ΑΡΙΘΜΟΣ 1224/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αβροκόμη Θούα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Πηνελόπη Παρτσαλίδου-Κομνηνού-Εισηγήτρια, Σταματική Μιχαλέτου, Αλεξάνδρα Σιούτη και Νικόλαο Βεργιτσάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Σεπτεμβρίου 2020, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Λάμπρου Σοφουλάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα – κατηγορουμένου Β. Μ. του Γ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζήση Κωνσταντίνου, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ. 196/2019 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ιωαννίνων και με υποστηρίζοντα την κατηγορία τον Β. Τ. του Κ., κάτοικο …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παντελή Μήτση.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Ιωαννίνων, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ’ αριθμ. πρωτ. 4516/15-6-2020 αίτησή του αναίρεσης και στους από 10-8-2020 προσθέτους λόγους αυτής, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 665/2020.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί το αίτημα αναβολής και να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, τον πληρεξούσιο δικηγόρο του υποστηρίζοντος την κατηγορία και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Τα υπό κρίση δύο δικόγραφα από 15-6-2020 δήλωση αναίρεσης που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με αρ.πρωτ.4516/2020 και από 10-8-2020 δικόγραφο πρόσθετων λόγων του κατηγορουμένου Β. Μ. του Γ. κατά της υπ’ αριθμ. 196/2019 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Ιωαννίνων, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα και είναι παραδεκτά, ως περιέχοντα σαφείς και ορισμένους λόγους αναίρεσης την υπέρβαση εξουσίας, την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρα 473 παρ. 2, 3, 474 παρ.4, 509 και 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Ε’ & Θ’ Κ.Π.Δ).
Συνεπώς, πρέπει, να ερευνηθούν, περαιτέρω, συνεκδικαζόμενα, αφού το αίτημα που υπέβαλε στο ακροατήριο ο συνήγορος του υποστηρίζοντος την κατηγορία Β. Τ. περί αναβολής της συζήτησης της υπόθεσης, διότι ευρίσκεται ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ιωαννίνων σε δίκη που συνεχίζεται και πρόκειται να περατωθεί, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 470 εδ.α’ του Κ.Π.Δ., η οποία δεν άλλαξε με την κύρωση του νέου Κ.Π.Δ. από 1-7-2019, στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνο που καταδικάστηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται. Με τη διάταξη αυτή, καθιερώνεται η αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του κατηγορουμένου από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με οποιονδήποτε τρόπο, αμέσως ή εμμέσως και δη είτε με την επαύξηση των ποινικών κυρώσεων σε βάρος του καταδικασθέντος (πραγματική χειροτέρευση), είτε με την επιβάρυνση της νομικής μεταχείρισης αυτού, δηλαδή, κυρίως, αν αναγνωρίζεται βαρύτερη ενοχή του από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (νομική χειροτέρευση), διαπιστούμενη με τη σύγκριση του περιεχομένου του διατακτικού, αφενός της απόφασης που προσβάλλεται με το ένδικο μέσο και αφετέρου αυτής που εκδίδεται από το δικαστήριο του ενδίκου μέσου. Η παράβαση της ανωτέρω διάταξης συνιστά υπέρβαση εξουσίας που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Θ’ λόγο αναίρεσης, Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Ιωαννίνων, που επελήφθη ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατόπιν ασκήσεως εφέσεως του αναιρεσείοντα, κήρυξε ένοχο αυτόν πλαστογραφίας από κοινού με έτερο άγνωστο άτομο και συγκεκριμένα κατάρτισης εξ υπαρχής της φέρουσας ημεροχρονολογία 11-2-2008 απόδειξης ως εκδοθείσας και υπογραφείσας από τον εγκαλούντα Β. Τ. του Κ. με το αναφερόμενο περιεχόμενο και για την πράξη αυτή του επέβαλε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, ενώ το πρωτόδικο δικαστήριο, ήτοι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ιωαννίνων με την υπ’ αριθμ.831/2017 απόφασή του του είχε επιβάλλει ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών. Έτσι, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του κατέστησε χείρονα τη θέση του αναιρεσείοντος αφού του υπέβαλε μεγαλύτερη ποινή φυλάκισης και πράττοντας κατά τον τρόπο αυτόν, υπερέβη την εξουσία του. Κατόπιν αυτών, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων επικαλείται τα παραπάνω περί παραβίασης της παραπάνω διάταξης και ίδρυσης του προβλεπόμενου από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Θ’ Κ.Π.Δ, λόγου αναίρεσης, είναι βάσιμος.
Με τον ν.4619/2019 (ΦΕΚ Α’95/11-6-2019) κυρώθηκε ο νέος Ποινικός Κώδικας που ισχύει από 1-7-2019 (άρθρο δεύτερο του νόμου). Στο 23° Κεφάλαιο αυτού εντάχθηκαν τα εγκλήματα κατά των περιουσιακών αγαθών, χωριστά σε δύο ενότητες, τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και τα εγκλήματα κατά της περιουσίας. Στα τελευταία ανήκει το έγκλημα της απάτης, κατά δε τη σχετική διάταξη του άρθρου 386 παρ.1 εδ.α’ Π.Κ. “1.Όποιος, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με σκοπό από τη βλάβη αυτής της περιουσίας να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή.” Έτσι, για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, έστω και αν τελικώς δεν επιτευχθεί το όφελος, η πραγματοποίηση του οποίου, εντεύθεν, και δεν απαιτείται, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από τα οποία, ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, γ) βλάβη ξένης κατά το αστικό δίκαιο περιουσίας η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία (και) υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος. Ο παραπλανώμενος δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται με τον βλαπτόμενο, αρκεί να μπορεί από τον νόμο ή τα πράγματα να επιχειρήσει την επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη, παράλειψη ή ανοχή, το δε περιουσιακό όφελος που επεδίωξε ο δράστης πρέπει να προέρχεται από την περιουσία του βλαπτομένου στη διάθεση της οποίας προέβη ο παραπλανηθείς, έτσι ώστε να αποτελεί την ανάστροφη όψη της περιουσιακής βλάβης. Εντεύθεν και απάτη είναι δυνατόν να τελεσθεί και δια παραπλανήσεως του δικαστού σε πολιτική δίκη, δια της προβολής ψευδούς ισχυρισμού, ο οποίος (να) υποστηρίζεται με την εν γνώσει προσκομιδή ψευδών αποδεικτικών μέσων από τα οποία ο δικαστής παραπλανήθηκε και εξέδωσε απόφαση, συνεπεία της οποίας επήλθε βλάβη στην περιουσία του αντιδίκου. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 42 § 1, Π.Κ. “όποιος, έχοντας αποφασίσει να τελέσει έγκλημα, αρχίζει να εκτελεί την περιγραφόμενη στο νόμο αξιόποινη πράξη, τιμωρείται, αν το έγκλημα δεν ολοκληρώθηκε με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83)”. Το έγκλημα της απάτης μπορεί να τελεσθεί και με την μορφή απόπειρας, τόσον όταν ο δράστης επιχειρήσει πράξη που κατευθύνεται στην παραπλάνηση του άλλου και κατά την πρόθεσή του οδηγεί στην περιουσιακή διάθεση, πλην όμως δεν ολοκληρώθηκε ή ολοκληρώθηκε μεν, αλλά δεν προκάλεσε πλάνη ή περιουσιακή ζημία, όσο και όταν η συμπεριφορά του δράστη τελεί εις τοιαύτην αναγκαία και άμεση συνάφεια προς την αντικειμενική υπόσταση της απάτης, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται ως τμήμα αυτής, στην οποία αμέσως οδηγεί, αν δεν ήθελε αποκοπεί για οποιοδήποτε λόγο. Και στην απάτη στο δικαστήριο είναι νοητή η απόπειρα, αν δε παραπλανήθηκε το δικαστήριο, παρά την επιχειρηθείσα απάτη υπό του διαδίκου και εκδίδει απορριπτική απόφαση για τον προβληθέντα ισχυρισμό ή δεν εκδίδει οριστική απόφαση υπέρ του δράστη (Α.Π.308/2018). Όμως, παρά την προβολή αναληθών ισχυρισμών σε πολιτική δίκη και την προσκόμιση και επίκληση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων προς απόδειξη, δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της απάτης στο δικαστήριο, ούτε σε απόπειρα, σε δικονομική διαδικασία, κατά την οποία ο δικαστής δεν ελέγχει την ουσιαστική αλήθεια των ισχυρισμών του δράστη, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του νόμου (βλ. ΑΠ 765/2001, Συμβ.Α.Π.713/2004). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Π.Δ., όταν εκτίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των αποδειχθέντων περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι καταρχάς αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Το έγκλημα της απάτης προϋποθέτει δόλο με την έννοια της πρόθεσης, αλλά και πρόσθετη ύπαρξη γνώσης για την παράσταση των ψευδών περιστατικών. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε προκύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ’ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που αποτελεί λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ του Κ.Π.Δ., υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται με πλάγιο τρόπο, γιατί στο πόρισμα που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και αναφέρεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες ή αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 196/2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ιωαννίνων, ο αναιρεσείων, δικαζόμενος υπό την ισχύ του νέου Π.Κ., κηρύχθηκε ένοχος για τις πράξεις της πλαστογραφίας από κοινού και της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο. Μετά την αναγνώριση στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 α’ του Π.Κ., του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, όπως ήδη εκτέθηκε, για την πράξη της πλαστογραφίας από κοινού και ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών για την πράξη της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο, συνολικά δε του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δέκα τεσσάρων (14) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη. Το Δικαστήριο δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: “Από την όλη αποδεικτική διαδικασία και γενικότερα, από την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα, την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης, που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο, τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο, την εκκαλουμένη απόφαση και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο εγκαλών άσκησε ενώπιον του Μον Πρ.Ιωαννίνων την από 15-9-2010 με αριθ. καταθ. 1326/2010 αγωγή του κατά του κατηγορουμένου με την οποία ζητούσε υπόλοιπο μη καταβληθείσας αμοιβής από σύμβαση έργου ύψους 37.441 ευρώ. Η αγωγή επιδόθηκε στον κατηγορούμενο στις 5.11.2010 (βλ τη με αριθ. …/5.11.2010 έκθεση επίδοσής της δικαστικής, επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Ιωαννίνων Ε. Σ.). Είχε προηγηθεί η επίδοση από τον μηνυτή της από 3-11-2008 εξώδικης διαμαρτυρίας του -πρόσκλησης με την με αριθ. …/4-11-2008 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Ιωαννίνων Ε. Λ.). Η αγωγή συζητήθηκε στις 4-12-2013. Κατά τη συζήτηση της αγωγής ο κατηγορούμενος Β. Μ. του Γ. και Π., προσκόμισε προς απόδειξη του ισχυρισμού του ότι έχει τον μηνυτή την με ημερομηνία 11-2-2008 απόδειξη, φερομένη ως εκδοθείσα και υπογραφείσα από τον μηνυτή, στην οποία ο τελευταίος, φερόμενος ως εκδότης, φέρεται να δηλώνει τα κάτωθι: “έλαβα από τον Μ. Β. για εργασίες οικοδομικές στο χωριό … το ποσό των 47.000 ευρώ (σαράντα επτά χιλιάδες ευρώ). Απομένει προς εξόφληση το ποσό των 6.000 ευρώ, (έξι χιλιάδες ευρώ) για πλήρη εξόφληση των εργασιών και δεν υπάρχει καμία απαίτηση από τις δύο πλευρές”. Επί της αγωγής εκδόθηκε η υπ’αριθ 420/2013 απόφαση του Μονομελούς πρωτοδικείου Ιωαννίνων η οποία την απέρριψε ως αόριστη. Η απόδειξη αυτή αποδείχτηκε ότι είναι πλαστή. Η υπογραφή δεν είναι υπογραφή ούτε του μηνυτή ούτε του κατηγορουμένου. Το κείμενο της απόδειξης είναι κείμενο του κατηγορουμένου.(Βλ. την από 15-5-2015 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του Π. Τ.). Η αγωγή ορίσθηκε αρχικά να συζητηθεί στις 7-11-2011 με αριθ Πιν. … και μετά από αναβολές συζητήθηκε τελικά στις 4-12-2012. Εν όψει τούτων η προσκομισθείσα στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ιωαννίνων απόδειξη καταρτίστηκε εντός του χρονικού διαστήματος 7- 12-2011 έως 4 -12-2013. Ποτέ πριν ακόμη και κατά την επίσκεψη του έργου στις 8-10-2009 για την επιμέτρηση των εργασιών από τον ορισθέντα από το TEE πολιτικό μηχανικό Δ. Τ. ο κατηγορούμενος δεν είχε αναφέρει την ύπαρξη της απόδειξης αυτής. Ανέφερε μόνο στον πραγματογνώμονα ότι ο μηνυτής είχε πληρωθεί και του ενεχείρισε αντίγραφο της εξώδικης δήλωσης του μηνυτή. Επομένως ο περί παραγραφής ισχυρισμός του κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Η πλαστή αυτή απόδειξη καταρτίστηκε από τον κατηγορούμενο, από κοινού με άλλο άγνωστο πρόσωπο, με σκοπό να παραπλανήσει το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, ενώπιον του οποίου θα κατετίθετο, στα πλαίσια της συζητήσεως της προαναφερθείσας αγωγής την ότι έχει καταβάλει ήδη στον εγκαλούντα εκ της οφειλομένης αμοιβής επιπλέον ποσό 47.000 ευρώ. Στις 4-12-2013, σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος επεχείρησε να πείσει το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, ότι είχε καταβάλει στον μηνυτή από την οφειλόμενη αμοιβή 47.000 ευρώ και έτσι να παραπλανήσει το Δικαστήριο ως προς την βασιμότητα της προσβληθείσας από αυτόν ένστασης εξοφλήσεως και αφετέρου εξέτασε ως μαρτυρά τον Δ. Μ. ο οποίος εν γνώσει ψευδώς κατέθεσε τα κάτωθι: “η αρχική συμφωνία με τον πατέρα μου έγινε το 2004 …. έκαναν συμφωνία για 53.000 ευρώ… Τ. έκανε άλλα απ’ αυτά που συμφώνησαν…. Είχε διαφωνίες και με άλλους ….δεν μας έδωσε λογαριασμό για τις υπολειπόμενες 37.000 ιυρώ… η συμφωνία ήταν για 45.000 ευρώ…. Ο αδελφός μου δεν είχε κάνει συμφωνία για τοίχο …. Στην απόδειξη που υπέγραψε περιλαμβάνονται τα πάντα….Στις 53.000 περιλαμβάνονταν οι εργασίες που είχαν γίνει μέχρι το σημείο αυτό”, ενώ η αλήθεια την οποία γνώριζε τόσο ο παρών κατηγορούμενος όσο και ο μάρτυρας Δ. Μ. ήταν ότι δεν έγινε καμία συμφωνία με τον πατέρα του, αλλά με τον παρόντα κατηγορουμένο, ο οποίος εμφανίσθηκε ως κύριος, ότι ο Τ. έκανε αυτά τα οποία είχαν συμφωνήσει και όχι άλλα, ότι ο Τ. δεν είχε ποτέ διαφωνίες με άλλους συναλλασσομένους, ότι έδωσε λογαριασμό για το σύνολο της αξίωσης του, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, ότι δεν συμφώνησε ποτέ για 45.000 ευρώ ή για 53.000 ευρώ συνολικά εργολαβική αμοιβή, ότι τον τοίχο περίφραξης τον έχτισε κατόπιν συμφωνίας με τον πρώτο των κατηγορουμένων, και ότι ο ίδιος (ο Τ.) ποτέ δεν υπέγραψε την από 11-2-2008 απόδειξη, η οποία τυγχάνει πλαστή, κατά τα ανωτέρω (υπό Α1) αναφερόμενα. Με το πλαστό δε έγγραφο που προσκόμισε μετ’ επικλήσεως και τον ψευδομάρτυρα που εξέτασε, επιχείρησε ο πρώτος των κατηγορουμένων να προκαλέσει την απόρριψη της -αγωγής, ζημιώνοντας έτσι τον εκεί ενάγοντα και εδώ εγκαλούντα κατά το ποσό των 37.441 ευρώ του ζητουμένου υπολοίπου της εργολαβικής αμοιβής, ζημία η οποία είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας. Ωστόσο, δεν ολοκλήρωσε την πράξη του για λόγους εξωτερικούς και μη εξαρτώμενους εκ της βουλήσεως του και δη διότι ο Δικαστής το Μονομελούς Πλημμελειοδικείου δεν εξέτασε την ουσία της επίδικης διαφοράς αλλά απέρριψε την αγωγή ως αόριστη.
Ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι επειδή, με την αριθ. 420/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, απορρίφθηκε η από 15.9.2010 αγωγή του εγκαλούντα ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της (και κατά την κύρια και κατά την επικουρική της βάση, χωρίς έρευνα της ουσίας της αξίωσης και το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του οποιαδήποτε μαρτυρική κατάθεση ή έγγραφο, μ’ αποτέλεσμα, να μην μπορεί εν προκειμένω να γίνει λόγος για διάπραξη αδικημάτων των άρθρων 386 § 1 και 224 § 2 Π.Κ. ούτε κατά μείζονα λόγο γιά οποιαδήποτε παραπλάνηση ή έστω απόπειρα παραπλάνησης του Δικαστήριο και ότι για την ταυτότητα του νομικού λόγου τα ίδια ως άνω εκτιθέμενα ισχύουν και για το αδίκημα της πλαστογραφίας άλλως και όλως επικουρικώς ότι πρόκειται για απρόσφορη απόπειρα η οποία, δυνάμει του άρθρου 2 παρ.1 του ΠΚ (αρθ. 43 Π.Κ.), δεν είναι εφαρμοστέα διότι έχει καταργηθεί στο σύνολό της με το Νέο Ποινικό Κώδικα (νόμος 4619/ 2019 ΦΕΚ 95 Α/11.6.2019) που κυρώθηκε και ισχύει από 1ης Ιουλίου 2019. πρέπει να απορριφθεί διότι εν προκειμένω το Δικαστήριο δεν εκωλύετο εκ του νόμου να μη προσχωρήσει σε εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, όπως όταν πρόκειται περί αγωγής στηριγμένης στο τεκμήριο ομολογίας αλλά δεν προχώρησε στην εκτίμηση των αποδείξεων μετά από δική του κρίση για την αοριστία της αγωγής. Ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι ” Άλλως και όλως επικουρικώς σε κάθε περίπτωση : Η απόπειρα της απάτης (όπως εν προκειμένω κατηγορείται ο κατηγορούμενος) και η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, με σκοπό περιποιήσεως οφέλους (άρθρο 216 παρ. 3 Π.Κ.), όταν τα για την απάτη παρασταθέντα ψευδή γεγονότα ως αληθή ταυτίζονται προς τα συγκροτούντα την χρήση του πλαστού εγγράφου όπως δηλ. εν προκειμένω συμβαίνει, δεν είναι αυτοτελή εγκλήματα (πρόκειται για φαινομένη κατ’ ιδέαν συρροή) και η απόπειρα της απάτης απορροφάται από τη χρήση πλαστού εγγράφου. Α.Π. 2324/2008, Α.Π.930/2001, Συ μ β. Εφ Θεσ. 663/2012 κ.α.) πρέπει να απορριφθεί διότι όπως και στο αυτοτελή ισχυρισμό αναφέρεται η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, με σκοπό περιποιήσεως οφέλους (άρθρο 216 παρ. 3 Π.Κ.) απορροφά το έγκλημα της απάτης όταν τα για την απάτη παρασταθέντα ψευδή γεγονότα ως αληθή ταυτίζονται προς τα συγκροτούντα την χρήση του πλαστού εγγράφου και όχι όταν πρόκειται για το έγκλημα της πλαστογραφίας της παρ.1, στην πλημμεληματική του δηλ. μορφή. Τούτο διότι το τυποποιούμενο με την παρ. 3 του άρθρου 216 ΠΚ έγκλημα στρέφεται και αυτό κατά της περιουσίας, όπως και η απάτη ενώ το έγκλημα του άρθρου 216 παρ.1 ΠΚ μόνο την προσβάλλει την ακεραιτότητα των έγγραφων. Τέλος ο ισχυρισμός ότι τα προς εξαπάτηση μέσα είναι τέτοιας φύσεως, ώστε να αποβαίνει απολύτως αδύνατη η τέλεση της πράξεως λ.χ. προσαγωγή στο δικαστήριο προς υποστήριξη αγωγής στερούμενου αποδεικτικής δυνάμεως ψευδούς εγγράφου συνιστούν απρόσφορη απόπειρα η οποία με το νέο ΠΚ έχει καταργηθεί πρέπει να απορριφθεί διότι τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν (πλαστή απόδειξη εξόφλησης και ψευδής κατάθεση μάρτυρα) με κανένα τρόπο δεν από τη φύση τους απόλυτα ανίκανα να ολοκληρώσουν το έγκλημα της απάτης στο Δικαστήριο. Κατόπιν τούτων πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για Τα εγκλήματα της πλαστογραφίας, χωρίς την επιβαρυντική περίπτωση της χρήσης και της απόπειρας απάτης στο Δικαστήριο”. Ακολούθως, το παραπάνω δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο του ότι: “Στους κατωτέρω αναφερόμενους χρόνους στα Ιωάννινα, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα, ως ακολούθως: 1. Σε άγνωστο χρόνο, πάντως εντός του χρονικού διαστήματος από τις 7-12-2011 έως τις 4-12-2013, από κοινού με έτερο άγνωστο εισέτι πρόσωπο, κατήρτισε εξ υπαρχής πλαστό έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, και συγκεκριμένα, κατά τον ανωτέρω χρόνο, κατήρτισε εξ υπαρχής τη φέρουσα ημεροχρονολογία 11-2-2008 απόδειξη, φερομένη ως εκδοθείσα και υπογραφείσα από τον εγκαλούντα Β. Τ. του Κ., στην οποία ο φερόμενος ως εκδότης Β. Τ. φέρεται να δηλώνει τα κάτωθι: “έλαβα από τον Μ. Β. για εργασίες οικοδομικές στο χωριό … το ποσό των 47.000 ευρώ (σαράντα επτά χιλιάδες ευρώ). Απομένει προς εξόφληση το ποσό των 6.000 ευρώ, (έξι χιλιάδες ευρώ) για πλήρη εξόφληση των εργασιών και δεν υπάρχει καμία απαίτηση από τις δύο πλευρές”.
2. Στις 4-12-2013, έχοντας αποφασίσει να τελέσει το πλημμέλημα της απάτης επί δικαστηρίου και δη με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος επιχείρησε να βλάψει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, τελώντας πράξη που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης του αδικήματος αυτού, η δε περιουσιακή βλάβη την οποία επιχείρησε να προκαλέσει είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και συγκεκριμένα, με σκοπό να πείσει το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, στα πλαίσια της συζητήσεως της από 15-9-2010 αγωγής την οποία είχε καταθέσει ο μηνυτής, με την οποία ζητούσε υπόλοιπο μη καταβληθείσας αμοιβής από σύμβασή έργου ύψους 37.441 ευρώ (εκ συνολικής εργολαβικής αμοιβής 89.441,00 ευρώ μείον 53.000 ευρώ που είχαν ήδη καταβληθεί), ότι είχε καταβάλει ήδη στον εγκαλούντα εκ της οφειλομένης αμοιβής επιπλέον ποσό 47.000 ευρώ και έτσι να παραπλανήσει το Δικαστήριο ως προς τη βασιμότητα της από τον ίδιο προβληθείσας ένστασης εξοφλήσεως και να επιτύχει την απόρριψη της αγωγής, αφενός χρησιμοποίησε την εξ υπαρχής πλαστή απόδειξη, αφετέρου εξέτασε ως μάρτυρα τον δεύτερο των κατηγορουμένων (Δ. Μ. του Γ.), ο οποίος εν γνώσει ψευδώς κατέθεσε τα κάτωθι: “η αρχική συμφωνία με τον πατέρα μου έγινε το 2004 έκαναν συμφωνία για 53.000 ευρώ …. Ο Τ. έκανε άλλα απ’ αυτά που συμφώνησαν…. Είχε διαφωνίες και με άλλους…δεν μας έδωσε λογαριασμό για τις υπολειπόμενες 37.000 ευρώ… η συμφωνία ήταν για 45.000 ευρώ….Ο αδελφός μου δεν είχε κάνει συμφωνία για τοίχο… Στην απόδειξη που υπέγραψε περιλαμβάνονται τα πάντα… Στις 53.000 περιλαμβάνονταν οι εργασίες που είχαν γίνει μέχρι το σημείο αυτό”, ενώ η αλήθεια, την οποία γνώριζε τόσο ο πρώτος όσο και ο δεύτερος των κατηγορουμένων ήταν ότι δεν έγινε καμία συμφωνία με τον πατέρα του, αλλά με τον πρώτο των κατηγορουμένων, ο οποίος εμφανίσθηκε ως κύριος, ότι ο Τ. έκανε αυτά τα οποία είχαν συμφωνήσει και όχι άλλα, ότι ο Τ. δεν είχε ποτέ διαφωνίες με άλλους συναλλασσομένους, ότι έδωσε λογαριασμό για το σύνολο της αξίωσής του, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, ότι δεν συμφώνησε ποτέ για 45.000 ευρώ ή για 53.000 ευρώ συνολική εργολαβική αμοιβή, ότι τον τοίχο περίφραξης τον έχτισε κατόπιν συμφωνίας με τον πρώτο των κατηγορουμένων, και ότι ο ίδιος (ο Τ.) ποτέ δεν υπέγραψε την από 11-2-2008 απόδειξη, η οποία τυγχάνει πλαστή, κατά τα ανωτέρω (υπό Α1) αναφερόμενα. Με το πλαστό δε έγγραφο που προσκόμισε μετ’ επικλήσεως και τον ψευδομάρτυρα που εξέτασε, επιχείρησε ο πρώτος των κατηγορουμένων να προκαλέσει την απόρριψη της εγκλήσεως, ζημιώνοντας έτσι τον εκεί ενάγοντα και εδώ εγκαλούντα κατά το ποσό των 37.441 ευρώ του ζητουμένου υπολοίπου της εργολαβικής αμοιβής, ζημία η οποία είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας. Ωστόσο, δεν ολοκλήρωσε την πράξη του για λόγους εξωτερικούς και μη εξαρτώμενους εκ της βουλήσεώς του και δη διότι ο Δικαστής του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου δεν εξέτασε την ουσία της επίδικης διαφοράς αλλά απέρριψε την αγωγή ως αόριστη”.
Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο αναιρεσείων τέλεσε την ως άνω αξιόποινη πράξη της απάτης στο δικαστήριο σε απόπειρα, την οποία στήριξε στις διατάξεις των άρθρων 42 και 386 παρ.1 εδ,β’-α’ Π.Κ. εσφαλμένως κατά την παραπάνω νέα διατύπωση της τελευταίας διάταξης, η πλημμεληματική μορφή της οποίας διαγράφεται μόνο στο εδ.α’, παρά το ότι εφάρμοσε τον νέο Π.Κ., ως εκ του χρόνου εκδίκασης της υπό κρίση υπόθεσης (26-9-2019). Ειδικότερα, το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου ήδη αναιρεσείοντα ότι δηλαδή δεν μπορεί να γίνει λόγος για διάπραξη του αδικήματος του άρθρου 386 παρ.1 Π.Κ., ούτε κατά μείζονα λόγο για οποιαδήποτε παραπλάνηση ή έστω απόπειρα παραπλάνησης του Δικαστηρίου αφού τούτο εξ αντικειμένου ήταν αδύνατο να συμβεί δεδομένου ότι η αοριστία της αγωγής και το απαράδεκτο αυτής απέκλεισε αυτό από κάθε δυνατότητα να ερευνήσει την ουσία της υπόθεσης, να λάβει υπόψη του το αποδεικτικό υλικό που προσκόμισαν οι διάδικοι και να προβεί σε οποιαδήποτε αξιολόγηση αυτού με τις εξής παραδοχές : ” Το Δικαστήριο δεν εκωλύετο εκ του νόμου να μην προχωρήσει σε εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, όπως όταν πρόκειται περί αγωγής στηριγμένης στο τεκμήριο ομολογίας, αλλά δεν προχώρησε στην εκτίμηση των αποδείξεων μετά από δική του κρίση για την αοριστία της αγωγής.” Ενώ, στη συνέχεια, ο επικουρικός ισχυρισμός της υπεράσπισης του κατηγορουμένου ότι πρόκειται για απρόσφορη απόπειρα, η οποία δεν είναι εφαρμοστέα για το λόγο ότι η σχετική διάταξη του άρθρου 43 Π.Κ. καταργήθηκε με τον νέο Π.Κ., απαντήθηκε ως εξής: “Ο ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί διότι τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν (πλαστή απόδειξη εξόφλησης και ψευδής κατάθεση μάρτυρα) με κανένα τρόπο δεν είναι από τη φύση τους απόλυτα ανίκανα να ολοκληρώσουν το έγκλημα της απάτης στο Δικαστήριο.” Υπό τις άνω παραδοχές του, το Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διαλαμβανόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 42 και 386 παρ.1 Π.Κ., τις οποίες παραβίασε ευθέως και κατά πλάγιο τρόπο. Συγκεκριμένα, στην προκείμενη περίπτωση και σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά την εκδίκαση στο πολιτικό δικαστήριο της αγωγής του υποστηρίζοντος την κατηγορία Β. Τ. προβλήθηκε ένσταση εξόφλησης από την πλευρά του εναγόμενου ήδη αναιρεσείοντα, για την ενίσχυση της οποίας προσκομίσθηκαν ψευδή αποδεικτικά μέσα και δη πλαστό έγγραφο και ψευδής ένορκη κατάθεση. Όμως, παρά την επίκληση αναληθούς ισχυρισμού εκ μέρους του κατηγορουμένου και την προσκόμιση ψευδών αποδεικτικών μέσων, εν προκειμένω, που ο Δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, έκρινε την αγωγή αόριστη ως εκ τούτου απαράδεκτη και απορριπτέα, δεν υπήρχε υποχρέωση στον ίδιο να ελέγξει την ουσιαστική αλήθεια της προβληθείσας ένστασης εξόφλησης εκ μέρους του εκεί εναγόμενου και ήδη κατηγορουμένου και αναιρεσείοντα, ούτε ο άνω Δικαστής υποχρεούτο να υπεισέλθει στην αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων προς τούτο (αναληθών ή πλαστών). Στην περίπτωση αυτή δεν ανακύπτει καν θέμα παραπλάνησής του από την προσκόμιση ψευδών αποδεικτικών μέσων, αλλά η απόφασή του πριν από κάθε εκτίμηση επί των ισχυρισμών, είναι αποτέλεσμα εφαρμογής νομικών κανόνων, μη υπάρχοντος έτσι εδάφους παραπλάνησης και μάλιστα αιτιώδους δεσμού μεταξύ της επερχόμενης με την απόφαση περιουσιακής διάθεσης στον ενιστάμενο αναιρεσείοντα και της προσκόμισης στο δικαστήριο των πλαστών και ψευδών στοιχείων. Εκτός των ανωτέρω περιστατικών που συνέβησαν στο πολιτικό δικαστήριο, τα οποία δεν μπορούν, κατά τα προεκτεθέντα, να συγκροτήσουν την αντικειμενική υπόσταση του υπόψη εγκλήματος της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο, το οποίο με βάση αυτά τα περιστατικά που δέχθηκε το Δικαστήριο, δεν θεμελιώνεται αντικειμενικά, το ίδιο περιέλαβε στο σκεπτικό του παραδοχές, που έρχονται σε αντίφαση με την εξέλιξη της κρινόμενης υπόθεσης που εκδικαζόταν αφού για να στηρίξει την περί ενοχής κρίση του για τον κατηγορούμενο και αναιρεσείοντα δέχεται χωρίς έρευνα την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα Δ. Μ. ως ψευδή, αντιπαραθέτοντας τα ψευδή περιστατικά αυτής με τα αληθή, αγνοώντας το γεγονός ότι ήδη από τον πρώτο βαθμό ο παραπάνω μάρτυρας απαλλάχθηκε για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα λόγω της έλλειψης γνώσης των κρίσιμων ψευδών περιστατικών, όπως, άλλωστε, αθωώθηκε και ο αναιρεσείων για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε αυτή. Και εκ του λόγου αυτού ανεπαρκώς αιτιολογείται η καταδίκη του αναιρεσείοντα για την πράξη αυτή, καθώς το Δικαστήριο αντιφατικά δέχεται πραγματικά περιστατικά ως δεδομένα, χωρίς αυτά να ισχύουν.
Συνεπώς, το δικάσαν Δικαστήριο υπέπεσε στην πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 42 και 386 παρ.1 εδ.α’ του Π,Κ., αλλά και κατά την παραπάνω έννοια, της έλλειψης της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας με την έννοια της έλλειψης νόμιμης βάσης, οι οποίες ιδρύουν τους από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ και Δ’ Κ.Π.Δ. λόγους αναίρεσης κατά παραδοχή ως βάσιμων του 2ου λόγου της δήλωσης αναίρεσης, καθώς και των 1ου και 3ου του δικογράφου των πρόσθετων λόγων. Επισημαίνεται ότι κατόπιν αυτού παρέλκει η εξέταση της βασιμότητας ή μη των λοιπών πρόσθετων λόγων της κρινόμενης αίτησης, οι οποίοι προσβάλλουν την ανωτέρω παραδοχή.
Ο αναιρεσείων, στη συνέχεια, αιτιάται ότι το χρονικό διάστημα στο οποίο προσδιόρισε το Δικαστήριο την τέλεση της πράξης της πλαστογραφίας από κοινού, για την οποία καταδικάστηκε, δεν εξειδικεύεται με σαφήνεια, παρότι εντός αυτού εμπίπτει διάστημα που έχει μερικώς υποπέσει στην οκταετή παραγραφή. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 του ισχύοντος Π.Κ., το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία προκειμένου για πλημμελήματα είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέστηκε η πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και ωσότου να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όχι πέρα από τα τρία έτη για τα πλημμελήματα. Εξάλλου, ως χρόνος τέλεσης του εγκλήματος, κατά τη διάταξη του άρθρου 17 του Π.Κ., θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε (ή όφειλε να ενεργήσει). Η αναφορά του ακριβούς χρόνου τέλεσης της πράξης στην απόφαση είναι αναγκαία για την έναρξη και τον υπολογισμό του χρόνου της παραγραφής, καθώς και για τον καθορισμό της ταυτότητας της πράξης. Η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξης εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας ακόμη και από τον Άρειο Πάγο και σε περίπτωση συμπληρώσεώς της το δικαστήριο οφείλει να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής. Έτσι, πρέπει, να καθορίζεται επακριβώς στην απόφαση για να είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των περί παραγραφής διατάξεων, διαφορετικά, αν δηλαδή ο χρόνος τέλεσης της πράξης δεν προσδιορίζεται επακριβώς και εφόσον αυτός ασκεί επιρροή στην παραγραφή της πράξης, η απόφαση στερείται της απαιτούμενης κατά τα άνω από τα άρθρα 93 παρ. του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης (Α.Π. 662/2018, Α.Π. 1425/2019). Το Δικαστήριο, κατά τα παραπάνω εκτιθέμενα, σύμφωνα με το διαγραφόμενο σκεπτικό του, με επαρκή αιτιολογία προσδιόρισε το χρόνο τέλεσης της υπόψη πράξης στο χρονικό διάστημα από τις 7-12-2011 έως τις 4-12-2013, εντάσσοντας την τέλεση της πράξης της πλαστογραφίας, σύμφωνα με την πορεία της αγωγής του μηνυτή, προς αντιμετώπιση της οποίας προβλήθηκε ο σχετικός ισχυρισμός της εξόφλησης, προς ενίσχυση του οποίου προσκομίστηκε στο πολιτικό δικαστήριο το πλαστό έγγραφο της απόδειξης και αιτιολόγησε συγκεκριμένα και με πρόσθετες σκέψεις ότι δεν είχε παρέλθει ο χρόνος της παραγραφής, δεδομένου ότι από τις 7-12-2011 που άρχιζε το ορισθέν διάστημα μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου (26-9-2019) δεν είχε παρέλθει οκταετία. Σημειώνεται ότι η αναφορά σε κάποιο σημείο του σκεπτικού της απόφασης των λανθασμένων ημερομηνιών 7-11-2011 και 4-12-2012 από παραδρομή έγινε, όπως δεν αμφισβητείται, αφού αναφέρονται πριν και μετά στο διατακτικό οι ορθές ημερομηνίες από 7-12-2011 έως 4-12-2013, ως χρόνου τέλεσης της πράξης της πλαστογραφίας από κοινού, ούτε άλλωστε, αυτό επιδρά στο γεγονός της μη συμπλήρωσης του χρόνου της παραγραφής. Συνακόλουθα, το Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 178 παρ. 3 Κ.Π.Δ., παρά την αντίθετη αβάσιμη αιτίαση του αναιρεσείοντος, καθόσον δεν ενήργησε σε βάρος του (αναιρεσείοντος και κατηγορουμένου). Εξάλλου, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, αφού στα αναγνωστέα έγγραφα περιλαμβάνονται δύο εκθέσεις (από 15-5-2015 και 10-6-2016) γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του Ειδικού Δικαστικού Γραφολόγου Π. Τ., οι οποίες αναγνώστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου της ουσίας. Επιπλέον, στο σκεπτικό του Δικαστηρίου υπάρχει ρητή αναφορά στα πορίσματα του πραγματογνώμονα που περιέχονται στη σχετική από 15-5-2015 έκθεσή του. Σύμφωνα με αυτά, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι το κείμενο του πλαστού εγγράφου συντάχθηκε από τον αναιρεσείοντα, ενώ η υπογραφή στο έγγραφο του μηνυτή τοποθετήθηκε από άλλο άγνωστο πρόσωπο, με το οποίο ο αναιρεσείων ενήργησε από κοινού, ήτοι τέλεσε την πράξη της πλαστογραφίας, με σκοπό να παραπλανηθεί το πολιτικό δικαστήριο που θα δίκαζε την αγωγή του μηνυτή, ο οποίος διεκδικούσε υπόλοιπο εργολαβικής αμοιβής. Οι παραπάνω παραδοχές του Δικαστηρίου εναρμονίζονται με τον ορισμό της συναυτουργίας του άρθρου 45 του νέου Π.Κ., όπως διατυπώθηκε και ισχύει από 1-7-2019, κατά το οποίο αν δύο πραγματώνουν από κοινού εν μέρει τα στοιχεία της περιγραφόμενης στον νόμο αξιόποινης πράξης, καθένας τιμωρείται ως αυτουργός, όπως στην ενταύθα περίπτωση κατά την οποία το κείμενο του πλαστού εγγράφου καταρτίσθηκε από τον αναιρεσείοντα και η υπογραφή σε αυτό τέθηκε από άγνωστο πρόσωπο. Την τέλεση της πράξης αυτής από τον αναιρεσείοντα που συνέπραξε με άγνωστο άτομο, το Δικαστήριο με επαρκή αιτιολογία χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά αιτιολογεί, όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται με τον 2° πρόσθετο λόγο του σχετικού δικογράφου είναι αβάσιμα. Κατόπιν αυτών, ο 3ος λόγος του δικογράφου αναίρεσης και ο 2ος πρόσθετος από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κ.Π.Δ. είναι αβάσιμοι.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση εν μέρει ως προς τη διάταξή της για την επιβολή ποινής για την πράξη της πλαστογραφίας από κοινού για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων με αυτήν και ως προς τη διάταξή της με την οποία ο ίδιος καταδικάστηκε για την πράξη της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο, για την οποία, αφού αυτή δεν συντελείται, πρέπει να κηρυχθεί αθώος (άρθρο 518 παρ.1 Κ.Π.Δ.), απαλειφομένης της σχετικής ποινής που του επιβλήθηκε, όπως και της συνολικής τοιαύτης. Να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, κατά το αναιρούμενο ως άνω μέρος της μόνο ως προς το σκέλος της ποινής στην πράξη της πλαστογραφίας από κοινού, στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από τους ίδιους δικαστές αν αυτό είναι δυνατό
(άρθρο 522 Κ.Π.Δ.), απορριπτομένης κατά τα λοιπά της ένδικης αναίρεσης με το δικόγραφο πρόσθετων λόγων.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ’ αριθμ. 196/2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ιωαννίνων ως προς τις διατάξεις της: 1) για την επιβολή ποινής στην πράξη της πλαστογραφίας από κοινού που τέλεσε ο αναιρεσείων, 2) ως προς την πράξη της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο και 3) ως προς την επιβολή ποινής για τη πράξη αυτή και ως προς τη συνολική ποινή.
Κηρύσσει αθώο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Β. Μ. του Γ., κάτοικο …, για την πράξη της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο και συγκεκριμένα του ότι : Στις 4-12-2013, έχοντας αποφασίσει να τελέσει το πλημμέλημα της απάτης επί δικαστηρίου και δη με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος επιχείρησε να βλάψει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, τελώντας πράξη που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης του αδικήματος αυτού, η δε περιουσιακή βλάβη την οποία επιχείρησε να προκαλέσει είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και συγκεκριμένα, με σκοπό να πείσει το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, στα πλαίσια της συζητήσεως της από 15-9-2010 αγωγής την οποία είχε καταθέσει ο μηνυτής, με την οποία ζητούσε υπόλοιπο μη καταβληθείσας αμοιβής από σύμβασή έργου ύψους 37.441 ευρώ (εκ συνολικής εργολαβικής αμοιβής 89.441,00 ευρώ μείον 53.000 ευρώ που είχαν ήδη καταβληθεί), ότι είχε καταβάλει ήδη στον εγκαλούντα εκ της οφειλομένης αμοιβής επιπλέον ποσό 47.000 ευρώ και έτσι να παραπλανήσει το Δικαστήριο ως προς τη βασιμότητα της από τον ίδιο προβληθείσας ένστασης εξοφλήσεως και να επιτύχει την απόρριψη της αγωγής, αφενός χρησιμοποίησε την εξ υπαρχής πλαστή απόδειξη, αφετέρου εξέτασε ως μάρτυρα τον δεύτερο των κατηγορουμένων (Δ. Μ. του Γ.), ο οποίος εν γνώσει ψευδώς κατέθεσε τα κάτωθι: “η αρχική συμφωνία με τον πατέρα μου έγινε το 2004 έκαναν συμφωνία για 53.000 ευρώ ….. Ο Τ. έκανε άλλα απ’ αυτά που συμφώνησαν…. Είχε διαφωνίες και με άλλους…δεν μας έδωσε λογαριασμό για τις υπολειπόμενες 37.000 ευρώ… η συμφωνία ήταν για 45.000 ευρώ…Ο αδελφός μου δεν είχε κάνει συμφωνία για τοίχο… Στην απόδειξη που υπέγραψε περιλαμβάνονται τα πάντα…Στις 53.000 περιλαμβάνονταν οι εργασίες που είχαν γίνει μέχρι το σημείο αυτό”, ενώ η αλήθεια, την οποία γνώριζε τόσο ο πρώτος όσο και ο δεύτερος των κατηγορουμένων ήταν ότι δεν έγινε καμία συμφωνία με τον πατέρα του, αλλά με τον πρώτο των κατηγορουμένων, ο οποίος εμφανίσθηκε ως κύριος, ότι ο Τ. έκανε αυτά τα οποία είχαν συμφωνήσει και όχι άλλα, ότι ο Τ. δεν είχε ποτέ διαφωνίες με άλλους συναλλασσομένους, ότι έδωσε λογαριασμό για το σύνολο της αξίωσής του, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, ότι δεν συμφώνησε ποτέ για 45.000 ευρώ ή για 53.000 ευρώ συνολική εργολαβική αμοιβή, ότι τον τοίχο περίφραξης τον έχτισε κατόπιν συμφωνίας με τον πρώτο των κατηγορουμένων, και ότι ο ίδιος (ο Τ.) ποτέ δεν υπέγραψε την από 11-2-2008 απόδειξη, η οποία τυγχάνει πλαστή, κατά τα ανωτέρω (υπό Α1) αναφερόμενα. Με το πλαστό δε έγγραφο που προσκόμισε μετ’ επικλήσεως και τον ψευδομάρτυρα που εξέτασε, επιχείρησε ο πρώτος των κατηγορουμένων να προκαλέσει την απόρριψη της εγκλήσεως, ζημιώνοντας έτσι τον εκεί ενάγοντα και εδώ εγκαλούντα κατά το ποσό των 37.441 ευρώ του ζητουμένου υπολοίπου της εργολαβικής αμοιβής, ζημία η οποία είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας. Ωστόσο, δεν ολοκλήρωσε την πράξη του για λόγους εξωτερικούς και μη εξαρτώμενους εκ της βουλήσεώς του και δη διότι ο Δικαστής του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου δεν εξέτασε την ουσία της επίδικης διαφοράς αλλά απέρριψε την αγωγή ως αόριστη”. Απαλείφει την ποινή της φυλάκισης των δέκα (10) μηνών που του επιβλήθηκε για αυτή, καθώς και τη συνολική ποινή φυλάκισης των δέκα τεσσάρων (14) μηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση, μόνο ως προς την επιβολή ποινής για την πράξη της πλαστογραφίας από κοινού, προς νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από τους ίδιους δικαστές αν αυτό είναι δυνατό.
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 15-6-2020 αίτηση αναίρεσης του αναιρεσείοντα μαζί με το από 10-8-2020 δικόγραφο πρόσθετων λόγων για αναίρεση της προαναφερθείσας απόφασης.-
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Σεπτεμβρίου 2020.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Νοεμβρίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :