ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση από 28.3.2018 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………./29.3.2018) έφεση του ηττηθέντος εναγόμενου, . ….., κατά της υπ’ αριθ. 767/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε την από 15.5.2015 αγωγή του ……….. (ήδη εφεσίβλητου), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος στον εναγόμενο την 28.2.2018 (βλ. την σχετική επισημείωση επί της εκκαλούμενης απόφασης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς, …….), ενώ το εφετήριο κατατέθηκε την 29.3.2018, δηλαδή εντός της απαιτούμενης κατά νόμο προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Η ως άνω έφεση παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011), ενώ, όπως προκύπτει από την σχετική από 29.3.2018 βεβαίωση της Γραμματέως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα το νόμιμο παράβολο των 100 ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ (όπως η διάταξη αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 35 παρ. 2 Ν. 4446/2016). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σημειώνεται, ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι νέες διατάξεις του Ν. 4335/2015 κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από την 1.1.2016 και εφεξής, όπως συμβαίνει, στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη έφεση.
ΙΙ. Με την από 15.5.2015 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……./23.7.2015) αγωγή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), ο ενάγων …… (ήδη εφεσίβλητος) ισχυρίσθηκε ότι η μητέρα του, ……, το γένος …., και η ………., με το νομίμως μεταγραφέν υπ’ αριθ. ……../1971 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., απέκτησαν την κυριότητα, κατά ποσοστό εξ’ αδιαιρέτου 2/3 η πρώτη και 1/3 η δεύτερη, ενός οικοπέδου, έκτασης 200 τμ κατά τον τίτλο κτήσης και 200,40 τμ κατά νεώτερη καταμέτρηση, κείμενου στην Αμφιάλη του Δήμου Κερατσινίου Αττικής επί της συμβολής των οδών ………., όπως ειδικότερα το ακίνητο αυτό περιγράφεται σ’ αυτήν (αγωγή). Ότι, ακολούθως, με τη νομίμως μεταγραφείσα υπ’ αριθ. ……/1976 πράξη της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., οι ανωτέρω συγκύριες του ως άνω οικοπέδου προέβησαν στη σύσταση επ’ αυτού δύο αυτοτελών, ανεξάρτητων και διακεκριμένων ιδιοκτησιών, διεπόμενων από τις διατάξεις του Ν. 3741/1929, όπως, τροποποιήθηκε με το ΝΔ 1024/1971 (περί καθέτου ιδιοκτησίας), καθώς και από τις διατάξεις των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ, με το ανήκον σε εκάστη από αυτές ποσοστό εξ’ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, με αποτέλεσμα να περιέλθει στην μητέρα του, ……….., το τμήμα του οικοπέδου που εμφαίνεται στο συνημμένο στην ως άνω συστατική πράξη από Φεβρουαρίου 1976 σχεδιάγραμμα του μηχανικού ……….. με τα στοιχεία ΕΑΒΖΕ και με το διακριτικό στοιχείο ΙΙ και ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 667/1000, όπως το τμήμα αυτό περιγράφεται κατά τα όριά του σ’ αυτήν (αγωγή). Ότι επί του ανωτέρω τμήματος οικοπέδου, η μητέρα του ………., με τη νομίμως μεταγραφείσα υπ’ αριθ. …./1984 πράξη της συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., προέβη στη σύσταση αυτοτελών οριζοντίων ιδιοκτησιών και συγκεκριμένα: α) ενός ισογείου διαμερίσματος, επιφανείας 70 τμ, αποτελούμενου από τρία δωμάτια, κουζίνα και χωλ, με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του όλου (αρχικού) οικοπέδου 166,75/1000 και με ΚΑΕΚ ………., β) του μελλοντικά ανεγερθησομένου διαμερίσματος του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου, με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του όλου (αρχικού) οικοπέδου 166,75/1000 και με ΚΑΕΚ ……….. και γ) του μελλοντικά ανεγερθησομένου διαμερίσματος του δεύτερου πάνω από το ισόγειο ορόφου, με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του όλου (αρχικού) οικοπέδου 166,75/1000 και με ΚΑΕΚ ………. Ότι, στη συνέχεια, η μητέρα του, δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος υπ’ αριθ. ………/1984 συμβολαίου της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου Πειραιώς μεταβίβασε σ’ αυτόν (ενάγοντα), λόγω γονικής παροχής, αφενός την ψιλή κυριότητα του ανωτέρω ήδη ανεγερθέντος διαμερίσματος του ισογείου ορόφου, διατηρώντας αυτή το δικαίωμα της ισοβίου επικαρπίας για την ίδια και για το σύζυγό της ………….. και αφετέρου την πλήρη κυριότητα του ως άνω μελλοντικού ανεγερθησομένου διαμερίσματος του δευτέρου ορόφου, προς δημιουργία οικονομικής και οικογενειακής αυτοτέλειας και εντός του μέτρου που επιβάλλουν οι περιστάσεις. Ότι στο ανωτέρω διαμέρισμα του ισογείου εγκαταστάθηκε αρχικά ο ίδιος με την οικογένειά του, πλην όμως, στη συνέχεια, αποχώρησε απ’ αυτό, κατόπιν απαίτησης των επικαρπωτών γονέων του, οι οποίοι το εκμίσθωσαν, προκειμένου με τα μισθώματα που εισέπρατταν να ενισχύσουν οικονομικά την εγγονή τους ………….., θυγατέρα του εναγόμενου αδελφού του, ………….. Ότι, ακολούθως, στο ίδιο διαμέρισμα εγκαταστάθηκε ο εναγόμενος αδελφός του (ήδη εκκαλών) με την οικογένειά του, ο οποίος εξακολούθησε να παραμένει σ’ αυτό και μετά το θάνατο των γονέων του και τη συνακόλουθη συνένωση στο πρόσωπο του ιδίου (ενάγοντος) της επικαρπίας μετά της ψιλής κυριότητας επ’ αυτού, επικαλούμενος σύβαση χρησιδανείου που είχε συνάψει με τη μητέρα των διαδίκων, ενώ αυτή βρισκόταν στη ζωή. Ότι, μετά τη λήξη της άνω σύμβασης χρησιδανείου, η οποία επήλθε την 1.11.2013, ο ίδιος (ενάγων), με εξώδικη δήλωσή του που επέδωσε στον εναγόμενο, κάλεσε τον τελευταίο να του αποδώσει το ανωτέρω διαμέρισμα της πλήρους, πλέον, κυριότητάς του, πλην όμως αυτός δεν ανταποκρίθηκε στην ανωτέρω πρόσκλησή του, εξακολουθώντας μέχρι σήμερα να παραμένει σ’ αυτό κακόπιστα και χωρίς τη θέλησή του, αρνούμενος να του το αποδώσει. Ότι, εξαιτίας της παράνομης κατακράτησης του διαμερίσματος από τον κακόπιστο εναγόμενο μετά τη λήξη της ως άνω σύμβασης χρησιδανείου, ο τελευταίος ωφελήθηκε από την εξοικονόμηση της σχετικής δαπάνης, στην οποία θα υποβαλλόταν για την μίσθωση άλλου παρόμοιου διαμερίσματος, κατά το χρονικό διάστημα από τις 1.11.2013 (λήξη της σύμβασης χρησιδανείου) έως τις 3.6.2015 (χρόνος άσκησης της αγωγής), η οποία (δαπάνη) ανέρχεται, λαμβανομένης υπόψη και της μισθωτικής αξίας του διαμερίσματος εκ ποσού 300 ευρώ μηνιαίως, στο συνολικό ποσό των 6.000 ευρώ (300 ευρώ μηνιαίως Χ 20 μήνες), ποσό το οποίο ο ίδιος (ενάγων) στερήθηκε, αφού, αν το διαμέρισμα του είχε αποδοθεί, θα μπορούσε να το έχει εκμισθώσει αντί του ως άνω μισθώματος. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζήτησε: α) να αναγνωριστεί η κυριότητά του επί του ανωτέρω διαμερίσματος και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του το αποδώσει και β) να υποχρεωθεί ο τελευταίος να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 6.000 ευρώ ως απόδοση ωφελημάτων, ήτοι για τα μισθώματα που αυτός εξοικονόμησε και ο ίδιος (ενάγων) απώλεσε από την παράνομη κατακράτηση του ακινήτου κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα (από 1.11.2013 έως 3.6.2015), με το νόμιμο τόκο από τη λήξη κάθε μισθωτικού μήνα, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, με την οποία, αφού αποφάνθηκε ότι η ως άνω αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1033, 1509, 1094, 1096, 1098, 297, 298, 346 ΑΚ (πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί έναρξης της τοκοφορίας του ποσού των 6.000 ευρώ από τη λήξη κάθε μισθωτικού μήνα, που απορρίφθηκε ως μη νόμιμο), δέχθηκε αυτήν (αγωγή), ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο εναγόμενος με την υπό κρίση έφεσή του για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η ως άνω αγωγή.
ΙΙΙ. Για το ορισμένο της διεκδικητικής αγωγής ακινήτου θα πρέπει, πέραν των λοιπών στοιχείων που απαιτούν οι διατάξεις των άρθρων 1094 ΑΚ και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, να περιγράφεται με ακρίβεια το επίδικο ακίνητο, με προσδιορισμό του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Δεν απαιτείται, όμως, για το ορισμένο της αγωγής αυτής να αναφέρονται οι όμοροι ιδιοκτήτες, οι πλευρικές διαστάσεις, το σχήμα και ο ακριβής προσανατολισμός του επίδικου ακινήτου, ούτε να επισυνάπτεται τοπογραφικό διάγραμμα, στο οποίο αυτό να εμφαίνεται, ενώ, όταν το διεκδικούμενο ακίνητο φέρεται, με την αγωγή, ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, πρέπει να εκτίθεται η θέση του μέσα σ’ αυτό και τα όριά του (ΑΠ 1089/2019, ΑΠ 1052/2019, ΑΠ 479/2019 και ΑΠ 860/2018 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, η ως άνω αγωγή, με βάση το ιστορούμενο στην παράγραφο ΙΙ της παρούσας περιεχόμενό της, αξιολογείται ως ορισμένη, ως προς το πρώτο αίτημά της περί διεκδίκησης του επίδικου ακινήτου, ήτοι του αναφερόμενου ισόγειου διαμερίσματος, καθόσον αυτό περιγράφεται στο αγωγικό δικόγραφο λεπτομερώς κατά θέση, έκταση και όρια, ώστε να μην προκύπτει οιαδήποτε αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του, κατά τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη. Ειδικότερα, στην αγωγή περιγράφεται αναλυτικώς κατά θέση, έκταση και όρια (με αναφορά μάλιστα και των πλευρικών διαστάσεών του καθώς και των όμορων ιδιοκτητών), τόσο το αρχικό μείζον ακίνητο (οικόπεδο), όσο και τα επιμέρους υπό στοιχεία Ι και ΙΙ διακριτά τμήματα αυτού, τα οποία προέκυψαν, κατά την αγωγή, από την σύσταση δύο χωριστών ιδιοκτησιών επί του μείζονος ακινήτου, ενώ, επίσης, προσδιορίζεται επακριβώς το επίδικο ισόγειο διαμέρισμα, το οποίο, κατά την αγωγή, ανεγέρθηκε στο ανωτέρω υπό στοιχ. ΙΙ διακριτό τμήμα του μείζονος ακινήτου, και αναφέρεται η επιφάνεια αυτού (διαμερίσματος), ο αριθμός των δωματίων του, το ποσοστό συνιδιοκτησίας του επί του αρχικού οικοπέδου καθώς και ο Κωδικός Αριθμός Εθνικού Κτηματολογίου (ΚΑΕΚ) που αυτό φέρει. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι η αγωγή αυτή ως προς το περί διεκδίκησης ακινήτου αίτημά της, είναι ορισμένη, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο, με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
- IV. Από τη διάταξη του άρθρου 810 ΑΚ περί χρησιδανείου συνάγεται, ότι ο χρησάμενος δεν αποκτά νομή επί του πράγματος, αλλά μόνο την κατοχή αυτού, και ασκεί τη νομή, η οποία παραμένει στον χρήστη (ή χρησιδανειστή), στο όνομα του τελευταίου, με αποτέλεσμα όσο διαρκεί η σύμβαση του χρησιδανείου να μην μπορεί ο χρησάμενος να χρησιδεσπόσει το πράγμα. Από δε το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1094 και 810, 816 ΑΚ προκύπτει ότι επί σύμβασης χρησιδανείου, που φέρει ενοχικό χαρακτήρα και δύναται να καταρτισθεί και ατύπως έστω και αν αφορά ακίνητο, η αξίωση απόδοσης που απορρέει από το χρησιδάνειο έχει συμβατικό χαρακτήρα και ανήκει μόνο στον χρησιδανειστή, ενώ αν αυτός είναι και ο κύριος του πράγματος (ή ο τυχόν νέος κτήτορας) μπορεί να αξιώσει αυτό και με τη διεκδικητική αγωγή (άρθρο 1094 ΑΚ) κατά του κατέχοντος το πράγμα από την ως άνω αιτία, η οποία (αξίωση) γεννιέται και είναι δικαστικά επιδιώξιμη όχι από την παραλαβή του με βάση τη σύμβαση χρησιδανείου, οπότε ο χρησάμενος νέμεται αυτό ως άμεσος αντιπρόσωπος και για λογαριασμό του χρήστη, αλλά από την ως άνω λήξη του δικαιώματος προς χρήση ή και πριν από αυτήν, αφότου ο χρησάμενος, αντιποιούμενος τη νομή του τελευταίου, έπαυσε να κατέχει το πράγμα για λογαριασμό εκείνου και το νέμεται για δικό του λογαριασμό, του γεγονότος δε τούτου έλαβε γνώση ο χρήστης (ΑΠ 170/2003 ΕλλΔνη 2003.1371). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1096 και 1098 ΑΚ σαφώς συνάγεται, ότι η ευθύνη του κακόπιστου νομέα, δηλαδή εκείνου, ο οποίος, κατά την κατάληψη του πράγματος, γνώριζε ή από βαρεία αμέλεια αγνοούσε ή έμαθε αργότερα ότι δεν δικαιούται στη νομή του, είναι όμοια με εκείνη του καλόπιστου νομέα μετά την επίδοση της αγωγής και αρχίζει αφότου έγινε κακόπιστος. Ειδικότερα ο κακόπιστος νομέας, που ενάγεται με τη διεκδικητική αγωγή (είτε και με ιδιαίτερη αγωγή) υποχρεούται έκτοτε να αποδώσει τα ωφελήματα, τα οποία έχουν εξαχθεί, και να αποκαταστήσει την αξία όσων εξ αυτών δεν εξήγαγε, ενώ μπορούσε κατά τους κανόνες της τακτικής διαχείρισης να εξαγάγει. Ωφελήματα είναι όχι μόνο οι καρποί του πράγματος ή του δικαιώματος αλλά και κάθε όφελος που παρέχει η χρήση του πράγματος ή του δικαιώματος (άρθρο 962 ΑΚ). Επομένως, ωφέλημα είναι και κάθε όφελος που έχει ο νομέας από την ενοίκηση ή την κατ` άλλο τρόπο χρήση του πράγματος από τον ίδιο, συνεπεία των οποίων εξοικονομεί τη δαπάνη, στην οποία θα υποβαλλόταν, αν μίσθωνε άλλο όμοιο πράγμα, οπότε η ωφέλεια συνίσταται στην εξοικονόμηση της σχετικής δαπάνης για τα μισθώματα. Η δαπάνη αυτή δεν αποτελεί μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδοτέα, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, ωφέλεια (ΕφΠειρ 105/2016 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΙωαν 302/2004 ΕλλΔικ 2006.270). Ειδικότερα, η εκ των άρθρων 962, 1094, 1096, 1098, 1100 ΑΚ, αξίωση του κυρίου κατά του νομέως ή του κατόχου του πράγματος προς απόδοση των ωφελημάτων του, όπως από τις διατάξεις των ανωτέρω άρθρων συνάγεται, πηγάζει από το δικαίωμα της κυριότητας και προϋποθέτει την ύπαρξη διεκδικητικής αγωγής, νομή ή κατοχή του νομέα ή του κατόχου, αντιστοίχως, χωρίς σχετικό δικαίωμά τους και εξαγωγή ωφελημάτων ή μη εξαγωγή τούτων από πταίσμα του νομέα, αν και αυτό ήταν αντικειμενικώς δυνατό, κατά τους κανόνες της τακτικής διαχείρισης του πράγματος (Γεωργιάδης σε ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρα 1096-1100, αρ. 26-29 και 35-36, του ιδίου, Σύντομη Ερμηνεία ΑΚ, τόμ. ΙΙ, άρθρα 1098-1099, αρ. 3, σελ. 261). Τέλος, από τις διατάξεις των προαναφερθέντων περί απόδοσης ωφελημάτων διατάξεων του ΑΚ, σε συνδυασμό και προς τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι, για το ορισμένο της σχετικής αγωγής, πρέπει να αναφέρεται σ` αυτήν, πλην άλλων, η εξαχθείσα και αιτουμένη ωφέλεια ή η μη εξαχθείσα, αν και αυτό ήταν αντικειμενικώς δυνατό, κατά τους κανόνες της τακτικής διαχείρισης, η οποία προσδιορίζεται από τον οικονομικό σκοπό και αυτός από τη φύση του πράγματος, ενώ, δεν αποτελεί στοιχείο της εν λόγω αγωγής η αναφορά της υφισταμένης στην περιοχή του πράγματος οικονομικής κατάστασης (ΑΠ 924/2012, ΑΠ 1753/2012, ΕφΠειρ 396/2014, ΕφΘεσ 2019/2012 και ΕφΠατρ 293/2019 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, η ως άνω αγωγή, με βάση το ιστορούμενο στην παράγραφο ΙΙ της παρούσας περιεχόμενό της, αξιολογείται ως ορισμένη και ως προς το δεύτερο αίτημά της περί απόδοσης ωφελημάτων από την χρήση του επίδικου ακινήτου, αφού στην αγωγή αναφέρεται το εν λόγω ακίνητο και ότι ο εναγόμενος έκανε αποκλειστική χρήση αυτού, ενώ, επιπλέον, προσδιορίζονται τα ωφελήματα που ο τελευταίος αποκόμισε από την αποκλειστική χρήση του, τα οποία αντιστοιχούν στην μισθωτική αξία του ακινήτου, ενώ άλλα στοιχεία δεν απαιτούνται για το ορισμένο του σχετικού αγωγικού αιτήματος σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι η αγωγή αυτή ως προς το περί απόδοσης ωφελημάτων αίτημά της, είναι ορισμένη, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο, με το δεύτερο λόγο της έφεσής του, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
- V. Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων ……….. και ……………., που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η πρώτη με επιμέλεια του ενάγοντος και η δεύτερη με επιμέλεια του εναγομένου, με το σύστημα της φωνοληψίας (άρθρο 256 παρ. 3 ΚΠολΔ), οι οποίες (καταθέσεις) περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ως άνω Δικαστηρίου, από τις προσκομιζόμενες με επίκληση από τον εκκαλούντα-εναγόμενο με αριθμούς … και …../7.11.2019 ένορκες βεβαιώσεις των ……….. και . ….., αντίστοιχα, ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, οι οποίες έχουν ληφθεί κατόπιν νόμιμης, κατ’ άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ, κλήτευσης του εφεσίβλητου αντιδίκου του (όπως αυτό συνομολογείται από τον τελευταίο με τις προτάσεις στο παρόν Δικαστήριο), οι οποίες παραδεκτώς προσκομίζονται το πρώτον και λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της προκείμενης δευτεροβάθμιας δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 529 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ (ΑΠ 89/2017 και 204/2017 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1590/2010 ΝοΒ 2011.1863, ΜΕφΘεσ 28/2018 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Μ. Μαργαρίτης-Α. Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, έκδ. 2018, τόμ. Ι, άρθρο 529, αρ. 12, σελ. 860-861), ενώ δεν συντρέχει περίπτωση στρεψοδικίας ή βαριάς αμέλειας για τη μη προσκόμισή τους κατά την πρωτοβάθμια δίκη (άρθρο 529 παρ. 2 ΚΠολΔ), απορριπτόμενου ως αβασίμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του εφεσιβλήτου, από την προσκομιζόμενη με επίκληση από τον εφεσίβλητο-ενάγοντα με αριθμό …../18.1.2017 ένορκη βεβαίωση της ……….. νόμιμης και εμπρόθεσμης, κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ, κλήτευσης του αντιδίκου του (βλ. την υπ’ αριθ. ….΄/13.1.2017 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς, ……….), από τις προσκομιζόμενες με επίκληση ομοίως από τον εφεσίβλητο-ενάγοντα με αριθμούς ….. και ……/12.11.2019 ένορκες βεβαιώσεις των ……… και ……….., αντίστοιχα, ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, οι οποίες έχουν ληφθεί κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντιδίκου του (βλ. την υπ’ αριθ. …….΄/7.11.2019 έκθεση επιδόσεως του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή, ………….), οι οποίες λαμβάνονται υπόψη, έστω και αν λήφθηκαν μετά τη συζήτησης της έφεσης αλλά μέσα στην προθεσμία της προσθήκης-αντίκρουσης, αφού προσκομίζονται από αυτόν προς αντίκρουση των ενόρκων βεβαιώσεων που προσκομίσθηκαν από τον αντίδικό του το πρώτον με τις προτάσεις του στο πλαίσιο της προκείμενης δευτεροβάθμιας δίκης (άρθρα 422 παρ. 3 και 524 παρ. 1 ΚΠολΔ-βλ. Μ. Μαργαρίτης-Α. Μαργαρίτη, ό.π., άρθρο 524, αρ. 13, σελ. 837), από τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (σημειώνεται ότι η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι απλώς ενδεικτική), μεταξύ των οποίων (εγγράφων) περιλαμβάνονται και οι προσκομιζόμενες από τον εφεσίβλητο-ενάγοντα υπ’ αριθ. ….. και …../14.2.2011 ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν στο πλαίσιο προγενέστερης μεταξύ των διαδίκων δίκης και λαμβάνονται υπόψη στην προκείμενη δίκη ως δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 736/2016 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και όχι ως το ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο των ενόρκων βεβαιώσεων, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει ο εκκαλών, απορριπτόμενου, ως αβάσιμου, του σχετικού τέταρτου λόγου της έφεσής του, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το υπ’ αριθ. …/24.2.1971 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, που μεταγράφηκε νομίμως, η μητέρα των διαδίκων, ………., το γένος ….., και η …. …., απέκτησαν την κυριότητα, κατά ποσοστό εξ’ αδιαιρέτου 2/3 η πρώτη και 1/3 η δεύτερη, ενός οικοπέδου εκτάσεως 200 τμ. κείμενου στην Αμφιάλη του Δήμου Κερατσινίου Αττικής και στο κτήμα ….., στη συμβολή των οδών ……, που συνορεύει βορειοανατολικά με ιδιοκτησία ……, βορειοδυτικά με ιδιοκτησία …….., νοτιοανατολικά με την οδό …… και νοτιοδυτικά με την οδό ……. Ακολούθως, με την υπ’ αριθ. ……./12.3.1976 πράξη σύστασης αυτοτελούς ιδιοκτησίας της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, που μεταγράφηκε νομίμως, οι ανωτέρω συγκύριες του ως άνω οικοπέδου προέβησαν στη σύσταση επ’ αυτού δύο αυτοτελών, ανεξαρτήτων και διακεκριμένων καθέτων ιδιοκτησιών δυνάμει των διατάξεων του Ν.Δ. 1024/1971 «περί καθέτου ιδιοκτησίας», διεπομένων από τις διατάξεις του Ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ, με το ανήκον σε εκάστη από αυτές ποσοστό εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, με αποτέλεσμα να περιέλθει στην προαναφερόμενη …….., το τμήμα του οικοπέδου που εμφαίνεται στο συνημμένο στην ως άνω συστατική πράξη από Φεβρουαρίου 1976 σχεδιάγραμμα του μηχανικού ………….. με τα στοιχεία ΕΑΒΖΕ και με το διακριτικό στοιχείο ΙΙ και ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 667/1000, το οποίο (τμήμα οικοπέδου) συνορεύει βορειοδυτικά με την άλλη συσταθείσα κάθετη ιδιοκτησία, βορειοανατολικά με ιδιοκτησία ………, νοτιοδυτικά με την οδό ………….. και νοτιοανατολικά με την οδό …….. Επί του ανωτέρω υπό το διακριτικό στοιχείο ΙΙ τμήματος του οικοπέδου, η προαναφερόμενη .. . (μητέρα των διαδίκων), με την υπ’ αριθ. ………./12.03.1984 πράξη της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., που μεταγράφηκε νομίμως, προέβη στη σύσταση αυτοτελών και ανεξάρτητων οριζοντίων ιδιοκτησιών και συγκεκριμένα: α) ενός ισογείου διαμερίσματος, επιφανείας 70 τμ, αποτελούμενου από τρία δωμάτια, κουζίνα και χωλ, με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του όλου (αρχικού) οικοπέδου 166,75/1000 και με ΚΑΕΚ ………..1, β) του μελλοντικού ανεγερθησομένου διαμερίσματος του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου, με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του όλου (αρχικού) οικοπέδου 166,75/1000 και με ΚΑΕΚ ……… και γ) του μελλοντικού ανεγερθησομένου διαμερίσματος του δεύτερου πάνω από το ισόγειο ορόφου, με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του όλου (αρχικού) οικοπέδου 166,75/1000 και με ΚΑΕΚ ……….. Όλα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά έγιναν δεκτά με την εκκαλούμενη απόφαση, η οποία, ως προς τις παραδοχές της αυτές, δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης. Περαιτέρω, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η μητέρα των διαδίκων, . ………….., δυνάμει του υπ’ αριθ. …./12.3.1984 συμβολαίου της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου Πειραιώς, ….., που μεταγράφηκε νομίμως, μεταβίβασε στον ενάγοντα υιό της, . ………….. (ήδη εφεσίβλητο), λόγω γονικής παροχής, α) την ψιλή κυριότητα του ανωτέρω ανεγερθέντος διαμερίσματος του ισογείου ορόφου, διατηρώντας το δικαίωμα της επικαρπίας επ’ αυτού για την ίδια εφ’ όρου ζωής, και μετά το θάνατό της, ομοίως εφ’ όρου ζωής, για τον σύζυγό της . ………….. και β) την πλήρη κυριότητα του ανωτέρω μελλοντικού ανεγερθησομένου διαμερίσματος του δευτέρου ορόφου. Σημειώνεται, ότι στο ανωτέρω συμβολαιογραφικό έγγραφο αναφέρεται ότι η ως άνω παρέχουσα . ………….. παραιτείται από κάθε δικαίωμα ανάκλησης της γονικής παροχής, αναγνωρίζει ότι αυτή γίνεται από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον και από λόγους ευπρεπείας και δεν υπερβαίνει το προσήκον μέτρο, και, τέλος, ότι δεν πρέπει η παροχή αυτή να συνυπολογιστεί στην κληρονομική μερίδα του λήπτη αυτής (ήδη ενάγοντος). Επίσης, η προαναφερόμενη ………….. . δυνάμει του υπ’ αριθ. ……/1987 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ……., που μεταγράφηκε νομίμως μεταβίβασε, λόγω δωρεάς εν ζωή, προς τη θυγατέρα του εναγομένου υιού της (ήδη εκκαλούντος) και εγγονή της, . ………….., την πλήρη κυριότητα του μελλοντικώς ανεγερθησομένου διαμερίσματος του πρώτου υπέρ του ισογείου ορόφου. Ακόμη, αποδείχθηκε ότι στον πρώτο αυτό όροφο υπέρ του ισόγειου διαμερίσματος, η προαναφερόμενη ………….. . και ο σύζυγός της …….., κατασκεύασαν ένα μικρό κτίσμα από τσιμεντόλιθους και στέγη από ελενίτ, για να διαμένουν, όταν έρχονταν να επισκεφθούν τα τέκνα και εγγόνια τους από την Αλεξανδρούπολη, όπου κατοικούσαν μόνιμα, ενώ από το έτος 1993 και εφεξής αυτοί εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο εν λόγω κτίσμα του πρώτου ορόφου, μετά από προτροπή του ενάγοντος, ο οποίος μαζί με την οικογένειά του είχε εγκατασταθεί και διέμενε στο μεταβιβασθέν σ’ αυτόν, κατά ψιλή κυριότητα, διαμέρισμα του ισογείου, τη χρήση του οποίου του είχαν παραχωρήσει άτυπα οι επικαρπωτές γονείς του. Ωστόσο, κατά το προσεχές χρονικό διάστημα διαταράχθηκαν σοβαρά οι μέχρι τότε ομαλές σχέσεις μεταξύ του ενάγοντος και των γονέων του. Κατόπιν τούτου, η μητέρα του ενάγοντος, . ………….., επέδωσε σ’ αυτόν την από 23.10.1996 «εξώδικη πρόσκληση-δήλωσή» της, με την οποία, αφού διαμαρτυρόταν σ’ αυτόν για την (όπως κατά λέξη αναγράφεται στο εξώδικο) «συχνά υβριστική, ανάρμοστη και παντελώς απαράδεκτη συμπεριφορά» αυτού και της οικογενείας του, τον καλούσε μέχρι το τέλος Νοεμβρίου του ίδιου έτους (1996) να της αποδώσει το επίδικο διαμέρισμα του ισογείου ελεύθερο για χρήση, αφού η ίδια και ο σύζυγός της διατηρούσαν την επικαρπία αυτού κατά τα προεκτεθέντα. Ο ενάγων δεν ανταποκρίθηκε στην ως άνω εξώδικη πρόσκληση της μητέρας του . ………….. και, για το λόγο αυτό, η τελευταία κατέθεσε εναντίον του την από 2.12.1996 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς. Επί της αίτησης αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 14/1997 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία, κατόπιν και της δήλωσης του ήδη ενάγοντος ότι θα αποχωρούσε εκούσια .από το διαμέρισμα μέχρι την 31.3.1997, έγινε δεκτή η αίτηση και αυτή αναγνωρίσθηκε προσωρινά νομέας του επίδικου διαμερίσματος του ισογείου, ενώ υποχρεώθηκε ο ήδη ενάγων να της αποδώσει τη χρήση του μέχρι την 31.3.1997, όπως και πράγματι έγινε. Σημειώνεται, πάντως, ότι την 2.2.1997 έλαβε χώρα και νέο επεισόδιο μεταξύ του ενάγοντος και των γονέων του με αφορμή την προσπάθεια αυτού να αφαιρέσει την κεραία της τηλεόρασης από τη ταράτσα της εν λόγω οικίας. Στη συνέχεια και αφού την 21.8.1999 απεβίωσε ο πατέρας των διαδίκων ……………, η ………….. (ηλικία τότε 83 ετών ως γεννηθείσα το έτος 1916), την 21.10.1999, προσήλθε στο γραφείο της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………….. και συνέταξε την υπ’ αριθ. …………/21.10.1999 δημόσια διαθήκη της, με την οποία εγκατέστησε κληρονόμο σε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία της, τον υιό της, . ………….. (ήδη εναγόμενο-εκκαλούντα) σε ένδειξη της ιδιαίτερης αγάπης και αφοσίωσης που της έδειχνε και γιατί τίμησε τον πατέρα του στο θάνατό του, προσθέτοντας ότι ανακαλεί την προηγούμενη παροχή που έκανε στον άλλο υιό της . ………….. (ήδη ενάγοντα-εφεσίβλητο), γιατί, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, ο τελευταίος «μας πέταξε και εμένα και τον πατέρα του, δεν ήρθε στην κηδεία του, απαρνήθηκε την σχέση που είχε με τον πατέρα του, μας έβρισε και μας κτύπησε και τους δύο και έδειξε βαριά αχαριστία και αγνωμοσύνη στο πρόσωπό μου και απ’ τη στενοχώρια μου έπαθα τρία εγκεφαλικά». Ακολούθως, η μητέρα των διαδίκων . ………….., αφού ήδη είχε εγκατασταθεί στο ισόγειο διαμέρισμά της, μετά την αποβολή του ενάγοντος απ’ αυτό, ζήτησε από τον εναγόμενο να προσέλθει με την οικογένειά του και να εγκατασταθεί στο ίδιο διαμέρισμα μαζί της, αφού είχε την ανάγκη των φροντίδων τους, όπως και πράγματι έγινε. Σε αναγνώριση δε των φροντίδων και των υπηρεσιών που ο εναγόμενος πρόσφερε στη μητέρα του . ………….., η τελευταία, με το από 24.10.2008 έγγραφο «ιδιωτικό συμφωνητικό χρησιδανείου», παραχώρησε σ’ αυτόν άνευ ανταλλάγματος τη χρήση του επίδικου ισόγειου διαμερίσματος, για να το χρησιμοποιήσει με την οικογένειά του ως κατοικία για χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών, ήτοι από 1.11.2008 μέχρι 1.11.2013. Περαιτέρω, την 15.11.2008 απεβίωσε η μητέρα των διαδίκων, . ………….. και ο ενάγων, ήδη ψιλός κύριος του επίδικου ισογείου διαμερίσματος, επικαλούμενος την επιγενόμενη απόκτηση του δικαιώματος της πλήρους κυριότητας επί του εν λόγω διαμερίσματος, λόγω του θανάτου της επικαρπώτριας μητέρας του, ζήτησε από τον εναγόμενο να του αποδώσει τη χρήση του διαμερίσματος αυτού. Ο εναγόμενος αντέταξε το δικαίωμά του που απέρρεε από τη εν λόγω σύμβαση χρησιδανείου, η οποία έληγε την 1.11.2013 και, συνεπώς, τότε ήταν ακόμη σε ισχύ. Μάλιστα αυτός άσκησε κατά του ήδη ενάγοντος την από 8.4.2008 αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ζήτησε να αναγνωριστεί η ύπαρξη του κύρους της ως άνω σύμβασης χρησιδανείου, επί της οποίας (αγωγής) εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 4021/2012 (ήδη τελεσίδικη) απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή αυτή. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το έτος 2013, ενώ μέχρι τότε ο εναγόμενος εξακολουθούσε να παραμένει με την οικογένειά του στο επίδικο διαμέρισμα, ο ενάγων με την από 24.10.2013 εξώδικη δήλωσή του προς τον εναγόμενο, η οποία επιδόθηκε σ’ αυτόν στις 29.10.2013, ζήτησε από τον τελευταίο να του ορίσει εγγράφως, εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών, την ακριβή ώρα, κατά την οποία την 2.11.2013, δηλαδή μετά τη λήξη της ως άνω σύμβασης χρησιδανείου, θα του παρέδιδε το επίδικο διαμέρισμα του ισογείου ελεύθερο για χρήση. Ο εναγόμενος, όμως, δεν ανταποκρίθηκε στην ανωτέρω πρόσκληση του ενάγοντος, συνεχίζοντας να παραμένει στο διαμέρισμα αυτό μαζί με την οικογένειά του και μετά το χρόνο λήξης του χρησιδανείου, αρνούμενος να το αποδώσει στον ενάγοντα, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του τελευταίου. Ο εναγόμενος με τις προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο πρόβαλε τον ισχυρισμό, τον οποίο επαναφέρει με σχετικό λόγο της έφεσής του, ότι ο ενάγων δεν είναι κύριος του επίδικου ισογείου διαμερίσματος, γιατί η γενόμενη προς αυτόν, με το προαναφερόμενο υπ’ αριθ. ………/1984 συμβόλαιο, γονική παροχή της . ………….., στην πραγματικότητα υπέκρυπτε δωρεά υπό τρόπο για παροχή φροντίδας και περίθαλψης στην ως άνω δωρήτρια, μητέρα των διαδίκων, και στον σύζυγό της από τον δωρεοδόχο ενάγοντα, ενώ, στη συνέχεια, η δωρήτρια με την ανωτέρω υπ’ αριθ. ……../1999 δημόσια διαθήκη της, η οποία, μετά το θάνατό της, δημοσιεύτηκε με τα υπ’ αριθ. ………/27.2.2009 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ανακάλεσε την ως άνω γενόμενη δωρεά της προς τον ενάγοντα, λόγω της εκ μέρους του υπαίτιας παραβίασης του όρου (τρόπου) της δωρεάς για φροντίδα και περιποίηση αυτής και του συζύγου της και λόγω επίδειξης προς το πρόσωπό τους έλλειψης συναισθήματος ευγνωμοσύνης και αχαριστίας, ενώ, επιπλέον, η ίδια (………….. .) εγκατέστησε αυτόν (εναγόμενο) μοναδικό κληρονόμο σε ολόκληρη την καταληφθείσα κινητή και ακίνητη κληρονομιαία περιουσία της, μεταξύ της οποίας και στο επίδικο ισόγειο διαμέρισμα. Ως προς τον ισχυρισμό αυτόν του εναγομένου, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις των άρθρων 138, 503, 505 και 507 ΑΚ, πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Κατ’ αρχήν ο ανωτέρω ισχυρισμός του εναγομένου είναι αόριστος, γιατί ο εναγόμενος δεν επικαλείται ότι η επίδικη γονική παροχή υπερβαίνει το μέτρο που επέβαλλαν οι κατά το χρόνο της σύστασής της περιστάσεις, αλλά ούτε και προσδιορίζει τις συγκεκριμένες αυτές περιστάσεις, από τη συνεκτίμηση των οποίων θα κριθεί εάν πράγματι, στην προκείμενη περίπτωση, η εν λόγω γονική παροχή υπερβαίνει το μέτρο που επέβαλλαν οι περιστάσεις αυτές, έτσι ώστε να υπόκειται σε ανάκληση, όπως την οικονομική και την κοινωνική κατάσταση της δωρήτριας κατά τη σύσταση της παροχής, τον αριθμό των τέκνων της και τις ανάγκες του καθενός από αυτά, την ηλικία τους και τις συνθήκες διαβίωσής τους, την οικονομική κατάσταση των άλλων (πλην του ενάγοντος) τέκνων κλπ (βλ. ΑΠ 1578/2011 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, ο ανωτέρω ισχυρισμός είναι μη νόμιμος, γιατί η δήλωση ανάκλησης της δωρεάς δεν μπορεί να περιέχεται σε διαθήκη του δωρητή (όπως συνέβη στην προκείμενη περίπτωση), αφού, όπως συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 169 ΑΚ, ενόψει της δήλωσης ως απευθυντέας (ΑΚ 509-βλ. ΑΠ 500/2019 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1548/2011 ό.π.), πρέπει ο δωρητής να ενεργήσει ό,τι είναι απαραίτητο για την περιέλευση της δήλωσής του στον δωρεοδόχο, γεγονός που δεν συμβαίνει λόγω του θανάτου του (βλ. Β. Βαθρακοκοίλης, Ερμ-Νομ. ΑΚ, τόμ. Γ΄, άρθρο 509, αρ. 1, σελ. 72), ενώ, σε κάθε περίπτωση, ουδόλως αναφέρει ο εναγόμενος ότι η ανάκληση αυτή της δωρεάς, που έγινε από την δωρήτρια με την διαθήκη της, κοινοποιήθηκε στον δωρεοδόχο υιό της (ήδη ενάγοντα) ή ότι του έγινε γνωστή με οιονδήποτε τρόπο. Τέλος, και αν ακόμη ήθελε θεωρηθεί ότι ο ανωτέρω ισχυρισμός του εναγομένου είναι ορισμένος και νόμιμος, πρέπει να αναφερθεί ότι αυτός είναι ουσιαστικά αβάσιμος για τους εξής λόγους: Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι κατά τον χρόνο σύστασης της ανωτέρω γονικής παροχής (1984), η μητέρα των διαδίκων, . ………….., ήταν ηλικίας 68 ετών, ο δε σύζυγος αυτής ………….. ηλικίας 59 ετών και διέθεταν από κοινού τρία τέκνα και συγκεκριμένα την (μη διάδικο) . ………….., τον ενάγοντα και τον εναγόμενο. Οι ίδιοι αρχικά εργάζονταν, η μεν . ………….. ως ξενοδοχοϋπάλληλος, ο δε . …………… ως ναυτικός δύτης, αλλά και ως χειριστής σκαπτικών μηχανημάτων, ενώ αργότερα αυτοί συνταξιοδοτήθηκαν η μεν . ………….. από το Ι.Κ.Α., ο δε ……. . από το Ν.Α.Τ. Επίσης, αποδείχθηκε ότι οι γονείς των διαδίκων προέβησαν στις ακόλουθες παροχές προς τα τέκνα τους, ήτοι: α) στην . ………….., η οποία ήταν παντρεμένη, παρείχαν ένα οικόπεδο δίπλα στο επίδικο, μετά της εντός αυτού ανεγερθησομένης οικίας, αποτελούμενης από δύο δωμάτια και λοιπούς βοηθητικούς χώρους, προκειμένου αυτή να κατοικεί εκεί με τον σύζυγό της, β) στον εναγόμενο, ο οποίος ήταν παντρεμένος με δεύτερο γάμο και πατέρας δύο τέκνων από τον πρώτο του γάμο, παρείχαν διαρκή οικονομική ενίσχυση, τόσο με την επανειλημμένη χορήγηση σ’ αυτόν μετρητών χρημάτων, όσο και με την εγκατάστασή του ως συνδικαιούχου σε κοινό λογαριασμό, ενώ παράλληλα ανέλαβαν τη φροντίδα και διατροφή της θυγατέρας του ………….., στην οποία παρείχαν το προαναφερόμενο μελλοντικώς ανεγερθησόμενο διαμέρισμα του πρώτου πάνω από το επίδικο ορόφου, αλλά και μετρητά χρήματα από την πώληση επαγγελματικής βάρκας και φορτηγού αυτοκινήτου, ιδιοκτησίας του . ………….. και γ) στον ενάγοντα, ο οποίος ήταν παντρεμένος, παρείχαν την ψιλή κυριότητα του επιδίκου διαμερίσματος του ισογείου ορόφου, προκειμένου αυτός να διαμένει εκεί με την οικογένειά του, αλλά και την πλήρη κυριότητα του μελλοντικώς ανεγερθησομένου διαμερίσματος του δευτέρου πάνω από το επίδικο ορόφου. Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, κρίνεται ότι η μεταβίβαση στον ενάγοντα του επίδικου διαμερίσματος αποτελεί γονική παροχή, η οποία δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο που επιβάλουν οι περιστάσεις. Και τούτο γιατί δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, κατά τον χρόνο σύστασης της εν λόγω γονικής παροχής, είχε αποκτήσει δική του επαγγελματική και οικονομική αυτοτέλεια, διαθέτοντας δική του στέγη και ευρισκόμενος σε καλή οικονομική κατάσταση. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι, κατά τον ως άνω χρόνο, αυτός είχε αποκτήσει δική του οικογένεια, αλλά δεν διέθετε δική του κατοικία, ενώ τα εισοδήματά του ήταν χαμηλά, γεγονός που παρακίνησε και την προαναφερόμενη μητέρα του,………….. να προβεί στην επίδικη γονική παροχή, όπως, άλλωστε, και η ίδια παραδέχεται, τόσο στην ανωτέρω από 23.10.1996 εξώδικη δήλωσή της προς τον ενάγοντα, όσο και στην προαναφερόμενη υπ’ αριθ. ……../1999 δημόσια διαθήκη της. Επίσης, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, με την εν λόγω γονική παροχή, έλαβε περισσότερο από όσο δικαιούταν από την οικογενειακή περιουσία. Αντιθέτως, όπως προαναφέρθηκε, κατά το χρόνο της ανωτέρω παροχής, οι γονείς των διαδίκων είχαν παράσχει και στα υπόλοιπα τέκνα τους αξιόλογα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία δεν αποδείχθηκε ότι υπολείπονταν σε αξία του επίδικου διαμερίσματος. Τέλος, µε την ανωτέρω παροχή, η παρέχουσα………….. και ο σύζυγός της ………. δεν έμειναν χωρίς εξασφάλιση, αφού διατήρησαν για τον εαυτό τους την εφ’ όρου ζωής επικαρπία του εν λόγω διαμερίσματος, ώστε να μπορούν να διεκδικήσουν την χρήση αυτού από τον ενάγοντα, όπως και πράγματι έπραξαν το έτος 1997, όταν τον απέβαλλαν από το εν λόγω διαμέρισμα και εγκαταστάθηκαν οι ίδιοι σ’ αυτό. Κατόπιν αυτών, η ανωτέρω μεταβίβαση του ισογείου διαμερίσματος από την μητέρα των διαδίκων,………….., προς τον ενάγοντα, υιό της, δεν δύναται να ανακληθεί, γιατί αποτελεί γονική παροχή και όχι δωρεά και, κατά συνέπεια, δεν είναι δεκτική ανάκλησης. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι επί σχετικής αγωγής (από 24.10.2017 και µε αριθ. έκθ. κατάθ. ……../2017) του ήδη εναγομένου κατά του ήδη ενάγοντος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, µε την οποία ζήτησε να αναγνωριστεί ότι η γονική παροχή προς τον ήδη ενάγοντα που έγινε με το υπ’ αριθ. ………/1984 συμβόλαιο είναι άκυρη λόγω εικονικότητας και ότι συνιστά δωρεά υπό τρόπο, η οποία ανακλήθηκε µε την υπ’ αριθ. …………../1999 δημόσια διαθήκη της δωρήτριας………….., έχει ήδη εκδοθεί η υπ’ αριθ. 4440/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία αυτή (αγωγή) απορρίφθηκε, ενώ ο εναγόμενος ουδόλως επικαλείται ότι έχει ασκήσει έφεση κατά της απόφασης αυτής. Κατόπιν αυτών, αφού αποδείχθηκε ότι ο ενάγων είναι κύριος του επιδίκου ισογείου διαμερίσματος δυνάμει της ανωτέρω έγκυρης σύμβασης γονικής παροχής, ο εναγόμενος, ο οποίος μετά την λήξη της σύμβασης χρησιδανείου, αντιποιήθηκε τη νομή του ενάγοντος στο διαμέρισμα αυτό, οφείλει να του το αποδώσει. Επίσης, αυτός (εναγόμενος), αφού εξακολούθησε να κατακρατεί το επίδικο διαμέρισμα κακόπιστα και χωρίς τη θέληση του ενάγοντος για το χρονικό διάστημα από την 1.11.2013 (λήξη της σύμβασης χρησιδανείου) έως την 3.6.2015 (χρόνος άσκησης της ένδικης αγωγής), αποκόμισε ωφέλεια από την εξοικονόμηση της σχετικής δαπάνης, στην οποία θα υποβαλλόταν από την μίσθωση άλλου παρόμοιου με το επίδικο διαμερίσματος και, επομένως, την ωφέλεια αυτή ο εναγόμενος υποχρεούται να αποδώσει στον ενάγοντα. Λαμβανομένης δε υπόψη της μισθωτικής αξίας του εν λόγω διαμερίσματος κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα της παράνομης κατακράτησής του από τον εναγόμενο, η οποία (αξία) ανέρχεται στο ποσό των 300 ευρώ μηνιαίως, η ωφέλεια την οποία αποκόμισε ο εναγόμενος από την αποκλειστική χρήση του διαμερίσματος αυτού και την οποία υποχρεούται να αποδώσει στον ενάγοντα, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 6.000 ευρώ (300 ευρώ μηνιαίως Χ 20 μήνες), όπως αυτό έγινε δεκτό με την εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δεν προσβάλλεται κατά τούτο με λόγο έφεσης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με τις ίδιες ως άνω αιτιολογίες, απέρριψε τον ανωτέρω ισχυρισμό του εναγομένου (περί μεταβίβασης του ισόγειου διαμερίσματος στον ενάγοντα όχι με γονική παροχή αλλά με δωρεά υπό τρόπο, η οποία ανακλήθηκε από την δωρήτρια μητέρα τους με την διαθήκη της, με αποτέλεσμα να μην είναι αυτός κύριος του εν λόγω διαμερίσματος) και δέχθηκε την αγωγή του ενάγοντος, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο, με τον σχετικό (πέμπτο) λόγο της έφεσής του, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
VΙ. Λόγοι έφεσης, κατά την έννοια του άρθρου 520 ΚΠολΔ, που απαιτεί, με ποινή ακυρότητας την ύπαρξη αυτών στο δικόγραφο της έφεσης, μπορεί να αποτελέσουν παράπονα κατά της εκκαλούμενης απόφασης, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος, είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστή. Τα τελευταία μπορεί να είναι παραβιάσεις δικονομικών κανόνων, εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικού νόμου, εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ή εγκατάλειψη αίτησης αδίκαστης (βλ. Μ. Μαργαρίτης-Α. Μαργαρίτη, ό.π, τόμ. Ι, άρθρο 520, αρ. 17-21, σελ. 811). Δεν θεμελιώνει, όμως, λόγο έφεσης η απόρριψη του αιτήματος αναβολής της δίκης, σύμφωνα με το άρθρο 249 ΚΠολΔ, αφού το δικαστήριο, έχοντας, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, διακριτική ευχέρεια να δεχθεί ή να απορρίψει αυτό (αίτημα αναβολής), δεν υποπίπτει στο σφάλμα της παράλειψης να αποφανθεί, ούτε πρόκειται για σφάλμα του διαδίκου που μπορεί να επανορθωθεί, πολύ δε περισσότερο αφού το διατακτικό της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δεν θεμελιώνεται στην παραδοχή ή απόρριψη του εν λόγω αιτήματος (ΑΠ 194/2017, ΕφΑθ 9117/1989, ΕφΘεσ 907/1993, ΜΕφΠατρ 144/2018, ΕφΛαρ 292/2015 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της έφεσής του, ο εκκαλών-εναγόμενος πλήττει την εκκαλούμενη απόφαση, επικαλούμενος ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έχει σφάλει, γιατί απέρριψε το αίτημά του για αναστολή της δίκης, κατ` άρθρο 249 ΚΠολΔ, μέχρι να αποφανθεί το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς επί της με αριθμό κατάθεσης ……./2010 αγωγής του που αυτός έχει ασκήσει κατά του αντιδίκου του (ήδη εφεσίβλητου-ενάγοντος), με την οποία ζήτησε να αναγνωριστεί ότι το υπ’ αριθ. …../1984 συμβόλαιο γονικής παροχής του επίδικου ακινήτου από την μητέρα του προς τον αντίδικό αδελφό του συνιστά δωρεά υπό τρόπο και να αναγνωριστεί η ανάκληση της ως άνω δωρεάς με την ……../21.10.1999 διαθήκη της μητέρας του, αφού η συζήτηση της αγωγής αυτής ματαιώθηκε δύο φορές κατά τις δικασίμους της 25.1.2012 και της 21.1.2015 και ήδη, με την από 11.1.2017 κλήση του, έχει επαναφερθεί προς συζήτηση και εκκρεμεί προς εκδίκαση ενώπιον του ως άνω δικαστηρίου. Ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει, να απορριφθεί ως απαράδεκτος, αφού η απόρριψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο του αιτήματος αναβολής της δίκης κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ δεν θεμελιώνει λόγο έφεσης, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, όπως ορθά έκρινε και η εκκαλουμένη. Και τούτο γιατί μία τέτοια αναβολή δεν θα εξυπηρετούσε την οικονομία της δίκης, αλλά θα οδηγούσε σε παρέλκυση και επιβράδυνση αυτής, αφού η εκδίκαση της ως άνω αγωγή του ήδη εκκαλούντος-εναγομένου ματαιώθηκε δύο φορές, διαδοχικά, κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2012-2015, γεγονός που καταδεικνύει την έλλειψη ενδιαφέροντος αυτού για συζήτησή της. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι τελικά ο εναγόμενος (ήδη εκκαλών) παραιτήθηκε από το δικόγραφο της ως άνω αγωγής του (με αριθ. κατάθ. ……/2010), με συνέπεια να κηρυχθεί καταργημένη η επ’ αυτής δίκη (βλ. την προσκομιζόμενη με επίκληση από τον εκκαλούντα-ενάγοντα σχετική έγγραφη πορεία της υπόθεσης), ενώ ο ίδιος (εναγόμενος) άσκησε νέα αγωγή με παρόμοιο περιεχόμενο κατά του ήδη ενάγοντος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επί της οποία εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 4440/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε αυτήν (αγωγή) κατά τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο.
VΙΙ. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Επίσης, λόγω της ήττας του εκκαλούντος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε απ’ αυτόν με το με αριθμό κωδικού . ………/2018 ηλεκτρονικό παράβολο του Δημοσίου σε συνδυασμό με την από 29.3.2018 βεβαίωση πληρωμής παραβόλου της Εθνικής Τράπεζας (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. προτελευταίο ΚΠολΔ, όπως ήδη ισχύει). Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο εκκαλών, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, κατόπιν του σχετικού αιτήματός του, και για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 28.3.2018 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …../2018) έφεση του . ………….. κατά της υπ’ αριθ. 767/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Καταδικάζει τον ως άνω εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 13 Απριλίου 2020 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ