Απορρίφθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο ως αβάσιμοι όλοι οι λόγοι αναίρεσης της εφετειακής απόφασης από την πλοιοκτήτρια εταιρεία, επισημαίνοντας ότι υπήρχε βαριά αμέλεια των υπεύθυνων υπαλλήλων.
Τέλος στις αιτιάσεις της πλοιοκτήτριας εταιρείας για τη φωτιά στο Norman Atlantic έβαλε ο Άρειος Πάγος επικυρώνοντας την εφετειακή απόφαση για αποζημίωση 380.000 ευρώ σε συγγενείς οδηγού αυτοκινήτου, ο οποίος έχασε τη ζωή του στο μοιραίο δρομολόγιο Πάτρα – Ηγουμενίτσα – Ανκόνα στις 28 Δεκεμβρίου 2014, λίγο πριν τις 6 τα ξημερώματα.
Το Norman Atlantic ήταν επιβατικό- οχηματαγωγό πλοίο ιταλικής πλοιοκτησίας και σημαίας, της εταιρείας «Visemar di Navigazione S.R.l.», ναυλωμένο από την εταιρεία ΑΝΕΚ Α.Ε.
Στο πλοίο επέβαιναν 483 άτομα, από τα οποία 427 ήταν επιβάτες και τα 56 μέλη του πληρώματος. Εξ΄ αυτών, έχασαν τη ζωή τους 11 άνθρωποι, τρεις Έλληνες, δύο Ιταλοί, δύο Γερμανοί, ένας Τούρκος, ένας Γεωργιανός και δύο Αλβανοί ναύτες. Οι δύο τελευταίοι, συμμετείχαν στην επιχείρηση ρυμούλκησης του πλοίου.
Ορισμένοι από τους 11 κάηκαν παγιδευμένοι στο γκαράζ του πλοίου, ενώ άλλοι χάθηκαν στα κύματα της θάλασσας. Μάλιστα, για την αναγνώριση ορισμένων σορών χρειάστηκε να ακολουθηθεί η μέθοδος ανάλυσης DNA.
Άμεση ήταν η κινητοποίηση των παραπλεόντων πλοίων, μετά το σήμα κινδύνου παρά τις πολύ κακές καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν ξεκίνησε η επιχείρηση εκκένωσης του φλεγόμενου πλοίου.
Οι συγγενείς του οδηγού, δηλαδή η μητέρα, τα δύο παιδιά και τα δύο αδέλφια του, προσέφυγαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά και ακολούθησε το Εφετείο Πειραιά. Και από τα δύο δικαστήρια δικαιώθηκαν.
Όπως καταγράφει στο protothema.gr ο Παναγιώτης Τσιμπούκης οι δικαστές επιδίκασαν στην πλοιοκτήτρια εταιρεία να καταβάλει νομιμοτόκως από την ημέρα κατάθεσης της αγωγής τους, ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική τους οδύνη που υπέστησαν το ποσό των 100.000 ευρώ στην μητέρα, το ποσό των 100.000 ευρώ σε καθένα από τα δύο παιδιά και από 40.000 ευρώ σε κάθε ένα από τα δύο αδέλφια του (συνολικά 380.000 ευρώ).
Με την αρχική αγωγή τους οι συγγενείς ζητούσαν να τους καταβληθεί από 1.000.000 ευρώ στην μητέρα και τα δύο παιδιά και από 800.000 ευρώ στον καθένα από τα δύο αδέλφια (σύνολο 4,6 εκατ. ευρώ).
Φωτιά στο Norman Atlantic: Η αγωγή των συγγενών
Στην αγωγή που έγινε δεκτή από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά και το Εφετείο Πειραιά οι συγγενείς στην αγωγή τους επικαλέσθηκαν ότι «από τις πόρτες πυρασφάλειας του πλοίου, η μία εξ αυτών δεν έκλεινε σωστά, κατά τη διάρκεια ελέγχου υδατοστεγανότητας στους χώρους του γκαράζ παρατηρήθηκε μικρή διαρροή από τη ράμπα που οδηγεί από το κύριο κατάστρωμα οχημάτων στο από κάτω κατάστρωμα, ενώ το επί του πλοίου πλάνο έρευνας διάσωσης δεν είχε εγκριθεί από το ΕΚΣΕΔ του Πειραιά».
Παράλληλα, ισχυρίστηκαν ότι «κατά τον απόπλου το γκαράζ δεν παρέμεινε κλειστό κατά παράβαση της διεθνούς νομοθεσίας και στο γκαράζ του πλοίου κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, παρέμεναν φορτηγά με αναμμένη μηχανή για να θέτουν σε κίνηση τους κινητήρες τους, προκειμένου να λειτουργούν τα ψυκτικά μηχανήματα τους, με την ανοχή του πλοιάρχου και κάθε άλλου υπεύθυνου, λόγω πλημμελούς ελέγχου και διαχειρίσεως εκ μέρους των υπευθύνων του πλοίου».
Σύμφωνα με τις καταγγελίες τους «οι υπεύθυνοι του πλοίου έθεσαν εκτός λειτουργίας το σύστημα πυρανιχνεύσεως και αυτόματης πυροσβέσεως, με αποτέλεσμα να μην λειτουργήσει κατά το χρόνο εκδηλώσεως της πυρκαγιάς, ενώ το πλήρωμα του πλοίου ήταν ανεπαρκές και ανεκπαίδευτο για να σβήσει τη φωτιά και να οργανώσει τη διάσωση των επιβατών».
Αντιθέτως, τονιζόταν στην αγωγή ότι «ο πλοίαρχος συναίνεσε στην υπερφόρτωση του πλοίου, επέτρεψε να παραμείνει ανοικτό το γκαράζ κατά τον απόπλου και την κυκλοφορία επιβατών σε αυτό και επέτρεψε σε οχήματα να θέτουν σε λειτουργία τις μηχανές τους, άλλως γνώριζε ότι υπήρχε αυτό το ενδεχόμενο λόγω της ελλείψεως των ρευματοληπτών», ενώ απενεργοποίησε το σύστημα πυρανιχνεύσεως και πυροσβέσεως και δεν έθεσε σε λειτουργία τον συναγερμό εγκαταλείψεως του πλοίου, αλλά και δεν οργάνωσε έγκαιρα την εγκατάλειψη του πλοίου με συγκέντρωση των επιβατών στους σταθμούς της διαίρεσης και καθαίρεση των σωσιβίων λέμβων».
Μεταξύ άλλων οι συγγενείς του θύματος σημείωναν πως «η φωτιά, η οποία ξεκίνησε από το γκαράζ του πλοίου και επεκτάθηκε σε όλα τα καταστρώματα, οφείλεται αφενός στις ελλείψεις του πλοίου, οι οποίες ήταν γνωστές στις εταιρείες, αφετέρου στην παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων οργάνων των εταιρειών και των βοηθών εκπληρώσεως αυτών και δη του πλοιάρχου, των λοιπών αξιωματούχων και του πληρώματος, οι οποίοι ηθελημένα, άλλως από βαρύτατη αμέλεια δημιούργησαν τις ως άνω κατάλληλες συνθήκες για την πρόκληση της φωτιάς».
Επισημαίνεται, επίσης, στην αγωγή, ότι στο μηχανοστάσιο «διαπιστώθηκε έλλειψη επαναφορτιζόμενων φώτων εκ του συνόλου του συμπληρωματικού εφεδρικού φωτισμού στις εξόδους διαφυγής από το μηχανοστάσιο και έλλειψη πλάνων σήμανσης των κύριων και δευτερευουσών διαδρομών, ενώ είχε κριθεί αναγκαία η συμπλήρωση της σήμανσης που οδηγεί στους σταθμούς συγκεντρώσεως του πλοίου».
Η κρίση του Άρειου Πάγου για την αποζημίωση
Απάντηση στην έφεση της πλοιοκτήτριας εταιρείας, που επικαλέσθηκε ότι οι εφέτες παραβίασαν διεθνείς Συμβάσεις (του Μόντρεαλ του 1999, της Βαρσοβίας και των Αθηνών της 13-12-1974), διατάξεις του Αστικού Κώδικα, ενώ ισχυρίστηκε ακόμη ότι η αποζημίωση που επιδικάστηκε ήταν υπερβολικά μεγάλη, έδωσε ο Άρειος Πάγος.
Σύμφωνα με τους αρεοπαγίτες του Α1 Πολιτικού Τμήματος απέρριψαν ως αβάσιμους όλους τους λόγους αναιρέσεως που προέβαλε η εταιρεία, επισημαίνοντας ότι υπήρχε βαριά αμέλεια των υπεύθυνων υπαλλήλων (πλοιάρχου, κ.λπ.).
Δεν παραλείπουν οι αρεοπαγίτες, να επισημάνουν, ότι η αγωγή των συγγενών «κρίνεται ορισμένη, καθόσον τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της περιστατικά, αληθή υποτιθέμενα, αρκούν για να θεμελιώσουν τις σχετικές αξιώσεις από την προκληθεί σ’ αυτούς ψυχική οδύνη συνεπεία του θανάτου του συγγενούς τους που επέβαινε στο πλοίο, βάσει συμβάσεως διεθνούς μεταφοράς, εξαιτίας ναυτικού συμβάντος και δη πυρκαγιάς στο πλοίο, κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, που οφείλεται στις αναφερόμενες στην αγωγή υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις της ενάγουσας (σ.σ.: εταιρείας) και των προστηθέντων προσώπων και βοηθών εκπληρώσεως για την εκτέλεση της μεταφοράς, πλοιάρχου και μελών του πληρώματος».
Σύμφωνα με την αρεοπαγιτική απόφαση, το Εφετείο του Πειραιά, δεν παραβίασε «τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις της Διεθνούς Συμβάσεως των Αθηνών της 13-12-1974, και των άρθρων 914, 932 του Αστικού Κώδικα», κ.λπ.
Ως προς τους ισχυρισμούς της εταιρείας ότι επιδικάστηκε υψηλή αποζημίωση, ο Άρειος Πάγος τους αντέκρουσε, υπογραμμίζοντας ότι το Εφετείο «δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, δεδομένου ότι τα ποσά αυτά, κατά την κοινή πείρα, την δικαστηριακή πρακτική και τη συνείδηση για το δίκαιο, δεν υπερτερούν, καταφανώς, εκείνων που συνήθως επιδικάζονται σε παρόμοιες περιπτώσεις χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης και δεν είναι υπερβολικά».