Επιδικάστηκε αποζημίωση 1.000 ευρώ για ηθική βλάβη. Οι αρχές αρνήθηκαν πρόσβαση σε πληροφορίες δημοσίου συμφέροντος
Καταπέλτης υπήρξε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) όπου προχώρησε σε καταδίκη στις δημόσιες υπηρεσίες για άρνηση παροχής πληροφοριών σε πολίτη παρά μάλιστα την ύπαρξη σχετικής δικαστικής απόφασης.
Ειδικότερα, ο προσφεύγων στο ΕΔΔΑ είχε ζητήσει από την πολεοδομία έγγραφα για ακίνητη περιουσία του δημοσίου. Οι υπεύθυνοι αρνήθηκαν την χορήγηση των εγγράφων. Στη συνέχεια εκδόθηκε δικαστική απόφαση που διέτασσε το δημόσιο να τα χορηγήσει, η οποία ουδέποτε εκτελέστηκε.
Κατά το ΕΔΔΑ «η άρνηση της διοίκησης στην παροχή πληροφοριών για να είναι δικαιολογημένη, θα έπρεπε να πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ δηλαδή να προβλέπεται στο νόμο και να είναι απαραίτητη σε μία δημοκρατική κοινωνία. Εν προκειμένω διαπίστωσε ότι οι αρμόδιες αρχές δεν είχαν κανένα λόγο να αρνηθούν την χορήγηση αντιγράφων για τα ακίνητα του δημοσίου» και για το λόγο αυτό επιδίκασε αποζημίωση 1.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
Καταδίκη στις δημόσιες υπηρεσίες: Γιατί απορρίφθηκε το αίτημα
Η αίτηση αφορούσε εικαζόμενη άρνηση πρόσβασης σε πληροφορίες δημοσίου συμφέροντος παρά την έκδοση δικαστικής απόφασης με την οποία διατάσσεται η παροχή των ζητούμενων πληροφοριών. Ο προσφεύγων παραπονέθηκε για παραβιάσεις των άρθρων 6 και 10 της Σύμβασης για το λόγο αυτό.
Στις 30 Αυγούστου 2011, ο προσφεύγων ζήτησε από το Τμήμα Obukhiv της Κρατικής Υπηρεσίας Χερσαίων Πόρων του Κιέβου (στο εξής: Τμήμα) να του παράσχει το έγγραφα για τα οικόπεδα στο χωριό Neshcheriv, τα οποία αποτελούν κρατική ή δημοτική περιουσία και δεν διατίθενται σε ιδιώτες ή νομικά πρόσωπα. Αναφέρθηκε στο Σύνταγμα της Ουκρανίας και στον νόμο για πρόσβαση σε δημόσιες πληροφορίες, σημειώνοντας ότι ο καθένας θα μπορούσε να αποκτήσει αυτές τις πληροφορίες καθώς ήταν δημόσιες.
Το αίτημα του προσφεύγοντος απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι οι ζητούμενες πληροφορίες ανήκαν σε «εμπιστευτικές πληροφορίες μόνο για υπηρεσιακή χρήση» και ότι, σε κάθε περίπτωση, «η αντίστοιχη βάση δεδομένων καταρτίστηκε από τους ιδιοκτήτες οικοπέδων».
Με τελεσίδικη απόφαση της 15 Μαΐου 2012, το Διοικητικό Εφετείο του Κιέβου δέχθηκε την αγωγή του προσφεύγοντος, κρίνοντας ότι η άρνηση του Τμήματος στηριζόταν σε αντιφατικούς λόγους, ήτοι ότι οι ζητηθείσες πληροφορίες ήταν περιορισμένες και, ταυτοχρόνως, ότι το Τμήμα δεν διέθετε τις επίμαχες πληροφορίες. Το δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν είχαν προσκομιστεί αποδεικτικά στοιχεία για να υποστηρίξουν κανένα από αυτά τα επιχειρήματα. Ως εκ τούτου, το εθνικό δικαστήριο διέταξε το Τμήμα να παράσχει τις ζητηθείσες πληροφορίες.
Στις 12 Οκτωβρίου 2012 κινήθηκε διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής, ο δικαστικός επιμελητής επέβαλε στο Τμήμα δύο φορές πρόστιμο (Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 2012) επειδή δεν εκτέλεσε οικειοθελώς την απόφαση. Στις 28 Δεκεμβρίου 2012 η διαδικασία εκτέλεσης περατώθηκε χωρίς να έχει πραγματοποιηθεί εκτέλεση, λόγω της «αδυναμίας εκτέλεσης της απόφασης χωρίς τη συμμετοχή του οφειλέτη». Την ίδια ημέρα, η Υπηρεσία Δικαστικών Επιμελητών απέστειλε στον εισαγγελέα υπόμνημα σχετικά με πιθανό ποινικό αδίκημα που διαπράχθηκε από το Τμήμα για «παράλειψη εκτέλεσης δικαστικής απόφασης».
Κινήθηκε ποινική διαδικασία από τον εισαγγελέα ωστόσο η υπόθεση αρχειοθετήθηκε. Ο εισαγγελέας έκρινε ότι ήταν πρόωρο να θεωρηθεί ότι υπήρχαν αξιόποινες πράξεις εκ μέρους των υπαλλήλων του Τμήματος. Ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης.
Η απόφαση του ΕΔΔΑ
Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η παράλειψη του Τμήματος να παράσχει στον προσφεύγοντα τις σχετικές πληροφορίες παρά την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου του Κιέβου της 15 Μαΐου 2012 που διέταξε να του παρασχεθούν συνιστούσε παρέμβαση στα δικαιώματά του.
Όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 10 της Συμβάσεως στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι «η διάταξη αυτή δεν παρέχει στον ιδιώτη δικαίωμα πρόσβασης στις πληροφορίες που κατέχει δημόσια αρχή, ούτε υποχρεώνει το κράτος να μεταδίδει τις πληροφορίες αυτές στον ιδιώτη. Ωστόσο, ένα τέτοιο δικαίωμα ή υποχρέωση μπορεί να προκύψει όταν, όπως στην παρούσα υπόθεση, η αποκάλυψη των πληροφοριών έχει επιβληθεί με εκτελεστή δικαστική απόφαση. Επανέλαβε ότι μια τέτοια παρέμβαση παραβιάζει την ΕΣΔΑ εάν δεν πληροί τις απαιτήσεις της δεύτερης παραγράφου της εν λόγω διάταξης ως προς το να «προβλέπεται από τον νόμο», να επιδιώκει έναν ή περισσότερους από τους νόμιμους σκοπούς που ορίζονται στην εν λόγω παράγραφο και να είναι «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία» για την επίτευξη των σκοπών αυτών».