Αριθμός 311/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου, και Παρασκευή Καλαϊτζή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 6η Δεκεμβρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ε. Τ. του Κ., κατοίκου …, που παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου Γεωργίου Κράγκαρη .
Των αναιρεσίβλητων: 1.Γ. Σ. Κ., κατοίκου …, 2.Α. Σ. Κ., κατοίκου …, 3.Ε. Σ. Κ., κατοίκου … που παραστάθηκαν μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου Ιάκωβου Σταυρόπουλου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 31-8-2009 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5391/2014 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 375/2016 Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 2-9-2016 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσίβλητων να απορριφθεί, καθένας δε να καταδικασθεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Ο από τον αρ. 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, για ευθεία παράβαση κανόνος ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, αντιστοίχως δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του κανόνος δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσης έννομης συνέπειας ή την άρνησή της. Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναιρέσεως μόνον αν τα διδάγματα αυτά αφορούν στην ερμηνεία κανόνων δικαίου ή στην υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ’αυτούς. Ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται οι ορισμοί και οι αφηρημένες υποθετικές κρίσεις που αντλούνται από την παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητος με την βοήθεια των φυσικών επιστημών και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αορίστων νομικών εννοιών. Περαιτέρω, αναίρεση επιτρέπεται “αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων” (αρ. 12 ανωτέρω άρθρου). ‘Ετσι περαιτέρω, κατά την έννοια του αρ. 19 του ιδίου άρθρ. η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως όταν στην ελάσσονα πρότασή της δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του, επί ουσιώδους για την έκβαση της δίκης ζητήματος και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνος ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε.
ΙΙ. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, ότι το Μονομελές Εφετείο Αθηνών υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρ. 559 αρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ, εξ αιτίας της παραβιάσεως των διδαγμάτων της κοινής πείρας. Προσέτι, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα προσάπτει την υπ’αρ. 12 του άνω αρθρ. πλημμέλεια, ως εκ της παραβιάσεως των ορισμών του νόμου εν σχέσει προς την δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Το ειδικότερο περιεχόμενο των λόγων αυτών (2ου – 3ου) αναιρέσεως έχει επακριβώς ως ακολούθως: “2. ΔΙΟΤΙ η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση παρεβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας, στην οποίαν παραβίαση εστηρίχθη για να κάμει δεκτή την αγωγή των αντιδίκων κατ’ εμού. Συγκεκριμένως εδέχθη ότι η επίμαχη διαθήκη δεν εγράφη και υπεγράφη από τον Σ. Κ., διότι δήθεν αυτός δεν είχε λόγο να συντάξει διαθήκη, αφού δεν έπασχε από κάποια ασθένεια! Αντιθέτως από τα διδάγματα της κοινής πείρας προκύπτει ότι διαθήκη συντάσσουν οι άνθρωποι αδιαφόρως ηλικίας ή καταστάσεως υγείας.
Εν προκειμένω ο εν λόγω διαθέτης ήτο υπερήλιξ και είχε ένα παιδί εξώγαμο (εμένα), το οποίο είχε αποφασίσει να το νομιμοποιήσει και ακριβώς συνέταξε την διαθήκη μήπως δεν προλάβει να προβεί σε τέτοια ενέργεια και πράγματι δεν πρόλαβε, λόγω του επισυμβάντος τροχαίου δυστυχήματος.
Δέχεται επίσης, παραβιάζοντας τα διδάγματα της κοινής πείρας ότι αν συνέτασσε διαθήκη θα περιελάμβανε και τα άλλα παιδιά του. Απεδείχθη όμως ότι επρόκειτο περί τέκνων τα οποία ήδη είχε αποκαταστήσει, αφού από τα δύο άρρενα τέκνα ο ένας εργαζόταν ως αστυνομικός, ο δε άλλος είχε εμπορική επιχείρηση στην Λαχαναγορά Αθηνών, το δε αναγνωρισθέν θήλυ τέκνο το είχε βοηθήσει οικονομικά να σπουδάσει, καίτοι με την μητέρα του δεν είχε καμμία επικοινωνία, αφού ζούσαμε ως οικογένεια αυτός, η μητέρα μου κι εγώ, διαμένοντας πότε στην οικία της μητέρας μου και πότε στο επίδικο ακίνητο.
Βάσει των ανωτέρω η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση παρεβίασε το άρθρ. 559 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. και δέον να αναιρεθεί.
3. ΔΙΟΤΙ η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση παρεβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με την δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Συγκεκριμένως έκρινε ως μη έχουσες αποδεικτική δύναμη έγγραφα (4 αποδείξεις πληρωμής) γραμμένες και υπογεγραμμένες από τον Σ. Κ. σε ανύποπτο χρόνο διότι δήθεν δεν έφεραν βεβαία χρονολογία! Πολλώ μάλλον διότι δεν τις έλαβε υπ’ όψιν της και η πραγματογνώμων Σ.. Μα πως ήταν δυνατόν το έτος όταν η μητέρα μου του έδινε χρήματα για να πληρώσει τους οικοδόμους που έκτιζαν την οικία που με δικά της χρήματα στην οδό …., στην Ανθούσα να ζητούσε, γυναίκα μικρών γραμματικών γνώσεων, να θεωρηθεί το γνήσιο υπογραφής του ανθρώπου με τον οποίον συζούσε! Από τα διδάγματα της κοινής πείρας γνωρίζομε ότι όλες οι γνήσιες αποδείξεις δεν φέρουν βεβαία χρονολογία και όμως λαμβάνονται υπ’ όψιν από τα Δικαστήρια, όταν προσκομίζονται και δεν προσβάλλονται ως πλαστές. Και βέβαια οι αντίδικοι δεν τις προσέβαλαν ως πλαστές”. Μετά ταύτα: Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, τούτου δοθέντος, διότι τα υπό το περιεχόμενο του λόγου αυτού προμνημονευθέντα δεν αποτελούν διδάγματα της κοινής πείρας, όπως η αντίστοιχη νομική έννοια αναλύεται στην μείζονα σκέψη. Ωσαύτως απαράδεκτος είναι και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, υπό την έννοια, ότι ερείδεται επί λανθασμένης προϋποθέσεως, αφού, κατ’ εφαρμογήν του συζητητικού συστήματος, (υπό την ισχύ του άρθρ. 340 ΚΠολΔ) το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψιν και εκτιμά ελευθέρως (ακόμη και μη πληρούντα τους όρους του νόμου) τα ενώπιόν του μετ’επικλήσεως προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα.
ΙΙΙ. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα καταλογίζει στο Εφετείο την πλημμέλεια υπ’ αρ. 19 του ιδίου, ως άνω, άρθρου, με την ακόλουθη ειδικότερη επίκληση: “1. ΔΙΟΤΙ η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, καθ’ όσον δεν έχει ή τουλάχιστον έχει ανεπαρκείς αιτιολογίες σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης .
Συγκεκριμένα διαλαμβάνει ότι η διαθήκη είναι πλαστή “αφού η γραφολόγος αντιπαρέβαλε την διαθήκη με άλλα αναμφισβήτητης γνησιότητας έγγραφα”.
Δεν αναφέρει όμως ποία είναι τα “γνήσια” αυτά έγγραφα.
Επίσης αναγράφει ότι το συμπέρασμα της πλαστότητας επιβεβαιώνεται και από τους μάρτυρες χωρίς να αναφέρει τι κατέθεσαν αυτοί οι μάρτυρες, το οποίο να επιβεβαιώνει το συμπέρασμά της .
Επίσης δεν αιτιολογεί πώς προέκυψε ότι το επίδικο ακίνητο αγοράσθηκε αποκλειστικά με χρήματα του διαθέτου και όχι της μητέρας μου, διότι το γεγονός ότι ό τελευταίος επώλησε 2 οικόπεδα δεν δύναται να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι με τα χρήματα αυτά αγόρασε το επίδικο ακίνητο, γιατί μπορούσε κάλλιστα να τα είχε δώσει στα άλλα παιδιά του, ή να τα κράτησε”.
IV. Οι παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επιτρεπτώς επισκοπούμενες, είναι οι εξής: “Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης και την ανωμοτί κατάθεση της Κ. Τ. [εναγομένης] που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περέχονται στα ταυτάριθμα με τα 1421/2010 πρακτικά του, τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, άλλα προς άμεση απόδειξη και άλλα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων [άρθρα 339,336 παρ. 3 και 395 ΚΠολΔ], την από 20-3-2011 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του Ειδικού Δικαστικού Γραφολόγου, Ιωάννη Δόση, η οποία διατάχθηκε με την υπ’ αριθμ. 1421/2010 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, την από 14-10-2013 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της Ειδικής Δικαστικής Γραφολόγου, Β. Σ., η οποία διατάχθηκε με την 1116/2012 μη οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, την από 12-2-2014 έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης και παρατηρήσεων στις πραγματογνωμοσύνες, της Ειδικής Δικαστικής Γραφολόγου, Α. Μ., η οποία διορίστηκε με την υπ’ αριθμ. …/2011 έκθεση διορισμού Τεχνικού Συμβούλου του παρόντος Δικαστηρίου, που εκτιμώνται ελεύθερα από το Δικαστήριο [άρθρο 390 ΚΠολΔ], τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τους ενάγοντες υπ’αριθμ. … και …/2009 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων τους, Μ. συζ. Γ. Τ. και Ε. συζ. Α. Β., αντίστοιχα, οι οποίες λήφθηκαν ενώπιον του συμβολαιογράφου Χαλκίδας, Χ. Σ., μετά από εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήτευση της εναγομένης, καθώς και από τις ομολογίες των διαδίκων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 11-5-2008 απεβίωσε στην Αθήνα, ο Σ. Κ. του Γ., κάτοικος … και κατέλιπε πλησιέστερους συγγενείς, οι οποίοι θα καλούνταν στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, τους ενάγοντες, γνήσια τέκνα του. Συγκεκριμένα οι δύο πρώτοι απ’ αυτούς είναι τέκνα του από το νόμιμο γάμο του με τη μητέρα τους, Μ. Κ., με την οποία διαζεύχθηκε το έτος 1986, η δε τρίτη, η οποία γεννήθηκε στις 18-7-1989, είναι εξώγαμο τέκνο του, το οποίο αναγνώρισε με την υπ’ αριθμ. …/1989 πράξη αναγνώρισης τέκνου της συμβολαιογράφου Κρωπίας, Γ. Γ., από τις σχέσεις που διατηρούσε με τη μητέρα της, Ε. Σ.. Κατά το χρόνο του θανάτου του είχε στην πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή του ένα αγροτεμάχιο με την σ’ αυτό υπάρχουσα ισόγεια οικία, επιφάνειας 36 τ.μ., όπου και κατοικούσε, ευρισκόμενο στο …. Αττικής, στη θέση “…” και στην οδό …, όπως αυτό εμφαίνεται περιμετρικά με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα γράμματα Α-Β-Γ-Δ-Α στο από μηνός Μαΐου 2000 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Ξ. Σ., το οποίο προσαρτάται στο υπ’ αριθμ. …/9-5-2001 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Κρωπίας, Ν. Τ.-Μ., που μεταγράφηκε στο Υποθηκοφυλακείο Κρωπίας στον τόμο 682 με αριθμό 281.Με το ως άνω συμβόλαιο, μάλιστα, ο αποβιώσας πατέρας των εναγόντων αγόρασε το προαναφερόμενο αγροτεμάχιο έναντι 10.000.000 δρχ ή 29.347,03 ευρώ από τον Μ. Γ. του Ν.. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι με το 265/1-3-2001 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Κρωπίας Σ. Λ., ο ως άνω αποβιώσας είχε πωλήσει δύο οικόπεδα στα … Αττικής, που του ανήκαν κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στους Χ. Κ. και Μ. συζ. Χ. Κ., έναντι συνολικού τιμήματος 25.423.019 δρχ, από το οποίο ποσό 7.423.019 δρχ εισέπραξε ο πωλητής από τους αγοραστές κατά τη σύνταξη του συμβολαίου, το δε υπόλοιπο ποσό των 18.000.000 δρχ πιστώθηκε σε 18 άτοκες δόσεις των 500.000 δρχ κάθε μία, της πρώτης καταβλητέας την 1η-4-2001. Επομένως, τα χρήματα για την αγορά του αγροτεμαχίου στο Κορωπί, το οποίο είναι και το επίδικο κληρονομιαίο ακίνητο, προέρχονταν από την πώληση των οικοπέδων του στα …, όπως προκύπτει τόσο από την επισκόπηση των ως άνω συμβολαίων όσο και από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των εναγόντων, οι οποίοι είναι κατηγορηματικοί σχετικά με το γεγονός αυτό. Μετά το θάνατο του πατέρα τους οι ενάγοντες αποδέχθηκαν με την υπ’ αριθμ. …/2008 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Αμαρουσίου, Π. Λ., που μεταγράφηκε νόμιμα, την κληρονομιά του πατέρα τους. Πλην, όμως ο τελευταίος φέρεται να έχει συντάξει την από 20-6-2007 ιδιόγραφη διαθήκη, που δημοσιεύθηκε με το υπ’ αριθμ. 123/2009 πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και καταχωρήθηκε στα βιβλία διαθηκών του στον τόμο 3079 και αριθμό 118. Με την ιδιόγραφη αυτή διαθήκη, που φέρεται ότι συντάχθηκε ένα περίπου έτος πριν από τον αιφνίδιο θάνατο του σε τροχαίο ατύχημα, ο αποβιώσας, αφού αναγνώριζε ως γνήσιο τέκνο του την εναγομένη, από τις σχέσεις που είχε με τη μητέρα της, Κ. Τ., κατέλιπε σ’ αυτήν το μοναδικό περιουσιακό του στοιχείο, ήτοι το παραπάνω περιγραφόμενο ακίνητο με την σ’ αυτό οικία στο Κορωπί Αττικής, με την διευκρίνιση ότι το ακίνητο αυτό αγοράστηκε με χρήματα που του είχε δώσει η ως άνω σύντροφός του και για το λόγο αυτό ήταν δίκαιο να το πάρει αυτή μετά το θάνατο του. Για τα τρία γνήσια τέκνα του δηλαδή τους ενάγοντες, δεν αναφέρθηκε τίποτα στην φερόμενη ως ιδιόγραφη διαθήκη του αποβιώσαντος. Όμως, η από 20-6-2007 ιδιόγραφη διαθήκη δεν είναι γνήσια διαθήκη του αποβιώσαντος Σ. Κ. του Γ., διότι δεν έχει γραφεί, δεν έχει χρονολογηθεί και δεν έχει υπογραφεί με το δικό του χέρι. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει, χωρίς κανένα ενδοιασμό, η πραγματογνώμονας δικαστική γραφολόγος, Β. Σ. στην από 14-10-2013 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, η οποία διενεργήθηκε σύμφωνα με το διατακτικό της υπ’ αριθμ. 1116/2012 οριστικής απόφασης του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και κατατέθηκε στη γραμματεία αυτού με αύξοντα αριθμό 265/2013. Η πραγματογνώμονας αφού αντιπαρέβαλε την επίμαχη διαθήκη με άλλα αναμφισβήτητης γνησιότητας έγγραφα του διαθέτη, που αναφέρει στην έκθεσή της, αποφάνθηκε ότι η από 20-6-2007 ιδιόγραφη διαθήκη, ως προς μεν το κείμενο της δεν φέρει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα γραφής του διαθέτη αλλά έχει γραφτεί από τρίτο πρόσωπο εν μέρει με προσπάθεια απομίμησης του τύπου των γραμμάτων της γνήσιας γραφής του, ως προς δε την υπογραφή, αυτή δεν έχει τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του γραφικού εθισμού και της γραφικής ικανότητας του διαθέτη και δεν έχει τεθεί από τον ίδιο, αλλά από τρίτο πρόσωπο κατόπιν ανεπιτυχούς απομίμησης του τύπου των γνήσιων υπογραφών του διαθέτη. Στο ίδιο συμπέρασμα, περί της πλαστότητας της υπογραφής του διαθέτη στην ιδιόγραφη διαθήκη, είχε καταλήξει και ο πραγματογνώμονας – δικαστικός γραφολόγος Ι. Δ., στην από 20-3-2011 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του, η οποία διενεργήθηκε σύμφωνα με το διατακτικό της υπ’ αριθμ. 1421/2010 μη οριστικής απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και κατατέθηκε στη γραμματεία αυτού με αύξοντα αριθμό 90/2011. Ειδικότερα, σύμφωνα με το συμπέρασμα της γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της δικαστικής γραφολόγου, Β. Σ., το κείμενο της φερόμενης ως ιδιόγραφης διαθήκης του Σ. Κ. του Γ. έχει γραφεί με ελεύθερη γραφική κίνηση, με ελάχιστα σημεία επιγραφήσεων και διορθώσεων των γραμμάτων, με τη φυσική και αυθεντική χάραξη τρίτου προσώπου και δεν εμφανίζει τις ιδιαιτερότητες χάραξης και γραφολογικό επίπεδο, τα ιδιώματα και τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του γραφικού εθισμού της γνήσιας γραφής του ως άνω διαθέτη. Επίσης, αναφέρει ότι η χάραξη γραμμάτων και αριθμών έχει τέτοια φαινομενική ομοιότητα μορφής αλλά πραγματική διαφορά ως προς την γραφική ποιότητα και τη γραφική κίνηση της γνήσιας γραφής αυτού, αλλά δεν εμφανίζει ούτε και πραγματικές ομοιότητες στα άλλα γενικά χαρακτηριστικά δομής. Όσον αφορά την υπογραφή αναφέρει η ως άνω πραγματογνώμονας, ότι αυτή δεν εμφανίζει ομοιότητες με τον γραφικό εθισμό, τη γραφική ικανότητα και τον τρόπο παραγωγής των γνήσιων υπογραφών του διαθέτη, αλλά αντίθετα φέρει ευρήματα παρενεργειών και ασυνεπειών της γραφικής κίνησης [σημεία στάσης, διστακτικότητας και αναχαίτισης]. Στο ίδιο συμπέρασμα, όπως ήδη αναφέρθηκε, κατέληξε και ο πραγματογνώμονας Ι. Δ., αναφορικά με την υπογραφή, διαπιστώνοντας ανομοιότητα στη γενική εμφάνιση, στον αριθμό των χαρακτικών κινήσεων, στο μέγεθος, στην πορεία της γραφίδας κατά τον σχηματισμό των γραμμικών σχημάτων και στον ρυθμό χάραξης μεταξύ της υπογραφής στη διαθήκη και των γνήσιων υπογραφών του διαθέτη. Το συμπέρασμα αυτό, το οποίο επιβεβαιώνεται και από τους μάρτυρες των εναγόντων, οι οποίες ως αδελφές του θανόντος, ενδιαφέρονταν για τον ίδιο και την προσωπική του ζωή και γνώριζαν τη γραφή και την υπογραφή του, ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο διαθέτης απεβίωσε αιφνίδια εξαιτίας τροχαίου ατυχήματος και δεν αποδείχθηκε ότι έπασχε από κάποια ασθένεια, ώστε να ήταν αναμενόμενο ότι θα συνέτασσε διαθήκη προκειμένου να διευθετήσει τα περιουσιακά του στοιχεία. Ο μάρτυρας της εναγομένης εξεταζόμενος στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν κατέθεσε ο,τιδήποτε σχετικό με την πρόθεση του θανόντος να συντάξει σε ανύποπτο χρόνο διαθήκη. Επίσης, σύμφωνα με την ανωμοτί κατάθεση της μητέρας της εναγομένης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, αυτή είχε ερωτική σχέση με τον θανόντα από το έτος 1974. Στο μεταξύ το έτος 1989 γεννήθηκε η τρίτη ενάγουσα Ε. Κ. από τις σχέσεις που είχε ο θανών με την μητέρα της Ε. Σ., την οποία αναγνώρισε ως γνήσιο τέκνο του αμέσως μετά την γέννησή της, με την …/1989 πράξη αναγνώρισης τέκνου της συμβολαιογράφου Κρωπίας, Γ. Γ., κάτι που δεν έπραξε με την εναγομένη, η οποία ισχυρίζεται ότι είναι γνήσιο τέκνο του που γεννήθηκε μόλις πέντε έτη ήτοι το έτος 1994 μετά απ’ αυτήν [τρίτη εναγομένη]. Να σημειωθεί ότι ο θανών, κατά τον χρόνο σύνταξης της επίμαχης διαθήκης, είχε πολύ καλές σχέσεις με τους ενάγοντες- τέκνα του, εργαζόμενος μάλιστα στην επιχείρηση που διατηρούσε ο πρώτος απ’ αυτούς στην κεντρική λαχαναγορά του Ρέντη και δεν είχε κανένα λόγο να τους αποκληρώσει με τον ρητό αυτό τρόπο. Είχε δε εκμυστηρευτεί στα τέκνα του ότι σκεπτόταν να πουλήσει το επίδικο ακίνητο προκειμένου να αγοράσει ένα μικρό διαμέρισμα για να είναι πιο συχνά κοντά σε αυτούς και τα εγγόνια του, τα οποία υπεραγαπούσε. Όλα τα παραπάνω δεν αναιρούνται από το συμπέρασμα της από 12-2-2014 έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης και παρατηρήσεων στις πραγματογνωμοσύνες, της Ειδικής Δικαστικής Γραφολόγου, Α. Μ., η οποία διορισθείσα με την 259/2011 έκθεση διορισμού Τεχνικού Συμβούλου του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, κατέληξε σε αντίθετο συμπέρασμα ήτοι ότι τόσο η γραφή όσο και η υπογραφή στην επίδικη διαθήκη είναι του αποβιώσαντος, πατέρα των εναγόντων, λαμβάνοντας υπόψη της, κυρίως, ως συγκριτικά στοιχεία, τέσσερις αποδείξεις πληρωμής, που φέρουν, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη, τη γραφή και υπογραφή του θανόντος, οι οποίες όμως είναι αθεώρητες, δεν φέρουν βεβαία χρονολογία και αμφισβητείται η γνησιότητά τους. Γι’αυτό το λόγο άλλωστε δεν λήφθηκαν υπόψη από τους δικαστικούς γραφολόγους.
Συνεπώς, η επίδικη διαθήκη είναι πλαστή και πρόκειται για δημιούργημα της εναγομένης που στόχο έχει να παραμερίσει και να αποκλείσει τους ενάγοντες – νόμιμους μεριδούχους από τα κληρονομικά τους δικαιώματα στην κληρονομιά του αποβιώσαντος – πατέρα τους, τα αντίθετα δε που υποστηρίζει η εκκαλούσα με τους λόγους της έφεσης είναι αβάσιμα και απορριπτέα και πρέπει αυτή να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη”.
V. Η επισκόπηση των παραδοχών καταδεικνύει την αβασιμότητα του λόγου αυτού (1ου) αναιρέσεως και την κατά τα δεκτά γενόμενα δομικώς αποδεικτική πληρότητα του ιστού του πορίσματος της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία ορθοτομείται από ειρμό επάρκειας, (ήτοι προσήκουσας πληρότητος) των αιτιολογιών, παρά τα αντίθετα, υπό της αναιρεσείουσας υποστηριζόμενα, (περί ελλείψεως νομίμου βάσεως), αβασίμως όμως, κατά τα άνω εκτιθέμενα.
VI. Κατά συνέπεια, μη υπάρχοντος ετέρου λόγους προς διερεύνηση, πρέπει η αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί, να διαταχθεί η εισαγωγή του καταβληθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο και να επιβληθεί στην ηττωμένη αναιρεσείουσα η δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθρ. 176, 183, 191 § 2, 495 § 3 ΚΠολΔ), συμφώνως προς το διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 2-9-2016 αίτηση της Ε. Τ. περί αναιρέσεως της 375/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του καταβληθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο. Και Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα την δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, το ποσόν της οποίας ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια ευρώ (2.700€).
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 24 Ιανουαρίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 12 Φεβρουαρίου 2018.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 311 / 2018 ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΥΜΕΝΟΥ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΔΙΑΘΕΤΕΙ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΣΕ ΕΞΩΓΑΜΟ ΤΕΚΝΟ
Πηγή :