ΑΡΙΘΜΟΣ 688/2020
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Νικόλαο Παπαδόπουλο, Πρόεδρο Εφετών, Κωνσταντία Αγγελάκη και Ειρήνη Παλιούρα, Εισηγήτρια, Εφέτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ στο ειδικό δωμάτιο των διασκέψεων, στις 4 Νοεμβρίου 2020. Στη συνεδρίαση παραστάθηκαν η Αντεισαγγελέας Εφετών Ευαγγελία Καρανίκα και ο Γραμματέας Μιχαήλ Θεολόγου.
Ο Εισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης Ηλίας Νικ. Σεφερίδης, υπέβαλε προς το Συμβούλιο, στις 20 Οκτωβρίου 2020, την υπ’ αριθμ. ./17-9-2020 έφεση του εκκαλούντος – κατηγορουμένου , κατοίκου Θεσσαλονίκης, κατά του υπ’ αριθμ. 982/2020 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, με την έγγραφη πρότασή του 532/2020, η οποία έγινε ομόφωνα δεκτή και έχει ως εξής:
«ΑΡΙΘΜΟΣ 532.
ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ.
Εισάγω στο Συμβούλιο σας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 30 παρ. 2, 4, 137, 138 παρ. 2, 270 παρ. 1, 308 παρ. 1, 4, 310 παρ. 1, 2, 311, 313, 316 παρ. 2, 317 παρ. 1, 2, 318 και 319 παρ. 3 του ΚΠΔ όπως αντικαταστάθηκαν και τέθηκαν σε ισχύ με τον νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας με τον νόμο 4620/2019 την από 17/9/2020 έφεση του κατηγορουμένου ελεύθερου επαγγελματία κατοίκου περιοχής Φαλήρου Θεσσαλονίκης, η οποία ασκήθηκε νομότυπα ενώπιον του γραμματέως του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης (άρθρο 474 παρ. 1 του ΚΠΔ όπως ισχύει) κατά του αριθ. 982/2020 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης διά του οποίου παραπέμπεται αυτός να δικαστεί από το αρμόδιο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, που θα οριστεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης σε ένα εκ των Δικαστηρίων της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης για τις πράξεις της αποπλάνησης ανηλίκου, που συμπλήρωσε το 12ο έτος της ηλικίας του όχι όμως και το 14ο έτος αυτής και μετά την συμπλήρωση του ηλικιακού αυτού ορίου κατ εξακολούθηση, (άρθρο 98 παρ. 1, 339 παρ. 1 περ. β και γ του ΠΚ όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση τους με τον νέο Ποινικό Κώδικα με τον νόμο 4619/2019) της κατάχρησης ανηλίκου σε ασέλγεια που συμπλήρωσε το 12ο έτος της ηλικίας του όχι όμως και το 14ο έτος αυτής και μετά την συμπλήρωση του ηλικιακού ορίου αυτής (των 14 ετών) (άρθρο 98 παρ. 1, 342 παρ. 1 περ β και γ) της κατάχρησης ανηλίκου σε ασέλγεια προς τέλεση χειρονομιών και ασελγών αναπαραστάσεων ανεξαρτήτου ηλικιακού ορίου κατ εξακολούθηση (άρθρα 98 παρ. 1, 342 παρ. 2 του ΠΚ) και της προσβολής γενετήσιας αξιοπρέπειας κατ’ εξακολούθηση (άρθρα 98 παρ. 1, 337 παρ. 1 του ΠΚ) Ειδικότερα αποδίδεται στον κατηγορούμενο πως α) κατά το χρονικό διάστημα από 18/11/2014 έως 18/11/2016 κατά το οποίο ο ανήλικος συμπλήρωσε το 12ο έτος της ηλικίας του όχι όμως και το 14ο έτος αυτής και μετά την συμπλήρωση του ηλικιακού ορίου αυτού μέχρι την συμπλήρωση του 15ου έτους αυτής (δηλ. 18/11/2017) ενήργησε ασελγείς πράξεις σε βάρος αυτού, προς ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας και διέγερση αυτής προς ηδονισμό του. Συγκεκριμένα καθημερινά κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα περί ώρα 10:00 μ.μ οδηγούσε τον ανωτέρω ανήλικο στην κρεβατοκάμαρα του διαμερίσματος του, που βρίσκεται στον πρώτο όροφο της οικοδομής στην οδό στην περιοχή του Φαλήρου Θεσσαλονίκης και η κατοικία του ανηλίκου στον τρίτο όροφο της αυτής οικοδομής κλείδωνε την πόρτα αυτής και ξάπλωναν στο κρεβάτι αυτής και άρχισε να φιλά τον ανήλικο στην περιοχή του λαιμού του με ερωτική διάθεση και κατέβαζε ο ανήλικος το παντελόνι και εσώρουχο του και ο κατηγορούμενος προέβαινε σε ετεροαυνανισμό του ανηλίκου και παρουσία του ανηλίκου και σε αυνανισμό αυτού και θώπευε τον ανήλικο στους γλουτούς αυτού, προσβάλλοντας την αγνότητα της παιδικής ηλικίας αυτού και την ομαλή εξέλιξη της σεξουαλικής ζωής του ανηλίκου. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί πως ο ανωτέρω ανήλικος έπασχε από διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή στο φάσμα του αυτισμού, από νοητική καθυστέρηση, διαταραχή της επικοινωνίας και της αντιλήψεως του και με τα λοιπά συνοδά προβλήματα αυτής. Β) κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα ο ανήλικος που συμπλήρωσε το 12ο έτος της ηλικίας του όχι όμως και το 14ο έτος αυτής και μετά την συμπλήρωση του ανωτέρω ηλικιακού ορίου καταχράστηκε την ιδιαίτερη εμπιστοσύνη των ασκούντων την επιμέλεια του ανηλίκου αρχικά εν τοις πράγμασι η μητέρα του ανηλίκου και κατόπιν με τις δικαστικές αποφάσεις της αριθμ. 11187/2017 αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και της οριστικής αποφάσεως με αρίθμ. 15175/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Ειδικής διαδικασίας διαφορών από την οικογένεια, τον γάμο και το σύμφωνο συμβίωσης. Με την εκμετάλλευση της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης λόγω της συγγενικής σχέσης (πρωτοεξάδελφος της μητέρας του ανηλίκου προέβαινε στις ανωτέρω ασελγείς πράξεις σε βάρος αυτού. Γ) Κατά το ίδιο ανωτέρω χρονικό διάστημα χωρίς ιδιαίτερο ηλικιακό προσδιορισμό προέβαινε με τον ίδιο ανωτέρω τρόπο σε χειρονομίες και παραστάσεις ασελγείς, που προσβάλλουν την γενετήσια αξιοπρέπεια του ανηλίκου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής αυτού και συγκεκριμένα αφού οδηγούσε τον ανήλικο με τον τρόπο που προαναφέρθηκε στην κρεβατοκάμαρα αυτού προέβαινε σε ασπασμό αυτού στην περιοχή του λαιμού του, σε θωπείες στους γλουτούς και σε αυνανισμό του ενώπιον του ανηλίκου. Και δ) προσέβαλε την γενετήσια αξιοπρέπεια του ανηλίκου. Συγκεκριμένα προέβαινε σε ασπασμό του ανηλίκου στην περιοχή του λαιμού του με ερωτική διάθεση και σε θωπείες στους γλουτούς αυτού. Μετά την απολογία του κατηγορουμένου στις 6/7/2020 ο κατηγορούμενος αφέθηκε ελεύθερος χωρίς την επιβολή ουδενός μέτρου δικονομικού καταναγκασμού. Κατόπιν των ανωτέρω εκθέτω τα παρακάτω.
Από την διάταξη του άρθρου 478 του ΚΠΔ όπως έχει αντικατασταθεί με την διάταξη του άρθρου 24 παρ. 2 του νόμου 3904/2010 και τελικά τροποποιήθηκε με τον νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν 4620/2019) έφεση κατά βουλεύματος ασκείται μόνο για κακούργημα και στις περιπτώσεις που ρητά και περιοριστικά αναφέρονται σ’ αυτήν α) για λόγους απόλυτης ακυρότητας και β) για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Στην περίπτωση που ασκηθεί το ένδικο μέσο της εφέσεως στηριζόμενο σε άλλους πλην των ανωτέρω λόγους, (εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών) αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
Από τις διατάξεις των άρθρων 462, 463 και 478 του ΚΠΔ συνάγεται πως το δικαίωμα άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης κατά βουλευμάτων του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών παρέχεται στον κατηγορούμενο μόνον όταν αυτός παραπέμπεται για κακούργημα και στις περιοριστικά στον νόμο αναφερόμενες περιπτώσεις. Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 παρ. 1 του ΚΠΔ προκύπτει πως οι δικαστικές αποφάσεις και τα βουλεύματα πρέπει να αιτιολογούνται ειδικά και εμπεριστατωμένα. Προς τούτο εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει μεταξύ άλλων και όταν το δικαστικό συμβούλιο προσδίδει σε ουσιαστική ποινική διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει. Ενώ εσφαλμένη εφαρμογή ποινικού νόμου υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο υπήγαγε εσφαλμένα στον νόμο τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν ως αληθινά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη (Ολ.ΑΠ 2/2002 Ποίν. Χρον 2002 σελ 689, ΑΠ 510/2002 Ποιν. Χρον 2003 σελ 24, ΑΠ 1/2010, ΑΠ 132/2010, ΑΠ 4/2010, ΑΠ 9/2010, ΑΠ 81/2010 ΑΠ 24/2010, ΑΠ 72/2019, ΑΠ 121/2019, ΑΠ 841/2019, ΑΠ 688/2019, ΑΠ 1352/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ).
Υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος Κώδικα Ποινικής Δικονομίας γινόταν δεκτό ότι εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη, που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει, όχι μόνο όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση, στις διατάξεις, που εφάρμοσε, αλλά και όταν οι διατάξεις αυτές παραβιάστηκαν εκ πλαγίου, πράγμα, που συμβαίνει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις η λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που εφαρμόστηκε, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 1/2002, ΠοινΧρ 2002/689, Ολ. ΑΠ 1/2005, ΑΠ 204/2010, 1564/2010, Ολ. ΑΠ 3/2008, 78/2010, ΑΠ 1274/2012 δημ. ΝΟΜΟΣ, Β. Ζησιάδη «Η εκ πλαγίου παράβαση του Ποινικού Νόμου», σελ. 68 επ.). Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη, που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει, όχι μόνο όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση, στις διατάξεις, που εφάρμοσε, αλλά κα L όταν οι διατάξεις αυτές παραβιάστηκαν εκ πλαγίου, πράγμα, που συμβαίνει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις η λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που εφαρμόστηκε, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 1/2002, ΠοινΧρ 2002/689, Ολ. ΑΠ 1/2005, ΑΠ 204/2010, 1564/2010, Ολ. ΑΠ 3/2008, 78/2010, ΑΠ 1274/2012 δημ. ΝΟΜΟΣ, Β. Ζησιάδη «Η εκ πλαγίου παράβαση του Ποινικού Νόμου», σελ. 68 επ.).
Ωστόσο, η διατύπωση του δεύτερου λόγου της ευθείας εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής διάταξης προωθήθηκε στον νέο ΚΠΔ ακριβώς για να περιορισθεί το πεδίο εφαρμογής του συγκεκριμένου αναιρετικού λόγου και να περιορισθεί η λεγάμενη εκ πλαγίου παράβαση [Δαλακούρας, Ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, 2019, σελ. 277, ΕφΠειρ 20/2020, ΝΟΜΟΣ]. Ως εκ τούτου, δεν μπορούν να προβληθούν στον συγκεκριμένο λόγο εφέσεως οι τυχόν ασάφειες, αντιφάσεις η λογικά κενά που εμφιλοχωρούν στο βούλευμα (: εκ πλαγίου παράβαση), αλλά αποκλειστικά η ευθεία εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ήτοι οι περιπτώσεις όπου το δικαστήριο-Συμβούλιο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη, που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε [ΟλΑΠ 5/2008, ΠοινΔικ 2008, 554, ΟλΑΠ 8/2008, ΠοινΧρ 2008, 983=ΠοινΔικ 2008, 1140, ΟλΑΠ 2/2009, ΠοινΔικ 2009, 546, ΟλΑΠ 3/2010, ΔΙMEE 2010, 385, ΟλΑΠ 2/2011, ΠοινΔικ 2011, 930, ΟλΑΠ 1/2015 ΠοινΧρ 2016, 50, όπου σημείωση Αναγνωστόπουλου Η. ΠοινΔικ 2015, 737, ΑΠ 1081/2016 ΠοινΔικ 2017, 599, ΑΠ 1308/2016 ΠοινΔικ 2017,894, ΑΠ 1426/2016 ΠοινΔικ 2017, 1244, ΑΠ 5/2017 ΠοινΔικ 2017,1251, ΑΠ 36/2017 ΠοινΔικ 2017,1255, ΑΠ 116/2017 ΠοινΔικ 2017, 1231, ΑΠ 367/2017 (αδημ.), ΑΠ 546/2017 (αδημ.), ΑΠ 1172/2017 (αδημ.), ΑΠ 1570/2017 ΠειρΝ 2017, 360, ΑΠ 322/2018 ΠοινΔικ 2018, 858, ΑΠ 469/2018 (αδημ.), ΑΠ 983/2018 ΠοινΔικ 2018, 250, ΑΠ 107/2019 (αδημ.), ΑΠ 135/2019 (αδημ.), ΑΠ 233/2019 (αδημ.), ΑΠ 528/2019 (αδημ.) ΑΠ 1254/2019 (αδημ)].
Έφεση κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ασκείται μόνο για τους περιοριστικά και αποκλειστικά αναφερόμενους στην διάταξη του άρθρου 478 παρ. 1 του ΚΠΔ λόγους, (απόλυτη ακυρότητα και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης) στους οποίους όμως δεν περιλαμβάνεται και η μη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, (άρθρο 93 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ) η οποία ιδρύει όμως λόγο αναιρέσεως (άρθρο 510 παρ. 1 περ. δ του ΚΠΔ) (ΑΠ 1335/2019, ΑΠ 1827/2019, ΑΠ 1859/2018, ΑΠ 75/2017, ΑΠ 1569/2016, ΑΠ 1002/2016, ΑΠ 960/2015, ΑΠ 113/2014 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ) Ενώ κατά τον προϊσχύσαντα Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προσβαλλόταν με έφεση το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών για κάθε πλημμέλεια αυτού είτε αφορούσε στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών είτε για νομικούς λόγους. Με την επελθούσα όμως τροποποίηση έφεση μπορεί να ασκηθεί μόνο για τους αποκλειστικά και περιοριστικά αναφερομένους λόγους στην διάταξη του άρθρου 478 παρ. 1 του ΚΠΔ, χωρίς να υφίσταται δυνατότητα επέκτασης του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών σε άλλους λόγους πλην των αναφερομένων στο εφετήριο. Επομένως η έφεση βάλλει μόνο κατά της ευθείας παραβίασης ουσιαστικής διατάξεως και όχι και εκ πλαγίου παραβίαση. (ΑΠ 231/2018, ΑΠ 1335/2019, ΑΠ 1859/2018 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ).
Εκ των ανωτέρω συνάγεται πως ο πρώτος λόγος εφέσεως είναι απορριπτέος, αφού δεν υφίσταται δυνατότητα προσβολής βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών για λόγους αοριστίας ή της μη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, λόγοι οι οποίοι δεν περιλαμβάνονται στους αποκλειστικά και περιοριστικά αναφερομένους λόγους ασκήσεως εφέσεως.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 183, 185, 192, 196, 204, 207, 208 του ΚΠΔ όπως ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους με τον νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προκύπτει ότι στις περιπτώσεις που ορίζουν οι διατάξεις αυτές ο Εισαγγελέας, ο Ανακριτής ή Προανακριτικός υπάλληλος διορίζει πραγματογνώμονα, τα στοιχεία του οποίου πρέπει να γνωστοποιηθούν με οιονδήποτε τρόπο στους διαδίκους, στον παριστάμενο προς υποστήριξη της κατηγορίας και στον κατηγορούμενο επί ποινή ακυρότητος, για να ασκήσει τα παρεχόμενα από τον νόμο δικαιώματα του, της εξαιρέσεως ή του διορισμού τεχνικού συμβούλου. Ο τεχνικός σύμβουλος έχει όλα τα δικαιώματα του πραγματογνώμονα, να προβεί στην εξέταση του αντικειμένου ή του προς εξέταση προσώπου και να λάβει αντίγραφα των σχετικών εγγράφων και να ζητήσει σχετικές πληροφορίες του προς εξέταση προσώπου ή αντικειμένου. Ο Πραγματογνώμων δεν έχει δικαίωμα να αρνηθεί στον τεχνικό σύμβουλο να παραστεί κατά την εξέταση προσώπου, γιατί παραβιάζονται τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου ή του προς υποστήριξη της κατηγορίας προσώπου, ιδρύοντας έτσι ακυρότητα που προβλέπεται στην διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 περ. δ του ΚΠΔ (βλ. σχετ ΑΠ Ολ. 1/2017, ΑΠ 1027/2014, ΑΠ 1269/2010, ΑΠ 1752/2009, ΑΠ 2767/2008, ΑΠ 2176/2007 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ).
Ο εκκαλών ως δεύτερο λόγο της εφέσεως του επικαλείται την ακυρότητα της πραγματογνωμοσύνης της Δικαστικής ψυχολόγου , επειδή αυτή κατά την διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης προς εξέταση του κατηγορουμένου κατοίκου περιοχής Φαλήρου Θεσσαλονίκης κατά την συνεδρία στις 4/3/2019 δεν δέχθηκε την παρουσία της Τεχνικής Συμβούλου του κατηγορουμένου αλλά την παρουσία της ουνεργάτιδος της ψυχολόγου . Με τον τρόπο αυτό παραβιάστηκαν τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου (άρθρο 171 παρ. 1 περ. Δ, σε συνδ. με άρθρο 207 του ΚΠΔ ως ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους και θέσει σε ισχύ του νέου ΚΠΔ με τον νόμο 4620/2019) Η ανωτέρω παιδοψυχολόγος πραγματοποίησε τρεις συνεδρίες, για την εξέταση του κατηγορουμένου , για το αν αυτός έχει στοιχεία, που αποδεικνύουν το αν αυτός είναι παιδόφιλος και αν ρέπει στην τέλεση εγκλημάτων της γενετήσιας κακοποίησης ανηλίκων. Επειδή αυτός έχει κατηγορηθεί για τις πράξεις της αποπλάνησης ανηλίκου, της κατάχρησης ανηλίκου σε ασέλγεια, της κατάχρησης ανηλίκου προς τέλεση ασελγών χειρονομιών σε βάρος ανηλίκου κλπ. Επειδή έχει κατηγορηθεί για τις ανωτέρω πράξεις σε βάρος του τέκνου της πρωτεξαδέλφης του , η οποία διαμένει στην οδό στην περιοχή του Φαλήρου Θεσσαλονίκης, όπου διαμένει στον τρίτο όροφο της οικοδομής με τον ανήλικο υιό της , ο οποίος πάσχει από διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή στο φάσμα του αυτισμού με νοητική υστέρηση και με προβλήματα διαταραχής αντιλήψεως και επικοινωνίας. Οι δύο συνεδρίες πραγματοποιήθηκαν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Κατά την διενέργεια όμως της τρίτης συνεδρίας, ο κατηγορούμενος ζήτησε να συμμετάσχει και η Τεχνική του Σύμβουλος , γεγονός το οποίο παρά τον νόμο του αρνήθηκε η ανωτέρω πραγματογνώμων. Αντί αυτού όμως κάλεσε την βοηθό της και συνεργάτιδα της . Αμέσως μετά την έναρξη της συνεδρίας ο κατηγορούμενος δέθηκε επανειλημμένες κλήσεις στο κινητό του τηλέφωνο από την Τεχνική του Σύμβουλο , την συνήγορο του και την σύζυγο του , οι οποίες τον προέτρεψαν να αποχωρήσει από το γραφείο της πραγματογνώμονος , χωρίς να ολοκληρωθεί η συνεδρία και συνεπώς και η διενεργούμενη πραγματογνωμοσύνη. Ο ανωτέρω συμμορφούμενος προς τις οδηγίες των ανωτέρω αποχώρησε από το γραφείο της πραγματογνώμονος. Επομένως δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα περί ακυρότητος της πραγματογνωμοσύνης, αφού αυτή είναι ανυπόστατη, γιατί δεν ολοκληρώθηκε αυτή. Ο κατηγορούμενος στις 1/3/2019 είχε κοινοποιήσει εξώδικη διαμαρτυρία στην ανωτέρω πραγματογνώμονα ( ) επειδή είχε πιστεύσει πως αυτή (πραγματογνώμων μεροληπτούσε σε βάρος του). Στην περίπτωση αυτή άκυρες τυγχάνουν και οι δύο συνεδρίες, που προηγήθηκαν της μη πραγματωθείσας συνεδρίας, χωρίς να επηρεάζεται η εξέλιξη της λοιπής δικογραφίας. Συνεπώς δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη η πραγματογνωμοσύνη, που διενεργήθηκε από την ανωτέρω Δικαστική Ψυχολόγο σε βάρος του κατηγορουμένου . Γιατί η πραγματογνώμων αρνήθηκε την παρουσία της τεχνικής συμβούλου του κατηγορουμένου κατά την διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης παραβιάζοντας τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου. Η Τεχνική Σύμβουλος του κατηγορουμένου προέβη σε ψυχολογική εξέταση αυτού, αφού έλαβε όλα τα έγγραφα της δικογραφίας, που αφορούν την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, χαρακτηρίζοντας αυτόν ως προσωπικότητα κοινωνική με στοιχεία αλτρουϊσμού προσφέροντας στην οικογένεια και στην κοινωνία γενικότερα. Συνεπώς απορριπτέος τυγχάνει και ο δεύτερος λόγος της εφέσεως, αφού δεν υφίσταται το προς ακύρωση αντικείμενο (δηλ. η εκτέλεση πραγματογνωμοσύνης για την οποία δεν επιτράπηκε η παρουσία της τεχνικής συμβούλου. Τέλος κατά την διάταξη του άρθρου 476 του ΚΠΔ όπως έχει αντικατασταθεί και τέθηκε σε ισχύ με τον νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας όταν το ένδικο μέσο κατά βουλεύματος κηρυχθεί ως απαράδεκτο, ο Εισαγγελέας Εφετών καλεί τους κατηγορουμένους εντός προθεσμίας πέντε ημερών πριν την συζήτηση της υποθέσεως στο Δικαστικό Συμβούλιο να εκθέσουν τις απόψεις τους. Η ειδοποίηση γίνεται με οιονδήποτε τρόπο. Εάν η ειδοποίηση έγινε προφορικά ή τηλεφωνικά σημειώνεται σχετικά από τον γραμματέα της Εισαγγελίας στην δικογραφία για την πιστοποίηση της ειδοποιήσεως και διατάσσεται η εκτέλεση του βουλεύματος καθώς και η καταδίκη του ασκήσαντα το ένδικο μέσο στα δικαστικά έξοδα. Ο κοινός Νομοθέτης δύναται να προβαίνει στην κατάργηση ή τον περιορισμό ενδίκων μέσων σε συγκεκριμένο κύκλο υποθέσεων ταχεία περάτωση των δικογραφιών (ΑΠ 135/2018, ΑΠ 181/2019, ΑΠ 28/2019, ’Π 388/2019, ΑΠ 74/2019, ΑΠ 686/2019 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ). Ο κατηγορούμενος στις 22/9/2020 υπέβαλε αίτηση προς το Συμβούλιο Εφετών ζητώντας να του επιτραπεί η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του ενώπιον του Συμβουλίου, για να εκθέσει τις απόψεις του επί των αποδιδομένων σε βάρος του πράξεων, παρότι είχε αναπτύξει διεξοδικά τις απόψεις του στα προανακριτικά υπομνήματα του και ενώπιον της Ανακρίτριας στις 18/10/2018, 23/2018, στις 19/9/2019 και στις 6/7/2020. Μετά την απόρριψη των λόγων της εφέσεως του κατηγορουμένου η εμφάνιση αυτού ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών είναι υποχρεωτική, αφού πλέον προβλέπεται η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορουμένου ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών από την προμνημονευόμενη διάταξη, (άρθρο 476 του ΚΠΔ).
Εκ των ανωτέρω συνάγεται πως η έφεση του κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, αφού αμφότεροι οι λόγοι της εφέσεως κατά τα ανωτέρω έχουν απορριφθεί. Ο πρώτος γιατί δεν συνιστά απόλυτη ακυρότητα η μη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και δεν έχει συμπεριληφθεί στους λόγους εφέσεως, που αναφέρονται στην διάταξη του άρθρου 478 του ΚΠΔ. Ο δεύτερος λόγος εφέσεως αναφέρεται στην ακυρότητα της πραγματογνωμοσύνης της πραγματογνώμονος γιατί αυτή δεν επέτρεψε κατά την συνεδρία προς εξέταση του κατηγορουμένου να παραστεί η τεχνική του σύμβουλος παραβιάζοντας έτσι τα υπερασπιστικά του δικαιώματα. Ο εξεταζόμενος κατόπιν αυτού αποχώρησε από την συνεδρία και δεν πραγματώθηκε η πραγματογνωμοσύνη, συνεπώς λείπει το προς ακύρωση αντικείμενο (δηλ. η πραγματογνωμοσύνη) της οποίας ζητείται η ακύρωση. Περαιτέρω πρέπει να αναφερθεί πως παρέλκει η περαιτέρω διερεύνηση της ουσιαστικής βασιμότητας της κατηγορίας, αφού έχουν απορριφθεί αμφότεροι οι λόγοι της εφέσεως του κατηγορουμένου. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η ασκηθείσα έφεση του κατηγορουμένου κατοίκου περιοχής Φαλήρου Θεσσαλονίκης, να εκτελεστεί το προσβαλλόμενο με αριθμ. 982/2020 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, να γίνει δεκτό το αίτημα του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης για να εκθέσει τις απόψεις του και να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος στα δικαστικά έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Προτείνω να απορριφθεί η έφεση του κατηγορουμένου ελεύθερου επαγγελματία κατοίκου περιοχής Φαλήρου Θεσσαλονίκης ως απαράδεκτη, να εκτελεστεί το προσβαλλόμενο με αριθμ. 982/2020 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, να γίνει δεκτό το αίτημα του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορουμένου ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης για να εκθέσει τις απόψεις του, και να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος στα δικαστικά έξοδα.
Θεσσαλονίκη 5-10-2020.
Ο Εισαγγελέας Ηλίας Νικ. Σεφερίδης,
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΕΦΕΤΩΝ».
Αφού η Εισαγγελέας πρότεινε όσα αναφέρονται στην εισαγγελική πρόταση αποχώρησε.