, κατόπιν του σχετικού αιτήματός της και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 178 §1, 183, 191 §2 του Κ.Πολ.Δ., 69 §1, 68 §1 και 63 §§1 στοιχ. i περ. α, 2 του ν. 4194/2013), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις από 10.9.2018 και από 5.10.2018 εφέσεις, αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά αυτές.
Απορρίπτει κατ’ ουσία την από 10.9.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2018 έφεση της εκκαλούσας – εταιρείας με την επωνυμία “……….”.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του, κατατεθέντος από την ως άνω εκκαλούσα, παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, το οποίο αναφέρεται στο σκεπτικό.
Καταδικάζει την εκκαλούσα αυτή στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Δέχεται κατ’ ουσία την από 5.10.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2018 έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση 3013/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 4.1.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2018 αγωγή.
Απορρίπτει αυτήν ως προς το σωρευόμενο αίτημα μείωσης του μισθώματος, λόγω ύπαρξης πραγματικών ελαττωμάτων και έλλειψης συνομολογηθεισών ιδιοτήτων.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή, ως προς το σωρευόμενο αίτημα μεταρρύθμισης της απόφασης 346/2015 του Δικαστηρίου τούτου.
Μεταρρυθμίζει την απόφαση 346/2015 του Δικαστηρίου τούτου, ώστε το καταβαλλόμενο μηνιαίο μίσθωμα για το ακίνητο με στοιχεία “Κατάστημα 4Α”, με ισόγειο χώρο, επιφανείας 108,81 τ.μ., μετά του άνωθεν αυτού αποθηκευτικού χώρου, επιφανείας 108,81 τ.μ., που βρίσκεται στη συμβολή των οδών ….. και .., να ανέρχεται στο ποσό των 6.200 ευρώ, για το μετά την έγερση της αγωγής χρονικό διάστημα, με ετήσια αναπροσαρμογή κατά ποσοστό 75% της μεταβολής του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του μήνα της αναπροσαρμογής σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους (απλή δωδεκάμηνη μεταβολή).
Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα – εταιρεία με την επωνυμία “………..”, του κατατεθέντος από αυτήν παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό. Και
Καταδικάζει τον εναγόμενη – εφεσίβλητη, εταιρεία με την επωνυμία “………….”, στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας – εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει στο ποσό των εννιακοσίων πενήντα (950) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 5 Μαρτίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ