Σκοπός της ερμηνείας είναι η ανεύρεση της αληθούς βούλησης των δικασάντων, με βάση την ατελή ή ασαφή διατύπωσή της στην απόφαση. Δεν ερευνάται δηλαδή, πώς θα ήταν ορθό να αποφανθεί το Δικαστήριο, κατά την δίκη εκείνη, αλλά πώς πράγματι απεφάνθη. Νομικές ή ουσιαστικές πλημμέλειες της απόφασης δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν με τη μέθοδο ερμηνείας. Απαγορεύεται κατά την ερμηνεία η επανεκτίμηση των αποδείξεων. Ερμηνεία χωρεί μόνο όταν το Δικαστήριο, άλλο θέλησε να εκφράσει στην απόφασή του και άλλο εξέφρασε. Με την αποδοχή της αίτησης διόρθωσης και ερμηνείας αποκαθίσταται η διάσταση, ώστε να αποδοθεί στο κείμενο της απόφασης το ηθελημένο περιεχόμενό της. Το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία, με ερμηνεία ή προσθήκη διάταξης να αλλοιώσει την ουσία της απόφασης και την έννοια αυτής ούτε να συμπληρώσει παραλείψεις σε αιτήματα των διαδίκων. Επί του προδικαστικού ερωτήματος που ετέθη ενώπιον του Αρείου Πάγου κατ’ άρθρο 20Α παρ.1 εδ α’ ΚΠολΔ από το Ειρηνοδικείο Σιντικής προκειμένου να επιλυθούν τα ζητήματα γενικού ενδιαφέροντος, εξεδόθη η υπ΄αριθμ. 51/2022 Πράξη της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, με την οποία κρίθηκε ότι ουδεμία εκ των προϋποθέσεων που θεσπίζονται με την διάταξη του άρθρου 319 ΚΠολΔ υφίσταται, ώστε να απαιτείται ερμηνεία της υπ΄αριθμ. 254/2017 απόφασης του Ειρηνοδικείου Σιντικής. Ο Άρειος Πάγος ανέπεμψε την υπόθεση στο παρόν δικαστήριο προκειμένου να εκδοθεί οριστική απόφαση επ΄ αυτής. Εξάλλου, από την έναρξη Ν. 3869/2010, όπως μετά τις τροποποιήσεις με τους νόμους 4738/2020, 474/220 και 4818/20121 μέχρι σήμερα, όλες οι αποφάσεις έχουν όμοια αιτιολογικά και όμοια διατακτικά με την 254/2017 απόφαση του Ειρηνοδικείου Σιντικής. Στην υπό ερμηνεία απόφαση καθορίζεται με πλήρη σαφήνεια το ποσό της δόσης, το επ΄ αυτής επιτόκιο, ο τρόπος υπολογισμού και το ποσό επί του οποίου το επιτόκιο. Συνεπώς ουδεμία αμφιβολία γεννάται ως προς το περιεχόμενο του διατακτικού της υπό ερμηνεία απόφασης, ούτε συνάγεται η ύπαρξη ασυμφωνίας μεταξύ της πραγματικής βούλησης του Δικαστηρίου και του περιεχομένου τούτου. Απορρίπτει την Αίτηση Ερμηνείας.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 132/2023
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΣΙΝΤΙΚΗΣ
(ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Ειρηνοδίκη Σερρών Δήμητρα Κοβάτση, η οποία ορίσθηκε με Πράξη της Προέδρου Πρωτοδικών Σερρών, και από την Γραμματέα Ελένη Γιαννούδη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του την 28η Μαρτίου 2023, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: . , με Α.Φ.Μ . , κατοίκου Καρπερής του Δήμου Ηράκλειας Σερρών, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου, Στυλιανής Σαμαρά (A.M. Δ.Σ.Θ 5498) και κατέθεσε προτάσεις, κατά
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ: 1) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», με Α.Φ.Μ . , που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Αιόλου αριθ. 86, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου, Αναστασίας Χαραλαμπίδου (Α.Μ. Δ.Σ.Σ 697), και κατέθεσε προτάσεις, 2) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», με Α.Φ.Μ . , που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Σταδίου αριθ. 40, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο, 3) Εταιρίας Διαχείρισης από Δάνεια και Πιστώσεις με την επωνυμία «CEPAL HELLAS Α.Ε.Α.Δ.Α.Π», με Α.Φ.Μ . , που εδρεύει στην Αθήνα, επί της Λεωφόρου Συγγρού αριθ. 209-211, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο.
Ο αιτών ζητά να γίνει δεκτή η από 01.04.2022, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./01.04.2022, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αίτηση του, επί της οποίας εκδόθηκε η αριθ. 109/08.06.2022 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία υποβλήθηκε προδικαστικό ερώτημα ενώπιον του Αρείου Πάγου, κατ’ άρθρο 20 Α παρ.1 εδ. α’ ΚΠολΔ, προκειμένου να επιλυθούν τα σε αυτήν αναφερόμενα ερμηνευτικά νομικά ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος, η δε αρμόδια επιτροπή του άρθρου 20 Α παρ. 1 του ΚΠολΔ, με την υπ’ αριθ. ./2022 Πράξη της, ανέπεμψε την υπόθεση στο Ειρηνοδικείο Σιντικής, προκειμένου να εκδοθεί οριστική απόφαση επ’ αυτής, κρίνοντας ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ανωτέρω άρθρου. Ακολούθως, η υπό κρίση αίτηση εισήχθη εκ νέου προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, δυνάμει της υπ’ αριθ. ./2023 Πράξης Επαναπροσδιορισμού Δικασίμου της Ειρηνοδίκη Υπηρεσίας του Ειρηνοδικείου Σιντικής, έλαβε δε χώρα κλήτευση των διαδίκων οκτώ (8) ημέρες πριν από τη συζήτηση, με φροντίδα της Γραμματέως του Δικαστηρίου τούτου και εγγράφηκε η υπόθεση στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο οι πληρεξούσιες Δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Από το με ημεροχρονολογία 09.03.2023 αποδεικτικό επίδοσης κλήσης, που συνέταξε ο αρχιφύλακας του Α.Τ Σιδηροκάστρου Σερρών, . και από το με ημεροχρονολογία 09.03.2023 αποδεικτικό επίδοσης κλήσης, που συνέταξε ο αστυφύλακας του Α.Τ Νέας Σμύρνης Αττικής, . , προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπ’ αριθ. ./24.02.2023 Πράξης Επαναπροσδιορισμού Δικασίμου της Ειρηνοδίκη Υπηρεσίας του Ειρηνοδικείου Σιντικής, . , επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στη δεύτερη και τρίτη των καθ’ ων η αίτηση, ωστόσο, αυτές δεν εμφανίστηκαν και δεν παραστάθηκαν όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο πινάκιο, το δε Δικαστήριο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν και αυτές παρούσες.
II. Ο ΚΠολΔ στις διατάξεις των άρθρων 315 έως 320, ρυθμίζει τη διαδικασία της διόρθωσης και ερμηνείας των δικαστικών αποφάσεων. Ειδικότερα, στο άρθρο 316 ΚΠολΔ ορίζεται ότι: “Αν απόφαση είναι διατυπωμένη με τρόπο που γεννά αμφιβολίες ή είναι ασαφής, το Δικαστήριο που την έχει εκδώσει μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος, να την ερμηνεύσει με νέα του απόφαση, έτσι που η έννοια της να γίνει αναμφίβολη, η ερμηνεία όμως δεν μπορεί ποτέ να αλλάξει το διατακτικό της απόφασης που ερμηνεύεται”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, το Δικαστήριο κατά την ερμηνεία της αποφάσεως του, περιορίζεται στην επεξήγηση της αληθούς έννοιας, δηλαδή, στον καθορισμό των αόριστων και στην αποσαφήνιση των ασαφών σημείων του διατακτικού της ή και των αιτιολογιών της, όταν οι τελευταίες επέχουν θέση διατακτικού, χωρίς όμως να αλλάξει το διατακτικό της απόφασης του. Η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ότι η απόφαση, της οποίας ζητείται η ερμηνεία, είναι σαφής, είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη (ΑΠ 1124/2002). Εξάλλου το Δικαστήριο θα χωρήσει στην ερμηνεία “κατά τους κοινούς κανόνες” και “με βάση το σύνολο της απόφασης και των στοιχείων εν γένει της δίκης”, θα λάβει δηλαδή υπόψη, εφόσον είναι αναγκαίο και τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η ερμηνευόμενη απόφαση, όπως αγωγή, προτάσεις, προδικαστικές αποφάσεις και λοιπά δικόγραφα της δίκης εκείνης. Σκοπός της ερμηνείας είναι η ανεύρεση της αληθούς βουλήσεως των δικασάντων, με βάση την ατελή ή ασαφή διατύπωση της στην απόφαση. Δεν ερευνάται δηλαδή, πώς θα ήταν ορθό να αποφανθεί το Δικαστήριο, κατά τη δίκη εκείνη, αλλά πώς πράγματι απεφάνθη. Νομικές ή ουσιαστικές πλημμέλειες της απόφασης δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν με τη μέθοδο της ερμηνείας. Απαγορεύεται συνεπώς κατά την ερμηνεία η επανεκτίμηση των αποδείξεων, που είχαν διεξαχθεί τότε (ΑΠ 1735/2014, ΑΠ 1235/2014). Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται επομένως, ότι διόρθωση και ερμηνεία χωρεί μόνον, όταν προφανώς συνάγεται, ότι το Δικαστήριο, άλλο θέλησε να εκφράσει στην απόφαση του και άλλο εξέφρασε, με την αποδοχή δε της αίτησης διόρθωσης και ερμηνείας αποκαθίσταται η διάσταση, ώστε να αποδοθεί στο κείμενο της αποφάσεως το ηθελημένο περιεχόμενο της (ΑΠ 1679/2009, πρβλ. επίσης ΑΠ 359/2017). Αμφίβολο, καταρχήν, θεωρείται το νόημα της απόφασης, όταν η λεκτική διατύπωση και οι όροι που χρησιμοποιούνται παρέχουν λαβή σε διάφορες ερμηνευτικές εκδοχές. Η ασάφεια, εξ άλλου, της απόφασης πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να δυσχεραίνεται ή να καθίσταται αδύνατη η κατανόηση της απόφασης ή η εκτέλεση αυτής και ο καθορισμός της έκτασης του δεδικασμένου. Το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία, με ερμηνεία ή προσθήκη νέας διάταξης, να αλλοιώσει την ουσία της απόφασης και την έννοια αυτής ούτε να συμπληρώσει παραλείψεις σε αιτήματα που υποβλήθηκαν από τους διαδίκους, διότι αυτό αντίκειται στους κανόνες δεδικασμένου (ΑΠ 1427/2018, ΑΠ 177/1975, ΝοΒ 23. 897, ΑΠ 2009/1986, ΝοΒ 1987. 1234, ΕφΑΘ 8958/2003, ΕλλΔνη 2004. 1457, ΠΠρΑθ 184/2020 Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ).
III. Στην προκειμένη περίπτωση ο αιτών εκθέτει ότι, κατόπιν άσκησης της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./01.11.2013 αίτησης του, προς υπαγωγή των οφειλών του στις διατάξεις του Ν. 3869/2010, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 254/16.05.2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, δυνάμει της οποίας ρυθμίστηκαν τα χρέη του, με τον ορισμό μηδενικών καταβολών κατ’ άρθρο 8 παρ. 5 του ως άνω Νόμου, εξαιρέθηκε δε της εκποίησης η κύρια κατοικία του, με την επιβολή της υποχρέωσης στον αιτούντα να καταβάλλει, προς την πρώτη των καθ’ ων, το συνολικό ποσό των 40.680,00 ευρώ, σε χρονική διάρκεια είκοσι (20) ετών, ήτοι σε διακόσιες σαράντα (240) μηνιαίες δόσεις, εκάστης ανερχόμενης στο ποσό των εκατόν εξήντα εννέα ευρώ και πενήντα λεπτών (169,50), αρχής γενομένης των εν λόγω καταβολών, από την 1η ημέρα του πρώτου μήνα, μετά την παρέλευση έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση της ανωτέρω απόφασης. Ειδικότερα, ορίστηκε η καταβολή των δόσεων να γίνει χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου, με το κυμαινόμενο επιτόκιο που θα ισχύει κατά τον χρόνο αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτών των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Περαιτέρω, ο αιτών ισχυρίζεται ότι η ανωτέρω διατύπωση είναι ασαφής όσον αφορά τον υπολογισμό του μέσου επιτοκίου στεγαστικού δανείου και συγκεκριμένα διατείνεται ότι θα πρέπει να ερμηνευτεί, εάν το επιτόκιο θα πρέπει να υπολογίζεται επί της εκάστοτε μηνιαίας δόσης που ορίστηκε από το Δικαστήριο ή αν θα πρέπει να υπολογίζεται επί του συνολικού κεφαλαίου της ρύθμισης, δηλαδή εν προκειμένω στο ποσό των 40.680,00 ευρώ και κατόπιν να επιμερίζεται στις μηνιαίες δόσεις, καθώς, και εάν είναι επιτρεπτό να περιλαμβάνεται ή να προστίθεται στο επιτόκιο η εισφορά του Ν. 128/1975 ή οποιαδήποτε άλλη εισφορά ή τέλη ή έξοδα της τράπεζας, και τέλος να αποσαφηνιστεί ποια θα είναι η μηνιαία δόση που θα πρέπει να καταβάλλει ο αιτών, συνυπολογιζομένου και του επιτοκίου. Επί της εν λόγω αίτησης του, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 109/08.06.2022 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία, αφού έκρινε αυτήν (αίτηση) ως αρμοδίως, παραδεκτώς και νομίμως ασκηθείσα, στη συνέχεια κατέληξε ότι τα υποβαλλόμενα από τον αιτούντα ζητήματα, αποτελούν νέα δυσχερή ερμηνευτικά ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος, που έχουν συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων, καθώς αφορούν σε μεγάλο αριθμό δανειοληπτών που έχουν καταθέσει αιτήσεις του Ν. 3869/2010 και έχει διαταχθεί η εξαίρεση από την εκποίηση της κύριας κατοικίας τους και ο ορισμός μηνιαίων καταβολών για τη διάσωση της. Βάσει των ανωτέρω παραδοχών το Δικαστήριο έκρινε πως θα πρέπει να υποβληθεί σχετικό προδικαστικό ερώτημα, ενώπιον του Αρείου Πάγου, κατ’ άρθρο 20 Α παρ.1 εδ. α’ ΚΠολΔ, προκειμένου να επιλυθούν τα προαναφερόμενα ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος, η δε αρμόδια επιτροπή του Αρείου Πάγου, εξέδωσε την υπ’ αριθ. ./2022 Πράξη της με την οποία κρίθηκε ότι, στην προκειμένη περίπτωση, ουδεμία εκ των προϋποθέσεων που θεσπίζονται με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 319 ΚΠολΔ υφίσταται, ώστε να απαιτείται ερμηνεία της υπ’ αριθ. 254/2017 απόφασης του Ειρηνοδικείου Σιντικής, απεφάνθη δε (παρ. ζ), ότι σε κάθε περίπτωση, η διάταξη του άρθρου 20 Α ΚΠολΔ, δεν τυγχάνει εφαρμογής, καθώς ισχύει από 01η.01.2022 (άρθρα 2 και 120 Ν, 4842/2021, ΦΕΚ ΑΊ90/13.10.2021), και κατά το άρθρο 116 παρ. 1 του Ν.4842/2021, όπως διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4871/2021 (ΦΕΚ Α’ 246/10.12.2021), αυτή εφαρμόζεται για τα ένδικα βοηθήματα και δικόγραφα, που πρόκειται να κατατεθούν μετά την έναρξη ισχύος της (01.01.2022), εν προκειμένω δε, η υπ’ αριθ. 254/2017 απόφαση του Ειρηνοδικείου Σιντικής (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας) της οποίας ζητείται η κατ’ άρθρο 319 ΚΠολΔ ερμηνεία, εκδόθηκε επί της με αριθμό ./01.11.2013 αίτησης, που κατατέθηκε προ της έναρξης ισχύος της άνω διάταξης. Με βάση τα ανωτέρω, η εν λόγω Επιτροπή του Αρείου Πάγου, κρίνοντας ότι δεν συντρέχουν, στην προκειμένη περίπτωση, οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 20 Α του ΚΠολΔ, ανέπεμψε την υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο, προκειμένου να εκδοθεί οριστική απόφαση επ’ αυτής.
IV. Με το ως άνω εκτεθέν περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αίτηση αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατ’ άρθρο 317 παρ. 2 ΚΠολΔ, κατά την προκειμένη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, σύμφωνα την οποία εκδόθηκε και η προς ερμηνεία απόφαση (άρθρα 316, 319, 237 επ. ΚΠολΔ). Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην παρ. ε της ως άνω υπ’ αριθ. ./2022 Πράξης της Επιτροπής του άρθρου 20 Α παρ. 1 του ΚΠολΔ, στην υπό ερμηνεία απόφαση καθορίζεται με απόλυτη σαφήνεια το ποσό της δόσης, το επ’ αυτής επιτόκιο, ο τρόπος υπολογισμού (του) και το ποσό επί του οποίου θα υπολογίζεται, ενώ η μη αναφορά στην απόφαση περί του επιτρεπτού να περιλαμβάνεται ή να προστίθεται στο επιτόκιο η εισφορά του Νόμου 128/1975 ή οποιαδήποτε άλλη εισφορά ή τέλη και έξοδα της τράπεζας, δεν θεμελιώνει ούτε ασάφεια, ούτε γεννά αμφιβολίες αφού τα περί αυτών διέπονται από ειδικές διατάξεις νόμων. Εξάλλου, από την έναρξη του Ν. 3869/2010, όπως ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του, το σύνολο των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί έχουν όμοιο αιτιολογικό και διατακτικό με την υπό υπ’ αριθ. 254/2017 απόφαση του Ειρηνοδικείου Σιντικής. Συνεπώς, το παρόν Δικαστήριο θα πρέπει να ανακαλέσει την προηγούμενη με αριθ. 109/08.06.2022 μη οριστική απόφαση του, κατ’ άρθρο 309 ΚΠολΔ, κατά το σκέλος που έκρινε την υπό κρίση αίτηση ως νόμω βάσιμη, διότι από τα εκτιθέμενα σε αυτήν περιστατικά, ουδεμία αμφιβολία γεννάται ως προς το περιεχόμενο του διατακτικού της υπό ερμηνεία απόφασης, αλλά ούτε συνάγεται η ύπαρξη ασυμφωνίας μεταξύ της πραγματικής βούλησης του Δικαστηρίου και του περιεχομένου τούτου. Σε κάθε δε περίπτωση, τυχόν ερμηνεία της υπ’ αριθ. 254/16.05.2017 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, επί τη βάσει των αιτημάτων του αιτούντος, θα οδηγούσε σε μεταβολή της απόφασης και αλλοίωση του περιεχομένου και του διατακτικού της, πράγμα που σαφώς απαγορεύεται, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας.
V. Κατόπιν των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμη. Παράβολο άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης δεν ορίζεται διότι αυτή δεν προσβάλλεται με το ως άνω ένδικο μέσο (άρθρ. 319 ΚΠολΔ ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της δεύτερης και τρίτης των καθ’ ων η αίτηση και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στο Σιδηρόκαστρο Σερρών, την 6η Σεπτεμβρίου 2023, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων τους Δικηγόρων.
Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δήμητρα Κοβάτση