Περίληψη
Η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας για οικονομικοτεχνικούς λόγους είναι καταχρηστική, όταν ο εργοδότης, προκειμένου να επιλέξει τους μισθωτούς που θα απολυθούν, παραλείπει να λάβει υπόψη και να συνεκτιμήσει τα κριτήρια της αρχαιότητας, ηλικίας, οικονομικής και οικογενειακής κατάστασης του καθενός, όπως επιβάλλεται από το καθήκον προνοίας που τον βαρύνει κατά τα άρθρα 651, 657, 658, 660, σε συνδυασμό με τα άρθρα 200, 281 και 288 του Α.Κ. και επιτάσσει την απόλυση εκείνων για τους οποίους το μέτρο αυτό θα είναι λιγότερο επαχθές. Επομένως, ενόψει της διατάξεως του άρθρου 216 παρ. 1α του ΚΠολΔ, ο μισθωτός, ο οποίος προβάλλει αξιώσεις από άκυρη για το λόγο αυτό καταγγελία, οφείλει με ποινή απαραδέκτου, λόγω αοριστίας της αγωγής του, να εκθέσει σαφώς, είτε καθ’ υποφοράν στην αγωγή του, είτε αντενιστάμενος με τις προτάσεις του, εκτός από τις δικές του ανάγκες, την αρχαιότητα, την ηλικία και την οικονομική και οικογενειακή του κατάσταση, και εκείνες συγκεκριμένων συναδέλφων του που έπρεπε ν’ απολυθούν αντ’ αυτού (ΑΠ 31/2013, ΑΠ 63/2007).
Αριθμός 839/2023
(Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Λουκά Μόρφη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Δημητρία Στρούζα-Ξένου-Κοκολέτση και Μαρία Χασιρτζόγλου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 15η Φεβρουαρίου 2022, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Σ. Φ. συζ. Δ. Π., κατοίκου … που παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου …………., η οποία δεν κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: Ιαπωνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2)της πληρεξουσίας δικηγόρου …………., η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-10-2012 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 3440/2013 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, κατά της οποίας ασκήθηκε ανακοπή ερημοδικίας και εκδόθηκε η 1006/2019 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου. Κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, εκδόθηκε η 837/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητά η αναιρεσείουσα με την από 29-6-2021 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Μαρία Χασιρτζόγλου.
Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 118 αριθ.4, 566 παρ.1 και 577 παρ.3 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι στο έγγραφο της αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ώστε να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί αν και ποιο λόγο αναίρεσης από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 559 του ΚΠολΔ θεμελιώνει η προβαλλόμενη αιτίαση. Διαφορετικά ο λόγος αναίρεσης απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως ως αόριστος, χωρίς να είναι επιτρεπτή η συμπλήρωση των στοιχείων που λείπουν με παραπομπή σε άλλα έγγραφα. Γενικά, για να είναι ορισμένος ένας λόγος αναίρεσης, δεν αρκεί η απλή μνεία του αριθμού του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, που προβλέπει το σχετικό λόγο, ούτε η επανάληψη του κειμένου της σχετικής διάταξης, χωρίς να προσδιορίζονται τα αναγκαία στοιχεία, που, σύμφωνα με αυτήν, απαιτούνται για να στοιχειοθετηθεί ο συγκεκριμένος λόγος αναίρεσης. Ειδικότερα ως προς τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, ο οποίος ιδρύεται αν το δικαστήριο παραβίασε κανόνες ουσιαστικού δικαίου, πρέπει να καθορίζεται ενάριθμα η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που φέρεται ότι παραβιάστηκε και το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου. Αν δε το δικαστήριο της ουσίας ερεύνησε την υπόθεση στην ουσία της για να είναι ορισμένος και, άρα, παραδεκτός ο λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται στο δικαστήριο της ουσίας ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΚΠολΔ 559 αριθ.1 ), δεν αρκεί να εκτίθεται στο αναιρετήριο το, κατά την εκδοχή του αναιρεσείοντος, πραγματικό μέρος της υπόθεσης, η έννοια που αποδίδει αυτός στη διάταξη που φέρεται ότι παραβιάστηκε και το συμπέρασμα του δικαστηρίου που φέρεται ως προϊόν ερμηνευτικού ή υπαγωγικού σφάλματος, αλλά πρέπει, επιπλέον, να αναφέρονται με πληρότητα και σαφήνεια οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο ως θεμελιωτικά της κρίσης του για το βάσιμο ή αβάσιμο της αγωγής. Και τούτο, διότι η ευδοκίμηση της αναίρεσης εξαρτάται από την ορθότητα όχι των νομικών αιτιολογιών, αλλά του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης (ΚΠολΔ 578), το οποίο συνάπτεται αιτιωδώς με τις ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου. Η παράθεση των παραδοχών αυτών στο αναιρετήριο είναι αναγκαία, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί, με βάση το περιεχόμενό του, αν η αποδιδόμενη στην απόφαση παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό.(ΟλΑΠ1/2016, 2/2013, 20/2005). Μάλιστα δεν αρκεί η μνεία αποσπασματικών παραδοχών της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης κατ’ επιλογή του αναιρεσείοντος, αλλά πρέπει να αναφέρεται το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, με βάση τα οποία η προσβαλλόμενη κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα. (ΟλΑΠ 27/1998, 32/1996, ΑΠ 1277/2020, 19/2020). Στην προκείμενη υπόθεση η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα εξέθετε ότι την 9.1.1989 προσλήφθηκε από το εναγόμενο Ιαπωνικό Δημόσιο για να εργαστεί ως δακτυλογράφος στην Ιαπωνική Πρεσβεία στην Αθήνα κι ότι την 31.7.2012 η σύμβαση εργασίας της καταγγέλθηκε από το εναγόμενο, η δε καταγγελία ήταν άκυρη και για το λόγο ότι τής καταβλήθηκε ελλιπής αποζημίωση. Πλήττει δε την αναιρεσιβαλλομένη επειδή δέχθηκε ότι στον υπολογισμό της αποζημίωσης απόλυσης δεν λαμβάνονται υπόψη οι ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες παρακρατούνται σταθερά και μόνιμα κατά μήνα από τον εργοδότη και αποδίδονται στα οικεία ασφαλιστικά ταμεία, διότι αποτελούν μέρος του νόμιμου μισθού του μισθωτού, πλην όμως εφόσον παρακρατούνται και αποδίδονται δεν συνυπολογίζονται κατά τον καθορισμό του ποσού της αποζημίωσης που δικαιούται αυτός σε περίπτωση απόλυσης και η οποία πάντως δεν αποτελεί μισθό. Σύμφωνα δε με την κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης αλλά και των εγγράφων πλήρως αποδεικνύεται ότι οι μικτές μηνιαίες αποδοχές της ανέρχονταν από 1.3.2009 στο ποσό των 3.068,31 ευρώ. Ο λόγος αυτός παρίσταται αόριστος καθώς δεν μνημονεύει τους υπολογισμούς στους οποίους προέβη το Δικαστήριο, για την εξεύρεση της καταβλητέας αποζημίωσης, ώστε να ελεγχθεί το συμπέρασμα του ως προς την επικαλούμενη πλημμελή εφαρμογή των νομίμων διατάξεων ούτε σε ποιο ύψος ανερχόταν η αποζημίωση αυτή και ποιο ποσό τελικώς της καταβλήθηκε, ώστε να προκύπτει εάν αυτό πράγματι υπολειπόταν του νομίμου και επομένως ήταν και το διατακτικό της απόφασης εσφαλμένο για να δικαιολογείται, περαιτέρω, το έννομο συμφέρον της αναιρεσείουσας στην προβολή του συγκεκριμένου λόγου αναίρεσης.
Εξάλλου, με τον πέμπτο λόγο της αναίρεσης, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην αναιρεσιβαλλομένη την πλημμέλεια ότι, αφενός κατά παράβαση του άρθρου 281 Α.Κ. που επιβάλλει στον εργοδότη να αναζητά το ηπιότερο πριν από την απόλυση μέτρο και ειδικότερα την επιβολή πειθαρχικής ποινής, όταν αυτή προβλέπεται από τον κανονισμό εργασίας και αφετέρου κατά παράβαση των άρθρων 680 Α.Κ. και 7 παρ. 2 ν. 1876/1990, που επιβάλλουν την αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, σε συνδυασμό με τη σύμβαση εργασίας της που περιλάμβανε ως παράρτημα και αναπόσπαστο τμήμα της τον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας του αναιρεσιβλήτου, με το άρθρο 19 του οποίου προβλεπόταν ότι ο υπάλληλος μπορεί να απολυθεί με προειδοποίηση ενός μηνός, εάν συνέτρεχε κάποιος από τους αναφερόμενους στο άρθρο λόγους, η αναιρεσιβαλλομένη έκρινε ότι υπάρχει ασάφεια ως προς το αν η απόλυση του προσωπικού του αναιρεσιβλήτου τελεί μόνο υπό τις προϋποθέσεις του κανονισμού ή αν μπορεί να γίνει και κατά τις κοινές διατάξεις του εργατικού δικαίου, και, για το λόγο αυτό, προσφεύγοντας στις ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, κατέληξε στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι η απόλυση χωρίς προειδοποίηση είναι στη διακριτική ευχέρεια του αναιρεσιβλήτου, ενώ εάν ερμήνευε ορθά τις ανωτέρω διατάξεις και δεν εκτιμούσε κακώς τις αποδείξεις, θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η προειδοποίηση ήταν υποχρεωτική για το αναιρεσίβλητο. Και ο λόγος αυτός είναι αόριστος διότι δεν περιλαμβάνει τις παραδοχές, δηλαδή τους λόγους για τους οποίους η αναιρεσιβαλλομένη κατέφυγε στην ερμηνεία της σύμβασης εργασίας της αναιρεσείουσας και αν αυτό ήταν πράγματι αναγκαίο, ούτε τις παραδοχές με τις οποίες κατέληξε στο συγκεκριμένο συμπέρασμα, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί η ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στους ως άνω ερμηνευτικούς κανόνες. Τέλος, δεν μνημονεύει τις παραδοχές με τις οποίες η αναιρεσίβλητη απέρριψε τους αγωγικούς ισχυρισμούς περί καταχρηστικής άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος. Συνακόλουθα και ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος ως αόριστος. Αμφότεροι δε οι λόγοι αναίρεσης είναι απαράδεκτοι λόγω της αοριστίας τους, κατά το μέρος που στηρίζονται στη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, επειδή στο αναιρετήριο όχι μόνο δεν αναφέρονται οι ουσιαστικές παραδοχές της απόφασης, αλλά ούτε και τα πραγματικά περιστατικά που προτάθηκαν για να θεμελιώσουν τους αγωγικούς ισχυρισμούς που απορρίφθηκαν (ΑΠ 1454/2014).
Η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας για οικονομικοτεχνικούς λόγους είναι καταχρηστική, όταν ο εργοδότης, προκειμένου να επιλέξει τους μισθωτούς που θα απολυθούν, παραλείπει να λάβει υπόψη και να συνεκτιμήσει τα κριτήρια της αρχαιότητας, ηλικίας, οικονομικής και οικογενειακής κατάστασης του καθενός, όπως επιβάλλεται από το καθήκον προνοίας που τον βαρύνει κατά τα άρθρα 651, 657, 658, 660, σε συνδυασμό με τα άρθρα 200, 281 και 288 του Α.Κ. και επιτάσσει την απόλυση εκείνων για τους οποίους το μέτρο αυτό θα είναι λιγότερο επαχθές. Επομένως, ενόψει της διατάξεως του άρθρου 216 παρ. 1α του ΚΠολΔ, ο μισθωτός, ο οποίος προβάλλει αξιώσεις από άκυρη για το λόγο αυτό καταγγελία, οφείλει με ποινή απαραδέκτου, λόγω αοριστίας της αγωγής του, να εκθέσει σαφώς, είτε καθ’ υποφοράν στην αγωγή του, είτε αντενιστάμενος με τις προτάσεις του, εκτός από τις δικές του ανάγκες, την αρχαιότητα, την ηλικία και την οικονομική και οικογενειακή του κατάσταση, και εκείνες συγκεκριμένων συναδέλφων του που έπρεπε ν’ απολυθούν αντ’ αυτού (ΑΠ 31/2013, 63/2007).
Στην αγωγή της η αναιρεσείουσα ιστορούσε ότι η καταγγελία της συμβάσεώς της ήταν άκυρη και για τον λόγο ότι έλαβε χώρα κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος και χωρίς να γίνει η επιλογή της ως απολυτέας με αντικειμενικά κριτήρια, δεδομένου ότι δεν ελήφθησαν υπόψη η πολυετής (23 ετών) προϋπηρεσία της στην εναγομένη, η ηλικία της και η οικογενειακή της κατάσταση (52 ετών και μητέρα δυο ανήλικων παιδιών), καθώς και ότι με δεδομένη την οικονομική συγκυρία της Χώρας ήταν αδύνατον να βρει άλλη κατάλληλη εργασία. Με το δεύτερο λόγο της αναίρεσής της, η αναιρεσείουσα πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση επειδή, απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, κατά το μέρος που στηρίζεται στη μη ορθή επιλογή του απολυτέου εργαζομένου, επειδή η ενάγουσα δεν κατονομάζει στο δικόγραφό της συγκεκριμένους συναδέλφους της, της ίδιας κατηγορίας και ειδικότητας, με σαφή παράθεση και της οικονομικής και οικογενειακής κατάστασης των τελευταίων και με προσδιορισμό εκείνων, που, κατ’ αυτήν, θα έπρεπε να απολυθούν αντί της ίδιας. Ο λόγος αυτός, ο οποίος εκτιμάται ότι στηρίζεται στον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και όχι στον αριθμό 1 του ιδίου άρθρου, καθώς αφορά στην ποσοτική και όχι στη νομική αοριστία της αγωγής, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού η αναιρεσιβαλλομένη δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη. Ο προβλεπόμενος από τον αριθ. 11 γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης στοιχειοθετείται αν το δικαστήριο της ουσίας παρέλειψε να λάβει υπόψη, κατά την κατάστρωση του αποδεικτικού συλλογισμού του, αποδεικτικά μέσα, τα οποία οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν παραδεκτά και νόμιμα και τα οποία ήταν χρήσιμα για άμεση ή έμμεση (με συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων) απόδειξη πραγματικών ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, δηλαδή παραδεκτών και νόμιμων πραγματικών ισχυρισμών, που θεμελιώνουν την αγωγή ή τις ενστάσεις ή χρησιμεύουν για την απόκρουση της αγωγής ή των ενστάσεων και, ως εκ τούτου, επιδρούν στη διαμόρφωση του διατακτικού της απόφασης (ΟλΑΠ 2/2008, 42/2002). Για να είναι ορισμένος και παραδεκτός ο σχετικός λόγος αναίρεσης, πρέπει στο αναιρετήριο να καθορίζονται με σαφήνεια και πληρότητα α) η ταυτότητα και το περιεχόμενο του αποδεικτικού μέσου που δεν λήφθηκε υπόψη, β) η επίκληση και προσκόμιση και ο νόμιμος τρόπος προσκόμισης αυτού από τον αναιρεσείοντα στο δικαστήριο της ουσίας, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και γ) Ο πραγματικός ισχυρισμός, για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου αυτό προσκομίστηκε, καθώς και το περιεχόμενο του ισχυρισμού, ώστε να μπορεί να κριθεί αν αυτός είναι ουσιώδης και αν το αποδεικτικό μέσο ήταν κρίσιμο για την απόδειξη ή την ανταπόδειξή του (ΟλΑΠ 1990/1982). Η επίκληση ή μη του αποδεικτικού μέσου ελέγχεται και κρίνεται μόνο από τις προτάσεις του διαδίκου κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (και όχι από αυτή), ο δε σχετικός αναιρετικός λόγος απορρίπτεται ως αβάσιμος, όταν δεν προσκομίζονται οι προτάσεις ή από την επισκόπησή τους προκύπτει ότι δεν περιέχουν επίκληση του αποδεικτικού μέσου. Εξάλλου, ο προαναφερόμενος λόγος είναι αβάσιμος, όταν το δικαστήριο της ουσίας βεβαιώνει στην προσβαλλόμενη απόφασή του ότι έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισαν με επίκληση οι διάδικοι, έστω και χωρίς να γίνεται σ’ αυτή ειδική μνεία και ξεχωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου, εκτός αν, παρά τη σχετική βεβαίωση, από το όλο περιεχόμενο της απόφασης, και ιδίως από τις αιτιολογίες της προκύπτουν αμφιβολίες αν πράγματι συνεκτιμήθηκαν όλα ή ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος (ΑΠ 1254/2014). Τέλος, για να εξεταστεί κατ’ουσίαν ο λόγος, πρέπει ο διάδικος να προσκομίσει, κατά τη συζήτηση της αναίρεσης, τα αναγκαία για την απόδειξη του στοιχεία (ΑΠ 160/2011, 1037/2010). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναίρεσής της, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην αναιρεσιβαλλομένη ότι δεν έλαβε υπόψη της “τα σχετικά της ενάγουσας – αναιρεσείουσας με αριθμό 11-12”, από τα οποία αποδεικνύεται ότι ο μάρτυρας Τ. Ί., που εξετάστηκε με επιμέλεια του αναιρεσιβλήτου κατά τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, γνώριζε άπταιστα ελληνικά, δεν απαιτούνταν για την εξέταση του διορισμός διερμηνέα και επιπλέον ότι γνώριζε την κατάσταση της αναιρεσείουσας αφού είχε συνυπηρετήσει μαζί της, ενώ στην συνέχεια αναφέρεται σε αποσπάσματα της κατάθεσης του ανωτέρω μάρτυρα που, κατά τους ισχυρισμούς της, αποδεικνύουν την αναλήθεια των ισχυρισμών του αναιρεσιβλήτου. Οι ανωτέρω αιτιάσεις, κατά το μέρος που στηρίζονται στο περιεχόμενο της αναφερόμενης μαρτυρικής κατάθεσης δεν συνιστούν την από τον αριθμό 11 του άρθρου 559 αναιρετική πλημμέλεια, αλλά αναφέρονται στην ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγμάτων από το δικαστήριο της ουσίας (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), ενώ κατά τα λοιπά α) δεν αναφέρεται η ταυτότητα και το περιεχόμενο των αποδεικτικών μέσων που δεν ληφθήκαν υπόψη και β) τα μέσα αυτά δεν προσκομίζονται στο παρόν δικαστήριο. Αλλά και από την επισκόπηση της αναιρεσιβαλλομένης προκύπτει η διαβεβαίωση του Δικαστηρίου ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, ενώ στο αναιρετήριο δεν εκτίθενται οι παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, από την εκτίμηση του περιεχομένου των οποίων θα μπορούσαν να δημιουργηθούν αμφιβολίες σχετικά με τον αν λήφθηκε υπόψη συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο. Επομένως ο λόγος αυτός παρίσταται αβάσιμος.
Με τον τέταρτο, και τελευταίο προς έρευνα, λόγο της αναίρεσης εκτίθεται ότι “η αναιρεσιβαλλομένη δεν έλαβε υπόψη της τα σχετικά προσκομισθέντα με αριθμό 9, 9α, 9β, 9γ”, που αφορούν σε επιστολές και ευχετήριες κάρτες απερχομένων πρέσβεων προς την αναιρεσείουσα και τα οποία αποδείκνυαν της εργατικότητά της κ.λπ. Ο λόγος αυτός που εσφαλμένα αναφέρεται ως πλημμέλεια από το αριθμό 8 του άρθρου 559, καθώς δεν αφορά σε πράγματα, αλλά εκτιμάται ως πλημμέλεια από τον αριθμό 11, παρίσταται αβάσιμος για τους ίδιους ως άνω λόγους, πρωτίστως επειδή τα σχετικά, που φέρονται ότι δεν ελήφθησαν υπόψη από το Δικαστήριο, δεν προσκομίζονται.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς έρευνα, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθεί σε βάρος της αναιρεσείουσας που χάνει τη δίκη (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2) η δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29.6.2021 και με αριθμό κατάθεσης …./……/2021 αίτηση για αναίρεση της 837/2021 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. -Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 27 Ιουνίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 6 Ιουνίου 2023.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ