Αριθμός 797/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ασπασία Μαγιάκου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Παρασκευή Καλαϊτζή, Γεώργιο Παπανδρέου, Αναστασία Περιστεράκη, Μαρία Μουλιανιτάκη – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Νοεμβρίου 2020, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Μ. Γ. του Σ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Αγαπηνό με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Μ. Ν. του Π., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Παύλου Μάρκελλου και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-7-2016 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κορίνθου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 226/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 187/2019 του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 7-6-2019 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 07/06/2019 αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η 187/2019 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η οποία δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ’ουσία την έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας Μ. Γ. κατά της αριθμ.226/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου, που είχε δεχθεί, εν μέρει, ως ουσία βάσιμη, την εισαχθείσα ενώπιόν του διεκδικητική ακινήτου αγωγή και απόδοσης ωφελημάτων του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου Μ. Ν.. Η ανωτέρω αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566§1, 577§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ.571, 577§3 ΚΠολΔ).
Α1. Από τις διατάξεις των άρθρων 939, 941 και 942 του ΑΚ, σε συνδυασμό προς εκείνες του άρθρου 943 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι με αυτές χορηγείται ένδικο βοήθημα στους δανειστές προς διάρρηξη των επιβλαβών γι’ αυτούς απαλλοτριωτικών πράξεων του οφειλέτη τους, εφόσον η υπολειπόμενη περιουσία του, δεν επαρκεί για ικανοποίηση των κατ’ αυτού απαιτήσεών τους. Η αγωγή για διάρρηξη, που αποτελεί άσκηση διαπλαστικού δικαιώματος, μπορεί να ασκηθεί κατά των προσώπων που έχουν συναλλαγεί καταδολιευτικά, δηλαδή κατά του οφειλέτη και του τρίτου, κυρίως όμως αρμόζει κατά του τρίτου, στον οποίο περιήλθε το περιουσιακό στοιχείο που απαλλοτριώθηκε, δεδομένου ότι αυτός είναι υποχρεωμένος, κατά το άρθρο 943 εδ.α’ του ΑΚ, να αποκαταστήσει τα πράγματα στην κατάσταση που ήταν πριν την απαλλοτρίωση. Κατά την έννοια της τελευταίας διάταξης, η διάρρηξη συνεπάγεται τη δημιουργία ενοχικής υποχρέωσης του τρίτου να αναμεταβιβάσει, είτε εκουσίως είτε κατόπιν δικαστικής απόφασης, με βάσει τη διάταξη του άρθρου 949 του ΚΠολΔ, στον οφειλέτη το αντικείμενο της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης, οπότε και θα μπορεί να επισπεύσει ο δανειστής αναγκαστική εκτέλεση στο αντικείμενο αυτό. Όμως με το ν. 2298/1995, (που ισχύει από 4-4-1995), στο κεφάλαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης έχουν εισαχθεί νέες διατάξεις, που αφορούν αμέσως τα αποτελέσματα της διάρρηξης της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης. Ειδικότερα: α) κατά τη διάταξη του άρθρου 936 παρ. 3 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 του νόμου αυτού, τρίτος που απέκτησε το δικαίωμα από τον καθ’ ου η εκτέλεση με απαλλοτρίωση που διαρρήχθηκε ως καταδολιευτική κατά τα άρθρα 939 επόμενα του Αστικού Κώδικα, δεν μπορεί να αντιτάξει το δικαίωμα αυτό κατά του επισπεύδοντος που πέτυχε τη διάρρηξη ούτε κατά του υπερθεματιστή και των διαδόχων του και β) κατά τη διάταξη του άρθρου 992 παρ.1 εδ. β του ΚΠολΔ, όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 19 του πιο πάνω Νόμου 2298/1995, ακίνητο που έχει μεταβιβαστεί από τον οφειλέτη σε τρίτο, κατάσχεται στην περιουσία του οφειλέτη από το δανειστή που πέτυχε τη διάρρηξη της μεταβίβασης αυτής ως καταδολιευτικής, κατά τα άρθρα 939 επ. του Αστικού Κώδικα, αφού η απόφαση που απαγγέλλει τη διάρρηξη σημειωθεί στο περιθώριο της μεταγραφής της απαλλοτριωτικής πράξης. Με βάση τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 37 του ίδιου Ν.2298/1995, η διάρρηξη της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης δεν δημιουργεί πλέον ενοχική υποχρέωση αναμεταβίβασης του αντικειμένου της απαλλοτρίωσης, όπως γινόταν δεκτό με βάση τις διατάξεις του άρθρου 943 του ΑΚ, αλλά μπορεί ο δανειστής, που πέτυχε τη διάρρηξη, μετά την τελεσιδικία της απόφασης, να προβεί στην κατάσχεση του πράγματος στην περιουσία του οφειλέτη, σαν να μην είχε υπάρξει η απαλλοτρίωση που διαρρήχθηκε (ΑΠ 822/2017). Έτσι, το αντικείμενο της αγωγής του δανειστή χρηματικής απαίτησης για διάρρηξη είναι πλέον μόνο η απαγγελία της διάρρηξης της προσβαλλόμενης απαλλοτρίωσης υπέρ του ενάγοντος δανειστή και δεν απαιτείται πλέον να σωρεύσει αυτός και αίτημα αναμεταβίβασης του πράγματος που απαλλοτριώθηκε, από τον τρίτο στον οφειλέτη, διότι με βάση την ανωτέρω ρύθμιση, ο δανειστής μπορεί να κατάσχει το πράγμα απ’ ευθείας στην περιουσία του οφειλέτη. Το γεγονός ότι ο τρίτος δεν μπορεί, μετά την απαγγελία της διάρρηξης, να αντιτάξει κατά του επισπεύδοντα δανειστή το δικαίωμα που απέκτησε από τον καθ’ου, με την καταδολιευτική δικαιοπραξία, σημαίνει ότι η απαλλοτρίωση, και μετά τη διάρρηξη, δεν ανατρέπεται καθεαυτή. Η διάρρηξη δεν επιφέρει την ακύρωση της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας, φορέας του δικαιώματος τυπικά παραμένει ο τρίτος, χωρίς, όμως, να μπορεί να το αντιτάξει έναντι του δανειστή. Αν η απαλλοτρίωση ήταν άκυρη ο τρίτος δεν θα είχε κανένα δικαίωμα για να μπορεί να αντιτάξει κατά του δανειστή και, άρα, η διάταξη του άρθρου 936 παρ.3ΚΠολΔ θα ήταν κενή περιεχομένου. 2.Από τις διατάξεις των άρθρων 1002 παρ. 1α, 1003 παρ. 1, 1004 παρ.1 και 1005 παρ.1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 1033,1192 αρ.2, 1198 ΑΚ συνάγεται ότι, επί αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου ανήκοντος κατά κυριότητα στον καθ’ ου η εκτέλεση, η εκ μέρους του υπερθεματιστή καταβολή του πλειστηριάσματος στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, παρέχει σ’ αυτόν (υπερθεματιστή) το δικαίωμα να αξιώσει από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού τη χορήγηση της περιλήψεως της σχετικής κατακυρωτικής εκθέσεως, η οποία αποτελεί τον νόμιμο τίτλο δυνάμει του οποίου, από της μεταγραφής, μετατίθεται παραγώγως η κυριότητα του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου στον υπεθερματιστή (ΑΠ 1565/2008). Επέχει, δηλαδή, αυτή θέση συμβολαιογραφικού εγγράφου, δεδομένου ότι αφορά πώληση με δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό, ενεργούμενη, με την συμμετοχή της αρχής και επιφέρει μετάθεση της κυριότητας (ΟλΑΠ 2/1993). Για τη μεταβίβαση όμως της νομής απαιτείται παράδοση αυτής στον υπερθεματιστή, είτε εκουσίως από τον μέχρι τούδε νομέα του, σύμφωνα με το άρθρο 976 ΑΚ, είτε με αναγκαστική εκτέλεση της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης, κατά τους ορισμούς των διατάξεων των άρθρων 1005 παρ. 2 και 943 ΚΠολΔ (ΑΠ 820/2009). Ειδικότερα, με βάση αυτή την περίληψη μπορεί να γίνει κατά το άρθρο 943 ΚΠολΔ αναγκαστική εκτέλεση υπέρ του υπερθεματιστή και των διαδόχων του και εναντίον εκείνου κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση και των διαδόχων του. Έτσι, με βάση τον εν λόγω εκτελεστό τίτλο και σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 943 ΚΠολΔ, ο δικαστικός επιμελητής αποβάλλει από το ακίνητο τον καθού η εκτέλεση και εγκαθιστά σε αυτό τον υπερθεματιστή (ΑΠ 673/2019). Περαιτέρω, αν ο πλειστηριασμός ακινήτου ακυρωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση τότε καθίσταται νομικά ελαττωματική η μεταβίβαση του πλειστηριασθέντος προς τον υπερθεματιστή και συνακόλουθα ο καθ’ ου κύριος τούτου θεωρείται ότι ουδέποτε απώλεσε αυτό κατά κυριότητα. Δηλαδή, είναι άκυρη η μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου στον υπερθεματιστή και η περίληψη κατακυρωτικής εκθέσεως ως τίτλος μετάθεσης, (με τη μεταγραφή), κυριότητας ουδέν αποτέλεσμα επάγεται, χωρίς να απαιτείται συμπροσβολή και συνακύρωσή της με την ακύρωση της διαδικασίας του πλειστηριασμού (ΑΠ 295/2015). Τούτο, διότι η περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης στην εν λόγω περίπτωση δεν αποτελεί διαδικαστική εκτελεστική πράξη στο πλαίσιο του διενεργηθέντος πλειστηριασμού, αλλά ενεργεί στο πλαίσιο του ουσιαστικού δικαίου, σύμφωνα με τους κανόνες του οποίου, όταν η αιτία στην οποία στηρίζεται η μεταβίβαση πράγματος είναι άκυρη ή ακυρωθεί μεταγενεστέρως, επηρεάζεται, αντιστοίχως, και η μεταβίβαση. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, αν το δικαίωμα κυριότητας του καθ’ ου στον πλειστηριασθέν ακίνητο αμφισβητείται, μετά την τελεσίδικη ακύρωση του πλειστηριασμού, από τον επισπεύδοντα, τον υπερθεματιστή ή τρίτο, έχει αυτός (καθ’ου) δικαίωμα να ασκήσει εναντίον τους αναγνωριστική της κυριότητας ή διεκδικητική αγωγή. Και τούτο, διότι στην περίπτωση περαιτέρω μεταβιβάσεως του πλειστηριασθέντος ακινήτου σε τρίτο, ο τελευταίος δεν αποκτά κυριότητα, αφού το ακίνητο μεταβιβάστηκε σ’αυτόν από τον μη αληθή κύριο υπερθεματιστή (ΑΠ2233/2009). 3. Ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδάφ. α’ του ΚΠολΔ προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα (Ολ ΑΠ 7/2006). Εξάλλου η παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου είναι δυνατό να έχει ως περιεχόμενο την αιτίαση ότι η αγωγή, επί της οποίας έκρινε το δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη τελεσίδικη απόφαση, απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, ενώ συνέβαινε το αντίθετο σύμφωνα με το συγκεκριμένο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 14 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν το δικαστήριο, παρά το νόμο δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε απαράδεκτο από το δικονομικό δίκαιο, δηλαδή, σε απαράδεκτο που ανάγεται στη διαδικασία και είναι συνέπεια εφαρμογής δικονομικών διατάξεων (ΟλΑΠ 12/2000, 1/1999), όπως είναι οι διατάξεις του ΚΠολΔ, ιδρύεται δε, όταν η πλημμέλεια αναφέρεται σε ακυρότητα, απαράδεκτο ή έκπτωση από δικαίωμα, ενώ το δικαστήριο, η απόφαση του οποίου προσβάλλεται με αίτηση αναίρεσης, πρέπει να είχε από το νόμο υποχρέωση να κηρύξει την ακυρότητα, το απαράδεκτο ή την έκπτωση (ΑΠ 185/2006). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή κατ’άρθρο 561παρ.2 ΚΠολΔ επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το Μονομελές Εφετείο Ναυπλίου, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του τα εξής: <<Η εκκαλούσα προβάλλει σειρά λόγων έφεσης, που αφορούν κακή εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αναγομένων στο στάδιο της κατά τα άνω, αναγκαστικής εκτέλεσης, βάσει των οποίων ισχυρίζεται ότι ο εφεσίβλητος απώλεσε την κυριότητα του επιδίκου, και ειδικότερα: Α) Ότι, επειδή ο εφεσίβλητος απέκτησε το ακίνητο με σύμβαση που διαρρήχθηκε ως καταδολιευτική, δεν μπορεί να αντιτάξει το δικαίωμά του κατά του υπερθεματιστή και της ίδιας ως διαδόχου του, κατ’ άρθ. 936 §3 ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός είναι προφανώς μη νόμιμος, αφού, μετά την αμετάκλητη ακύρωση του πλειστηριασμού, δεν υπάρχει πλέον υπερθεματιστής και η εκκαλούσα δεν έχει την ιδιότητα της διαδόχου του. Β) Ότι ο εφεσίβλητος, παρότι ο πλειστηριασμός έχει ακυρωθεί, δεν δικαιούται να αναζητήσει το ακίνητό του βάσει της διάταξης του άρθ. 940 §3 ΚΠολΔ. Ούτε ο λόγος αυτός όμως είναι νόμιμος, δεδομένου ότι επί κυριότητας ακινήτου δεν νοείται απώλεια αυτής, στην περίπτωση που ο υπερθεματιστής δεν κατέστη ποτέ αληθινός κύριος κατά το ουσιαστικό δίκαιο. Γ) Ότι ο εφεσίβλητος δεν δικαιούται να ασκήσει τη διεκδικητική αγωγή, επειδή με δεύτερη, έχουσα καταστεί απρόσβλητη, διαδικασία άμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης, η εκκαλούσα, με εκτελεστό τίτλο την κατακυρωτική έκθεση του πλειστηριασμού, απέβαλε τον εφεσίβλητο από το ακίνητο με πράξη αποβολής. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος πρωτίστως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, αφού η εκκαλούσα δεν αναφέρει κανένα στοιχείο για την επικαλούμενη πράξη αποβολής (εκ περισσού σημειώνεται ότι δεν επικαλέστηκε συγκεκριμένα, ούτε προσκόμισε με τις προτάσεις της, τέτοια πράξη ούτε στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας). Δ) Ομοίως εντελώς αορίστως αναφέρεται στο εφετήριο ότι ο καθού η αναγκαστική εκτέλεση, μετά την ακύρωση του πλειστηριασμού, δεν ανακτά την κυριότητα επί του πλειστηριαζομένου πράγματος, επειδή αυτό υπόκειται σε αναπλειστηριασμό, αλλά αποδίδεται στο μεσεγγυούχο. Ο λόγος αυτός περιέχει αποκλειστικά μια νομική σκέψη, χωρίς σύνδεση με κάποιο στοιχείο της υπόθεσης ή αναφορά σε κάποια παραδοχή της εκκαλουμένης, οπότε πρέπει να απορριφθεί ομοίως ως απαράδεκτος. Ε) Ότι ακυρώθηκαν μεν οι πράξεις εκτέλεσης που αναφέρθηκαν στην αρχή, όχι όμως και η έκθεση κατάσχεσης του ακινήτου. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, αφού, κατ’ άρθ. 997 §1 ΚΠολΔ, με μόνη την επιβολή της κατάσχεσης απαγορεύεται μεν η διάθεση του κατασχεμένου από τον οφειλέτη, πλην όμως αυτός δεν χάνει την κυριότητά του. Περαιτέρω, στην έφεση περιλαμβάνονται και οι ακόλουθοι λόγοι: Α) Ότι η εκκαλούσα έχει γίνει κυρία του επιδίκου τόσο με τακτική όσο και με έκτακτη χρησικτησία. Πρόκειται για αόριστο, και άρα απορριπτέο ως απαράδεκτο, λόγο έφεσης, αφού δεν αναφέρει καθόλου τα σχετικά στοιχεία κτήσης της κυριότητας με τους τρόπους αυτούς, ιδίως όμως επειδή η αναφορά δεν συνδέεται με κάποια παραδοχή της εκκαλούμενης απόφασης (ούτε άλλωστε θα μπορούσε, αφού η αναφορά περί χρησικτησίας στις προτάσεις της εκκαλούσας στον πρώτο βαθμό ήταν πλήρως αόριστη, ώστε δεν υπήρχαν περιστατικά προς απόδειξη). Β) Ότι, επειδή έχει τελεσιδικήσει η διαταγή πληρωμής, με την οποία επιδικάστηκε στο δικαιοπάροχο της εκκαλούσας το ποσό που αποτέλεσε την αρχική οφειλή του δικαιοπαρόχου του εφεσιβλήτου προς εκείνον, με αποτέλεσμα, βάσει της απαίτησης αυτής, να διαρρηχθεί με δικαστική απόφαση η μεταβίβαση του επιδίκου ακινήτου από το δικαιοπάροχο του εφεσιβλήτο και να ακολουθήσει έτσι ο προαναφερθείς πλειστηριασμός, δεν προβλέπεται πλέον αναμεταβίβαση του ακινήτου στον εφεσιβλήτο, λόγω μη ακύρωσης της διαταγής πληρωμής. Και ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, αφού δεν βασίζεται σε κάποια νομική διάταξη. Τέλος, η εκκαλούσα παραπονείται επειδή απορρίφθηκε ως αόριστη η ένστασή της περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του εφεσιβλήτου. Στις προτάσεις της του πρώτου βαθμού, για να τη θεμελιώσει, ανέφερε ότι εγκαταστάθηκε στο ακίνητο μαζί με το σύζυγο και τα ανήλικα τέκνα της από το έτος 2004, ότι δαπάνησε τεράστια ποσά για την ανακαίνιση και συντήρηση της οικίας και ότι η οικογένειά της βρίσκεται ήδη σε άθλια οικονομική κατάσταση, ώστε τυχόν αποβολή της από το ακίνητο θα σημάνει την οικονομική της καταστροφή, ενώ παράλληλα ο εφεσίβλητος είναι κακόπιστος, αφού έχει συμμετάσχει σε καταδολιευτική δικαιοπραξία και ήδη επιχειρεί να την εκδιώξει από την οικία της. Ωστόσο παρατηρούνται τα εξής: α) Η εκκαλούσα συνομολογεί ότι συμμετείχε στη δίκη περί την εκτέλεση, που αφορούσε το συγκεκριμένο ακίνητο, ήδη από το έτος 2006. β) Ο ισχυρισμός περί των δαπανών της για το ακίνητο δεν περιλαμβάνει καμία απολύτως χρηματική αποτίμηση, γ) Ο εφεσίβλητος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί άνευ άλλου κακόπιστος, αφού η μεν συμμετοχή του στην καταδολιευτική δικαιοπραξία συνίσταται σε αποδοχή γονικής παροχής, η δε προάσπιση των συμφερόντων δι’ αγωγής δεν μπορεί, επίσης άνευ άλλου, να του απαγορευθεί. Πράγματι επομένως η ένσταση είναι αόριστη και απορριπτέα ως απαράδεκτη, όπως έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, αφού κρίνονται απορριπτέοι όλοι οι λόγοι της έφεσης θα πρέπει και αυτή να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη. >> Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία, κατά το μέρος που ενδιαφέρει, είχε γίνει δεκτή η από 20/07/2016 διεκδικητική αγωγή του ενάγοντος, με την οποία ζητούσε: 1)ν’αναγνωρισθεί η κυριότητά του στο επίδικο ακίνητο, που είχε εκπλειστηριαστεί ακύρως και είχε προηγουμένως μεταβιβαστεί σ’αυτόν με γονική παροχή του καθ’ου ο πλειστηριασμός πατέρα του, η οποία είχε διαρρηχθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση λόγω χρέους του δικαιοπαρόχου του προς τρίτο πρόσωπο και 2) να υποχρεωθεί η εναγομένη, που το νέμεται και το κατέχει παράνομα, να του το αποδώσει, δεδομένου ότι το ακίνητο αυτό είχε περιέλθει στην κυριότητά της με γονική παροχή από το μη αληθή κύριο πατέρα της – υπερθεματιστή στον πιο πάνω ακυρωθέντα πλειστηριασμό. Ειδικότερα, το Εφετείο έκρινε ότι η εναγομένη-εκκαλούσα και ήδη αναιρεσείουσα, τόσο στην έφεση όσο και στις προτάσεις της αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, συνομολογεί εμμέσως αλλά σαφώς τη διάρρηξη της καταρτισθείσας γονικής παροχής, τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, την αμετάκλητη ακύρωση της έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού και της περίληψης κατακυρωτικής εκθέσεως. Ότι μετά την αμετάκλητη ακύρωση του διενεργηθέντος πλειστηριασμού του επίδικου ακινήτου (οριζόντιας ιδιοκτησίας) ο ενάγων ήδη αναιρεσίβλητος Μ. Ν., παραδεκτά και νόμιμα αφενός άσκησε την ένδικη διεκδικητική αγωγή και αφετέρου απηύθυνε αυτήν εναντίον της εναγομένης ήδη αναιρεσείουσας Μ. Γ., ειδικής διαδόχου του υπερθεματιστή Π. Ν.. Έτσι, που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο δεν παραβίασε τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 939, 943, 1033,1192 αρ.2, 1198 ΑΚ, σε συνδυασμό με τις λοιπές διατάξεις που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, τις οποίες (διατάξεις) ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, καθόσον μετά την αμετάκλητη ακύρωση του πλειστηριασμού του επίδικου ακινήτου, ο ενάγων, προς ον η απαλλοτρίωση, ως κύριος αυτού, (αφού, κατά την προεκτεθείσα νομική σκέψη, η διάρρηξη δεν επιφέρει την ακύρωση της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας), νομίμως άσκησε την ένδικη, εναντίον της εναγομένης, ως ειδικής διαδόχου <<του υπερθεματιστή>>, διεκδικητική του απαλλοτριωθέντος ακινήτου αγωγή. Και τούτο, διότι η τελευταία δεν απέκτησε την κυριότητα του πιο πάνω ακινήτου, αφού η μεταβίβαση έγινε από τον μη αληθή κύριο αυτού- υπερθεματιστή, δεδομένου ότι η ακύρωση του πλειστηριασμού κατέστησε άκυρη τη μεταβίβαση της κυριότητας του επίδικου ακινήτου προς αυτή. Επομένως, ο πρώτος, κατά ένα μέρος, αναιρετικός λόγος με τον οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Εφετείο την, από τον αριθμό 1α του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλεια, αποδίδοντας στην προσβαλλομένη ότι παραβίασε τις προαναφερόμενες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου είναι αβάσιμος, οι ίδιες δε αιτιάσεις ως πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του ίδιου ως άνω άρθρου είναι απαράδεκτες, διότι η παραβίαση των ως άνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου δεν ιδρύει την από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια. Περαιτέρω, με τον πρώτο, κατά ένα μέρος, αναιρετικό λόγο, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Εφετείο την από τον αριθμό14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, και, ειδικότερα, αποδίδει στην προσβαλλομένη ότι, παρά το νόμο, απέρριψε ως αόριστο τον ισχυρισμό που είχε προτείνει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και είχε επαναφέρει με λόγο εφέσεως, ότι ο ενάγων απώλεσε την επί του πλειστηριασθέντος ακινήτου κυριότητα και δεν δικαιούται να ασκήσει την ένδικη διεκδικητική του πλειστηριασθέντος ακινήτου αγωγή, επειδή, η κατ’άρθρο 943 παρ.1 ΚΠολΔ, διαδικασία άμεσης εκτέλεσης, με εκτελεστό τίτλο την περίληψη κατακυρωτικής εκθέσεως, έχει καταστεί απρόσβλητη, λόγω μη άσκησης ανακοπής, κατ’άρθρο 933 ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός, ως προς τις άνω αιτιάσεις είναι αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει, από την παραδεκτή, κατ’άρθρο 561παρ.2 ΚΠολΔ, επισκόπηση του δικογράφου της εφέσεως και των προτάσεων, τις οποίες η αναιρεσείουσα-εκκαλούσα -εναγομένη είχε καταθέσει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ο εν λόγω ισχυρισμός αόριστα είχε προταθεί από αυτή, δεδομένου ότι δεν αναφέρεται ποιος επέσπευσε την εκτέλεση της περίληψης κατακυρωτικής εκθέσεως, πότε και εναντίον ποίου έγινε, η κατ’άρθρο943παρ.1 ΚΠολΔ, άμεση εκτέλεση (αποβολή) που αφορά, σε κάθε περίπτωση, στην απόδοση της νομής και όχι στην διεκδίκηση της κυριότητας, στην οποία αναφέρεται η ένδικη αγωγή (άρθρο 1094ΑΚ, ΑΠ728/2010) Β. Κατά τη διάταξη του άρθρου 940 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ., η οποία περιέχει κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ1214/2012), αν ακυρωθεί αμετάκλητα η αναγκαστική εκτέλεση, εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχει δικαίωμα να ζητήσει από εκείνον που την επέσπευσε αποζημίωση για τις ζημιές που επήλθαν από την εκτέλεση, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 ή 919 του Α.Κ. αλλά και χρηματική ικανοποίηση, για τη μη περιουσιακή ζημία, δηλαδή, την ηθική βλάβη που υπέστη από την ακυρωθείσα εκτέλεση. Παρέχεται, δηλαδή, στην περίπτωση αυτή γνήσια ουσιαστικού δικαίου αξίωση αποζημιώσεως στο θιγέντα, στηριζόμενη σε ειδική αδικοπραξία, τα στοιχεία της οποίας ορίζονται σε συνδυασμό με τα άρθρα 914 ή 919 ΑΚ (ΑΠ 1462/2013). Εξάλλου, από την ίδια διάταξη προκύπτει ότι δεν αποκλείεται αποζημίωση, υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 914 ή 919 ΑΚ, να ζητήσει και ο υπερθεματιστής που απέκτησε στον πλειστηριασμό ακίνητο, ο οποίος μεταγενέστερα ακυρώθηκε αμετάκλητα για ελάττωμα που αφορά τη διαδικασία ενέργειάς του, όπως στην περίπτωση που ο επισπεύδων την εκτέλεση δανειστής διατελεί σε πταίσμα (δόλο ή αμέλεια) αν με την παραγγελία ή την έγκριση της παράνομης πράξης επήλθε η ζημία του υπερθεματιστή, οπότε και θεωρείται ότι αυτός (επισπεύδων) προξένησε τη ζημία (ΑΠ947/2015). Στην προκείμενη περίπτωση με τον δεύτερο αναιρετικό λόγο η αναιρεσείουσα αποδίδει στο Εφετείο την πλημμέλεια από τον αριθμό 1α’ του άρθρου 559 του KΠολΔ, προσάπτοντας την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε την άνω διάταξη του άρθρου 940 παρ. 3 του ΚΠολΔ, απορρίπτοντας, ως νόμω αβάσιμο, τον ισχυρισμό της ότι, εφόσον η διαταγή πληρωμής με βάση την οποία επισπεύθηκε η διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως έχει καταστεί αμετάκλητη, παρά την ακύρωση του πλειστηριασμού, δεν επαναμεταβιβάζεται το πλειστηριασθέν ακίνητο στον καθ’ού η εκτέλεση. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού, κατά τα αμέσως πιο πάνω εκτεθέντα, με την ακύρωση του πλειστηριασμού καθίσταται άκυρη η μεταβίβαση της κυριότητας του πλειστηριασθέντος επίδικου ακινήτου στον υπερθεματιστή και, συνακόλουθα, η αναιρεσείουσα δεν αποκτά κυριότητα σ’αυτό, καθόσον η μεταβίβαση έγινε από μη κύριο, ενώ οι ίδιες αιτιάσεις, ως πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτες, διότι η παραβίαση, του ως άνω κανόνα ουσιαστικού δικαίου, δεν ιδρύει την από τον ως άνω αριθμό πλημμέλεια που αφορά σε κανόνα δικονομικού δικαίου.
Γ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά “έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της “ανεπαρκής αιτιολογία” ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους “αντιφατική αιτιολογία” (ΟλΑΠ 1/1999). Ο λόγος αυτός αναφέρεται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού και κατά συνέπεια δεν ιδρύεται λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, όταν οι επικαλούμενες ανεπάρκειες της αιτιολογίας αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της προσβαλλομένης απόφασης. Με τον παραπάνω, δηλαδή, λόγο δεν ελέγχεται το σφάλμα στην μείζονα πρόταση ή στην υπαγωγή της ελάσσονος στη μείζονα. (ΑΠ194/2020). Στην προκείμενη περίπτωση με τον τρίτο αναιρετικό λόγο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του KΠολΔ, προσάπτοντας την αιτίαση ότι αυτή στερείται νόµιµης βάσης, γιατί διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς την ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 940 ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, αφού δεν πλήττεται η επί της ουσίας κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, αλλά η μείζων πρόταση της απόφασής του. Κατόπιν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος αναιρετικός λόγος, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί δε η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. ε’ ΚΠολΔ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει και εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 που ισχύει, κατ’ άρθρ. 1 άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 αυτού, για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από 1-1-2016). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, που παρέστη, και κατέθεσε προτάσεις, πρέπει, κατά το σχετικό νόμιμο και βάσιμο αίτημά του, να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσείουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 07/06/2019 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 187/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 20 Απριλίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 24 Ιουνίου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ