Ασφαλιστική εκκαθάριση. Αγωγή του ασφαλιστικού εκκαθαριστή κατά οφειλέτη από διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων για λογαριασμό της ήδη υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής εταιρίας. Εκδίκαση αυτής κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, όμως, οι σχετικές αποφάσεις υπόκεινται στα προβλεπόμενα από τον ΚΠολΔ ένδικα μέσα. Ορισμένο της αγωγής αυτής.
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 130/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 683 επ. του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 239 παρ. 4 του ν. 4364/2016), αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 5-9-2017 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. ………./2017) αγωγής της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης κατά των εναγομένων και ήδη εκκαλούντων, έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, ενόψει του ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στους εκκαλούντες στις 5-2-2018 (βλ. τις υπ’ αριθ. …/5-2-2017 και …/5-2-2017 εκθέσεις επίδοσης, αντιστοίχως, της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Θράκης, με έδρα το Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης, ………, στις οποίες εκ προδήλου παραδρομής αναγράφεται ως ημεροχρονολογία «… πέντε [5] του μηνός Φεβρουαρίου του έτους δύο χιλιάδες δέκα επτά [2017] …», αντί του ορθού έτους 2018, ενόψει του ότι η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 23-1-2018) και η έφεση κατατέθηκε στις 14-2-2018 (βλ. την υπ’. αριθ. ………./14-2-2018 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, ενόψει του ότι καταβλήθηκε το ανάλογο παράβολο (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ). Σημειωτέον ότι η εν λόγω υπόθεση δεν αφορά στα ασφαλιστικά μέτρα, κατά την έννοια του άρθρου 682 του ΚΠολΔ, όπως είναι τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 704-738 του ΚΠολΔ, ούτε στα ρυθμιστικά κατάστασης εξομοιούμενα με αυτά. Αλλά, κατά το άρθρο 239 παρ. 4 του ν. 4364/2016, στις σχετικές διαφορές το δικαστήριο, για την ταχύτερη εκδίκασή τους, δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και, χωρίς να διατάσσει με την απόφασή του τέτοια μέτρα, τέμνει οριστικά τις διαφορές αυτές, αφού με την οριστική του κρίση επί των υποθέσεων, οι οποίες αφορούν στη διαδικασία εκκαθάρισης ασφαλιστικών επιχειρήσεων, αποφαίνεται επί των αγωγών του ασφαλιστικού εκκαθαριστή κατά οφειλετών. Κατά συνέπεια, η παραπομπή για την εκδίκαση των διαφορών αυτών στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, δεν νοείται και σε εκείνες τις διατάξεις που προσιδιάζουν αποκλειστικώς στα ως άνω ασφαλιστικά μέτρα, όπως είναι και η διάταξη του άρθρου 699 του ΚΠολΔ, η οποία δεν αφορά τη διαδικασία, δηλαδή την πορεία της δίκης μέχρι την έκδοση της απόφασης, αλλά τα κατά της τελευταίας ένδικα μέσα. Ως εκ τούτου, για τις αποφάσεις, που εκδίδονται επί των αγωγών του ασφαλιστικού εκκαθαριστή κατά οφειλετών, όπως η εκκαλούμενη, δεν ισχύει η απαγόρευση από το άρθρο 699 του ΚΠολΔ της άσκησης ένδικων μέσων, αλλά υπόκεινται αυτές στα προβλεπόμενα από τον ΚΠολΔ ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης (πρβλ. ΟλΑΠ 2122/2002 ΕλλΔνη 2002 1016, ΑΠ 332/2010 ΝΟΜΟΣ, βλ. ΕφΠειρΜον 362/2019, ΕφΠειρΜον 328/2019, ΕφΠειρΜον 483/2018 άπασες εις ιστοσελ. ΕφΠειρ).
Με την ανωτέρω αγωγή, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εξέθεσε ότι είναι ασφαλιστική εταιρία, τεθείσα υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, αφού, με την υπ’ αριθ. 156/2009 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α.) (η οποία δημοσιεύτηκε στο υπ’ αριθ. 11292/21-09-2009 ΦΕΚ τευχ. Α.Ε. και Ε.Π.Ε), ανακλήθηκε η άδεια σύστασης και λειτουργίας της, με αποτέλεσμα, στις 21-9-2009, να διακόψει την παραγωγική της δραστηριότητα. Ότι, δυνάμει της από 25-6-2007 σύμβασης, η οποία είχε καταρτισθεί μεταξύ αυτής (ενάγουσας) και της πρώτης εναγομένης ετερόρρυθμης εταιρίας, της οποίας ο δεύτερος εναγόμενος είναι ομόρρυθμος εταίρος και διαχειριστής της, η πρώτη εναγομένη ανέλαβε, έναντι προμήθειας, τη διενέργεια πράξεων διαμεσολαβήσεως στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων με τρίτους για λογαριασμό της (ενάγουσας), κατά τους αναφερόμενους όρους της σύμβασης αυτής. Ότι, κατά τα άρθρα 9, 10 και 11 της ανωτέρω συμβάσεως, αυτή (ενάγουσα) είχε αναθέσει, μεταξύ άλλων, στην πρώτη εναγομένη την είσπραξη των ασφαλίστρων από τους ασφαλισμένους της, για λογαριασμό της, και είχε ορισθεί ότι, εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου εκάστου μηνός, η πρώτη εναγομένη θα είχε την υποχρέωση να εξοφλεί στην ενάγουσα τη σχετική παραγωγή, που έχει πραγματοποιήσει, αδιαφόρως αν εισέπραξε ή όχι από τους ασφαλισμένους τα συμφωνηθέντα ασφάλιστρα, εκδίδοντας προς τούτο προσωπική επιταγή, της εμφανίσεως το αργότερο εντός τριών μηνών, το ποσό της οποίας θα αφορούσε στο σύνολο της παραγωγής της (μικτά ασφάλιστρα) του τελευταίου μηνός, αφαιρουμένων των αναλογουσών προμηθειών, ενώ σε περίπτωση ακύρωσης της ασφάλισης η πρώτη εναγομένη θα έπρεπε να προσκομίσει προς ακύρωση σ’ αυτήν (ενάγουσα) τα σχετικά ασφαλιστήρια, εντός δύο μηνών από την έναρξη ισχύος τους. Επίσης, ότι, κατά το άρθρο 10 της ανωτέρω συμβάσεως, η πρώτη εναγομένη είχε υποχρέωση να δώσει λογαριασμό για τη σχετική διαχείριση της και σε περίπτωση παράλειψής της, αυτή (ενάγουσα), από τα στοιχεία που τηρούσε, θα εξήγαγε το αντίστοιχο χρέος της πρώτης εναγομένης και θα το γνωστοποιούσε στην τελευταία, με συστημένη επιστολή ή με άλλο τρόπο, και εάν η πρώτη εναγομένη δεν αμφισβητούσε το λογαριασμό αυτό θα τεκμαίρονταν ότι ομολογεί το προκύπτον χρέος. Ακόμη, ότι σ’ εκτέλεση της ως άνω συμβάσεως, η πρώτη εναγόμενη μεσολάβησε στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, για λογαριασμό της (ενάγουσας), με τρίτους ασφαλισμένους και προέβη στην είσπραξη των αντίστοιχων ασφαλίστρων, πλην, όμως, από τη δραστηριότητα αυτή, δημιουργήθηκε χρεωστικό υπόλοιπο της πρώτης εναγομένης προς αυτήν (ενάγουσα), που οφείλεται στο γεγονός ότι η πρώτη εναγομένη, ενεργώντας αντισυμβατικώς και παρανόμως, δεν απέδιδε στην ενάγουσα, για έκαστο μήνα χρέωσης, το σύνολο των χρηματικών ποσών που αφορούν στα ολικά ασφάλιστρα και στις προμήθειες για τα ακυρωθέντα ασφαλιστήρια, μετά την αφαίρεση των προμηθειών που αναλογούσαν στα εισπραχθέντα ασφάλιστρα, τις καταβληθείσες για λογαριασμό της (ενάγουσας) ασφαλιστικές αποζημιώσεις και τα ολικά ασφάλιστρα για τα ακυρωθέντα ασφαλιστήρια. Επιπλέον ότι, μετά από τελική εκκαθάριση, η οποία διενεργήθηκε από τα αρμόδια όργανα αυτής (ενάγουσας), προέκυψε εις βάρος της πρώτης εναγομένης, κατά τα ως άνω, χρεωστικό υπόλοιπο συνολικού ποσού 257.809,29 ευρώ, το οποίο διαμορφώθηκε στο σχετικώς τηρούμενο δοσοληπτικό λογαριασμό και αφορά στο χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο έως και το Σεπτέμβριο του έτους 2009, τον Ιανουάριο 2011, τον Ιούνιο 2011, τον Οκτώβριο 2011 και το Φεβρουάριο 2016, όπως τα σχετικά στοιχεία αποτυπώνονται στις καρτέλες εκκαθάρισης λογαριασμού για έκαστο ως άνω μήνα, αντιστοίχως, οι οποίες (καρτέλες), καθώς και οι αντίστοιχες λογιστικές καταστάσεις, όπως επικαλείται αυτή (ενάγουσα), ενσωματώνονται στο δικόγραφο της αγωγής. Τέλος, εξέθεσε ότι για την καταβολή του ανωτέρω ποσού του χρεωστικού υπολοίπου επιδόθηκε στους εναγόμενους, στις 17-7-2017, η από 7-7-2017 εξώδικη διαμαρτυρία – πρόσκληση – δήλωση αυτής (ενάγουσας), στην οποία απάντησαν οι εναγόμενοι με την από 24-7-2017 εξώδικη δήλωση – απάντηση – καταγγελία – πρόσκληση τους, αρνούμενοι τη σχετική οφειλή, και στη συνέχεια, στις 6-9-2017, επιδόθηκε στους εναγόμενους η από 4-9-2017 εξώδικη απάντησή της (ενάγουσας), με την οποία ζητήθηκε η καταβολή του ανωτέρου ποσού μέχρι την 11-9-2017, πλην όμως δεν καταβλήθηκε αυτό, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς της, ιδιοποιήθηκαν, παρανόμως και υπαιτίως οι εναγόμενοι. Επίσης, βάσει της ως άνω αγωγής, η ενάγουσα, επικαλούμενη, σωρευτικώς, αφενός μεν την ενδοσυμβατική ευθύνη της πρώτης εναγομένης εταιρίας (και της ευθύνης του δευτέρου εναγομένου ως ομορρύθμου εταίρου αυτής), λόγω παράβασης των όρων της ανωτέρω συμβάσεως, και αφετέρου την αδικοπρακτική συμπεριφορά του δευτέρου εναγομένου (και ως διαχειριστή και νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης), λόγω της ως άνω αναφερθείσας υπεξαίρεσης, καθώς και, επικουρικώς, τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ζήτησε, κατόπιν παραδεκτής μετατροπής, μερικώς, του καταψηστικού αιτήματος της σε έντοκο αναγνωριστικό (άρθρα 223 και 295 παρ. 1 ΚΠολΔ), να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν το ποσό των 157.809,29 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν σ’ αυτήν το ποσό των 100.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 11-9-2017, άλλως από την επίδοση της αγωγής, καθώς και να απαγγελθεί εναντίον του δευτέρου εναγομένου προσωπική κράτηση, ως μέσον εκτέλεσης της εκδοθησομένης αποφάσεως. Με την εκκαλούμενη απόφαση η προαναφερθείσα αγωγή, αφού κρίθηκε ως ορισμένη, έγινε δεκτή κατά ένα μέρος, ως ουσιαστικώς βάσιμη, υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των 154.383,72 ευρώ και αναγνωρίσθηκε ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλλουν στην ενάγουσα το ποσό των 100.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 11-9-2017 (ενώ απορρίφθηκε αυτή ως μη νόμιμη ως προς την επικουρική βάση της περί του αδικαιολόγητου πλουτισμού και κατ’ ουσίαν ως προς το αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης). Κατά της ως άνω αποφάσεως παραπονούνται οι εκκαλούντες με την κρινόμενη έφεση τους, για λόγους που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε η ανωτέρω αγωγή να απορριφθεί στο σύνολό της, κατά ειδικότερα εκτιθέμενα στην έφεση.
Ι. Στο άρθρο 1 του ν. 1569/1985 «περί διαμεσολαβήσεως στις συμβάσεις ασφαλίσεως κ.λπ.» (όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 36 παρ. 2 του ν. 2496/1997 και ίσχυε κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως) ορίζεται ότι «Διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, ασκούν οι ασφαλιστικοί πράκτορες, οι μεσίτες ασφαλίσεων, οι ασφαλιστικοί σύμβουλοι, οι συντελεστές ασφαλιστικών συμβούλων, καθώς και οι ασφαλιστικοί υπάλληλοι». Επίσης, στα άρθρα 2 παρ. 1 και 4 παρ. 1 του ίδιου ανωτέρω νόμου (τα οποία διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά τη δημοσίευση του ν. 2496/1997), ορίζεται ότι (αρθρ. 2 παρ. 1) «Ασφαλιστικός πράκτορας είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή περισσότερων επιχειρήσεων. Ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ο ίδιος ή διαμέσου άλλων διαμεσολαβούντων για λογαριασμό μιας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων ασφαλιστικές συμβάσεις. Επίσης παρέχει στον ασφαλισμένο κάθε αναγκαία συνδρομή κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης και ιδιαίτερα μετά την επέλευση ασφαλιστικής περίπτωσης» (αρθρ. 4 παρ. 1) «Τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις και οι αρμοδιότητες των ασφαλιστικών πρακτόρων καθορίζονται με έγγραφη σύμβαση, ανάμεσα στον ασφαλιστικό πράκτορα και στην ασφαλιστική επιχείρηση, που προτίθεται να πρακτορεύει (πρακτορική σύμβαση)». Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 822 του ΑΚ, σύμβαση παρακαταθήκης είναι η σύμβαση εκείνη, δυνάμει της οποίας ο θεματοφύλακας παραλαμβάνει από άλλον κινητό πράγμα για φύλαξη, με την υποχρέωση να το αποδώσει αυτούσιο, όταν του ζητηθεί. Η εν λόγω σύμβαση συνάπτεται ατύπως για κατ’ είδος ορισμένα κινητά πράγματα ως και αντικαταστατά πράγματα, ενώ, συνήθως, το καθήκον φυλάξεως, που αποτελεί και τη βασική συμβατική υποχρέωση του θεματοφύλακα, επεκτείνεται και στο περιεχόμενο του κινητού πράγματος. Όπως μάλιστα προκύπτει από τη ρύθμιση των διατάξεων των άρθρων 822 επ. του ΑΚ, για την εγκυρότητα της σύμβασης παρακαταθήκης δεν απαιτείται η ύπαρξη κυριότητας του παρακαταθέτη επί του διδόμενου για παρακαταθήκη πράγματος. Επίσης, από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι μεταξύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ρυθμίζονται με τη σύμβαση μεταξύ ασφαλιστικής επιχείρησης και ασφαλιστικού πράκτορα μπορεί να είναι και η είσπραξη από τον ασφαλιστικό πράκτορα των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και ο καθορισμός του τρόπου και χρόνου απόδοσης των ασφαλίστρων στην ασφαλιστική επιχείρηση, οπότε ο ασφαλιστικός πράκτορας ως προς την είσπραξη των ασφαλίστρων για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης και την απόδοση αυτών σε αυτή, κατά το συμφωνηθέντα χρόνο, επέχει, έναντι της επιχείρησης, η οποία του δίδει την εντολή, θέση εντολοδόχου. Υπαίτιος δε υπεξαίρεσης καθίσταται (και) ο εντολοδόχος, ο οποίος κατά το άρθρο 713 του ΑΚ, έχει την υποχρέωση να διεξαγάγει χωρίς αμοιβή την υπόθεση, νομικής ή υλικής φύσης, η οποία του ανετέθη από τον εντολέα και αρνείται να αποδώσει στον τελευταίο το κινητό πράγμα που αυτός του εμπιστεύθηκε (άρθρο 719 ΑΚ) ως και ο διαχειριστής ξένης περιουσίας, ο οποίος ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά και νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, δηλαδή για λογαριασμό του, την οποία, εξουσία μπορεί να έλκει είτε από το νόμο είτε από τη σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται να προέρχεται και από τη δημιουργία απλώς μιας πραγματικής κατάστασης. Με την έννοια αυτή, εάν η πράξη τελέσθηκε από εντολή διαχειριστή ξένης περιουσίας στο ίδιο πεδίο δράσης, στην εντολή εμπεριέχεται και η διαχείριση. Ο εντολοδόχος μπορεί να είναι και διαχειριστής, εάν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής. Εξάλλου, τα ασφάλιστρα που εισπράττει ο ασφαλιστικός πράκτορας θεωρούνται παρακαταθήκη και ευθύνεται ως προς αυτά ως θεματοφύλακας, πλην όμως, η πρόσθετη αυτή ευθύνη του ασφαλιστικού πράκτορα κατά το χρόνο που έχει στην κατοχή του τα ασφάλιστρα που εισέπραξε για λογαριασμό της ασφαλιστικής επιχείρησης, δεν αναιρεί την ιδιότητα αυτού ως εντολοδόχου της ασφαλιστικής εταιρίας ως προς την είσπραξη για λογαριασμό αυτής και την απόδοση από αυτόν των ασφαλίστρων, αφού τέτοια υποχρέωση ως θεματοφύλακα μπορεί να συμφωνηθεί επιπρόσθετα και επί κοινής εντολής ως μέρος της κύριας υποχρέωσης του εντολοδόχου. Η σχέση δηλαδή, που συνδέει τον ασφαλιστικό πράκτορα με την ασφαλιστική επιχείρηση, φέρει χαρακτήρα μικτής σύμβασης, η δε σύμβαση παρακαταθήκης έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα, οπότε και η υποχρέωση για φύλαξη και απόδοση των ασφαλίστρων είναι αναγκαία συνέπεια της κυρίας σύμβασης πρακτόρευσης. Κατά συνέπεια, για την ποινική αξιολόγηση της συμπεριφοράς του ασφαλιστικού πράκτορα κρίσιμη είναι όχι η ιδιότητα του θεματοφύλακα, αλλά η ιδιότητα του εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, την οποία αυτός έχει αποκτήσει βάσει της κύριας σύμβασης πρακτόρευσης και στην οποία έχουν εφαρμογή, αφού ο ασφαλιστικός πράκτορας αποτελεί μορφή εμπορικού αντιπροσώπου, οι διατάξεις των άρθρων 90 επ. του ΕμπΝ και 713 επ. του ΑΚ (βλ. AΠ 282/2010, AΠ 1711/2010, AΠ 1382/2010 άπασες εις ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρΜον 362/2019 εις ιστοσελ. ΕφΠειρ).
ΙΙ. Ι. Κατά τους ορισμούς και την έννοια των άρθρων 914, 297, 298, 932 του ΑΚ η αδικοπρακτική ευθύνη για τη θεμελίωση υποχρεώσεως προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, από δόλο ή αμέλεια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ηθικής βλάβης, καθώς και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη ζημία, που επήλθε, και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Επίσης, αδικοπραξία, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, αποτελεί και η παράνομη ιδιοποίηση ξένου κινητού πράγματος, που περιήλθε οπωσδήποτε στην κατοχή του δράστη, σύμφωνα με το άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ. Ειδικότερα, κατά την τελευταία διάταξη, η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως συνίσταται στην παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος, δηλαδή αφορά σε κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέληση αυτού να εξουσιάζει και να διαθέτει το πράγμα ως κύριος, η δε υποκειμενική υπόστασή του, στην ύπαρξη του δόλου, που ενέχει τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο (ολικά ή εν μέρει), ανήκει δηλαδή κατά κυριότητα σε άλλον, καθώς και τη θέληση να ιδιοποιηθεί το πράγμα παράνομα, χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Ακόμη, ξένο θεωρείται το πράγμα όταν είναι υπό ξένη κυριότητα, όπως αυτή διαπλάθεται στο αστικό δίκαιο και δεν περιήλθε στην κατοχή του υπαιτίου με κάποια μεταβιβαστική της κυριότητας πράξη. (βλ. ΑΠ 462/2011 ΝοΒ 2011 2115, ΑΠ 1967/2006 ΠοινΧρ ΝΖ 821, ΕφΘεσ (Μον) 38/2017 ΕλλΔνη 2018 157). Εξάλλου, υπαίτια πράξη ή παράλειψη, η οποία συνιστά συμβατική αθέτηση και γεννά ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη, μπορεί να θεμελιώσει και αδικοπρακτική ευθύνη του, εάν και χωρίς τη συμβατική σχέση η ενέργεια του (πράξη ή παράλειψη) θα ήταν καθεαυτή παράνομη κατά την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει νόμιμη συρροή αξιώσεων, μια από τη σύμβαση και άλλη από αδικοπραξία (βλ. ΑΠ 164/2008 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 713, 714 και 719 του ΑΚ, το πταίσμα εκείνου που ενεργεί, ως εντολοδόχος άλλου (του εντολέως), και, επομένως, η κατά το άρθρο 914 του ΑΚ ευθύνη του προς αποζημίωση, τεκμαίρεται από τη μη τήρηση των υποχρεώσεων του εντολοδόχου για την εκπλήρωση της εντολής. Τέτοια υποχρέωση μπορεί να είναι και εκείνη της απόδοσης χρημάτων που εισπράχθηκαν με εντολή και για λογαριασμό του εντολέα, οπότε ο εντολοδόχος που αρνείται την απόδοση τους σε αυτόν διαπράττει υπεξαίρεση (βλ. ΑΠ 1115/2003 ΕλλΔνη 46 120, ΑΠ 217/2000 ΕλλΔνη 41 754, ΑΠ 1015/1999 ΕλλΔνη 41 344, ΕφΠειρ 542/2006 ΠειρΝομ 2006 361).
ΙΙΙ. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 εδ. δ’, 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζουν τα άρθρα 117-118 του ΚΠολΔ, α)σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα εις βάρος του εναγομένου, δηλαδή πρέπει να γίνεται σαφής έκθεση στο δικόγραφό της όλων των γεγονότων, τα οποία σύμφωνα με τον εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου θεμελιώνουν τη ζητούμενη έννομη συνέπεια, β)ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο ώστε η αγωγή να είναι επιδεκτική δικαστικής εκτιμήσεως και να καθίσταται εφικτή η απάντηση σ’ αυτή και γ)ορισμένο αίτημα. Ειδικότερα, τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής θα πρέπει να είναι τόσα, όσα απαιτούνται για τη θεμελίωση της αξίωσης, και να αναφέρονται αυτά με τέτοια σαφήνεια, ώστε, όχι μόνο να μην αφήνεται αμφιβολία για την αξίωση του ενάγοντος που απορρέει απ’ αυτά, για την οποία αναφέρεται το αίτημα της αγωγής, αλλά ακόμη και κατά τρόπο ώστε, ο εναγόμενος να έχει τη δυνατότητα άμυνας με ανταπόδειξη ή ένσταση κατά της αξίωσης του ενάγοντος και του δικαστηρίου να προβεί στην αξιολόγηση της αγωγής και να διεξάγει τις σχετικές αποδείξεις. Η έλλειψη των ως άνω στοιχείων, περίπτωση της οποίας αποτελεί και η μη εξειδίκευση με πληρότητα των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών (ποσοτική αοριστία), καθιστά το δικόγραφο της αγωγής αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτιμήσεως, επιφέρει δε το απαράδεκτο αυτού, στην απαγγελία του οποίου προβαίνει το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, διότι ανάγεται στην προδικασία, η τήρηση της οποίας ρυθμίζεται από κανόνες δημοσίας τάξεως. Επίσης, η αοριστία του δικογράφου της αγωγής δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις ή την παραπομπή στα διαλαμβανόμενα σε άλλα προσκομιζόμενα έγγραφα, ούτε με την εκτίμηση των αποδείξεων (βλ. ΑΠ 1728/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 250/2011, ΕΕμπΔ 2011 591, ΑΠ 49/2011 ΕλλΔνη 2011 1594, ΑΠ 1042/2009 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 1042/2009 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 1611/2008 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση του ως άνω περιεχόμενου του δικογράφου της ένδικης αγωγής προκύπτει ότι αυτή δεν περιέχει όλα τα αναγκαία, κατ’ άρθρον 216 του ΚΠολΔ, στοιχεία, όσον αφορά και στις δύο κύριες βάσεις της, δηλαδή περί ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, με αποτέλεσμα να μη δύνανται οι εναγόμενοι να αμυνθούν και να διεξαχθούν οι δέουσες αποδείξεις. Ειδικότερα, η ενάγουσα εκθέτει στην ένδικη αγωγή της, ότι το χρεωστικό υπόλοιπο της πρώτης εναγομένης, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς της (ενάγουσας), οφείλει να καταβάλει σ’ αυτήν, και το οποίο ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 257.809,29 ευρώ, διαμορφώθηκε και αποτυπώνεται στο σχετικώς τηρούμενο δοσοληπτικό λογαριασμό για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο έως και το Σεπτέμβριο του έτους 2009, του Ιανουαρίου 2011, του Ιουνίου 2011, του Οκτωβρίου 2011 και Φεβρουαρίου 2016, όμως δεν περιλαμβάνονται σ’ αυτήν (αγωγή), επαρκώς, τα στοιχεία βάσει των οποίων έχει διαμορφωθεί το ανωτέρω χρεωστικό υπόλοιπο, καθόσον ελλείπουν τα εξής: α)όσον αφορά στο χρεωστικό υπόλοιπο του μηνός Ιανουαρίου 2009, ποσού 83.918,18 ευρώ, αναφέρεται στην αγωγή ότι για τη διαμόρφωση του έχει συνυπολογισθεί «… προηγούμενο χρεωστικό υπόλοιπο σε μεταφορά από το 2008 ύψους € 119.158,38 …» για το οποίο, όμως, ουδόλως εκθέτει τα επιμέρους στοιχεία, βάσει των οποίων έχει υπολογισθεί, όπως οι αριθμοί των ασφαλιστηρίων που εκδόθηκαν, τα ονοματεπώνυμα των ασφαλισμένων, η χρονική διάρκεια εκάστης ασφάλισης, τα εισπραχθέντα από κάθε ασφαλισμένο ποσά, η προμήθεια της εναγομένης, ούτε ενσωματώνονται στην αγωγή οι σχετικές μηνιαίες καταστάσεις με τα στοιχεία αυτά για το χρονικό διάστημα αυτό (του έτους 2008), β)όσον αφορά στο χρεωστικό υπόλοιπο του μηνός Ιουλίου 2009, ποσού 124.778,36 ευρώ, για τη διαμόρφωση του έχει συνυπολογισθεί, όπως αναφέρεται στην αγωγή, «… το ποσό των € 69.506,12 πιστώθηκε λόγω παράδοσης από την εναγομένη χάριν εξόφλησης της οφειλής της, των αναφερομένων στην 1η σελίδα της λογιστικής καρτέλας σχετικών επιταγών …», και «… το ποσό των € 8,78 ως Bonus για την πληρωμή ζημιών του μηνός Ιουλίου 2009 …» χωρίς, όμως, αφενός να αναφέρονται τα στοιχεία των ανωτέρων επιταγών (ποσότητα, αριθμός, επιμέρους ποσά κλπ), ούτε τα ασφάλιστρα και τα ασφαλιστήρια στα οποία αντιστοιχούν αυτές, ενόψει και του ότι δεν έχει ενσωματωθεί στο δικόγραφο της αγωγής (στο προσκομιζόμενο αντίγραφό της που φέρει σφραγίδα περί κοινοποιήσεως της, με ημερομηνία 20-09-2017, της δικαστικής επιμελήτριας …………) αντίγραφο της επικληθείσας ανωτέρω 1ης σελίδας της λογιστικής καρτέλας (εκκαθάριση λογαριασμού ασφαλιστικού συμβούλου μηνός Ιουλίου 2009) και αφετέρου χωρίς να εκτίθεται με σαφήνεια η αιτία του ως άνω «Bonus», γ)όσον αφορά στο χρεωστικό υπόλοιπο του μηνός Αυγούστου 2009, ποσού 99.277,45 ευρώ, για τη διαμόρφωση του έχει συνυπολογισθεί, όπως αναφέρεται στην αγωγή, «… το ποσό των € 46.816,99 πιστώθηκε λόγω παράδοσης από την εναγομένη χάριν εξόφλησης της οφειλής της, των αναφερομένων στην 1η σελίδα της λογιστικής καρτέλας σχετικών επιταγών …», και «… το ποσό των € 8,32 ως Bonus για την πληρωμή ζημιών του μηνός Αυγούστου 2009 …», χωρίς, όμως, αφενός να αναφέρονται τα στοιχεία των ανωτέρων επιταγών (ποσότητα, αριθμός, επιμέρους ποσά κλπ), ούτε τα ασφάλιστρα και τα ασφαλιστήρια στα οποία αντιστοιχούν αυτές, ενόψει και του ότι δεν έχει ενσωματωθεί στο δικόγραφο της αγωγής (στο ανωτέρω προσκομιζόμενο αντίγραφό της) αντίγραφο της επικληθείσας ανωτέρω 1ης σελίδας λογιστικής καρτέλας (εκκαθάριση λογαριασμού ασφαλιστικού συμβούλου μηνός Ιουλίου 2009) και αφετέρου χωρίς να εκτίθεται με σαφήνεια η αιτία του ως άνω «Bonus», δ)όσον αφορά στο χρεωστικό υπόλοιπο του μηνός Ιανουαρίου 2011, ποσού 307.029,73 ευρώ, για τη διαμόρφωση του αναφέρεται στην αγωγή ότι «… χρεώθηκε το συνολικό ποσό των € 189.149,29 λόγω επιστροφής των αναφερομένων στην 1η σελίδα της λογιστικής καρτέλας σχετικών επιταγών ως ανεξόφλητών …» χωρίς, όμως, να αναφέρονται τα ασφάλιστρα και τα ασφαλιστήρια στα οποία αντιστοιχούν αυτές και ε)όσον αφορά στο χρεωστικό υπόλοιπο των μηνών Ιανουαρίου 2011, Ιουνίου 2011, Οκτωβρίου 2011 και Φεβρουαρίου 2016, ποσού 307.029,73 ευρώ, 302.961,36 ευρώ, 266.661,81 ευρώ και 257.809,29 ευρώ, αντιστοίχως, αναφέρεται στην αγωγή ότι για τη διαμόρφωση τους έχει συνυπολογισθεί το κατά τον προηγούμενο μήνα χρεωστικό υπόλοιπο ποσού 117.880,44 ευρώ, 307.029,73 ευρώ, 302.961,36 ευρώ και 266.661,81 ευρώ, αντιστοίχως, χωρίς, όμως, να εκτίθενται τα επιμέρους στοιχεία, βάσει των οποίων έχουν υπολογισθεί τα ποσά αυτά, κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του προηγούμενου μήνα (δηλαδή του Δεκεμβρίου 2010, Μαΐου 2011, Σεπτεμβρίου 2011 και Ιανουαρίου 2016). Σημειωτέον ότι, κατά τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή, δεν πρόκειται για τήρηση αλληλόχρεου λογαριασμού, ώστε να καθίσταται απαιτητό και ληξιπρόθεσμο το χρεωστικό υπόλοιπο αυτού, μετά από συνεχείς χρεοπιστώσεις ολόκληρης της περιόδου, αλλά για τήρηση δοσοληπτικού λογαριασμού, ούτε εκτίθεται ότι οι εναγόμενοι αναγνώρισαν το σχετικό χρεωστικό υπόλοιπο κατ’ άρθρον 873 του ΑΚ, ώστε να μην απαιτείται η παράθεση των ανωτέρω στοιχείων για το ορισμένο αυτής (βλ. ΕφΑθ 1114/2014 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι το χρεωστικό υπόλοιπο εκάστου ως άνω μηνός τίθεται ως βάση για τον υπολογισμό του χρεωστικού υπολοίπου του επόμενου χρονικού διαστήματος και κατόπιν διαδοχικών τέτοιων υπολογισμών εκτίθεται το τελικό χρεωστικό υπόλοιπο, το οποίο αφορά στο αίτημα της αγωγής, έτσι, το τελευταίο συνδέεται με τα προαναφερθέντα ελλείποντα στοιχεία. Ακόμη, πρέπει να σημειωθεί ότι η μη αναφορά στην αγωγή των ανωτέρων στοιχείων, ως προς τη σωρευόμενη αδικοπρακτική κύρια βάση της, καθιστά ελλειπή την περιγραφή του ύψους της επικληθείσας ζημίας της ενάγουσας, καθόσον δεν περιλαμβάνονται με πληρότητα, κατά τα ως άνω, όλα τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει το προαναφερθέν συνολικό ποσό, το οποίο, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα δεν απέδωσε σ’ αυτήν ο δεύτερος εναγόμενος, αλλά το ιδιοποιήθηκε παρανόμως. Επομένως, ενόψει των ως άνω ελλείψεων της αγωγής και σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙΙ), αυτή είναι απορριπτέα ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως (βλ. ΕφΠειρΜον 518/2019 εις ιστοσελ. ΕφΠειρ), κατά το σχετικό βάσιμο ισχυρισμό των εναγομένων, ο οποίος προβλήθηκε παραδεκτώς, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναφέρεται με το σχετικό λόγο της εφέσεως. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε την ένδικη αγωγή ως ορισμένη (ως προς τις κύριες βάσεις της περί ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης των εναγομένων), έσφαλε στην ορθή εφαρμογή του νόμου, καθόσον έπρεπε να απορριφθεί αυτή (κατά τις ως άνω βάσεις της), και αυτεπαγγέλτως, λόγω αοριστίας. Σημειωτέον, ότι όσον αφορά στην απορριφθείσα πρωτοδίκως επικουρική βάση της αγωγής, περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, αυτή δεν μεταβιβάσθηκε κατά το αντίστοιχο μέρος της στο παρόν Δικαστήριο, δοθέντος ότι δεν έχει ασκηθεί επικουρική έφεση ή αντέφεση εκ μέρους της ενάγουσας (βλ. ΑΠ 2039/2014 ΝΟΜΟΣ). Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, η ένδικη έφεση, πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να απορριφθεί ως αόριστη. Εξάλλου, η δικαστική δαπάνη, και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθεί στο σύνολό της μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως στους εκκαλούντες (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικώς και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 130/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί και δικάζει την υπόθεση, η οποία αφορά στην αναφερθείσα στο σκεπτικό από 5-9-2017 (υπ’ αριθ. καταθ. ………/2017) αγωγή
Απορρίπτει την ανωτέρω αγωγή.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες του παραβόλου (υπ’ αριθ. κωδ. …………/2018, ποσού 100 ευρώ), που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 16-1-2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ