ΑΠΟΦΑΣΗ
Pająk κ.α. κατά Πολωνίας της 24.10.2023 (αριθ. προσφ. 25226/18, 25805/18, 8378/19 and 43949/19).
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι προσφεύγουσες, γυναίκες δικαστίνες, διαμαρτυρήθηκαν για νομοθετικές τροποποιήσεις που μείωσαν το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης των δικαστών από τα 67 στα 60 έτη για τις γυναίκες και στα 65 έτη για τους άνδρες. Για να παραμείνουν στο σώμα θα έπρεπε λάβουν την έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου («ΕΔΣ»).
Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι δικαστές θα πρέπει να απολαμβάνουν προστασίας από αυθαίρετες αποφάσεις της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας και ότι μόνο η εποπτεία από ανεξάρτητο δικαστικό όργανο για την νομιμότητα ενός αμφισβητούμενου μέτρου θα μπορούσε να καταστήσει αποτελεσματική την προστασία αυτή.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι αποφάσεις που ελήφθησαν για κάθε προσφεύγουσα από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και από το ΕΔΣ συνιστούσαν αυθαίρετη και παράνομη παρέμβαση, στον τομέα της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και της προστασίας από την παύση από το δικαστικό αξίωμα, εκ μέρους του εκπροσώπου της εκτελεστικής εξουσίας και του οργάνου (ΕΔΣ) που υπάγεται στην εξουσία αυτή. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το δικαίωμα πρόσβασης των προσφευγουσών σε δικαστήριο είχε ως εκ τούτου προσβληθεί στον πυρήνα του και διαπίστωσε την παραβίασης αυτή (άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ)
Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η καταγγελλόμενη νομοθεσία εισήγαγε σαφώς διαφορετική μεταχείριση, λόγω φύλου, όσον αφορά την ηλικία υποχρεωτικής συνταξιοδότησης για μέλη του ίδιου επαγγέλματος. Σημείωσε ότι ο εργασιακός βίος των προσφευγουσών είχε διακοπεί πέντε χρόνια νωρίτερα από αυτόν των ανδρών δικαστών υπό παρόμοιες συνθήκες και ότι η υποχρεωτική πρόωρη συνταξιοδότησή τους είχε προφανείς αρνητικές επιπτώσεις στη σταδιοδρομία τους και στις προοπτικές τους όσον αφορά την επαγγελματική και προσωπική τους ανάπτυξη. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε παραβίαση και του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής) όσον αφορά τις κες Pająk, Kuzak και Jezierska.
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε για αποζημίωση και ηθική βλάβη στις τρεις προσφεύγουσες από 26.000 ευρώ σε κάθε μία, σε μία προσφεύγουσα 20.000 ευρώ και τα έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6,
Άρθρο 8,
Άρθρο 14
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγουσες, Lucyna Pająk, Marta Kuzak, Elżbieta Kabzińska και Danuta Jezierska, είναι υπήκοοι και κάτοικοι Πολωνίας που γεννήθηκαν μεταξύ 1953 και 1957. Το 2017 και το 2018 τέθηκαν σε ισχύ ο νόμος της 12.07.2017 (για την τροποποίηση του νόμου περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων – νόμος της 27.07.2001 «νόμος Pusp» – και ορισμένοι άλλοι νόμοι), ο νόμος της 16.11.2016 (για την τροποποίηση του νόμου περί συνταξιοδότησης και συντάξεων του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων και ορισμένων άλλων νόμων) και ο νόμος της 12.04.2018 (για περαιτέρω τροποποίηση του νόμου Pusp).
Ως αποτέλεσμα της έναρξης ισχύος αυτών των νόμων, η ηλικία συνταξιοδότησης των δικαστών μειώθηκε από τα 67 στα 60 έτη για τις γυναίκες και στα 65 έτη για τους άνδρες. Η νομοθεσία αυτή εξαρτούσε επίσης τη συνέχιση των καθηκόντων του δικαστή μετά τη συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδότησης από την έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης και του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου («ΕΔΣ»).
Κατά τον κρίσιμο χρόνο, οι προσφεύγουσες, οι οποίοι ήταν δικαστίνες, είχαν όλες συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας τους. Επιθυμώντας να συνεχίσουν να ασκούν τα καθήκοντά τους ως δικαστές μέχρι την ηλικία των 70 ετών, ζήτησαν την άδεια του Υπουργού Δικαιοσύνης, αλλά τα αιτήματά τους απορρίφθηκαν. Μία εξ αυτών (η κα Kabzińska) υπέβαλε επίσης αίτηση στο ΕΔΣ, χωρίς επιτυχία. Επιπλέον, η J. Jezierska προσέβαλε την απόφαση του Υπουργού ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο κήρυξε απαράδεκτη την προσφυγή της. Ενώπιον του Δικαστηρίου, οι προσφεύγουσες παραπονέθηκαν ότι δεν είχαν στη διάθεσή τους κανένα ένδικο βοήθημα για να αμφισβητήσουν την άρνηση του Υπουργού Δικαιοσύνης και του ΕΔΣ να επιτρέψουν τη συνέχιση των καθηκόντων τους ως δικαστών μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως.
Όλες οι προσφεύγουσες επικαλέστηκαν το άρθρο 6 (δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο) της Σύμβασης. Οι κες Pająk, Kuzak και Jezierska επικαλέστηκαν επίσης το άρθρο 14 (απαγόρευση διακρίσεων λόγω φύλου και ηλικίας) σε συνδυασμό με το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής).
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ….
Άρθρο 6
Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι δικαστές πρέπει να προστατεύονται από αυθαίρετες αποφάσεις της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας και μόνον η εποπτεία από ανεξάρτητο δικαστικό όργανο της νομιμότητας ενός αμφισβητούμενου μέτρου ήταν σε θέση να καταστήσει αποτελεσματική αυτή την προστασία. Διευκρίνισε ότι η πρόσβαση στη δικαιοσύνη πρέπει επομένως να διασφαλίζεται, ως γενική αρχή, όταν διακυβεύεται η παύση των καθηκόντων δικαστή ή η πρόωρη λήξη των καθηκόντων του, είτε για πειθαρχικούς λόγους είτε λόγω της θέσπισης νέων νόμων. Έκρινε ότι το αστικό σκέλος του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ ήταν εφαρμοστέο στην παρούσα υπόθεση και ότι οι προσφεύγουσες είχαν το δικαίωμα να ζητήσουν να εκδικαστούν οι υποθέσεις τους από «δικαστήριο» κατά την έννοια της διάταξης αυτής.
Δικαίωμα πρόσβασης των προσφευγουσών στη δικαιοσύνη
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) είχε διαπιστώσει, στην απόφασή του της 5 Νοεμβρίου 2019, ότι η Υπουργική Απόφαση σχετικά με το αν θα επιτρεπόταν ή όχι στους δικαστές να συνεχίσουν να ασκούν τα καθήκοντά τους πέραν του νέου ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης δεν είχε υποβληθεί σε δικαστικό έλεγχο κατά τον κρίσιμο χρόνο. Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης είχε υποβληθεί σε έλεγχο από τα διοικητικά δικαστήρια και ότι η απόφαση του ΕΔΣ με το ίδιο αποτέλεσμα θα μπορούσε να προσβληθεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ωστόσο, τα παραδείγματα που αντλήθηκαν από τη νομολογία που προσκόμισε η Κυβέρνηση δεν στήριξαν το συμπέρασμα ότι υπήρχε εγχώρια πρακτική σε ισχύ κατά τον κρίσιμο χρόνο που παρείχε στις προσφεύγουσες πρόσβαση σε δικαστήριο.
Επομένως, το συνδυαστικό αποτέλεσμα της νομοθεσίας για μείωση του ορίου της ηλικίας συνταξιοδότησης των γυναικών δικαστών στα 60 έτη και της άρνησης του Υπουργού Δικαιοσύνης και του ΕΔΣ, αντιστοίχως, να επιτρέψουν στις προσφεύγουσες να συνεχίσουν να ασκούν τα δικαστικά τους καθήκοντά μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης ανάγκασαν αυτές να συνταξιοδοτηθούν μεταξύ πέντε και εννέα ετών νωρίτερα από ό,τι αναμενόταν. Με τον τρόπο αυτό είχαν απομακρυνθεί από τη δικαστική εξουσία. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, τα καταγγελθέντα μέτρα συνιστούσαν παρέμβαση στα δικαστικά καθήκοντα των προσφευγουσών εκ μέρους του Υπουργού Δικαιοσύνης και του ΕΔΣ. Επιπλέον, η υποχρεωτική συνταξιοδότηση των προσφευγόντων δεν πληρούσε καμία από τις θεμελιώδεις απαιτήσεις της διαδικαστικής αμεροληψίας, δεδομένου ότι οι Υπουργικές Αποφάσεις δεν είχαν αιτιολογηθεί και η αιτιολογία που περιέχονταν στην απόφαση του ΕΔΣ σχετικά με την κα Kabzińska ήταν σύντομη και τυπική.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι, σε ένα νομικό πλαίσιο όπως αυτό της υπόθεσης, όπου η εξουσία αποφάσισε για τη διάρκεια της θητείας των δικαστών ανήκε στον εκπρόσωπο της εκτελεστικής εξουσίας και στο ΕΔΣ, το οποίο υπαγόταν στις πολιτικές αρχές, η έλλειψη δικαστικού ελέγχου τέτοιων αποφάσεων δεν μπορούσε να είναι προς το συμφέρον του κράτους. Έκρινε ότι το εθνικό νομικό πλαίσιο – όπως εφαρμόστηκε στις προσφεύγουσες – δεν τις προστάτευσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο από την αυθαίρετη παύση των καθηκόντων τους ως δικαστών και ότι η απόφαση που ελήφθη για κάθε προσφεύγουσα συνιστούσε αυθαίρετη και παράνομη παρέμβαση, στον τομέα της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και της προστασίας από την παύση από δικαστικά αξιώματα, εκ μέρους του εκπροσώπου της εκτελεστικής εξουσίας και του οργανισμού που υπάγεται στην αρχή αυτή. Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι, σε περίπτωση πρόωρης παύσης των καθηκόντων των δικαστών, όπως αποφασίζεται μονομερώς από τον εκπρόσωπο της εκτελεστικής εξουσίας και το όργανο που υπάγεται σε αυτήν, πρέπει να προβάλλονται σοβαροί λόγοι που να αιτιολογούν την εξαιρετική έλλειψη δικαστικού ελέγχου. Ωστόσο, η Κυβέρνηση παρέλειψε να παράσχει στο Δικαστήριο τέτοιους λόγους. Κατά συνέπεια, το εναγόμενο κράτος είχε προσβάλει το δικαίωμα πρόσβασης των προσφευγουσών σε δικαστήριο στην ίδια την ουσία του.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο για κάθε προσφεύγουσα.
Άρθρο 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8
(το οποίο επικαλούνται οι κες Pająk, Kuzak και Jezierska).
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η καταγγελθείσα νομοθεσία εισήγαγε σαφώς διαφορετική μεταχείριση, λόγω φύλου, όσον αφορά την ηλικία υποχρεωτικής συνταξιοδότησης για μέλη του ίδιου επαγγέλματος. Παρατήρησε ότι το επάγγελμα των προσφευγουσών ήταν πνευματικής φύσης και επεσήμανε ότι οι βιολογικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών και τυχόν πιθανές εκτιμήσεις σχετικά με το ρόλο των γυναικών στην κοινωνία ήταν άσχετες με την ικανότητα και των δύο φύλων να ασκούν επάγγελμα της φύσης αυτής. Σημείωσε ότι η κυβέρνηση δεν είχε προσκομίσει κανένα στοιχείο ικανό να πείσει το Δικαστήριο ότι οι γυναίκες δικαστίνες που είχαν συμπληρώσει την ηλικία των 60 ετών γενικά, ή οι προσφεύγουσες ειδικότερα, ήταν λιγότερο ικανές από τους άνδρες δικαστές σε παρόμοια κατάσταση να εκτελέσουν σωστά τα επαγγελματικά τους καθήκοντα. Επιπλέον, το Δικαστήριο ανησύχησε ιδιαίτερα για το καθήκον που επιβλήθηκε στην προαναφερθείσα κατηγορία γυναικών να αποδείξουν, μέσω ιατρικού πιστοποιητικού, ότι εξακολουθούσαν να είναι διανοητικά ικανές να ασκούν καθήκοντα δικαστή. Ως εκ τούτου, έκρινε ότι υπήρχε διαφορετική μεταχείριση μεταξύ προσώπων που βρίσκονταν σε παρόμοιες καταστάσεις, λόγω φύλου. Το Δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι το ΔΕΕ είχε διαπιστώσει (στην απόφασή του της 5 Νοεμβρίου 2019) ότι η σχετική εθνική νομοθεσία ήταν αντίθετη με τους ευρωπαϊκούς κανόνες για την ίση μεταχείριση. Δεν είδε κανένα λόγο να καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα από εκείνο του ΔΕΕ και σημείωσε ότι, παρά την έκδοση της εν λόγω απόφασης, οι συνθήκες των προσφευγουσών δεν είχαν μεταβληθεί και, όσον αφορά αυτούς, η καταγγελλόμενη διάκριση παρέμεινε σταθερή. Επισήμανε επίσης ότι ο εργασιακός βίος των προσφευγουσών είχε διακοπεί πέντε (5) έτη νωρίτερα από αυτόν των ανδρών δικαστών σε παρόμοιες περιστάσεις και ότι η υποχρεωτική πρόωρη συνταξιοδότησή τους είχε προφανείς αρνητικές επιπτώσεις στη σταδιοδρομία τους και στις προοπτικές τους όσον αφορά την επαγγελματική και προσωπική ανάπτυξη. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η απώλεια αποδοχών που ισχυρίστηκαν ότι υπέστησαν οι προσφεύγουσες σε σχέση με τους άνδρες δικαστές είχε αποδειχθεί. Έκρινε ότι το δυσμενές αποτέλεσμα των επίμαχων μέτρων έναντι των προσφευγουσών είχε επιδεινωθεί από την έλλειψη ευκαιρίας για αυτούς να βρουν απασχόληση κατά τη συνταξιοδότησή τους που θα τους επέτρεπε να επιτύχουν ικανοποιητική επαγγελματική ολοκλήρωση.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση και του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8 όσον αφορά τις κες Pająk, Kuzak και Jezierska.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41): Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Πολωνία έπρεπε να καταβάλει στην κα Pająk, την κα Kuzak και την κα Jezierska 26.000 ευρώ, και στην κα Kabzińska 20.000 ευρώ, για χρηματική ζημία και ηθική βλάβη. Επιπλέον, έκρινε ότι η Πολωνία όφειλε να καταβάλει στην P. Pająk και στην S. Kuzak, από κοινού, 600 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα.
Χωριστή γνώμη Οι δικαστές Wojtyczek και Paczolay εξέφρασαν κοινή μειοψηφούσα γνώμη. Η μειοψηφούσα άποψη επισυνάπτεται στην απόφαση
(επιμέλεια echrcaselaw.com).