ΑΠΟΦΑΣΗ
Stoianoglo κατά Δημοκρατίας της Μολδαβίας της 24.10.2023 (αρ. προσφ. 19371/22)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ποινική δίωξη σε βάρος Γενικού Εισαγγελέα και στη αυτοδίκαιη αναστολή των καθηκόντων του εξαιτίας της άσκησης ποινικής δίωξης. Αδυναμία του προσφεύγοντος εισαγγελέα να ασκήσει ένδικο μέσο κατά της διαταχθείσας αναστολής του.
Κατά το Δικαστήριο η αναστολή θα μπορούσε καταρχήν να δικαιολογηθεί από το ιδιότητα του προσφεύγοντος ως Γενικού Εισαγγελέα, θέση η οποία του έδωσε ευρείες εξουσίες για την επίβλεψη των ποινικών ερευνών, και ότι η εφαρμογή τέτοιου μέτρου δεν δημιουργούσε, από μόνη της, πρόβλημα σύμφωνα με τις διατάξεις τηςΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριοόμως επέστησε την προσοχή στο γεγονός ότι πρέπει να εφαρμοστούν διαδικαστικές εγγυήσεις για να διασφαλιστεί ότι ο μηχανισμός αναστολής δεν χρησιμοποιήθηκε αυθαίρετα.
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επισήμανε την αυξανόμενη σημασία που αποδίδεται στη διαδικαστική δικαιοσύνη σε υποθέσεις που αφορούν στην αναστολή των καθηκόντων ή την καθαίρεσηεισαγγελέων. Επίσης επιβεβαίωσε τη πάγια θέση του ότι είναι ιδιαίτερα προσεκτικό στα μέτρα που λαμβάνονται κατά των δικαστών, λαμβάνοντας υπόψη τον ειδικό ρόλο του δικαστικού σώματος στη κοινωνία, την εξέχουσα θέση που κατέχουν σε μια δημοκρατική κοινωνία και την αυξανόμενη σημασία που συνδέεται με τη διάκριση των εξουσιών καθώς και τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων Γενικός Εισαγγελέας δεν είχε πρόσβαση σε καμία μορφή δικαστικής προστασίας σε σχέση με την αναστολή των καθηκόντων του,εμποδιστείςνα ασκήσει τα καθήκοντά του και στερηθείς τονμισθό του για περισσότερα από δύο χρόνια.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διαπίστωσε, ομόφωνα, παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο(άρθρου 6§1) και επιδίκασε στον προσφεύγοντα 3.600 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6 § 1
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, AlexandrStoianoglo, είναι Μολδαβός υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1967 και ζει στο Κισινάου. Ο προσφεύγων, βουλευτής της Δημοκρατίας της Μολδαβίας από το 2009 έως το 2014 και Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εθνικής Ασφάλειας, Άμυνας και Δημόσιας Τάξης, διορίστηκε για επταετή θητεία Γενικός Εισαγγελέας στις 29 Νοεμβρίου 2019, μετά από δημόσια διαδικασία διορισμού.
Στις 30 Σεπτεμβρίου 2021, ο L.C., Βουλευτής και Πρόεδρος της Επιτροπή Εθνικής Ασφάλειας της Βουλής, Άμυνας και Δημόσιας Τάξης υπέβαλε καταγγελία στο Ανώτατο Εισαγγελικό Συμβούλιο («SCP»). Κατηγόρησε τον προσφεύγοντα για πράξεις που δυνητικά είχαν ως αποτέλεσμα τη διάπραξη πολλών αδικημάτων. Ο L.C. ζήτησε από το SCP να ορίσει εισαγγελέα για τη διερεύνησητων καταγγελιών, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Στις 5 Οκτωβρίου 2021 το SCP όρισε τον εισαγγελέα V.F. της Εισαγγελίας Καταπολέμησης της Διαφθοράς ναδιερευνήσει τους ισχυρισμούς. Ο προσφεύγων δεν ανακρίθηκε από το SCP, το οποίο εξέδωσε την απόφασή του με πλειοψηφία. Την ίδια μέρα ο εισαγγελέας V.F. άσκησε ποινική δίωξη κατά τουπροσφεύγοντος σε σχέση με τα αδικήματα της κατάχρησης εξουσίας, δωροδοκίας, πλαστογραφίας και υπέρβασης εξουσίας. Από εκείνη την ημέρα, ο προσφεύγων τέθηκε αυτόματα σε αναστολή καθηκόντων σύμφωνα με το άρθρο 55-1 του Ν. 3/25.02.2016 σχετικά με την Εισαγγελία, που προέβλεπε ότι αναστέλλεται αυτοδικαίως η άσκηση καθηκόντων του Γενικού Εισαγγελέα μετά την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του.
Στις 5 Οκτωβρίου 2021 ο προσφεύγων άσκησε έφεση στο Εφετείο του Κισινάου κατά τη απόφασης του SCP να δώσει εντολή στον εισαγγελέα V.F. για τη διερεύνηση των καταγγελιών του βουλευτή L.C. Αυτός υποστήριξε ότι η εισαγγελική αρχή ανήκει στην εισαγγελία και όχι στην SCP, η οποίακατά την άποψή του δεν ήταν διωκτική αρχή.
Στις 2 Νοεμβρίου 2021, το Εφετείο του Κισινάου απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη. Ο προσφεύγων άσκησε αναίρεση. Σε απόφαση της 29 Δεκεμβρίου 2021, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αναίρεση ως αβάσιμη και επικύρωσε την απόφαση της 2Νοεμβρίου 2021. Στις 26 Σεπτεμβρίου 2023, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Μολδαβίας υπέγραψε διάταγμα για την καθαίρεση του προσφεύγοντος ως Γενικού Εισαγγελέα.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, σύμφωνα με την απόφαση του SCP της 5Οκτωβρίου 2021, ένας εισαγγελέας (V.F.) είχε οριστεί για να διερευνήσει τις καταγγελίες του βουλευτή L.C. Την ίδια μέρα, κινήθηκε ποινική διαδικασία κατά του προσφεύγοντος, με αποτέλεσμα την αυτόματη αναστολή του από τα καθήκοντά του ως Γενικού Εισαγγελέα. Δυσαρεστημένος με τον τρόπο με τον οποίο ελήφθη η απόφαση του SCP και με τα αποτελέσματά του, ο προσφεύγων είχε χρησιμοποιήσει δεόντως, αν και χωρίς επιτυχία, ένδικο μέσο. Το Δικαστήριο σημείωσεότι δεν είχε δοθεί στον προσφεύγοντα η ευκαιρία να εξεταστεί από το SCP. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι μπορούσε να φανεί από το σκεπτικό των εθνικών δικαστηρίων που είχαν ερμηνεύσει το σχετικό εγχώριο διοικητικό δίκαιο ότι η έφεση που άσκησε ο προσφεύγων δεν αποτελούσε αποτελεσματικό ένδικο μέσο με το οποίο η νομιμότητα της απόφασης του SCP και της νομιμότητας της απόφασης της αναστολής του ενδέχεται να επανεξεταστεί.
Διαπίστωσε επίσης ότι, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο που ίσχυε το επίδικο χρονικό διάστημα, ο προσφεύγων είχε τεθεί σε αναστολή από τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα αυτοδικαίως, λόγω εφαρμογής του νόμου, από τη στιγμή που είχε ασκηθεί σε βάρος του η ποινική δίωξη και ότι το εσωτερικό δίκαιο δεν είχε προβλέψει την αμφισβήτησηενός τέτοιου μέτρου. Ως προς αυτό, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το ένδικο μέσο που προβλέπεται στο άρθρο 313 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο ρύθμιζε τις καταγγελίες κατά παράνομων ενεργειών και αποφάσεων εκ μέρους εισαγγελικής αρχής και ειδικής ανακριτικής αρχής, δεν αποτελούσε αποτελεσματικό ένδικο μέσο για τους σκοπούς του άρθρου 35 § 1 της ΕΣΔΑ. Σημείωσε επίσης ότι το SCP δεν ήταν μεταξύ των φορέων που αναφέρονται στο άρθρο 313 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Το εν λόγω ένδικο μέσο επέτρεψε στον ύποπτο να προσφύγει σε ανακριτή και να καταγγείλει ενέργειες και αποφάσεις της εισαγγελικής αρχής ήσχετικά με τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου, ενώ ο προσφεύγων επιθυμούσε να αμφισβητήσει την αναστολή του, η οποία είχε τεθεί σε ισχύ αυτοδικαίως, κατ’ εφαρμογή νόμου, και δεν ενέπιπτε στο πλαίσιο του άρθρου 313 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Τούτου λεχθέντος, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το εσωτερικό δίκαιο είχε στη συνέχεια τροποποιηθεί έτσι ώστε να ήταν πλέον δυνατό για το SCP να επιδιώξει την επαλήθευση της καταλληλότητας της διατήρησης ή της διακοπής ενός τέτοιου μέτρου, το οποίο επιβεβαίωσε την προθυμία των αρχών να προβλέπουν επανεξέταση της αυτόματης αναστολής του Γενικού Εισαγγελέα και ανταποκρίθηκε στις σχετικές προτάσεις της Επιτροπής της Βενετίας.
Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι, στην περίπτωση των δικαστών, λαμβάνοντας υπόψη τον ειδικό ρόλο του δικαστικού σώματος εντός της κοινωνίας, την εξέχουσα θέση που κατέχουν σε μια δημοκρατική κοινωνία και την αυξανόμενη σημασία που συνδέεται με τη διάκριση των εξουσιών καθώς και τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας, ήταν ιδιαίτερα προσεκτικό στα μέτρα που λαμβάνονται κατά των δικαστών. Ενώ ήταν αλήθεια ότι, σύμφωνα με το Μολδαβικό δίκαιο, οι εισαγγελείς ήταν ανεξάρτητοι στην άσκηση των καθηκόντων τους και οι δικαστές εκτελούσαν τις αρμοδιότητές τους επίσης ανεξάρτητα, το εθνικό δικαστικό σύστημα δεν έκανε ουσιαστικά διάκριση μεταξύ των αντίστοιχων καθηκόντων.
Το Δικαστήριο έκρινε, ελλείψει οποιασδήποτε μορφής δικαστικού ελέγχου, ότι η αυτόματη αναστολή των καθηκόντων του Γενικού Εισαγγελέα που αντιμετώπιζε ποινικές διώξεις δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί για αντικειμενικούς λόγους υπέρ του δημοσίου συμφέροντος. Έτσι, το γεγονός ότι ο τεθείς σε αναστολή Γενικός Εισαγγελέας μπορούσε να επηρεάσει τις ποινικές διαδικασίες εναντίον του δεν αρκούσε για να δικαιολογήσει την έλλειψη – για δύο και πλέον χρόνια – οποιασδήποτεμορφής επανεξέτασης του καταγγελλόμενου μέτρου.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω σκέψεων, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο, δεν υπήρχε αποτελεσματικό ένδικο μέσο για τον προσφεύγοντα, για τους σκοπούς του άρθρου 35 § 1, με το οποίο εξασφαλίζεται η επανεξέταση της αναστολής του.
Το Δικαστήριο επισήμανε, μαζί με την Κυβέρνηση, το Συνταγματικό Δικαστήριο και την Επιτροπή της Βενετίας, ότι η ίδια η αναστολή θα μπορούσε καταρχήν να δικαιολογηθεί από το ιδιότητα του προσφεύγοντος ως Γενικού Εισαγγελέα, θέση που του έδινε ευρείες εξουσίες να επιβλέπει τις ποινικές έρευνες, και ότι η εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου σε Γενικό Εισαγγελέα δεν δημιουργούσε, από μόνη της, πρόβλημα βάσει της ΕΣΔΑ.
Ωστόσο, το Δικαστήριο επέστησε την προσοχή στο γεγονός ότι πρέπει να εφαρμοστούν διαδικαστικές εγγυήσεις για να διασφαλιστεί ότι ο μηχανισμός αναστολής δεν χρησιμοποιήθηκε αυθαίρετα. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επίσης σημείωσε την αυξανόμενη σημασία που αποδίδεται στη διαδικαστική δικαιοσύνη σε υποθέσεις που αφορούν την καθαίρεση εισαγγελέων, συμπεριλαμβανομένης της παρέμβασης μιας αρχής που ήταν ανεξάρτητη από την εκτελεστική και την νομοθετική εξουσία σε αποφάσεις που επηρεάζουν το διορισμό και την παύση των εισαγγελέων.
Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο μπόρεσε να συμπεράνει ότι στον προσφεύγοντα δεν είχε δοθεί καμία δυνατότητα δικαστικής προστασίας σε σχέση με την αναστολή του, η οποία τον εμπόδισε να εκτελέσει τα καθήκοντά του ως Γενικού Εισαγγελέα και του στέρησε τον αντίστοιχο μισθό, για περισσότερα από δύο χρόνια.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι το δικαίωμα πρόσβασης του προσφεύγοντος σε δικαστήριο είχε προσβληθεί και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η καταγγελία του προσφεύγοντος βάσει του άρθρου 13 ήταν ταυτόσημη επί της ουσίας με εκείνη που κατατέθηκε βάσει του άρθρου 6 § 1. Κατά συνέπεια, έκρινε ότι δεν ήταν απαραίτητο να εξεταστεί χωριστά το παραδεκτό ή το βάσιμο της καταγγελίας σύμφωνα με το άρθρο 13 της Σύμβασης.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο επιδίκασε 3.600 ευρώ για ηθική βλάβη(επιμέλεια: echrcaselaw.com).