Με την 7/2019 απόφαση του κατά το άρθρο 99 του Συντάγματος και τον Ν. 693/1977 Ειδικού Δικαστηρίου προς εκδίκαση αγωγών κακοδικίας, κηρύχθηκε, κατόπιν κατάθεσης σχετικής δήλωσης παραίτησης, καταργημένη η δίκη που είχε ανοιγεί με την από 6.11.2018 αγωγή των Λ.Κ. και Ε.Ρ. κατά της Εισαγγελέως και των Επίκουρων Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς,. Με την αγωγή αυτή οι ενάγοντες ζήτησαν, κατόπιν μετατροπής του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν σε αυτούς αποζημίωση για την αποκατάσταση της βλάβης που κατά τους ισχυρισμούς τους υπέστησαν από τη δημοσίευση στον Τύπο στοιχείων και πληροφοριών που τους αφορούν, τα οποία εξήχθησαν με υπαιτιότητά των εισαγγελικών λειτουργών από δικογραφία, στην οποία αυτοί είχαν αποκλειστική πρόσβαση, κατά παραβίαση της αρχής της μυστικότητας της προκαταρκτικής εξέτασης και των διατάξεων περί υπηρεσιακού απορρήτου.
Ειδικότερα, το Δικαστήριο, ερμηνεύοντας τις διατάξεις των άρθρων 12, 14 και 15 του ν. 693/1977 και 294 και 295 ΚΠολΔ, έκρινε ότι το απώτατο χρονικό σημείο, μέχρι του οποίου ο ενάγων δικαιούται μονομερώς να παραιτηθεί, είναι η καταληκτική ημερομηνία κατάθεσης προτάσεων, δηλαδή είκοσι (20) ημέρες πριν από τη συζήτηση της αγωγής. Περαιτέρω, έκρινε ότι, εάν η δήλωση παραίτησης κατατεθεί πέραν αυτού του χρονικού σημείου, η κατάργηση της δίκης κηρύσσεται με δικαστική απόφαση και υπό την προϋπόθεση ότι ο εναγόμενος δεν αντιλέγει ή δεν αμφισβητείται η παραίτηση. Τέλος, έκρινε ότι οι δικονομικές συνέπειες της παραίτησης επέρχονται και παρά το γεγονός ότι ο εναγόμενος αντιλέγει, εφόσον αυτός δεν επικαλείται και δεν πιθανολογεί το έννομο συμφέρον του για την έκδοση οριστικής απόφασης. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε, κατά πλειοψηφία, ότι, εν προκειμένω, οι εναγόμενοι αντέλεξαν χωρίς να επικαλεστούν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να δικαιολογούν το έννομο συμφέρον τους για την έκδοση οριστικής απόφασης, το δε Δικαστήριο δεν δικαιούται, στο πλαίσιο της εξουσίας διάθεσης των διάδικων μέρων και προς χάριν διασφάλισης της αντικειμενικότητας και της ουδετερότητάς του, να προβεί το ίδιο σε εκτίμηση μη προταθέντων ισχυρισμών, δυνάμενων να θεμελιώσουν τη συνδρομή ή μη του εννόμου συμφέροντος. Κατά τη μειοψηφήσασα άποψη, οι εναγόμενοι ανταποκρίθηκαν στο δικονομικό βάρος επίκλησης και πιθανολόγησης του εννόμου συμφέροντός τους, εκθέτοντας συγκεκριμένους ισχυρισμούς στο υπόμνημά τους, λαμβανομένων περαιτέρω υπόψη της βαρύτατης ηθικής μομφής που τους αποδίδεται αλλά και των δικονομικών λόγων που αυτοί επικαλούνται με το ίδιο υπόμνημα και που δικαιολογούν την έκδοση οριστικής απόφασης, οι οποίοι συνίστανται στην αδυναμία έγερσης εις βάρος τους νέας αγωγής, εφόσον η ασκηθείσα απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω του αναγνωριστικού της χαρακτήρα.