(Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Αποστολάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου – Εισηγήτρια, Μυρσίνη Παπαχίου και Ιωάννη Δουρουκλάκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 26 Οκτωβρίου 2020, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία “Ιεραποστολική Αδελφότης Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος – Φουντούλειον – Το σπίτι της στοργής”, που εδρεύει στη Γλυφάδα Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Καραμπατζό.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. Τ. του Σ., κατοίκου … και 2) Α. Π. του Χ., κατοίκου ….. Η πρώτη αναιρεσίβλητη δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, ενώ ο δεύτερος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Αντωνία Τσίκα.
Κοινοποιουμένη προς: 1) Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και 2) Γενικό Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοικήσεως Αττικής, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18-11-2015 αγωγή της ήδη πρώτης αναιρεσιβλήτου, την από 16-5-2016 ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση και ενωμένη αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος και την από 21-9-2016 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση του ήδη δευτέρου αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2310/2017 του ίδιου Δικαστηρίου και 5057/2018 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 14-12-2018 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια του δευτέρου αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την υπ’ αριθμ. 2538Γ’/18-3-2019 έκθεση επιδόσεως τoυ δικαστικού επιμελητή Αθηνών Γ. Κ. την οποία προσκομίζει και επικαλείται το επισπεύδον τη συζήτηση αναιρεσείον ΝΠΙΔ προκύπτει ότι με επιμέλεια του ιδίου επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στη πρώτη αναιρεσίβλητη ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης από 14-12-2018 αιτήσεως για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 5057/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών με τις συνημμένες σ’ αυτή πράξεις καταθέσεως δικογράφου και ορισμού δικασίμου, με κλήση για συζήτηση της υποθέσεως κατά την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο. Η τελευταία ωστόσο δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά την ως άνω δικάσιμο κατά την οποίαν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά της εκ του πινακίου.
Συνεπώς πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία της (άρθρο 576 παρ.2 ΚΠολΔ). Επίσης αντίγραφο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως κοινοποιήθηκε με την επιμέλεια του πληρεξουσίου δικηγόρου του αναιρεσείοντος, όπως προκύπτει αντίστοιχα από τις 2540Γ/18-3-2019 και 2544Γ/20-3-2019 εκθέσεις επιδόσεως του αυτού ως άνω δικαστικού επιμελητή και στον Υπουργό των Οικονομικών αλλά και στον Γενικό Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, όπως προβλέπεται επί ποινή απαραδέκτου από τις διατάξεις του άρθρου 126 παρ. 1 Α.Ν 2039/1939, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 69 παρ. 2 του Ν4182/2013 και ισχύει επί περιουσιών καταλειπομένων σε κοινωφελή ιδρύματα. Κατά τη διάταξη του άρθρου 101 ΑΚ, απόφαση της γενικής συνέλευσης σωματείου είναι άκυρη, αν αντιβαίνει στο νόμο ή το καταστατικό. Την ακυρότητα κηρύσσει το δικαστήριο ύστερα από αγωγή μέλους που δεν συναίνεσε ή οποιουδήποτε άλλου έχει έννομο συμφέρον. Η αγωγή αποκλείεται μετά την πάροδο έξι μηνών από την απόφαση της συνέλευσης. Η απόφαση που κηρύσσει την ακυρότητα ισχύει έναντι όλων. Η ανωτέρω ακυρωτική διαφορά, η οποία αποτελεί ειδική μορφή της ακυρωτικής αγωγής του άρθρου 101 ΑΚ, δεν συνιστά γνήσια (υπό στενή έννοια) υπόθεση της εκούσιας δικαιοδοσίας, όπου απουσιάζει το στοιχείο της αντιδικίας, αλλά μη γνήσια (υπό ευρεία έννοια) υπόθεση της εκούσιας δικαιοδοσίας. Από την ερμηνεία του άρθρου 101 ΑΚ προκύπτει ότι οι αποφάσεις της γενικής συνέλευσης, ακόμη και αν είναι ακυρώσιμες, εντούτοις παράγουν όλα τα συνδεόμενα με αυτές αποτελέσματα. Μέχρι την έκδοση της κατά τα ανωτέρω τελεσίδικης απόφασης, που κηρύσσει άκυρη την απόφαση της γενικής συνέλευσης, η οποία έχει διαπλαστική ισχύ, η τελευταία παράγει όλα τα αποτελέσματά της έναντι πάντων, επομένως πρόκειται στην πραγματικότητα για ακυρώσιμη και όχι για άκυρη απόφαση. Η διατύπωση του άρθρου 21 είναι σαφής: “υπόκειται σε ακύρωση”. Για την ακύρωση της απόφασης αρκεί οποιαδήποτε παράβαση του νόμου ή του καταστατικού (ΑΠ 433/2009 ΝοΒ 2009 σελ. 1436). Πρέπει στο σημείο τούτο να σημειωθεί ότι η ακυρώσιμη απόφαση του άρθρου άρθρου 101 ΑΚ διαφέρει ουσιωδώς από την απολύτως άκυρη απόφαση, λόγω αντίθεσης προς το νόμο του άρθρου 174 ΑΚ. Μια απόφαση είναι απολύτως άκυρη όταν είτε κατά το περιεχόμενο, είτε κατά την διαδικασία σχηματισμού της αντίκειται σε θεμελιακές διατάξεις δημοσίας τάξεως ή αναγκαστικού δικαίου, ως προς δε τη μεταχείρισή της ακολουθεί βασικώς την απολύτως άκυρη δικαιοπραξία. Περαιτέρω, η ανεπίτρεπτη συμμετοχή στη γενική συνέλευση μη δικαιούμενων να παρίστανται μελών αποτελεί ελάττωμα, το οποίο οδηγεί σε ακυρώσιμη κατά την 101 ΑΚ απόφαση.
Εν προκειμένω, ο δεύτερος αναιρεσίβλητος, με τις προτάσεις του που κατατέθηκαν εντός της προθεσμίας του άρθρου 570 παρ. 1 ΚΠολΔ, ισχυρίζεται ότι η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη διότι το αναιρεσείον σωματείο δεν εκπροσωπείται νόμιμα από τον πρόεδρο του δ.σ. αυτού αρχιμανδρίτη Μ. Κ. δεδομένου ότι αυτός και τα λοιπά μέλη του δ.σ. εκλέχθηκαν με βάση άκυρη απόφαση της γενικής συνέλευσης που συνήλθε την 21.7.2016 για την εκλογή διοικήσεως για όσους λόγους παραβάσεως του καταστατικού επικαλείται. Η ένστασή του όμως αυτή δεν είναι νόμιμη και πρέπει να απορριφθεί διότι, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες νομικές αιτιολογίες, και αν ακόμη υποτεθεί ότι η από 21.7.2016 απόφαση της γενικής συνέλευσης του αναιρεσείοντος σωματείου για την εκλογή του διοικητικού συμβουλίου και του προέδρου αυτού πάσχει από ακυρότητα για παράβαση διατάξεων του καταστατικού, πρόκειται όχι για απολύτως άκυρη απόφαση αλλά για ακυρώσιμη, υποκείμενη σε ακύρωση κατά τους όρους του άρθρου 101 ΑΚ και μέχρι την τελεσίδικη ακύρωσή της παράγει όλα τα συνδεόμενα με αυτή αποτελέσματα έναντι πάντων.
Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1714, 1968 ΑΚ προκύπτει ότι ως κληροδοσία θεωρείται η προσπόριση σε κάποιον με διάταξη τελευταίας βουλήσεως περιουσιακής ωφέλειας χωρίς να εγκαθίσταται ο τετιμημένος κληρονόμος. Kληροδοσία συνεπώς είναι η έννομη σχέση με περιεχόμενο την παροχή περιουσιακής ωφέλειας προς τον κληροδόχο, συνιστάται δε κατ’ άρθρο 1714 ΑΚ μόνο με διάταξη τελευταίας βουλήσεως και κατά τον τύπο αποκλειστικά της διαθήκης, η οποία αποτελεί αποκλειστικά τη νομική βάση της (κληροδοσίας). Αντικείμενο της κληροδοσίας μπορεί να είναι πράγμα ή δικαίωμα κάθε φύσεως, αλλά και οποιοδήποτε περιουσιακής υφής πλεονέκτημα που θα μπορούσε γενικά να αποτελέσει αντικείμενο ενοχής και φυσικά η καταβολή στον κληροδόχο ορισμένου χρηματικού ποσού, εφάπαξ ή σε περιοδικές δόσεις, οπότε θα πρόκειται συνήθως για κληροδοσία διατροφής (ισόβιας ή πρόσκαιρης) ή γενικότερα για κληροδοσία κάποιας προσόδου και μάλιστα είτε από ορισμένο αντικείμενο της κληρονομίας, ή από τα μέσα γενικά της καταλειπόμενης στον βεβαρημένο κληρονομικής μερίδας. Όταν αντικείμενο της κληροδοσίας είναι χρηματικό ποσό, εγκύρως μπορεί να τεθεί από τον διαθέτη και τιμαριθμική ρήτρα. Με τον περιεχόμενο στην ΑΚ 1995 κανόνα δικαίου, το δικαίωμα που αποκτά ο κληροδόχος με την επαγωγή της κληροδοσίας (ΑΚ 1997) διαπλάσσεται κατ’ αρχήν ενοχικό, ώστε ο τετιμημένος μπορεί να ζητήσει από τον βεβαρημένο την παροχή που αποτελεί το αντικείμενο της κληροδοσίας (ΑΠ 1198/2015). Με την επαγωγή δηλαδή της κληροδοσίας γεννιέται μεταξύ του τετιμημένου ως δανειστή και του βεβαρημένου ως οφειλέτη μία ενοχική σχέση, δυνάμει της οποίας ο πρώτος δικαιούται να απαιτήσει από τον δεύτερο την παροχή που αποτελεί το αντικείμενο της κληροδοσίας. Το ενοχικό δικαίωμα από την κληροδοσία έχει τη νομική του βάση στην κληροδοτική διάταξη της διαθήκης, πηγάζει δηλαδή από μονομερή δικαιοπραξία και γεννιέται κατά κανόνα με το θάνατο του διαθέτη (ΑΚ 1997). Αναφορικά με τη λειτουργία της ενοχής που πηγάζει από την κληροδοσία εφαρμόζονται κι εδώ κατ’ αρχήν οι διατάξεις του γενικού ενοχικού δικαίου, ιδίως δε ο κανόνας της καλόπιστης εκπληρώσεως της παροχής, που αποκτά κεντρική σημασία κυρίως επί απρόβλεπτης μεταβολής των συνθηκών. Η ευθύνη του βεβαρημένου λόγω αδυναμίας παροχής, υπερημερίας ή πλημμελούς εκπληρώσεως διέπεται από τις γενικές περί παθολογίας της ενοχής διατάξεις (ΑΚ 330, 334, 335 επ. 340 επ.).
Συνεπώς ο βεβαρημένος ενέχεται για κάθε αθέτηση της υποχρεώσεώς του από δόλο ή αμέλεια δική του ή των νομίμων αντιπροσώπων του, καθώς και των προσώπων που χρησιμοποιεί για την εκπλήρωση της κληροδοτηθείσας παροχής. Η κληροδοσία αποσκοπεί στην πραγμάτωση των ειδικότερων ατομικών επιθυμιών του διαθέτη, στην οποία η έννομη τάξη δεν έχει κατ’ αρχήν λόγο να επέμβει ρυθμιστικά. Γι’ αυτό και η αυτονομία της ιδιωτικής βουλήσεως του διαθέτη διαπλάθεται εδώ σχεδόν απόλυτη. Οικοδομείται δηλαδή σχεδόν αποκλειστικά στην αρχή της ελευθερίας του διατιθέναι, που υπαγορεύει σε μεγαλύτερο βαθμό, συγκριτικά με τη ρύθμιση της κληρονομικής εγκαταστάσεως, τη διαφύλαξη με κάθε τρόπο της πραγματικής, ακόμη δε και της υποθετικής (εικαζομένης) βούλησης του διαθέτη κατ’ απόκλιση της εκ του άρθρου 1789 ΑΚ αρχής της αυτοτέλειας των τελευταίων διατάξεων. Mε τη διάταξη εξ άλλου του ΑΚ 2005 ρυθμίζεται το απαιτητό της κληροδοτούμενης παροχής στην περίπτωση της υποκληροδοσίας, όπου δηλαδή βεβαρημένος με την κληροδοσία είναι ο (κύριος) κληροδόχος. Αναφορικά με το δικαίωμα του υποκληροδόχου, το οποίο όμως είναι πάντοτε ενοχικό, ισχύουν κατά βάση οι κανόνες που διέπουν γενικά τη γένεση και λειτουργία του δικαιώματος από την κληροδοσία (ΑΚ 1995). Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι λόγω ακριβώς της φύσεως της υποκληροδοσίας, (η νομική βάση της οποίας θεμελιώνεται μόνο στην διαθήκη, ήτοι σε μονομερή μη απευθυντέα αιτία θανάτου δικαιοπραξία) και του προμνημονευθέντος σκοπού της (αρχή της ελευθερίας του διατιθέναι), δεν μπορεί η βούληση του διαθέτη να αλλοιωθεί με σύμβαση μεταξύ του βεβαρημένου και τρίτου μετά την επαγωγή, που μεταβάλει τον πρώτο (υπόχρεο εις βάρος ή μέσω του οποίου θα γίνει η παροχή της περιουσιακής ωφέλειας) ως ένα των υποκειμένων της κληροδοτικής έννομης σχέσης, δυνάμει της οποίας ο τετιμημένος (κληροδόχος ή υποκληροδόχος) δικαιούται να απαιτήσει την εκπλήρωση της παροχής που αποτελεί το αντικείμενο της κληροδοσίας (ή της υποκληροδοσίας). Και τούτο διότι αφενός η διάταξη τελευταίας βουλήσεως μεταβάλλεται (αίρεται) μόνο με την ανάκλησή της μερική ή ολική κατά τα προβλεπόμενα στις διατάξεις των άρθρων 1763-1766 ΑΚ, αφετέρου διότι ο βεβαρημένος απαλλάσσεται του βάρους της κληροδοσίας (ή αναλόγως υποκληροδοσίας) μόνον σε περίπτωση εκπτώσεώς του (άρθρο 1979 ΑΚ σε συνδυασμό με 2006 επί υποκληροδοσίας), ή επί αδυνάτου κληροδοσίας κατ’ άρθρο 1980 ΑΚ ή επί ματαιώσεως αυτής (άρθρο 1981ΑΚ) ή τέλος στην περίπτωση που το καταληφθέν λόγω κληροδοσίας δεν επαρκεί για την εκπλήρωση της υποκληροδοσίας (κατ’ άρθρο 2006 ΑΚ, οπότε μπορεί να αρνηθεί την εκπλήρωση). Περαιτέρω η σύμβαση με αντικείμενο την υπόσχεση τρίτου στον οφειλέτη ότι θα καταβάλει αυτός το χρέος (παρόν ή μελλοντικό) του τελευταίου στο δανειστή, (που δεν συμμετέχει), η οποία αναπτύσσει αποτελέσματα μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων, συνιστά σύμβαση ελευθερώσεως κατά το άρθρο 478 ΑΚ. Η συγκεκριμένη δικαιοπραξία (που είναι υποσχετική, ακριβώς διότι δεν επιφέρει διάθεση του χρέους και αιτιώδης), γεννά κατ’ αρχήν αξίωση μόνον υπέρ του οφειλέτη κατά του τρίτου να καταβάλει το χρέος στον δανειστή, οπότε φέρει τα χαρακτηριστικά της μη γνήσιας συμβάσεως υπέρ τρίτου. Δανειστής συνεπώς στη συγκεκριμένη μορφή σύμβασης είναι ο παλαιός οφειλέτης, ο οποίος είναι ο μόνος που μπορεί να ζητήσει την εκπλήρωση της υποχρέωσης του υποσχόμενου. Τα μέρη όμως μπορούν να διαμορφώσουν τη σύμβαση ως γνήσια υπέρ τρίτου, ώστε ο δανειστής να αποκτά άμεσο δικαίωμα κατά του υποσχεθέντος, χωρίς να χάσει τα δικαιώματά του κατά του παλαιού οφειλέτη, οπότε δημιουργείται εις ολόκληρον ενοχή με αποτελέσματα αντίστοιχα της σωρευτικής αναδοχής χρέους.
Συνεπώς με μόνη τη σύμβαση ελευθερώσεως ο οφειλέτης δεν απαλλάσσεται από την καταβολή του χρέους στο δανειστή, αλλά θα πρέπει να συναφθεί μεταξύ τελευταίου και του τρίτου, σύμβαση στερητικής αναδοχής χρέους κατά το άρθρο 471 ΑΚ. Διαφορετική είναι η περίπτωση της διάταξης του άρθρου 471 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία “με σύμβαση που συνάπτει με το δανειστή μπορεί κάποιος να αναδεχτεί ξένο χρέος έτσι ώστε να υπεισέλθει αυτός στη θέση του οφειλέτη και ο τελευταίος να απαλλαγεί”. H ΑΚ 471 όπως προαναφέρθηκε, προϋποθέτει συμφωνία μεταξύ δανειστή (όχι οφειλέτη) που έχει εξουσία διαθέσεως και τρίτου που έχει εξουσία ανάληψης σχετικής υποχρεώσεως, κατά την οποία ο τρίτος αναλαμβάνει υφιστάμενο χρέος, χωρίς αντίστοιχα να υπάρχει δυνατότητα (με τη βούληση των συμβαλλομένων) να αλλοιώνεται η φύση ή το περιεχόμενό του. Εν όψει των ανωτέρω, σε περίπτωση που ο βεβαρημένος κληροδόχος με τροποποιητική συμφωνία που καταρτίζει ως εκμισθωτής με τον μισθωτή του στο πλαίσιο μεταξύ τους υπάρχουσας συμβάσεως μισθώσεως, αναθέτει στον τελευταίο την εκπλήρωση του εκ της κληροδοσίας δια διατάξεως τελευταίας βουλήσεως ορισθέντος βάρους του προς παροχή περιουσιακής ωφέλειας στην τετιμημένη υποκληροδόχο υφίσταται σύμβαση ελευθερώσεως κατά το άρθρο 478 ΑΚ (που δεν απαλλάσσει τον βεβαρημένο οφειλέτη του βάρους του) και όχι σύμβαση στερητικής αναδοχής χρέους κατά το άρθρο 471 ΑΚ, εφόσον δεν συντρέχει συμφωνία περί απαλλαγής από το χρέος με τη σύναψη σύμβασης στερητικής αναδοχής του χρέους μεταξύ τρίτου και δανειστή.
Συνεπώς, ακόμη κι’ αν η φύση της κληροδοτικής διάταξης δεν αποκλείει την εφαρμογή της ΑΚ 471, η τελευταία δεν εφαρμόζεται και εκ του γεγονότος ότι την ιδιότητα του δανειστή (ως δικαιούχου της ωφέλειας) φέρει ο υποκληροδόχος που δεν είναι υποκείμενο των ως άνω συμβάσεων, ενώ την ιδιότητα του οφειλέτη που επιδιώκει την ειδική διαδοχή του στο υφιστάμενο βάρος (χρέος) από τον τρίτο (μισθωτή του) φέρει ο βεβαρημένος στη συγκεκριμένη (κληροδοτική έννομη σχέση). Για τους αυτούς ως άνω λόγους ενδεχόμενη εν τοις πράγμασι έγκριση του τετιμημένου περί μεταβολής του προσώπου του βεβαρημένου σε συμφωνία του τελευταίου με τρίτο δεν ασκεί έννομη επιρροή και δεν απαλλάσσει τον κληροδόχο της υποχρέωσης να προσπορίσει στον υποκληροδόχο την εν λόγω ωφέλεια. Ανεξαρτήτως λοιπόν της ισχύος της μεταξύ εκμισθωτή (βεβαρημένου κληροδόχου) και μισθωτή( τρίτου) συμφωνίας που παράγει δικαιώματα και υποχρεώσεις εκατέρωθεν, η τελευταία δεν δεσμεύει τον τετιμημένο υποκληροδόχο, ο οποίος θα εναγάγει τον βεβαρημένο κληροδόχο (ως παθητικά νομιμοποιούμενο εκ της κληροδοτικής σχέσεως) στην περίπτωση μη εκπλήρωσης της άνω παροχής, καθόσον η ενοχική συμφωνία δεν μπορεί να παρακάμψει τη διάταξη τελευταίας βουλήσεως του διαθέτη κατά τα προεκτεθέντα.
Εν προκειμένω, από την παραδεκτή κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτουν τα ακόλουθα: Η ενάγουσα (ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη) ισχυριζόμενη ότι τυγχάνει τετιμημένη υποκληροδόχος ισόβιας προσόδου ποσού 6.000 δρχ μηνιαίως, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην από 18-11-2015 αγωγή της, με βεβαρημένο κληροδόχο το εναγόμενο σωματείο, δυνάμει της από 18-10-1974 ιδιόγραφης διαθήκης του Δ. Φ. που πέθανε το 1975, ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει για τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα αλλά και εφεξής τα μνημονευόμενα σ’ αυτή ποσά που της οφείλει για την ως άνω αιτία και αρνείται να εξοφλήσει κατά τις περί κληροδοσιών διατάξεις και επικουρικά κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας ζητώντας επί πλέον και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Το εναγόμενο άσκησε κατά του δεύτερου αναιρεσίβλητου Α. Π. ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση, στην οποία σώρευσε παρεμπίπτουσα αγωγή, ισχυριζόμενο ότι δυνάμει όρου που προβλέφθηκε στην μεταξύ τους από 9.10.1992 σύμβαση, τροποποιητική της αρχικής συμβάσεως μισθώσεως των ακινήτων της κληροδοσίας, ο μισθωτής τους, Α. Π., ανέλαβε το βάρος της άνω κληροδοσίας και ειδικότερα την καταβολή της άνω προσόδου στην τετιμημένη υποκληροδόχο-ενάγουσα. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να παρέμβει ο ανωτέρω υποσχεθείς υπέρ αυτού, ενώ με την παρεμπίπτουσα αγωγή του ζήτησε κυρίως μεν να υποχρεωθεί ο ίδιος να καταβάλει στην ενάγουσα όποιο ποσό επιδικασθεί άλλως να το καταβάλλει στο εναγόμενο σωματείο, αν το τελευταίο ήθελε υποχρεωθεί προς τούτο έναντι της ενάγουσας. Ο προσεπικαλούμενος και παρεμπιπτόντως εναγόμενος Α. Π., αρνούμενος την προσεπίκληση και την παρεμπίπτουσα αγωγή, άσκησε, ωστόσο, πρόσθετη υπέρ της ενάγουσας παρέμβαση ζητώντας να γίνει δεκτή η κατά του εναγομένου σωματείου αγωγή ως εκ της επίμαχης κληροδοσίας βεβαρημένου κληροδόχου και να αναγνωριστεί ότι η εκ μέρους του καταβολή στην ενάγουσα τον εν λόγω μηνιαίων προσόδων λάμβανε χώρα με την ιδιότητά του ως εντολοδόχου του εναγομένου ιδρύματος και διαχειριστή των περιγραφομένων στην αγωγή ακινήτων. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την 2310/2017 απόφασή του, απέρριψε την κύρια αγωγή κατά τη βάση της αδικοπραξίας και το σχετικό με αυτήν αίτημα επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ως μη νόμιμο, ομοίως δε και την ανακοίνωση – προσεπίκληση αλλά και την παρεμπίπτουσα αγωγή του εναγομένου, καθώς και το περιλαμβανόμενο στην πρόσθετη παρέμβαση αίτημα αναγνώρισης της σχέσεως εντολής και διαχείρισης που συνέδεε τον μισθωτή (προσθέτως παρεμβαίνοντα) με το εναγόμενο. Εν συνεχεία απέρριψε την αγωγή και την υπέρ της ενάγουσας πρόσθετη παρέμβαση κατ’ουσίαν. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως ασκήθηκαν εφέσεις από όλους τους διαδίκους, η μεν ενάγουσα και ο υπέρ αυτής παρεμβαίνων Α. Π. για το κεφάλαιο της κύριας αγωγής, το δε εναγόμενο για το κεφάλαιο της παρεμπίπτουσας αγωγής. Το Εφετείο με την 5057/2018 απόφασή του απέρριψε ως απαράδεκτη την έφεση της ενάγουσας καθ’ ό μέρος στρέφεται κατά του Α. Π. (προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνοντος), αλλά και την έφεση του εναγομένου ιδρύματος καθ’ο μέρος στρέφεται κατά της ενάγουσας. Ακολούθως, κατά παραδοχή των εφέσεων της ενάγουσας και του προσθέτως παρεμβαίνοντος εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση ως προς το κεφάλαιο της κύριας αγωγής, ερεύνησε εκ νέου την υπόθεση και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και την πρόσθετη παρέμβαση, υποχρεώνοντας το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα 25.197,96 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοσή της. Περαιτέρω, αναφορικά με το κεφάλαιο της παρεμπίπτουσας αγωγής, απέρριψε την έφεση του σωματείου, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, της οποίας αντικατέστησε τις αιτιολογίες. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως το εναγόμενο σωματείο άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως με τους παρακάτω ερευνώμενους λόγους, στους οποίους διαλαμβάνονται αναιρετικοί λόγος για αμφότερα τα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τόσο για το κεφάλαιο της αγωγής, όσο και για εκείνο της παρεμπίπτουσας αγωγής του σωματείου.
Από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία μέρος προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: “Ο αποβιώσας στις 7-6-1975 στην Γλυφάδα Αττικής, Δ. Φ. του Ν., με την από 18-10-1974 ιδιόγραφη διαθήκη του, που δημοσιεύθηκε νόμιμα με τα με αριθμό 1450/26-6-1975 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κληροδότησε στο εναγόμενο της κύριας αγωγής, ήδη εφεσίβλητο – εκκαλούν ΝΠΙΔ με την επωνυμία “ΙΕΡΟΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ – ΦΟΥΝΤΟΥΛΕΙΟΝ – ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΣΤΟΡΓΗΣ”, τότε ιεραποστολικό σωματείο με την επωνυμία ” ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ ΣΩΜΑΤΕΙΟΝ Ο ΑΓΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ – ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΣΤΟΡΓΗΣ”, μέρος της ακίνητης περιουσίας του και ειδικότερα μία ισόγεια οικοδομή (τύπου στοάς) μετά του οικοπέδου της που βρίσκεται στην πλατεία … του … και ένα ισόγειο κτίσμα αποτελούμενο από καταστήματα, γραφεία και αποθήκες που βρίσκεται επίσης στον …. ,επί της παραλιακής οδού της … και στην συμβολή της με την Πλατεία … Την κληροδοσία αυτή αποδέχθηκε το εναγόμενο σωματείο με την …/…-9-1975 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου Κονταρίνη, που μεταγράφηκε νόμιμα. Με την ίδια διαθήκη το εν λόγο σωματείο επιβαρύνθηκε με υποκληροδοσία υπέρ της Ε. Τ. ήδη ενάγουσας και συγκεκριμένα υποχρεώθηκε να της καταβάλλει ισόβιο μηνιαίο επίδομα εκ δραχμών 6.000 με ετήσια αναπροσαρμογή αυτού “αναλόγως των μεταβολών του τιμαρίθμου του κόστους ζωής και καθ’ όν τρόπο διδάσκει την αναπροσαρμογή η οικονομική επιστήμη”, όπως ακριβώς αναγράφεται στην διαθήκη, το οποίο και της κατέβαλε ανελλιπώς ως το 1992. Κατ’ εκείνο το έτος και συγκεκριμένα στις 17 Σεπτεμβρίου με το …/…-9-1992 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Πειραιά Βασιλικής Καπράνου-Διάκου ο νόμιμος εκπρόσωπος του σωματείου, κατόπιν εντολής του διοικητικού του συμβουλίου διόρισε τον Α. Π., ήδη προσεπικαλούμενο- παρεμπιπτόντως εναγόμενο-προσθέτως παρεμβαίνοντα, ειδικό πληρεξούσιο με την εντολή και πληρεξουσιότητα να διαχειρίζεται και εκμεταλλεύεται την ακίνητη περιουσία του στην οποία περιλαμβανόταν τα ακίνητα της κληροδοσίας. Ακολούθως, με το …/…- 10-1992 συμβόλαιο της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, καταρτίστηκε μεταξύ των ανωτέρω μερών σύμβαση μισθώσεως και εκχώρησης δικαιωμάτων σύμφωνα με την οποία το σωματείο εκμίσθωσε στον Α. Π. με δικαίωμα υπομίσθωσης τα ανωτέρω κληροδοτηθέντα σε αυτό ακίνητα. Η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε τριακονταετής αρχομένη από τις 6-10-1992 έως τις 5-10-2022 για τα ελεύθερα καταστήματα, αποθήκες και λοιπούς χώρους, ενώ για τα καταστήματα που ήταν ήδη μισθωμένα σε τρίτους συμφωνήθηκε για ένα έτος με δικαίωμα μονομερούς παράτασης από τον μισθωτή μέχρι τη συμπλήρωση 80 ετών. Η εν λόγω μισθωτική σύμβαση τροποποιήθηκε με το από 9-10-1992 ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποίησης σύμβασης μισθώσεως και αναπροσαρμογής μισθώματος με τον όρο 12 του οποίου συμφωνήθηκαν τα εξής: “Ο μισθωτής υποχρεούται από 18-10-1992 και στο εξής μέχρι λήξεως της διάρκειας μισθώσεως να καταβάλει με δικά του χρήματα στις τετιμημένες κληρονόμους του Δ. Φ., Κ. Α. και Ε. Τ., το βαρύνον την αδελφότητα κληροδότημα που προβλέπεται από τη διαθήκη του Δ. Φ.”. Έκτοτε και μετά από υπόδειξη του σωματείου η ενάγουσα Ε. Τ. λάμβανε από τον Α. Π. το μηνιαίο επίδομα ενώ σε περίπτωση καθυστερήσεων στην καταβολή αυτού, οι οποίες μετά το 2009 έγιναν συχνές και η καταβολή του επιδόματος μερική και σε δόσεις, προσέφευγε στους εκπροσώπους του σωματείου για τη διευθέτηση του ζητήματος οι οποίοι και αποδέχονταν ότι η υποχρέωση καταβολής είναι δική τους πλην στερούνταν πόρων κατά τους ισχυρισμούς τους και την παρέπεμπαν στον Α. Π. (…..). Ακόμη στις αποδείξεις είσπραξης του επιδόματος που προσκομίζονται αναγραφόταν ότι το ποσό καταβαλλόταν “δια χειρός Α. Π. για λογαριασμό και ενεργών της ιεραποστολικής αδελφότητας για οφειλόμενα εκ διαθήκης Δ. Φ.”. Επίσης με την από 2-10-2005 εξώδικη δήλωση της ιεραποστολικής αδελφότητας “Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ – ΦΟΥΝΤΟΥΛΕΙΟΝ – ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΣΤΟΡΓΗΣ”, που επιδόθηκε στον Α. Π. στις 5-10-2005, το εν λόγω σωματείο αναφέρει σχετικά με το επίμαχο θέμα του μηνιαίου επιδόματος “σύμφωνα με την εντολή μας και στα πλαίσια της διαχειριστικής σας αρμοδιότητας εξοφλήσατε σ’ αυτές (τετιμημένες) το ποσόν που εκδικάσθηκε από τα δικαστήρια…”. Εν όψει των ανωτέρω η βασική σχέση που συνέδεε το σωματείο, ήδη εναγόμενο, με την τιμηθείσα Ε. Τ., ήδη ενάγουσα, είχε δημιουργηθεί με την διαθήκη του Δ. Φ. με την οποία και καθορίστηκε η δικαιούχος και το υπόχρεο. Εξάλλου η συμφωνία μεταξύ του εναγόμενου σωματείου και του Α. Π.υ, που έλαβε χώρα στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων (361 ΑΚ) και της διαχείρισης με την οποία ήταν επιφορτισμένος κατά τα ανωτέρω, περιλαμβάνεται δε στον όρο 12 της από 9-10-1992 τροποποιητικής σύμβασης μίσθωσης, δεν γεννά δικαίωμα της ενάγουσας, δικαιούχου του επιδόματος, να στραφεί κατά του Α. Π.υ, ο οποίος ενεργούσε υπό την Ιδιότητα του διαχειριστή στο όνομα και για λογαριασμό του σωματείου, παρά μόνο κατά αυτού (σωματείου) ως βασικού υπόχρεου. Η συμφωνία δε αυτή δεν μπορεί να μετατρέψει το επίδομα σε επιπλέον μίσθωμα κατά τους ισχυρισμούς του εναγομένου , διότι η συναλλαγή αυτή δεν αφορά τα πρόσωπα που συμβλήθηκαν στα πλαίσια της μισθωτικής σύμβασης αλλά είναι υποχρέωση που επιβάλλεται στον μισθωτή υπέρ τρίτου και όχι υπέρ του εκμισθωτή. Εξάλλου ό,τι απορρέει από τη μίσθωση αφορά αυτούς που συμβλήθηκαν και αν ήθελαν να αποτελεί μέρος του μισθώματος το μηνιαίο επίδομα θα το όριζαν ρητά. Μετά από αυτά και αφού ο Α. Π. δεν υπέχει θέση δικονομικού εγγυητή έναντι του εναγόμενου σωματείου, η προσεπίκληση και η παρεμπίπτουσα αγωγή είναι μη νόμιμη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση, απέρριψε την προσεπίκληση και παρεμπίπτουσα αυτή αγωγή για την παραπάνω αιτία, αν και με διαφορετική αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού που τέθηκε υπόψη του και, συνεπώς, όσα αντίθετα υποστηρίζονται από το εκκαλούν με τον μοναδικό λόγο της από 25-1-2018 (…) έφεσης …είναι αβάσιμα… και …πρέπει να απορριφθεί… (ο λόγος και η έφεση)… Το εναγόμενο…προέβαλε τον ισχυρισμό περί καταχρηστικής άσκησης (της κυρίας αγωγής), για τη θεμελίωση του οποίου επικαλέσθηκε τα ακόλουθα περιστατικά: α) ότι η ενάγουσα τελώντας εν γνώσει της ύπαρξης, της από το έτος 1992 συμφωνίας μεταξύ αυτού και του εκμισθωτή των ακινήτων της κληροδοσίας Α. Π.υ, με την οποία ο τελευταίος ανέλαβε την υποχρέωση να της καταβάλει το μηνιαίο επίδομα, αποδέχθηκε τη διαμορφωθείσα κατάσταση ανεπιφύλακτα, β) ότι έκτοτε, από το 1992 συνεχώς και χωρίς να το ενοχλήσει η να εκφράσει αντίρρηση, τουλάχιστον μέχρι το έτος 2014 εισέπραττε από τον μισθωτή το εν λόγω επίδομα και με τον τρόπο αυτό του δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκούσε το δικαίωμά της και (δ) ότι με την αγωγή της επιδιώκει να ανατρέψει την κατάσταση δημιουργώντας περιουσιακή βλάβη στον ίδιο. Ο ισχυρισμός… είναι απορριπτέος, προεχόντως ως αόριστος, δεδομένου ότι μόνη η μακροχρόνια αδράνεια της ενάγουσας… δεν αρκεί για να καταστήσει τη συμπεριφορά της ενάγουσας αντίθετη στη διάταξη του 281 ΑΚ, καθώς δεν εκθέτει όπως απαιτείται… ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά αυτού και της ενάγουσας που προηγήθηκε, από τις οποίες σε συνδυασμό και με την αδράνεια της τελευταίας του δημιουργήθηκε ευλόγως η πεποίθηση ότι αυτή δεν θα ασκήσει το δικαίωμά της και ότι η μεταγενέστερη μεταβολή της στάσης της με την άσκηση της αγωγής τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε επί μακρό χρονικό διάστημα, η οποία (ανατροπή) συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες γι’ αυτό. Σε κάθε περίπτωση…ο παραπάνω ισχυρισμός …είναι και ουσία αβάσιμος διότι …μόνο υπόχρεο από τη διαθήκη του Δ. Φ. για την καταβολή του μηνιαίου επιδόματος ήταν το εναγόμενο η δε ενάγουσα, η οποία δεν όφειλε να γνωρίζει τις μεταξύ του εναγόμενου και του Α. Π.υ σχέσεις, διαμαρτύρονταν στο εναγόμενο για την καθυστέρηση στην καταβολή του επιδόματος ή τη μερική καταβολή αυτού, οπότε το τελευταίο την παρέπεμπε στον Α. Π.. Περαιτέρω, από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε, ότι το μηνιαίο επίδομα που καταβαλλόταν στην ενάγουσα από τον Α. Π. κατά τα ανωτέρω, ανέρχονταν το έτος 2000 μετά τις αναπροσαρμογές σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διαθήκη, στο ποσό των 700 ευρώ (βλ. αποδείξεις καταβολής με στοιχεία …/…-4-2009, …/…-7-2009, …/…-11-2009, …/…-12-2009 και …/…-12-2009 που προσκομίζονται). Έκτοτε και όπως οριζόταν στη διαθήκη του Δ. Φ. έπρεπε να αναπροσαρμόζεται ετησίως σύμφωνα με την εκάστοτε μεταβολή του δείκτη τιμών καταναλωτή, ο οποίος κατά το χρονικό διάστημα από Μάρτιο 2010 έως Φεβρουάριο του 2011 παρουσίασε αύξηση κατά 4,4% και το μηνιαίο επίδομα διαμορφώθηκε στο ποσό των 730,80 ευρώ, Για το χρονικό διάστημα από Μάρτιο του 2011 έως Φεβρουάριο του 2012 αυξήθηκε κατά 2,1% και το καταβαλλόμενο επίδομα διαμορφώθηκε στο ποσό των 746,14 ευρώ. Για το χρονικό διάστημα από Μάρτιο του 2012 έως και Φεβρουάριο του 2013 ο δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε κατά 0,1% και το καταβαλλόμενο μίσθωμα διαμορφώθηκε στο ποσό των 746,88 ευρώ. Για το χρονικό διάστημα από Μάρτιο 2013 έως και Φεβρουάριο 2014 ο δείκτης τιμών καταναλωτή παρουσίασε μείωση κατά 2,2% και επομένως το καταβαλλόμενο επίδομα διαμορφώθηκε στο ποσό των 738,66 ευρώ και τέλος κατά το χρονικό διάστημα από Μάρτιο 2014 έως και Φεβρουάριο 2015 ο δείκτης τιμών καταναλωτή παρουσίασε μείωση κατά 2,2% και το καταβαλλόμενο επίδομα διαμορφώθηκε στο ποσό των 722,41 ευρώ” Ενόψει του ότι το εναγόμενο, δια του εκπροσώπου του Α. Π.υ, προέβαινε σε τμηματικές καταβολές και όχι σε πλήρη εξόφληση του μηνιαίου επιδόματος εξακολουθεί να οφείλει στην ενάγουσα για την εν λόγω αιτία, τα ακόλουθα χρηματικά ποσά: 1) για το χρονικό διάστημα από 1-3-2010 έως 25-2-2011 όφειλε να καταβάλλει το ποσό των 8769,60 ευρώ (730,60 χ 12). Κατέβαλε το ποσό των 8.400 ευρώ και συνεπώς οφείλει το ποσό των 369,60 ευρώ. 2) για το χρονικό διάστημα από 1-3-2011 έως 28-2-2012 όφειλε να καταβάλει το συνολικό ποσό των 8.953,68 ευρώ (746,14 χ 12)και κατέβαλε το ποσό των 8.400 ευρώ.
Συνεπώς οφείλει το ποσό των 553,68 ευρώ. 3) για το χρονικό διάστημα από 1-3-2012 έως 28-2-1013 όφειλε να καταβάλει το συνολικό ποσό των 8.962,56 (746,88 χ 12) και κατέβαλλε το ποσό των 3.600 ευρώ. Επομένως οφείλει το ποσό των 5.362,56 ευρώ. 4) για το χρονικό διάστημα από 1-3-2013 έως 28-2-2014 όφειλε να καταβάλει το συνολικό των 8.863,92 ευρώ (738,66χ12). Κατέβαλε το ποσό των 2.500 ευρώ και συνεπώς οφείλει 6.363,92 ευρώ και 5) για το χρονικό διάστημα από 1-3-2014 έως 31-10-2015 όφειλε να καταβάλει το ποσό των 14.448,29 ευρώ (722,41χ20 μήνες). Κατέβαλε το ποσό των 1.900 ευρώ και συνεπώς οφείλει το ποσό των 12.548,20 ευρώ. Το εναγόμενο ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα ασκεί το δικαίωμά της για καταβολή των ανωτέρω χρηματικών ποσών για οφειλές του επιδόματος καταχρηστικά και σε αντίθεση με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη διότι αφενός το ίδιο δεν έχει πόρους λόγω κακής διαχείρισης εκ μέρους του προέδρου του και μη καταβολής μισθωμάτων από τον εκμισθωτή Α. Π. ενώ η ίδια λαμβάνει το επίδομα για σαράντα τουλάχιστον έτη αφετέρου δε από το έτος 2010 την Ελλάδα μαστίζει οικονομική κρίση που επέφερε μείωση των εισοδημάτων και των συντάξεων και ως εκ τούτου πρέπει κατά δικαία κρίση και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 281 και 288 ΑΚ, να μειωθεί το οφειλόμενο επίδομα στο ποσό των 469,57 ευρώ (35%).
Εν προκειμένω όμως η υποχρέωση του εναγόμενου προέρχεται από ετεροβαρή σύμβαση οπότε η μεταβολή της οικονομικής κατάστασης τόσο του ιδίου όσο και των γενικών συνθηκών δεν επηρεάζει την υποχρέωσή του, αφού μάλιστα δεν προκύπτει μεταβολή των ειδικών συνθηκών στο πρόσωπο της ενάγουσας πόσο μάλλον που το μηνιαίο επίδομα κυμαίνεται σε χαμηλό επίπεδο σε σχέση με τα εισοδήματα και τις καταβαλλόμενες υπό τις παρούσες συνθήκες συντάξεις στην Ελλάδα. Συνακόλουθα ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω η ενάγουσα αιτείται την καταβολή του μηνιαίου επιδόματος και κατά το χρονικό διάστημα μετά την άσκηση της… αγωγής , όπως αυτό είχε κατ’ εκείνο το χρόνο διαμορφωθεί και όπως θα διαμορφώνεται κάθε φορά βάσει των προβλεπομένων αναπροσαρμογών. Όμως εν προκειμένω δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προληπτικής δικαστικής προστασίας αφού το δικαστήριο μόνο στο μελλοντικό χρονικό σημείο μπορεί να έχει τα κατά το ουσιαστικό δίκαιο στοιχεία προς σχηματισμό της κρίσεώς του και ειδικότερα διότι δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός του επιδόματος από το δικαστήριο στην παρούσα χρονική στιγμή, αφού τα κριτήρια αναφέρονται στο μέλλον και είναι άγνωστα σ’ αυτό, ενώ επιπροσθέτως η μελλοντική υπερημερία του εναγόμενου δεν είναι δεδομένη. Κατόπιν τούτων το σχετικό αίτημα είναι μη νόμιμο και απορριπτέο. Τέλος, το αίτημα περί υποχρέωσης του εναγομένου να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 5.000 ευρώ, για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης (άρθρο 932 ΑΚ) δεν είναι νόμιμο, κατά τη διάταξη περί αδικοπραξίας (άρθρο 914 ΑΚ), διότι η επικαλούμενη “συμπεριφορά” του εναγομένου προς την ενάγουσα συναρτάται κατ’ ανάγκη προς την ενοχική υποχρέωση αυτού από την κληροδοσία (άρθρα 1714,1995,1997 και 2005 ΑΚ) και δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς τη σχέση αυτή στα πλαίσια της οποίας η ενάγουσα ισχυρίζεται πως ο εναγόμενος αποκλειστικά ενήργησε (…). Κατόπιν αυτών ορθώς απερρίφθη το εν λόγω αίτημα με την εκκαλούμενη απόφαση και επομένως πρέπει να απορριφθεί ο συναφής τέταρτος λόγος της υπό κρίση έφεσης . Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και αφού αποδείχθηκε οφειλή του εναγόμενου σωματείου από την πιο πάνω αιτία, προς την ενάγουσα, συνολικού ποσού 25.197,96 ευρώ, πρέπει η από 18-11-2015 (…) αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, όπως και η από 21-9-2016 πρόσθετη παρέμβαση. Ενόψει αυτών, το πρωτοβάθμιο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφαση , έκρινε τα αντίθετα και, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την από 18-11-2015 ( …) αγωγή της εκκαλούσας Ε. Τ. και την υπέρ αυτής πρόσθετη παρέμβαση, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού που τέθηκε υπόψη του, όπως βάσιμα υποστηρίζουν οι εκκαλούντες με τους συναφείς λόγους των κρινόμενων εφέσεων τους, οι οποίοι πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι, όπως και οι εφέσεις, οι οποίες πρέπει να γίνουν δεκτές ως ουσιαστικά βάσιμες, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο για ουσιαστική εκδίκαση, να δικαστεί κατ’ ουσία η ως άνω αγωγή (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και η πρόσθετη παρέμβαση να γίνουν αυτές δεκτές κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμες και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 25.197,96 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής (δεν αποδεικνύεται προηγούμενη όχληση)…” Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο , με τις προεκτεθείσες παραδοχές και κρίσεις του κατά το μέρος που αναφέρονται στο κεφάλαιο της κύριας αγωγής, δηλαδή ότι το εναγόμενο σωματείο είναι κληροδόχος δυνάμει της από 18-10-1974 ιδιόγραφης διαθήκης του Δ. Φ. βεβαρημένος με την ίδια διαθήκη με υποκληροδοσία υπέρ της ενάγουσας ως τετιμημένης και υπόχρεο ως εκ τούτου στην εκπλήρωση της σχετικής παροχής ισοβίου μηνιαίου επιδόματος 6.000 δρχ με αναπροσαρμογή του αναλόγως των μεταβολών του τιμαρίθμου και ότι ο τεθείς στην από 9-10-1992 τροποποιητική μισθωτική συμφωνία του εναγόμενου με τον (δυνάμει του …/…-9-1992 ειδικού πληρεξουσίου) διαχειριστή των ακινήτων της επαχθείσας κληροδοσίας και μετέπειτα (με το …/…-10-1992 μισθωτήριο συμβόλαιο) μισθωτή του για “καταβολή μέχρι τη λήξη της μίσθωσης εκ μέρους του τελευταίου εξ ιδίων στην τετιμημένη ενάγουσα της βαρύνουσας το ίδρυμα υποκληροδοσίας ισόβιας μηνιαίας προς αυτήν προσόδου δεν γεννά δικαίωμα της ενάγουσας να στραφεί για την εκπλήρωσή της κατά του τρίτου, μισθωτή του ιδρύματος, Α. Π.υ, ούτε μετατρέπει το επίδομα αυτό (της κληροδοσίας) σε επί πλέον μίσθωμα, δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων στις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1995, 1997, 2005 ΑΚ που ήταν εφαρμοστέες, ούτε αυτές των άρθρων 471, 574 ΑΚ που δεν ήταν εφαρμοστέες, αφού η επίμαχη σύμβαση δεν συνιστά στερητική αναδοχή χρέους, αλλά σύμβαση ελευθερώσεως υπό τη μορφή της μη γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου που δεν επιφέρει την απαλλαγή του εναγομένου σωματείου από την εκπλήρωση της υποκληροδοσίας, πέραν του ότι η κληροδοτική διάταξη ως εκ της φύσεώς της δεν μπορεί να μεταβληθεί με συγκεκριμένη σύμβαση, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην οικεία μείζονα σκέψη. Ενόψει του ότι το αναιρεσείον, προσβάλλοντας το κεφάλαιο της προσβαλλόμενης απόφασης που αφορά στην κύρια αγωγή, επικαλείται πλημμέλειες εκ του αρ. 1 και 19 άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναφερόμενο στις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων ΑΚ 471 και ΑΚ 574, που όμως δεν ήταν εφαρμοστέες, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν. Γι’ αυτό οι σχετικοί αναιρετικοί λόγοι: πρώτος, τρίτος, δεύτερος και τέταρτος (ο τελευταίος κατά το σκέλος που αφορά στο κεφάλαιο της κύριας αγωγής) στηρίζονται σε αναληθή προϋπόθεση και ως εκ τούτου είναι απαράδεκτοι. Κατά το μέρος δε ειδικότερα που με τον δεύτερο αναιρετικό λόγο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση ότι υπέπεσε στην εκ του αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, παραβιάζοντας τη διάταξη του άρθρου 2005 ΑΚ, με την αιτίαση ότι περιέχει ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες “σε σχέση με το κρίσιμο ζήτημα του προσώπου του βεβαρημένου με την παροχή προς την υποκληροδόχο” σε συνδυασμό με την παραδοχή ότι “η εκπλήρωση της άνω παροχής απετέλεσε όρο της μεταξύ του αναιρεσείοντος και του μισθωτή του συμβάσεως μισθώσεως” διότι “δεν εξηγείται γιατί ο όρος αυτός περιλήφθηκε στη μισθωτική σχέση και ποιο το νόημά του” είναι αβάσιμος. Και τούτο διότι το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα του βεβαρημένου της υποκληροδοσίας ως αποκλειστικού υποχρέου για την εκπλήρωσή της, αφού στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού του διαλαμβάνει όλα τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν με επάρκεια το σαφές ως άνω αποδεικτικό πόρισμα, πέραν του ότι η αποδιδόμενη ως άνω έλλειψη ανάγεται στην αιτιολόγηση του, παρότι το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται σαφώς (Ολ ΑΠ 1/1999). Η παραδοχή δε περί της υπάρξεως συμφωνίας του βεβαρημένου ιδρύματος με τον διαχειριστή των ακινήτων της κληροδοσίας και μισθωτή αυτών για καταβολή εξ ιδίων στην τετιμημένη ενάγουσα του ισοβίου μηνιαίου επιδόματος, δημιουργεί μία άλλη εσωτερική (μεταξύ αυτών) συμβατική σχέση, συνεπαγόμενη μεταξύ αυτών έννομες συνέπειες, και γι’ αυτό δεν συνιστά αντίφαση προς την παραδοχή ότι ο άνω μισθωτής κατέβαλε στην τελευταία το εν λόγω επίδομα για λογαριασμό του σωματείου στο πλαίσιο της ως άνω μισθωτικής και διαχειριστικής του ιδιότητας, ενόψει της παραδοχής ότι η σχέση που συνέδεε την ενάγουσα με το σωματείο, καθοριστική των προσώπων του δικαιούχου και του υπόχρεου, δημιουργήθηκε με τη διαθήκη του Δ. Φ. και ότι εκ του γεγονότος αυτού ο επίμαχος ως άνω όρος της τροποποιητικής σύμβασης μίσθωσης δεν γεννά δικαίωμα της ενάγουσας κατά του μισθωτή (και διαχειριστή των κληροδοτηθέντων) παρά μόνο κατά του σωματείου ως υποχρέου, ούτε μπορεί να μεταβάλλει τη νομική φύση του επιδόματος της υποκληροδοσίας σε (επιπλέον) μίσθωμα. Με τον δέκατο αναιρετικό λόγο της αιτήσεως, που και αυτός αναφέρεται στο κεφάλαιο της κύριας αγωγής, το αναιρεσείον μέμφεται την προσβαλλόμενη ότι υπέπεσε στην πλημμέλεια εκ του αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με την αιτίαση ότι “απορρίπτοντας την ένστασή του περί μειώσεως του μηνιαίου επιδόματος προς την ενάγουσα υποκληροδόχο κατά ποσοστό 35% ψευδώς ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε το άρθρο 288 ΑΚ, κρίνοντας ότι τούτο δεν εφαρμόζεται στις ετεροβαρείς δικαιοπραξίες, όπως η προκείμενη”. Ανεξαρτήτως της δυνατότητας εφαρμογής του παραπάνω κανόνα στις ετεροβαρείς δικαιοπραξίες (ΟλΑΠ 9/1997), ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής, καθόσον από τις προπαρατεθείσες παραδοχές προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει πλην της ανωτέρω και δεύτερη επάλληλη κύρια αιτιολογία που στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της και δη ότι ” δεν προκύπτει μεταβολή των ειδικών συνθηκών στο πρόσωπο της ενάγουσας, πόσω μάλλον που το μηνιαίο επίδομα κυμαίνεται σε χαμηλό επίπεδο, σε σχέση με τα εισοδήματα και τις καταβαλλόμενες υπό τις παρούσες συνθήκες συντάξεις στην Ελλάδα”, η οποία όμως (αιτιολογία) δεν πλήττεται με αντίστοιχο αναιρετικό λόγο. Με τον έκτο αναιρετικό λόγο, που και αυτός αναφέρεται στο κεφάλαιο της κύριας αγωγής, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση ότι υπέπεσε στην πλημμέλεια εκ του αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι “δεν έλαβε υπόψιν της περιστατικά που συγκροτούν την από το άρθρο 281 ΑΚ ένστασή του, παραλείποντας να συναξιολογήσει και έτερο περιστατικό που προέβαλε με τις ενώπιον του Εφετείου προτάσεις του περί συμπαικτικής δράσης του εκμισθωτή Π. με την ενάγουσα υποκληροδόχο σε άλλη αντιδικία τους για την καταβολή από τον πρώτο οφειλομένων μισθωμάτων με τη χορήγηση και σχετικής ένορκης βεβαίωσης από την ενάγουσα”. Πλην όμως ο λόγος αυτός (πέραν της αοριστίας του) είναι αλυσιτελής, αφού τα επικαλούμενα περιστατικά δεν συνιστούν από μόνα τους αυτοτελή ισχυρισμό που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ούτε αρκούν, συνεκτιμώμενα με τα πραγματικά περιστατικά της άνω ένστασης (που απορρίφθηκε ως νομικά αβάσιμη) προς θεμελίωσή της, ενώ προτάθηκαν απαραδέκτως το πρώτον στο Εφετείο κατά τα προεκτεθέντα, χωρίς την επίκληση συνδρομής των προϋποθέσεων των άρθρων 269 και 527 ΚΠολΔ. Με το έβδομο λόγο της αναίρεσης, που και αυτός αναφέρεται στο κεφάλαιο της κύριας αγωγής, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ. 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ότι παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, διότι δεν απέδωσε τη δέουσα αποδεικτική δύναμη σε ομολογία της πρώτης και του δεύτερου των αναιρεσιβλήτων. Ειδικότερα, ισχυρίζεται το αναιρεσείον ότι επειδή στις προτάσεις τους ενώπιον του Εφετείου και στην έφεσή του ο δεύτερος αναιρεσίβλητος συνομολογούν την ύπαρξη της τροποποιητικής συμφωνίας για εκπλήρωση εξ ιδίων του μισθωτή της από την υποκληροδοσία οφειλής προς την ενάγουσα και αντιστοίχως την είσπραξη από αυτόν της εν λόγω μηνιαίας χρηματικής παροχής από την τελευταία επί είκοσι περίπου χρόνια, ομολογούν κατά τρόπο σαφή ότι δεν είναι υπόχρεο το ίδρυμα, εντούτοις το Εφετείο δεν έδωσε στην ομολογία αυτή την αποδεικτική δύναμη που έχει. Ο λόγος είναι αβάσιμος, αφού από την επισκόπηση των ως άνω παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι δεν υπάρχει τέτοια παραδοχή. Κατά το άρθρο 478 ΑΚ, αν τρίτος υποσχέθηκε στον οφειλέτη ότι θα καταβάλει το χρέος του, ο δανειστής, σε περίπτωση αμφιβολίας, δεν αποκτά δικαίωμα από τη σύμβαση αυτή. Από την ως άνω διάταξη προκύπτει ότι υπόσχεση τρίτου προς τον οφειλέτη είναι η σύμβαση με την οποία ο τρίτος υπόσχεται προς αυτόν να τον απαλλάξει από το χρέος του. Η διάταξη αυτή θέτει ερμηνευτικό κανόνα, κατά τον οποίο αν δεν προκύπτει από τη σύμβαση τι θέλησαν τα μέρη, τότε η σχέση λειτουργεί μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων, δημιουργείται δηλαδή μεταξύ τους ενοχική σχέση εσωτερικού χαρακτήρα. Η σύμβαση αυτή, καλούμενη σύμβαση ελευθερώσεως, είναι υποσχετική δικαιοπραξία, αιτιώδης, μπορεί δε να συναφθεί και ως αμφοτεροβαρής σύμβαση, οπότε εξαρτάται από τη συμφωνία των μερών το περιεχόμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων καθενός (ΑΠ 1230/2010). Περαιτέρω, αν η υπόσχεση καταβολής προς τρίτο αποτελεί την συμφωνηθείσα παροχή ενός από τους συμβαλλομένους, ο αντισυμβαλλόμενός του, δέκτης της υποσχέσεως, δεν κωλύεται κατ` αρχήν να απαιτήσει, κατ` εφαρμογή της αρχής της καλόπιστης εκπληρώσεως της παροχής (ΑΚ 288), την προς αυτόν τον ίδιο καταβολή (ΑΠ 1421/2007). Στην περίπτωση δε της παράβασης της ενοχικής υποχρέωσης του τρίτου προς καταβολή του χρέους στο δανειστή, εάν ο οφειλέτης αναγκάστηκε να προβεί ο ίδιος στην εξόφληση κατόπιν απειλής αναγκαστικής εκτελέσεως εκ μέρους του δανειστή, ο υποσχεθείς τρίτος υποχρεούται σε αποζημίωση αυτού, διότι ο οφειλέτης εξόφλησε αλλότριο χρέος κατά τη συνδέουσα αυτόν και τον τρίτο εσωτερική σχέση.
Συνεπώς, εκείνος που δέχθηκε την υπόσχεση ελευθερώσεως, έχει δικαίωμα, αφού ικανοποιήσει το δανειστή του, να αξιώσει αποζημίωση από τον υποσχεθέντα τρίτο.
Εν προκειμένω, το Εφετείο, ενώ δέχεται ότι μεταξύ του παρεμπιπτόντως ενάγοντος σωματείου ως εκμισθωτή και του παρεμπιπτόντως εναγομένου ως μισθωτή συμφωνήθηκε με ειδικό όρο στην από 9.10.1992 έγγραφη τροποποίηση του αρχικού μισθωτηρίου ότι ο μισθωτής από 18.9.1992 και στο εξής αναλαμβάνει την υποχρέωση, στα πλαίσια των λοιπών όρων της μισθώσεως, να καταβάλλει εξ ιδίων χρημάτων στην τιμηθείσα με κληροδοσία, κυρίως ενάγουσα, το ποσό της κληροδοσίας που βάρυνε το σωματείο βάσει της διαθήκης, κρίνοντας περαιτέρω (ορθά) ότι από τον όρο αυτό δεν γεννάται δικαίωμα υπέρ της τετιμημένης, δηλαδή ότι δεν επρόκειτο για σύμβαση υπέρ τρίτου, εν τέλει καταλήγει στο υπαγωγικό συμπέρασμα ότι ο μισθωτής Α. Π. δεν τελεί σε σχέση δικονομικής εγγυήσεως με το σωματείο, προς το οποίο παρέσχε την ως άνω υπόσχεση ότι θα πληρώνει εξ ιδίων το προς την τετιμημένη βάρος (του σωματείου), ήτοι το εκ της κληροδοσίας προς αυτήν χρέος του. Ακολούθως απέρριψε την έφεση του σωματείου, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση κατά το απορριπτικό της παρεμπίπτουσας αγωγής κεφάλαιο, της οποίας αντικατέστησε τις αιτιολογίες. Με αυτά όμως που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα του νομικού χαρακτήρα του ως άνω συμβατικού όρου της από 9.10.1992 έγγραφης τροποποίησης του αρχικού μισθωτηρίου, δυνάμει του οποίου ο (παρεμπιπτόντως εναγόμενος) μισθωτής ανέλαβε από 18.9.1992 και στο εξής έναντι του σωματείου την υποχρέωση, στα πλαίσια των λοιπών όρων της μισθώσεως, να καταβάλλει εξ ιδίων χρημάτων στην τιμηθείσα με κληροδοσία κυρίως ενάγουσα το ποσό της κληροδοσίας που βάρυνε το σωματείο βάσει της διαθήκης. Ειδικότερα, αν και το Εφετείο παραθέτει τον ως άνω όρο, παραλείπει να κρίνει, ερμηνεύοντας εν ανάγκη αυτόν κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, ποία η έννομη σημασία του και ποίος ο νομικός χαρακτηρισμός τους και δη αν πρόκειται για μία απλή διαχειριστική εντολή χωρίς ανάληψη υποχρεώσεως για παροχή ή αν, αντίθετα, συνιστά υπόσχεση ελευθερώσεως κατά το άρθρο 478 ΑΚ που καταρτίσθηκε μεταξύ οφειλέτη (του βάρους της κληροδοσίας) και τρίτου (Α. Π.), περιοριζόμενο μόνο στην κρίση ότι εξ αυτού όρου δεν αποκτά δικαιώματα η τετιμημένη κυρίως ενάγουσα. Έτσι όμως δεν μπορεί να κριθεί αν με βάση τον όρο αυτό ο υποσχεθείς Α. Π. όφειλε να καταβάλλει εξ ιδίων χρημάτων το βάρος της κληροδοσίας, πράγμα συνεπαγόμενο, σε περίπτωση μη εκπληρώσεως της υποσχέσεως αυτής, την γέννηση υποχρεώσεως αυτού προς αποζημίωση του σωματείου (δέκτη της υποσχέσεως), με περαιτέρω συνέπεια τη δημιουργία σχέσεως δικονομικής εγγυήσεως που δικαιολογεί τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της παρεμπίπτουσας αγωγής. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο σχετικός τέταρτος λόγος αναιρέσεως της αιτήσεως από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά το σκέλος που αναφέρεται στο κεφάλαιο της παρεμπίπτουσας αγωγής με τον οποίο προβάλλεται το ως άνω σφάλμα. Ενόψει αυτού παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως που αναφέρονται στο ίδιο κεφάλαιο.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση για αναίρεση πρέπει να απορριφθεί κατά το μέρος που με αυτή προσβάλλεται το κεφάλαιο της απόφασης του Εφετείου που αναφέρεται στην κύρια αγωγή, αλλά να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που με αυτή προσβάλλεται το κεφάλαιο παρεμπίπτουσας αγωγής. Στη συνέχεια πρέπει κατά την παρ. 3 του άρθρ. 580 ΚΠολΔ να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από δικαστή διαφορετικό από αυτόν που εξέδωσε την απόφαση αυτή, ενώ η δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, που κατέθεσε προτάσεις, βαρύνει τον δεύτερο αναιρεσίβλητο Α. Π. επειδή ηττάται (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί κατά την παρ. 4 του άρθρ. 495 ΚΠολΔ η απόδοση στο αναιρεσείον του παραβόλου που καταβλήθηκε απ’ αυτό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 14-12-2018 αίτηση του ΝΠΙΔ “ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ – ΦΟΥΝΤΟΥΛΕΙΟΝ – ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΣΤΟΡΓΗΣ” για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 5057/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών κατά το μέρος που με αυτή προσβάλλεται το κεφάλαιο της ως άνω απόφασης που αναφέρεται στην κύρια αγωγή.
Αναιρεί την υπ’ αριθ. 5057/2018 απόφαση του Moνομελούς Εφετείου Αθηνών κατά το μέρος που αφορά στο κεφάλαιο τη από 16.5.2016 υπ’ αριθ. κατ. 19517/2016 παρεμπίπτουσας αγωγής του ως άνω αναιρεσείοντος κατά του Α. Π.υ.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αμέσως ανωτέρω κεφάλαιο για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί όμως από δικαστές άλλους από αυτούς που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
Διατάσσει την απόδοση στο αναιρεσείον του παραβόλου που καταβλήθηκε απ’ αυτό.
Και
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος ποσού τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ σε βάρος του δεύτερου αναιρεσίβλητου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Ιανουαρίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 8 Μαρτίου 2021.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :
Προηγούμενο άρθροΚτηματολόγιο: Πώς θα σώσετε σε ένα χρόνο την αδήλωτη περιουσία σας
Επόμενο άρθρο Καταγραφή κινητών και ακινήτων στο νέο Taxisnet