ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)
της 26ης Οκτωβρίου 2023 (*)
«Προδικαστική παραπομπή – Αεροπορικές μεταφορές – Κανονισμός (ΕΚ) 261/2004 – Άρθρο 2, στοιχείο ιʹ – Άρθρο 3 – Άρθρο 4, παράγραφος 3 – Αποζημίωση των επιβατών αεροπορικών μεταφορών σε περίπτωση αρνήσεως επιβιβάσεως – Επιβάτης που έχει ενημερωθεί εκ των προτέρων για την άρνηση επιβιβάσεως – Μη ύπαρξη υποχρέωσης του επιβάτη να εμφανισθεί προς επιβίβαση – Άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα αποζημιώσεως σε περίπτωση ματαιώσεως της πτήσεως – Μη εφαρμογή των εν λόγω εξαιρέσεων σε περίπτωση πρόωρης αρνήσεως επιβιβάσεως»
Στην υπόθεση C‑238/22,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, την οποία υπέβαλε το Landgericht Frankfurt am Main (πρωτοδικείο Φρανκφούρτης επί του Μάιν, Γερμανία) με απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 5 Απριλίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης
FW
κατά
LATAM Airlines Group SA,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),
συγκείμενο από τους N. Piçarra, πρόεδρο τμήματος, M. Safjan και M. Gavalec (εισηγητή), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: Α. Ράντος
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η FW, εκπροσωπούμενη από τον H. Hopperdietzel, Rechtsanwalt,
– η LATAM Airlines Group SA, εκπροσωπούμενη από τον S. Wassmer, Rechtsanwalt,
– η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Möller, P. Busche και M. Hellmann,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον G. Braun, τον G. Wilms και την N. Yerrell,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, στοιχείο ιʹ, του άρθρου 3, παράγραφος 2, του άρθρου 4, παράγραφος 3, του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σημείο i, και του άρθρου 7 του κανονισμού (EK) 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 295/91 (ΕΕ 2004, L 46, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2018, L 81, σ. 85).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της FW και της LATAM Airlines Group SA (στο εξής: Latam Airlines) σχετικά με αγωγή αποζημιώσεως την οποία άσκησε η FW βάσει του κανονισμού 261/2004, επειδή η Latam Airlines δεν της επέτρεψε να κάνει χρήση της κρατήσεώς της για πτήση που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί από τη Μαδρίτη (Ισπανία) στη Φρανκφούρτη επί του Μάιν (Γερμανία).
Το νομικό πλαίσιο
3 Οι αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 4 και 9 του κανονισμού 261/2004 έχουν ως εξής:
«(1) Η ανάληψη δράσης από την Κοινότητα στο πεδίο των αερομεταφορών θα πρέπει να αποβλέπει, μεταξύ άλλων, στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας του επιβατικού κοινού. Θα πρέπει εξάλλου να ληφθούν πλήρως υπόψη οι απαιτήσεις προστασίας των καταναλωτών.
(2) Η άρνηση επιβίβασης και οι ματαιώσεις πτήσεων ή οι μεγάλες καθυστερήσεις προκαλούν σοβαρή αναστάτωση και ταλαιπωρία στους επιβάτες.
(3) Παρά το γεγονός ότι ο κανονισμός (EΟΚ) αριθ. 295/91 του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 1991, για τη θέσπιση κοινών κανόνων σχετικών με ένα σύστημα αντισταθμιστικών παροχών σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης κατά τις τακτικές αεροπορικές μεταφορές [(ΕΕ 1991, L 36, σ. 5)], διαμόρφωσε τις βασικές προϋποθέσεις προστασίας των επιβατών, ο αριθμός επιβατών στους οποίους παρά τη θέλησή τους δεν επιτρέπεται να επιβιβασθούν παραμένει πολύ υψηλός, όπως και ο αριθμός των επιβατών που θίγονται από ματαιώσεις χωρίς προειδοποίηση και μεγάλες καθυστερήσεις.
(4) Η Κοινότητα θα πρέπει συνεπώς να ανυψώσει το επίπεδο προστασίας που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός, για να ενισχυθούν τα δικαιώματα των επιβατών αφενός, και για να εξασφαλισθεί ότι οι αερομεταφορείς δρουν υπό εναρμονισμένους όρους μέσα σε μια ελευθερωμένη αγορά, αφετέρου.
[…]
(9) Για να μειωθεί ο αριθμός των επιβατών στους οποίους δεν επιτρέπεται η επιβίβαση παρά τη θέλησή τους θα πρέπει να απαιτηθεί από τους αερομεταφορείς να αναζητούν επιβάτες που θα παραχωρούν οικειοθελώς τις θέσεις τους, έναντι κάποιου οφέλους, αντί να εφαρμόζουν την άρνηση επιβίβασης στους επιβάτες, και να αποζημιώνουν πλήρως εκείνους στους οποίους δεν επιτρέπουν τελικά την επιβίβαση.»
4 Το άρθρο 2 του κανονισμού 261/2004, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», ορίζει, στα στοιχεία του ιʹ και ιβʹ, τα ακόλουθα:
«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοείται ως:
[…]
ι) “άρνηση επιβίβασης”, η άρνηση να μεταφερθούν σε μια πτήση επιβάτες, μολονότι εμφανίσθηκαν προς επιβίβαση υπό τους όρους του άρθρου 3, παράγραφος 2, εκτός εάν υπάρχουν σοβαροί λόγοι να μην τους επιτραπεί η επιβίβαση, όπως λόγοι υγείας, ασφάλειας της πτήσης ή αεροπορικής ασφάλειας, ή έλλειψης επαρκών ταξιδιωτικών εγγράφων·
[…]
ιβ) “ματαίωση”, η μη διενέργεια προηγουμένως προγραμματισθείσας πτήσεως για την οποία υπήρχε τουλάχιστον μία κράτηση θέσεως.»
5 Το άρθρο 3 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει στις παραγράφους του 1 και 2 τα εξής:
«1. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται:
α) στους επιβάτες που αναχωρούν από αερολιμένα στο έδαφος κράτους μέλους στο οποίο εφαρμόζεται η συνθήκη·
[…]
2. Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται με την προϋπόθεση ότι ο επιβάτης:
α) έχει επιβεβαιωμένη κράτηση στη συγκεκριμένη πτήση και, εκτός από την περίπτωση ματαίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 5, παρουσιάζεται στον έλεγχο εισιτηρίων:
– όπως έχει ορίσει και την ώρα που έχει υποδείξει προηγουμένως εγγράφως (ενδεχομένως με ηλεκτρονικά μέσα) ο αερομεταφορέας, ο ταξιδιωτικός πράκτορας ή ο εξουσιοδοτημένος πράκτοράς του,
ή, εφόσον δεν προσδιορίζεται ώρα,
– το αργότερο σαράντα πέντε λεπτά πριν από την αναγραφόμενη αναχώρηση της πτήσης, ή
β) έχει μεταφερθεί από τον αερομεταφορέα ή τον ταξιδιωτικό πράκτορα από την πτήση για την οποία είχε κράτηση σε άλλη πτήση, ανεξαρτήτως αιτίας.»
6 Κατά το άρθρο 4 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Άρνηση επιβίβασης»:
«1. Όταν πραγματικός αερομεταφορέας εκτιμά εύλογα ότι θα προβεί σε άρνηση επιβίβασης, αναζητεί κατά πρώτον επιβάτες διατεθειμένους να παραιτηθούν από τις κρατήσεις τους (“εθελοντές”) με αντάλλαγμα κάποιο όφελος υπό όρους που θα συμφωνηθούν μεταξύ ενδιαφερόμενου επιβάτη και πραγματικού αερομεταφορέα. Στους εθελοντές παρέχεται βοήθεια σύμφωνα με το άρθρο 8, η οποία είναι επιπρόσθετη των οφελών που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο.
2. Εάν δεν παρουσιασθεί αρκετός αριθμός εθελοντών έτσι ώστε να επιτραπεί στους εναπομένοντες επιβάτες με κρατήσεις να επιβιβασθούν στο αεροσκάφος, ο πραγματικός αερομεταφορέας μπορεί τότε να αρνηθεί σε επιβάτες την επιβίβαση παρά τη θέλησή τους.
3. Εάν υπάρξει άρνηση επιβίβασης επιβατών παρά τη θέλησή τους, ο πραγματικός αερομεταφορέας τούς αποζημιώνει αμέσως σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 και τους παρέχει βοήθεια σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 8 και 9.»
7 Το άρθρο 5 του κανονισμού 261/2004, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ματαίωση», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:
«Σε περίπτωση ματαίωσης μιας πτήσης, οι επιβάτες δικαιούνται:
[…]
γ) αποζημίωση από τον πραγματικό αερομεταφορέα σύμφωνα με το άρθρο 7, εκτός αν:
i) έχουν πληροφορηθεί τη ματαίωση δύο εβδομάδες τουλάχιστον πριν από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης, ή
ii) έχουν πληροφορηθεί τη ματαίωση μία έως δύο εβδομάδες πριν από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης και τους προσφέρεται μεταφορά με εναλλακτική πτήση, που τους επιτρέπει να φύγουν όχι περισσότερο από δύο ώρες νωρίτερα από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης και να φτάσουν στον τελικό τους προορισμό λιγότερο από τέσσερις ώρες μετά την προγραμματισμένη ώρα άφιξης, ή
iii) έχουν πληροφορηθεί τη ματαίωση λιγότερο από επτά ημέρες πριν από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης και τους προσφέρεται μεταφορά με άλλη πτήση, που τους επιτρέπει να φύγουν όχι περισσότερο από μία ώρα νωρίτερα από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης και να φτάσουν στον τελικό τους προορισμό λιγότερο από δύο ώρες μετά την προγραμματισμένη ώρα άφιξης.»
8 Το άρθρο 7 του κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα αποζημίωσης», ορίζει τα εξής:
«1. Όταν γίνεται παραπομπή στο παρόν άρθρο, ο επιβάτης λαμβάνει αποζημίωση ύψους:
α) 250 ευρώ για όλες τις πτήσεις έως και 1 500 χιλιομέτρων·
β) 400 ευρώ για όλες τις ενδοκοινοτικές πτήσεις άνω των 1 500 χιλιομέτρων και όλες τις άλλες πτήσεις μεταξύ 1 500 και 3 500 χιλιομέτρων·
γ) 600 ευρώ για όλες τις πτήσεις που δεν εμπίπτουν στα στοιχεία α) ή β).
Για τον προσδιορισμό της σχετικής απόστασης, λαμβάνεται ως βάση ο τελευταίος προορισμός στον οποίο ο επιβάτης θα φθάσει καθυστερημένα μετά την προγραμματισμένη ώρα εξαιτίας της άρνησης επιβίβασης ή της ματαίωσης.
[…]
4. Οι αποστάσεις που δίδονται στις παραγράφους 1 και 2 μετρούνται με τη μέθοδο της μεγιστοκύκλιας διαδρομής.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
9 Η FW πραγματοποίησε στη Latam Airlines κράτηση πτήσεων μετ’ επιστροφής μεταξύ Φρανκφούρτης επί του Μάιν και Μαδρίτης. Η πτήση μεταβάσεως είχε προγραμματισθεί για τις 22 Δεκεμβρίου 2017, η δε πτήση επιστροφής για τις 7 Ιανουαρίου 2018.
10 Καθόσον απέβη αδύνατο να πραγματοποιήσει στις 21 Δεκεμβρίου 2017 τον ηλεκτρονικό έλεγχο του εισιτηρίου της για την πτήση μεταβάσεως, η FW επικοινώνησε με τη Latam Airlines. Η εν λόγω εταιρία τής επισήμανε τότε ότι είχε τροποποιήσει μονομερώς και άνευ προειδοποιήσεως την κράτησή της, μεταφέροντάς την σε προηγούμενη πτήση, η οποία επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στις 20 Δεκεμβρίου 2017. Κατά την επικοινωνία αυτή, η Latam Airlines γνωστοποίησε επίσης στην FW ότι η κράτησή της για την πτήση επιστροφής της 7ης Ιανουαρίου 2018 δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθεί, επειδή η FW δεν είχε επιβιβασθεί στην πτήση μεταβάσεως.
11 Κατά συνέπεια, η FW προέβη σε κράτηση σε άλλον αερομεταφορέα, τόσο για την πτήση μεταβάσεως όσο και για την πτήση επιστροφής, και κατέβαλε 528,23 ευρώ για τα αντίστοιχα εισιτήρια. Πριν κινηθεί ένδικη διαδικασία για τη διαφορά της κύριας δίκης, η Latam Airlines είχε επιστρέψει, πάντως, στην FW ποσό 101,55 ευρώ.
12 Με απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, το Amtsgericht Frankfurt am Main (ειρηνοδικείο Φρανκφούρτης επί του Μάιν, Γερμανία) υποχρέωσε τη Latam Airlines να καταβάλει στην FW αποζημίωση ύψους 426,68 ευρώ, η οποία αντιστοιχούσε στο υπόλοιπο της δαπάνης για τα συγκεκριμένα εισιτήρια, καθώς και αποζημίωση ύψους 250 ευρώ βάσει των άρθρων 5 και 7 του κανονισμού 261/2004. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε συγκεκριμένα ότι η τροποποίηση της κρατήσεως ως προς την πτήση μεταβάσεως που επρόκειτο να πραγματοποιήσει η Latam Airlines συνιστούσε ματαίωση. Ως προς το ζήτημα αυτό, η εν λόγω απόφαση έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.
13 Αντιθέτως, το ως άνω δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της FW περί πρόσθετης αποζημιώσεως ύψους 250 ευρώ λόγω της αρνήσεως επιβιβάσεως στην πτήση επιστροφής για την οποία είχε πραγματοποιήσει κράτηση στον εν λόγω αερομεταφορέα. Κατά το ίδιο δικαστήριο, στην FW αντιτάχθηκε άρνηση επιβιβάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 4 του κανονισμού 261/2004, μολονότι αυτή δεν παρουσιάσθηκε στον έλεγχο εισιτηρίων ή στην πύλη επιβιβάσεως, όπως απαιτούν το άρθρο 2, στοιχείο ιʹ, και το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού. Ωστόσο, δεδομένου ότι για τον επιβάτη είναι αδιάφορο αν η άρνηση του μεταφορέα στηρίζεται σε ματαίωση πτήσεως ή, σε περίπτωση πραγματοποιήσεώς της, σε άρνηση επιβιβάσεως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εφάρμοσε κατ’ αναλογίαν το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σημείο i, του εν λόγω κανονισμού. Εν συνεχεία, το ως άνω δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της FW για επιδίκαση της εν λόγω πρόσθετης αποζημιώσεως, δεδομένου ότι η ενάγουσα είχε ενημερωθεί για την άρνηση επιβιβάσεως στις 21 Δεκεμβρίου 2017, ήτοι περισσότερο από δύο εβδομάδες πριν από την προγραμματισμένη ώρα αναχωρήσεως της πτήσεως επιστροφής για την οποία είχε γίνει αρχικώς κράτηση.
14 Η FW άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως της 2ας Σεπτεμβρίου 2021 ενώπιον του Landgericht Frankfurt am Main (πρωτοδικείου Φρανκφούρτης επί του Μάιν, Γερμανία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου. Η FW βάλλει κατά της κατ’ αναλογίαν εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σημείο i, του κανονισμού 261/2004 σε περίπτωση αρνήσεως επιβιβάσεως.
15 Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η υπό κρίση υπόθεση εγείρει δύο ζητήματα ερμηνείας του κανονισμού 261/2004. Κατ’ αρχάς, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν μπορεί να συντρέχει άρνηση επιβιβάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 4 του εν λόγω κανονισμού, σε περίπτωση που ο πραγματικός αερομεταφορέας γνωστοποιεί εκ των προτέρων στον επιβάτη ότι θα αρνηθεί να του επιτρέψει την επιβίβαση σε πτήση για την οποία ο επιβάτης διαθέτει επιβεβαιωμένη κράτηση. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, εγείρεται, επομένως, το ζήτημα αν το άρθρο 5 παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σημείο i, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο αφορά τη ματαίωση πτήσεως, δύναται να εφαρμοσθεί κατ’ αναλογίαν σε περίπτωση αρνήσεως επιβιβάσεως.
16 Επί του πρώτου ζητήματος, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, με απόφαση της 17ης Μαρτίου 2015, το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία) έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι δεν μπορεί να απαιτείται από τον επιβάτη να παρουσιασθεί στον έλεγχο εισιτηρίων ή προς επιβίβαση, σε περίπτωση «πρόωρης» αρνήσεως επιβιβάσεως, δηλαδή σε περίπτωση προηγουμένως γνωστοποιηθείσας στον επιβάτη τροποποιήσεως της κρατήσεως και μεταφοράς της σε άλλη πτήση ή, όπως εν προκειμένω, σε περίπτωση διαγραφής του ονόματος του επιβάτη από τον κατάλογο εκείνων στους οποίους επιτρέπεται η επιβίβαση. Συγκεκριμένα, λαμβανομένου υπόψη του υψηλού επιπέδου προστασίας των δικαιωμάτων των επιβατών που επιδιώκεται με τον κανονισμό 261/2004, δεν μπορεί να απαιτείται από τον επιβάτη να μεταβεί στο αεροδρόμιο και να ζητήσει να ταξιδεύσει, ενώ είναι ήδη δεδομένο ότι αυτό δεν θα του επιτραπεί. Το αιτούν δικαστήριο, όμως, μολονότι συντάσσεται με την εκ μέρους του Bundesgerichtshof (Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου) ερμηνεία, κρίνει, κατ’ ουσίαν, αναγκαίο να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα ως προς το ζήτημα αυτό.
17 Ως προς το δεύτερο ζήτημα και εφόσον το Δικαστήριο δεχθεί ότι, σε περίπτωση πρόωρης αρνήσεως επιβιβάσεως, ο επιβάτης δύναται να αποζημιωθεί χωρίς να απαιτείται να παρουσιασθεί στον έλεγχο εισιτηρίων ή προς επιβίβαση, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, μολονότι ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αντιμετώπισε ρητώς την περίπτωση επιβάτη στον οποίο αντιτάσσεται πρόωρη άρνηση επιβιβάσεως, ο επιβάτης αυτός βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με εκείνον του οποίου η πτήση ματαιώνεται. Κατά συνέπεια, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως επιβάλλει την κατ’ αναλογίαν εφαρμογή του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σημείο i, του κανονισμού 261/2004 στην περίπτωση των επιβατών στους οποίους αντιτάσσεται άρνηση επιβιβάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 4 του εν λόγω κανονισμού.
18 Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, σε περίπτωση ματαιώσεως της πτήσεως, το δικαίωμα αποζημιώσεως δεν έχει εφαρμογή οσάκις ο επιβάτης ενημερώθηκε για τη ματαίωση τουλάχιστον δύο εβδομάδες νωρίτερα. Το ως άνω χρονικό διάστημα θεωρείται ότι παρέχει στον επιβάτη τη δυνατότητα να προσαρμοσθεί στη νέα κατάσταση, με αποτέλεσμα να μην επέρχονται η αναστάτωση και η ταλαιπωρία λόγω των οποίων παρέχεται το δικαίωμα αποζημιώσεως του άρθρου 7 του κανονισμού 261/2004. Ομοίως, σε περίπτωση πρόωρης αρνήσεως επιβιβάσεως που γνωστοποιείται περισσότερο από δύο εβδομάδες πριν από την προγραμματισμένη ώρα αναχωρήσεως της πτήσεως, ο κατ’ αυτόν τον τρόπο ενημερωμένος επιβάτης διαθέτει επαρκή χρόνο για να προσαρμοσθεί στην εν λόγω άρνηση και να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες. Για τον επιβάτη δεν έχει σημασία το ότι δεν θα ταξιδεύσει με πτήση για την οποία πραγματοποίησε κράτηση επειδή η πτήση ματαιώθηκε εντελώς ή επειδή δεν του επιτρέπεται η επιβίβαση για άλλους λόγους, όπως στην περίπτωση υπεράριθμων κρατήσεων. Συγκεκριμένα, οι συνέπειες της ταλαιπωρίας που προκαλεί η άρνηση επιβιβάσεως είναι πανομοιότυπες με εκείνες της ματαιώσεως πτήσεως. Εάν η βούληση του νομοθέτη ήταν να μην υφίσταται δικαίωμα αποζημιώσεως σε περίπτωση ματαιώσεως πτήσεως για την οποία έχει ενημερωθεί εκ των προτέρων ο επιβάτης, η ίδια λύση θα έπρεπε να τύχει εφαρμογής σε περίπτωση πρόωρης αρνήσεως επιβιβάσεως, διότι άλλως οι θιγόμενοι από τη ματαίωση πτήσεως επιβάτες θα περιέρχονταν σε θέση κατά πολύ δυσμενέστερη από εκείνη των επιβατών στους οποίους δεν επετράπη η επιβίβαση, μολονότι οι δύο αυτές κατηγορίες βρίσκονται σε παρεμφερή κατάσταση.
19 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Landgericht Frankfurt am Main (πρωτοδικείο Φρανκφούρτης επί του Μάιν) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Έχει ο κανονισμός [261/2004] την έννοια ότι, προκειμένου να έχει αυτός εφαρμογή και να θεμελιωθεί υποχρέωση αποζημίωσης λόγω άρνησης επιβίβασης δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 3, σε συνδυασμό με το άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού, ο επιβάτης πρέπει επίσης, όπως απαιτεί το άρθρο 3, παράγραφος 2, ή το άρθρο 2, στοιχείο ιʹ, [του κανονισμού], να έχει εμφανισθεί στον έλεγχο εισιτηρίων ή, αντίστοιχα, προς επιβίβαση κατά την ώρα που του έχει υποδειχθεί ή το αργότερο σαράντα πέντε λεπτά πριν από την αναγραφόμενη ώρα αναχώρησης της πτήσης, ακόμη και σε περίπτωση κατά την οποία ο πραγματικός αερομεταφορέας έχει δηλώσει προηγουμένως ότι πρόκειται να αρνηθεί στον επιβάτη την επιβίβαση;
2) Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα:
Έχει ο κανονισμός [261/2004] την έννοια ότι, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σημείο i, του εν λόγω κανονισμού, αξιώσεις για αποζημίωση λόγω άρνησης επιβίβασης δυνάμει των άρθρων 4 και 7 αποκλείονται όταν ο επιβάτης ενημερώθηκε σχετικά με την άρνηση επιβίβασης τουλάχιστον δύο εβδομάδες πριν από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος
20 Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 261/2004, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο ιʹ, του εν λόγω κανονισμού, έχει την έννοια ότι ο πραγματικός αερομεταφορέας ο οποίος έχει ενημερώσει εκ των προτέρων επιβάτη ότι θα του αρνηθεί την επιβίβαση, παρά τη θέληση του επιβάτη, σε πτήση για την οποία ο δεύτερος διαθέτει επιβεβαιωμένη κράτηση δεν υποχρεούται να αποζημιώσει τον εν λόγω επιβάτη σε περίπτωση κατά την οποία εκείνος δεν εμφανίσθηκε προς επιβίβαση υπό τους όρους του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού.
21 Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από τις επιταγές τόσο της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας συνάγεται ότι οι όροι διατάξεως του δικαίου της Ένωσης που δεν περιέχει ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του πεδίου εφαρμογής της πρέπει κατά κανόνα να τυγχάνουν αυτοτελούς και ομοιόμορφης ερμηνείας σε ολόκληρη την Ένωση, βάσει όχι μόνον του γράμματος της διατάξεως, αλλά και του πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται και του σκοπού που επιδιώκει η οικεία ρύθμιση [αποφάσεις της 18ης Ιανουαρίου 1984, Ekro, 327/82, EU:C:1984:11, σκέψη 11, και της 25ης Ιουνίου 2020, Ministerio Fiscal (Αρχή η οποία μπορεί να παραλάβει αίτηση διεθνούς προστασίας), C‑36/20 PPU, EU:C:2020:495, σκέψη 53].
22 Επισημαίνεται ευθύς εξαρχής ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 261/2004, «[ε]άν υπάρξει άρνηση επιβίβασης επιβατών παρά τη θέλησή τους, ο πραγματικός αερομεταφορέας τούς αποζημιώνει αμέσως σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 [του εν λόγω κανονισμού] και τους παρέχει βοήθεια σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 8 και 9 [του κανονισμού]».
23 Λαμβανομένου υπόψη του γράμματος του ως άνω άρθρου 4, παράγραφος 3, ο επιβάτης μπορεί να λάβει την αποζημίωση που προβλέπει η συγκεκριμένη διάταξη μόνον εφόσον του αντιτάχθηκε «άρνηση επιβιβάσεως», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιʹ, του εν λόγω κανονισμού. Κατά τη διάταξη αυτή, ο όρος «άρνηση επιβίβασης» δηλώνει την «άρνηση να μεταφερθούν σε μια πτήση επιβάτες, μολονότι εμφανίσθηκαν προς επιβίβαση υπό τους όρους του άρθρου 3, παράγραφος 2, εκτός εάν υπάρχουν σοβαροί λόγοι να μην τους επιτραπεί η επιβίβαση, όπως λόγοι υγείας, ασφάλειας της πτήσης ή αεροπορικής ασφάλειας, ή έλλειψης επαρκών ταξιδιωτικών εγγράφων».
24 Δεδομένου ότι το άρθρο 2, στοιχείο ιʹ, του κανονισμού 261/2004 παραπέμπει στο άρθρο 3, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, επισημαίνεται ότι από την παράγραφο 1, στοιχείο αʹ, και από την παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου 3 προκύπτει ότι, σε περίπτωση κατά την οποία, όπως εν προκειμένω, ο επιβάτης διαθέτει επιβεβαιωμένη κράτηση για πτήση που αναχωρεί από αερολιμένα ευρισκόμενο στο έδαφος κράτους μέλους στο οποίο ισχύουν οι διατάξεις της Συνθήκης, η έννοια της «αρνήσεως επιβιβάσεως» προϋποθέτει είτε ότι ο συγκεκριμένος επιβάτης, εκτός από την περίπτωση ματαιώσεως κατά το άρθρο 5 του εν λόγω κανονισμού, παρουσιάζεται στον έλεγχο εισιτηρίων όπως έχει ορίσει και την ώρα που έχει προηγουμένως υποδείξει εγγράφως ο αερομεταφορέας, ο ταξιδιωτικός πράκτορας ή ο εξουσιοδοτημένος πράκτορας ή, εάν δεν υπάρχει σχετική ένδειξη, το αργότερο σαράντα πέντε λεπτά πριν από την αναγραφόμενη ώρα αναχωρήσεως, είτε ότι ο επιβάτης έχει μεταφερθεί από τον αερομεταφορέα ή τον ταξιδιωτικό πράκτορα από την πτήση για την οποία είχε κράτηση σε άλλη πτήση, ανεξαρτήτως αιτίας.
25 Λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 22 έως 24 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να εξετασθεί, πρώτον, αν η έννοια της «αρνήσεως επιβιβάσεως» καταλαμβάνει την πρόωρη άρνηση επιβιβάσεως, ήτοι την περίπτωση κατά την οποία ο πραγματικός αερομεταφορέας ενημερώνει εκ των προτέρων τον επιβάτη ότι δεν θα του επιτρέψει την επιβίβαση, παρά τη θέληση του επιβάτη, σε πτήση για την οποία ο δεύτερος διαθέτει επιβεβαιωμένη κράτηση και, δεύτερον, αν η υποχρέωση του επιβάτη να παρουσιασθεί στον έλεγχο εισιτηρίων επιβάλλεται και στην περίπτωση τέτοιας αρνήσεως επιβιβάσεως.
26 Επί του πρώτου ζητήματος, υπενθυμίζεται ότι ο κανονισμός 261/2004 κατάργησε τον κανονισμό 295/91, με τον οποίο είχε θεσπισθεί καθεστώς προστασίας έναντι της αρνήσεως επιβιβάσεως. Εντούτοις, εκδίδοντας τον προϊσχύσαντα κανονισμό, ο νομοθέτης της Ένωσης είχε ως αποκλειστικό σκοπό την αντιμετώπιση της πρακτικής των υπεράριθμων κρατήσεων στην οποία επιδίδονταν υπέρμετρα οι αερομεταφορείς. Ως εκ τούτου, ο κανονισμός 295/91 απλώς θέσπιζε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου του 1, «ελάχιστους κοινούς κανόνες που εφαρμόζονται στους επιβάτες σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης σε τακτική πτήση, με υπεράριθμες κρατήσεις θέσεων» (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 2012, Finnair, C‑22/11, EU:C:2012:604, σκέψη 20, και της 4ης Οκτωβρίου 2012, Rodríguez Cachafeiro και Martínez-Reboredo Varela-Villamor, C‑321/11, EU:C:2012:609, σκέψη 22).
27 Αντιθέτως, η έννοια της «αρνήσεως επιβιβάσεως», κατά το άρθρο 2, στοιχείο ιʹ, του κανονισμού 261/2004, παραλείπει κάθε μνεία της αιτίας για την οποία ο μεταφορέας αρνείται να μεταφέρει τον επιβάτη. Επομένως, το γράμμα της ως άνω διατάξεως δεν συνδέει πλέον την εν λόγω άρνηση με μια κατάσταση «υπεράριθμων κρατήσεων» στην οικεία πτήση, την οποία δημιούργησε ο αερομεταφορέας για οικονομικούς λόγους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο νομοθέτης της Ένωσης διεύρυνε το σημασιολογικό περιεχόμενο της έννοιας της «αρνήσεως επιβιβάσεως» ώστε να καταλαμβάνει το σύνολο των περιπτώσεων στις οποίες ο αερομεταφορέας αρνείται να μεταφέρει επιβάτη (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 2012, Finnair, C‑22/11, EU:C:2012:604, σκέψεις 19, 21 και 22, και της 4ης Οκτωβρίου 2012, Rodríguez Cachafeiro και Martínez-Reboredo Varela-Villamor, C‑321/11, EU:C:2012:609, σκέψεις 21, 23 και 24).
28 Ως εκ τούτου, κατ’ αρχήν, η έννοια της «αρνήσεως επιβιβάσεως» καταλαμβάνει την πρόωρη άρνηση επιβιβάσεως, υπό την προϋπόθεση ότι ο επιβάτης εμφανίσθηκε εγκαίρως προς επιβίβαση, σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο ιʹ, του εν λόγω κανονισμού.
29 Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από τελολογικές εκτιμήσεις. Πράγματι, τυχόν αποκλεισμός της περιπτώσεως πρόωρης αρνήσεως επιβιβάσεως από την έννοια της «αρνήσεως επιβιβάσεως», κατά το άρθρο 2, στοιχείο ιʹ, του κανονισμού 261/2004, θα μείωνε ουσιωδώς την προστασία που παρέχεται στους επιβάτες βάσει του εν λόγω κανονισμού. Ως εκ τούτου, τέτοια εξαίρεση θα αντέβαινε στον παρατιθέμενο στην αιτιολογική σκέψη 1 σκοπό του κανονισμού, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας του επιβατικού κοινού και ο οποίος δικαιολογεί ευρεία ερμηνεία των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στο εν λόγω κοινό. Επιπλέον, θα είχε ως συνέπεια να μην προστατεύονται καθόλου οι επιβάτες οι οποίοι βρίσκονται σε κατάσταση για την οποία δεν ευθύνονται οι ίδιοι, όπως και στην περίπτωση των υπεράριθμων κρατήσεων για οικονομικούς λόγους, και να στερούνται τη δυνατότητα επικλήσεως του άρθρου 4 του ίδιου κανονισμού (πρβλ. απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2012, Finnair, C‑22/11, EU:C:2012:604, σκέψεις 23 και 24).
30 Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα που μνημονεύεται στη σκέψη 25 της παρούσας αποφάσεως, η γραμματική ερμηνεία του άρθρου 2, στοιχείο ιʹ, του κανονισμού 261/2004, σε συνδυασμό με το άρθρο του 3 παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και παράγραφος 2, συνηγορεί υπέρ του ότι «άρνηση επιβιβάσεως» που αντιτάσσεται σε επιβάτη μπορεί να συντρέχει μόνον εφόσον αυτός παρουσιάσθηκε στον έλεγχο εισιτηρίων.
31 Εντούτοις, η ως άνω ερμηνεία δεν μπορεί να γίνει δεκτή σε περίπτωση πρόωρης αρνήσεως επιβιβάσεως.
32 Πράγματι, αφενός, όπως εξέθεσε η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, από συστηματική ανάλυση του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ερμηνευομένου σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο ιʹ, του κανονισμού 261/2004, συνάγεται ότι η απαίτηση να εμφανίζονται οι επιβάτες προς επιβίβαση δεν πρέπει, λαμβανομένου επίσης υπόψη του ότι μια άρνηση επιβιβάσεως μπορεί να αντιταχθεί και πρόωρα, να πληρούται κατ’ ανάγκην σε περίπτωση κατά την οποία οι επιβάτες έχουν μεταφερθεί, από τον αερομεταφορέα ή από τον ταξιδιωτικό πράκτορα, από την πτήση για την οποία είχαν πραγματοποιήσει κράτηση σε άλλη πτήση. Μια τέτοια περίπτωση δεν διαφέρει, κατ’ ουσίαν, από εκείνην όπου ο αερομεταφορέας γνωστοποιεί εκ των προτέρων στον επιβάτη ότι δεν θα του επιτρέψει την επιβίβαση στην πτήση για την οποία ο δεύτερος διαθέτει επιβεβαιωμένη κράτηση, πράγμα που καθιστά, επομένως, αναγκαία την εκ μέρους του συγκεκριμένου επιβάτη κράτηση σε άλλη πτήση, όπως θα συνέβαινε αν ο αερομεταφορέας είχε μεταφέρει την κράτηση του επιβάτη σε άλλη πτήση.
33 Αφετέρου, από τον υπομνησθέντα στη σκέψη 26 της παρούσας αποφάσεως σκοπό που επιδιώκει ο κανονισμός 295/91 συνάγεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης, θεσπίζοντας μεταγενέστερα το άρθρο 2, στοιχείο ιʹ, και το άρθρο 4 του κανονισμού 261/2004, είχε κυρίως υπόψη του τις περιπτώσεις αρνήσεως επιβιβάσεως οι οποίες, όπως και οι προκαλούμενες από την πρακτική των υπεράριθμων κρατήσεων, ανακύπτουν την τελευταία στιγμή, δηλαδή ακριβώς κατά τον χρόνο αφίξεως των επιβατών στον αερολιμένα. Στο πλαίσιο αυτό, καθίσταται αντιληπτός ο λόγος για τον οποίο ο νομοθέτης της Ένωσης διατήρησε στον κανονισμό 261/2004 την απαίτηση να παρουσιάζεται ο επιβάτης στον έλεγχο εισιτηρίων, δεδομένου ότι η συνδρομή τέτοιων περιπτώσεων μπορεί, κατ’ αρχήν, να διαπιστωθεί μόνον κατά τον έλεγχο εισιτηρίων.
34 Επομένως, προκύπτει ότι, κατά την κατάρτιση του κανονισμού 261/2004, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν είχε υπόψη του την περίπτωση κατά την οποία ο πραγματικός αερομεταφορέας ενημερώνει τους επιβάτες πριν από την προγραμματισμένη πτήση για την οποία αυτοί διαθέτουν επιβεβαιωμένη κράτηση ότι δεν θα τους επιτρέψει να επιβιβασθούν στο αεροσκάφος που πρόκειται να πραγματοποιήσει τη συγκεκριμένη πτήση.
35 Εντούτοις, το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 261/2004, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο ιʹ, και το άρθρο 3, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εκφράζει συνειδητή βούληση του νομοθέτη της Ένωσης να αποκλείσει άνευ ετέρου κάθε περίπτωση αποζημιώσεως επιβάτη στον οποίο αντιτάσσεται πρόωρη άρνηση επιβιβάσεως, επειδή αυτός δεν παρουσιάσθηκε στον έλεγχο εισιτηρίων. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι ως άνω διατάξεις δεν εξαρτούν, σε όλες τις περιπτώσεις, την αποζημίωση λόγω αρνήσεως επιβιβάσεως από την προϋπόθεση ότι οι οικείοι επιβάτες παρουσιάσθηκαν στον έλεγχο εισιτηρίων.
36 Αντιθέτως, ερμηνεία του κανονισμού 261/2004 η οποία, προκειμένου να καταστεί δυνατή η καταβολή αποζημιώσεως στους επιβάτες στους οποίους δεν επετράπη η επιβίβαση, τους απαλλάσσει από την υποχρέωση να παρουσιασθούν στον έλεγχο εισιτηρίων, ώστε να αποφύγουν μια περιττή διατύπωση, συμβάλλει στην επίτευξη του σκοπού του εν λόγω κανονισμού, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας του επιβατικού κοινού.
37 Πράγματι, από τις αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 4 του εν λόγω κανονισμού, ιδίως δε από την αιτιολογική σκέψη 2, προκύπτει ότι ο κανονισμός αποσκοπεί στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, ανεξαρτήτως του εάν αντιμετωπίζουν άρνηση επιβιβάσεως, ματαίωση πτήσεως ή μεγάλη καθυστέρηση, δεδομένου ότι όλοι υφίστανται παρόμοια σοβαρή αναστάτωση και ταλαιπωρία που συνδέεται με τις αερομεταφορές (αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 2009, Sturgeon κ.λπ., C‑402/07 και C‑432/07, EU:C:2009:716, σκέψη 44, και της 29ης Ιουλίου 2019, Rusu, C‑354/18, EU:C:2019:637, σκέψη 26). Ως εκ τούτου, οι διατάξεις που θεσπίζουν δικαιώματα υπέρ των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αναγνωρίζουν δικαίωμα αποζημιώσεως, πρέπει να ερμηνεύονται ευρέως (πρβλ. απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2009, Sturgeon κ.λπ. (C‑402/07 και C‑432/07, EU:C:2009:716, σκέψη 45).
38 Επομένως, από τη συστηματική και τελολογική ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 261/2004, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο ιʹ, και το άρθρο 3, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, προκύπτει ότι ο επιβάτης δεν υποχρεούται να παρουσιασθεί στον έλεγχο εισιτηρίων οσάκις ο πραγματικός αερομεταφορέας τού έχει γνωστοποιήσει εκ των προτέρων ότι, παρά τη θέληση του επιβάτη, δεν θα του επιτρέψει την επιβίβαση σε πτήση για την οποία ο επιβάτης διαθέτει επιβεβαιωμένη κράτηση.
39 Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 261/2004, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο ιʹ, του εν λόγω κανονισμού, έχει την έννοια ότι ο πραγματικός αερομεταφορέας ο οποίος έχει ενημερώσει εκ των προτέρων επιβάτη ότι δεν θα του επιτρέψει την επιβίβαση, παρά τη θέληση του επιβάτη, σε πτήση για την οποία ο δεύτερος διαθέτει επιβεβαιωμένη κράτηση υποχρεούται να αποζημιώσει τον εν λόγω επιβάτη ακόμη και σε περίπτωση κατά την οποία εκείνος δεν εμφανίσθηκε προς επιβίβαση υπό τους όρους του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού.
Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος
40 Μολονότι το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα υποβλήθηκε μόνο για την περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να απαντήσει σε αυτό υπό το πρίσμα των διευκρινίσεων του αιτούντος δικαστηρίου οι οποίες συνοψίζονται στη σκέψη 17 της παρούσας αποφάσεως. Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα είναι αναγκαία σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει, απαντώντας στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, ότι επιβάτης στον οποίο γνωστοποιήθηκε πρόωρη άρνηση επιβιβάσεως μπορεί να αποζημιωθεί χωρίς να απαιτείται να παρουσιασθεί στον έλεγχο εισιτηρίων.
41 Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σημείο i, του κανονισμού 261/2004 έχει την έννοια ότι η συγκεκριμένη διάταξη, με την οποία εισάγεται εξαίρεση από το δικαίωμα αποζημιώσεως των επιβατών σε περίπτωση ματαιώσεως πτήσεως, τυγχάνει εφαρμογής και σε περίπτωση κατά την οποία ο επιβάτης έχει ενημερωθεί δύο τουλάχιστον εβδομάδες πριν από την προγραμματισμένη ώρα αναχωρήσεως της πτήσεως ότι ο πραγματικός αερομεταφορέας θα αρνηθεί να τον μεταφέρει, παρά τη θέληση του επιβάτη, με συνέπεια εκείνος να μην απολαύει του δικαιώματος αποζημιώσεως λόγω αρνήσεως επιβιβάσεως το οποίο προβλέπει το άρθρο 4 του κανονισμού.
42 Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σημείο i, του κανονισμού 261/2004, οι επιβάτες των οποίων η πτήση ματαιώνεται δικαιούνται αποζημίωση από τον πραγματικό αερομεταφορέα σύμφωνα με το άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού, εκτός εάν έχουν ενημερωθεί για τη ματαίωση της πτήσεως τουλάχιστον δύο εβδομάδες πριν από την προγραμματισμένη ώρα αναχωρήσεως. Επιπλέον, το άρθρο 4, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι, «[ε]άν υπάρξει άρνηση επιβίβασης επιβατών παρά τη θέλησή τους, ο πραγματικός αερομεταφορέας τούς αποζημιώνει αμέσως σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 [του εν λόγω κανονισμού] και τους παρέχει βοήθεια σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 8 και 9 [του κανονισμού]».
43 Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, ο παρατιθέμενος στην αιτιολογική σκέψη 1 σκοπός του κανονισμού 261/2004, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας του επιβατικού κοινού, δικαιολογεί ευρεία ερμηνεία των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στο εν λόγω κοινό (πρβλ. απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2012, Finnair, C‑22/11, EU:C:2012:604, σκέψη 23). Αντιθέτως, τυχόν εξαίρεση από τις διατάξεις βάσει των οποίων παρέχονται δικαιώματα στους επιβάτες πρέπει να ερμηνεύεται στενά (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2008, Wallentin-Hermann, C‑549/07, EU:C:2008:771, σκέψη 17, και της 4ης Οκτωβρίου 2012, Finnair, C‑22/11, EU:C:2012:604, σκέψη 38).
44 Ως εκ τούτου, το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σημείο i, του ως άνω κανονισμού πρέπει να ερμηνεύεται στενά, δεδομένου ότι η συγκεκριμένη διάταξη απαλλάσσει, σε περίπτωση ματαιώσεως πτήσεως, τον πραγματικό αερομεταφορέα από την καταβολή της αποζημιώσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 7 του κανονισμού, εφόσον ο αερομεταφορέας έχει ενημερώσει τους επιβάτες για τη ματαίωση της πτήσεως τουλάχιστον δύο εβδομάδες πριν από την προγραμματισμένη ώρα αναχωρήσεως.
45 Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σημείο i, του κανονισμού 261/2004 δεν αφορά την περίπτωση αρνήσεως επιβιβάσεως, αλλά αποκλειστικώς την περίπτωση ματαιώσεως πτήσεως, ήτοι, σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο ιβʹ, του εν λόγω κανονισμού, την περίπτωση κατά την οποία δεν πραγματοποιήθηκε αρχικώς προγραμματισθείσα πτήση για την οποία υπήρχε τουλάχιστον μία κράτηση θέσεως.
46 Επιπλέον, το άρθρο 4, παράγραφος 3, του ως άνω κανονισμού δεν προβλέπει ότι ο πραγματικός αερομεταφορέας μπορεί να απαλλαγεί από την υποχρέωσή του να αποζημιώσει τους επιβάτες βάσει του άρθρου 7 του κανονισμού, εάν τους ενημερώσει τουλάχιστον δύο εβδομάδες πριν από την προγραμματισμένη ώρα αναχωρήσεως ότι δεν θα τους επιτραπεί η επιβίβαση (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 10ης Ιανουαρίου 2006, IATA και ELFAA, C‑344/04, EU:C:2006:10, σκέψη 37, και της 4ης Οκτωβρίου 2012, Finnair, C‑22/11, EU:C:2012:604, σκέψη 36). Συνεπώς, η υπομνησθείσα στη σκέψη 44 της παρούσας αποφάσεως αρχή περί στενής ερμηνείας επιβάλλει να εφαρμόζεται η εξαίρεση από το δικαίωμα αποζημιώσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σημείο i, του κανονισμού 261/2004 αποκλειστικώς και μόνον στις περιπτώσεις ματαιώσεως που αφορά η συγκεκριμένη διάταξη, χωρίς να δύναται να επεκταθεί η εφαρμογή της και στις διαλαμβανόμενες στο άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού περιπτώσεις αρνήσεως επιβιβάσεως.
47 Ως εκ τούτου, λαμβανομένου υπόψη του παρατιθέμενου στην αιτιολογική σκέψη 1 σκοπού του ως άνω κανονισμού, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας του επιβατικού κοινού, το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σημείο i, του κανονισμού δεν μπορεί να εφαρμοσθεί κατ’ αναλογίαν, στο πλαίσιο αρνήσεως επιβιβάσεως, προκειμένου να περιορισθεί η έκταση του δικαιώματος αποζημιώσεως που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού.
48 Η ερμηνεία αυτή δεν αναιρείται από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως την οποία μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο. Πράγματι, όπως επισήμανε η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η αρχή αυτή, η οποία επιτάσσει να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά παρεμφερείς καταστάσεις, ούτε να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο διαφορετικές μεταξύ τους καταστάσεις, εκτός αν η διαφορετική αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (απόφαση της 14ης Ιουλίου 2022, Επιτροπή κατά VW κ.λπ., C‑116/21 P έως C‑118/21 P, C‑138/21 P και C‑139/21 P, EU:C:2022:557, σκέψη 95 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής εν προκειμένω, στο μέτρο που, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 45 και 46 της παρούσας αποφάσεως, οι καταστάσεις που έχουν ως αποτέλεσμα άρνηση επιβιβάσεως ή ματαίωση πτήσεως δεν είναι παρεμφερείς, καθόσον ρυθμίστηκαν με διαφορετικό τρόπο από τον νομοθέτη της Ένωσης με τα άρθρα 4 και 5 του κανονισμού 261/2004 και διέπονται από εν μέρει διαφορετικούς κανόνες δικαίου, όπως είναι η εξαίρεση από το δικαίωμα αποζημιώσεως η οποία προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σημείο i, όχι όμως και στο άρθρο 4, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού.
49 Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σημείο i, του κανονισμού 261/2004 έχει την έννοια ότι η συγκεκριμένη διάταξη, με την οποία εισάγεται εξαίρεση από το δικαίωμα αποζημιώσεως των επιβατών σε περίπτωση ματαιώσεως πτήσεως, δεν τυγχάνει εφαρμογής σε περίπτωση κατά την οποία ο επιβάτης έχει ενημερωθεί δύο τουλάχιστον εβδομάδες πριν από την προγραμματισμένη ώρα αναχωρήσεως της πτήσεως ότι ο πραγματικός αερομεταφορέας θα αρνηθεί να τον μεταφέρει, παρά τη θέληση του επιβάτη, με συνέπεια εκείνος να μην απολαύει του δικαιώματος αποζημιώσεως λόγω αρνήσεως επιβιβάσεως το οποίο προβλέπει το άρθρο 4 του κανονισμού.
Επί των δικαστικών εξόδων
50 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 295/91, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο ιʹ, του κανονισμού 261/2004,
έχει την έννοια ότι:
ο πραγματικός αερομεταφορέας ο οποίος έχει ενημερώσει εκ των προτέρων επιβάτη ότι δεν θα του επιτρέψει την επιβίβαση, παρά τη θέληση του επιβάτη, σε πτήση για την οποία ο δεύτερος διαθέτει επιβεβαιωμένη κράτηση υποχρεούται να αποζημιώσει τον εν λόγω επιβάτη ακόμη και σε περίπτωση κατά την οποία εκείνος δεν εμφανίσθηκε προς επιβίβαση υπό τους όρους του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού.
2) Το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σημείο i, του κανονισμού 261/2004
έχει την έννοια ότι:
η συγκεκριμένη διάταξη, με την οποία εισάγεται εξαίρεση από το δικαίωμα αποζημιώσεως των επιβατών σε περίπτωση ματαιώσεως πτήσεως, δεν τυγχάνει εφαρμογής σε περίπτωση κατά την οποία ο επιβάτης έχει ενημερωθεί δύο τουλάχιστον εβδομάδες πριν από την προγραμματισμένη ώρα αναχωρήσεως της πτήσεως ότι ο πραγματικός αερομεταφορέας θα αρνηθεί να τον μεταφέρει, παρά τη θέληση του επιβάτη, με συνέπεια εκείνος να μην απολαύει του δικαιώματος αποζημιώσεως λόγω αρνήσεως επιβιβάσεως το οποίο προβλέπει το άρθρο 4 του κανονισμού.
(υπογραφές)