ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση από 14.5.2018 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………/16.5.2018) έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος κατά της υπ’ αριθ. 896/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (για ζημιές από αυτοκίνητο) διαφορών (άρθρο 614 ΚΠολΔ) και απέρριψε την από 18.5.2016 αγωγή του, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε, με επιμέλεια των εναγομένων, στον ενάγοντα την 17.4.2018 (όπως αυτό συνομολογείται από τον τελευταίο με το δικόγραφο της έφεσής του), ενώ το εφετήριο κατατέθηκε την 16.5.2018, δηλαδή εντός της απαιτούμενης κατά νόμο προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Η ως άνω έφεση παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011), ενώ, όπως προκύπτει από την σχετική από 16.5.2018 βεβαίωση της Γραμματέως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα το νόμιμο παράβολο των 100 ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ (όπως η διάταξη αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 35 παρ. 2 Ν. 4446/2016). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του μοναδικού λόγου της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σημειώνεται, επίσης, ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι νέες διατάξεις του Ν. 4335/2015 κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 και εφεξής, όπως συμβαίνει, στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη έφεση.
ΙΙ. Με την από 18.5.2016 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………../18.5.2016) αγωγή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) ο ενάγων ……… (ήδη εκκαλών) ισχυρίσθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος ……… (ήδη πρώτος εφεσίβλητος) οδηγώντας το υπ’ αριθ. κυκλοφορίας …… ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη του στη δεύτερη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «………….» (ήδη δεύτερη εφεσίβλητη), προκάλεσε από υπαιτιότητά του (αμέλεια), κατά το τροχαίο ατύχημα που έλαβε χώρα την 21.3.2014 στον Ασπρόπυργο υπό τις ιστορούμενες στην αγωγή συνθήκες, τον τραυματισμό αυτού (ενάγοντος), που οδηγούσε το αναφερόμενο ποδήλατο, ιδιοκτησίας του, καθώς και τις αναφερόμενες υλικές ζημίες του τελευταίου. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων, αφού παραδεκτώς, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του καταχωρηθείσα στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έτρεψε εν μέρει το αγωγικό καταψηφιστικό αίτημά του σε αναγνωριστικό (άρθρα 223, 295 παρ. 1 εδ. β΄ και 297 ΚΠολΔ), ζήτησε: 1) να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος (ο πρώτος ως οδηγός του ζημιογόνου οχήματος και ως υπαίτιος του ατυχήματος, ενώ η δεύτερη ως ασφαλίζουσα το εν λόγω όχημα), να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 579.465,14 ευρώ ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από το ατύχημα και ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της εξ αυτού ηθικής βλάβης του (επιφυλαχθείς για ποσό 44 ευρώ που πρόκειται να αξιώσει για την ως άνω αιτία στο αρμόδιο ποινικό Δικαστήριο), καθώς και ως ειδική αποζημίωση, κατ’ άρθρο 931 ΑΚ, λόγω της προξενηθείσης σ’ αυτόν αναπηρίας και 2) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, να του καταβάλουν το ποσό των 50.000 ευρώ ως μέρος της κατ’ άρθρο 931 ΑΚ ειδικής αποζημίωσης, και τα ποσά αυτά με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής. Επικουρικώς, ο ενάγων, όπως παραδεκτώς περιόρισε εν μέρει το αγωγικό αίτημά του σε αναγνωριστικό, ζήτησε: 1) να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, να του καταβάλουν α) το συνολικό ποσό των 574.665,14 ευρώ ως αποζημίωση, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και ως ειδική αποζημίωση, κατ’ άρθρο 931 ΑΚ, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής, β) το ποσό των 3.820 ευρώ (ως αποζημίωση) σε δόσεις και συγκεκριμένα ποσό 636,67 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 21.5.2016 έως και 30.11.2016 καταβλητέο το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής εκάστης δόσης και γ) το ποσό των 980 ευρώ (ως αποζημίωση) σε δόσεις και συγκεκριμένα ποσό 163,34 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 21.5.2016 έως και 30.11.2016 καταβλητέο το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής εκάστης δόσης καθώς και 2) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, να του καταβάλουν το ποσό των 50.000 ευρώ ως μέρος της κατ’ άρθρο 931 ΑΚ ειδικής αποζημίωσης, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, με την οποία, αφού αποφάνθηκε ότι η ως άνω αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη (πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης κατά του εναγομένου, που απορρίφθηκε, ως μη νόμιμο, κατά το μέρος της αγωγής που περιορίσθηκε σε αναγνωριστικό), απορρίφθηκε αυτή (αγωγή), ως ουσιαστικά αβάσιμη, γιατί κρίθηκε ότι αποκλειστικός υπαίτιος της πρόκλησης του ένδικου ατυχήματος είναι ο ενάγων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο τελευταίος με την υπό κρίση έφεσή του (όπως παραδεκτώς αυτή διορθώθηκε με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του καταχωρηθείσα στα πρακτικά συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου) για τον διαλαμβανόμενο σ’ αυτήν μοναδικό λόγο, που ανάγεται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή του.
ΙΙΙ. Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος …………., που εξετάσθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία (κατάθεση) περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ως άνω Δικαστηρίου, από την χωρίς όρκο εξέταση του πρώτου εναγομένου στο ακροατήριο ομοίως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία (εξέταση) περιέχεται στα ίδια ως άνω πρακτικά συνεδρίασης, από τις προσκομιζόμενες με επίκληση από τον εκκαλούντα-ενάγοντα με αριθμούς … και …../19.10.2016 ένορκες βεβαιώσεις των ……. και …. …, αντίστοιχα, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, …, οι οποίες έχουν ληφθεί κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης, κατ’ άρθρα 421 και 422 (σε συνδ. με 591 παρ. 1) του ΚΠολΔ, κλήτευσης των αντιδίκων του (βλ. τις υπ’ αριθ. … και ..΄/14.10.2016 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, …….), από τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (σημειώνεται ότι η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι απλώς ενδεικτική), μεταξύ των οποίων (εγγράφων) περιλαμβάνονται α) η προσκομιζόμενη με επίκληση από τον εκκαλούντα-ενάγοντα από 4.1.2016 «τεχνική έκθεση πραγματογνωμοσύνης» του …………., μηχανολόγου μηχανικού, β) η προσκομιζόμενη με επίκληση από τους εφεσίβλητους-εναγόμενους από Οκτωβρίου 2016 «τεχνική έκθεση πραγματογνωμοσύνης συνθηκών τροχαίου ατυχήματος» των …… και ………., μηχανολόγου μηχανικού, και μηχανολόγου ηλεκτρολόγου μηχανικού, αντίστοιχα, της εταιρίας εκτιμητών ζημιών …….., η οποία (έκθεση) λαμβάνεται υπόψη, αφού παραδεκτώς προσκομίζεται από τους εφεσίβλητους παρά τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό του εκκαλούντος και γ) τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα της σχηματισθείσης σχετικής ποινικής δικογραφίας, τα οποία εκτιμώνται ελευθέρως στην προκειμένη δίκη ως δικαστικά τεκμήρια (βλ. ΑΠ 1286/2003, ΑΠ 283/2003 και ΕφΑθ 303/2019 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και από την επισκόπηση των προσκομιζόμενων φωτογραφιών, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ. 1γ΄, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 21.3.2014 και περί ώρα 14.00, στον Ασπρόπυργο Αττικής, ο πρώτος εναγόμενος, ………. (ηλικίας τότε 47 ετών ως γεννηθείς το έτος 1967), οδηγούσε το με αριθμό κυκλοφορίας ….. ΙΧΕ αυτοκίνητο, μάρκας FORD FIESTA, ιδιοκτησίας του, που ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη του στη δεύτερη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία με την (τότε) επωνυμία «………», η οποία ήδη (μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης) έχει τροποποιηθεί σε «………….» (βλ. την υπ’ αριθ. πρωτ. …./21.3.2018 ανακοίνωση της Διεύθυνσης Εταιριών του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης περί καταχώρησης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο της απόφασης για έκκριση της τροποποίησης του καταστατικού της ως άνω ασφαλιστικής εταιρίας). Ειδικότερα, ο πρώτος εναγόμενος κινείτο στην μεσαία λωρίδα κυκλοφορίας της λεωφόρου ΝΑΤΟ με κατεύθυνση από Ελευσίνα προς Άνω Λιόσια και βρισκόταν 50 μέτρα περίπου πριν την διασταύρωση της λεωφόρου με την κάθετη οδό Γενοκτονίας. Η λεωφόρος ΝΑΤΟ είναι διπλής κατεύθυνσης με διαχωριστική νησίδα ασφαλείας των δύο αντίθετων ρευμάτων κυκλοφορίας. Το ρεύμα κυκλοφορίας προς Άνω Λιόσια διαθέτει δύο λωρίδες κυκλοφορίας, συνολικού πλάτους 7 μέτρων (ήτοι πλάτους 3,5 μέτρων εκάστη λωρίδα), ενώ 70 μέτρα περίπου πριν τη διασταύρωση της ως άνω λεωφόρου με την οδό Γενοκτονίας προστίθεται από αριστερά και τρίτη λωρίδα κυκλοφορίας πλάτους 2 μέτρων, η οποία εξυπηρετεί μόνο τα οχήματα που θέλουν να στρίψουν αριστερά στην οδό Γενοκτονίας και, τέλος, όλες οι λωρίδες κυκλοφορίας διαχωρίζονται με διακεκομμένη γραμμή. Οι συνθήκες κυκλοφορίας που επικρατούσαν, κατά τον ως άνω χρόνο, ήταν ημέρας, η οδός ήταν ευθεία και η κατάστασή της ήταν ξηρά, υπήρχε καλοκαιρία ως προς τις καιρικές συνθήκες, η κυκλοφορία των οχημάτων ήταν αραιή, η ορατότητα στο προαναφερόμενο σημείο ήταν καλή και, τέλος, το όριο ταχύτητας ήταν 50 χιλιόμετρα ανά ώρα, σύμφωνα με την πινακίδα Ρ-32 (βλ. την από 21.3.2014 έκθεση αυτοψίας του Τμήματος Τροχαίας Ελευσίνας). Κατά τον ίδιο χρόνο ως άνω χρόνο ο ενάγων, …….. (ηλικίας τότε 64 ετών ως γεννηθείς το έτος 1950), οδηγώντας ένα δίκυκλο ποδήλατο, μάρκας LEADER, κινείτο (ομόρροπα με το όχημα του εναγομένου) στην ίδια λεωφόρο, προπορευόμενος αλλά στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας αυτής και συγκεκριμένα στο αριστερό τμήμα της. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, όταν ο ενάγων, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, κινείτο στη αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας της ως άνω λεωφόρου, έφθασε στο ύψος των 40 μέτρων περίπου πριν τη διασταύρωση της λεωφόρου αυτής με την οδό Γενοκτονίας, στην οποία είχε σκοπό να στρίψει αριστερά, και ενώ το ΙΧΕ αυτοκίνητο του πρώτου εναγομένου, κινούμενο με κανονική ταχύτητα περί τα 45 χιλιόμετρα ανά ώρα (δηλαδή κάτω της επιτρεπόμενης των 50 χιλιομέτρων ανά ώρα) στη μεσαία λωρίδα, τον είχε πλησιάσει και βρισκόταν περίπου 4 μέτρα πριν τον προσπεράσει, αυτός (ενάγων), εντελώς αιφνίδια, προέβη σε απότομο ελιγμό προς τα αριστερά και εισήλθε διαγωνίως στη μεσαία λωρίδα κυκλοφορίας, με απώτερο σκοπό να κατευθυνθεί προς την αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας και να στρίψει αριστερά στη διασταύρωση της λεωφόρου με την οδό Γενοκτονίας, πλην όμως ενήργησε τον ελιγμό αυτό προς τα αριστερά αιφνιδίως, και χωρίς προηγουμένως να ελέγξει επαρκώς και χωρίς να βεβαιωθεί ότι μπορούσε να το πράξει με ασφάλεια, χωρίς να εμποδίσει την κυκλοφορία και χωρίς να προκαλέσει κίνδυνο για τους χρήστες της οδού. Συγκεκριμένα, αυτός αιφνιδίως εισήλθε διαγωνίως στην μεσαία λωρίδα κυκλοφορίας, με αποτέλεσμα να παρεμβληθεί στην κανονική πορεία του οχήματος του εναγομένου, ο οποίος, στην προσπάθειά του να αποφύγει τη σύγκρουση, τροχοπέδησε άμεσα το όχημά του, πλην όμως χωρίς αποτέλεσμα, λόγω της ελάχιστης απόστασης που τον χώριζε από το ποδήλατο. Έτσι, ο εναγόμενος δεν μπόρεσε να αποφύγει την σύγκρουση που έγινε στο μέσον (και προς τα δεξιά) της μεσαίας λωρίδας κυκλοφορίας, και συγκεκριμένα το εμπρόσθιο τμήμα του οχήματός του (συγκεκριμένα το δεξιό κάτω μέρος του εμπρόσθιου προφυλακτήρα στο ύψος της πινακίδας) χτύπησε το ελαστικό του οπίσθιου τροχού του ποδηλάτου του ενάγοντος, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να τραυματισθεί, αφού προσέκρουσε στο εμπρόσθιο καπό του αυτοκινήτου, χτυπώντας με το κεφάλι του στον ανεμοθώρακα, και, στη συνέχεια, επέπεσε στο οδόστρωμα. Με βάση τα ανωτέρω περιστατικά ο τραυματισμός του ενάγοντος οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του ιδίου και συγκεκριμένα σε αμέλειά του, γιατί δεν κατέβαλε την απαιτούμενη προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός άνθρωπος όφειλε και μπορούσε να καταβάλει, υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και έτσι να αποφύγει το ως άνω αποτέλεσμα, το οποίο βρίσκεται σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την προαναφερόμενη συμπεριφορά του. Τα ανωτέρω αποδείχθηκαν από την συνολική εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και ιδίως από το περιεχόμενο της από 21.3.2014 έκθεσης αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος του Τμήματος Τροχαίας Ελευσίνας, στον αριθμό 13 της οποίας, με τίτλο «Επιφάνειες των οχημάτων που συγκρούσθηκαν και βλάβες αυτών», αναγράφεται ότι το Α΄ όχημα, δηλαδή το ποδήλατο, φέρει ζημία στον οπίσθιο τροχό, ενώ το Β΄ όχημα, δηλαδή το αυτοκίνητο, φέρει ζημίες στο εμπρόσθιο τμήμα και στον ανεμοθώρακα, ενώ στον αριθμό 14 αυτής (έκθεσης), με τίτλο «αρχική κατεύθυνση οχημάτων», αναγράφεται ως προς το Α΄ όχημα (ποδήλατο του ενάγοντος) ότι «Κινούνταν στην οδό Λ. Νάτο με κατεύθυνση από Ελευσίνα προς Α. Λιόσια, στην δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας, ενήργησε ελιγμό προς τα αριστερά και συγκρούστηκε με το Β΄ όχημα» και ως προς το Β΄ όχημα (αυτοκίνητο του εναγομένου) ότι «Κινούνταν στην οδό Λ. Νάτο από Ελευσίνα προς Α. Λιόσια, στη μεσαία λωρίδα κυκλοφορίας». Επίσης, στο σχετικό πρόχειρο σχεδιάγραμμα, που συνοδεύει την ως άνω έκθεση αυτοψίας, αποτυπώνονται οι πορείες του ποδηλάτου του ενάγοντος και του ΙΧΕ αυτοκινήτου του εναγομένου, ο αριστερός ελιγμός του ποδηλάτου και η είσοδός του εντός της μεσαίας λωρίδας όπου κινείτο το αυτοκίνητο, το σημείο σύγκρουσης αυτών εντός της μεσαίας λωρίδας (στο μέσον και προς το δεξιό τμήμα αυτής) καθώς και οι τελικές θέσεις ανεύρεσης του αυτοκινήτου (ήτοι 2 μ. εμπρός από το σημείο σύγκρουσης), του ποδηλάτου (ήτοι 4 μ. εμπρός και αριστερά από την τελική θέση του αυτοκινήτου) και του τραυματισθέντος ποδηλάτη-ενάγοντος (ήτοι 5 μ. εμπρός και λίγο αριστερά από την τελική θέση του αυτοκινήτου και εντός της μεσαίας λωρίδας). Πρέπει να σημειωθεί ότι στο ανωτέρω σχεδιάγραμμα αποτυπώνεται αφενός το εν λόγω σημείο σύγκρουσης σε απόσταση 28 μ. μετά το σημείο έναρξης της αριστερής λωρίδας και αφετέρου η τελική θέση ανεύρεσης του αυτοκινήτου σε απόσταση 30 μ. μετά το σημείο έναρξης της αριστερής λωρίδας. Η κρίση του Δικαστηρίου για τα ανωτέρω περιστατικά ενισχύεται και από τις προανακριτικές καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων …………, οι οποίοι καταγράφονται ως μάρτυρες στην ως άνω έκθεση αυτοψίας και είχαν άμεση αντίληψη του επίδικου ατυχήματος, οι μεν δύο πρώτοι ως επιβαίνοντες σε ΙΧΕ αυτοκίνητο, που κινείτο στη μεσαία λωρίδα κυκλοφορίας όπισθεν του αυτοκινήτου του εναγομένου, οι δε δύο τελευταίοι ως επιβαίνοντες στο οδηγούμενο από τον εναγόμενο ΙΧΕ αυτοκίνητο. Ειδικότερα, οι δύο πρώτοι μάρτυρες (…….. και………..), με τις από 27.3.2014 προανακριτικές εκθέσεις εξέτασής τους, καταθέτουν, ότι το όχημά τους (το οποίο οδηγούσε ο πρώτος αυτών με συνεπιβάτη το δεύτερο αυτών) κινείτο στη μεσαία λωρίδα της ως άνω λεωφόρου με ταχύτητα 40 χιλιομέτρων περίπου σε σταθερή απόσταση από το προπορευόμενο κατά 20 μέτρα περίπου αυτοκίνητο του εναγομένου ενώ στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας κινείτο το ποδήλατο του ενάγοντος και ότι όταν το αυτοκίνητο του εναγομένου είχε πλησιάσει το ποδήλατο, ο οδηγός του τελευταίου, χωρίς να ελέγξει τον δρόμο, έστριψε απότομα αριστερά, για να εισέλθει στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας και συγκρούστηκε με το κινούμενο κανονικά στη μεσαία λωρίδα αυτοκίνητο του εναγομένου. Η ανωτέρω δε κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από την από 28.3.2014 προανακριτική κατάθεση του μάρτυρα ………., ο οποίος κατέθεσε ότι, λίγο πριν τον χρόνο του επίδικου ατυχήματος, κινείτο στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας της ως άνω λεωφόρου με ταχύτητα 60-70 χιλιόμετρα ανά ώρα και ότι τον προσπέρασε το κινούμενο στη μεσαία λωρίδα αυτοκίνητο του εναγομένου, καθόσον, όπως ο ίδιος κατέθεσε, δεν είχε άμεση αντίληψη, γιατί «δεν είδε την στιγμή της σύγκρουσης», ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι αυτός δεν περιλαμβάνεται στους καταγραφέντες στην έκθεση αυτοψίας από την Τροχαία μάρτυρες του ατυχήματος, αν και, όπως ο ίδιος ανέφερε στην κατάθεσή του, παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα στον τόπο του συμβάντος, ενώ η αναφορά του στην ίδια ως άνω κατάθεση, ότι δεν έδωσε τα στοιχεία του στην Τροχαία, γιατί δεν άκουσε τους αστυνομικούς που φώναξαν για αυτόπτες μάρτυρες του τροχαίου, λόγω του θορύβου που υπήρχε στο σημείο από τους διερχόμενους περαστικούς και τα διερχόμενα οχήματα, δεν κρίνεται πειστικός. Περαιτέρω, ο ενάγων ισχυρίσθηκε (τόσο με την αγωγή του, όσο και με την έφεσή του), ότι το ένδικο ατύχημα έλαβε χώρα όχι κατά τον αριστερό ελιγμό του από τη δεξιά προς τη μεσαία λωρίδα, αλλά αφού ήδη αυτός είχε ελέγξει τη μεσαία λωρίδα κυκλοφορίας, είχε διαπιστώσει ότι ήταν κενή και είχε εισέλθει με το ποδήλατό του σ’ αυτήν από την δεξιά λωρίδα, και συγκεκριμένα το ατύχημα έγινε ενώ αυτός κινείτο όχι διαγώνια, αλλά κανονικά επί της μεσαίας λωρίδας στο μεσαίο και αριστερό τμήμα της, οπότε το αυτοκίνητο του εναγομένου, ο οποίος οδηγούσε με υπερβολική ταχύτητα και απρόσεκτα, επέπεσε στο ποδήλατό του. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός του ενάγοντος, όπως αποδείχθηκε, είναι αβάσιμος. Ειδικότερα, όπως προαναφέρθηκε, από την έκθεση αυτοψίας και τις προσκομισθείσες φωτογραφίες των βλαβέντων μερών των εμπλεκόμενων στο ατύχημα αυτοκινήτου και ποδηλάτου, αποδείχθηκε ότι το ΙΧΕ αυτοκίνητο του εναγομένου φέρει ίχνη μαύρου χρώματος στο κάτω μέρος του εμπρόσθιου προφυλακτήρα στο ύψος της εμπρόσθιας κρατικής πινακίδας και δεξιά, τα οποία οφείλονται στην επαφή του με το ελαστικό του οπίσθιου τροχού του ποδηλάτου. Επίσης, αυτό (αυτοκίνητο) φέρει βαθούλωμα στο εμπρόσθιο καπό καθώς και θραύση του εμπρόσθιου ανεμοθώρακα στο αριστερό τμήμα στο ύψος της θέσης οδηγού που οφείλεται στην πτώση του σώματος του αναβάτη του ποδηλάτου, δηλαδή του ενάγοντος. Μεταξύ του ίχνους τριβής του ελαστικού του ποδηλάτου στον εμπρόσθιο προφυλακτήρα του αυτοκινήτου, που υποδηλώνει την θέση του ποδηλάτου την στιγμή της σύγκρουσης μπροστά από το αυτοκίνητο, και του σημείου πρόσκρουσης του σώματος του ποδηλάτη (ενάγοντος) στον ανεμοθώρακα του αυτοκινήτου, σχηματίζεται γωνία, γεγονός που αποδεικνύει ότι την στιγμή της σύγκρουσης το ποδήλατο ήταν υπό γωνία και κινείτο με κατεύθυνση από δεξιά προς τα αριστερά ως προς την πορεία του αυτοκινήτου. Εξάλλου, εάν ήταν βάσιμος ο ισχυρισμός του ενάγοντος, ότι κατά την στιγμή της σύγκρουσης το ποδήλατό του είχε ήδη εισέλθει στη μεσαία λωρίδα κυκλοφορίας και κινείτο στο αριστερό τμήμα αυτής, τότε αφενός μεν το όργανα της τροχαίας θα είχαν αναγράψει στην έκθεση αυτοψίας ότι, κατά τον ένδικο χρόνο, το ποδήλατο του ενάγοντος κινείτο ήδη κανονικά στην μεσαία λωρίδα και δεν θα ανέγραφαν ότι «το ποδήλατο ενήργησε ελιγμό προς τα αριστερά και συγκρούσθηκε με το ΙΧΕ αυτοκίνητο», αφετέρου δε τα ίχνη της επαφής (με το ελαστικό του οπίσθιου τροχού του ποδηλάτου) στον εμπρόσθιο προφυλακτήρα του αυτοκινήτου, θα εντοπίζονταν στο αριστερό τμήμα του και όχι στο δεξιό τμήμα του, όπως και πράγματι τα ίχνη αυτά εντοπίστηκαν (βλ. περί τούτου στην προσκομισθείσα από τους εναγόμενους από Οκτωβρίου 2016 «τεχνική έκθεση πραγματογνωμοσύνης» των μηχανολόγων-μηχανικών, …… και .. .). Επίσης, και στο πρόχειρο σχεδιάγραμμα της τροχαίας το σημείο σύγκρουσης αποτυπώνεται όχι στο αριστερό τμήμα της μεσαίας λωρίδας, αλλά στο μεσαίο και προς τα δεξιά τμήμα αυτής. Πρέπει, ακόμη, να αναφερθεί ότι στην ίδια ως άνω από Οκτωβρίου 2016 τεχνική έκθεση πραγματογνωμοσύνης προσδιορίζεται ότι, κατά την στιγμή της σύγκρουσης, η ταχύτητα του ποδηλάτου ανερχόταν σε 15 χιλιόμετρα ανά ώρα, ενώ η ταχύτητα του αυτοκινήτου ανερχόταν σε 45 χιλιόμετρα ανά ώρα, δηλαδή ήταν κάτω του επιτρεπόμενου νόμιμου ορίου ταχύτητας των 50 χιλιομέτρων. Τέλος, με βάση την ίδια τεχνική έκθεση, το ποδήλατο του ενάγοντος, κινούμενο στο αριστερό τμήμα της δεξιάς λωρίδας κυκλοφορίας, εισήλθε με αριστερό ελιγμό στη μεσαία λωρίδα κυκλοφορίας, όπου επήλθε η σύγκρουση και, αν ληφθεί υπόψη το πλάτος κάθε λωρίδας (3,50 μ.), η απόσταση που αυτό (ποδήλατο) διήνυσε, κατά τον ελιγμό με διαγώνια πορεία, ήταν 8 μ., ενώ ο χρόνος, που απαιτήθηκε για να διανύσει αυτό την απόσταση των 8 μ. και με αριστερό ελιγμό να βρεθεί από τη δεξιά λωρίδα στη μεσαία λωρίδα, ανέρχεται σε 1.90 δευτερόλεπτα (8 m / 4,17 m/sec). Ακόμη, αν ληφθεί υπόψη ο χρόνος αντίδρασης αντίληψης καθώς και ο χρόνος επενέργειας του αποφευκτικού ελιγμού που είναι συνολικά 1,20 sec, προκύπτει ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου (εναγόμενος) είχε στη διάθεσή του χρόνο 0,70 sec (1,90 – 1,20) για να αποφύγει την σύγκρουση. Επίσης, αν ληφθεί υπόψη η ταχύτητα των 45 km/h, με την οποία κινείτο το αυτοκίνητο, προκύπτει ότι παρά το ότι ήταν ιδιαίτερα μικρός ο χρόνος των 0,70 sec που είχε στη διάθεσή του ο οδηγός αυτού (εναγόμενος), για να ακινητοποιήσει το όχημά του με τροχοπέδηση, παρά ταύτα αυτός πρόλαβε και τροχοπέδησε πριν την σύγκρουση, παρά το γεγονός της έλλειψης ιχνών στο οδόστρωμα λόγω του συστήματος ABS, που το όχημα διέθετε είχε (βλ. περί τούτου στην έκθεση αυτοψίας), ενώ, με βάση τα ανωτέρω, αυτός δεν είχε καμία δυνατότητα αποφευκτικού ελιγμού χρονικά (βλ. περί τούτου στην προαναφερθείσα από Οκτωβρίου 2016 τεχνική έκθεση πραγματογνωμοσύνης). Με βάση όλα τα ανωτέρω αποδειχθέντα περιστατικά, το Δικαστήριο κρίνει ότι το επίδικο ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του ενάγοντος και συγκεκριμένα σε αμέλειά του, γιατί δεν κατέβαλε την απαιτούμενη επιμέλεια και προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός οδηγός ποδηλάτου όφειλε και μπορούσε να καταβάλει υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις. Συγκεκριμένα, αυτός δεν οδηγούσε το ποδήλατό του με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του και, ενώ είχε πρόθεση να αλλάξει λωρίδα κυκλοφορίας, επιχείρησε απότομο ελιγμό προς τα αριστερά, χωρίς να βεβαιωθεί προηγουμένως ότι μπορούσε να το πράξει χωρίς κίνδυνο ή παρακώλυση των λοιπών χρηστών της οδού, οι οποίοι κινούντο πλάι του, λαμβάνοντας υπόψη την απόσταση απ’ αυτούς και την ταχύτητά τους, με αποτέλεσμα να λάβει χώρα η ένδικη σύγκρουση. Αντιθέτως, ο οδηγός του ΙΧΕ αυτοκινήτου (πρώτος εναγόμενος) δεν αποδείχθηκε ότι κινείτο με ταχύτητα μεγαλύτερη της επιτρεπόμενης στο σημείο του ένδικου ατυχήματος, ενώ δεν φέρει καμία ευθύνη ως προς την πρόκληση του ατυχήματος, γιατί κινείτο κανονικά στη λωρίδα κυκλοφορίας του, όταν ο ενάγων διενήργησε αιφνιδιαστικά τον απότομο ελιγμό του προς τα αριστερά, και μάλιστα αυτός (πρώτος εναγόμενος) τροχοπέδησε άμεσα το όχημά του, για να αποφύγει την σύγκρουση, πλην όμως χωρίς αποτέλεσμα, λόγω της μικρής απόστασης που χώριζε το αυτοκίνητό του από το ποδήλατο του ενάγοντος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατέληξε στο ίδιο ως άνω συμπέρασμα και απέρριψε την ως άνω αγωγή, ως ουσιαστικά αβάσιμη, έστω και με συνοπτική αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτόμενου, ως ουσιαστικά αβάσιμου, του μοναδικού λόγου της έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.
ΙV. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Επίσης, λόγω της ήττας του εκκαλούντος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε απ’ αυτόν με το με αριθμό κωδικού …………./2018 ηλεκτρονικό παράβολο του Δημοσίου σε συνδυασμό με την από 14.5.2018 απόδειξη πληρωμής παραβόλου της Τράπεζας Πειραιώς (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. προτελευταίο ΚΠολΔ, όπως ήδη ισχύει). Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο εκκαλών, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, κατόπιν του σχετικού αιτήματός τους, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 14.5.2018 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……../2018) έφεση του ……. κατά της υπ’ αριθ. 896/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Καταδικάζει τον ως άνω εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 23 Απριλίου 2020 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ