Αριθμός 1177/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου – Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Σοφία Ντάντου, Μαρία Τζανακάκη, Αντώνιο Τσαλαπόρτα και Κωνσταντίνο Παναρίτη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Φεβρουαρίου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία “… ΟΕ” (πρώην “… ΟΕ”, που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Πεχλιβάνη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Της αναιρεσίβλητης: Α. χας Γ. Γ., το Χ. Π., κατοίκου …, η οποία δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22-10-2015 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Δράμας και συνεκδικάστηκε με την από 11-11-2015 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 12/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 463/2017 του Μονομελούς Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 8-2-2018 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Κωνσταντίνο Παναρίτη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο η αναιρεσείουσα όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 8-2-2018 (αριθμ. εκθ. καταθ. 7/2018) αίτηση διώκεται η αναίρεση της 463/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θράκης, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών. Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου, δεν εμφανίσθηκε και δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση η αναιρεσίβλητη Α. χήρα Γ. Γ.. Περαιτέρω, όμως, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. …972/25-5-2018 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Θράκης με έδρα το Πρωτοδικείο Δράμας Κ. Β., που προσκομίζει και επικαλείται η επισπεύδουσα τη συζήτηση αναιρεσείουσα, ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού ως αρμοδίου του Δ’ Πολιτικού Τμήματος και πράξη ορισμού δικασίμου την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης, καθώς και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο αυτή, επιδόθηκε με επιμέλεια της αναιρεσείουσας στην ως άνω αναιρεσίβλητη. Επομένως, η διάδικος αυτή έχει νόμιμα και εμπρόθεσμα κλητευθεί από την επισπεύδουσα τη συζήτηση αναιρεσείουσα για την ως άνω δικάσιμο, οπότε εκδικάσθηκε η υπόθεση, και κατά συνέπεια η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης θα χωρήσει, κατά το άρθρο 576 παρ. 2 του ΚΠολΔ, σαν να ήταν και αυτή παρούσα.
Κατά το άρθρο 574 Α.Κ., με τη σύμβαση της μίσθωσης πράγματος ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο διαρκεί η μίσθωση και ο μισθωτής να καταβάλει το συμφωνημένο μίσθωμα, κατά δε το άρθρο 595 εδαφ. α’ ΑΚ, το μίσθωμα καταβάλλεται στις συμφωνημένες ή στις συνηθισμένες προθεσμίες, ενώ κατά το άρθρο 66 Εισαγ.Ν.ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στις εμπορικές μισθώσεις (άρθρο 15 Π.Δ. 34/1995), αν ο μισθωτής καθυστερήσει το μίσθωμα από δυστροπία, ο εκμισθωτής έχει δικαίωμα να ζητήσει να του αποδοθεί το μίσθιο όσο διαρκεί η μίσθωση και αν δεν την κατήγγειλε κατά το άρθρο 597 ΑΚ. Η άσκηση της αγωγής στην περίπτωση αυτή δεν ισχύει ως καταγγελία της σύμβασης. Από την τελευταία διάταξη προκύπτει ότι η δυστροπία του μισθωτή, η οποία αποτελεί προϋπόθεση της αποβολής του από το μίσθιο και στοιχείο της βάσης της σχετικής αγωγής, τεκμαίρεται από τη μη καταβολή του μισθώματος κατά την ημέρα που συμφωνήθηκε, εξαιτίας της οποίας ο μισθωτής, κατά τις διατάξεις των άρθρων 340 και 341 ΑΚ, γίνεται υπερήμερος ως οφειλέτης και χωρίς όχληση. Δεν επέρχεται όμως η υπερημερία του μισθωτή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 330 και 342 ΑΚ, μόνο αν επικαλεσθεί και αποδείξει εύλογη αιτία, συνεπεία της οποίας δικαιολογείται η καθυστέρηση καταβολής του μισθώματος (ΑΠ 1229/2005). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 661 ΚΠολΔ, σε περίπτωση επανειλημμένης καθυστερήσεως του μισθώματος από δυστροπία δεν εφαρμόζεται η διάταξη αυτού για κατάργηση της δίκης σε περίπτωση καταβολής όλων των μισθωμάτων που οφείλονται και των εξόδων ενώπιον του δικαστηρίου μέχρι το τέλος της συζήτησης στο ακροατήριο. Επανειλημμένη δυστροπία υπάρχει όχι μόνο όταν η καταβολή των μισθωμάτων που καθυστερούνται επιτυγχάνεται με την προσφυγή στο δικαστήριο, αλλά και όταν γίνεται μετά από απλή, ακόμη, διαμαρτυρία (ΑΠ 1133/1995). Περαιτέρω, ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται και αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας αυτός παραβιάζεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, η οποία υπάρχει, αν ο κανόνας δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε ή αν εφαρμοστεί εσφαλμένα. Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ λόγος για αναίρεση απόφασης επειδή δεν έχει νόμιμη βάση ιδρύεται, όταν δεν προκύπτουν επαρκώς από τις παραδοχές της τα περιστατικά που είναι αναγκαία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, για την κρίση του δικαστηρίου περί της συνδρομής των νόμιμων όρων και προϋποθέσεων της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή περί της μη συνδρομής τούτων, η οποία αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες σχετικά με τον χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (Ολ.ΑΠ 1/1999). Αντίθετα δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, όταν πρόκειται για ελλείψεις, αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές συμπεράσματος, γιατί το δικαστήριο προβαίνει στην κρίση του αυτή ανέλεγκτα (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισμα και για το λόγο αυτόν είναι αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος (ΑΠ 208/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη κρίση του, ως προκύψαντα από τις αποδείξεις, τα ακόλουθα περιστατικά: “Από το έτος 1979 υφίσταται μεταξύ των διαδίκων μισθωτική σχέση, η οποία εξακολούθησε ρυθμιζόμενη από τους όρους που διαλαμβάνονται στο από 29-12-2009 ιδιωτικό συμφωνητικό, σύμφωνα με το οποίο η ενάγουσα της υπ’ αριθμ. 1381μισ16/2015 αγωγής και εναγομένη της υπ’ αριθμ. 1358μισ15/2015 αγωγής εκμίσθωσε και παραχώρησε τη χρήση στην εναγομένη της υπ’ αριθμ. 1381μισ16/2015 αγωγής και ενάγουσα της υπ’ αριθμ. 1358μισ15/2015 αγωγής ένα ισόγειο κατάστημα εμβαδού 70 τ.μ. περίπου, το οποίο είναι τμήμα οικοδομής που βρίσκεται στο … και στην οδό …. Μεταξύ των συμβαλλομένων μερών συμφωνήθηκε, ότι η μισθώτρια θα χρησιμοποιεί το μίσθιο ως χώρο εγκατάστασης επιχείρησης φαρμακείου, ενώ η διάρκεια της μισθωτικής σχέσης ορίσθηκε κατά το διάστημα από την 1-1-2010 έως την 31-12-2015 και το καταβαλλόμενο εντός των πρώτων πέντε ημερών κάθε μήνα μίσθωμα προσδιορίσθηκε σε 700 ευρώ, για το χρονικό διάστημα μεταξύ της 1-1-2010 έως την 31-12-2010 αναπροσαρμοζόμενο ετησίως ανά 5%. Κατά τη διάρκεια όμως της λειτουργίας της συγκεκριμένης μισθωτικής σχέσης και ειδικότερα από την 1-1-2011 και ακολούθως το ύψος του χρηματικού ποσού που η μισθώτρια κατέβαλλε έναντι του συμβατικώς οφειλόμενου εκ μέρους της μηνιαίου μισθώματος διαμορφώθηκε ανερχόμενο στο ποσό των 735 ευρώ, το οποίο δεν επιχειρήθηκε να αναπροσαρμοστεί σύμφωνα με τον προαναφερόμενο όρο του συμφωνητικού, ο οποίος με τα δεδομένα αυτά παρέμεινε ανενεργός και δεν ίσχυσε στην συγκεκριμένη μισθωτική σχέση. Όμως η μισθώτρια σε σχέση με τα οφειλόμενα εκ μέρους της μισθώματα των μηνών Ιουνίου, Ιουλίου, Αυγούστου του έτους 2014 κατέβαλε καθυστερημένα την 13-8-2014 συνολικό ποσό μειωμένο ύψους 1.650 ευρώ που αντιστοιχεί σε 550 ευρώ μηνιαίως, το οποίο υπολείπεται του οφειλομένου εκ μέρους της ποσού 735 ευρώ μηνιαίως πλέον τέλους χαρτοσήμου. Δεν αποδεικνύεται ότι υφίσταται κάποια ειδικότερη συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων μετάθεσης του χρόνου εκπλήρωσης της οφειλής μισθώματος ή μείωσης του καταβαλλόμενου ποσού, το οποίο με τα δεδομένα αυτά εξακολουθεί να είναι καταβλητέο μέχρι την πέμπτη ημέρα κάθε μήνα. Συνακόλουθα η ως άνω συμπεριφορά της μισθώτριας συνιστά εκδήλωση εκ μέρους της δυστροπίας, εξαιτίας της οποίας η εκμισθώτρια υποχρεώθηκε με την από 8-9-2014 εξώδικη δήλωση αυτής να καλέσει την αντισυμβαλλομένη αυτής σε συμμόρφωση προς τις συμβατικές της υποχρεώσεις, ώστε να καταβληθεί εκ μέρους της το οφειλόμενο μίσθωμα, ενώ προβλήθηκε επιπλέον και αίτημα καταβολής του τέλους χαρτοσήμου. Υπό τις συνθήκες αυτές η μισθώτρια κατέβαλε στην εκμισθώτρια τμήμα του υπολοίπου οφειλόμενου εκ μέρους της ποσού. Ακολούθησε νέα εκδήλωση καθυστέρησης καταβολής μισθωμάτων κατά το διάστημα που ακολούθησε, εξαιτίας της οποίας η εκμισθώτρια, με την από 9-2-2015 εξώδικη όχληση αυτής, κάλεσε τη μισθώτρια να της καταβάλει, μεταξύ άλλων, τα οφειλόμενα τέλη χαρτοσήμου καθώς και τα μισθώματα των μηνών Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου του έτους 2015. Σε σχέση με τις ανωτέρω συνολικές οφειλές της μισθώτριας με επιμέλεια της εκμισθώτριας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 298ΔΠ54/2-3-2015 διαταγή απόδοσης μισθίου του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Δράμας. Η ως άνω διαταγή απόδοσης μισθίου όμως ακυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 10/2015 τελεσίδικη πλέον απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Δράμας, διότι το Δικαστήριο εκτίμησε ως καταχρηστική άσκηση δικαιώματος την επιδίωξη της μισθώτριας να επιμεληθεί της εκδόσεώς της, ώστε να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της για τα καθυστερούμενα μισθώματα, ενώ τα μέρη βρίσκονταν σε διαπραγματεύσεις με αντικείμενο την επιδιωκόμενη από τη μισθώτρια μείωση του ύψους των μισθωμάτων, που θα καταβάλλονται κατά την εξέλιξη της μισθωτικής σχέσης χωρίς να προκύπτει οποιαδήποτε σχετική συμφωνία. Από τη μισθώτρια εκδηλώθηκε δυστροπία και σε σχέση με την καταβολή των μισθωμάτων Μαΐου και Ιουνίου του έτους 2015, τα οποία καταβλήθηκαν την 20-7-2015, ενώ το μίσθωμα του μηνός Ιουλίου καταβλήθηκε στις 27-8-2015. Επίσης λόγω παραλείψεως της μισθώτριας να καταβάλει τα μισθώματα των μηνών Αυγούστου, Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου, η εκμισθώτρια με την 20-10-2015 εξώδικη δήλωσή της υπέβαλε σχετικό αίτημα επιδιώκοντας και την εκπλήρωση της οφειλής που αναλογεί και στα τέλη χαρτοσήμου. Επιπλέον και σε σχέση με τους μήνες Νοέμβριο, Δεκέμβριο του έτους 2015 το μίσθωμα καταβλήθηκε την 13-11-2015 και την 31-12-2015, ενώ, όπως εκ μέρους της εκμισθώτριας δηλώθηκε κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, τα αιτούμενα με την αγωγή μισθώματα καταβλήθηκαν, καθώς και τα μισθώματα των μηνών Αυγούστου και Σεπτεμβρίου 2016, καταβλήθηκαν την προηγουμένη της ημέρας της δικασίμου, που ορίσθηκε την 4-10-2016. Υπό τα ανωτέρω εκτιθέμενα περιστατικά αποδεικνύεται, ότι η μισθώτρια έχει επανειλημμένως παραλείψει κατά τη διάρκεια της μισθωτικής σχέσης να εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις και συγκεκριμένα δεν κατέβαλλε εμπροθέσμως εντός των πέντε πρώτων ημερών κάθε μήνα το σύνολο των οφειλομένων εκ μέρους της μισθωμάτων, μέρος των οποίων αποτελεί και η αναλογία που προκύπτει σε σχέση με το τέλος χαρτοσήμου. Επιπλέον, η μισθώτρια εμμένοντας στην εκδήλωση αυτής της ως άνω συμπεριφοράς, επιχειρεί να ματαιώσει τις εκ μέρους της εκμισθώτριας προβαλλόμενες αξιώσεις, επικαλούμενη την ανοχή που για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα η τελευταία εκδήλωσε έναντι της αντισυμβαλλομένης της σε σχέση με την παράλειψη καταβολής της οφειλής τελών χαρτοσήμου. Όμως η συμπεριφορά αυτή της εκμισθώτριας αποτελεί εκδήλωση τήρησης εκ μέρους της των αρχών και των επιταγών της καλής πίστης κατά το διάστημα που η αντισυμβαλλομένη αυτής δεν παρέλειπε την εκπλήρωση της υποχρεώσεώς της να καταβάλει τακτικά τουλάχιστον το ποσό του μισθώματος ύψους 735 ευρώ. Υπό την έννοια αυτή η ως άνω καλόπιστη συμπεριφορά της εκμισθώτριας αποτελεί μια εκδήλωση ανοχής εκ μέρους της συνδεόμενη όμως με την αντίστοιχη συμπεριφορά της συμβαλλομένης της να καταβάλει το ανωτέρω χρηματικό ποσό και δεν είναι αναμενόμενο ότι θα εξακολουθήσει να εκδηλώνεται και κατά το χρονικό σημείο που η μισθώτρια επανειλημμένως καθυστερεί να καταβάλει εμπροθέσμως οποιοδήποτε χρηματικό ποσό έναντι της οφειλής μισθωμάτων. Συνακόλουθα, αβασίμως με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται εκ μέρους της μισθώτριας η σχετική ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος. Επίσης, όπως αποδείχθηκε η μισθώτρια εκδήλωσε επανειλημμένως δυστροπία σε σχέση με την εκπλήρωση της υποχρέωσης να καταβάλει εμπροθέσμως το συνολικώς οφειλόμενο μίσθωμα αφού η οποιαδήποτε επικαλούμενη εκ μέρους της οικονομική αδυναμία δεν συνιστά εύλογη αιτία που αναιρεί την υπερημερία αυτής. Συνακόλουθα ο δεύτερος και ο τρίτος των λόγων εφέσεως κρίνονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Επομένως, είναι αβάσιμη η υπ’ αριθμ. 1318μισ16/2015 αγωγή απόδοσης μισθίου….”. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Μονομελές Εφετείο Θράκης απέρριψε κατ’ ουσίαν την από 13-2-2017 έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας κατά της υπ’ αριθμ. 12/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Δράμας που είχε δεχθεί ως κατ’ ουσίαν βάσιμη την υπ’ αριθμ. 1318μισ16/2015 αγωγή απόδοσης μισθίου της αναιρεσίβλητης. Έτσι που έκρινε το Εφετείο ορθά εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου χωρίς να χρειασθεί να προσφύγει στα διδάγματα της κοινής πείρας και επομένως ο αντίθετος από το άρθρο 559 αρ. 1 πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Εξάλλου, ο αυτός λόγος αναιρέσεως κατά το μέρος που γίνεται επίκληση του άρθρου 281 ΑΚ είναι απορριπτέος ως αόριστος, καθόσον δεν γίνεται αναφορά στο αναιρετήριο του τρόπου με τον οποίο το Εφετείο παραβίασε την ως άνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη του νόμου. Τέλος, ο ίδιος λόγος αναιρέσεως κατά το μέρος με το οποίο προβάλλεται ότι το Εφετείο εσφαλμένως δέχθηκε ότι η εναγομένη εταιρεία περιήλθε επανειλημμένα σε υπερημερία και δυστροπία σχετικά με την προσήκουσα προσφορά του μισθώματος περιέχει αιτίαση περί της κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ ανέλεγκτης ακυρωτικής εκτιμήσεως από το Εφετείο πραγματικών γεγονότων και είναι απαράδεκτος. Περαιτέρω, με τις παραπάνω παραδοχές το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα διαλαμβάνονται με πληρότητα και σαφήνεια στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης τα περιστατικά που αποδείχθηκαν και θεμελιώνουν το δικαίωμα της ενάγουσας (εκμισθώτριας) να ζητήσει την απόδοση του μισθίου εμπορικού καταστήματος λόγω της από δυστροπία επανειλημμένης καθυστέρησης καταβολής από την εναγομένη (μισθώτρια) των αναφερομένων μισθωμάτων από τον Ιούνιο του 2014 μέχρι το Σεπτέμβριο του 2016, καθώς και των τελών χαρτοσήμου που αναλογούν στα αναφερόμενα μισθώματα και των τόκων υπερημερίας των καθυστερούμενων μισθωμάτων, παρότι αυτή (μισθώτρια) έκανε ανενόχλητη χρήση του μισθίου ακινήτου της ενάγουσας και η τελευταία είχε διαμαρτυρηθεί κατ’ επανάληψη προς την εναγομένη με εξώδικες δηλώσεις της προς αυτήν για τη μη συμμόρφωσή της προς τις συμβατικές υποχρεώσεις της. Επομένως, ο από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης της κρινόμενης αίτησης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 332 ΚΠολΔ το δεδικασμένο λαμβάνεται μεν αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, όμως για να ιδρυθεί λόγος αναίρεσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 16 ΚΠολΔ, πρέπει να είχε προταθεί στο δικαστήριο ισχυρισμός περί δεδικασμένου. Ο σχετικός ισχυρισμός περί δεδικασμένου δεν μπορεί να προβληθεί για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου και αυτό γιατί το δεδικασμένο δεν ανήκει στους κανόνες δημόσιας τάξης αφού οι διατάξεις που το καθιέρωσαν έχουν τεθεί για την εξυπηρέτηση ιδιωτικού συμφέροντος και όχι άλλου ανώτερου κοινωνικού σκοπού (ΑΠ 130/2004). Ειδικότερα, υφίσταται λόγος αναίρεσης από την παραπάνω διάταξη, αν το δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου, δέχθηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο ή ότι υπάρχει δεδικασμένο με βάση απόφαση που εξαφανίσθηκε ύστερα από ένδικο μέσο ή αναγνωρίσθηκε ως ανύπαρκτη. Πρόκειται, δηλαδή, για απόφαση η οποία παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 321, 324 ΚΠολΔ (Ολ.ΑΠ 19/2005). Ο ίδιος λόγος καθιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας παραβλέψει το δεδικασμένο προηγούμενης απόφασης. Πάντως, ο Άρειος Πάγος ελέγχει μόνο την παράβαση του νόμου, δηλαδή την ψευδή ερμηνεία ή την εσφαλμένη εφαρμογή των περί δεδικασμένου διατάξεων. Αν η κρίση περί δεδικασμένου στηρίζεται επί διαδικαστικών εγγράφων, για τη βασιμότητα ή μη του λόγου, ελέγχεται και η εκτίμηση του περιεχομένου τους (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ). Για να θεμελιωθεί, όμως, ο παραπάνω λόγος προϋποτίθεται, ότι το δικαστήριο της ουσίας επιλήφθηκε αυτεπάγγελτα ή κατά πρόταση κάποιου από τους διαδίκους της έρευνας για τη συνδρομή ή όχι των συντεταγμένων του δεδικασμένου (ΑΠ 1858/2005). Άρα, είναι ανάγκη η προσβαλλόμενη απόφαση να περιέχει θετική μνεία για παραδοχή ή όχι του δεδικασμένου. Αν η απόφαση που προσβάλλεται δεν ποιείται μνεία για ύπαρξη ή όχι δεδικασμένου καθιδρύεται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, τότε μόνον, αν ο διάδικος προσκόμισε στο δικαστήριο της ουσίας τελεσίδικη απόφαση και επικαλέσθηκε το δεδικασμένο που απορρέει από αυτή, προς απόδειξη της βάσης της αγωγής ή την απόκρουση αυτής και το δικαστήριο παρέλειψε να ερευνήσει τον ισχυρισμό αυτό, ο οποίος ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (Ολ.ΑΠ 1329/1985, ΑΠ 1858/2005). Τα πραγματικά περιστατικά πρέπει να προταθούν από το διάδικο στο δικαστήριο της ουσίας και, επίσης, πρέπει, για το ορισμένο του αναιρετικού λόγου, να εκτίθεται πως είχε υποβληθεί αίτημα σχετικό από το πιο πάνω δεδικασμένο. Πρέπει, ακόμη, για το ορισμένο του αναιρετικού λόγου, να γίνεται ρητή μνεία στο αναιρετήριο ότι ο παραπάνω ισχυρισμός είχε νόμιμα προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 704/2013, ΑΠ 130/2004).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως από τον αριθμό 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του το δεδικασμένο που απορρέει από την υπ’ αριθμ. 10/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Δράμας, που έχει καταστεί τελεσίδικη, με την οποία έγινε δεκτή η από 16-3-2015 ανακοπή αυτής (αναιρεσείουσας) κατά της υπ’ αριθμ. 298ΔΠ54/2-3-2015 διαταγής πληρωμής μισθωμάτων και απόδοσης του επίδικου μισθίου του Δικαστή του ως άνω Δικαστηρίου και ακυρώθηκε η εν λόγω διαταγή, γιατί κρίθηκε ότι η αίτηση της αναιρεσίβλητης (εκμισθώτριας) για την έκδοση της διαταγής αυτής, που αφορούσε τη μη καταβολή μισθωμάτων έως και τις 4-5-2015, συνιστά καταχρηστική άσκηση δικαιώματος. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος, πρωτίστως, ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, καθόσον δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο, όπως έπρεπε, ότι είχε προβληθεί νόμιμα στο Εφετείο ο ισχυρισμός περί υπάρξεως δεδικασμένου, με ιστορική βάση το περιεχόμενο της προαναφερόμενης απόφασης και αίτημα την απόρριψη της αγωγής.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, υπάρχει λόγος αναιρέσεως, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο, ο λόγος δε αυτός αναιρέσεως αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο (ΑΠ 395/2004). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο, κατά το δεύτερο σκέλος του, λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δεν ερεύνησε την από 18-3-2015 δήλωση της αναιρεσίβλητης ενώπιον της Επιτροπής Διακανονισμού Εμπορικών Μισθώσεων Περιφερειακής Ενότητας Δράμας, που περιέχεται στα υπ’ αριθμ. 15/2015 πρακτικά της εν λόγω Επιτροπής, που είχαν προσκομισθεί με επίκληση στο Εφετείο, με την οποία (δήλωση) η αναιρεσίβλητη παραιτήθηκε ρητά και σιωπηρά από οποιοδήποτε δικαστικό δικαίωμα εξώσεως και αποβολής αυτής (αναιρεσείουσας) από το μίσθιο ακίνητο, λόγω μη καταβολής μισθωμάτων, και διεκδίκησης μισθωμάτων πέραν του μηνιαίου μισθώματος των 700 ευρώ και για το λόγο αυτό έπρεπε να απορρίψει την αγωγή της αναιρεσίβλητης. Με τη διατύπωση αυτή ο παραπάνω λόγος αναίρεσης, εκτός του ότι ο περιεχόμενος σ’ αυτόν ισχυρισμός είναι αόριστος διότι δεν αναφέρεται αν η ανωτέρω δήλωση της αναιρεσίβλητης έγινε στα πλαίσια σύμβασης συμβιβασμού ή άλλης συμφωνίας των μερών, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, καθόσον η αναιρεσείουσα δεν εκθέτει στο αναιρετήριο ότι ο ως άνω ισχυρισμός είχε προβληθεί στο Εφετείο με λόγο έφεσης ή με πρόσθετο λόγο έφεσης.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, ο εκμισθωτής ή ο μισθωτής μπορούν να ζητήσουν την αναπροσαρμογή του οφειλόμενου μισθώματος, εφόσον, εξαιτίας προβλεπτών ή απροβλέπτων περιστάσεων, επήλθε αδιαμφισβήτητα ως προς μεν τον εκμισθωτή τόσο ουσιώδης αύξηση, ως προς δε τον μισθωτή τόσο ουσιώδης μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου, ώστε με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες η εμμονή του μισθωτή στην πρώτη περίπτωση (ουσιώδους αυξήσεως της μισθωτικής αξίας του μισθίου) και του εκμισθωτή στη δεύτερη περίπτωση (ουσιώδους μειώσεως της μισθωτικής αξίας αυτού), στην καταβολή του ίδιου μισθώματος να είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές και να επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, η αναπροσαρμογή του μισθώματος στο επίπεδο εκείνο, το οποίο αίρει τη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά την διαταραχθείσα καλή πίστη (Ολ.ΑΠ 9/1997, ΑΠ 762/2015, ΑΠ 1325/2013). Η ανάγκη της αναπροσαρμογής του μισθώματος, όταν υπάρχει ουσιώδης μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου, αποσυνδέεται από το πρόσωπο του μισθωτή και συνδέεται μόνον με τη ζημία του (μισθωτή) εκ της μειώσεως της μισθωτικής αξίας του μισθίου και με την ευθύτητα και εντιμότητα που επιβάλλονται αντικειμενικά στις συναλλαγές. Μια τέτοια συμπεριφορά, ανταποκρινόμενη στην αντικειμενική καλή πίστη, είναι αναμενόμενη από τον εκμισθωτή, υπό την έννοια ότι η εμμονή του τελευταίου στην εκπλήρωση της παροχής (μισθώματος) εκ μέρους του μισθωτή, όπως συμφωνήθηκε, παρά τη μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου, θεωρείται αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές. Εξάλλου, κατά την ορθότερη άποψη, ο υπερήμερος ως προς την καταβολή των μισθωμάτων μισθωτής-οφειλέτης δεν εμποδίζεται κατ’ αρχήν, από τη διάταξη του άρθρου 344 ΑΚ, να επικαλεστεί τις διατάξεις των άρθρων 288 και 388 ΑΚ. Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπει η διάταξη του άρθρου 344 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι “ο οφειλέτης κατά τη διάρκεια της υπερημερίας ευθύνεται για κάθε αμέλεια. Ευθύνεται επίσης για τα τυχαία γεγονότα, εκτός αν αποδείξει ότι η ζημία θα επερχόταν και η παροχή εκπληρωνόταν έγκαιρα”. Και τούτο διότι σκοπός της ως άνω διάταξης είναι η προστασία του δανειστή έναντι του υπαίτιου για την καθυστέρηση οφειλέτη, προς προστασία του οποίου (δανειστή) καθιερώνεται η τεκμαιρόμενη υπαιτιότητα του τελευταίου. Συνέπεια της υπερημερίας του οφειλέτη, κατά τους ορισμούς της προεκτεθείσας διατάξεως, είναι η επίταση της ευθύνης του, με συνέπεια να ευθύνεται αυτός για την κατά τη διάρκεια της υπερημερίας του τυχηρά, τα οποία όμως πλήττουν άμεσα την παροχή του και όχι για τα τυχηρά που διαταράσσουν τη μεταξύ της παροχής και της αντιπαροχής ισορροπία, περίπτωση που ανεξαίρετα ρυθμίζει η διάταξη του άρθρου 288 (ή 388) του ΑΚ (ΑΠ 586/2018, ΑΠ 841/2017). Εξάλλου, κατά άρθρο 66 του ΕισΝΚΠολΔ, αν ο μισθωτής καθυστερήσει το μίσθωμα από δυστροπία ο εκμισθωτής έχει δικαίωμα να ζητήσει να του αποδοθεί το μίσθιο όσο διαρκεί η μίσθωση, και αν δεν την καταγγείλει κατά το άρθρο 597 ΑΚ. Η άσκηση της αγωγής στην περίπτωση αυτή δεν ισχύει ως καταγγελία της σύμβασης. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι κοινή βάση και των δύο αγωγών που στηρίζεται σ’ αυτές είναι η υπερημερία του μισθωτή ως προς την καταβολή του μισθώματος, δηλαδή υπαίτια καθυστέρησή του, διότι και η λέξη δυστροπία που ο νομοθέτης χρησιμοποίησε στη δεύτερη διάταξη για λόγους ιστορικούς (έχει ληφθεί από το Ν ΒΧΗ’ περί δυστροπούντων μισθωτών), είναι ταυτόσημη με τον όρο υπερημερία (340 επ. ΑΚ) με μόνη τη διαφορά ότι στην πρώτη περίπτωση ασκείται καταγγελία, η οποία επιφέρει τη λύση της μίσθωσης μετά την πάροδο της οριζόμενης στο άρθρο 597 παρ. 1 ΑΚ προθεσμίας, ενώ στη δεύτερη δεν μεσολαβεί καταγγελία, αλλά η μίσθωση λήγει είτε με οικειοθελή απόδοση του μισθίου, είτε με εκτέλεση της εξωστικής απόφασης (ΑΠ 561/2010). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 68 ΚΠολΔ, δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον. Το συμφέρον αυτό, με τη συνδρομή του οποίου παρέχεται από τα δικαστήρια η έννομη προστασία που εξαγγέλεται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, αφορά προεχόντως στη διαφύλαξη του ιδιωτικού δικαιώματος που κατάγεται σε δίκη. Το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι άμεσο και ενεστώς, δηλαδή να υφίσταται κατά το χρόνο που επιχειρείται η διαδικαστική πράξη, η συνδρομή του δε κρίνεται από τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία επικαλείται και αποδεικνύει ο διάδικος. Τέλος, κατά το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο. Υπό τον όρο “απαράδεκτο” νοείται το δικονομικό, αυτό δηλαδή που δημιουργείται από την αθέτηση και παραβίαση δικονομικής διάταξης, με αποτέλεσμα ώστε η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της (σχετ. ΑΠ 7/1997). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο δίκασε, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση) α) την υπ’ αριθμ. 1381μισ16/2015 αγωγή απόδοσης μισθίου της αναιρεσίβλητης (εκμισθώτριας) και β) την υπ’ αριθμ. 1358μισ15/2015 αγωγή της αναιρεσείουσας (μισθώτριας) για αναπροσαρμογή του μισθώματος του ίδιου μισθίου μέχρι τη λήξη της μίσθωσης. Με την προσβαλλόμενη απόφασή του το Εφετείο έκρινε ότι είναι βάσιμη η πρώτη από τις παραπάνω αγωγές, όπως είχε κρίνει και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και είχε υποχρεώσει την εναγομένη να αποδώσει στην ενάγουσα τη χρήση του μισθίου ακινήτου. Στη συνέχεια έκρινε ότι η δεύτερη αγωγή είναι απορριπτέα με την ακόλουθη αιτιολογία “…συνακόλουθα αποβαίνει απορριπτέα ως άνευ αντικειμένου η υπ’ αριθμ. 1358μισ15/2015 αγωγή, δεδομένου ότι αποκλείεται η αναπροσαρμογή του μισθώματος λόγω της λύσεως της μισθώσεως που προκαλείται με την απόδοση του ακινήτου”. Έτσι όμως που αποφάνθηκε το Εφετείο παρά το νόμο απέρριψε ως απαράδεκτη την ως άνω αγωγή της αναιρεσείουσας, αφού η επιδιωκόμενη με αυτή αναπροσαρμογή του μισθώματος αφορά μίσθωση, η οποία ήταν σε ισχύ τόσο κατά την άσκηση της αγωγής όσο και κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο Εφετείο (22-9-2017) και η αναιρεσείουσα (μισθώτρια) δικαιούται να αξιώσει την αναπροσαρμογή του μισθώματος για το μέχρι τη λύση της μισθώσεως χρόνο. Ως εκ τούτου πρόδηλο είναι το έννομο συμφέρον της για την έγερση της αγωγής αναπροσαρμογής του μισθώματος και την κατ’ ουσίαν έρευνά της. Επομένως, κατά παραδοχή ως βάσιμου του τρίτου, κατά το πρώτο σκέλος, και τελευταίου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στο Εφετείο η ως άνω από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ πλημμέλεια, δηλαδή ότι παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Μετά από όλα τα προαναφερόμενα πρέπει α) να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, β) να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο ως προς το κεφάλαιο της με το οποίο απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η υπ’ αριθμ. 1358μισ15/6-11-2015 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας κατά της ήδη αναιρεσίβλητης περί αναπροσαρμογής (μείωσης) του καταβαλλομένου από την αναιρεσείουσα στην αναιρεσίβλητη μισθώματος για την εκμίσθωση από τη δεύτερη τούτων στην πρώτη του προαναφερόμενου μισθίου ακινήτου και κατά τις συναρτωμένες με την όλη έκβαση της δίκης διατάξεις της περί δικαστικών εξόδων και εισαγωγής του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο, γ) να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο (Μονομελές Εφετείο Θράκης), η σύνθεση του οποίου είναι δυνατή από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και δ) να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της αναιρεσείουσας, που έχει καταθέσει προτάσεις και έχει υποβάλλει σχετικό αίτημα (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί, κατά το άρθρο 495 παρ. 3 εδ. δ’ ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, η απόδοση στην αναιρεσείουσα του παραβόλου των 450 ευρώ που κατατέθηκε από αυτήν για την υπό κρίση αναίρεση.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί, κατά τα εις το σκεπτικό ειδικότερα εκτιθέμενα, την εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών υπ’ αριθμ. 463/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θράκης.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου στην αναιρεσείουσα. Και
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιουνίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Σεπτεμβρίου 2019.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :
Προηγούμενο άρθροΟι 8 τυχερές κατηγορίες που βγαίνουν στη σύνταξη πριν τα 62