ΑΠΟΦΑΣΗ
Beluch κατά Πολωνίας της 28.09.2023 (αρ. προσφ. 4065/21)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η κόρη του προσφεύγοντος Χ., γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 2010.Ο προσφεύγων χώρισε με την μητέρα της Μ.Μ. λίγο μετά τη γέννηση της κόρης τους, τον Μάρτιο του 2010.
Τον Μάιο του 2010, ο προσφεύγων ζήτησε από το Περιφερειακό Δικαστήριο να ρυθμίσει τα δικαιώματα επικοινωνίας με την Χ. λόγω της άρνησης της Μ.Μ. να τον αφήσει να εμπλακεί στη ζωή του παιδιού.
Το δικαστήριο χορήγησε στον προσφεύγοντα δικαιώματα επικοινωνίας με την κόρη του για δύο ώρες συγκεκριμένες μέρες, χωρίς την παρουσία της μητέρας και μακριά από τον τόπο κατοικίας του παιδιού.Ο προσφεύγων όμως δεν είχε κανονική επικοινωνία με την κόρη του, κυρίως στο νηπιαγωγείο. Τις ημέρες επικοινωνίας, η Χ. αρνούνταν να περάσει χρόνο με τον προσφεύγοντα, καθώς προφανώς, δεν ήταν συναισθηματικά προετοιμασμένη για τις επισκέψεις.
Τον Απρίλιο του 2015 η Μ.Μ. παντρεύτηκε και, τον Αύγουστο του 2016, μετακόμισε με την Χ. στη Βαρσοβία. Ενημέρωσε τον προσφεύγοντα για αυτό σχεδόν ένα μήνα αργότερα, παρά το γεγονός ότι ήταν υποχρεωμένη να λάβει την προηγούμενη συγκατάθεσή του για οποιαδήποτε αλλαγή του τόπου διαμονής του παιδιού. Ο προσφεύγων δεν ενημερώθηκε για τη νέα διεύθυνση της κόρης του μέχρι τις 7 Σεπτεμβρίου 2016.
ΤοΕΔΔΑτόνισε ότι ο προσφεύγων ζήτησε δύο φορές από το εθνικό δικαστήριο να επιβάλει πρόστιμα στην Μ.Μ. για τη μη συμμόρφωσή της με τις δικαστικές αποφάσεις για επικοινωνία. Οι δυσκολίες στη διευθέτηση της επικοινωνίας οφείλονταν ομολογουμένως σε μεγάλο βαθμό στην έχθρα μεταξύ της Μ.Μ. και του προσφεύγοντος.
Κατά το Στρασβούργο η διαφωνίακαι η έλλειψη συνεργασίας των χωρισμένων γονέωνγια την υλοποίηση της επικοινωνίας του παιδιού με το γονέα που δεν συγκατοικεί δεν απαλλάσει τις αρχές από τις θετικές τους υποχρεώσεις δυνάμει του άρθρου 8. Αυτέςοφείλουν να λάβουν μέτρα που θα συμβιβάζουν τα συγκρουόμενα συμφέροντα και θα αποκαθιστούν την επικοινωνία. Η καταλληλότητα δε των μέτρων κρίνεται από την ταχύτητα εφαρμογής τους, καθώς η καθυστέρηση μπορεί να έχει ανεπανόρθωτες συνέπειες στις σχέσεις παιδιού και γονέα.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότιοι πολωνικές αρχές δεν κατόρθωσαν να προβούν σε επαρκείς και αποτελεσματικές προσπάθειες για την επιβολή του δικαιώματος του προσφεύγοντος να επικοινωνήσει με το παιδί του.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8) και επιδίκασε στον προσφεύγοντα 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.500 ευρώ για έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Δικαιώματα επικοινωνίας του προσφεύγοντος με την κόρη του Χ., η οποία γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 2010.
Ο προσφεύγων μαζί με τον γιο του από προηγούμενη σχέση, ζούσαν με τη μητέρα της Χ., M.M., για περισσότερα από πέντε χρόνια πριν από τη γέννηση της Χ. Άφησε την Μ.Μ. λίγο μετά τη γέννηση της κόρης τους, τον Μάρτιο του 2010.
Ρυθμίσεις επικοινωνίας
Τον Απρίλιο του 2010 η Μ.Μ. ζήτησε από το Περιφερειακό Δικαστήριο της Κρακοβίας να της αναθέσει την αποκλειστική επιμέλεια της Χ. και να περιορίσει τα δικαιώματα του προσφεύγοντος.
Στις 10 Σεπτεμβρίου 2010 τα αιτήματά της έγιναν δεκτά. Η γονική εξουσία του προσφεύγοντος περιορίστηκε στο να συμμετέχει στη λήψη αποφάσεων, ιδίως, σχετικά με τον τόπο διαμονής του παιδιού, την ιατρική περίθαλψη και την επιλογή σχολείου, παιδικού σταθμού και νηπιαγωγείου.
Τον Μάιο του 2010, ο προσφεύγων ζήτησε από το Περιφερειακό Δικαστήριο να ρυθμίσει τα δικαιώματα επικοινωνίας με τηνΧ., λόγω της άρνησης της Μ.Μ. να τον αφήσει να εμπλακεί στη ζωή του παιδιού.
Τον Δεκέμβριο του 2014 το δικαστήριο εξέδωσε απόφαση η οποία στη συνέχεια τροποποιήθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο της Κρακοβίας στις 28 Απριλίου 2015. Το δικαστήριο χορήγησε στον προσφεύγοντα δικαίωμα επικοινωνίας με την κόρη του για δύο ώρες σε προσδιορισμένες ημέρες, χωρίς την παρουσία της μητέρας και μακριά από τον τόπο κατοικίας του παιδιού. Θα μπορούσε επίσης να παίρνει την Χ. από τον τόπο διαμονής της κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο, με έναν δικαστικό κηδεμόνα που διορίζεται για την προστασία των συμφερόντων της Χ. και να περνά μαζί της 3 εβδομάδες από τις καλοκαιρινές διακοπές καθώς και ορισμένες ημέρες τα Χριστούγεννα και το Πάσχα.
Ο προσφεύγων δεν είχε κανονική επικοινωνία με την κόρη του, κυρίως στο νηπιαγωγείο. Τις ημέρες επικοινωνίας, η Χ. αρνούνταν να περάσει χρόνομαζί του, καθώς προφανώς, δεν ήταν συναισθηματικά προετοιμασμένη για τις επισκέψεις.
Από τις 8 Σεπτεμβρίου 2015 και μετά, εφαρμόστηκε πρόσθετη επίβλεψη κηδεμόνα, αλλά, παρόλες τις προσπάθειες, ο κηδεμόνας δεν κατάφερε επίσης να πείσει την Χ. να πάει στις προγραμματισμένες συναντήσεις με τον πατέρα της.
Τον Ιούλιο του 2015 η М.М. ζήτησε από το Επαρχιακό Δικαστήριο να τροποποιήσειτην επικοινωνία. Στις 22 Δεκεμβρίου 2015 το δικαστήριο εξέδωσε απόφαση με τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, καταργώντας την επικοινωνία μεταξύ του προσφεύγοντος και της Χ. κατά τη διάρκεια των Σαββατοκύριακων. Ο προσφεύγων άσκησε έφεση και, στις 7 Μαρτίου 2016 και το Περιφερειακό Δικαστήριο της Κρακοβίας απέρριψε το αίτημα της M.M., θεωρώντας ότι οι δυσκολίες στην υλοποίηση των συναντήσεων οφείλονταν στη στάση της και ότι ο περιορισμός της επικοινωνίας και των συναντήσεων του προσφεύγοντος με ασφαλιστικά μέτρα δεν ήταν σκόπιμος.
Ο προσφεύγων συνέχισε να συναντά την Χ., το πρώτο και τρίτο Σάββατο του μήνα παρουσία κηδεμόνα και σε δημόσιους χώρους. Σε αυτές τις συναντήσεις συμμετείχε και η Μ.Μ., παρόλο που από τις 7 Μαρτίου 2016 και μετά οι συναντήσεις έπρεπε να λαμβάνουν χώρα χωρίς την παρουσία της. Σε αρκετές περιπτώσεις ο προσφεύγων κατάφερε να πείσει την Χ. να έρθει μόνη της σε κινηματογράφο ή για ψώνια.
Στις 8 Φεβρουαρίου 2018 το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε νέα απόφαση επικοινωνίας. Το δικαστήριο επεσήμανε ότι η Μ.Μ. δεν είχε συμμορφωθεί με προηγούμενες αποφάσεις σχετικά με τις συναντήσεις του παιδιού με τον πατέρα και είχε απομονώσει το παιδί από αυτόν. Το δικαστήριο απείλησε και την Μ.Μ. με πρόστιμο 3.000 πολωνικών ζλότι (PLN) για κάθε ακυρωμένη συνάντηση επικοινωνίας. Η απόφαση του δικαστηρίου εκδόθηκε με βάση τη γνωμάτευσηπραγματογνωμόνων που ελήφθη στις 28 Σεπτεμβρίου 2016, η οποία έδειξε ότι η Χ. δεν ένιωθε άγχος για τη συνάντηση με τον πατέρα της. Ωστόσο, αναπαρήγαγε την αρνητική στάση της μητέρας της προς τον προσφεύγοντα και, κατά συνέπεια, αρνήθηκε την ανάγκη της να δημιουργήσει δεσμούς και να διατηρήσει επαφή μαζί του.
Κατόπιν αιτήματος του προσφεύγοντος, στις 17 Σεπτεμβρίου 2019 το Περιφερειακό Δικαστήριο της Κρακοβίας υποχρέωσε την M.M. και τον προσφεύγοντα να παρακολουθήσουν τακτική οικογενειακή θεραπεία στο Εξειδικευμένο Οικογενειακό Συμβουλευτικό Κέντρο στη Βαρσοβία με στόχο να διαμορφώσουν σωστές γονεϊκές συμπεριφορές και να εξασφαλίσουν την επικοινωνία του παιδιού με τον πατέρα του. Το δικαστήριο καθόρισε επίσης το χρονοδιάγραμμα για τα δικαιώματα επικοινωνίας μεταξύ κόρης καιπατέρα. Η Μ.Μ. ήταν και πάλι υποχρεωμένη να προετοιμάσει το παιδί για τις συναντήσεις με τον πατέρα και απειλήθηκε με πρόστιμο 3.000 PLN για κάθε φορά που παραβίαζε τις υποχρεώσεις της.
Στο μεταξύ, τον Απρίλιο του 2015 η Μ.Μ. παντρεύτηκε και, τον Αύγουστο του 2016, μετακόμισε με την Χ. από την Κρακοβία στη Βαρσοβία. Ενημέρωσε τον προσφεύγοντα για αυτό σχεδόν ένα μήνα αργότερα, παρά το γεγονός ότι ήταν υποχρεωμένη να λάβει την προηγούμενη συγκατάθεσή του για οποιαδήποτε αλλαγή του τόπου διαμονής του παιδιού. Ο προσφεύγων δεν ενημερώθηκε για τη νέα διεύθυνση της κόρης του στη Βαρσοβία μέχρι τις 7 Σεπτεμβρίου 2016.
Το 2014 ο προσφεύγων παντρεύτηκε. Συνέχισε να ζει με τη γυναίκα και τα παιδιά του στην Κρακοβία. Επειδή η Μ.Μ. είχε μετακομίσει με την Χ. στη Βαρσοβία, από τον Αύγουστο του 2016 έπρεπε να εγκαταλείψει τις προσπάθειές του αναφορικά με τις συναντήσεις με την κόρη του, που προηγουμένως είχαν προγραμματιστεί για τις Τετάρτες. Από τις 17 Σεπτεμβρίου 2019, ημερομηνία της πιο πρόσφατης απόφασης που ρυθμίζει τα δικαιώματα επικοινωνίας, ο προσφεύγων κατάφερε να συναντήσει την κόρη του τρεις φορές (μία το 2019 και δύο το 2022). Καμία από αυτές τις συναντήσεις δεν πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με την δικαστική απόφαση περί επικοινωνίας και η καθεμία διήρκεσε περίπου μία ώρα.
Στις 3 Νοεμβρίου 2015 ο προσφεύγων ζήτησε από το Επαρχιακό Δικαστήριο να απειλήσει την Μ.Μ. με πρόστιμο για κάθε αποτυχημένη συνάντηση.
Στις 7 Ιουνίου 2016 το Επαρχιακό Δικαστήριο ανέστειλε τη διαδικασία εκτέλεσης, κρίνοντας ότι η έκβασή τους εξαρτιόταν από μια άλλη σειρά εκκρεμών διαδικασιών για διευθετήσεις επικοινωνιών. Ο προσφεύγων και ο Συνήγορος του Παιδιού, που παρενέβη στη διαδικασία και υποστήριξε τη θέση του προσφεύγοντος, άσκησαν έφεση. Στις 30 Ιουνίου 2016, το Περιφερειακό Δικαστήριο της Κρακοβίας ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Στις 9 Αυγούστου 2016 το Επαρχιακό Δικαστήριο απείλησε την Μ.Μ. να καταβάλει στον προσφεύγοντα 1.500 PLN για κάθε περαιτέρω παράβαση των υποχρεώσεών της. Παρά την προαναφερθείσα απόφαση, η επικοινωνία μεταξύ του προσφεύγοντος και της κόρης του δεν υλοποιήθηκε.
Στις 19 Δεκεμβρίου 2016 ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση αναγκαστικής εκτέλεσης για να διαταχθείη Μ.Μ. να πληρώσει καθορισμένο χρηματικό ποσό για τη συνεχιζόμενη μη συμμόρφωσή της να σεβαστεί τα δικαιώματα επικοινωνίας του με την Χ.
Στις 3 Οκτωβρίου 2017 το Επαρχιακό Δικαστήριο διέταξε την Μ.Μ. να πληρώσει στον προσφεύγοντα 13.500 PLN για παραβάσεις που είχε διαπράξει και την διέταξε να επιστρέψει τα έξοδα που έκανε ο προσφεύγων κατά την προετοιμασία για τις συναντήσεις με την Χ.
Στις 29 Ιουνίου 2018 ο προσφεύγων υπέβαλε δεύτερη αίτηση αναγκαστικής εκτέλεσης για την επιβολή διαταγής πληρωμής στην Μ.Μ. για τη συνεχιζόμενη μη συμμόρφωσή της με τις υποχρεώσεις της για την περίοδο από 21 Δεκεμβρίου 2016 έως 6 Ιανουαρίου 2018.
Η πρώτη ακρόαση για την υπόθεση αυτή ορίστηκε για τις 20 Σεπτεμβρίου 2018. Οι επόμενες ακροάσεις ακυρώθηκαν. Στις 12 Μαρτίου 2019 ο προσφεύγων ζήτησε από το δικαστήριο να λάβει μέτρα για την υπόθεσή του. Η επόμενη ακρόαση πραγματοποιήθηκε στις 23 Μαΐου 2019.
Στις 14 Ιανουαρίου 2020 το Περιφερειακό Δικαστήριο της Κρακοβίας διέκοψε τη διαδικασία εκτέλεσης, κρίνοντας ότι η έκδοση απόφασης επί της ουσίας θα ήταν αβάσιμη. Ο λόγος για μια τέτοια απόφαση ήταν ότι ο εκτελεστός τίτλος, ο οποίος ήταν η τελεσίδικη απόφαση για την επικοινωνία που εκδόθηκε από το Περιφερειακό Δικαστήριο της Κρακοβίας στις 28 Απριλίου 2015, και που αποτέλεσε τη βάση για την εν λόγω αίτηση του προσφεύγοντος, δεν υπήρχε πλέον καθώς η νέα απόφαση που τροποποιούσε την επικοινωνία είχε εκδοθεί στις 17 Σεπτεμβρίου 2019.
Ο προσφεύγων άσκησε έφεση και, στις 29 Ιουνίου 2020, το Περιφερειακό Δικαστήριο της Κρακοβίας απέρριψε την έφεσή του.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο προσφεύγων ζήτησε δύο φορές από το εθνικό δικαστήριο να επιβάλει πρόστιμα στην Μ.Μ. για τη μη συμμόρφωσή της με τις αποφάσεις περί επικοινωνίας. Η πρώτη δέσμη διαδικασιών ολοκληρώθηκε με την επιβολή προστίμου και η δεύτερη δέσμη διαδικασιών περατώθηκε Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο θεώρησε ότι ο προσφεύγων δεν ήταν υποχρεωμένος να ξεκινήσει άλλη σειρά παρόμοιων διαδικασιών. Επομένως, η ένσταση της Κυβέρνησης έπρεπε να απορριφθεί.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η καταγγελία του προσφεύγοντος δεν ήταν προδήλως αβάσιμη κατά την έννοια του άρθρου 35 § 3 (α) της Σύμβασης ή απαράδεκτη για οποιονδήποτε άλλο λόγο. Επομένως, έπρεπε να κριθεί παραδεκτή.
Οι γενικές αρχές που αφορούν τον σεβασμό της οικογενειακής ζωής, τις θετικές υποχρεώσεις του Δημοσίου και τη σημασία των συμφερόντων του παιδιού σε θέματα που αφορούν την επιμέλεια του παιδιού συνοψίστηκαν στην απόφαση Ρ.Κ. κατά Πολωνίας της 10.06.2014, αρ. 43123/10 §§ 81-86και στην υπόθεση Malec κατά Πολωνίας της 28.06.2016, αρ. προσφ. 28623/12 §§ 66-67.
Δεν αμφισβητήθηκε ότι τα θέματα που αφορούσαν την παρούσα υπόθεση σχετίζονταν με την «οικογενειακή ζωή» κατά την έννοια του άρθρου 8 § 1 και ότι αυτή η διάταξη είναι εφαρμοστέα.
Το καθοριστικό ερώτημα ήταν εάν οι πολωνικές αρχές έλαβαν ή όχι όλα τα κατάλληλα μέτρα που θα μπορούσαν εύλογα να απαιτηθούν για να διευκολυνθεί η επιβολή των ρυθμίσεων επικοινωνίας όπως ορίζονται στις δικαστικές αποφάσεις. Όλες αυτές οι αποφάσεις χορηγούσαν το δικαίωμα τον προσφεύγοντα να έχει τακτική επαφή με την κόρη του, αν και οι ρυθμίσεις διαφοροποιήθηκαν κάπως με την πάροδο του χρόνου.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο προσφεύγων και η Μ.Μ. χώρισαν τον Μάρτιο του 2010, όταν η Χ. ήταν περίπου δύο μηνών. Ήδη τον Απρίλιο του 2010 η Μ.Μ. ζήτησε από το δικαστήριο να της παραχωρήσει την αποκλειστική επιμέλεια και τη γονική μέριμνα. Επιπλέον, αμέσως μετά τον χωρισμό, η επικοινωνία του προσφεύγοντος με την κόρη του μειώθηκε καθώς σύγκρουση των γονέων κλιμακώθηκε. Στη συνέχεια, μετά τον Αύγουστο του 2016 όταν η Μ.Μ. μετακόμισε με την Χ. στη Βαρσοβία, ο προσφεύγων έπρεπε να εγκαταλείψει τις προσπάθειές του να δει την κόρη του τις Τετάρτες, καθώς μπορούσε να ταξιδέψει από την Κρακοβία στη Βαρσοβία μόνο τα Σαββατοκύριακα. Από το 2019, ο προσφεύγων κατάφερε να δει την κόρη του μόνο τρεις φορές, μία το 2019 και δύο φορές το 2022.
Οι δυσκολίες στη διευθέτηση της επικοινωνίας οφείλονταν ομολογουμένως σε μεγάλο βαθμό στις έριδες μεταξύ Μ.Μ. και προσφεύγοντα. Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης την αυξανόμενη απροθυμία του παιδιού να συναντηθεί με τον πατέρα του, την οποία η πραγματογνωμοσύνη της 28 Σεπτεμβρίου 2016 απέδωσε στην αρνητική στάση της M.M. έναντι του προσφεύγοντος. Από αυτή την άποψη, οι διαφορές αναφορικά με τα δικαιώματα επικοινωνίας και διαμονής είναι από τη φύση τους εξαιρετικά ευαίσθητες για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη και δεν είναι εύκολο έργο για τις εγχώριες αρχές να εξασφαλίσουν την εκτέλεση δικαστικής απόφασης όταν η συμπεριφορά ενός ή και οι δύο γονείς είναι λιγότερο εποικοδομητική ή, όπως στην παρούσα περίπτωση με την Μ.Μ.,αντίκειταιστην επικοινωνία.
Ωστόσο, η έλλειψη συνεργασίας μεταξύ γονέων που έχουν χωρίσει δεν είναι μια περίσταση που μπορεί από μόνη της να απαλλάξει τις αρχές από τις θετικές τους υποχρεώσεις δυνάμει του άρθρου 8. Αντίθετα επιβάλλει στις αρχές την υποχρέωση να λάβουν μέτρα που θα συμβιβάζουν τα συγκρουόμενα συμφέροντα των μερών, λαμβάνοντας υπόψη το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού (βλ. Z. Κατά Πολωνίας της 20.04.2010, αρ. προσφ. 34694/06§ 75και G.B. κατά Λιθουανίας της 19.01.2016, αρ. προσφ. 36137/13 § 93).
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι όταν η Μ.Μ. δεν συμμορφώνονταν με τις δικαστικές αποφάσεις, ο προσφεύγων άρχισε να υποβάλλει αιτήσεις στο Επαρχιακό Δικαστήριο για να απειλήσει την Μ.Μ. με πρόστιμα και στη συνέχεια προσπάθησε να παρακινήσει το δικαστήριο να επιβάλει πρόστιμο και την υποχρέωση της να αποζημιώσει τα οδοιπορικά του έξοδα. Ο προσφεύγων υπέβαλε δύο προσπάθειες εκτέλεσης τηςτελεσίδικης απόφασης σχετικά με την επικοινωνία που εκδόθηκε από το Περιφερειακό Δικαστήριο της Κρακοβίας στις 28 Απριλίου 2015.
Ωστόσο, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το εθνικό δικαστήριο εξέτασε το πρώτο αίτημα της 3ης Νοεμβρίου 2015 στις 9 Αυγούστου 2016, όταν απείλησε τη μητέρα με πρόστιμο 1.500 PLN για κάθε μη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις της. Δεδομένου ότι συνέχισε να εμποδίζει τον προσφεύγοντα από το να έχει οποιαδήποτε επικοινωνία με την Χ. στις 19 Δεκεμβρίου 2016 ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία εξετάστηκε στις 3 Οκτωβρίου 2017, δηλαδή σχεδόν 10 μήνες αργότερα και σχεδόν δύο χρόνια μετά την υποβολή της αρχικής αίτησης. Επιπλέον, η διαδικασία εκτέλεσης που κίνησε ο προσφεύγων στις 29 Ιουνίου 2018 τερματίστηκε τελικά δύο χρόνια αργότερα, στις 29 Ιουνίου 2020 .
Εδώ, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι σε περιπτώσεις αυτού του είδους η καταλληλότητα ενός μέτρου πρέπει να κρίνεται από την ταχύτητα εφαρμογής του, καθώς η πάροδος του χρόνου μπορεί να έχει ανεπανόρθωτες συνέπειες για τις σχέσεις μεταξύ του παιδιού και του γονέα που δεν συγκατοικούν. Παρατήρησε περαιτέρω ότι η Κυβέρνηση δεν έδωσε καμία εξήγηση για τις καθυστερήσεις στην εξέταση των αιτημάτων του προσφεύγοντος. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι παρόλο που τα αρχικά αιτήματα αναγκαστικής εκτέλεσης του προσφεύγοντος οδήγησαν τελικά σε μία απόφαση επιβολής προστίμου στη μητέρα, η παρατεταμένη εξέταση αυτών των αιτημάτων συνέβαλε στην περαιτέρω επιδείνωση του συναισθηματικού δεσμού του ιδίου με την κόρη του.
Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι το έργο των εθνικών δικαστηρίων κατέστη δύσκολο λόγω της ιδιαίτερα τεταμένης σχέσης μεταξύ προσφεύγοντος και M.M. Ωστόσο, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτή η σύγκρουση επηρέασε την πορεία των διαδικασιών εκτέλεσης. Ο λόγος για τις καθυστερήσεις σε αυτό φαίνεται να οφείλεται στην έλλειψη αποτελεσματικότητας και επιμέλειας εκ μέρους των εθνικών δικαστηρίων (Stasik κατά Πολωνίας της 06.10.2015, αρ. προσφ. 21823/12 § 93).
Έχοντας υπόψη τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, ιδίως την πάροδο του χρόνου, και τα κριτήρια που καθορίζονται στη νομολογία του, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, παρά το περιθώριο εκτίμησης του κράτους, οι πολωνικές αρχές δεν κατόρθωσαν να προβούν σε επαρκείς και αποτελεσματικές προσπάθειες για την επιβολή του δικαιώματος του προσφεύγοντος να επικοινωνήσει με το παιδί του και διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής (άρθρου 8 της ΕΣΔΑ).
Δίκαιη Ικανοποίηση (Άρθρο 41):
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στον προσφεύγοντα το ποσό των 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.500 ευρώ για έξοδα (επιμέλεια: echrcaselaw.com).