Μία σημαντική απόφαση για την προστασία των καταναλωτών από τις συνεχείς και επαναλαμβανόμενες τηλεφωνικές κλήσεις από διαφημιστικές εταιρείες εξέδωσε το Πρωτοδικείο της Αθήνας, που έβγαλε «κόκκινη κάρτα» σε τέτοιου είδους πρακτικές, επιδικάζοντας αποζημίωση, και μάλιστα εντόκως, υπέρ των δύο πολιτών οι οποίοι επέλεξαν τη δικαστική οδό για την προστασία τους.
Αναγκαία προϋπόθεση, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της δικαστικής απόφασης για να θεμελιωθεί το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας των καταναλωτών, είναι να έχουν δηλώσει ότι δεν επιθυμούν να δέχονται στα τηλέφωνά τους εισερχόμενες κλήσεις που έχουν σκοπό την εμπορική – διαφημιστική προώθηση προϊόντων, μέσω του τηλεπικοινωνιακού τους παρόχου. Με τον τρόπο αυτόν αυτομάτως οι δηλωμένοι τηλεφωνικοί αριθμοί καταχωρίζονται – ή τουλάχιστον θα έπρεπε να καταχωρίζοται – σε ειδικό κατάλογο συνδρομητών (μητρώο), όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 11 Ν. 3471/2006, και έτσι οι διαφημιστικές εταιρείες οφείλουν να εξαιρούν από το «πελατολόγιο» τις συγκεκριμένες κλήσεις.
Από την περιγραφή των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης πολλοί θα αναγνωρίσουν σκηνές από τη δική τους καθημερινότητα. Και ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο η δικαστική απόφαση-δικαίωση των δύο συγκεκριμένων πολιτών αποκτά ευρύτερες διαστάσεις, καθώς αφορά πολύ περισσότερους από εκείνους τους δύο πολίτες που άσκησαν την προσφυγή. Η Δικαιοσύνη επί της ουσίας αναγνωρίζει αφενός την προστασία της προσωπικότητας των καταναλωτών και τη διασφάλιση των προσωπικών τους δεδομένων και αφετέρου οριοθετεί, με βάση τον ίδιο τον νόμο, τα «σύνορα» μιας εμπορικής επικοινωνίας. Και με βάση το «διά ταύτα» της απόφασης υποχρεώνεται η εναγόμενη εταιρεία να αποζημιώσει, λόγω ηθικής βλάβης, τον καθένα από τους προσφεύγοντες με το ποσό των 2.000 ευρώ και επιπλέον με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της παραπάνω αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφλησή της.
Σύμφωνα με όσα προκύπτουν από την αγωγή, και οι δύο πολίτες είχαν ενημερώσει τον τηλεπικοινωνιακό τους πάροχο ότι δεν επιθυμούσαν να δέχονται εισερχόμενες κλήσεις στα τηλέφωνά τους (σ.σ.: ο ένας εξ αυτών στο κινητό του και ο δεύτερος στο σταθερό του τηλέφωνο) που έχουν σκοπό την εμπορική – διαφημιστική προώθηση προϊόντων, καταχωρίζοντας μάλιστα τους αριθμούς τους στον ειδικό κατάλογο-μητρώο συνδρομητών.
Η δικαίωση
Παρ’ όλα αυτά συνέχιζαν να δέχονται τηλεφωνικά διαφημιστικές κλήσεις, παρά το γεγονός ότι ενημέρωναν σε κάθε επικοινωνία τους εκπροσώπους των διαφημιστικών εταιρειών ότι δεν επιθυμούσαν να λαμβάνουν τέτοιου είδους κλήσεις και πως είχαν ήδη ακολουθήσει τη νόμιμη οδό για την εξαίρεσή τους καταχωρίζοντας τους αριθμούς τους στο ειδικό μητρώο. Ως ύστατο μέτρο για την προστασία τους επέλεξαν την προσφυγή τους στη Δικαιοσύνη. Η αγωγή τους σε πρώτο βαθμό απορρίφθηκε ως αόριστη από το Ειρηνοδικείο της Αθήνας, αλλά η δικαίωσή τους ήρθε από το Πρωτοδικείο της πρωτεύουσας που έκρινε σε δεύτερο βαθμό την ίδια υπόθεση.
«Με την πραγματοποίηση των κλήσεων προς τους ενάγοντες η εναγόμενη παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 11 Ν. 3471/2006, η ως άνω δε παράνομη και υπαίτια πράξη της προκάλεσε στους ενάγοντες ηθική βλάβη, όπως βάσιμα αυτοί ισχυρίζονται, λόγω της αναστάτωσης που τους προκάλεσαν οι μη ζητηθείσες τηλεφωνικές κλήσεις της εναγομένης για προωθητικούς και διαφημιστικούς σκοπούς, παρά το ότι αυτοί είχαν προβεί σε κάθε απαραίτητη ενέργεια, ώστε να μη δέχονται τέτοιες κλήσεις, και η συμπεριφορά της εναγομένης να αγνοήσει (έστω και από αμέλεια) την ως άνω ρητά εκφρασμένη βούλησή τους, προκειμένου να εξυπηρετήσει τους εμπορικούς της σκοπούς», επισημαίνεται στο σκεπτικό της δικαστικής απόφασης. Και προστίθεται ότι «η ηθική βλάβη που προκλήθηκε στους ενάγοντες δεν είναι ανύπαρκτη ή ασήμαντη, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη. Με τις κλήσεις προσβλήθηκε η προσωπικότητά τους, καθώς εθίγη το δικαίωμα πληροφοριακής αυτοδιάθεσης και ιδιωτικότητάς τους με τη χρησιμοποίηση των τηλεφωνικών τους συνδέσεων για προωθητικούς και διαφημιστικούς σκοπούς παρά τη ρητή εναντίωσή τους, με αποτέλεσμα οι ενάγοντες να δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση».
Υπό αυτό το πρίσμα το δικαστήριο δικαίωσε τους δύο προσφεύγοντες και επιδίκασε στον καθένα ως αποζημίωση 2.000 ευρώ νομιμοτόκως, αντί των 20.000 ευρώ που διεκδικούσε ο καθένας τους.