ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
4ο τμήμα
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………. για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : ……… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Δικηγόρο Δημήτριο Σιβίλια (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : ………… ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο.
Ο ενάγων και ήδη εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 8-4-2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019 αγωγή του , επί της οποίας εκδόθηκε οι με αριθμ. 1953/2021 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο εκκαλών – ενάγων με την από 4-5-2022 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2022 έφεσή του, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του εκκαλούντος παραστάθηκε με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ και αναφέρθηκε στις προτάσεις που είχε προκαταθέσει, ο δε εφεσίβλητος δεν παραστάθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. ΓπΟΗ/1912, όπως αυθεντικά ερμηνεύθηκε με το άρθρο 7 του ΝΔ 1544/1942 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 11 του ΝΔ 4189/1961, προκύπτει ότι επί παραλείψεως προκαταβολής του οφειλόμενου τέλους δικαστικού ενσήμου με τις ανάλογες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις ο ενάγων λογίζεται ότι δικάζεται ερήμην και η αγωγή του απορρίπτεται λόγω της [πλασματικής] ερημοδικίας του (ΑΠ 65/2022, ΑΠ 5/2020, ΑΠ 1337/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά τις διατάξεις αυτές, που εντάσσονται στους κανόνες του δικονομικού δικαίου, το οποίο ρυθμίζει τον τρόπο, τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας, η προηγούμενη καταβολή δικαστικού ενσήμου στις οριζόμενες από τις ίδιες υποθέσεις αποτελεί προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας (ΑΠ 1485/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η παράλειψή της δεν επιφέρει απαράδεκτο της αγωγής ή της συζητήσεώς της (ΑΠ 204/2014, ΕΠολΔ 2014/542, ΑΠ 901/2013, ΑΠ 1182/2012, ΑΠ 1669/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 219/2005, Δνη 2006/479) αλλά συνιστά νόμιμο λόγο ερημοδικίας του ενάγοντος που λογίζεται ερήμην δικαζόμενος και προκαλεί την απόρριψη της αγωγής όχι για τυπικό αλλά για ουσιαστικό λόγο, γεγονός που συνεπάγεται τη δημιουργία δεδικασμένου περί της ουσιαστικής αβασιμότητάς της και απαράδεκτο επανεγέρσεώς της, εάν η απορριπτική απόφαση καταστεί τελεσίδικη (ΑΠ 491/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 181/2013, ΕφΑΔ 2013/779, ΑΠ 936/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 382/2011, ΝοΒ 2011/2158 = Δνη 2011/1009). Για να ανατρέψει το δυσμενές διατακτικό της πρωτοβάθμιας απόφασης που επιστηρίχθηκε μόνο στην εκ μέρους του παράλειψη καταβολής του δικαστικού ενσήμου ο ενάγων καταψηφιστικής αγωγής, που για το λόγο αυτό ερημοδικάστηκε πρωτοδίκως, δικαιούται στην άσκηση τακτικών ενδίκων μέσων και, συγκεκριμένα, μπορεί, εκτός από [αιτιολογημένη] ανακοπή ερημοδικίας (ΤριμΕφΘεσ. 126/2014, Αρμ. 2014/1675 = ΕΕμπΔ 2015/137, Στ. Ματθίας, Ανακοπή ερημοδικίας και έφεση κατά των ερήμην αποφάσεων, σε Δνη 1995/11 επομ.), να ασκήσει έφεση κατά της ερήμην του εκδοθείσας απορριπτικής απόφασης, από της δημοσιεύσεως αυτής κατ’ άρθρο 513 § 1 περ. β΄, εδαφ. β΄ ΚΠολΔ (ΕφΠειρ. 811/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 1589/2005, Δνη 2006/241, ΕφΑθ. 1601/2001, ΑρχΝ 2001/915, ΕφΑθ. 5906/1999, Δνη 2001/783, ΜονΕφΑθ. 4337/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), επιδιώκοντας να επανορθώσει το δικό του σφάλμα που οδήγησε στην απόρριψη της αγωγής του (περί του ότι το ένδικο μέσο της έφεσης ασκείται και προς διόρθωση παραδρομών των διαδίκων βλ. ΑΠ 574/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Κεραμέα/Δ. Κονδύλη/Ν. Νίκα [-Μ. Μαργαρίτη], Ερμηνεία ΚΠολΔ, Ι, 2000, άρθρο 520, αρ. 9 και 25, σελ. 926 και 929, Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 2009, αρ. 540, σελ. 114 επομ., Ι. Πετρόπουλο, Αόριστοι, αλυσιτελείς και ανεπίτρεπτοι λόγοι εφέσεως, σε ΝοΒ 2018/1619 επομ. [1621]). Στην έφεση αυτή εφαρμόζεται μεν η διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, πλην όμως αναλόγως (ΕφΠειρ. 331/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 55/2009, Δ 2009/246, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, σελ. 728). Η ανάλογη και όχι ευθεία εφαρμογή της οφείλεται στο ότι για την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά την ως άνω διάταξη επί μεν ερημοδικίας του ενάγοντος οφειλομένης σε άλλους λόγους, όπως η μη εμφάνιση ή μη προσήκουσα παράστασή του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, δεν απαιτείται η επίκληση και η απόδειξη της βασιμότητας κάποιου λόγου εφέσεως αλλά αρκεί καταρχήν η τυπική παραδοχή της εφέσεως ως νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσας (ΑΠ 2150/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 280/2012, ΝοΒ 2013/132, ΑΠ 1906/2008, ΝοΒ 2009/927, ΑΠ 884/2007, ΧρΙΔ 2008/52, ΕφΠειρ. 27/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 933/2011, ΕΔΠ 2011/143, ΕφΠειρ. 195/2016, ΕφΑθ. 302/2018, ΕφΠειρ 95/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ επί πλασματικής ερημοδικίας του ενάγοντος λόγω μη καταβολής του δικαστικού ενσήμου απαιτείται η πρόταση και η ευδοκίμηση λόγου εφέσεως, ο οποίος πρέπει ευλόγως να αναφέρεται στη νόμιμη αιτία που οδήγησε στη διαμόρφωση του διατακτικού της εκκαλούμενης απόφασης. Πράγματι, αν όντως το δικαστικό ένσημο δεν είχε πρωτοδίκως καταβληθεί, ο μοναδικός κατά νομική και λογική αναγκαιότητα λόγος που μπορεί να προταθεί λυσιτελώς με την έφεση κατά της απορριπτικής απόφασης είναι η άρση της παράλειψης του εκκαλούντος– ενάγοντος, που προκάλεσε την πλασματική ερημοδικία του και την απόρριψη της αγωγής του ως αβάσιμης. Έτσι, η έφεσή του πρέπει να περιέχει ως [μοναδικό έστω] λόγο την άρση αυτής του της παράλειψης, τον ισχυρισμό δηλαδή περί της εκ των υστέρων καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου (Κ. Παναγόπουλος, ο.π., άρθρο 535, αρ. 11, σελ. 351). Η καταβολή αυτή συγκροτεί το πραγματικό του λόγου της έφεσης και ως αναγόμενη στο παραδεκτό της πρέπει να δηλώνεται στο εφετήριο (ΑΠ 1572/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 986/2008, ΑχΝομ 2009/403), χωρίς να αρκεί η αναφορά σ’ αυτό της πρόθεσης του εκκαλούντος να καταβάλει το δικαστικό ένσημο στο μέλλον. Μόνον τότε, όταν δηλαδή διαπιστωθεί πέραν της νομότυπης και εμπρόθεσμης άσκησης της εφέσεως και η βασιμότητα του επικαλούμενου λόγου της, είναι δυνατή η εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, ώστε να χωρήσει ενώπιον του εφετείου νέα συζήτηση της υπόθεσης, κατά την οποία ο ενάγων, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 528 ΚΠολΔ, να μπορέσει να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς τους οποίους και πρωτοδίκως μπορούσε να προτείνει (ΑΠ 538/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά την ορθότερη άποψη, η έφεση πρέπει κατά την κατάθεσή της να συνοδεύεται από το έγγραφο που αποδεικνύει την πληρωμή του δικαστικού ενσήμου, η οποία πρέπει μέχρι τότε να έχει πραγματοποιηθεί, χωρίς να αρκεί η μεταγενέστερη, μέχρι τη συζήτηση της εφέσεως, καταβολή του και η επίκληση αυτής το πρώτον με τις προτάσεις του εκκαλούντος ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 1461/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 § 2 ΚΠολΔ, όταν ασκείται έφεση κατ’ ερήμην εκδοθείσας αποφάσεως η συζήτηση είναι προφορική και για το λόγο αυτό δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα να μην είναι επιτρεπτή η παράσταση κατά τη συζήτηση της έφεσης με κοινή δήλωση των διαδίκων, που υπογράφεται από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους ή με μονομερή δήλωση κάποιου ή όλων από αυτούς ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση (ΑΠ 476/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 11/2016, Ε7 2016/855, ΑΠ 1040/2013, ΧρΙΔ 2014/128). Η ως άνω απαγόρευση της παραστάσεως με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ισχύει όχι μόνο για το διάδικο που στον πρώτο βαθμό δικάστηκε σα να ήταν παρών αλλά και για τον αντίδικό του, ο οποίος είχε παραστεί κανονικά, αφού διαφορετικά δε νοείται προφορική συζήτηση (ΑΠ 93/2013, ΑΠ 652/2011, ΑΠ 251/2009, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο άλλωστε επιβάλλεται από την αρχή της δίκαιης δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και για την ισότητα των όπλων (ΑΠ 1858/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 280/2012, ΝοΒ 2013/132, ΑΠ 866/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η υποβολή τέτοιας δήλωσης από πληρεξούσιο δικηγόρο διαδίκου, που έχει μεν καταθέσει προτάσεις, δεν παρίσταται όμως στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, για την οποία είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση, συνιστά μη προσήκουσα παράσταση, συνεπαγόμενη την ερημοδικία του διαδίκου (ΕφΠειρ 27/2016, ΕφΑθ. 220/2022, ΕφΠειρ. 45/2020, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνακόλουθα οι προτάσεις του, οι περιεχόμενοι σ’ αυτές ισχυρισμοί και τα υποβαλλόμενα δι’ αυτών αιτήματά του, όπως και τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα δεν λαμβάνονται υπόψη (ΑΠ 2150/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), εάν δε ο μη προσηκόντως παριστάμενος και γι’ αυτό ερήμην δικαζόμενος διάδικος είναι ο εκκαλών, η έφεσή του απορρίπτεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 § 3 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ, που ορίζει ως συνέπεια της ερημοδικίας του εκκαλούντος την κατ’ ουσίαν απόρριψη της έφεσής του (ΑΠ 78/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2219/2007, Δνη 2008/872, Κ. Παναγόπουλος, ο.π., άρθρο 524, αρ. 11, σελ. 223). Τα παραπάνω ισχύουν και επί της εφέσεως του ενάγοντος που δεν κατέβαλε το δικαστικό ένσημο και ερημοδικάστηκε, με αποτέλεσμα να απορριφθεί η αγωγή του, αφού ούτε τότε μπορεί να παραληφθεί η προφορική συζήτηση στο εφετείο (ΕφΠατρ. 295/2011, ΑχΝομ 2012/464, ΕφΑθ. 3330/2009, Δ 2009/1114, ΕφΠειρ 124/2023, ΕφΠειρ. 471/2019 σε https://www.efeteio-peir.gr/). Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 260 ΚΠολΔ «1. Αν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης δεν εμφανίζονται όλοι οι διάδικοι ή εμφανίζονται, αλλά δεν μετέχουν κανονικά στη συζήτηση, η συζήτηση ματαιώνεται. 2. Στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 αν οι διάδικοι δεν λάβουν κανονικά μέρος στη δίκη η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώνεται. Αν παρέλθουν εξήντα (60) ημέρες από τη ματαίωση χωρίς να ζητηθεί ο προσδιορισμός νέας συζήτησης, η υπόθεση διαγράφεται από το πινάκιο και η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα. Για τη νέα συζήτηση εφαρμόζονται αναλόγως οι προθεσμίες των άρθρων 215 παράγραφος 2 και 237 παράγραφοι 1 και 2. 3. Η με οποιονδήποτε τρόπο ματαίωση της συζήτησης της υπόθεσης αποτελεί διαδικαστική πράξη του δικαστηρίου». Από τη διάταξη αυτή, η οποία εφαρμόζεται και στην έκκλητη δίκη προκύπτει ότι αν η μη εμφάνιση ή η μη προσήκουσα εμφάνιση των διαδίκων διαπιστωθεί μετά τη συζήτηση της υποθέσεως κατά τη μελέτη της υποθέσεως ή τη διάσκεψη, η ματαίωση της συζητήσεως κηρύσσεται με δικαστική απόφαση (ΑΠ 801/2019, ΑΠ 1568/2017, ΑΠ 1848/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Οικονόμου, Η έφεση, έκδ. 2017, σελ. 33 επ., Χ. Απαλαγάκη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Α΄, έκδ. 2019, άρθρα 260, 308, 309, 513 και 532 ΚΠολΔ, Ε. Τσιώρα, «Eφαρμογή του Ν. 4335/2015 στην τακτική και τις ειδικές διαδικασίες – Ζητήματα διαχρονικού δικαίου– Επισκόπηση νομολογίας-», Αρμ. 2018, σελ. 1615).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 4-5-2022 και με αρ. κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2022 έφεσή του ο ενάγων και ήδη εκκαλών στρέφεται κατά της με αρ. 1953/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε με την τακτική διαδικασία. Ο ενάγων με την από 8.4.2019 με την ……………/2019 αγωγή του, ζητούσε την αυτούσια διανομή των οριζοντίων ιδιοκτησιών που ανήκαν στον ίδιο και στον εναγόμενο αδελφό του κατά κυριότητα και την επιβολή σε βάρος του εναγόμενου των δικαστικών του εξόδων. Το Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, λόγω μη προσκόμισης από τον ενάγοντα του αναλογούντος δικαστικού ενσήμου, με δεδομένο ότι η αγωγή διανομής υπόκειται σε καταβολή δικαστικού ενσήμου (Απαλαγάκη ΚΠολΔ 2019, άρθρο 478 αρ.10). Η απόφαση αυτή εκδόθηκε με την παρουσία των διαδίκων («Δικάζει αντιμωλία»), όμως όπως αναφέρθηκε στο σκεπτικό της άνω απόφασης, ο ενάγων λόγω της μη καταβολής του δικαστικού ενσήμου θεωρήθηκε πλασματικώς ερημοδικασθείς και για το λόγο αυτό απορρίφθηκε η αγωγή του ως ουσιαστικά αβάσιμη. ¨Ήδη με το δικόγραφο της έφεσής του, ο εκκαλών επικαλείται ότι έχει καταβάλει το ανάλογο δικαστικό ένσημο, το οποίο αναφέρει σ και ζητά την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης. Ωστόσο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, όταν αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος δεν παρέστη αυτοπροσώπως, αλλά έχοντας καταθέσει προτάσεις στις 6.12.2022 προσκόμισε την με ίδια ημερομηνία δήλωσή του, ότι συμφωνεί να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς να παραστεί κατά την εκφώνηση της, (242 παρ. 2 ΚΠολΔ). ¨Όμως με βάση τα όσα προεκτέθηκαν, αφού η εκκαλούμενη απόφαση εκδόθηκε ερήμην του ενάγοντος [έστω πλασματικώς] η συζήτηση είναι υποχρεωτικά προφορική, ώστε η χρήση της από 6.12.2022 δήλωσης του εκκαλούντος καθιστά την παράστασή του μη προσήκουσα, με συνέπεια την ερημοδικία του. Εξάλλου κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, ούτε ο εφεσίβλητος εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο. Με αυτό το δεδομένο, λόγω της μη κανονικής παράστασης – ερημοδικίας του εκκαλούντος, που διαπιστώθηκε μετά τη συζήτηση, αλλά και την απουσία του εφεσίβλητου, η συζήτηση της έφεσης πρέπει να κηρυχθεί ματαιωμένη (άρθρο 260 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΚΗΡΥΣΣΕΙ τη συζήτηση της έφεσης ματαιωμένη.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 4.10.2023.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ