Αριθμός 807/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μαρία Ανδρικοπούλου – Εισηγήτρια, Κυριάκο Μπαμπαλίδη και Γεώργιο Αυγέρη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 8 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Α. Σ. του Σ., κατοίκου …, ως εταίρου της εταιρίας … με την επωνυμία “…”, και τον διακριτικό τίτλο “…”, που εδρεύει στο … …… Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αργύριο Αργυριάδη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ι. Γ. του Β., κατοίκου …, διαχειριστή της εταιρίας … με την επωνυμία “… ΕΠΕ”, που εδρεύει στο … …..και 2) Ν. Γ. του Β., επίσης διαχειριστή της ως άνω εταιρίας, κατοίκου …… Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Γαλλή, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17-01-2017 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3484/2018 του ίδιου Δικαστηρίου και 2570/2019 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 1-07-2020 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το άρθρο 26 του ν. 3190/1955 “περί εταιρειών …”, το οποίο ορίζει ότι οι διαχειριστές ευθύνονται σε αποζημίωση, σε περίπτωση δε που ενήργησαν από κοινού εις ολόκληρον, έναντι της εταιρείας, καθενός των εταίρων και των τρίτων για παραβάσεις του παρόντος νόμου και του καταστατικού ή για πταίσματα περί τη διαχείριση αυτών (παρ.1) και ότι η κατά την προηγούμενη παράγραφο αξίωση των κατ` ιδίαν εταίρων και των τρίτων δύναται να ασκηθεί, εφόσον η συνέλευση των εταίρων απέρριψε πρόταση για έγερση αγωγής εκ μέρους της εταιρείας ή εφόσον δεν λήφθηκε απόφαση της συνέλευσης εντός εύλογου χρόνου (παρ. 2 εδ. α), σε συνδυασμό προς τα άρθρα 11, 12, 13 και 14 του ίδιου Νόμου, τα άρθρα 298 και 914 ΑΚ και το άρθρο 3 παρ.2 ΕισΝΚΠολΔ, συνάγονται τα εξής: Ο διαχειριστής της E.Π.Ε ευθύνεται σε αποζημίωση έναντι της εταιρείας για επιζήμια έναντι αυτής συμπεριφορά, συνιστάμενη είτε σε παράβαση του ανωτέρω νόμου ή του εταιρικού καταστατικού, είτε σε υπαίτια και παράνομη πράξη ή παράλειψη σχετική με τη διαχείριση της εταιρικής περιουσίας. Την αντίστοιχη εταιρική απαίτηση έχει δικαίωμα να ασκήσει, με την οικεία αγωγή, ο εταίρος κατά του διαχειριστή για την καταβολή της αποζημίωσης απευθείας στην εταιρία, εφόσον συντρέξουν, πλην άλλων, οι ακόλουθες προϋποθέσεις, ήτοι εφόσον ο εταίρος, που εκπροσωπεί το ένα εικοστό τουλάχιστον του εταιρικού κεφαλαίου ζητήσει από το διαχειριστή με επιδιδόμενη σ` αυτόν έγγραφη σχετική αίτηση να προβεί στη σύγκληση έκτακτης συνέλευσης των εταίρων για συζήτηση της πρότασής του περί έγερσης της σχετικής αγωγής, η δε συνέλευση στη συνέχεια είτε, προφανώς προς εκδήλωση παραίτησης από την έγερση τέτοιας αγωγής, απορρίψει την πρόταση, με εφαρμογή βέβαια του κανόνα ότι οι αποφάσεις αυτού του οργάνου λαμβάνονται με πλειοψηφία πάνω από το μισό του όλου αριθμού των εταίρων, που εκπροσωπούν πάνω από το μισό του όλου εταιρικού κεφαλαίου, καθώς και του κανόνα ότι, σε περίπτωση που ο διαχειριστής είναι και εταίρος, ο ίδιος δεν μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα ψήφου κατά την κρίση της συνέλευσης επί της πρότασης, είτε παραλείψει την έκδοση απόφασης επί της πρότασης μέσα σε εύλογο χρόνο. Η συνδρομή των παραπάνω προϋποθέσεων αποτελεί τύπο ουσιαστικού δικαίου, η τήρηση του οποίου είναι αναγκαία για να νομιμοποιηθεί ο εταίρος στην άσκηση της εταιρικής αγωγής αποζημίωσης κατά του διαχειριστή. Δεν υφίσταται δε διάταξη του ως άνω νόμου που να προβλέπει επίδραση στο παραπάνω δικαίωμα του εταίρου προς άσκηση της απαίτησης της εταιρείας για αποζημίωση εξ αιτίας του ότι η ε.π.ε έχει συσταθεί από δύο εταίρους, μετέχοντες εξ ίσου στο εταιρικό κεφάλαιο. Σε τέτοια περίπτωση και εφόσον η ως άνω αναλογία στον αριθμό των εταίρων και στη συμμετοχή στο εταιρικό κεφάλαιο παραμένει αμετάβλητη και μετά τη σύσταση της εταιρίας, οι δε δύο εταίροι διαφωνούν πλέον στην επίλυση των εταιρικών προβλημάτων, ευλόγως αναμένεται ότι η συνέλευση, δεν θα λάβει την ως άνω επί της πρότασης απόφαση μέσα σε εύλογο χρόνο και γι` αυτό θα μπορέσει τελικά ο εταίρος να ασκήσει νομίμως την αγωγή αποζημίωσης της εταιρίας κατά του διαχειριστή (ΑΠ 1141/2018, ΑΠ 1152/2005). Όπως προκύπτει από την ως άνω διάταξη, η απόφαση (θετική ή αρνητική) της γενικής συνέλευσης επί της πρότασης για άσκηση αγωγής κατά του διαχειριστή δεν αφορά συγκεκριμένο δικόγραφο αλλά η διαδικαστική αυτή προϋπόθεση έχει τεθεί ώστε με αυτήν (απόφαση) να εκδηλώνεται η βούληση της συνέλευσης προς άσκηση ή όχι της αγωγής αποζημίωσης λόγω συγκεκριμένης παράβασης. Σε κάθε δε περίπτωση, η άσκηση της αγωγής δεν μπορεί να προηγείται της λήψης της σχετικής απόφασης αλλά, είναι λογικό, να έπεται. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294 εδ. α, 295 παρ. 1 και 297 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, πριν τη συζήτησή της, μπορεί να γίνει είτε με δήλωση του παραιτούμενου που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτούμενου και έχει ως αποτέλεσμα ότι η αγωγή θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε, με συνέπεια την κατάργηση της ανοιγείσας με αυτή (αγωγή) δίκης. (ΑΠ 455/2020, ΑΠ 416/2019, ΑΠ 1890/2017). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναίρεσης αναφέρεται σε ακυρότητες δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο (Ολ. ΑΠ 2/2001, ΑΠ 2001/09), ενώ οι ακυρότητες από το ουσιαστικό δίκαιο ελέγχονται μέσω του λόγου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 356/2021, ΑΠ 1518/08, ΑΠ 558/08). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (ΟλΑΠ 27/1998). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Οι διάδικοι, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, είναι εταίροι της εταιρίας … με την επωνυμία “…” συμμετέχοντας στο κεφάλαιό της κατά ποσοστό 50% ο ενάγων (αναιρεσείων) και κατά ποσοστό 25% έκαστος εκ των εναγομένων (αναιρεσίβλητοι), ενώ άπαντες είναι διαχειριστές αυτής. Ο ενάγων στις 30-12-2016 κατέθεσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης την υπ’ αριθ. εκθέσεως καταθέσεως 16984/30-12-2016 αγωγή εναντίον των εναγομένων στην υπό κρίση αγωγή, με όμοιο περιεχόμενο με την τελευταία. Παράλληλα, ο ενάγων, κατά την αυτή ως άνω ημερομηνία (30-12-2016) επέδωσε στους εναγομένους την από 29-12-2016 πρόσκληση Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης της εταιρίας με την επωνυμία “…” με ορισθείσα ημερομηνία συνέλευσης την 11η Ιανουαρίου 2017, ημέρα Τετάρτη και ώρα 15.00, με θέμα ημερήσιας διατάξεως την έγερση αγωγής αποζημίωσης της εταιρίας “…” κατά των διαχειριστών της Ι. και Ν. Γ. σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 14 και 26 Ν.3190/1955, για παραβάσεις του καταστατικού, του Ν. 3190/55 και από αδικοπραξία, οι οποίες προκάλεσαν θετική και αποθετική ζημία στην εταιρεία άνω του 1.000.000 ευρώ. Λόγω των κακών καιρικών συνθηκών και αδυναμίας λειτουργίας της επιχείρησης κατά την κατά τα άνω ορισθείσα ημερομηνία (11-1-2017) η συνέλευση αναβλήθηκε για την 16η Ιανουάριου 2017, ημέρα Δευτέρα και ώρα 15.00, οπότε και πραγματοποιήθηκε με την παρουσία όλων των διαδίκων – εταίρων. Ωστόσο, κατά την ημερομηνία πραγματοποίησης της ως άνω εκτάκτου γενικής συνελεύσεως με θέμα ημερήσιας διατάξεως, ως προελέχθη, την έγερση αγωγής αποζημίωσης της εταιρίας “…” κατά των διαχειριστών της Ι. και Ν. Γ., είχε ήδη επιδοθεί στους εναγόμενους η ως άνω υπ’ αριθ. εκθέσεως καταθέσεως 16984/30-12-2016 εναντίον τους αγωγή αποζημιώσεως και δη στις 12-1-2016, γεγονός που συνομολογείται και από τον ενάγοντα κατά τη διάρκεια της συνελεύσεως…, οπότε και ολοκληρώθηκε η άσκηση της αγωγής αυτής και επήλθε εκκρεμοδικία αυτής. Στην εν λόγω συνέλευση ο ενάγων ψήφισε θετικά ως προς την άσκηση της αγωγής, ενώ οι εναγόμενοι καταψήφισαν το θέμα. Ακολούθως, ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, την υπό κρίση υπ’ αριθ. εκθέσεως καταθέσεως 538/17-1-2017 αγωγή αποζημιώσεως (αρθρ. 914 επ. ΑΚ, 26 Ν.3190/55) εναντίον των εναγομένων, δυνάμει της οποίας παραιτήθηκε του δικογράφου της υπ’ αριθ. εκθέσεως καταθέσεως 16984/2016 αγωγής του, η οποία και επιδόθηκε στους εναγομένους στις 19-1-2017… Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι η με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 538/17-1-2017 υπό κρίση αγωγή, με την οποία εγείρονται πλαγιαστικά αξιώσεις αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης που φέρεται να έχει σε βάρος των εναγομένων η εταιρία … με την επωνυμία “…”, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθόσον για την άσκηση αυτής δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 26 του Ν.3190/1955. Ειδικότερα, όπως προέκυψε, ο ενάγων, πράγματι προκάλεσε έκτακτη συνέλευση των εταίρων της άνω εταιρίας … και έθεσε το θέμα άσκησης εταιρικής αγωγής κατά των εταίρων αυτής – εναγομένων στη (μόνη αρμόδια για τη λήψη απόφασης προς άσκηση σχετικής αγωγής σε βάρος εταίρου για αξιώσεις της εταιρίας για αποζημίωση από πράξεις ή παραλείψεις κατά τη λειτουργία αυτής, κατ’ άρθρο 14 παρ. 2 περ. δ’ του Ν. 3190/1955) γενική συνέλευση των εταίρων της 16-1-2017, πλην όμως, ο ίδιος, χωρίς να έχει προηγηθεί απόφαση της συνέλευσης, είχε ήδη (12-1-2017) προβεί στην άσκηση της υπ’ αριθ. εκθέσεως καταθέσεως 16984/30-12-2016 αγωγής με την επίδοσή της στους εναγόμενους, η άσκηση δε στη συνέχεια της υπό κρίση αγωγής από τον ενάγοντα με κατάθεση αυτής στις 17-1-2017 και επίδοση στους εναγομένους στις 19-1-2017 έγινε απαραδέκτως,…, χωρίς να προηγηθεί η προβλεπόμενη κατά τα ανωτέρω γενική συνέλευση των εταίρων (άρθρο 26 του Ν. 3190/1955), δοθέντος ότι η τελευταία έλαβε χώρα στις 16-1-2017 και αφορούσε την άσκηση της υπ’ αριθ. εκθέσεως καταθέσεως 16984/30-12-2016 κατά τα ανωτέρω αγωγής, από την οποία,… ήδη παραιτήθηκε. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε την παραπάνω αγωγή εν μέρει ως αόριστη και εν μέρει ως νόμω αβάσιμη και στη συνέχεια προέβη στην απόρριψή της, έσφαλε ως προς την εφαρμογή των άνω διατάξεων, γενομένης δεκτής της σχετικής ενστάσεως των εφεσιβλήτων, ως κατ’ ουσίαν βάσιμου, γεγονός άλλωστε που ερευνάται και αυτεπάγγελτα από το παρόν Δικαστήριο, σύμφωνα με τη μείζονα της παρούσας σκέψη”. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο δέχθηκε την έφεση του αναιρεσείοντος (ενάγοντος), εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που είχε απορρίψει την αγωγή του εν μέρει ως αόριστη και εν μέρει ως νόμω αβάσιμη, και στη συνέχεια, δικάζοντας την υπόθεση, απέρριψε την αγωγή ως απαραδέκτως ασκηθείσα.
Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 26 του ν. 3190/1955 και παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο, καθόσον, υπό τα ως άνω, ανελέγκτως δεκτά γενόμενα, πραγματικά περιστατικά, για την παραδεκτή άσκηση της ένδικης από 17-1-2017 αγωγής τηρήθηκε η προβλεπόμενη από την παραπάνω διάταξη διαδικαστική προϋπόθεση, με την σύγκληση της γενικής συνέλευσης της εταιρείας στις 16/1/2017, η οποία έτσι προηγήθηκε της άσκησης της εν λόγω αγωγής και η οποία απέρριψε την υποβληθείσα από τον αναιρεσίβλητο σχετική πρόταση για έγερση αγωγής εκ μέρους της εταιρείας προς αποζημίωση ερειδομένης επί της εκτιθέμενης στην αγωγή παράβασης, δεν απαιτείτο δε, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, η απόφαση να αφορά το συγκεκριμένο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής, αλλά αρκούσε η εκδηλωθείσα αρνητική προς τούτο σχετική βούληση της γενικής συνέλευσης της εταιρείας.
Συνεπώς, οι πρώτος και ο τρίτος, από τους αριθμούς 14 και 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αντίστοιχα, λόγοι της αίτησης αναίρεσης, κατά το μέρος που προβάλλονται οι ανωτέρω πλημμέλειες της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι βάσιμοι. Κατόπιν αυτών, πρέπει, κατά παραδοχή ως βασίμων των παραπάνω λόγων αναίρεσης, η αναιρετική εμβέλεια των οποίων καταλαμβάνει και το δεύτερο λόγο αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (ΚΠολΔ 580 παρ. 3). Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που έχει καταθέσει ο αναιρεσείων, σ` αυτόν (άρθρα 495 παρ. 3 εδαφ. ε` του ΚΠολΔ) και να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητοι στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, που κατέθεσε προτάσεις, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 2570/2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Παραπέμπει την υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, πλην εκείνων, που εξέδωσαν την παραπάνω απόφαση..
Διατάζει την επιστροφή στον αναιρεσείοντα του παραβόλου, που έχει καταθέσει, για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης.
Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 12 Απριλίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 11 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ