Σύμφωνα με το δικαστήριο, η πολυετής απουσία του πατέρα από τη ζωή της 8χρονης πλέον κόρης του λόγω εξάρτησης και η έλλειψη αναμνήσεών της από αυτόν δεν αναιρούν τη δυνατότητά του να καλλιεργήσει τις σχέσεις του μαζί της
Την ανάκληση της απόφασής του περί αφαίρεσης της άσκησης του συνόλου της γονικής μέριμνας από τοξικοεξαρτημένο πατέρα αποφάσισε το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης (Μον.Πρ.Θεσ. 12975/2023, Εκουσία).
Η άσκηση του συνόλου της γονικής μέριμνας της ανήλικης κόρης του αιτούντος αφαιρέθηκε με απόφαση του δικαστηρίου το 2019 και ανατέθηκε εξ ολοκλήρου στη μητέρα της, καθώς, σύμφωνα με το δικαστήριο «αυτός αδυνατούσε, λόγω της χρόνιας εξάρτησης του από τις ναρκωτικές ουσίες, να ανταποκριθεί στην άσκηση του λειτουργήματος της γονικής μέριμνας της ανήλικης κόρης του».
Έκτοτε και σύμφωνα με την αίτηση ανάκλησης που υπέβαλε ο πατέρας, αυτός έκανε κάθε προσπάθεια προκειμένου να απεμπλακεί οριστικά από την εξάρτησή του και να επανενταχθεί πλήρως στο κοινωνικό σύνολο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που εξετάστηκαν από το δικαστήριο, ο πατέρας προσήλθε στις αρχές του 2020 στο συμβουλευτικό κέντρο θεραπευτικού προγράμματος του ΚΕΘΕΑ ΙΘΑΚΗ και συμμετείχε εθελοντικά σε διαδικασίες συμβουλευτικής και ενημέρωσης για τη λειτουργία του προγράμματος, ενώ αμέσως μετά παραπέμφθηκε στη θεραπευτική κοινότητα. Έκτοτε συμμετείχε ανελλιπώς στο εγκεκριμένο θεραπευτικό πρόγραμμα, την κύρια φάση του οποίου ολοκλήρωση, ενώ ακολούθως συμμετείχε ανελλιπώς στη φάση της κοινωνικής επανένταξης, η οποία αποτελούσε μέρος της θεραπευτικής διαδικασίας.
Μετά την ολοκλήρωση του σταδίου αυτού το 2021, ο αιτών συμμετείχε σε υποστηρικτικές θεραπευτικές διαδικασίες μέχρι την επιτυχή αποφοίτησή του από το πρόγραμμα το 2022.
Παράλληλα, ο αιτών στο πλαίσιο της κοινωνικής του επανένταξης βρήκε σταθερή εργασία τον Μάιο 2021, ως ταμίας εισπράξεων – πωλητής σε επιχείρηση, καθήκοντα τα οποία, κατά το δικαστήριο, απατούν νοητική διαύγεια και υπευθυνότητα, που δεν θα μπορούσε να διαθέτει αν συνέχιζε τη χρήση ναρκωτικών ουσιών.
Περαιτέρω, ο αιτών το 2021 μίσθωσε διαμέρισμα, οι συνθήκες στο οποίο διαπιστώθηκε ότι ήταν καλές, διατήρησε καλές σχέσεις με τους γονείς του, ενώ και σύναψε ερωτική σχέση με γυναίκα που δεν είναι μέλος της θεραπευτικής κοινότητας, διακόπτοντας παράλληλα της συναναστροφές του με χρήστες.
Τέλος, ο αιτών είναι εθελοντής αιμοδότης και έχει ολοκληρώσει επιτυχώς πρόγραμμα επιμόρφωσης σε ΚΕΔΙΒΙΜ Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος.
Η απόφαση του δικαστηρίου (απόσπασμα)
Από τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι ο αιτών από την 09.03.2020, όταν και εντάχθηκε στο πρόγραμμα της θεραπευτικής κοινότητας του ΚΕΘΕΑ ΙΘΑΚΗ του Κέντρου Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων, μέχρι και σήμερα, δηλαδή για χρονικό διάστημα που είναι ικανό τόσο για την υποχώρηση των σωματικών συμπτωμάτων της εξάρτησης όσο και για τη σταθεροποίηση της ψυχικής του κατάστασης, έχει διακόψει τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, ενώ έχει ενταχθεί και στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Λαμβάνει δε όλα τα κατάλληλα μέτρα, δηλαδή την ανεύρεση σταθερής εργασίας, τη σύναψη σταθερής ερωτικής σχέσης με μη εξαρτημένο από τα ναρκωτικά πρόσωπο και τη συμμετοχή στις υποοτηρικτικές δράσεις του ΚΕΘΕΑ (βλ. την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης), προκειμένου να αποφευχθεί κάθε εμπλοκή του με τις ναρκωτικές ουσίες. Η ύπαρξη δε του ανωτέρω σταθερού περιβάλλοντος σε συνδυασμό με την απουσία άλλης ψυχικής νόσου παρέχουν τα εχέγγυα για την αποφυγή κινδύνου υποτροπής. Η προσήλωση του αιτούντος στη διατήρηση του ανωτέρω υποστηρικτικού πλαισίου επιρρωννύεται από το γεγονός ότι κατάφερε να ολοκληρώσει το ανωτέρω πρόγραμμα απεξάρτησης αναλαμβάνοντας υποχρεώσεις στην καθημερινότητα του για την εκπλήρωση των οποίων απαιτείται νηφαλιότητα, ενώ, πριν από την έκδοση της με αριθμό …/2019 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, είχε προσπαθήσει επανειλημμένα να διακόψει την χρήση ναρκωτικών ουσιών με τη συμμετοχή του σε ανάλογα προγράμματα απεξάρτησης, τα οποία ουδέποτε ολοκλήρωσε, ενώ ούτε εργαζόταν ούτε διέμενε σταθερά σε δική του κατοικία.
Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από την από 12.03.2019 γνωμάτευση της ψυχολόγου ., διότι αυτή δόθηκε με βάση τα πραγματικά περιστατικά που κρίθηκαν με τη με αριθμό …/2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου προσκομίστηκε και αξιολογήθηκε, χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν τα πραγματικά περιστατικά της κρινόμενης αίτησης. Ούτε μπορούν να αναιρεθούν από το γεγονός ότι ο αιτών παραπέμφθηκε να δικαστεί ενώπιον του Γ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης για εμπρησμό από αμέλεια, διότι, αφενός μεν πρόκειται για πράξη τελεσθείσα τον Αύγουστο του έτους 2018, όταν ο αιτών δεν είχε ξεκινήσει καν το πρόγραμμα απεξάρτησης που εντέλει ολοκλήρωσε και δε συνέτρεχαν τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, αφετέρου δε δεν αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα αμετάκλητη καταδίκη του για την εν λόγω πράξη.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο αιτών τρέφει αισθήματα αγάπης και στοργής για το ανήλικο τέκνο του, τα οποία αποτέλεσαν το σημαντικότερο κίνητρο για τον ίδιο, προκειμένου να ολοκληρώσει επιτυχώς το ανωτέρω θεραπευτικό πρόγραμμα και να διακόψει τη χρήση ναρκωτικών ουσιών εδώ και τριάμισι περίπου χρόνια, εκδήλωσε δε με τον τρόπο αυτόν έμπρακτα τη βούληση του να μεταβάλει τη χρόνια βεβαρημένη κατάσταση της υγείας του, η οποία αποτελούσε πρόσκομμα για την αποτελεσματική και ορθή άσκηση του γονεϊκού του ρόλου. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι ο αιτών, παρά τα προβλήματα που αντιμετώπιζε κατά το χρονικό διάστημα της απεξάρτησης και την ισχυρή επιθυμία του να επικοινωνήσει με την κόρη του, ουδέποτε δημιούργησε προσκόμματα στην καθ’ ης στην άσκηση της γονικής μέριμνας τόσο πριν όσο και μετά από την έκδοση της με αριθμό …/2019 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, με το διατακτικό της οποίας είχε συμμορφωθεί πλήρως, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητήθηκε από καμία πλευρά. Μάλιστα, με τη σύμφωνη γνώμη της καθ’ ης επικοινωνούσε τηλεφωνικά με την ανήλικη για χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών, κατά το στάδιο της επανένταξης, πλην όμως διέκοψε την ανωτέρω επικοινωνία όταν ζητήθηκε τούτο από την καθ’ ης. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι η κατάσταση της υγείας του αιτούντος δεν μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς την ομαλή ψυχοσωματική ανάπτυξη του τέκνου του, πόσο μάλλον να υπάρξει κίνδυνος παραμέλησης ή κακοποίησης της ανήλικης (βλ. την κοινωνική έκθεση, την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης και τη δικαστική πραγματογνωμοσύνη).
Από τα ανωτέρω αποδείχθηκε ότι από την έκδοση της με αριθμό …/2019 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, μεταβλήθηκαν οι συνθήκες, βάσει των οποίων αφαιρέθηκε η άσκηση του συνόλου της γονικής μέριμνας από τον αιτούντα και έπαψαν να υφίστανται οι πραγματικοί λόγοι που έθεταν σε κίνδυνο τα συμφέροντα της ανήλικης, ο δε αιτών είναι πλέον σε θέση να ανταποκριθεί στο λειτούργημα του (βλ. τη δικαστική πραγματογνωμοσύνη). Συνεπώς, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπ’ όψιν και ότι η αφαίρεση της γονικής μέριμνας αποτελεί έσχατη λύση, κρίνει ότι πρέπει να ανακληθεί η ανωτέρω απόφαση του και να διαταχθεί η απόδοση στον αιτούντα της άσκησης του συνόλου της γονικής μέριμνας του ανήλικου τέκνου του, που του είχε αφαιρεθεί, η οποία θα ασκείται από κοινού με την καθ’ ης, κατ’ άρθρ. 1510 παρ. 1 εδ. α’ ΑΚ.
Σημειώνεται δε ότι η αξιοπιστία της δικαστικής πραγματογνωμοσύνης δεν αναιρείται από την από 26.01.2023 εξώδικη γνωμοδότηση της ψυχολόγου Αναστασίας Χριστοδούλου, που προσκομίζεται από την καθ’ ης, διότι οι πλημμέλειες που αποδίδει στην πραγματογνώμονα αναφορικά με τον τρόπο διενέργειας της πραγματογνωμοσύνης δεν κρίνονται βάσιμες. Ειδικότερα, η ανωτέρω ψυχολόγος αναφέρει ότι δεν αρκούσαν οι δύο συνεδρίες που διενεργήθηκαν από την ψυχίατρο, χωρίς όμως να αναφέρει αν ήταν υποχρεωτικό να διενεργηθούν περισσότερες συνεδρίες και σε τυχόν καταφατική απάντηση πόσες. Επίσης, αναφέρει ότι δε χρησιμοποιήθηκαν τα ορθά κλινικά εργαλεία για τη διάγνωση ανυπαρξίας ψυχικής νόσου στον αιτούντα, χωρίς όμως να επικαλείται την υποχρεωτική χρήση αυτών. Λαμβάνει δε ως δεδομένο ότι δεν έλαβε χώρα κλινική εξέταση του αιτούντος, επειδή τούτο δε διαλαμβάνεται στην πραγματογνωμοσύνη, χωρίς όμως η πραγματογνώμονας να υποχρεούνταν να αναφέρει ρητά στην πραγματογνωμοσύνη τον τρόπο εξέτασης του αιτούντος, αρκούσας της γενικής αναφοράς ότι αυτός εξετάστηκε. Αναφέρει τέλος ότι το χρονικό διάστημα που έχει διακόψει τη χρήση ναρκωτικών ουσιών δεν κρίνεται επαρκές για να αποφευχθεί ο κίνδυνος υποτροπής του αιτούντος, χωρίς όμως και πάλι να ορίζει ποιο θα ήταν εύλογο χρονικό διάστημα, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και το ιστορικό του αιτούντος, δεδομένου ότι πρόκειται για μία χρόνια νόσο.
Στην ανωτέρω κρίση του κατέληξε το Δικαστήριο με αποκλειστικό γνώμονα το συμφέρον της ανήλικης, λαμβάνοντας υπόψη και τη γνώμη της, κατ’ άρθρ. 1511 παρ. 4 ΑΚ και 612 ΚΠολΔ, κατά την προσωπική επικοινωνία μαζί της, η οποία διανύει σήμερα το όγδοο έτος της ηλικίας της, δεδομένου ότι ο αιτών παρέχει τα εχέγγυα ιδίως σε συναισθηματικό επίπεδο για την ομαλή ανάπτυξη του τέκνου, ενώ μπορεί και υλικά να συμβάλλει στην ικανοποίηση των αναγκών του, ενόψει, αφενός μεν των ανωτέρω ειδικώς διαλαμβανόμενων συνθηκών που έχουν μεταβληθεί, αφετέρου δε της εκπεφρασμένης βούλησης του να υποβληθεί στις απαραίτητες προσωπικές θυσίες, προκειμένου να επικοινωνεί με το τέκνο του, να μεριμνά για τις ανάγκες του, να ανακτήσει τον χρόνο κατά τον οποίο ήταν απών από τη ζωή του, να λαμβάνει αποφάσεις από κοινού με την καθ’ ης που θα επηρεάσουν θετικά το μέλλον του και να αποκαταστήσει εν γένει τις σχέσεις του με αυτό. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι το γεγονός πως ο αιτών απουσίαζε από τη ζωή της ανήλικης για πολλά χρόνια, λόγω της εξάρτησης του από τα ναρκωτικά, το οποίο αποτέλεσε και την αιτία αφαίρεσης της γονικής μέριμνας από αυτόν, καθώς και το ότι η ανήλικη δεν αναφέρει τον πατέρα της ούτε έχει αναμνήσεις από αυτόν, ενώ εμφανίζεται αδιάφορη σε κάθε αναφορά προς το πρόσωπο του, όπως επισημαίνεται στις εξώδικες γνωμοδοτήσεις που επικαλείται η καθ’ ης, το οποίο αποτελεί λογική συνέπεια της μακροχρόνιας απουσίας του, δεν αναιρούν τη δυνατότητα του αιτούντος να καλλιεργήσει τις σχέσεις του με την ανήλικη, ενόψει και της μικρής ηλικίας της, και να αναπτύξει σταδιακά ουσιαστικούς δεσμούς με αυτήν. Επίσης, οι ισχυρισμοί της καθ’ ης περί ύπαρξης ενός σταθερού οικογενειακού, κοινωνικού και σχολικού περιβάλλοντος για την ανήλικη, περί προσκόλλησης της τελευταίας στην ίδια, καθώς και περί άριστων σχέσεων της ανήλικης με τον παππού και τη γιαγιά από τη μητρική γραμμή, δεν αναιρούν την ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου, διότι αυτοί θα αξιολογηθούν στο πλαίσιο ρύθμισης της άσκησης της γονικής μέριμνας της ανήλικης και όχι της άρσης της «αδράνειας» (ΑΠ 457/2020, ΝΟΜΟΣ), στην οποία αυτή περιήλθε μετά από την αφαίρεση, που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας δίκης.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση θα πρέπει να γίνει δεκτή και να ανακληθεί η με αριθμό …/2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, καθώς και να διαταχθεί η απόδοση στον αιτούντα της άσκησης του συνόλου της γονικής μέριμνας του ανήλικου τέκνου του, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Η κύρια παρέμβαση θα πρέπει να απορριφθεί και τα δικαστικά έξοδα θα πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολο τους μεταξύ των διαδίκων, διότι υπήρχε εύλογη αμφιβολία για την έκβαση της δίκης (άρθρ. 179 εδ. β’ ΚΠολΔ).
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ΤΝΠ Ισοκράτης