Με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 3198/1955, όπως το δεύτερο εδάφιο αυτής προστέθηκε με το άρθρο 19 του ν. 435/1976, ορίζεται ότι “πάσα αξίωσις μισθωτού πηγάζουσα εξ ακύρου καταγγελίας της σχέσεως εργασίας τυγχάνει απαράδεκτος, εφόσον η σχετική αγωγή δεν εκοινοποιήθη εντός τριμήνου ανατρεπτικής προθεσμίας από της λύσεως της σχέσεως εργασίας.
Η διάταξις της παρούσης εφαρμόζεται μόνον επί καταγγελίας σχέσεων εξαρτημένης εργασίας”. Η προθεσμία αυτή, η οποία είναι αποσβεστική, αποσκοπεί στην ταχεία άρση κάθε αβεβαιότητας σχετικά με το κύρος της καταγγελίας και στην εκκαθάριση εντός σύντομου χρονικού διαστήματος των αξιώσεων των εργαζομένων, που πηγάζουν από τυχόν άκυρη καταγγελία, ώστε να μην δημιουργούνται δυσβάστακτες συνέπειες για τον εργοδότη, όταν δε παρέλθει άπρακτη η αποσβεστική αυτή προθεσμία, επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος προσβολής της καταγγελίας για ακυρότητα (ΟλΑΠ 1338/1985, ΑΠ 839/2019, ΑΠ 121/2017, ΑΠ 429/2016).
Η ως άνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3198/1955, για την έγερση (άσκηση) αγωγής περί ακυρότητας της καταγγελίας και απόληψης μισθών υπερημερίας, η οποία λαμβάνεται αυτεπάγγελτα υπόψη από το δικαστήριο (άρθρο 280 Α.Κ.), έχει εφαρμογή σε κάθε καταγγελία της σχέσης εξαρτημένης εργασίας, είτε αορίστου είτε ορισμένου χρόνου είναι αυτή (ΑΠ 238/2022, ΑΠ 706/2021, ΑΠ 1003/2020, ΑΠ 839/2019), ανεξαρτήτως αν πρόκειται για μισθωτούς συνδεόμενους με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου με το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ (ΑΠ 2081/2007) και καταλαμβάνει κάθε αξίωση του μισθωτού που πηγάζει από την, για οποιονδήποτε λόγο, ακυρότητα της καταγγελίας της εργασιακής σχέσης από τον εργοδότη (ΑΠ 839/2019, ΑΠ 359/2015, ΑΠ 705/2013).
Η μη κοινοποίηση, δηλαδή, της αγωγής περί ακυρότητας της καταγγελίας στον εργοδότη μέσα στην παραπάνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία ή η μη προβολή σχετικής ένστασης στο πλαίσιο εκκρεμούς δίκης, καθιερώνει απαράδεκτο, το οποίο αφορά την ουσία της διαφοράς και κατά κύριο λόγο πλήττει το δικαίωμα της επίκλησης και προσβολής της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ως άκυρης και κατ’ ανάγκη τις συνεχόμενες με αυτό ουσιαστικές αξιώσεις της καταβολής αποδοχών υπερημερίας και πραγματικής απασχόλησης του μισθωτού. Ως εκ τούτου, εάν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, η καταγγελία αυτή καθίσταται έγκυρη (του εργαζομένου δικαιουμένου να ζητήσει μόνο την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης) και η σχετική αγωγή απορρίπτεται ως (ουσιαστικά) απαράδεκτη (ΑΠ 839/2019, ΑΠ 121/2017, ΑΠ 429/2016). Η προθεσμία αυτή τάσσεται μόνο για την άσκηση των αξιώσεων που απορρέουν αμέσως από την άκυρη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας. Δεν ισχύει δε, στις περιπτώσεις που οι αξιώσεις έχουν τις ίδιες συνέπειες με την άκυρη καταγγελία, αλλά δεν υπάρχει ή δεν μπορεί να συναχθεί από το περιεχόμενο της αγωγής ότι αυτές στηρίζονται σε ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, όπως συμβαίνει στην περίπτωση αγωγής επιδίκασης των αποδοχών υπερημερίας που οφείλονται, κατά το άρθρο 656 του ΑΚ, στον μισθωτό, λόγω της απόκρουσης των υπηρεσιών του από τον εργοδότη για λόγους που αφορούν τον ίδιο (ΑΠ 839/2019, ΑΠ 363/2015, ΑΠ 192/2009).
Αριθμός 215/2023
(Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ζαμπέττα Στράτα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Όλγα Σχετάκη – Μπονάτου, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Γεώργιο Αυγέρη και Αριστείδη Βαγγελάτο – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 25 Οκτωβρίου 2022, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ……….. του ………., κατοίκου … η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της ………………, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., η oποία κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Βασιλική Παπαλόη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 13-10-2010 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 356/2015 του ίδιου Δικαστηρίου και 368/2020 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η ήδη αναιρεσείουσα με την από 3-11-2021 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 3 Νοεμβρίου 2021 και με αριθ. κατάθεσης ……./…../……….2021 αίτηση αναίρεσης της αναιρεσείουσας κατά του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών με αριθ. 368/20.1.2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατόπιν άσκησης της από 2.2.2017 με αριθ. καταθ. ……./……../2017 έφεσης και του από 18.9.2018 με αριθ. καταθ. ……/………./2018 πρόσθετου λόγου έφεσης του ενάγοντος-εκκαλούντος και ήδη αναιρεσίβλητου κατά της εκδοθείσας κατά την ίδια διαδικασία με αριθ. 356/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Η ως άνω απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου εκδόθηκε επί της από 13.10.2010 με αριθ. καταθ. ………/…../………..2010 αγωγής της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας, κατά του εναγομένου και ήδη αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου. Με την ως άνω αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η ενάγουσα εξέθετε ότι προσελήφθη για πρώτη φορά το έτος 1997 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου από τη Διεύθυνση Δασών Νομού …….., προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως δασολόγος και ότι έκτοτε απασχολήθηκε στην ως άνω υπηρεσία με διαδοχικές ανανεούμενες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου έως την 31.3.2000, οπότε το εναγόμενο (ήδη εκκαλούν) Ελληνικό Δημόσιο έπαυσε να αποδέχεται τις υπηρεσίες της. Ότι με την υπ’ αριθμ. 468/2006 (ήδη αμετάκλητη) απόφαση του Εφετείου ………. αναγνωρίσθηκε ότι οι ως άνω διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου είχαν καταρτισθεί κατ’ επίφαση ως τέτοιες και ότι με το εναγόμενο συνδεόταν με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία δεν λύθηκε ποτέ. Ότι από τη δημοσίευση της ως άνω τελεσίδικης απόφασης στις 23.2.2006 το εναγόμενο υποχρεούται να την απασχολεί ως δασολόγο. Ότι έκτοτε το εναγόμενο και ειδικότερα η Διεύθυνση Δασών …………, ως υπηρεσία του, βρίσκεται σε υπερημερία εφόσον δεν αποδέχεται τις υπηρεσίες της και δεν της καταβάλει το μισθό της. Ζήτησε, δε, μετά τη μερική μετατροπή του αρχικού καταψηφιστικού αιτήματος συνολικού ύψους 102.136,28 ευρώ, σε αναγνωριστικό, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλλει το ποσό των 19.244,63 ευρώ και να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται να της καταβάλει το ποσό των 82.891,65 ευρώ για μισθούς υπερημερίας πλέον επιδομάτων εορτών και αδείας για το διάστημα από 1.7.2006 έως 30.9.2010, με το νόμιμο τόκο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη και αναγνώρισε ότι το εναγόμενο οφείλει στην ενάγουσα για το χρονικό διάστημα από 1.1.2008 έως 30.9.2010 (για το χρονικό διάστημα από 1.7.2006 έως 31.12.2007 έκρινε ότι οι ένδικες αξιώσεις της ενάγουσας είχαν παραγραφεί) το ποσό των 18.886 ευρώ, με το νόμιμο τόκο.
Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, την ως άνω έφεση του εναγομένου και τον πρόσθετο λόγο αυτής δέχθηκε τυπικά και κατ’ ουσία την έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, κράτησε την υπόθεση και δίκασε την από 13.10.2010 αγωγή, την οποία απέρριψε ως απαράδεκτη, με την αιτιολογία ότι δεν ασκήθηκε εντός της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 6 παρ.1 του Ν. 3198/1955. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ. 1 και 144 του ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Από τις διατάξεις των άρθρων 167, 168, 648 και 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 και 3 του ν. 2112/1920 και 5 του ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής, αναιτιώδης και απευθυντέα δικαιοπραξία και αναπτύσσει την άμεση διαπλαστική της ενέργεια, σε περίπτωση που ασκείται από τον εργοδότη, από τη στιγμή που ο παραλήπτης αυτής, εργαζόμενος, μπορεί να λάβει γνώση αυτής. Η καταγγελία μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, συναγόμενη από ορισμένη συμπεριφορά αυτού που καταγγέλλει τη σύμβαση. Σιωπηρή καταγγελία από την πλευρά του εργοδότη συνιστά και η άρνησή του να δεχθεί την εργασία, την οποία προσηκόντως του προσφέρει ο εργαζόμενος, όταν η άρνηση συνοδεύεται από περιστάσεις, από τις οποίες αναμφίβολα προκύπτει η βούλησή του για λύση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας (ΑΠ 1108/2020, ΑΠ 1157/2018, ΑΠ 1096/2018).
Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 3198/1955, όπως το δεύτερο εδάφιο αυτής προστέθηκε με το άρθρο 19 του Ν. 435/1976, ορίζεται ότι “πάσα αξίωσις μισθωτού πηγάζουσα εξ ακύρου καταγγελίας της σχέσεως εργασίας τυγχάνει απαράδεκτος, εφόσον η σχετική αγωγή δεν εκοινοποιήθη εντός τριμήνου ανατρεπτικής προθεσμίας από της λύσεως της σχέσεως εργασίας. Η διάταξις της παρούσης εφαρμόζεται μόνον επί καταγγελίας σχέσεων εξαρτημένης εργασίας”. Η προθεσμία αυτή, η οποία είναι αποσβεστική, αποσκοπεί στην ταχεία άρση κάθε αβεβαιότητας σχετικά με το κύρος της καταγγελίας και στην εκκαθάριση εντός σύντομου χρονικού διαστήματος των αξιώσεων των εργαζομένων, που πηγάζουν από τυχόν άκυρη καταγγελία, ώστε να μην δημιουργούνται δυσβάστακτες συνέπειες για τον εργοδότη, όταν δε παρέλθει άπρακτη η αποσβεστική αυτή προθεσμία, επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος προσβολής της καταγγελίας για ακυρότητα (ΟλΑΠ 1338/1985, ΑΠ 839/2019, ΑΠ 121/2017, ΑΠ 429/2016). Η ως άνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 3198/1955, για την έγερση (άσκηση) αγωγής περί ακυρότητας της καταγγελίας και απόληψης μισθών υπερημερίας, η οποία λαμβάνεται αυτεπάγγελτα υπόψη από το δικαστήριο (άρθρο 280 Α.Κ.), έχει εφαρμογή σε κάθε καταγγελία της σχέσης εξαρτημένης εργασίας, είτε αορίστου είτε ορισμένου χρόνου είναι αυτή (ΑΠ 238/2022, ΑΠ 706/2021, ΑΠ 1003/2020, ΑΠ 839/2019), ανεξαρτήτως αν πρόκειται για μισθωτούς συνδεόμενους με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου με το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ (ΑΠ 2081/2007) και καταλαμβάνει κάθε αξίωση του μισθωτού που πηγάζει από την, για οποιονδήποτε λόγο, ακυρότητα της καταγγελίας της εργασιακής σχέσης από τον εργοδότη (ΑΠ 839/2019, ΑΠ 359/2015, ΑΠ 705/2013).
Η μη κοινοποίηση, δηλαδή, της αγωγής περί ακυρότητας της καταγγελίας στον εργοδότη μέσα στην παραπάνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία ή η μη προβολή σχετικής ένστασης στο πλαίσιο εκκρεμούς δίκης, καθιερώνει απαράδεκτο, το οποίο αφορά την ουσία της διαφοράς και κατά κύριο λόγο πλήττει το δικαίωμα της επίκλησης και προσβολής της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ως άκυρης και κατ’ ανάγκη τις συνεχόμενες με αυτό ουσιαστικές αξιώσεις της καταβολής αποδοχών υπερημερίας και πραγματικής απασχόλησης του μισθωτού. Ως εκ τούτου, εάν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, η καταγγελία αυτή καθίσταται έγκυρη (του εργαζομένου δικαιουμένου να ζητήσει μόνο την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης) και η σχετική αγωγή απορρίπτεται ως (ουσιαστικά) απαράδεκτη (ΑΠ 839/2019, ΑΠ 121/2017, ΑΠ 429/2016). Η προθεσμία αυτή τάσσεται μόνο για την άσκηση των αξιώσεων που απορρέουν αμέσως από την άκυρη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας. Δεν ισχύει δε, στις περιπτώσεις που οι αξιώσεις έχουν τις ίδιες συνέπειες με την άκυρη καταγγελία, αλλά δεν υπάρχει ή δεν μπορεί να συναχθεί από το περιεχόμενο της αγωγής ότι αυτές στηρίζονται σε ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, όπως συμβαίνει στην περίπτωση αγωγής επιδίκασης των αποδοχών υπερημερίας που οφείλονται, κατά το άρθρο 656 του ΑΚ, στον μισθωτό, λόγω της απόκρουσης των υπηρεσιών του από τον εργοδότη για λόγους που αφορούν τον ίδιο (ΑΠ 839/2019, ΑΠ 363/2015, ΑΠ 192/2009).
Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, δηλαδή με απόδοση στον κανόνα δικαίου έννοιας μη αληθινής ή μη αρμόζουσας, ή έννοιας περιορισμένης ή στενής, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013). Με τον ως άνω λόγο αναίρεσης, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ., ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (ΟλΑΠ 27 και 28/1998). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση (ΑΠ 42/2020, ΑΠ 531/2014). Τέλος, κατά το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνη του αριθ. 1 του ίδιου άρθρου, προκύπτει ότι, ως απαράδεκτο, του οποίου η, παρά το νόμο, κήρυξη ή μη κήρυξη από το δικαστήριο ιδρύει τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, νοείται, όχι το ουσιαστικό απαράδεκτο, αλλά εκείνο που είναι συνέπεια παράβασης δικονομικών διατάξεων, οι οποίες θέτουν ορισμένες προϋποθέσεις ως προς την διαδικαστική πράξη, η μη τήρηση των οποίων αποκλείει εκ των προτέρων την πράξη αυτή (ΑΠ 1278/2021, ΑΠ 231/2020).
Συνακόλουθα η μη κοινοποίηση, της αγωγής περί ακυρότητας της καταγγελίας στον εργοδότη μέσα στην παραπάνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία, καθιερώνει, όπως προεκτέθηκε απαράδεκτο, το οποίο αφορά την ουσία της διαφοράς (ΑΠ 105/2020, ΑΠ 839/2019) και όχι δικονομικό απαράδεκτο και συνεπώς δεν ιδρύεται αναιρετικός από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος (ΑΠ 1003/2017) .
Στην προκειμένη περίπτωση το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε κατά το ενδιαφέρον το αναιρετικό έλεγχο μέρος τα εξής: “…Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα (ήδη αναιρεσείουσα), όπως προαναφέρθηκε, με την από 13-10-2010 ένδικη αγωγή της, ισχυρίσθηκε ότι προσελήφθη για πρώτη φορά το έτος 1997 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου από τη Διεύθυνση Δασών Νομού …………., προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως δασολόγος και έκτοτε απασχολήθηκε στην ως άνω υπηρεσία με διαδοχικές ανανεούμενες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου έως την 31-3-2000, οπότε το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο (ήδη αναιρεσίβλητο) έπαυσε να αποδέχεται τις υπηρεσίες της. Ότι με την υπ’ αριθμ. 468/2006 (ήδη αμετάκλητη) απόφαση του Εφετείου …… αναγνωρίσθηκε ότι οι ως άνω διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου είχαν καταρτισθεί κατ’ επίφαση ως τέτοιες και ότι με το εναγόμενο συνδεόταν με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Ζήτησε δε, μετά νόμιμη μερική μετατροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλλει εκ του συνολικώς αιτουμένου ποσού των 102.136,28 ευρώ, το ποσό των 19.244,63 ευρώ, αναγνωριζομένης της προς καταβολή του υπολοίπου υποχρεώσεώς του, οφειλομένων των εν λόγω ποσών σ’ αυτήν για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 1-7-2006 έως 30-9-2010 (συμπεριλαμβανομένων των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα και των επιδομάτων αδείας του ίδιου διαστήματος), όπως ειδικότερα αναλύονται στην αγωγή, νομιμοτόκως δε από τότε που κάθε επί μέρους αγωγή (εννοεί αξίωση) κατέστη απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Η ένδικη αγωγή, η οποία κατατέθηκε στο αρμόδιο δικαστήριο στις 14-10-2010 και με την οποία εκζητούνται αποδοχές υπερημερίας που προϋποθέτουν ακυρότητα της καταγγελίας, ασκήθηκε μετά την πάροδο της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας, είτε ήθελε υπολογισθεί από την αναφερόμενη στο αγωγικό δικόγραφο ημερομηνία (31-3-2000) σιωπηρής εκ μέρους του εναγομένου καταγγελίας της επίδικης σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, είτε από την ημερομηνία δημοσίευσής της υπ’ αριθμ. 468/2006 απόφασης του Εφετείου ……. (23-2-2006), που επιεικώς θα μπορούσε να εκληφθεί ως η νεότερη ημερομηνία γνώσεως της ενάγουσας. Είναι συνεπώς, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες αιτιολογίες, απαράδεκτη και πρέπει να απορριφθεί. Η εκκαλουμένη, άρα, η οποία έκρινε παραδεκτή την αγωγή και στη συνέχεια τη δέχθηκε εν μέρει ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, κακώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, όπως βάσιμα υποστηρίζεται με τον σχετικό πρόσθετο λόγο έφεσης που πρέπει να γίνει δεκτός. Εντεύθεν, παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων της έφεσης”.
Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τον πρώτο από τους αριθμούς 1 και 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια ότι με το να κρίνει ότι στην ένδικη υπόθεση τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 του Ν. 3198/1955, με αποτέλεσμα να απορριφθεί η αγωγή της ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την ως άνω διάταξη. Και τούτο διότι με την ένδικη από 13.10.2010 αγωγή της ισχυρίσθηκε ότι με την προγενέστερη από 27.3.2003 αγωγή της, προς το Μονομελές Πρωτοδικείο ………….., είχε ζητήσει να αναγνωρισθεί ότι η σύμβαση που τη συνδέει με το εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο ήταν εξυπαρχής σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, άλλως ότι με τις ανανεώσεις που υπέστη μετατράπηκε από 12.11.2000 σε σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, χωρίς να αιτηθεί, ούτε καθ’ υποφορά , αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της με το εναγόμενο, ότι μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 468/2006 απόφασης του Εφετείου ………, που έχει καταστεί αμετάκλητη, αναγνωρίσθηκε ότι μεταξύ αυτής και του εναγόμενου υφίσταται σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και ότι με την άσκηση της ένδικης αγωγής της ζητούσε τη επιδίκαση των οφειλομένων αποδοχών υπερημερίας από 30.6.2006, που εκδόθηκε η ως άνω τελεσίδικη απόφαση, που υποχρέωνε το εναγόμενο να απασχολεί αυτή ως δασολόγο σε θέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, αξίωση που δεν πηγάζει από ακυρότητα καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της, η οποία ουδέποτε επήλθε, αλλά από την υπερημερία του εναγομένου ως εργοδότη της να αποδέχεται τις υπηρεσίες της. Ο ως άνω πρώτος λόγος αναίρεσης, ερειδόμενος αληθώς μόνο επί του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ και όχι και επί του αριθμού 14 του ιδίου άρθρου, διότι η σχετική κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης ότι η αγωγή είναι απαράδεκτη, λόγω μη άσκησης αυτής εντός της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ.1 του Ν. 3198/1955, δεν μπορεί να προσβληθεί κατά τα προαναφερθέντα με τον αναιρετικό, εκ του αριθμού 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο, που αφορά μόνο απαράδεκτα και ακυρότητες από το δικονομικό δίκαιο και όχι από το ουσιαστικό δίκαιο, είναι βάσιμος.
Και τούτο διότι, από την επισκόπηση για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου της ένδικης από 13.10.2010 αγωγής, της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας προκύπτει ότι η ενάγουσα ζητούσε με αυτή να υποχρεωθεί το εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο να της καταβάλει αποδοχές υπερημερίας, από την ημερομηνία δημοσίευσης της υπ’ αριθμ. 468/2006 τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου ……, με την οποία αναγνωρίσθηκε ότι αυτή συνδεόταν με το εναγόμενο με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, χωρίς να υπάρχει ή να μπορεί να συναχθεί από το περιεχόμενο αυτής (αγωγής) ότι η ως άνω αξίωση της ενάγουσας (για επιδίκαση μισθών υπερημερίας) στηρίζεται σε ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αυτής εκ μέρους του εναγομένου, ούτε μπορεί από τον αγωγικό ισχυρισμό της ενάγουσας ότι το εναγόμενο έπαυσε από 31.3.2000 να δέχεται τις υπηρεσίες της, να συναχθεί επίκληση εκ μέρους αυτής σιωπηρής καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της , αφού δεν αναφέρονται σ’ αυτή (αγωγή) περιστάσεις, από τις οποίες αναμφίβολα να προκύπτει η βούλησή του εναγομένου για λύση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας της ενάγουσας. Τέλος, ούτε από την αναφορά στην ένδικη αγωγή της ενάγουσας ότι το εναγόμενο κατέστη υπερήμερο ως προς την αποδοχή της εργασίας της από τη δημοσίευση στις 30.6.2006 της υπ’ αριθ. 468/2006 τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου ……, με την οποία αναγνωρίσθηκε ότι αυτή συνδέεται με το εναγόμενο με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, μπορεί να συναχθεί ότι η αξίωση επιδίκασης μισθών υπερημερίας στηρίζεται στην ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, αφού η ως άνω υπερημερία του εναγομένου, με βάση το περιεχόμενο της αγωγής, δεν συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με ακυρότητα καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας εκ μέρους του εναγομένου, αλλά με την υπερημερία του εναγομένου ως προς την αποδοχή της εργασίας της, με βάση την ως άνω τελεσίδικη κρίση του Εφετείου …….. περί ύπαρξης σύμβασης εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου μεταξύ των διαδίκων. Επομένως, εφόσον από το περιεχόμενο της από 13.10.2010 αγωγής της ενάγουσας προκύπτει ότι η ένδικη αξίωση επιδίκασης μισθών υπερημερίας και επιδομάτων εορτών και αδείας για τα αναγραφόμενα σ’ αυτή χρονικά διαστήματα, δεν συνδέεται με ακυρότητα, ρητή ή σιωπηρή, καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας από το εναγόμενο, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα αντίθετα εσφαλμένα εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 του Ν. 3198/1955 και κήρυξε απαράδεκτη την ως άνω αγωγή λόγω παρέλευσης της τρίμηνης προθεσμίας άσκησής της, που ορίζεται με την ως άνω διάταξη, ενώ αυτή δεν ήταν εφαρμοστέα, και ως εκ τούτου υπέπεσε στην εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, κατά παραδοχή του προαναφερομένου πρώτου αναιρετικού λόγου ως βάσιμου, η αναιρετική εμβέλεια του οποίου καθιστά αλυσιτελή την εξέταση των δεύτερου εκ του αριθμού 16 και τρίτου εκ των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγων αναίρεσης, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί στο σύνολό της η προσβαλλομένη απόφαση και, στη συνέχεια, να παραπεμφθεί η υπόθεση, η οποία χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλο δικαστή από αυτόν που εξέδωσε την αναιρουμένη απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Τέλος πρέπει να καταδικασθεί το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις (άρθ. 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), μειωμένων κατά το μέτρο του άρθρου 22 του ν. 3693/1957 σε συνδυασμό προς την παρ. 2 της υπ’ αριθμ. 134423 οικ. της 8.12.1992/20.1.1993 Κοινής Υπουργικής Απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β 11), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 12 παρ. 5 του ν. 1738/1987, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί τη με αριθ. 368/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή
Καταδικάζει το αναιρεσίβλητο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Ιανουαρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 8 Φεβρουαρίου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ