Η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζόμενου, υποκείμενη βέβαια, όπως κάθε δικαίωμα, στον περιορισμό του άρθρου 281 του ΑΚ, δηλαδή της μη υπέρβασης των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Η υπέρβαση δε των ορίων αυτών, εφόσον είναι προφανής, καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Ειδικότερα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας θεωρείται καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς το σκοπό, για τον οποίο έχει προβλεφθεί, ως δικαίωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες η καταγγελία γίνεται από εμπάθεια, μίσος ή διάθεση εκδίκησης. Η καταγγελία, όμως, δεν είναι καταχρηστική όταν οφείλεται σε διακοπή της αρμονικής συνεργασίας μεταξύ αυτού και του εργαζόμενου, που προήλθε από αντισυμβατική συμπεριφορά ή από πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του τελευταίου, καθώς και όταν οφείλεται σε πραγματική και ηθελημένη ανάρμοστη συμπεριφορά του εργαζομένου προς τον εργοδότη ή τους νομίμους εκπροσώπους του ή προς συναδέλφους, αφού στην περίπτωση αυτή διαταράσσεται η εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης και κλονίζεται η μεταξύ των μερών σχέση εμπιστοσύνης, που πρέπει να διέπει τη λειτουργία της σύμβασης.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 384/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Μίντζια (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) με την επωνυμία «……..» (…….. που εδρεύει στον Πειραιά, οδός ……., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ …………., το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Ξυνογαλά.
Ο ΕΚΚΑΛΩΝ – ΕΝΑΓΩΝ άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 27-2-2022, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………/2022, αγωγή του κατά του εναγόμενου- εφεσίβλητου. Το ως άνω Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 614 αρ.3, 621 επ. ΚΠολΔ), εξέδωσε την υπ΄αρ. 30/2023 οριστική απόφασή του, με την οποία απέρριψε την αγωγή.
Ήδη ο ενάγων – εκκαλών προσβάλλει την απόφαση αυτή με την κρινόμενη από 10-2-2023 έφεσή του, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ……../14-2-2023, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. …………/20-2-2023.
Η παραπάνω έφεση προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 20.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου – εναγόμενου παραστάθηκε ως ανωτέρω και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις του, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος – ενάγοντος, ύστερα από δήλωσή του, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος, κατά της υπ΄αρ. 30/9-1-2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 614 αρ.3 621 επ. ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ. 1, 518 παρ. 2, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει ότι έλαβε χώρα επίδοση της ως άνω εκκαλουμένης απόφασης και από τη δημοσίευση της τελευταίας μέχρι την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει διετία. Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς την παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522, 533 παρ. 1,2 ΚΠολΔ). Σημειωτέον δε ότι, εκ του περισσού κατατέθηκε από τον εκκαλούντα, το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ παράβολο (όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κάτωθεν της προαναφερθείσας έκθεσης κατάθεσης του δικογράφου της έφεσης), αν και στην ένδικη περίπτωση δεν απαιτείται η κατάθεσή του, διότι, σύμφωνα με το εδ. στ΄ της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται, μεταξύ άλλων, οι διαφορές του άρθρου 614 παρ.3 ΚΠολΔ (εργατικές), όπως η προκείμενη. Ως εκ τούτου και ανεξάρτητα από την κρίση του Δικαστηρίου επί της ουσιαστικής βασιμότητας της έφεσης, θα διαταχθεί η απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου στον εκκαλούντα, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
Από τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του ν. 2112/1920 και 1 και 5 του ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργαζόμενου αλλά και του εργοδότη, τηρώντας απλώς τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, ήτοι έγγραφο τύπο και καταβολή αποζημίωσης (Ολ.ΑΠ 11/2017, ο.π.). Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 του ΑΚ, δηλαδή της μη υπέρβασης των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών, εφόσον είναι προφανής, καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Ειδικότερα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας θεωρείται καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς το σκοπό, για τον οποίο έχει προβλεφθεί, ως δικαίωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες η καταγγελία γίνεται από εμπάθεια, μίσος ή διάθεση εκδίκησης, ύστερα από προηγηθείσα νόμιμη, αλλά μη αρεστή στον εργοδότη, συμπεριφορά του εργαζόμενου. Η καταγγελία όμως δεν είναι καταχρηστική όταν οφείλεται σε διακοπή της αρμονικής συνεργασίας μεταξύ αυτού και του εργαζόμενου, που προήλθε από αντισυμβατική συμπεριφορά ή από πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του τελευταίου, καθώς και όταν οφείλεται σε πραγματική και ηθελημένη ανάρμοστη συμπεριφορά του εργαζόμενου προς τον εργοδότη ή τους νομίμους εκπροσώπους του ή προς συναδέλφους ή προς τους συναλλασσόμενους με την επιχείρηση του εργοδότη, αφού στην περίπτωση αυτή διαταράσσεται η εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης και κλονίζεται η μεταξύ των μερών σχέση εμπιστοσύνης, που πρέπει να διέπει τη λειτουργία της σύμβασης (ΑΠ 1889/2017, ΑΠ 1683/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν δεν υπάρχει γι` αυτή κάποια αιτία, αφού ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής κατά προφανή υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι` αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή η καταγγελία η οποία δεν δικαιολογείται από σοβαρούς, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχείρησης λόγους, δεν είναι άνευ άλλου τινός καταχρηστική, διότι στην αντίθετη περίπτωση, η καταγγελία από αναιτιώδης θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη (ΑΠ 114/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων – ήδη εκκαλών, εξέθετε στην ως άνω από 27-2-2022 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ότι, δυνάμει της από 1-9-2009 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προσλήφθηκε από το εναγόμενο Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία ‘……….’’ (……………..), το οποίο αποτελεί δημοτική επιχείρηση με ειδικό σκοπό τη λειτουργία ραδιοφωνικού σταθμού, προκειμένου να παρέχει τις υπηρεσίες του ως δημοσιογράφου στον ραδιοφωνικό αυτό σταθμό, με τα αναφερόμενα στην αγωγή καθήκοντα. Ότι, το εναγόμενο, δια των νομίμων εκπροσώπων του, προέβη στις 14-12-2021 στην έγγραφη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, καταλογίζοντάς του παραβίαση των συμβατικών υποχρεώσεών του κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή και του κατέβαλε τη νόμιμη αποζημίωση. Ότι, η καταγγελία αυτή είναι άκυρη ως καταχρηστική, διότι, αφενός μεν έγινε από λόγους εµπάθειας στο πρόσωπό του συνεπεία των αναλυτικά αναφερόμενων στην αγωγή περιστατικών, αφετέρου δε κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, καθώς δεν επελέγησαν ηπιότερα µέτρα πρόσφορα για την ικανοποίηση τυχόν δικαιολογηµένου ενδιαφέροντος του εναγόμενου. Ζητούσε δε ακολούθως, μετά από παραδεκτό μερικό περιορισμό του αγωγικού αιτήµατος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, 1) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της ως άνω καταγγελίας της σύµβασης εργασίας του, 2) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να του καταβάλει το ποσό των 14.762,08 ευρώ για µισθούς υπερηµερίας του χρονικού διαστήµατος από 15-12-2021 έως 30-6-2022, 3) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να του καταβάλει το ποσό των 3.000 ευρώ ως αποζηµίωση λόγω αδικοπραξίας και επιπλέον να αναγνωριστεί η υποχρέωσή του να του καταβάλει το ποσό των 17.000 ευρώ για την ίδια αιτία, 4) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να του καταβάλει το ποσό των 2.000 ευρώ ως χρηµατική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προσβολή της προσωπικότητάς του κατά την καταγγελία της σύµβασης, εξαιτίας της αναφερόμενης επίσης στην αγωγή υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς του εναγόμενου και επιπλέον να αναγνωριστεί η υποχρέωσή του τελευταίου να του καταβάλει το ποσό των 28.000 ευρώ για την ίδια αιτία, όλα δε τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο, 5) να αναγνωριστεί ότι το εναγόμενο οφείλει να του καταβάλει τις μηνιαίες αποδοχές του κάθε µήνα από την 1-7-2022 και εφεξής και για όσο διάστηµα θα αρνείται να αποδέχεται τις υπηρεσίες του και 6) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να αποδέχεται την προσηκόντως προσφερόµενη εργασία του και να τον απασχολεί µε τους ίδιους όρους, όπως πριν την καταγγελία, απειλουμένης κατ΄αυτού (εναγόμενου) χρηματικής ποινής και κατά των νομίμων εκπροσώπων του προσωπικής κράτησης για κάθε ηµέρα άρνησης συµµόρφωσης.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, εξέδωσε την υπ΄αρ. 30/2023 οριστική απόφασή του, με την οποία έκρινε την αγωγή παραδεκτή και ορισμένη, πλην του αιτήματός της περί καταβολής αποζημίωσης ποσού 20.000 ευρώ λόγω αδικοπραξίας, το οποίο ορθώς απέρριψε ως μη νόμιμο, παρά τα όσα αβασίμως περί του αντιθέτου υποστηρίζει ο ενάγων στον πέμπτο λόγο της ένδικης έφεσής του, καθώς δεν αναφέρεται στο δικόγραφό της από που προκύπτει η ζημία του και σε τι συνίσταται αυτή. Ειδικότερα, τα αναφερόμενα στον ως άνω λόγο της έφεσης αλλά και στην αγωγή περιστατικά σχετικά με την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου εις βάρος του προσώπου του ενάγοντος, αφορούν στην στοιχειοθέτηση της αξίωσής του για χρηματική ικανοποίηση ύψους 30.000 ευρώ, λόγω της ηθικής βλάβης που αυτός υπέστη, κατά τους ισχυρισμούς του, εξαιτίας της εν λόγω συμπεριφοράς, χωρίς να αναφέρει ποια ήταν η ζημία που προκλήθηκε σε αυτόν για την οποία αξιώνει περαιτέρω αποζημίωση ύψους 20.000 ευρώ. Ακολούθως, το ως άνω Δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή νομικά βάσιμη (όσον αφορά στο παρεπόμενο αίτημά της περί κήρυξης προσωρινώς εκτελεστής της εκδοθησομένης απόφασης μόνο σχετικά με το παραμένον καταψηφιστικό αίτημά της), πλην του αιτήματός της περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης εις βάρος των νομίμων εκπροσώπων του εναγόμενου, ως μέσου αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, το οποίο καθίσταται απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθώς, μετά τον μερικό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής, η απαίτηση του ενάγοντος, της οποίας ζητείται η καταψήφιση, είναι μικρότερη του ποσού των 30.000 ευρώ και συνεπώς δεν επιτρέπεται η επιβολή προσωπικής κράτησης (άρθρ0 1047 παρ. 2 ΚΠολΔ), στη συνέχεια απέρριψε αυτήν (αγωγή) ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης, παραπονείται ο ενάγων – εκκαλών με την κρινόμενη έφεσή του, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν, πλην του ως άνω ήδη απαντηθέντος, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή του κατά του αντιδίκου του.
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ήτοι του μάρτυρα του ενάγοντος ……… και της μάρτυρα του εναγόμενου ………, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα µε την εκκαλουμένη απόφαση μαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, της από 8-6-2022 ένορκης βεβαίωσης της ………, που προσκομίζει ο ενάγων, η οποία λήφθηκε, με επιμέλειά του, ενώπιον του δικηγόρου Αθηνών ……….., µετά από προηγούµενη νόµιµη και εµπρόθεσµη κλήτευση του εναγόμενου, όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. …/3-6-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιµελητή στο Εφετείο Αθηνών ……., σε συνδυασμό µε την από 8-6-2022 βεβαίωση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, της από 15-6-2022 ένορκης βεβαίωσης του ………, που επίσης προσκομίζει ο ενάγων και λήφθηκε, με επιμέλειά του, ενώπιον του ίδιου ως άνω δικηγόρου, µετά από προηγούµενη νόµιµη και εµπρόθεσµη κλήτευση του εναγόμενου (η οποία έλαβε χώρα µε δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του ενάγοντος στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καταχωρισθείσα στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού), προς αντίκρουση ισχυρισµών που προτάθηκαν από το εναγόμενο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία σε κάθε περίπτωση παραδεκτά λαμβάνεται υπόψη από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, καθώς και των υπ΄αρ. …/8-6-2022 και …/9-6-2022 ένορκων βεβαιώσεων των ……. και ………, αντίστοιχα, που προσκομίζει το εναγόμενο και λήφθηκαν ενώπιον των Συµβολαιογράφων Πειραιά …….. και Χαλανδρίου Αττικής ………, αντίστοιχα, µετά από προηγούµενη νόµιµη και εµπρόθεσµη κλήτευση του ενάγοντος, όπως προκύπτει από τις υπ΄αρ. …/3-6-2022 και …./6-6-2022 εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητριών στο Εφετείο Αθηνών …….. και ……….., αντίστοιχα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά:
Ο ενάγων, προσλήφθηκε από το εναγόμενο Ν.Π.Ι.Δ., που αποτελεί δηµοτική επιχείρηση του Δήµου Πειραιά µε ειδικό σκοπό τη λειτουργία δηµοτικού ραδιοφωνικού σταθµού µε την επωνυµία «………….», δυνάμει της από 1-9-2009 σύµβασης εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειµένου να παρέχει σε αυτήν τις υπηρεσίες του ως δηµοσιογράφος στον ως άνω ραδιοφωνικό σταθµό αντί μηνιαίου µισθού 2.052 ευρώ (μεικτά). Το αντικείµενο της εργασίας του ενάγοντος συνίστατο ειδικότερα στην παρουσίαση και επιµέλεια ραδιοφωνικών εκποµπών, εκφώνηση δελτίων ειδήσεων, αρθρογραφία για την ιστοσελίδα του σταθµού και κάθε άλλη σχετική δραστηριότητα που εµπίπτει στα καθήκοντα ενός δηµοσιογράφου. Το έτος 2019, η νέα διοίκηση της επιχείρησης, που προέκυψε µετά τις αυτοδιοικητικές εκλογές του Μαίου του έτους αυτού, αποφάσισε να προβεί σε εκτεταμένη ανανέωση και αναδιάρθρωση του προγράµµατος του σταθµού, µε σκοπό την αύξηση της ακροαµατικότητας, που κινούνταν σε χαµηλά επίπεδα. Ενόψει της ανανέωσης αυτής, πολλές εκποµπές τροποποιήθηκαν, αντικαταστάθηκαν με άλλες ή καταργήθηκαν, όπως συνέβη και µε τη 2ωρη εκποµπή με τίτλο «………..», που µέχρι τότε παρουσίαζε ο ενάγων κάθε Δευτέρα και Παρασκευή, μαζί με τον συναδερφό του …………, η οποία καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε το Φθινόπωρο του 2019 µε καθηµερινή εκποµπή, που παρουσίαζε ο ίδιος (ενάγων). Ο τελευταίος υποστηρίζει στην αγωγή του και ήδη με τον πρώτο και τρίτο λόγο της ένδικης έφεσής του, ότι η ενέργεια αυτή έγινε λόγω της γενικότερης στοχοποίησης, εκφοβισμού και της άνισης μεταχείρισής του εκ μέρους της νέας διοίκησης με Πρόεδρο τον …….., και σύμβουλο τότε τον …………, που εφάρμοζε την πολιτική του πρώτου. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν αποδείχθηκε, καθώς η αλλαγή αυτή ήταν μέρος, όπως ορθά επισημάνθηκε και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, των ευρύτερων αλλαγών και αναδιάρθρωσης του προγράμματος του σταθμού στις οποίες προέβη η νέα διοίκηση και δεν αφορούσαν μόνο την εκπομπή του ενάγοντος. Χαρακτηριστικά δε αναφέρει ο ενόρκως βεβαιών …………., που κατέχει, από την 1-8-2018, τη θέση του Προϊσταμένου Προγράμματος και Πολιτισμού της …………, στον οποίο ανατέθηκε από τη διοίκησή της η συνολική ανανέωση του προγράμματος του σταθμού, ότι, στα πλαίσια των αλλαγών, μείωσε την ώρα και της εκπομπής που ο ίδιος παρουσίαζε από Δευτέρα έως Πέμπτη (από δύο ώρες σε μία ώρα), γεγονός που καταδεικνύει την ότι δεν υπήρχε σκοπός μεροληπτικής συμπεριφοράς εις βάρος του ενάγοντος ή άλλων εργαζομένων. Άλλωστε, το γεγονός ότι η καταργηθείσα εκπομπή αντικαταστάθηκε με άλλη καθημερινή εκπομπή που παρουσίαζε και πάλι ο ενάγων και μάλιστα μόνος του, χωρίς τον προαναφερθέντα συμπαρουσιαστή, καταρρίπτουν τον ως άνω ισχυρισμό του. Ακόμη, δεν αποδεικνύεται ο έτερος ισχυρισμός του ενάγοντος ότι, ομοίως στο κλίμα του εκφοβισμού του εκ μέρους της ίδιας διοίκησης, τοποθετήθηκε ως εξωτερικός συντάκτης, εξαναγκαζόμενος να υπογράψει στις 18-11-2019 τη σχετική τροποποίηση των όρων της σύµβασης εργασίας του, χωρίς να φέρει αντίρρηση, επιδεικνύοντας καλή θέληση. Ωστόσο και η παραπάνω ενέργεια της διοίκησης του εναγόμενου, δεν προκύπτει ότι έγινε καταχρηστικά και για λόγους εμπάθειας προς το πρόσωπό του, όπως επίσης υποστηρίζει ο ενάγων στους ως άνω λόγους της έφεσής του, αλλά, κατ΄ εφαρμογή της Σ.Σ.Ε. για τους όρους εργασίας των δηµοσιογράφων που απασχολούνται στο Δηµόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ., τους Ο.Τ.Α. και τα Ν.Π.Ι.Δ., όπως ορίζονται στο άρθρο 1 του ν. 3429/2005 (Π.Κ. 11/26-6-2019), που τυγχάνει εφαρµοστέα και στο εναγόμενο, ως νοµικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.), το οποίο ανήκει σε Ο.Τ.Α. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 5 της ως άνω Σ.Σ.Ε., έγινε υποχρεωτικός ο διαχωρισμός των δηµοσιογράφων σε εσωτερικούς και εξωτερικούς συντάκτες, οπότε, κατ΄εφαρμογή του άρθρου αυτού, εκδόθηκε και η υπ΄αρ. 888/20-9-2019 απόφαση του διευθυντή της …………, με την οποία αποφασίστηκε για πρώτη φορά ο ανωτέρω διαχωρισµός των δηµοσιογράφων που απασχολούνταν σε αυτήν και ο ενάγων τοποθετήθηκε ως εξωτερικός συντάκτης, υπογράφοντας ακολούθως την προαναφερθείσα τροποποίηση των όρων της σύµβασης εργασίας του. Η διάκριση αυτή σε εσωτερικούς και εξωτερικούς συντάκτες (ρεπόρτερ) διαφοροποιεί τους πρώτους από τους δεύτερους ως προς το ύψος της αµοιβής, ήτοι κατά κανόνα οι εσωτερικοί αµείβονται λίγο υψηλότερα (περί τα 100 ευρώ μηνιαίως) από τους εξωτερικούς. Δεν αποκλείεται, όμως, ένας εξωτερικός ρεπόρτερ να ασκεί κάποια καθήκοντα εσωτερικού συντάκτη και το αντίστροφο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μεταβάλλεται η ιδιότητά του. Απλά, προκειµένου να καταταγεί ένας δηµοσιογράφος στη µία ή την άλλη κατηγορία, κριτήριο συνιστά το ποια από τα ως άνω καθήκοντα υπερισχύουν (βλ. και ΑΠ 195/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ενδεικτικά, όπως αναλυτικά αναφέρει ο ως άνω Προϊστάμενος Προγράμματος του ραδιοφωνικού σταθμού του εναγόμενου ….. … στην ένορκη βεβαίωσή του, αλλά και η μάρτυρας ανταπόδειξης …….., που ήταν Προϊσταμένη του Τμήματος Ειδήσεων και Ενημέρωσης του σταθμού αυτού, στην κατάθεσή της, πολλοί δημοσιογράφοι που είναι καταχωρημένοι στο σταθμό ως εξωτερικοί (π.χ. ο …….., ο ………… κ.α.) και κάνουν ρεπορτάζ, παράλληλα κάνουν εκπομπές, στο σταθμό. Περαιτέρω προέκυψε ότι, τον Ιανουάριο του 2021 ο διευθυντής προγράμματος του ραδιοφωνικού σταθμού του εναγόμενου ζήτησε από τον ενάγοντα να αναλάβει προσωρινά την παραγωγή τρίωρης καθημερινής πρωϊνής εκπομπής (ώρα 7-10), την οποία αυτός αρνήθηκε, υποστηρίζοντας ότι κάτι τέτοιο προσιδιάζει στα καθήκοντα εσωτερικού συντάκτη, οπότε είναι αντίθετο με την σύμβαση εργασίας του ως εξωτερικού συντάκτη, την οποία δεν επιθυμεί να αλλάξει, ισχυρισμός όμως που, κατά τα αμέσως ανωτέρω εκτεθέντα, δεν ευσταθεί, παρά τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρει ο ενάγων στον δεύτερο λόγο της έφεσής του. Εξαιτίας δε της αδικαιολόγητης άρνησής του αυτής, ο ενάγων τιμωρήθηκε πειθαρχικά με την υπ΄αρ. πρωτ. (ΕΜΠ) 62/1-2-2021 απόφαση του διευθυντή του εναγόμενου, σε ποινή αργίας επτά (7) ημερών και εν συνεχεία, κατόπιν αιτήματός του άρσης της ποινής, κατά µετατροπή, σε πέντε (5) ηµερών µε την υπ’ αριθ. 14/5-3-2021 απόφαση του Δ.Σ. της Επιχείρησης (αριθ. πρωτ. …../9-3-2021). Ακολούθως, τον Μάρτιο του 2021, ο ενάγων επίσης αρνήθηκε να προβεί στην κάλυψη επετειακής εκδήλωσης για τα 200 έτη από την 25η Μαρτίου 1821, στον προαύλιο χώρο της Αγίας Τριάδας Πειραιώς, η κάλυψη της οποίας του ανατέθηκε από την προαναφερθείσα Προϊσταμένη του Τμήματος Ειδήσεων και Ενημέρωσης του ως άνω ραδιοφωνικού σταθμού …… (που, όπως προεκτέθηκε, εξετάστηκε ως μάρτυρας, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), επικαλούμενος τον κίνδυνο νόσησης από covid 19, λόγω του συνωστισμού που υπάρχει σε τέτοιες εκδηλώσεις, σε σχέση και με τη νόσο της συζύγου του, η οποία είχε διαγνωσθεί, προ δεκαετίας περίπου, με καρκίνο. Κατόπιν δε καταγγελίας της ως άνω Προϊσταμένης του, σχετικά με την άρνησή του αυτή, το Δ.Σ. του εναγόμενου, με την 29/21-5-2021 απόφαση του (αριθ. πρωτ, …./28-5-2021) του επέβαλε πέντε επιπλέον ηµέρες αργίας. Στη συνέχεια, ο ενάγων απασχολήθηκε στο εναγόμενο µέχρι τις 14-12-2021, οπότε το τελευταίο προέβη, δια των νοµίµων εκπροσώπων του, στην έγγραφη καταγγελία της σύµβασης εργασίας του, κατόπιν της υπ΄αρ. 60/19-11-2021 απόφασης του Δ.Σ. του, που, ως αρµόδιο πειθαρχικό όργανο του εναγόμενου, επέβαλε στον ενάγοντα την ποινή της οριστικής απόλυσης, καθώς με τις ως άνω επιβληθείσες σε αυτόν πειθαρχικές ποινές, είχε συμπληρωθεί το ανώτατο όριο ποινών αργίας των 10 ημερών, που προέβλεπε το καταστατικό του ότι μπορεί να επιβληθεί ανά έτος στον εργαζόμενο. Πέραν από τα παραπάνω περιστατικά, όπως καταθέτει η ως άνω μάρτυρας του εναγόμενου (………), προκύπτει δε και από τα προσκομιζόμενα έγγραφα και κυρίως τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μεταξύ αυτής και του ενάγοντος, ο τελευταίος αρκετές φορές με διάφορες δικαιολογίες ή και χωρίς, παρέλειπε να διενεργεί τα ρεπορτάζ που, ως εξωτερικού συντάκτη, του ανέθετε. Ενδεικτικές είναι οι εξής περιπτώσεις: 1) Μετά το άνοιγμα της εστίασης, την Άνοιξη του 2021, που για κάποιο διάστημα δεν λειτουργούσε λόγω των μέτρων για την αντιμετώπιση του covid 19, του ζητήθηκε από την ως άνω προϊσταμένη του να μεταβεί στην πλατεία Κοραή και να διενεργήσει ρεπορτάζ, λαμβάνοντας και δηλώσεις από έναν – δύο καταστηματάρχες, αλλά και θαμώνες. Μία ώρα πριν το δελτίο ειδήσεων του σταθμού στις 2 μ.μ., ο ενάγων την ενημέρωσε ότι κανείς (ούτε καταστηματάρχης ούτε θαμώνας) δεν δέχθηκε να μιλήσει, όπως υποστήριξε και στην απολογία του (καθώς για το γεγονός αυτό κλήθηκε επίσης να απολογηθεί, με την υπ΄αρ. … (ΕΜΠ)/20-5-2021 κλήση). Η δικαιολογία αυτή, δεν κρίνεται πειστική, διότι δεν συνάδει με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής. 2) Στις 21 Μαΐου 2021 του ζητήθηκε να καλύψει εκδήλωση εθελοντικής αιμοδοσίας, πλην όμως αρνήθηκε να το κάνει. 3) Στις 5-6 Ιουνίου 2021 του ανατέθηκε να διενεργήσει ρεπορτάζ για τη δημοσιογραφική κάλυψη των εκδηλώσεων του Δήμου Πειραιά με θέμα ‘………….., τις οποίες δεν κάλυψε. 4) Τον Σεπτέμβριο του 2021 του ανατέθηκε η κάλυψη έτερης εκδήλωσης το Δημοτικό θέατρο Πειραιά, στην οποία επίσης δεν μετέβη, κ.α. Το γεγονός ότι ο ενάγων είχε στείλει κατά την περίοδο αυτή, ήτοι από τον Μάρτιο του 2021 έως την απόλυσή του, πάνω από 150 ρεπορτάζ, κατά τα αναφερόμενα από την αρχισυντάκτρια του δελτίου ειδήσεων του σταθμού – ενόρκως βεβαιούσα ……., η οποία επίσης αναφέρει ότι είχε καλή συνεργασία με τον ενάγοντα, αληθές υποτιθέμενο, δεν αναιρεί τα παραπάνω. Ακόμη, το ότι λίγο καιρό μετά την ανάληψη των ανωτέρω καθηκόντων από την ………. (τον Μάρτιο του 2021), ο ενάγων, από το ρεπορτάζ σχετικά με θέματα του Υπουργείου Παιδείας, που διενεργούσε τότε, τοποθετήθηκε από την παραπάνω στο ρεπορτάζ σχετικά με τα δημοτικά θέματα και εκδηλώσεις, δεν προέκυψε ότι αποτελούσε εσκεμμένη υποβάθμισή του, όπως ισχυρίζεται, αλλά έγινε λόγω των αναγκών στου σταθμού, δεδομένου ότι πρόκειται για δημοτικό ραδιόφωνο, όπου δίνεται έμφαση στην προβολή των δημοτικών δράσεων, στην κάλυψη των οποίων χρειαζόταν ένας έμπειρος δημοσιογράφος. Περαιτέρω, όπως ο ίδιος ο ενάγων δεν αρνείται, είχε και παλαιότερα τιμωρηθεί πειθαρχικά και συγκεκριμένα το έτος 2016 με την ποινή της επίπληξης για πλημμελή εκτέλεση της εργασίας του, ήτοι πριν το έτος 2019, που ανέλαβε η νέα διοίκηση του εναγόμενου την οποία κατηγορεί για εμπαθή συμπεριφορά στο πρόσωπό του. Το ότι αυτός δεν τιμωρήθηκε πειθαρχικά από το έτος 2016 έως το 2021, δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν άλλα περιστατικά αντισυμβατικής συμπεριφοράς του, όπως υποστηρίζει στον πρώτο λόγο της έφεσής του, ανεξάρτητα του ότι η επιχείρηση δεν κινούσε ή δεν ολοκλήρωνε κάθε φορά, για λόγους επιείκειας και δεδομένου ότι επικαλείτο συχνά το πρόβλημα υγείας της συζύγου του, την πειθαρχική διαδικασία εναντίον του. Ειδικότερα, ο ενόρκως βεβαιών ………., ο οποίος διετέλεσε Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής και Διευθυντής Προγράμματος του εν λόγω σταθμού κατά τα έτη 2011-2015, ενώ έκτοτε κατέχει τη θέση του Προϊσταμένου Προσωπικού της …………, αναφέρει, από τη συνεργασία που είχε ο ίδιος με τον ενάγοντα, ότι ο τελευταίος απουσίαζε αδικαιολόγητα και χωρίς να ενημερώσει από την εργασία του, αρνείτο να αναλάβει καθήκοντα που του ανατίθεντο, δεν απαντούσε σε επανειλημμένα υπηρεσιακά τηλέφωνα, οπότε δεν ήταν δυνατή η επικοινωνία μαζί του και για τον λόγο αυτό τον είχε καλέσει σε απολογία (με την υπ΄αρ. πρωτ. …../27-6-2016 κλήση). Περαιτέρω ο ίδιος μάρτυρας συνεχίζει στην ένορκη βεβαίωσή του, ότι τον Ιανουάριο του 2020, μετά από έλεγχο που έκανε, διαπίστωσε ότι ο ενάγων, ο οποίος είχε στο νέο πρόγραμμα ωριαία εκπομπή από Δευτέρα έως Παρασκευή, δεν είχε προσέλθει στην εργασία του 13 μέρες μέσα στο μήνα και κατόπιν τούτου τον κάλεσε σε απολογία (με την υπ΄αρ. πρωτ. …./7-2- 2020 κλήση). Ακόμη, όταν στις αρχές Απριλίου του 2020 άλλαξε το πρόγραµµα του σταθµού λόγω του covid-19, ο Προϊστάµενος Προγράµµατος ……… του ανάθεσε πραγµατοποίηση εκποµπής κάθε Σάββατο και Κυριακή (ώρα 12-15). Ήδη από το πρώτο Σαββατοκύριακο της εφαρµογής του νέου προγράµµατος ο ενάγων δεν προσήλθε στην εκποµπή του Σαββάτου (11-4-2020), χωρίς να ενηµερώσει προηγουµένως. Μάλιστα για το περιστατικό αυτό κλήθηκε από τον ………….. σε απολογία (με την υπ΄αρ. πρωτ. …../13-4-2020 κλήση), ωστόσο, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ως άνω μάρτυρας ‘’…Επειδή ο κ. ….. δικαιολογήθηκε και πάλι ότι η απουσία του οφειλόταν σε οικογενειακούς λόγους, ο διευθυντής της Επιχείρησης µου ζήτησε να τον αντιµετωπίσουµε µε επιείκεια και να µην προχωρήσουµε στην πειθαρχική διαδικασία’’. Το παραπάνω περιστατικό επιβεβαιώνει και ο ενόρκως βεβαιών ……….., ο οποίος αναφέρει ότι μετά από λίγο καιρό κατήργησε την ως άνω εκπομπή του Σαββατοκύριακου, αφού ο ενάγων πολλές φορές δεν ερχόταν ‘’αφήνοντας ξεκρέμαστο τον σταθμό και η επικοινωνία μαζί του ήταν ιδιαίτερα δυσχερής’’. Τα όσα αναφέρει η ως άνω μάρτυρας του εναγόμενου ………….. στην κατάθεσή της, καθώς και οι μάρτυρες ……….. και ……… στις ένορκες βεβαιώσεις τους, κρίνονται πλέον πειστικά, καθώς διετέλεσαν προϊστάμενοι του ενάγοντος και έχουν ιδία αντίληψη για τα καθήκοντα που του ανέθεταν, στα πλαίσια των συμβατικών του υποχρεώσεων, ενώ ο μάρτυρας του ενάγοντος …………. – συνάδερφός του, με τον οποίο συμπαρουσίαζαν την προαναφερθείσα εκπομπή, δεν μπορεί να γνωρίζει εξ ιδίας τουλάχιστον αντίληψης, πέραν της δικής τους συνεργασίας, αν ο ενάγων ήταν συνεπής με τα εργασιακά του καθήκοντα, σύμφωνα με τις οδηγίες και εντολές των προϊσταμένων του. Το ίδιο ισχύει και για τον ενόρκως βεβαιούντα ………….., ο οποίος ήταν εκπρόσωπος των εργαζόμενων δημοσιογράφων του εν λόγω σταθμού στο Μεικτό Συμβούλιο της Ε.Σ.Η.Ε.Α. (Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών). Όσον αφορά δε στην αναφερόμενη στην ένορκη βεβαίωσή του από 27-12-2021 καταγγελία στην οποία προέβη, με την ως άνω ιδιότητά του, προς την Ε.Σ.Η.Ε.Α., κατά της …….., στη συνέχεια ανακλήθηκε. Εξάλλου, με βάση όσα προεκτέθηκαν δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του ενάγοντος, που επαναφέρει με τον τέταρτο λόγο της έφεσής του, περί χρησιμοποίησης, εκ μέρους του διευθυντή του εναγόμενου ……. , ‘’κατασκευασμένων’’ πειθαρχικών παραπτωμάτων εις βάρος του, κατά τα έτη 2020-2021, ώστε να επιτευχθεί το Νοέμβριο του 2021 η απόλυσή του. Ο παραπάνω διευθυντής μάλιστα, όπως ο ίδιος ο ενάγων – εκκαλών τονίζει στην προσθήκη των προτάσεών του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προκύπτει δε από τα από 19-11-2021 πρακτικά του Δ.Σ. της ……….., δεν εισηγήθηκε να απολυθεί. Επίσης, από κανένα αποδεικτικό μέσο (έγγραφο ή μάρτυρα) δεν προέκυψε ότι ο γενικός διευθυντής του εναγόμενου ……….. απηύθυνε στον ενάγοντα τα επικαλούμενα από αυτόν: ‘’Έχετε μπεί σε τακτικισμό απολύσεως … Υπάρχουν δύο δρόμοι. Ή θα γίνετε εσωτερικός συντάκτης η θα απολυθείτε’’, τα οποία, άλλωστε, δεν συνιστούν συκοφαντική δυσφήμηση, αντίθετα με όσα ο ενάγων διατείνεται στον ως άνω λόγο της έφεσής του, ούτε ότι χαρακτήριζε τον ενάγοντα στο τελευταίο διοικητικό συμβούλιο ως ‘’τεμπέλη’’, ‘’κοπρίτη’’ κ.λπ., αλλά και στον ιατρό …………., ως ‘’ψεύτη’’ (αμφισβητώντας ότι είχε πράγματι συμπτώματα εκ του εμβολίου κατά του covid 19, στο οποίο υποβλήθηκε στις 19-5-2021, για τα οποία ενημέρωσε τηλεφωνικά τον ως άνω ιατρό και ο τελευταίος του χορήγησε σχετική βεβαίωση με σύσταση να μην εργαστεί στις 20-5-2021). Τέλος, ο ενάγων πρόβαλε πρωτοδίκως τον ισχυρισμό, που απορρίφθηκε σιγή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και τον οποίο επαναφέρει με τον έκτο λόγο της ένδικης έφεσης, ότι η εναντίον του πειθαρχική διαδικασία και οι συνεπεία αυτής επιβληθείσες σε αυτόν ως άνω ποινές (των 5 + 5 ημερών), που οδήγησαν στην απόλυσή του (καθώς, σύμφωνα με το καταστατικό του εναγόμενου, συμπληρώθηκε το ανώτατο όριο των ημερών αργίας που μπορούν να επιβληθούν σε εργαζόμενο εντός του ίδιου έτους), είναι άκυρη, διότι αυτός, ως μέλος της Ε.Σ.Η.Ε.Α., υπάγεται στα πειθαρχικά όργανα αυτής. Ότι, σε κάθε περίπτωση, ιδίως για το θέμα της άρνησής εκ μέρους του ανάληψης καθηκόντων εσωτερικού συντάκτη ενώ ήταν εξωτερικός, στο οποίο αφορούσε η πρώτη εκ των προαναφερθεισών πειθαρχικών διώξεών αυτού εντός του έτους 2021, θα έπρεπε το εναγόμενο να απευθυνθεί στην Ε.Σ.Η.Ε.Α. και να λάβει την απάντησή της. Εντούτοις, τα ανωτέρω υποστηριζόμενα από τον ενάγοντα – εκκαλούντα και συνεπώς και ο σχετικός λόγος της έφεσης, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, διότι δεν προβλέπεται από το Καταστατικό και τον Κανονισμό Προσωπικού του εναγόμενου, στην οριζόμενη σε αυτό και διενεργούμενη διά των αρμοδίων οργάνων του πειθαρχική διαδικασία, η εξαίρεση των εργαζόμενων που είναι μέλη της Ε.Σ.Η.Ε.Α., η οποία είναι συνδικαλιστική οργάνωση και οι απόψεις της δεν είναι δεσμευτικές για τον εργοδότη. Πέραν τούτου, η πειθαρχική δίωξη και τιμωρία του εργαζόμενου δεν είναι προαπαιτούμενο για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, που θα μπορούσε να είχε λάβει χώρα και χωρίς αυτήν, το δε κύρος της δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, κατά τα προεκτεθέντα, σχετικά με την καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, στη μείζονα σκέψη. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, σε συνδυασμό με τα αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, δεν στοιχειοθετείται καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος εκ μέρους του εναγόμενου όσον αφορά στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, υπό την έννοια της διάταξης 281 ΑΚ. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκαν οι ισχυρισμοί του ενάγοντος ότι η απόλυσή του έγινε από εμπάθεια του εναγόμενου (διά των νομίμων εκπροσώπων του) στο πρόσωπό του και για λόγους εκδίκησης. Αντίθετα, προέκυψε ότι, στην ένδικη περίπτωση, το εναγόμενο προέβη στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, λόγω επανειλημμένης πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων αυτού, όπως ανωτέρω περιγράφηκε, η οποία έγινε ιδιαίτερα συχνή κατά τα έτη 2020 και 2021 και οδήγησε στην πειθαρχική του τιμωρία δύο φορές μέσα στο έτος 2021 και κατόπιν στην απόλυσή του. Η ως άνω συμπεριφορά του ενάγοντος είχε ως αποτέλεσμα να κλονιστεί η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ αυτού του του εργοδότη του – εναγόμενου, η οποία (σχέση) πρέπει να διέπει τη λειτουργία της σύμβασης. Συνεπώς, η απόλυσή του δεν έγινε καταχρηστικά, καθ΄υπέρβαση των ορίων του διευθυντικού δικαιώματος και αυτών που επιβάλλονται από την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, αλλά εντός των ορίων αυτών και στα πλαίσια της διατήρησης της εύρυθμης λειτουργίας του εν λόγω ραδιοφωνικού σταθμού και του καλώς εννοούμενου συμφέροντος του εργοδότη. Ακόμη, προέκυψε, επίσης με βάση τα περιστατικά που ανωτέρω εκτέθηκαν, ότι το εναγόμενο, διά των οργάνων του, εξάντλησε προηγουμένως όλες τις δυνατότητες που διέθετε και επέδειξε επιείκεια, ώστε να αποφευχθεί το έσχατο μέσο της απόλυσης του ενάγοντος. Ο τελευταίος, όμως, αρνείτο συστηματικά να συμμορφωθεί με τις εντολές των προϊσταμένων του, οι οποίες κινούνταν στα πλαίσια των εργασιακών υποχρεώσεών του. Επομένως, εφόσον, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η απόλυση του ενάγοντος δεν είναι άκυρη ως καταχρηστική, δεν οφείλονται σε αυτόν μισθοί υπερημερίας, ούτε δύναται να θεμελιωθεί η αγωγική του αξίωση περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.
Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση του κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και απέρριψε την ένδικη αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, έστω με λιγότερο εκτενή αιτιολογία, την οποία το Δικαστήριο αυτό παραδεκτά συμπληρώνει, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Επομένως, η κρινόμενη έφεση, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της κατ΄ουσία. Η δε δικαστική δαπάνη για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, θα συμψηφιστεί συνολικά μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 183, 179 εδ.β ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, την έφεση κατά της υπ’αρ. 30/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών.
Δέχεται τυπικά την έφεση.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου του Δημοσίου με αρ. ………../2023, στον καταθέσαντα αυτό εκκαλούντα.
Απορρίπτει την έφεση στην ουσία.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων για τον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 17 Ιουλίου 2023, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓPAMMATEAΣ