ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(τμήμα 4ο)
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : Του Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, καθώς και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Δ’ Πειραιά, που κατοικοεδρεύει στον Πειραιά, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Δικαστική Πληρεξούσια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Παναγιώτα Κλουκίνα (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο της Δικηγόρο Χαράλαμπο Γαγανάκη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.)
Η εφεσίβλητη και ήδη ανακόπτουσα άσκησε την ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 20-3-2013 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………./2013 ανακοπή της, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 3281/2017 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου που έκανε αυτή δεκτή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το καθ’ ού η ανακοπή, ήδη εκκαλούν με την από 02-07-2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………./2019 έφεσή του, της οποίας ορίστηκε δικάσιμος, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, η Δικαστική Πληρεξούσια του ΝΣΚ και ο πληρεξούσιος Δικηγόρος της παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 02-07-2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……../2019 έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της με αρ. 3281/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που δικάσθηκε με την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι δεν προκύπτει επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως πρέπει να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Mε την από 20-3-2013 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……../2013 ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η ανακόπτουσα, ήδη εφεσίβλητη, ζήτησε να ακυρωθεί η με αρ. ……/4-2-2013 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………….., με την οποία κατασχέθηκε η επικαρπία αυτής στο ακίνητο κείμενο στο Δήμο Νίκαιας, επικαλούμενη : α) την απαγόρευση πλειστηριασμού της πρώτης κατοικίας, β) ότι οι ταμειακές βεβαιώσεις του έτους 1996 είναι αόριστες, καθώς αναφέρουν συνολικό ποσό, χωρίς να αναφέρουν την αιτία της οφειλής, ούτε γίνεται διαχωρισμός σε κεφάλαιο, τόκους και λοιπά έξοδα, ώστε να μην είναι σε θέση να αμυνθεί αποτελεσματικά προς βλάβη των δικονομικών της και περιουσιακών της δικαιωμάτων γ) ένσταση παραγραφής. Επικουρικώς ζήτησε τη διόρθωση της πρώτης προσφοράς. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού απέρριψε το επικουρικό αίτημα της ανακοπής, έκανε δεκτό το δεύτερο λόγο ανακοπής και ακύρωσε την κατάσχεση και την επισπευδόμενη διοικητική εκτέλεση. Εναντίον αυτής της απόφασης παραπονείται το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της και την απόρριψη της ανακοπής.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2, 73 §§ 1,2 75 του ΚΕΔΕ, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους πριν το ν.. 4224/2013 συνάγεται ότι το άρθρο 73 του ΚΕΔΕ, παρέχει στον οφειλέτη, ως άμυνα, δυο είδη ανακοπών: Την ανακοπή της πρώτης παραγράφου, που ασκείται πριν από την έναρξη της διοικητικής εκτέλεσης, και την ανακοπή της δεύτερης παραγράφου, που ασκείται μετά την έναρξη της διοικητικής εκτέλεσης, δηλαδή μετά την κατάσχεση ή τη σύλληψη του οφειλέτη. Η διάταξη οριοθετεί την προθεσμία για την άσκηση και των δύο ανακοπών, έτσι ώστε με την έναρξη της διοικητικής εκτέλεσης λήγει η προθεσμία της ανακοπής του άρθρου 73 § 1 και αρχίζει η προθεσμία της δεύτερης ανακοπής του άρθρου 73 § 2, που είναι ομοίως απρόθεσμη, καθώς δεν τάσσεται από το νόμο προθεσμία για την άσκησή της ενόσω διαρκεί η εκτέλεση, εκτός αν έχει διενεργηθεί πλειστηριασμός οπότε λήγει με την πάροδο δέκα ημερών από την επόμενη ημέρα του πλειστηριασμού και της κατακύρωσης για τον οφειλέτη και τους ενυπόθηκους δανειστές (ΑΠ 139/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με την ανακοπή της παραγράφου 1 του άρθρου 73 του ΚΕΔΕ, δηλαδή πριν αρχίσει η εκτέλεση, ο ανακόπτων μπορεί να αμφισβητήσει και το νομικά και ουσιαστικά βάσιμο της απαίτησης για την οποία επισπεύδεται διοικητική εκτέλεση. Αντίθετα με την ανακοπή της παραγράφου 2 του άρθρου 73 του ΚΕΔΕ ο ανακόπτων δεν μπορεί να αμφισβητήσει την νομική και ουσιαστική βασιμότητα της απαίτησης, παρά μόνο να προβάλλει την ακυρότητα του τίτλου εκτέλεσης (της εν στενή εννοία ταμειακής βεβαίωσης της Δ.Ο.Υ.), καθώς επίσης (να προβάλλει) και την ακυρότητα του νόμιμου τίτλου, επί του οποίου ο τίτλος εκτέλεσης στηρίζεται επικαλούμενος και ανεπανόρθωτη βλάβη (αρθρ. 75 ΚΕΔΕ). Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 2 § 2 του ΚΕΔΕ, νόμιμο τίτλο προς εκτέλεση για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων αποτελούν: α) η νόμιμη βεβαίωση, που εκδίδεται από τις αρμόδιες Αρχές στο Δημόσιο Ταμείο (Δ.Ο.Υ.) για τον προσδιορισμό του εισπρακτέου ποσού, του είδους του εσόδου και της αιτίας για την οποία οφείλεται, ανεξάρτητα από το αν αυτό οφείλεται ευθέως από το νόμο ή από σύμβαση, β) η οφειλή, που αποδεικνύεται από δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα και γ) η πιθανολογούμενη, κατά την έννοια του άρθρου 347 ΚΠολΔ, οφειλή. Επίσης, νόμιμο τίτλο αποτελεί και η πράξη καταλογισμού (ταμειακή βεβαίωση) χρηματικού ποσού σε βάρος του διοικουμένου, που εντοπίζεται σε δημόσιο έγγραφο το οποίο εκδίδεται από την αρμόδια αρχή και ενσωματώνει την ατομική διοικητική πράξη, από αυτόν δε (τον τίτλο), με τη συνδρομή των δημοσίων ή ιδιωτικών εγγράφων, που τον συνοδεύουν, αποδεικνύεται ή πιθανολογείται βέβαιη και εκκαθαρισμένη η απαίτηση, της οποίας επιδιώκεται η ικανοποίηση. Στο νόμιμο τίτλο πρέπει να αναφέρεται η ακριβής νομική και πραγματική αιτία της οφειλής, έτσι ώστε σε περίπτωση αμφισβήτησης αυτού από τον οφειλέτη να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Τούτο δε, διότι με βάση το νόμιμο τίτλο είναι δυνατό να επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση, χωρίς να έχει προηγηθεί διαγνωστική δίκη για την απαίτηση και έκδοση δικαστικής απόφασης, που θα καθιστούσε σαφείς την αιτία ή τις επιμέρους αιτίες του (φερόμενου ως) οφειλόμενου συνολικού χρέους. Περαιτέρω, αν ούτε η ταμειακή βεβαίωση της οφειλής, ούτε η ατομική ειδοποίηση, που εκδίδει κατά το άρθρο 4 § 1 ΚΕΔΕ η αρμόδια φορολογική αρχή και κοινοποιείται επίσης στον οφειλέτη, δεν περιέχει τα καθοριζόμενα στην ως άνω διάταξη στοιχεία, προκειμένου ο οφειλέτης να λάβει επαρκή και ασφαλή γνώση για το είδος του χρέους, το ύψος του, τη χρονολογία βεβαίωσης και γενικά να κατατοπίζεται επαρκώς για την οφειλή του, τότε η έλλειψη αυτή, μπορεί να οδηγήσει, κατόπιν ασκήσεως ανακοπής κατά το άρθρο 73 § 1 ΚΕΔΕ, στην ακύρωση αυτών, αλλά μόνο με τη συνδρομή των όρων και προϋποθέσεων του άρθρου 75 του ΚΕΔΕ σχετικά με το στοιχείο της βλάβης του οφειλέτη του Δημοσίου, δηλαδή αν και εφόσον η έλλειψη αυτή επέφερε στον οφειλέτη αδυναμία ουσιαστικής ή δικονομικής προστασίας των δικαιωμάτων του, η οποία δύναται να επανορθωθεί μόνο αν κηρυχθεί η ακυρότητα της ατομικής ειδοποίησης, εν όψει, ιδίως, της υπάρξεως περισσοτέρων χρεών με διαφορετικές το καθένα συνέπειες για τον οφειλέτη (ΟλΑΠ 5/2019). Βλάβη με την ανωτέρω έννοια τελικά δεν υφίσταται ο οφειλέτης τόσο στην περίπτωση που η επίδοση της ταμειακής βεβαίωσης και της ατομικής ειδοποίησης συνοδεύεται με τα αναγκαία δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα που προσδιορίζουν επαρκώς την οφειλή, όσο και στην περίπτωση που αυτά γνωστοποιούνται στον οφειλέτη με οποιοδήποτε τρόπο με ή χωρίς αίτησή του αλλά πάντως πριν από τη λήξη της προθεσμίας ανακοπής κατά της εκτελέσεως, έτσι ώστε να είναι σε θέση να προβάλλει με δικονομικά παραδεκτό τρόπο τους ισχυρισμούς του κατά της οφειλής, χωρίς να αρκεί ότι τα έγγραφα αυτά προσκομίστηκαν στη συζήτηση στο Δικαστήριο (ΟλΑΠ 5/2019, ΑΠ 1180/2020, ΑΠ 190/2020, ΑΠ 189/2020, AΠ 352/2020, ΑΠ 1031/2019, ΑΠ 1177/2017, ΑΠ 391/2017, ΑΠ 1247/2015, άλλως ΑΠ 323/2018, ΑΠ 819/2018, ΑΠ 340/2017, ΑΠ 237/2016 που δέχονται ότι αρκεί να προσκομίζονται τα έγγραφα που συγκροτούν το νόμιμο τίτλο στο Δικαστήριο της ανακοπής).
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και όλων των εγγράφων που προσκομίζουν και επικαλούνται με τις προτάσεις τους οι διάδικοι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την υπ’ αριθμό ……../4.2.2013 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……… κατόπιν έγγραφης παραγγελίας του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Δ’ Πειραιά, κατασχέθηκε αναγκαστικώς η επικαρπία της ανακόπτουσας και ήδη εφεσίβλητης επί ακινήτου που βρίσκεται στην περιφέρεια του Δήμου Νίκαιας και ειδικότερα οριζόντια ιδιοκτησία του Β ορόφου πάνω από το ισόγειο, επιφάνειας 46,17 κείμενη στην διασταύρωση των οδών ……….. Η ως άνω κατάσχεση επιβλήθηκε υπέρ της ανωτέρω υπηρεσίας του Ελληνικού Δημοσίου, για οφειλές από δάνειο με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, που είχε λάβει η ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «……….» με ομόρρυθμο μέλος και εγγυητή υπέρ της άνω εταιρίας τον πατέρα της ανακόπτουσας ………., ο οποίος απεβίωσε στις 21.6.1995, του οποίου η ανακόπτουσα είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμος κατά ποσοστό 25 % εξ αδιαιρέτου. Στην πράξη καθορισμού χρεών που συνοδεύει την άνω έκθεση κατάσχεσης αναφέρεται ποσό οφειλής 7.486,20 € (κεφάλαιο 2.495,40 ευρώ, πλέον προσαυξήσεων 4.990,80 ευρώ), ήτοι για ποσοστό 25 % της συνολικής οφειλής και αναφέρονται επίσης οι ταμειακές βεβαιώσεις α) με αρ. ……../28.6.1996, οικονομικό έτος 1988, είδος χρέους ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΧΚΕΕΔ ΜΕ ΕΓΓΥΗΣΗ & ΔΑΝΕΙΑ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΑ, κεφάλαιο 1.552,37 €, προσαυξήσεις 4.719,20 € και β) ………/29.8.1996, είδος χρέους «ΔΑΝΕΙΑ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΑ» κεφάλαιο 943,03 €, προσαυξήσεις 2.866,82. Στην από 13.6.1996 τριπλότυπη περιληπτική κατάσταση βεβαίωσης δανείου, που προσκομίστηκε από το καθ’ ού η ανακοπή και εκκαλούν στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, για τον οποίο έγινε η με αρ. …../28.6.1996 ταμειακή βεβαίωση, αναγράφεται ως χρηματικό ποσό προς βεβαίωση υπέρ του Δημοσίου, κεφάλαιο και τόκοι, συνολικό ποσό 2.311.789 δραχμές, ενώ αναφορικά με την με αρ. ……../29.8.1996 ταμειακή βεβαίωση δεν προέκυψε με βάση ποιό νόμιμο τίτλο έγινε και τι αφορά. Στις ένδικες όμως ταμειακές βεβαιώσεις αναφέρεται μόνο η συνολική οφειλή χωρίς ειδικότερη αναφορά – ανάλυση του τρόπου με τον οποίο προήλθε το χρέος, κατά κεφάλαιο και τόκους, ενώ δεν αναφέρεται και η αιτία της οφειλής, καθώς δεν προσδιορίζονται και δεν εξειδικεύονται οι συμβάσεις δανείου, που είχε καταρτίσει η ομόρρυθμη εταιρία. Ούτε στην από 13.6.1996 τριπλότυπη περιληπτική κατάσταση βεβαίωση δανείου προσδιορίζεται αναλυτικά η οφειλή, ενώ δεν προκύπτει ότι πριν την άσκηση της κρινόμενης ανακοπής είχαν περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στην ανακόπτουσα έγγραφα που να εξειδικεύουν στην οφειλή της, το δε από 3.4.2013 έγγραφο της ΔΟΥ Πειραιώς με θέμα «αποστολή απόψεων και σχετικών εγγράφων» συντάχθηκε μετά την άσκηση της ανακοπής και τις αιτήσεις αναστολής που άσκησε η ανακόπτουσα και η θυγατέρα της . ……… Εξαιτίας των ως άνω παραλείψεων επήλθε βλάβη των δικονομικών και περιουσιακών δικαιωμάτων της ανακόπτουσας – εφεσίβλητης, καθώς δεν είναι σε θέση να ελέγξει τη νομιμότητα, τη βασιμότητα και το πραγματικό ύψος της οφειλής της, με δεδομένο ότι η ίδια δεν ήταν αμέσως συμβληθείσα στα επίδικα δάνεια, αλλά κληρονόμος του εγγυητή αυτών, η δε βλάβη αυτή που δεν μπορεί να επανορθωθεί παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας της κατάσχεσης. Κατόπιν αυτών έπρεπε να γίνει δεκτός ο άνω λόγος ανακοπής και να ακυρωθεί η με αρ. ……./4.2.2013 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …………. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ομοίως έκανε δεκτή την ανακοπή και ακύρωσε την αναγκαστική κατάσχεση, δεν έσφαλε στην ερμηνεία και στην εφαρμογή του νόμου και τα όσα αντίθετα υποστηρίζει το εκκαλούν με το μοναδικό λόγο της έφεσής του είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Κατόπιν αυτών η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Σε βάρος του εκκαλούντος πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, 191 § 2 ΚΠολΔ), μειωμένα, όμως, σύμφωνα με άρθρο 22 ν. 3693/1957, κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ΄ουσίαν
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300 €).
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 24.11.2021.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ