Υπόθεση C-45/22 Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ – Συρροή παροχών διαφορετικής φύσεως – Εφαρμογή των εθνικών κανόνων αντισωρεύσεως – Υπολογισμός της συντάξεως επιζώντος – Διαίρεση των ποσών της παροχής ή των παροχών ή των άλλων εισοδημάτων, όπως έχουν ληφθεί υπόψη, με τον αριθμό των παροχών – Έννοια της φράσεως “παροχών […] όπως έχουν ληφθεί υπόψη”
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα) της 12ης Οκτωβρίου 2023 (*) «Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ – Συρροή παροχών διαφορετικής φύσεως – Εφαρμογή των εθνικών κανόνων αντισωρεύσεως – Υπολογισμός της συντάξεως επιζώντος – Διαίρεση των ποσών της παροχής ή των παροχών ή των άλλων εισοδημάτων, όπως έχουν ληφθεί υπόψη, με τον αριθμό των παροχών – Έννοια της φράσεως “παροχών […] όπως έχουν ληφθεί υπόψη”»
Στην υπόθεση C‑45/22,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το tribunal du travail francophone de Bruxelles (γαλλόφωνο δικαστήριο εργατικών διαφορών Βρυξελλών, Βέλγιο) με απόφαση της 4ης Ιανουαρίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 20 Ιανουαρίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),
συγκείμενο από τους F. Biltgen (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, J. Passer και L. Arastey Sahún, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: Α. Ράντος
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– ο HK, αυτοπροσώπως,
– η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον S. Baeyens, και τις C. Pochet και L. Van den Broecket,
– η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Laine,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους B.-R. Killmann και D. Martin,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 27ης Απριλίου 2023,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 200, σ. 1).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του HK και της Service fédérale des Pensions (Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Συντάξεων, Βέλγιο, στο εξής: SFP) σχετικά με τον υπολογισμό του ποσού της συντάξεως επιζώντος την οποία δικαιούται ο HK κατόπιν του θανάτου της συζύγου του.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
Ο κανονισμός 1408/71
3 Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός 1408/71), καταργήθηκε την 1η Μαΐου 2010, ημερομηνία κατά την οποία άρχισε να ισχύει ο κανονισμός 883/2004.
4 Το άρθρο 46γ του κανονισμού 1408/71, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ειδικές διατάξεις που εφαρμόζονται σε περίπτωση σωρεύσεως μιας ή περισσοτέρων παροχών, οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 46α παράγραφος 1, με μία ή περισσότερες παροχές διαφορετικής φύσεως ή με άλλα εισοδήματα, όταν η περίπτωση αυτή αφορά περισσότερα του ενός κράτη μέλη», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Εάν το δικαίωμα παροχών διαφορετικής φύσεως ή άλλων εισοδημάτων συνεπάγεται ταυτοχρόνως μείωση, αναστολή ή κατάργηση δύο ή περισσοτέρων παροχών, που αναφέρονται στο άρθρο 46 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο i), τα ποσά τα οποία δεν θα πληρώνονταν σε περίπτωση αυστηρής εφαρμογής των ρητρών μείωσης, αναστολής ή κατάργησης, που προβλέπονται από τη νομοθεσία των ενδιαφερόμενων κρατών μελών, διαιρούνται διά του αριθμού των παροχών, οι οποίες υπόκεινται σε μείωση, αναστολή ή κατάργηση.»
5 Το άρθρο 46γ προστέθηκε στον κανονισμό 1408/71 με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1248/92 του Συμβουλίου, της 30ής Απριλίου 1992 (ΕΕ 1992, L 136, σ. 7). Η δέκατη έκτη και η εικοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη του τελευταίου ως άνω κανονισμού είχαν ως εξής:
«[έχοντας υπόψη] ότι, για να προστατεύονται οι διακινούμενοι εργαζόμενοι και οι επιζώντες τους κατά την υπερβολικά αυστηρή εφαρμογή των εθνικών ρητρών μείωσης, αναστολής ή κατάργησης, είναι απαραίτητη προσθήκη μιας διάταξης στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71, η οποία θα θέτει αυστηρούς όρους για την εφαρμογή αυτών των ρητρών·
[…]
[έχοντας υπόψη] ότι πρέπει να εισαχθούν διατάξεις στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η από κοινού εφαρμογή των εθνικών ρητρών μειώσεως, αναστολής ή καταργήσεως εκ μέρους δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών σε περίπτωση σωρεύσεως παροχών διαφορετικής φύσεως δεν θα έχει δυσμενείς συνέπειες για τους διακινούμενους εργαζομένους ή τους εξ αυτών έλκοντες δικαιώματα […]».
Ο κανονισμός 883/2004
6 Οι αιτιολογικές σκέψεις 4, 29 και 31 του κανονισμού 883/2004 έχουν ως εξής:
«(4) Είναι ανάγκη να γίνουν σεβαστά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εθνικών νομοθεσιών κοινωνικής ασφάλειας και να εκπονηθεί απλώς ένα σύστημα συντονισμού.
[…]
(29) Για να προστατεύονται οι διακινούμενοι εργαζόμενοι και οι επιζώντες τους από την υπερβολικά αυστηρή εφαρμογή των εθνικών κανόνων που διέπουν τη μείωση, την αναστολή ή την κατάργηση, είναι αναγκαίο να συμπεριληφθούν διατάξεις οι οποίες θα ρυθμίζουν αυστηρά την εφαρμογή των κανόνων αυτών.
[…]
(31) Σύμφωνα με το Δικαστήριο, αρμόδιος για τη θέσπιση κανόνων αυτού του είδους είναι ο εθνικός νομοθέτης, εξυπακουομένου ότι ο κοινοτικός νομοθέτης είναι υπεύθυνος για τον καθορισμό των ορίων εντός των οποίων πρέπει να εφαρμόζονται οι εθνικές διατάξεις σχετικά με τη μείωση, την αναστολή ή την κατάργηση.»
7 Κατά το άρθρο 52 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εκκαθάριση των παροχών»:
«1. Ο αρμόδιος φορέας υπολογίζει το ποσό της οφειλόμενης παροχής:
α) σύμφωνα με τη νομοθεσία την οποία εφαρμόζει, μόνο όταν οι όροι που απαιτούνται για τη θεμελίωση δικαιώματος σε παροχές πληρούνται αποκλειστικά δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας (αυτοτελής παροχή)·
β) με τον υπολογισμό ενός θεωρητικού ποσού και, εν συνεχεία, ενός πραγματικού ποσού (αναλογική παροχή), ως εξής:
[…]
2. Εφόσον είναι αναγκαίο, ο αρμόδιος φορέας εφαρμόζει επί του ποσού το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με τα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 1, το σύνολο των κανόνων μείωσης, αναστολής ή κατάργησης οι οποίοι προβλέπονται από την νομοθεσία που αυτός εφαρμόζει, εντός των ορίων τα οποία ορίζουν τα άρθρα 53 έως 55.
3. Ο ενδιαφερόμενος δικαιούται να λάβει από τον αρμόδιο φορέα κάθε κράτους μέλους το υψηλότερο από τα ποσά που υπολογίζονται σύμφωνα με τα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 1.
[…]»
8 Το άρθρο 53 του ανωτέρω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κανόνες αντισώρευσης», προβλέπει τα εξής:
«1. Συρροή παροχών αναπηρίας, γήρατος και επιζώντων οι οποίες υπολογίζονται ή χορηγούνται βάσει των περιόδων ασφάλισης ή/και κατοικίας τις οποίες έχει πραγματοποιήσει ένα και το αυτό πρόσωπο θεωρείται ως συρροή παροχών της ίδιας φύσης.
2. Συρροή παροχών οι οποίες δεν δύνανται να θεωρηθούν της ίδιας φύσης κατά την έννοια της παραγράφου 1 θεωρείται ως συρροή παροχών διαφορετικής φύσης.
3. Για τους σκοπούς των κανόνων αντισώρευσης, οι οποίοι προβλέπονται από τη νομοθεσία κράτους μέλους, σε περίπτωση συρροής παροχών αναπηρίας, γήρατος ή επιζώντων με παροχή ίδιας ή διαφορετικής φύσης είτε με άλλα εισοδήματα, ισχύουν οι ακόλουθες διατάξεις:
α) ο αρμόδιος φορέας λαμβάνει υπόψη τις παροχές ή τα εισοδήματα που έχουν αποκτηθεί σε άλλο κράτος μέλος, μόνον εφόσον η νομοθεσία την οποία αυτός εφαρμόζει προβλέπει ότι λαμβάνονται υπόψη οι παροχές ή τα εισοδήματα που έχουν αποκτηθεί στο εξωτερικό
β) ο αρμόδιος φορέας λαμβάνει υπόψη το ποσό των παροχών που πρέπει να καταβληθεί από άλλο κράτος μέλος πριν από την αφαίρεση του φόρου, των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και των λοιπών ατομικών κρατήσεων, εκτός εάν η νομοθεσία την οποία εφαρμόζει προβλέπει την εφαρμογή των ρητρών αποφυγής της σώρευσης μετά τις εκπτώσεις αυτές, σύμφωνα με τις διαδικασίες και τις διαδικασίες που καθορίζονται στον [κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16 Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού 883/2004 (ΕΕ 2009, L 284, σ. 1)]·
γ) ο αρμόδιος φορέας δεν λαμβάνει υπόψη το ποσό των παροχών οι οποίες έχουν αποκτηθεί δυνάμει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους βάσει προαιρετικής υπαγωγής ή προαιρετικής συνέχισης της ασφάλισης·
δ) όταν ένα μόνο κράτος μέλος εφαρμόζει κανόνες αντισώρευσης, λόγω του ότι ο ενδιαφερόμενος λαμβάνει παροχές ίδιας ή διαφορετικής φύσης σύμφωνα με τη νομοθεσία άλλων κρατών μελών ή εισοδήματα τα οποία έχουν αποκτηθεί σε άλλα κράτη μέλη, η οφειλόμενη παροχή δύναται να μειώνεται μόνο έως το ποσό τέτοιων παροχών ή τέτοιων εισοδημάτων.»
9 Το άρθρο 55 του ίδιου κανονισμού φέρει τον τίτλο «Συρροή παροχών διαφορετικής φύσης» και προβλέπει στην παράγραφο 1, στοιχείο αʹ, τα εξής:
«Εάν η λήψη παροχών διαφορετικής φύσεως ή άλλων εισοδημάτων συνεπάγεται την εφαρμογή των κανόνων αντισώρευσης, οι οποίοι προβλέπονται από τη νομοθεσία των ενδιαφερομένων κρατών μελών:
α) σε δύο ή περισσότερες αυτοτελείς παροχές, οι αρμόδιοι φορείς διαιρούν την ή τις παροχές ή τα άλλα εισοδήματα, όπως αυτές έχουν ληφθεί υπόψη, διά του αριθμού των παροχών οι οποίες υπόκεινται στους εν λόγω κανόνες·
εντούτοις, η εφαρμογή του παρόντος εδαφίου δεν μπορεί να στερήσει, από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο την ιδιότητά του ως συνταξιούχου για τους σκοπούς των άλλων κεφαλαίων του παρόντος τίτλου, σύμφωνα με τους όρους και τις διαδικασίες που ορίζονται στον κανονισμό εφαρμογής.
[…]»
Το βελγικό δίκαιο
10 Το άρθρο 20, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του βασιλικού διατάγματος 50, της 24ης Οκτωβρίου 1967, περί συντάξεως γήρατος και επιζώντων των μισθωτών εργαζομένων (Moniteur belge της 27ης Οκτωβρίου 1967, σ. 11246), ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης (στο εξής: βασιλικό διάταγμα 50), προβλέπει τα εξής:
«Η σύνταξη επιζώντος μπορεί να σωρευθεί με σύνταξη γήρατος ή με οποιαδήποτε άλλη παροχή η οποία επέχει θέση σύνταξης γήρατος μόνον μέχρι ποσού που καθορίζεται με βασιλικό διάταγμα.
[…]
Με βασιλικό διάταγμα καθορίζεται σε ποια έκταση μπορεί να μειωθεί η σύνταξη επιζώντος όταν ο επιζών σύζυγος λαμβάνει σύνταξη επιζώντος ή οποιαδήποτε άλλη παροχή επέχει θέση σύνταξης επιζώντος, χορηγούμενη στο πλαίσιο συστήματος συντάξεων γήρατος και επιζώντος άλλης χώρας ή στο πλαίσιο συστήματος που ισχύει για το προσωπικό οργανισμών δημοσίου διεθνούς δικαίου.»
11 Το άρθρο 52, παράγραφος 1, του βασιλικού διατάγματος της 21ης Δεκεμβρίου 1967, περί γενικού κανονισμού του συστήματος συντάξεων γήρατος και επιζώντων των μισθωτών εργαζομένων (Moniteur belge της 16ης Ιανουαρίου 1968, σ. 441), ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης (στο εξής: βασιλικό διάταγμα της 21ης Δεκεμβρίου 1967), προβλέπει, στο πρώτο εδάφιο και στα εδάφια τρία έως πέντε, τα εξής:
«Όταν ο επιζών σύζυγος δικαιούται, αφενός, σύνταξη επιζώντος στο πλαίσιο του συνταξιοδοτικού συστήματος των μισθωτών εργαζομένων και, αφετέρου, μία ή περισσότερες συντάξεις γήρατος ή οποιαδήποτε άλλη παροχή επέχει θέση τέτοιας συντάξεως στο πλαίσιο του συνταξιοδοτικού συστήματος των μισθωτών εργαζομένων ή ενός ή περισσοτέρων άλλων συνταξιοδοτικών συστημάτων, η σύνταξη επιζώντος μπορεί να σωρευθεί με τις εν λόγω συντάξεις μόνον μέχρι ποσού ίσου προς το 110 % του ποσού της συντάξεως επιζώντος την οποία θα λάμβανε ο επιζών σύζυγος για πλήρη σταδιοδρομία.
[…]
Όταν ο μνημονευόμενος [στο πρώτο εδάφιο] σύζυγος δικαιούται επίσης μία ή περισσότερες συντάξεις επιζώντος ή παροχές που επέχουν θέση τέτοιας συντάξεως κατά την έννοια του άρθρου 10bis του [βασιλικού διατάγματος 50], η σύνταξη επιζώντος δεν μπορεί να υπερβαίνει τη διαφορά μεταξύ, αφενός, του 110 % του ποσού της συντάξεως επιζώντος για πλήρη σταδιοδρομία και, αφετέρου, του αθροίσματος των ποσών της συντάξεως γήρατος ή των παροχών που επέχουν θέση τέτοιας συντάξεως κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου και ενός ποσού ίσου προς τη σύνταξη επιζώντος μισθωτού εργαζομένου για πλήρη σταδιοδρομία, πολλαπλασιαζομένου επί το κλάσμα ή το άθροισμα κλασμάτων που εκφράζουν το ύψος των συντάξεων επιζώντος στα άλλα συνταξιοδοτικά συστήματα πλην του συστήματος των αυτοαπασχολούμενων. Τα κλάσματα αυτά είναι εκείνα που χρησιμοποιήθηκαν ή θα είχαν χρησιμοποιηθεί για την εφαρμογή του προαναφερθέντος άρθρου 10bis.
Η εφαρμογή του [τρίτου εδαφίου] δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να μειώσει τη σύνταξη επιζώντος σε ποσό χαμηλότερο της διαφοράς μεταξύ του ποσού της συντάξεως επιζώντος που θα χορηγούνταν πριν από την εφαρμογή των προηγουμένων εδαφίων και του αθροίσματος των κοινών συντάξεων και των αναλόγων πλεονεκτημάτων κατά την έννοια του [πρώτου εδαφίου].
Για την εφαρμογή του [πρώτου και του τρίτου εδαφίου], ως σύνταξη επιζώντος για πλήρη σταδιοδρομία νοείται η σύνταξη επιζώντος που χορηγείται στον επιζώντα σύζυγο πριν από την εφαρμογή των προηγουμένων εδαφίων, πολλαπλασιαζόμενη επί το αντίστροφο κλάσμα από εκείνο, το οποίο περιορίζεται ενδεχομένως δυνάμει του προαναφερθέντος άρθρου 10bis και το οποίο χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό της συντάξεως γήρατος που χρησιμεύει ως βάση για τον υπολογισμό της συντάξεως επιζώντος.»
12 Το άρθρο 52bis του βασιλικού διατάγματος της 21ης Δεκεμβρίου 1967 προβλέπει τα εξής:
«Για την εφαρμογή του άρθρου 20, [τρίτο και τέταρτο εδάφιο], του βασιλικού διατάγματος 50, το ύψος της συντάξεως επιζώντος του επιζώντος συζύγου η οποία χορηγείται δυνάμει του [βασιλικού διατάγματος 50] ή […] [του βασιλικού διατάγματος της 23ης Δεκεμβρίου 1996, περί εκτελέσεως των άρθρων 15, 16 και 17 του νόμου της 26ης Ιουλίου 1996 περί εκσυγχρονισμού της κοινωνικής ασφαλίσεως και περί διασφαλίσεως της βιωσιμότητας των εκ του νόμου συνταξιοδοτικών συστημάτων (Moniteur belge της 17ης Ιανουαρίου 1997, σ. 904)], μειώνεται κατά το ποσό της συντάξεως επιζώντων ή της αντικαταστάσεώς της, που χορηγείται βάσει καθεστώτος χώρας της αλλοδαπής ή βάσει καθεστώτος που εφαρμόζεται στο προσωπικό οργανισμού δημοσίου διεθνούς δικαίου, από το οποίο δεν χωρεί παραίτηση.»
13 Το άρθρο 7 του βασιλικού διατάγματος της 23ης Δεκεμβρίου 1996, περί εκτελέσεως των άρθρων 15, 16 και 17 του νόμου της 26ης Ιουλίου 1996 περί εκσυγχρονισμού της κοινωνικής ασφαλίσεως και περί διασφαλίσεως της βιωσιμότητας των εκ του νόμου συνταξιοδοτικών συστημάτων, προβλέπει στην παράγραφο 1, πρώτο εδάφιο, τα εξής:
«Σε περίπτωση που ο σύζυγος απεβίωσε πριν αρχίσει να του καταβάλλεται η σύνταξη γήρατος, η σύνταξη επιζώντος ισούται με το 80 [%] του ποσού της σύνταξης γήρατος η οποία θα του είχε χορηγηθεί με βάση το παρόν διάταγμα, υπολογιζόμενου με τον συντελεστή που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, [πρώτο εδάφιο], στοιχείο a.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
14 Η σύζυγος του HK απεβίωσε στις 29 Νοεμβρίου 2016.
15 Δεδομένου ότι ο HK είχε εργαστεί και καταβάλει εισφορές σε διάφορα κράτη μέλη, και συγκεκριμένα στο Βέλγιο, στην Ισπανία και στη Φινλανδία, λάμβανε, την 1η Δεκεμβρίου 2016, βελγική σύνταξη γήρατος ύψους 11 962,55 ευρώ ετησίως, καθώς και ισπανική σύνταξη γήρατος ύψους 8 276,28 ευρώ ετησίως. Δεδομένου ότι η σύζυγος του HK είχε επίσης εργαστεί και καταβάλει εισφορές στα ίδια κράτη μέλη, ο HK εισέπραττε επίσης ισπανική σύνταξη επιζώντος, ύψους 5 123,88 ευρώ ετησίως, και φινλανδική σύνταξη επιζώντος ύψους 1 281,24 ευρώ ετησίως, οι οποίες χορηγούνταν βάσει των εισφορών που είχε καταβάλει η θανούσα σύζυγός του στα αντίστοιχα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως.
16 Όσον αφορά τη βελγική σύνταξη επιζώντος, η SFP ενημέρωσε τον HK στις 22 Δεκεμβρίου 2017 ότι δεν εδικαιούτο τέτοια σύνταξη, λόγω του ότι το συνολικό ποσό των συντάξεων γήρατος που λάμβανε ήταν υπέρμετρα υψηλό.
17 Στις 26 Δεκεμβρίου 2017, ο HK υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της εν λόγω αρνήσεως καταβολής συντάξεως επιζώντος.
18 Ακολούθησε αλληλογραφία μεταξύ του HK και της SFP σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο είχαν ληφθεί υπόψη οι διάφορες συνταξιοδοτικές παροχές που λάμβανε ο HK προκειμένου να κριθεί αν και σε ποιον βαθμό το εν λόγω πρόσωπο δικαιούνταν να λάβει βελγική σύνταξη επιζώντος.
19 Με απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2019, η SFP τροποποίησε την αρχική της θέση χορηγώντας στον HK σύνταξη επιζώντος βάσει του βελγικού δικαίου, ανερχόμενη ετησίως στο ποσό των 1 929,03 ευρώ, και δη αναδρομικώς από 1ης Δεκεμβρίου 2016.
20 Ο HK προσέφυγε κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι του tribunal du travail francophone de Bruxelles (γαλλόφωνου δικαστηρίου εργατικών διαφορών Βρυξελλών, Βέλγιο), υποστηρίζοντας ότι το ετήσιο ποσό της βελγικής συντάξεως επιζώντος έπρεπε να ανέλθει σε 6 339,01 ευρώ.
21 Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι απόψεις του HK και της SFP διαφέρουν, κατ’ ουσίαν, ως προς την ερμηνεία του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004, το οποίο προβλέπει τον κανόνα κατά τον οποίο ο αρμόδιος φορέας οφείλει, σε περίπτωση εφαρμογής κανόνων αντισωρεύσεως παροχών διαφορετικής φύσεως, να διαιρεί τα ποσά των παροχών ή άλλων εισοδημάτων με τον αριθμό των παροχών που υπόκεινται στους προβλεπόμενους από την εθνική νομοθεσία κανόνες περί αντισωρεύσεως, όπως έχουν ληφθεί υπόψη.
22 Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι η βελγική νομοθεσία επιτρέπει τη σώρευση συντάξεως επιζώντος και συντάξεως γήρατος περιορίζοντας το συνολικό τους ύψος στο ποσό που αντιστοιχεί στο 110 % του ποσού της συντάξεως επιζώντος που θα είχε χορηγηθεί στον επιζώντα σύζυγο για πλήρη σταδιοδρομία και ότι οι διάδικοι συμφωνούν ότι το συνολικό ποσό των συντάξεων γήρατος που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την εφαρμογή του άρθρου 52 του βασιλικού διατάγματος της 21ης Δεκεμβρίου 1967, ήτοι το ετήσιο ποσό της βελγικής (11 962,55 ευρώ) και της ισπανικής συντάξεως γήρατος (8 276,28 ευρώ), ανέρχεται σε 20 238,83 ευρώ και ότι το ανώτατο όριο σωρεύσεως ανέρχεται σε 16 458,42 ευρώ.
23 Η συλλογιστική των διαδίκων διαφέρει μόνο στο επίπεδο του υπολογισμού της υπερβάσεως του ανωτάτου ορίου σωρεύσεως.
24 Κατά την SFP, για να καθοριστεί η υπέρβαση του ανώτατου αυτού ορίου, πρέπει να αθροιστούν το ετήσιο ποσό της συντάξεως επιζώντος με το συνολικό ετήσιο ποσό των συντάξεων γήρατος, στη συνέχεια να αφαιρεθεί το ανώτατο όριο σωρεύσεως, και το ποσό αυτό να διαιρεθεί διά του δύο. Επομένως, στην περίπτωση του HK, η υπέρβαση του ανωτάτου ορίου σωρεύσεως υπολογίζεται ως εξής: 7 638,46 ευρώ (ετήσιο ποσό της χορηγούμενης συντάξεως επιζώντος) + 20 238,83 ευρώ (συνολικό ετήσιο ποσό συντάξεων γήρατος) – 16 458,42 ευρώ (ανώτατο όριο σωρεύσεως) = 11 418,87 ευρώ. Επομένως, το ανώτατο ετήσιο ποσό της συντάξεως επιζώντων ανέρχεται σε: 7 638,46 ευρώ – 11 418,87 ευρώ διά του 2 (ποσό της υπερβάσεως διαιρούμενο διά του αριθμού των συντάξεων επιζώντος που επηρεάζονται από τους κανόνες αντισωρεύσεως, ήτοι, εν προκειμένω, από τη βελγική και τη φινλανδική σύνταξη επιζώντος) = 1 929,03 ευρώ.
25 Η SFP διευκρινίζει ότι οι φινλανδικές αρχές προέβησαν στον ίδιο ακριβώς υπολογισμό όσον αφορά τη φινλανδική σύνταξη επιζώντος.
26 Κατά τον HK, δεν πρέπει να διαιρεθεί το τμήμα των εισοδημάτων που υπερβαίνουν το ανώτατο όριο σωρεύσεως, αλλά το σύνολο των εισοδημάτων που λαμβάνονται υπόψη για την εφαρμογή των κανόνων αντισωρεύσεως, δηλαδή το συνολικό ετήσιο ποσό των συντάξεων γήρατος. Στην περίπτωση αυτή, η υπέρβαση του ανωτάτου ορίου σωρεύσεως υπολογίζεται ως εξής: 7 638,46 ευρώ (ετήσιο ποσό της χορηγούμενης συντάξεως επιζώντος) + 20 238,83 ευρώ (συνολικό ετήσιο ποσό των συντάξεων γήρατος) διά του δύο – 16 458,42 ευρώ (ανώτατο όριο σωρεύσεως) = 1 299,45 ευρώ. Επομένως, το ετήσιο ποσό της συντάξεως επιζώντος που δικαιούται ο ΗΚ υπολογίζεται, κατ’ αυτόν, ως εξής: 7 638,46 ευρώ – 1 299,45 ευρώ = 6 399,01 ευρώ.
27 Ο HK προσθέτει ότι αυτή η ερμηνεία του άρθρου 55, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 βασίζεται στις πληροφορίες που περιέχονται στην ιστοσελίδα του Caisse nationale d’assurance vieillesse (εθνικού ταμείου ασφαλίσεως γήρατος, Γαλλία), ήτοι του γαλλικού φορέα που είναι αρμόδιος για τον υπολογισμό και την καταβολή των βασικών συντάξεων.
28 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο κανόνας διαιρέσεως του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004 δεν περιλαμβανόταν, αυτός καθεαυτόν, στην αντίστοιχη διάταξη του κανονισμού 1408/71, ήτοι στο άρθρο 46γ, παράγραφος 1, το οποίο προέβλεπε ότι τα ποσά που δεν θα καταβάλλονταν σε περίπτωση αυστηρής εφαρμογής των ρητρών μειώσεως που προβλέπονται από τη νομοθεσία των οικείων κρατών μελών θα διαιρούνταν με τον αριθμό των παροχών που υπόκεινται σε μείωση.
29 Υπό τις συνθήκες αυτές, το tribunal du travail francophone de Bruxelles (γαλλόφωνο δικαστήριο εργατικών διαφορών των Βρυξελλών) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Έχει ο κανόνας του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 , κατά τον οποίο οι αρμόδιοι φορείς διαιρούν την ή τις παροχές ή τα άλλα εισοδήματα, όπως αυτές έχουν ληφθεί υπόψη, διά του αριθμού των παροχών οι οποίες υπόκεινται στους εν λόγω κανόνες, την έννοια ότι πρέπει να διαιρούνται αυτά καθεαυτά τα εισοδήματα που έχουν ληφθεί υπόψη για την εφαρμογή του κανόνα περί συρροής παροχών διά του αριθμού των συντάξεων επιζώντος οι οποίες επηρεάζονται από τους κανόνες αντισώρευσης;
2) Έχει, αντιθέτως, ο κανόνας του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004, κατά τον οποίο οι αρμόδιοι φορείς διαιρούν την ή τις παροχές ή τα άλλα εισοδήματα, όπως αυτές έχουν ληφθεί υπόψη, διά του αριθμού των παροχών οι οποίες υπόκεινται στους εν λόγω κανόνες, την έννοια ότι δεν πρέπει να διαιρούνται αυτά καθεαυτά τα εισοδήματα που έχουν ληφθεί υπόψη για την εφαρμογή του κανόνα περί συρροής παροχών, αλλά να διαιρείται το μέρος των εισοδημάτων που υπερβαίνει ένα ανώτατο όριο σώρευσης, όπως το προβλεπόμενο, για παράδειγμα, στον επίμαχο εθνικό κανόνα, διά του αριθμού των συντάξεων επιζώντος οι οποίες επηρεάζονται από τους κανόνες αντισώρευσης;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
30 Με τα δύο ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004 έχει την έννοια ότι, όταν η χορήγηση παροχών διαφορετικής φύσεως συνεπάγεται την εφαρμογή εθνικών κανόνων αντισωρεύσεως όσον αφορά αυτοτελείς παροχές, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να προβλέπουν ότι, για τον υπολογισμό του ποσού της καταβλητέας παροχής, πρέπει το συνολικό ποσό των εισοδημάτων που λαμβάνονται υπόψη από τους εν λόγω εθνικούς κανόνες να διαιρείται με τον αριθμό των οικείων παροχών ή αν τα κράτη μέλη υποχρεούνται να προβλέπουν ότι, για τον εν λόγω υπολογισμό, πρέπει να διαιρείται με τον ίδιο αυτόν αριθμό το μέρος των εισοδημάτων που υπερβαίνει το καθορισμένο από τους οικείους εθνικούς κανόνες ανώτατο όριο σωρεύσεως.
31 Υπενθυμίζεται ευθύς εξαρχής ότι οι ρήτρες αντισωρεύσεως που προβλέπει η νομοθεσία ενός κράτους μέλους εφαρμόζονται, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στον κανονισμό 883/2004, έναντι των δικαιούχων που λαμβάνουν παροχή από το κράτος μέλος αυτό, οσάκις μπορούν να λάβουν και άλλες παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως, ακόμη και αν οι παροχές αυτές αποκτήθηκαν δυνάμει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους (πρβλ. απόφαση της 15ης Μαρτίου 2018, Blanco Marqués, C‑431/16, EU:C:2018:189, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
32 Ειδικότερα, σύμφωνα με τα όσα προβλέπει το άρθρο 52, παράγραφος 2, του κανονισμού 883/2004, ο αρμόδιος εθνικός φορέας εφαρμόζει, εφόσον είναι αναγκαίο, το σύνολο των κανόνων μειώσεως, αναστολής ή καταργήσεως που προβλέπονται από τη νομοθεσία την οποία εφαρμόζει, εντός των ορίων που θέτουν τα άρθρα 53 έως 55 του κανονισμού αυτού.
33 Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου , οι παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως πρέπει να θεωρούνται ότι είναι της ιδίας φύσεως όταν το αντικείμενο και ο σκοπός τους καθώς και η βάση υπολογισμού και οι προϋποθέσεις χορηγήσεώς τους είναι πανομοιότυπες. Αντιθέτως, χαρακτηριστικά που είναι μόνο τυπικά δεν πρέπει να θεωρούνται στοιχεία καθοριστικά για τον χαρακτηρισμό των παροχών (απόφαση της 15ης Μαρτίου 2018, Blanco Marqués, C‑431/16, EU:C:2018:189, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
34 Όσον αφορά τη σώρευση παροχών όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, ήτοι παροχών που υπολογίζονται ή χορηγούνται βάσει των σταδιοδρομιών δύο διαφορετικών προσώπων και οι οποίες πρέπει να θεωρηθούν ως διαφορετικής φύσεως, το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004 προβλέπει ότι, στην περίπτωση σωρεύσεως δύο ή περισσοτέρων αυτοτελών παροχών, οι αρμόδιοι φορείς διαιρούν την ή τις παροχές, όπως αυτές έχουν ληφθεί υπόψη, με τον αριθμό των παροχών οι οποίες υπόκεινται στους κανόνες αντισωρεύσεως που έχουν προβλέψει τα κράτη μέλη στη νομοθεσία τους.
35 Όσον αφορά το νόημα που πρέπει να αποδοθεί στη φράση «όπως έχουν ληφθεί υπόψη», υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος, το δε ιστορικό θεσπίσεως της διατάξεως αυτής μπορεί επίσης να παράσχει χρήσιμα στοιχεία για την ερμηνεία της (απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Inspecteur van de Belastingdienst, C‑631/17, EU:C:2019:381, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
36 Όσον αφορά, πρώτον, το γράμμα του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004, προκύπτει ότι, κατά την εφαρμογή των κανόνων αντισωρεύσεως που προβλέπονται από τις εθνικές νομοθεσίες, οι αρμόδιοι φορείς διαιρούν τα ποσά των παροχών που ελήφθησαν υπόψη με τον αριθμό των παροχών που υπόκεινται στους εν λόγω κανόνες.
37 Από το σύνηθες νόημα της φράσης «λαμβάνονται υπόψη» που χρησιμοποιείται στην εν λόγω διάταξη προκύπτει ότι, σύμφωνα με αυτήν, διαιρετέα είναι τα ποσά που λαμβάνουν υπόψη οι αρμόδιοι εθνικοί φορείς ή τα ποσά που οι εθνικοί φορείς έλαβαν υπόψη στο πλαίσιο της εφαρμογής των κανόνων αντισωρεύσεως που προβλέπει η νομοθεσία τους.
38 Πλην όμως, το γράμμα του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004 δεν περιέχει καμία ρητή ένδειξη που να επιβάλλει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν υπόψη συγκεκριμένο ποσό.
39 Πράγματι, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 47 και 50 των προτάσεών του, το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004 είναι διατυπωμένο κατά τρόπο ώστε να παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να διαιρούν τα ποσά που προκύπτουν από την εφαρμογή των εθνικών τους κανόνων αντισωρεύσεως με τον αριθμό των οικείων παροχών.
40 Κατά συνέπεια, από τη διατύπωση αυτή προκύπτει ότι, για να υπολογίσουν το ποσό της καταβλητέας παροχής, οι αρμόδιοι εθνικοί φορείς μπορούν να διαιρούν με τον αριθμό των οικείων παροχών είτε το συνολικό ποσό των εισοδημάτων είτε το μέρος των εισοδημάτων που υπερβαίνει ορισμένο ανώτατο όριο σωρεύσεως.
41 Δεύτερον, η γραμματική αυτή ερμηνεία επιβεβαιώνεται από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004.
42 Ειδικότερα, από την αιτιολογική σκέψη 29 του κανονισμού 883/2004, η οποία αφορά τις διατάξεις του κανονισμού σχετικά με τους εθνικούς κανόνες που θεσπίζουν μηχανισμούς μειώσεως, αναστολής ή καταργήσεως, προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να προστατεύσει τους διακινούμενους εργαζομένους και τους επιζώντες τους από την υπέρμετρα αυστηρή εφαρμογή των εθνικών κανόνων από τα κράτη μέλη, εισάγοντας στον εν λόγω κανονισμό διατάξεις οι οποίες θέτουν αυστηρές προϋποθέσεις για την εφαρμογή των εν λόγω εθνικών κανόνων.
43 Συναφώς, η αιτιολογική σκέψη 31 του εν λόγω κανονισμού διευκρινίζει ότι στον μεν εθνικό νομοθέτη εναπόκειται να θέσει σε εφαρμογή κανόνες που περιορίζουν τη σώρευση δύο ή περισσοτέρων συντάξεων το δικαίωμα των οποίων έχει αποκτηθεί σε διαφορετικά κράτη μέλη, στον δε νομοθέτη της Ένωσης εναπόκειται να καθορίσει τα όρια εντός των οποίων εφαρμόζονται αυτοί οι εθνικοί κανόνες αντισωρεύσεως.
44 Επομένως, οι διατάξεις του κανονισμού 883/2004 σχετικά με τις εθνικές ρήτρες αντισωρεύσεως έχουν ως σκοπό να περιορίσουν τις ιδιαιτέρως δυσμενείς συνέπειες έναντι των εργαζομένων που έκαναν χρήση του δικαιώματός τους ελεύθερης κυκλοφορίας.
45 Όμως, όπως επίσης υπενθύμισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 52 των προτάσεών του, υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από ένα κράτος μέλος μόνον του ποσού που υπερβαίνει το ανώτατο όριο σωρεύσεως των διαφόρων συντάξεων είναι ιδιαίτερα δυσμενής για τους οικείους εργαζομένους, ακόμη και αν ο υπολογισμός που πραγματοποιείται λαμβανομένου υπόψη του συνολικού ποσού των οικείων παροχών καταλήγει, όπως είναι φυσικό, σε υψηλότερο ποσό.
46 Πράγματι, αφενός, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 38 έως 40 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004 ουδόλως υποχρεώνει τα κράτη μέλη να χορηγούν στους οικείους εργαζομένους τα υψηλότερα ποσά. Αφετέρου, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, εν προκειμένω, ο HK λαμβάνει βελγική σύνταξη επιζώντος λόγω της εφαρμογής της διατάξεως αυτής, ενώ εργαζόμενος ο οποίος δεν έχει κάνει χρήση του δικαιώματός του ελεύθερης κυκλοφορίας δεν δικαιούται καμία παροχή σε αντίστοιχη περίπτωση.
47 Τρίτον, ερμηνεία του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004κατά την οποία εναπόκειται στους εθνικούς νομοθέτες να καθορίζουν τα ποσά των παροχών που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της εφαρμογής των εθνικών τους κανόνων αντισωρεύσεως επιβεβαιώνεται, επίσης, από τους σκοπούς της ρυθμίσεως στην οποία εντάσσεται η οικεία διάταξη.
48 Κατά την αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού 883/2004, είναι ανάγκη να γίνουν σεβαστά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εθνικών νομοθεσιών κοινωνικής ασφάλειας και να εκπονηθεί απλώς ένα σύστημα συντονισμού.
49 Πράγματι, ο κανονισμός 883/2004 δεν θεσπίζει κοινό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, αλλά διατηρεί σε ισχύ τα διάφορα εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως. Τα κράτη μέλη διατηρούν την αρμοδιότητα οργανώσεως των συστημάτων τους κοινωνικής ασφαλίσεως και, ελλείψει εναρμονίσεως σε επίπεδο Ένωσης, εναπόκειται σε κάθε κράτος μέλος να καθορίσει στη νομοθεσία του, μεταξύ άλλων, τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση κοινωνικών παροχών, τηρώντας το δίκαιο της Ένωσης. Κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, τα κράτη μέλη οφείλουν εντούτοις να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, τις διατάξεις του κανονισμού 883/2004 σχετικά με τους κανόνες αντισωρεύσεως (πρβλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2022, Rechtsanwaltskammer Wien, C‑58/21, EU:C:2022:691, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
50 Πλην όμως, το άρθρο 55, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 δεν ορίζει κανένα συγκεκριμένο τρόπο υπολογισμού του ποσού των συντάξεων επιζώντων και, συνεπώς, εναπόκειται στην έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να θεσπίσει τις ρυθμίσεις αυτές στο πλαίσιο της εφαρμογής της διατάξεως αυτής, όπερ άλλωστε καταδεικνύεται, εν προκειμένω, από την περίσταση που εκτέθηκε στις σκέψεις 25 και 27 της παρούσας αποφάσεως, κατά την οποία οι αρμόδιες γαλλικές και φινλανδικές αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν, δυνάμει των αντίστοιχων εθνικών τους κανόνων αντισωρεύσεως, διαφορετικούς τρόπους υπολογισμού.
51 Τέταρτον και τελευταίο, επισημαίνεται ότι από το ιστορικό θεσπίσεως του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004δύναται επίσης να συναχθεί ότι η οικεία διάταξη πρέπει να ερμηνευθεί κατά τον τρόπο που εκτέθηκε στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως.
52 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι ο κανονισμός 1408/71 δεν περιείχε αρχικώς κανόνα παρόμοιο με αυτόν του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004, σχετικά με τον μετριασμό των επιπτώσεων σε περίπτωση σωρεύσεως κοινωνικών παροχών.
53 Μόνον κατόπιν της προσθήκης, με τον κανονισμό 1248/92, του άρθρου 46γ στον κανονισμό 1408/71, ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε τέτοιο κανόνα. Συναφώς, η δέκατη έκτη και η εικοστή δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1248/92 διευκρίνιζαν ότι είναι σημαντικό να προστατεύονται οι διακινούμενοι εργαζόμενοι και οι επιζώντες τους από την υπέρμετρα αυστηρή εφαρμογή των εθνικών ρητρών μειώσεως, αναστολής ή καταργήσεως, καθότι η συνδυασμένη εφαρμογή εθνικών ρητρών σε περίπτωση σωρεύσεως παροχών διαφορετικής φύσεως θα μπορούσε να έχει αρνητικές συνέπειες.
54 Το άρθρο 46γ του κανονισμού 1408/71, το οποίο προηγήθηκε του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71, προέβλεπε ότι, εάν η λήψη παροχών διαφορετικής φύσεως ή άλλων εισοδημάτων συνεπάγεται ταυτοχρόνως μείωση, αναστολή ή κατάργηση δύο ή περισσοτέρων παροχών, τα ποσά που δεν θα πληρώνονταν σε περίπτωση αυστηρής εφαρμογής των ρητρών μείωσης, αναστολής ή καταργήσεως οι οποίες προβλέπονται από τη νομοθεσία των ενδιαφερόμενων κρατών μελών διαιρούνται με τον αριθμό των παροχών που υπόκεινται σε μείωση, αναστολή ή κατάργηση.
55 Καίτοι, όμως, το γράμμα του άρθρου 55, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 τροποποιήθηκε, τροποποίηση συνεπεία της οποίας διαιρούνται με τον αριθμό των παροχών που υπόκεινται στις ρήτρες αντισωρεύσεως τα ποσά των παροχών που ελήφθησαν υπόψη και όχι τα ποσά που δεν καταβλήθηκαν λόγω της εφαρμογής των ρητρών αντισωρεύσεως, γεγονός παραμένει ότι τόσο το άρθρο 55, παράγραφος 1 όσο και το άρθρο 46γ, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, ήτοι την προστασία των διακινούμενων εργαζομένων από τα δυσμενή αποτελέσματα που συνδέονται με τη σωρευτική εφαρμογή των εν λόγω ρητρών στα κράτη μέλη.
56 Πράγματι, με τον κανονισμό 883/2004 εκσυγχρονίστηκαν και απλοποιήθηκαν οι κανόνες που περιλαμβάνονται στον κανονισμό 1408/71, ενώ διατηρήθηκε παράλληλα ο ίδιος σκοπός με εκείνον που είχε και ο κανονισμός 1408/71 [πρβλ. απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2021, Raad van bestuur van het Uitvoeringsinstituut werknemersverzekeringen (Uwv), C‑285/20, EU:C:2021:785, σκέψη 42].
57 Εξάλλου, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 61 των προτάσεών του, τόσο το άρθρο 46γ, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 όσο και το άρθρο 55, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 αναφέρονται στις ρήτρες μειώσεως, αναστολής ή καταργήσεως που προβλέπουν οι αντίστοιχες νομοθεσίες των κρατών μελών, καθώς και στα ποσά που καθορίζουν οι νομοθεσίες αυτές, υπογραμμίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτουν τα οικεία κράτη για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής των ρητρών αντισωρεύσεως.
58 Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004 έχει την έννοια ότι, όταν η χορήγηση παροχών διαφορετικής φύσεως ή η απόλαυση άλλων εισοδημάτων συνεπάγεται την εφαρμογή εθνικών κανόνων αντισωρεύσεως όσον αφορά αυτοτελείς παροχές, επιτρέπει σε κάθε ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να προβλέπει στην έννομη τάξη του, για τον υπολογισμό του ποσού της καταβλητέας παροχής, είτε ότι το συνολικό ποσό των εισοδημάτων που λαμβάνονται υπόψη από τους εν λόγω εθνικούς κανόνες πρέπει να διαιρείται με τον αριθμό των οικείων παροχών, είτε ότι πρέπει να διαιρείται με τον ίδιο αυτόν αριθμό το μέρος των εισοδημάτων που υπερβαίνει το καθορισμένο από τους οικείους εθνικούς κανόνες ανώτατο όριο.
Επί των δικαστικών εξόδων
59 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφασίζει:
Το άρθρο 55, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας,
έχει την έννοια ότι:
όταν η χορήγηση παροχών διαφορετικής φύσεως ή η απόλαυση άλλων εισοδημάτων συνεπάγεται την εφαρμογή εθνικών κανόνων αντισωρεύσεως όσον αφορά αυτοτελείς παροχές, επιτρέπει σε κάθε ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να προβλέπει στην έννομη τάξη του, για τον υπολογισμό του ποσού της καταβλητέας παροχής, είτε ότι το συνολικό ποσό των εισοδημάτων που λαμβάνονται υπόψη από τους εν λόγω εθνικούς κανόνες πρέπει να διαιρείται με τον αριθμό των οικείων παροχών είτε ότι πρέπει να διαιρείται με τον ίδιο αυτόν αριθμό το μέρος των εισοδημάτων που υπερβαίνει το καθορισμένο από τους οικείους εθνικούς κανόνες ανώτατο όριο.
υπογραφές