Περίληψη
Ο εταίρος ομόρρυθμης εταιρείας αόριστου χρόνου, δικαιούται, εφόσον δεν επιθυμεί τη συνέχιση της συμμετοχής του, να εξέλθει από αυτή με μονομερή δήλωση, απευθυντέα προς τους λοιπούς εταίρους και την εταιρεία. Η δήλωση αυτή έχει διαπλαστικό χαρακτήρα και επιφέρει αμέσως τα αποτελέσματά της. Ο εξερχόμενος εταίρος εταιρείας αόριστου χρόνου, ανεξάρτητα εάν συντρέχει ή όχι σπουδαίος λόγος, έχει αξίωση για την καταβολή της πλήρους αξίας της συμμετοχής του, η οποία καταβάλλεται στο τέλος της εταιρικής χρήσης. Σε περίπτωση μη συμφωνίας των εταίρων ως προς το ύψος της αξίας της συμμετοχής του, αυτό καθορίζεται από το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας.
Απόφαση 163/2023
(Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 163/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μυρσίνη Παπαχίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Βλάχου, Γεωργία Κατσιμαγκλή, Ασπασία Μεσσηνιάτη – Γρυπάρη και Μαρί Δεργαζαριάν, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 16 Σεπτεμβρίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία … που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Ρήγα Γιοβαννόπουλο και Γεώργιο Ακρίβο με δηλώσεις του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Του αναιρεσιβλήτου: Γ. Υ. του Ε., κατοίκου Ωραιοκάστρου Θεσσαλονίκης, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Κυριακόπουλο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17-7-2017 αίτηση του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 9637/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1387/2020 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 7-9-2020 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Αικατερίνη Βλάχου, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 7-9-2020 αίτηση αναίρεσης της ηττηθείσης εκκαλούσας προσβάλλεται η εκδοθείσα κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων 1387/2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν η από 27-7-2018 έφεση που η εκκαλούσα (ήδη αναιρεσείουσα) είχε ασκήσει κατά της 9637/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Η ένδικη αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ). Κατά το άρθρο 261 παρ. 1 και 2 και του ν. 4072/2012 “Βελτίωση επιχειρηματικού περιβάλλοντος – Νέα εταιρική μορφή – Σήματα – Μεσίτες Ακινήτων – Ρύθμιση θεμάτων ναυτιλίας, λιμένων και αλιείας και άλλες διατάξεις”, ο εταίρος (ομόρρυθμης εταιρείας) μπορεί με δήλωσή του προς την εταιρεία και τους λοιπούς εταίρους να εξέλθει από την εταιρεία, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στην εταιρική σύμβαση. Στην εταιρεία αορίστου χρόνου η αξία της συμμετοχής καταβάλλεται στον εξερχόμενο εταίρο στο τέλος της εταιρικής χρήσης. Επίσης, κατά το άρθρο 264 παρ. 2 του ίδιου νόμου, εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετικά στην εταιρική σύμβαση, ο εξερχόμενος ή ο αποκλειόμενος εταίρος, με την επιφύλαξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 261 (στην παράγραφο αυτή ορίζεται ότι στην εταιρεία ορισμένου χρόνου η καταβολή της αξίας συμμετοχής στον εξερχόμενο εταίρο εξαρτάται από τη συνδρομή σπουδαίου λόγου και ότι αν το δικαστήριο που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 259 κρίνει ότι δεν συντρέχει σπουδαίος λόγος, ο εταίρος δεν έχει αξίωση για καταβολή της αξίας της συμμετοχής του), έχει αξίωση κατά της εταιρίας για καταβολή της πλήρους αξίας της συμμετοχής του. Σε περίπτωση μη συμφωνίας των εταίρων ως προς την αξία συμμετοχής, η αξία που καταβάλλεται ορίζεται από το δικαστήριο το οποίο αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 259 με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, στο δε άρθρο 259 του προαναφερθέντος νόμου ορίζεται ως αρμόδιο δικαστήριο το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας.
Από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων συνάγεται ότι ο εταίρος ομόρρυθμης εταιρείας αόριστου χρόνου, δικαιούται, εφόσον δεν επιθυμεί τη συνέχιση της συμμετοχής του, να εξέλθει από αυτή με μονομερή δήλωση, απευθυντέα προς τους λοιπούς εταίρους και την εταιρεία. Η δήλωση αυτή έχει διαπλαστικό χαρακτήρα και επιφέρει αμέσως τα αποτελέσματά της. Ο εξερχόμενος εταίρος εταιρείας αόριστου χρόνου, ανεξάρτητα εάν συντρέχει ή όχι σπουδαίος λόγος, έχει αξίωση για την καταβολή της πλήρους αξίας της συμμετοχής του, η οποία καταβάλλεται στο τέλος της εταιρικής χρήσης. Σε περίπτωση μη συμφωνίας των εταίρων ως προς το ύψος της αξίας της συμμετοχής του, αυτό καθορίζεται από το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 747 παρ. 2 εδ. α’, 745, 765 και 744 του ΚΠολΔ, επί υποθέσεων υπαγόμενων στη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, το δικόγραφο της αίτησης ή η έκθεση πρέπει να περιέχει, εκτός από όσα ορίζονται στο άρθρο 118 ή 117, α) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της υπόθεσης, β) ορισμένο αίτημα, γ) σαφή έκθεση των γεγονότων που δικαιολογούν το αίτημα κατά το κύριο αντικείμενο και τα παρεπόμενά του, καθώς και την εξουσία για την υποβολή του (άρθρο 747 παρ. 2 εδ. α’). Έως την περάτωση και της τελευταίας συζήτησης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο επιτρέπεται η προβολή πραγματικών ισχυρισμών (άρθρο 745). Κατά τη δίκη στο εφετείο μπορούν να υποβληθούν νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί και είναι δυνατή η επίκληση και η προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων (άρθρο 765). Το δικαστήριο μπορεί και αυτεπαγγέλτως να διατάζει κάθε μέτρο πρόσφορο για την εξακρίβωση πραγματικών γεγονότων, ακόμη και εκείνων που δεν έχουν προταθεί και ιδιαίτερα γεγονότων που συντελούν στην προστασία των ενδιαφερομένων ή της έννομης σχέσης ή του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος (άρθρο 744). Από τις τελευταίες διατάξεις, που εφαρμόζονται σε όλες τις υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας (γνήσιες και μη γνήσιες) συνάγεται ότι στο δικόγραφο της σχετικής αίτησης, πρέπει να εκτίθενται τα γεγονότα που δικαιολογούν το υποβαλλόμενο αίτημα, λόγω, όμως, του καθιερούμενου ανακριτικού συστήματος και της εν γένει ελαστικότητας της διαδικασίας αυτής, επιτρέπεται η προβολή κρίσιμων πραγματικών περιστατικών σε κάθε στάση της πρωτοβάθμιας αλλά της κατ’ έφεση δίκης. Παρέχεται δε, στο πλαίσιο του ίδιου συστήματος, η ευχέρεια στο δικαστήριο της αυτεπάγγελτης ενέργειας και πρωτοβουλίας συλλογής του αποδεικτικού υλικού και εξακρίβωσης των πραγματικών γεγονότων που ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 834/2021, ΑΠ 769/2015, ΑΠ 2270/2014). Από το συνδυασμό όλων των προαναφερθεισών διατάξεων, συνάγεται ότι, για το ορισμένο της εισαγόμενης κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας αίτησης, με την οποία ζητείται η καταβολή σε εταίρο ομόρρυθμης εταιρείας αόριστου χρόνου, που εξήλθε εκουσίως από αυτή, της αξίας της συμμετοχής του, πρέπει να εκτίθενται στο δικόγραφό της η νόμιμη σύσταση της εταιρείας, η διάρκειά της, η ιδιότητα του αιτούντος ως ομόρρυθμου μέλους, η συμμετοχή αυτού στην εταιρεία, ο τρόπος εξόδου του, η αξία του εταιρικού του μεριδίου, σε σχέση με την αξία της εταιρείας, κατά το χρόνο της εξόδου του και η μη συμφωνία των εταίρων ως προς το ύψος της αξίας του μεριδίου του αιτούντος. Ο αιτών μπορεί να συμπληρώσει και διευκρινίσει την αίτησή του ως προς τα θεμελιούντα αυτή πραγματικά περιστατικά και μεταγενέστερα, όπως με τις κατατιθέμενες ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προτάσεις του. Δεν είναι δε αναγκαίο να προσδιορίζεται η αξία των επί μέρους στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού της εταιρείας και ο τρόπος με τον οποίο υπολογίζεται η αξία της εταιρικής μερίδας του αιτούντος, ούτε να εκτίθεται ότι έχει καταρτιστεί ειδικός προς τούτο ισολογισμός εκκαθάρισης, στοιχεία που, μη αναγόμενα στην ιστορική βάση της αίτησης, μπορούν να προκύψουν από τις αποδείξεις. Η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής ή της αίτησης, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ’ αυτές όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματός τους, τα πραγματικά δηλαδή περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική τους βάση και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθμ. 8 και 14 του ΚΠολΔ. Ο από το άρθρο 559 αριθμ. 14 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση στο δικόγραφο των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής ή της αίτησης, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη. Ο σχετικός ισχυρισμός περί ποσοτικής ή ποιοτικής αοριστίας, για να είναι παραδεκτός, πρέπει να προτείνεται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 562 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως επίσης πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι προτάθηκε παραδεκτά και νόμιμα στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Στην προκείμενη περίπτωση, από την επιτρεπτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αιτών και ήδη αναιρεσίβλητος, με την από 17-7-2017 αίτησή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ισχυρίστηκε ότι δυνάμει του από 25-11-2008 ιδιωτικού συμφωνητικού που δημοσιεύθηκε νόμιμα στα Βιβλία Εταιρειών του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, συνέστησε με τους Φ. Υ., Χ. Υ. και Γ. Υ. του Ε., για αόριστη διάρκεια, την καθής και ήδη αναιρεσείουσα ομόρρυθμη εταιρεία, με συμμετοχή του ίδιου στα κέρδη και τις ζημίες κατά ποσοστό 33,33%. Ότι με την από 21-12-2012 εξώδικη δήλωσή του, που επιδόθηκε νόμιμα τόσο στους λοιπούς ομόρρυθμους εταίρους όσο και στην καθής, εξήλθε εκουσίως από την τελευταία, ζητώντας παράλληλα την καταβολή της αξίας της εταιρικής του μερίδας κατά τη λήξη της εταιρικής χρήσης στις 31-12-2012, στην οποία όμως οι εταίροι δεν συμφώνησαν. Με αυτό το ιστορικό ζήτησε να οριστεί η αξία της εταιρικής του συμμετοχής στην καθής (33,33% ή 1/3) σε 46.600 ευρώ και να υποχρεωθεί η τελευταία να του καταβάλει νομιμοτόκως το ποσό αυτό. Με τις προτάσεις του, που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, προσδιόρισε αριθμητικά την αξία της καθής, κατά το χρόνο της εξόδου του, σε 139.800,37 ευρώ, διευκρινίζοντας ότι η αξία της μερίδας του, με βάση την προαναφερθείσα αξία και το ποσοστό συμμετοχής του (33,33% ή 1/3) ανέρχεται σε 46.600 ευρώ, υπολογιζόμενη με τον τρόπο προσδιορισμού που προβλέπεται στην ΠΟΛ. 1053/1-4-2003 και αποτυπώνεται στα ειδικώς κατονομαζόμενα και προσκομιζόμενα από τον ίδιο έγγραφα. Η καθής, πρότεινε, εκτός των άλλων, τον ισχυρισμό περί αοριστίας της αίτησης, για το λόγο ότι δεν αναφέρονται στο δικόγραφό της ο τρόπος και η μέθοδος υπολογισμού της αξίας της εταιρικής μερίδας του αιτούντος με συγκεκριμένο αναλυτικό τρόπο, τα κονδύλια από τα οποία η αξία αυτή προέκυψε, το ποσοστό της πραγματικής συμμετοχής του αιτούντος στην εταιρεία και η κατάρτιση σχετικού ειδικού ισολογισμού εκκαθάρισης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό, εκτιμώντας ορισμένη την αίτηση ως προς το κύριο αίτημά της, εν συνεχεία δε τη δέχτηκε εν μέρει κατ’ ουσίαν, όρισε την αξία συμμετοχής του αιτούντος στην καθής σε 46.595,46 ευρώ και υποχρέωσε την τελευταία να του καταβάλει το ποσό αυτό νομιμοτόκως από 1-1-2014. Η καθής άσκησε έφεση, επαναφέροντας τον ισχυρισμό της περί αοριστίας της αίτησης και εκδόθηκε η προσβαλλομένη, 1387/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, κρίνοντας ομοίως προς το πρωτόδικο ορισμένη την αίτηση, απέρριψε το σχετικό λόγο έφεσης και εν συνεχεία την έφεση στο σύνολό της. Ειδικότερα, ως προς το ορισμένο της αίτησης, το Εφετείο, αφού παρέθεσε το ιστορικό της υπόθεσης και μείζονα σκέψη με τις διατάξεις των άρθρων 261 και 264 του ν. 4072/2012, δέχτηκε τα εξής: “Η ένδικη αίτηση, με το περιεχόμενο που προαναφέρθηκε, είναι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, επαρκώς ορισμένη, δεδομένου ότι αναφέρονται με σαφήνεια όλα τα αναγκαία στοιχεία…συγκεκριμένα δε η σύσταση ομόρρυθμης εταιρείας αόριστου χρόνου, η ιδιότητα του αιτούντος ως ομόρρυθμου εταίρου, η εκούσια αποχώρηση του αιτούντος από την εταιρεία με δήλωσή του που επιδόθηκε νομότυπα τόσο στην εταιρεία όσο και στους λοιπούς εταίρους, καθώς και το ποσοστό συμμετοχής του αιτούντος και η αξία του μεριδίου του κατά το χρόνο εξόδου του από την εταιρεία, το οποίο η τελευταία αρνείται να του καταβάλει…. Για το ορισμένο της αίτησης δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ο τρόπος και η μέθοδος υπολογισμού της αξίας της εταιρικής μερίδας συμμετοχής του εξερχόμενου εταίρου, ούτε τα επί μέρους στοιχεία του υπολογισμού ούτε τέλος να γίνεται επίκληση “ειδικού ισολογισμού εκκαθάρισης”, που απεικονίζει την πραγματική περιουσιακή κατάσταση της εταιρίας, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα, αφού όλα τα ανωτέρω αποτελούν στοιχεία, τα οποία μπορούν να ληφθούν υπόψη και να εκτιμηθούν από το Δικαστήριο κατά την αποδεικτική διαδικασία, χωρίς να αποτελούν στοιχεία του παραδεκτού της αίτησης”. Κρίνοντας, έτσι, το Εφετείο δεν παρέλειψε, παρά το νόμο, να κηρύξει απαράδεκτο, αφού, υπό τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά, η ένδικη αίτηση, πέραν του ότι ο αιτών προέβη και σε συμπλήρωσή της με τις προτάσεις του, διελάμβανε, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη σχετική νομική σκέψη, όλα τα αναγκαία κατά νόμο στοιχεία και ο πρώτος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο παρών λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να μνημονεύεται στο αναιρετήριο, εκτός των άλλων, ο κανόνας δικαίου που φέρεται ότι παραβιάστηκε, προκειμένου να ελεγχθεί αν υπάρχει, σχετικά με την εφαρμογή του, έλλειψη αιτιολογιών ή αντίφαση ή, κυρίως, ανεπάρκεια αυτών, Δεν έχει, όμως, εφαρμογή η διάταξη αυτή, όταν οι ελλείψεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ιδίως, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται από αυτές, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές και πλήρες το πόρισμα και για το λόγο αυτόν καθίσταται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή γιατί δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και, κατά συνέπεια, δεν αποτελούν “αιτιολογία” της απόφασης, ώστε, στο πλαίσιο της υπόψη διάταξης του άρθρου 559 αριθμ.19 του ΚΠολΔ, αυτή να επιδέχεται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος. Στην εξεταζόμενη περίπτωση, ως προς το κρίσιμο ζήτημα της αξίας της συμμετοχής του αναιρεσιβλήτου στην αναιρεσείουσα, το Εφετείο, δέχτηκε, ανελέγκτως, τα ακόλουθα πραγματικά γεγονότα: “Με το από 25-11-2008 ιδιωτικό συμφωνητικό, που δημοσιεύθηκε νόμιμα στα Βιβλία Εταιρειών του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης με αύξοντα αριθμό 4936/2-12-2008, ο εφεσίβλητος (Γ. Υ. του Ε. – ήδη αναιρεσίβλητος) και οι α) Φ. Υ. του Ν., β) Γ. Υ. του Μ. και γ) Χ. Υ. του Μ. συνέστησαν την εκκαλούσα ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία … (ήδη αναιρεσείουσα). Η διάρκεια της εταιρίας ορίσθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ως άνω συμφωνητικού, αόριστη, με ημερομηνία έναρξης τη δημοσίευση του καταστατικού. Ως έδρα της εταιρίας ορίσθηκε ο Δήμος Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα το επί της οδού … αριθ. 14-16 ισόγειο κατάστημα, σκοπός δε της εταιρίας ήταν η εμπορία (λιανική – χονδρική) παντοφλών, υποδημάτων και συναφών ειδών, καθώς και κάθε συναφής πράξη. Στην ως άνω εταιρία ο εφεσίβλητος και τα προαναφερόμενα φυσικά πρόσωπα συμμετείχαν ως ομόρρυθμοι εταίροι, συγκεκριμένα δε ο εφεσίβλητος με ποσοστό συμμετοχής 33,33%. Το κεφάλαιο της εταιρίας ορίσθηκε στο ποσό των 80.000 ευρώ, το οποίο σχηματίστηκε με την καταβολή του εκ μέρους των ως άνω ομόρρυθμων εταίρων σε μετρητά, ανάλογα με τα ποσοστά συμμετοχής τους σ’ αυτήν. Η εταιρική χρήση της εταιρίας ορίσθηκε δωδεκάμηνης διάρκειας με έναρξη την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους και λήξη την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι με την από 21-12-2012 εξώδικη δήλωση εξόδου από ομόρρυθμη εταιρία, που απηύθυνε και κοινοποίησε τόσο στην εκκαλούσα εταιρία όσο και στους προαναφερθέντες ομόρρυθμους εταίρους της (βλ. τις με αριθμούς 8763Γ’, 8771Γ’, 8764Γ’ και 8765Γ’/27-12-2012 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, Κ. Α.), ο εφεσίβλητος δήλωσε σ’ αυτούς την εκούσια έξοδό του από την εταιρία από την επομένη της 31-12-2012, καλώντας τους ταυτόχρονα να προβούν στις δέουσες ενέργειες για την καταβολή σε αυτόν της αξίας της συμμετοχής του στο τέλος της εταιρικής χρήσης. Η ανωτέρω δήλωση καταχωρίσθηκε νόμιμα στο Γ.Ε.ΜΗ. Με την εν λόγω δήλωσή του ο εφεσίβλητος εξήλθε εκούσια, κατ’ άρθρο 261 παρ. 1 του ν. 4072/2012, από την ως άνω ομόρρυθμη εταιρία την 1-1-2013, δηλαδή την επομένη της 31-12-2012, σύμφωνα με το περιεχόμενο της σχετικής δήλωσής του. Το ποσοστό 33,33%, με το οποίο συμμετείχε ο εφεσίβλητος στις κερδοζημίες της εκκαλούσας εταιρίας, κατανεμήθηκε στους λοιπούς εταίρους αυτής, όπως τούτο αποδεικνύεται από το από 2-6-2016 ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποίησης και κωδικοποίησης του καταστατικού της, που καταχωρίσθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. και στη μερίδα της εταιρίας στις 14-6-2016 με ΚΑΚ. 669714. Εφόσον, επομένως, εξήλθε εκουσίως από την εταιρία, η οποία δεν έχει λυθεί ούτε τεθεί σε εκκαθάριση, ο εφεσίβλητος έχει αξίωση κατά της τελευταίας για την καταβολή της πλήρους αξίας της συμμετοχής του κατά το τέλος της εταιρικής χρήσης, καθώς η εταιρία είναι αόριστης διάρκειας, και συνεπώς η καταβολή αυτή δεν εξαρτάται από τη συνδρομή σπουδαίου λόγου, που να δικαιολογεί την έξοδο του εταίρου. Περαιτέρω, από το προσκομιζόμενο από τον εφεσίβλητο έντυπο δήλωσης προσδιορισμού φορολογητέας αξίας που συντάχθηκε από τη λογίστρια Δ. Ε., βάσει και των οικονομικών στοιχείων της εκκαλούσας που προκύπτουν για τα τελευταία πέντε έτη πριν την αποχώρηση του εφεσιβλήτου, δηλαδή για τις χρήσεις των ετών 2008-2012 (οικονομικά έτη 2009-2013), ήτοι από τις σχετικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος (έντυπο Ε5) και τα αντίστοιχα μηχανογραφικά δελτία οικονομικών στοιχείων επιχειρήσεων και επιτηδευματιών (έντυπο Ε3) των οικονομικών ετών 2009, 2010 και 2011, καθώς και τις από 14-6-2013 και 26-11- 2013 βεβαιώσεις της Α’ Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης για τα οικονομικά έτη 2012 και 2013, αντίστοιχα, η ελάχιστη συνολική αξία της επιχείρησης της εκκαλούσας προσδιορίζεται στο ποσό των 139.800,37 ευρώ. Ειδικότερα, το εν λόγω ποσό προκύπτει, βάσει των στοιχείων που η ίδια η εκκαλούσα δήλωσε ως αληθινά με τις σχετικές φορολογικές της δηλώσεις, ως ελάχιστη αντικειμενική – φορολογητέα αξία, με βάση τον τρόπο υπολογισμού που προβλέπεται από το άρθρο 13 του ν. 2238/1994 (Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος), που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο της εξόδου του εφεσιβλήτου, και τις διατάξεις της ΠΟΛ.1053/2003 του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, και επιμερίζεται στην καθαρή θέση της εταιρίας κατά τον κρίσιμο χρόνο αποχώρησης του εταίρου, ποσού 132.732,66 ευρώ (στο οποίο συνυπολογίσθηκαν οι απαιτήσεις και οι υποχρεώσεις της εταιρίας κατά την προηγούμενη χρήση) και στην άυλη αξία αυτής, ποσού 7.067,71 ευρώ. Εξάλλου, το ποσό αυτό αντικατοπτρίζει την ελάχιστη κατά το χρόνο της εκούσιας εξόδου του εφεσιβλήτου πραγματική αξία, που θα μπορούσε να επιτευχθεί για τη μεταβίβαση στην αγορά της εκκαλούσας, η οποία αποτελεί μία εκ των εταιριών, διά των οποίων οι οικογένειες των τριών υιών του ιδρυτή, Γ. Υ. του Μ. (Μ., Ν. και του αποβιώσαντος πατέρα του εφεσιβλήτου, Ε.), συνέχισαν την επιτυχημένη και ευρέως γνωστή στην πόλη της Θεσσαλονίκης οικογενειακή επιχείρηση εμπορίας παντοφλών – πασουμιών … που είχε ιδρύσει ήδη από το έτος 1930 ο προαναφερόμενος παππούς του εφεσιβλήτου. Ο διακριτικός τίτλος … είναι άρρηκτα συνδεδεμένος στη συνείδηση του καταναλωτικού κοινού της Θεσσαλονίκης και αποτελεί αναφορά σε ό,τι σχετίζεται με την αγορά πασουμιών – παντοφλών. Στο δε ευρύ καταναλωτικό κοινό επικρατεί η πεποίθηση ότι τα διάφορα καταστήματα … συνιστούν ενιαία επιχείρηση και έτσι η δημιουργηθείσα επί σχεδόν έναν αιώνα φήμη της συνολικής οικογενειακής επιχείρησης αντανακλάται σε όλα τα καταστήματα, όπου λειτουργούν οι επιμέρους δημιουργηθείσες επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων και η εκκαλούσα, οι οποίες έτσι επωφελούνται και καρπώνονται την εν λόγω εμπορική φήμη, αφού άλλωστε όλα τα καταστήματα φέρουν ομοιόμορφο λογότυπο με μόνη την επωνυμία …. Μάλιστα, το επί της οδού … αριθ. 14-16 στη Θεσσαλονίκη κατάστημα της εκκαλούσας εδρεύει και λειτουργεί στην τοποθεσία, όπου βρισκόταν το πρώτο κατάστημα της επιχείρησης, και ως εκ τούτου, είναι περισσότερο από τα υπόλοιπα καταστήματα συνδεδεμένο στη συνείδηση των παλαιών Θεσσαλονικέων με την επιχείρηση … βρίσκεται δε στη συμβολή των οδών Ερμού και Βενιζέλου κοντά στην αγορά “Καπάνι”, που αποτελεί ένα από τα εμπορικότερα σημεία της πόλης. Τα ανωτέρω προκύπτουν από τα προσκομιζόμενα από τον εφεσίβλητο έγγραφα, σε συνδυασμό με την κατάθεση της μάρτυρα απόδειξης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και δεν μπορούν να ανατραπούν από τα αναφερόμενα στην προσκομιζόμενη ως άνω ένορκη βεβαίωση της λογίστριας της εκκαλούσας, Α. Τ., σύμφωνα με την οποία στις 31-12-2012 η εταιρία είχε υποχρεώσεις προς δανειστές 176.678,53 ευρώ, ζημίες 131.205,21 ευρώ, αποθέματα (στοκ) αξίας 117.905,80 ευρώ, πλήρως αποσβεσμένα και απαξιωμένα πάγια, μηδενικό ταμείο και πτωτική πορεία κατά την τετραετία 2009 έως 2012. Και αυτό διότι στην ένορκη αυτή βεβαίωση αναφέρονται αόριστα υποχρεώσεις της εταιρίας, χωρίς να κατονομάζονται συγκεκριμένοι δανειστές – προμηθευτές ή να προσκομίζονται αποδεικτικά των υποχρεώσεων έγγραφα (λ.χ. τιμολόγια – δανειακές συμβάσεις), ενώ τα αναφερόμενα σ’ αυτήν αποθέματα και ζημίες συνεκτιμήθηκαν και στο προσκομισθέν από τον εφεσίβλητο έντυπο δήλωσης προσδιορισμού φορολογητέας αξίας. Ομοίως, κατά τα παραπάνω αποδειχθέντα, δεν κρίνονται πειστικά όσα αναφέρονται στην ίδια ως άνω ένορκη βεβαίωση περί του ότι η εκκαλούσα δεν είχε το έτος 2012 ιδιαίτερη φήμη και ότι επομένως η αξία του εταιρικού μεριδίου του εφεσιβλήτου ήταν μηδενική. Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της αποχώρησης του εφεσιβλήτου η εταιρία βρισκόταν σε αρνητική καθαρή θέση, με το παθητικό σκέλος να υπερσκελίζει το ενεργητικό, δεν αποδείχθηκε. Εξάλλου, ο υπολογισμός της αξίας της επιχείρησης και ακολούθως της εταιρικής μερίδας με βάση το άρθρο 13 ν. 2238/1994 και την ΠΟΛ. 1053/2003 δεν εδράζεται σε αυθαίρετους συντελεστές και αυθαιρέτως επιλεγέντα λογιστικά μεγέθη, όπως ισχυρίζεται η εκκαλούσα, αλλά σε οικονομικά στοιχεία που προκύπτουν από τις εγγραφές της ίδιας της εταιρίας στα λογιστικά της βιβλία, ενώ σε συνδυασμό και με άλλα στοιχεία, που λήφθηκαν υπόψη εν προκειμένω, όπως ζημίες προηγούμενων χρήσεων, υποχρεώσεις προς τρίτους, πελατεία, φήμη και θέση της εταιρίας στην αγορά, που διαμορφώνει και την αξία της εταιρικής περιουσίας, οδηγεί σε αξιόπιστο τρόπο καθορισμού αυτής (αξίας), που λαμβάνει υπόψη όλα τα απαιτούμενα στοιχεία και δεν αποτυπώνει τη λογιστική, αλλά την πραγματική αξία της επιχείρησης.
Συνεπώς, η πραγματική αξία της μερίδας του εφεσιβλήτου ανερχόταν κατά τον κρίσιμο χρόνο στο ποσό των 46.595,46 ευρώ (139.800,37 χ 33,33% = 46.595,46 ευρώ), το οποίο η εκκαλούσα πρέπει να του καταβάλει με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα του τέλους της εταιρικής χρήσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, έκρινε ομοίως και επιδίκασε το ίδιο παραπάνω ποσό, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και οι σχετικοί περί του αντιθέτου πρώτος και δεύτερος πρόσθετοι λόγοι έφεσης πρέπει ν’ απορριφθούν…”. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την έφεση και τους πρόσθετους λόγους κατ’ ουσίαν, επικυρώνοντας την 9637/2018 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που είχε κρίνει ομοίως και είχε δεχθεί εν μέρει ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη την από 17-7-2017 αίτηση, υποχρεώνοντας την καθής (αναιρεσείουσα) να καταβάλει στον αιτούντα (αναιρεσίβλητο) το ποσό των 46.595,46 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 1-1-2014, αντίστοιχο της αξίας της συμμετοχής του σ’ αυτήν.
Με το δεύτερο λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλομένη την πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, που συνίσταται στο ότι το Εφετείο, προκειμένου να καθορίσει την άυλη αξία της ίδιας και την αξία της εταιρικής μερίδας του αναιρεσιβλήτου, διέλαβε στην απόφασή του α) ελλιπείς αιτιολογίες, γιατί, ενώ δέχεται ότι υπήρχαν περισσότερες εταιρείες που καρπούντο τη φήμη της αρχικής επιχείρησης … και ότι αυτής της φήμης μετερχόταν και η ίδια, δεν διευκρινίζει πόσες είναι οι εταιρείες των κληρονόμων του αρχικού ιδρυτή Γ. Υ., ποια πρόσωπα συμμετέχουν σ’ αυτές, τί μερίδιο αγοράς έχει η κάθε μία και ποια η αξία του, ποια η συνολική άυλη αξία, φήμη και πελατεία της φερόμενης ως ενιαίας επιχείρησης … και πώς αυτή κατανέμεται μεταξύ των εταίρων και β) αντιφατικές αιτιολογίες, γιατί οι αιτιολογίες αυτές αφενός ανάγονται σε λογιστικά στοιχεία τα οποία περιέχουν κονδύλιο άυλης αξίας μόλις 7.067,71 ευρώ και αφετέρου στη φήμη και την πελατεία, την οποία ορίζει σε τουλάχιστον 46.595,46 ευρώ. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, πρωτίστως γιατί δεν αναφέρεται ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου που κατά την αναιρεσείουσα παραβιάστηκε εκ πλαγίου, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί αν υπάρχει, σχετικά με την εφαρμογή του, η επικαλούμενη ανεπάρκεια και αντίφαση αιτιολογιών, αλλά και διότι οι προβαλλόμενες αιτιάσεις δεν συνιστούν ελλείψεις ούτε αντιφάσεις (ως προς τις φερόμενες αντιφάσεις πρέπει να λεχθεί ότι, υπό τις παραδοχές της προσβαλλομένης, σε 46.595,46 ευρώ ανέρχεται η αξία της μερίδας του αναιρεσιβλήτου και όχι η αξία της φήμης και πελατείας της αναιρεσείουσας) και αφορούν στην αναιρετικά ανέλεγκτη, κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, την αιτιολόγηση και την ανάλυση των αποδείξεων από το Εφετείο, καθώς και στην επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τις οποίες αυτό στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα, που εκτίθεται σαφώς, με την επισήμανση ότι η προσβαλλομένη δεν στερείται αιτιολογιών, όπως αυτές έχουν προπαρατεθεί.
Κατόπιν αυτών και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 579 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την αναιρεθείσα απόφαση, αν δε αποδεικνύεται προαποδεικτικά εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης αυτής, ο ‘Αρειος Πάγος, εφόσον υποβληθεί αίτηση με το αναιρετήριο ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του έως την παραμονή της συζήτησης, διατάζει με την αναιρετική απόφαση την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. Τα παραπάνω εφαρμόζονται και στην περίπτωση εκούσιας ή αναγκαστικής εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης, η οποία, με την επικύρωσή της από το Εφετείο, θεωρείται ότι ενσωματώθηκε στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Στην προκείμενη περίπτωση η αναιρεσείουσα, με τις προτάσεις της που κατατέθηκαν την προηγούμενη της συζήτησης, υπέβαλε παραδεκτά αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, ζητώντας, σε περίπτωση αναίρεσης της προσβαλλομένης, να υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος σε επιστροφή των ποσών που εισέπραξε σε εκτέλεση της 9637/2018 απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία επικυρώθηκε με την προσβαλλομένη. Μετά όμως την απόρριψη της αναίρεσης στο σύνολό της δεν συντρέχει λόγος έρευνας της αίτησης επαναφοράς και, συνεπώς, η τελευταία καθίσταται απορριπτέα ως άνευ αντικειμένου. Τέλος, πρέπει, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από την αναιρεσείουσα για την άσκησή της στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί η τελευταία στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά του (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 και 746 εδ. β’ του ΚΠολΔ), καθόσον πρόκειται περί μη γνήσιας υπόθεσης εκουσίας δικαιοδοσίας, όπου υπάρχει αντιδικία και το ζήτημα των εξόδων ρυθμίζεται κατά τις γενικές διατάξεις των άρθρων 173-193 του ΚΠολΔ (ΑΠ 798/2020).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 7-9-2020 (αριθμ. εκθ. καταθ. 2285/259/2020) αίτηση για αναίρεση της 1387/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Απορρίπτει την δια των προτάσεων υποβληθείσα αίτηση της αναιρεσείουσας περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα στο Δημόσιο Ταμείο. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Νοεμβρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Ιανουαρίου 2023.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ