ΑΠΟΦΑΣΗ
Legros κ.α. κατά Γαλλίας της 09.11.2023 (αριθ. προσφ. 72173/17 και 17 άλλες)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι προσφυγές των προσφευγόντων ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων που αφορούσαν διάφορα ζητήματα, απορρίφθηκαν ως απαράδεκτες με αμετάκλητες αποφάσεις γιατί κατά την διάρκεια της επιδικίας, εφαρμόστηκε νέα συντομότερη προθεσμία άσκησης προσφυγής με αναδρομική ισχύ.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι προσφεύγοντες, σε σχέση με τις αντίστοιχες υποθέσεις τους, δεν είχαν εύλογη προοπτική παράτασης της νέας προθεσμίας παραγραφής. Επομένως, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι τους παρασχέθηκε λυσιτελώς, η δυνατότητα να αμφισβητήσουν τον λόγο απαραδέκτου που απορρέει από τη νέα νομολογία που εφαρμόστηκε αναδρομικά στην περίπτωσή τους.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η άμεση εφαρμογή σε εν εξελίξει διαδικασίες αυτού του νέου κανόνα σχετικά με την προθεσμία προσφυγής στα διοικητικά δικαστήρια, ο οποίος, για τους προσφεύγοντες, ήταν τόσο απρόβλεπτος κατ ‘αρχήν όσο και απρόσβλητος στην πράξη, είχε περιορίσει την πρόσβασή τους σε δικαστήριο σε τέτοιο βαθμό ώστε να θίγεται η ίδια η ουσία του δικαιώματος.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ.
Όσον αφορά την προσφυγή με αριθ. 72173/17, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο προσφεύγων υπήρξε θύμα παραβίασης του άρθρου 6 § 1 και είχε στερηθεί την πρόσβαση σε δικαστήριο και διαπίστωσε ότι ο εν λόγω περιορισμός δεν είχε επιτύχει τη δίκαιη ισορροπία που απαιτείτο από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και ότι, ως εκ τούτου, υπήρξε παραβίαση και του εν λόγω άρθρου.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6§1,
Άρθρο 1 ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες είναι 16 Γάλλοι και δύο Αλγερινοί υπήκοοι. Στις 13 Ιουλίου 2016, η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας στην υπόθεση Czabaj) εισήγαγε νέα προθεσμία για την υποβολή προσφυγών στα διοικητικά δικαστήρια, η οποία εφαρμόστηκε και στις εκκρεμείς διαδικασίες των προσφευγόντων ενώπιον των δικαστηρίων αυτών. Τρεις προσφυγές κηρύχθηκαν απαράδεκτες βάσει της απόφασηςCzabai. Ο Meynier είχε ζητήσει από το διοικητικό δικαστήριο της Rennes να ακυρώσει διοικητική απόφαση περί καθορισμού μορίων από την άδεια οδήγησής του. Η προσφυγή υποβλήθηκε στις 24 Ιουλίου 2014, τέσσερα έτη μετά την κοινοποίηση της απόφασης. Ο R. Trani είχε προσφύγει στο διοικητικό δικαστήριο της Bastia ζητώντας την επανεξέταση των διοικητικών αποφάσεων που είχαν ως αποτέλεσμα την απαλλοτρίωση οικοπέδων που του ανήκαν. Η προσφυγή αυτή υποβλήθηκε στις 22 Ιουνίου 2013, ήτοι 26 έτη μετά την κοινοποίηση της προσβαλλόμενηςδιάταξης. Τέλος, ο M. Maillard είχε ζητήσει από το διοικητικό δικαστήριο της Lilleνα επανεξετάσει τις αποφάσεις σχετικά με τον διορισμό του στον βαθμό του φορολογικού επιθεωρητή και την ανακατάταξη της θέσης του σε εκείνη του επιθεωρητή δημοσίων οικονομικών. Η προσφυγή κατατέθηκε στις 18 Ιουνίου 2014, σχεδόν τρία έτη αφότου ο προσφεύγων ενημερώθηκε για τις αποφάσεις. Τα διοικητικά δικαστήρια της Rennes, της Bastia και της Lille είχαν απορρίψει τις αντίστοιχες προσφυγές των προσφευγόντων με την αιτιολογία ότι δεν είχαν υποβληθεί εντός της εύλογης προθεσμίας που είχε ταχθεί για την προσφυγή στα δικαστήρια αυτά. Οι αποφάσεις αυτές επικυρώθηκαν κατ’ έφεση από το Διοικητικό Εφετείο και από το Conseild’État. Από τους υπόλοιπους 15 προσφεύγοντες, 3 προσφυγές κηρύχθηκαναπαράδεκτες στο εφετείο, βάσει της απόφασης Czabai. Μετά την παρέλευση 14 ετών, ο L. Legros είχε ζητήσει το δικαστικό έλεγχο απόφασης με την οποία ένας δήμος είχε ασκήσει το δικαίωμά του κυριότητας επί ακινήτου που του ανήκε. Το διοικητικό δικαστήριο του Cergy-Pontoise, ενώπιον του οποίου είχε προσφύγει στις 11 Δεκεμβρίου 2013, έκανε δεκτό το αίτημά του. Εντούτοις, η απόφαση αυτή ακυρώθηκε από το διοικητικό εφετείο των Βερσαλλιών, με το σκεπτικό ότι η προσφυγή δεν είχε κατατεθεί πρωτοδίκως εντός της εύλογης προθεσμίας που είχε ταχθεί προς τούτο. Μετά την παρέλευση σχεδόν δύο ετών, η M. Baclet ζήτησε δικαστικό έλεγχο της απόφασης με την οποία ο πρόεδρος του συμβουλίου του νομού Alpes-Maritimes κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της. Το διοικητικό δικαστήριο της Νίκαιας, ενώπιον του οποίου είχε προσφύγει στις 24 Ιουνίου 2016, απέρριψε την προσφυγή της επί της ουσίας, χωρίς να αποφανθεί επί του παραδεκτού της. Στη συνέχεια, το διοικητικό εφετείο της Μασσαλίας απέρριψε την προσφυγή του προσφεύγοντος με το σκεπτικό ότι η προσφυγή που είχε κατατεθεί στο διοικητικό δικαστήριο της Νίκαιας είχε υπερβεί κατά περίπου 10 μήνες τον εύλογο χρόνο που είχε διαταχθεί για τον σκοπό αυτό. Τέλος, μετά την παρέλευση τριετίας, η Koullaζήτησε από το διοικητικό δικαστήριο της Lilleνα επανεξετάσει τις αποφάσεις με τις οποίες ο δήμος αρνήθηκε να αναγνωρίσει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της ασθένειας της και των συνθηκών εργασίας. Μολονότι το δικαστήριο αυτό, ενώπιον του οποίου είχε προσφύγει στις 4 Νοεμβρίου 2013, είχε κρίνει την προσφυγή της παραδεκτή, το διοικητικό εφετείο του Douaiακύρωσε την απόφαση αυτή με το σκεπτικό ότι δεν είχε κατατεθεί εντός εύλογης προθεσμίας. Στη συνέχεια, και οι τρεις εφετειακές αποφάσεις επικυρώθηκαν από το Conseild’État. Τέλος, οι αιτήσεις Αναίρεσης των υπόλοιπων 12 προσφευγόντων κρίθηκαν απαράδεκτες βάσει της αποφάσεως Czabai. Όλοι αυτοί οι προσφεύγοντες είχαν απολυθεί από τους εκκαθαριστές της εταιρείας της οποίας ήταν υπάλληλοι. Ο επιθεωρητής εργασίας είχε εγκρίνει την απόλυσή τους και η απόφαση αυτή είχε επικυρωθεί από τον Υπουργό Κοινωνικών Υποθέσεων, Απασχόλησης και Αλληλεγγύης. Έξι έτη μετά την κοινοποίηση των δύο αυτών αποφάσεων, οι προσφεύγουσες ζήτησαν από το διοικητικό δικαστήριο της Lilleνα τις ακυρώσει, με προσφυγές που κατέθεσαν στις 24 Απριλίου 2012 και στις 6 Δεκεμβρίου 2012. Τα αιτήματα αυτά έγιναν δεκτά από το δικαστήριο αυτό και, στη συνέχεια, από το διοικητικό εφετείο του Douai. Εντούτοις, κατόπιν αιτήσεως αναίρεσης, το Conseild’État έκρινε ότι οι προσφυγές που άσκησαν οι προσφεύγοντες ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου ήταν εκπρόθεσμες. Το Conseild’État είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι αιτήσεις αυτές ήταν απαράδεκτες λόγω εκπρόθεσμης υποβολής τους.
Βασιζόμενοι στο άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο), οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν για την άμεση εφαρμογή της νέας απαίτησης «εύλογου χρόνου» για την υποβολή αιτήσεων στα διοικητικά δικαστήρια, σύμφωνα με την απόφαση Czabaj του Conseild’État της 13 Ιουλίου 2016, ενώ η διαδικασία στις υποθέσεις τους ήταν σε εξέλιξη. Επικαλούμενος το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της ιδιοκτησίας), ο Legros (προσφυγή με αριθ. 72173/17) παραπονέθηκε για αδικαιολόγητη παρέμβαση στο δικαίωμά του στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας του, ιδίως λόγω της απόρριψης της αίτησής του από τα εθνικά δικαστήρια ως εκπρόθεσμης.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ….
Άρθρο 6 § 1
Η αρχή της επιβολής, μέσω δικαστικής ερμηνείας, προθεσμίας στο δικαίωμα προσφυγής σε δικαστήριο.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, στην απόφαση Czabaj, το Conseild’Étatείχε δημιουργήσει, μέσω δικαστικής ερμηνείας, δικονομική προθεσμία για την προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια, η οποία θα μπορούσε, σε ορισμένες περιπτώσεις, να συνεπάγεται το απαράδεκτο προσφυγής κατά ατομικής διοικητικής πράξης, εμποδίζοντας έτσι τα δικαστήρια να εξετάσουν την υπόθεση επί της ουσίας. Επισήμανε ότι το Conseild’État απέφυγε να χαρακτηρίσει τη φύση της εύλογης προθεσμίας παραγραφής που τάσσεται για τις εν λόγω αιτήσεις, όπως αυτή κατοχυρώνεται στην εν λόγω απόφαση. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, δεδομένου ότι οι εθνικές αρχές είχαν σκοπίμως παραλείψει να το πράξουν, δεν ήταν καθήκον του να διευκρινίσει τη φύση της σχετικής προθεσμίας παραγραφής υπό το πρίσμα του εσωτερικού δικαίου. Επισήμανε ότι, σύμφωνα με το γράμμα της απόφασης Czabai, «ο μοναδικός σκοπός» του κανόνα που θεσπίστηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο ήταν «να επιβάλει χρονικό περιορισμό στις συνέπειες της κύρωσης σε περίπτωση μη αναφοράς των διαδικασιών και των προθεσμιών για την υποβολή αιτήσεων». Επισήμανε ότι ο καθορισμός της νέας προθεσμίας αυτής μπορούσε να νοηθεί υπό την έννοια ότι αποσκοπούσε όχι μόνο στον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής της κύρωσηςγια παράλειψη της διοίκησης να καθορίσει τις διαδικασίες και τις προθεσμίες προσφυγής ενώπιον των δικαστηρίων –πράγμα που συνιστούσε εγγύηση για τον αποδέκτη διοικητικής απόφασης – αλλά και στην επιβολή κυρώσεων για ενδεχόμενες καταχρήσεις του δικαιώματος προσφυγής εκ μέρους των προσφευγόντων. Το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτός ο νέος κανόνας παραδεκτού δεν αφορούσε μόνο τον τρόπο με τον οποίο ασκήθηκε το δικαίωμα προσφυγής, αλλά μπορούσε να επηρεάσει την ίδια την ουσία του εν λόγω δικαιώματος. Αφού διευκρίνισε τα ανωτέρω σημεία, το Δικαστήριο επανέλαβε καταρχάς ότι θεωρεί ότι τα κράτη διαθέτουν ορισμένο περιθώριο εκτίμησης όσον αφορά την ανάπτυξη των κανόνων που διέπουν την πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Επισήμανε ότι η μεταβολή της νομολογίας δεν συνιστούσε, αυτή καθ’ εαυτήν, προσβολή των δικαιωμάτων που εξασφάλισε το άρθρο 6 και ότι δεν ήταν καθήκον του να αποφασίσει ως προς την καταλληλότητα μιας τέτοιας αλλαγής.
Δεύτερον, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο κανόνας που απορρέει από την απόφαση Czabaj είχε ως ρητή επιδίωξη να διασφαλίσει την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και τον σεβασμό της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι αυτοί ήταν θεμιτοί στόχοι.
Τρίτον,όσον αφορά την εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και των επιδιωκόμενων στόχων, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο «εύλογος χρόνος» που κατοχυρώνεται στην απόφαση Czabaj ορίζεται κανονικά σε ένα έτος. Επισήμανε ότι, μεταξύ των κανόνων και πρακτικών που ίσχυαν σε τρία άλλα κράτη μέλη της Ένωσης και εκείνων που εφαρμόστηκαν στον τομέα του δικαίου της Ένωσης, η προθεσμία παραγραφής του ενός έτους ήταν η μεγαλύτερη από εκείνες που ίσχυαν σε περιπτώσεις στις οποίες οι πληροφορίες σχετικά με τις σχετικές διαδικασίες και προθεσμίες ήταν ελλιπείς. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι η δημιουργία εύλογης προθεσμίας παραγραφής για την υποβολή αιτήσεων στα διοικητικά δικαστήρια, η οποία ορίστηκε, κατά γενικό κανόνα, σε ένα έτος από τη στιγμή που ο προσφεύγων λάμβανε γνώση της σχετικής απόφασης, παρείχε στους προσφεύγοντες μια προθεσμία που δεν μπορούσε, κατ’ αρχήν, να θεωρηθεί ανεπαρκής για να τους επιτρέψει να λάβουν γνώση των διαδικασιών και των προθεσμιών για τους σκοπούς της προσφυγής την απόφαση αυτή.
Τέταρτον, το Δικαστήριο σημείωσε ότι αυτή η εύλογη προθεσμία παραγραφής ενεργοποιήθηκε μόνο σε περίπτωση μη εφαρμογής της κανονιστικής δίμηνης προθεσμίας βάσει του κοινού δικαίου – δηλαδή, στην ειδική περίπτωση κατά την οποία ο φορέας της προσβαλλόμενης απόφασης δεν είχε ενημερώσει τον αποδέκτη της για τις διαδικασίες και τις προθεσμίες προσφυγής – και ότι η προθεσμία έτρεχε από τη στιγμή που ο προσφεύγων λάμβανε γνώση της εν λόγω απόφασης, ο καθορισμός του οποίου υπόκειται στην έγκριση των δικαστηρίων.
Πέμπτον και τελευταίο, το Δικαστήριο τόνισε ότι η απόφαση Czabaj προέβλεπε ότι η εύλογη προθεσμία παραγραφής μπορούσε να παραταθεί ανάλογα με τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υπόθεσης. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι η δημιουργία, μέσω δικαστικής ερμηνείας, μιας νέας προϋπόθεσης παραδεκτού, για λόγους που ήταν επαρκείς για να δικαιολογήσουν απόκλιση από το προηγούμενο, δεν παρενέβη αδικαιολόγητα στο δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, όπως διασφαλίζεται από το άρθρο 6 § 1, παρόλο που ήταν πιθανό να επηρεάσει την ίδια την ουσία του δικαιώματος προσφυγής.
Επί της εφαρμογής σε εκκρεμή διαδικασία νέας προθεσμίας προσφυγής στα διοικητικά δικαστήρια.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο εξέτασε, υπό το πρίσμα των ιδιαίτερων περιστάσεων, το ζήτημα εάν η εφαρμογή της νέας προσέγγισης στην εν εξελίξει εν εξελίξει διαδικασία είχε παραβιάσει την αρχή της ασφάλειας δικαίου σε τέτοιο βαθμό ώστε να παρεμβαίνει στην ίδια την ουσία του δικαιώματος προσφυγής των προσφευγόντων.
Πρώτον, επισήμανε ότι, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο οι προσφεύγοντες είχαν καταθέσει τις αντίστοιχες προσφυγές τους ενώπιον των πρωτοβάθμιων διοικητικών δικαστηρίων, οι κανόνες σχετικά με την προθεσμία παραγραφής και τη δυνατότητα εφαρμογής της διέπονταν από τις διατάξεις των άρθρων R. 421-1, R. 421-3 και R. 421-5 του Κώδικα Διοικητικών Δικαστηρίων, του άρθρου 19 του νόμου της 12 Απριλίου 2000 και των άρθρων L. 112-3, L. 112-6 και R. 112-5 του Κώδικα για τις σχέσεις μεταξύ του κοινού και της διοίκησης. Επιπλέον, υπήρχε πάγια διοικητική νομολογία η οποία αποσαφήνιζε τα κριτήρια εφαρμογής της σχετικής προθεσμίας και επέτρεπε την επ’ αόριστον άσκηση προσφυγών κατά ατομικών διοικητικών αποφάσεων. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο νέος λόγος απαραδέκτου που προέκυψε από την απόκλιση από το προηγούμενο είχε αποδειχθεί μετά την ημερομηνία κατάθεσης της πρωτοβάθμιας προσφυγής κάθε προσφεύγοντος. Επομένως, η άμεση εφαρμογή στην εν εξελίξει διαδικασία του νέου κανόνα σχετικά με την προθεσμία προσφυγής στα διοικητικά δικαστήρια σήμαινε ότι ο λόγος απαραδέκτου είχε εφαρμοστεί αναδρομικά σε όλους τους προσφεύγοντες.Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να καταλογιστεί διαδικαστικό σφάλμα στους προσφεύγοντες όσον αφορά την κρίσιμη προθεσμία κατά τον χρόνο κατάθεσης των προσφυγών τους πρωτοδίκως. Επιπλέον, επισήμανε ότι, σε ορισμένες από τις υπό κρίση υποθέσεις, η απόφαση Czabaj κατέστη εφαρμοστέα στην εκκρεμή διαδικασία αποκλειστικά λόγω του χρόνου που χρειάστηκαν τα διοικητικά δικαστήρια για να αποφανθούν επί της υπόθεσης. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο οι αιτήσεις των προσφευγόντων κρίθηκαν απαράδεκτες ήταν η μη συμμόρφωσή τους με τη νέα εύλογη προθεσμία παραγραφής που απορρέει από τη δικαστική ερμηνεία. Εκτός από την περίπτωση της Baclet, οι προσφυγές των προσφευγόντων στα διοικητικά δικαστήρια δεν είχαν ποτέ κριθεί επί της ουσίας ή είχαν κριθεί υπέρ τους πριν κηρυχθούν απαράδεκτες από το Διοικητικό Εφετείο ή από το Conseild’État.
Δεύτερον, το Δικαστήριο σημείωσε ότι, σύμφωνα με τους προσφεύγοντες, η απόκλιση από το προηγούμενο ήταν, κατά την άποψή τους, εντελώς απρόβλεπτη, δεδομένης της έλλειψης οποιασδήποτε ένδειξης για την επικείμενη εφαρμογή της. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, κατά τον χρόνο που είχαν προσφύγει στα διοικητικά δικαστήρια, οι προσφεύγοντες δεν μπορούσαν ευλόγως να προβλέψουν το περιεχόμενο της απόφασης Czabaj ή τις επιπτώσεις της στο παραδεκτό των αντίστοιχων προσφυγών τους.
Τρίτον, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η απόδειξη ειδικών περιστάσεων δεν οδήγησε τα δικαστήρια να αγνοήσουν την απαίτηση υποβολής αιτήσεων εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, αλλά απλώς παρέτειναν τη σχετική προθεσμία. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε, ωστόσο, ότι τα δικαστήρια δεν είχαν θεωρήσει ότι τέτοιες περιστάσεις είχαν αποδειχθεί σε καμία από τις εν λόγω υποθέσεις. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, ελλείψει πάγιας νομολογίας επί του ζητήματος αυτού κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήταν δύσκολο για τους προσφεύγοντες να προβλέψουν τη φύση των ειδικών περιστάσεων βάσει των οποίων θα μπορούσε να παραταθεί η προθεσμία.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι προσφεύγοντες, σε σχέση με τις αντίστοιχες υποθέσεις τους, δεν είχαν εύλογη προοπτική παράτασης της εύλογης προθεσμίας παραγραφής του ενός έτους. Επομένως, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι τους παρασχέθηκε λυσιτελώς, υπό τις περιστάσεις των υποθέσεών τους, η δυνατότητα να αμφισβητήσουν τον λόγο απαραδέκτου που απορρέει από τη νέα νομολογία που εφαρμόστηκε αναδρομικά στην περίπτωσή τους.
Τέταρτον, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η κυβέρνηση δεν είχε παράσχει καμία άλλη εξήγηση για την μη αναβολή της εφαρμογής της νέας προθεσμίας, εκτός από την επανάληψη των ίδιων των λόγων που αναφέρθηκαν στην απόφαση Czabai, ενώ, μετά την απόφαση αυτή, το Conseild’État είχε ιδίως αποφασίσει παρόμοια αναβολή για την εφαρμογή ενός κανόνα περί αποσβεστικών προθεσμιών. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσε να προβλεφθεί ότι οι προσφυγές των προσφευγόντων στα διοικητικά δικαστήρια, οι οποίες είχαν υποβληθεί πριν από την απόκλιση της απόφασης Czabaj από το προηγούμενο, θα απορρίπτονταν ως εκπρόθεσμες λόγω της αναδρομικής εφαρμογής της νέας προθεσμίας που προέκυψε από την απόφαση αυτή. Επιπλέον, επισήμανε ότι οι ενδεχόμενες παρατηρήσεις τους δεν ήταν ικανές να παρατείνουν την «εύλογη προθεσμία» που είχε ορίσει, κατά κανόνα, η νέα αυτή απόφαση σε ένα έτος. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εφαρμογή στις εν εξελίξει διαδικασίες του νέου κανόνα σχετικά με την προθεσμία προσφυγής στα διοικητικά δικαστήρια, ο οποίος, για τους προσφεύγοντες, ήταν τόσο απρόβλεπτος κατ’ αρχήν όσο και απρόσβλητος στην πράξη, είχε περιορίσει την πρόσβασή τους σε δικαστήριο σε τέτοιο βαθμό ώστε να θιγεί η ίδια η ουσία του δικαιώματοςαυτού. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.
Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου (προσφυγή αριθ. 72173/17).
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, δεδομένου ότι η αίτησή του προσφεύγοντος είχε κηρυχθεί απαράδεκτη κατόπιν προσφυγής ως αποτέλεσμα της αναδρομικής εφαρμογής της εύλογης προθεσμίας παραγραφής για αιτήσεις στα διοικητικά δικαστήρια, ο εν λόγω προσφεύγων δεν ήταν σε θέση να διεκδικήσει τα δικαιώματά του επί της ουσίαςτης υπόθεσής του ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου, όπου ήταν ο εφεσίβλητος. Η αίτησή αναιρέσεως απορρίφθηκε τελικώς από το Conseild’État. Παρόλο που η διαδικασία αποδοχής των αιτήσεων αναίρεσης δεν ήταν από μόνη της επιδεκτική κριτικής, ο προσφεύγων – ο οποίος είχε σοβαρά επιχειρήματα να προβάλει ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων επί της ουσίας της υπόθεσής του – είχε τελικά στερηθεί την ευκαιρία να επιτύχει δικαστική απόφαση επί της ουσίας ως προς το εάν είχε παραβιαστεί το δικαίωμά του στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας του, δεδομένου ότι το Διοικητικό Εφετείο είχε κηρύξει απαράδεκτη την αρχική προσφυγή του. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η εφαρμοστέα διαδικασία πρέπει να παρέχει στο άτομο εύλογη ευκαιρία να εκθέσει την υπόθεσή του στις αρμόδιες αρχές με σκοπό την αποτελεσματική αμφισβήτηση των μέτρων που παρεμβαίνουν στα δικαιώματα της περιουσίας του. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, ο προσφεύγων υπήρξε θύμα παραβίασης του άρθρου 6 § 1 και ο εν λόγω περιορισμός δεν είχε επιτύχει τη δίκαιη ισορροπία που απαιτείται από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, σε βάρος του, και έτσι διαπίστωσε παραβίαση αυτού του άρθρου.
Δίκαιη ικανοποίηση(άρθρο 41).
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Γαλλία όφειλε να καταβάλει στους: Koulla, Baclet, Meynier και Maillard 3.000 ευρώ σε καθένας τους για ηθική βλάβη, στον. Maillard 9.240 ευρώ για έξοδα και δαπάνες, και ότι, όσον αφορά το ποσό που έπρεπε να επιδικαστεί σεLegros και Koullaγια αποζημίωση, δεν ήταν ώριμο για απόφαση και, κατά συνέπεια, επιφυλάχθηκε στο σύνολό του(επιμέλεια echrcaselaw.com).