Περίληψη
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 8 εδ. α’ του ν. 3198/1955, “μισθωτοί συνδεόμενοι διά σχέσεως εργασίας αορίστου διαρκείας, συμπληρώσαντες δεκαπενταετή υπηρεσίαν παρά τω αυτώ εργοδότη, υπό την έννοιαν της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 2112/1920 ή το υπό του οικείου ασφαλιστικού οργανισμού προβλεπόμενο όριο ηλικίας, εν ελλείψει δε τοιούτου το 65ον έτος της ηλικίας των, αποχωρούντες της υπηρεσίας τη συγκαταθέσει του εργοδότου δικαιούνται του ημίσεος της υπό τον ν. 2112, ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως, βάσει του β.δ. της 16/18.7.1920 οριζόμενης αποζημιώσεως διά την περίπτωσιν απροειδοποίητου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας υπολογιζόμενης βάσει των παρ. 1 και 2 του άρθρου 5 του παρόντος.”.
Προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης αυτής, η οποία συνεχίζει να ισχύει είναι:
α) σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας,
β) συμπλήρωση δεκαπενταετούς υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη ή συμπλήρωση του προβλεπομένου από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό ορίου ηλικίας και σε περίπτωση ελλείψεως τέτοιου του 65ου έτους της ηλικίας και
γ) αποχώρηση από την υπηρεσία με την συγκατάθεση του εργοδότη.
Εφ’ όσον συντρέξουν οι προϋποθέσεις αυτές, ο μισθωτός δικαιούται το ήμισυ της αποζημιώσεως, του ν. 2112/1920 ή του β.δ. του 1920 (ΑΠ 1314/2008, ΑΠ 1804/2008).
Από τις εν λόγω διατάξεις συνάγεται ότι προϋπόθεση για την εφαρμογή τους είναι – μεταξύ άλλων – και η συγκατάθεση του εργοδότη στην αποχώρηση του μισθωτού από την εργασία του. Η συγκατάθεση αυτή πρέπει να παρέχεται πριν από την αποχώρηση του μισθωτού, δύναται δε να είναι έγγραφη ή προφορική, ρητή ή σιωπηρή, δηλαδή συναγόμενη εμμέσως από την συμπεριφορά του εργοδότη εν όψει και των πραγματικών περιστατικών συγκεκριμένης περιπτώσεως αρκεί στην τελευταία περίπτωση να είναι σαφής και αναμφίβολη (ΑΠ 290/2015, 1318/2015).
Έτσι, η συγκατάθεση του εργοδότη μπορεί να δοθεί εγγράφως ή προφορικώς, ακόμη και σιωπηρώς, εφ’ όσον προκύπτει σαφώς, πράγμα που συμβαίνει όταν αυτός (εργοδότης) δεν εναντιωθεί στην αποχώρηση του μισθωτού (ΑΠ 1436/2018, ΑΠ 311/2017, ΑΠ 426/2016, ΑΠ 170/2013, ΑΠ 426/2016).
Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 18 παρ. 1 και 2 του Ν. 2190/1920 “Περί Ανωνύμων Εταιρειών” ρυθμίζονται τα θέματα της οργανικής εκπροσωπήσεως του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρείας. Ειδικότερα ορίζεται ότι το διοικητικό συμβούλιο της Α.Ε. ενεργώντας συλλογικά, την εκπροσωπεί δικαστικώς και εξωδίκως και ότι το καταστατικό μπορεί να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη του συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα (τρίτοι) μπορούν να εκπροσωπήσουν την εταιρεία γενικώς ή σε ορισμένου είδους πράξεις. Κατά το άρθρο 22 του ίδιου νόμου, το διοικητικό συμβούλιο είναι αρμόδιο να αποφασίζει κάθε πράξη που αφορά τη διοίκηση της εταιρείας, τη διαχείριση της περιουσίας της και γενικά την επιδίωξη των σκοπών της και ότι το καταστατικό μπορεί να ορίσει θέματα στα οποία η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου ασκείται από ένα ή περισσότερα μέλη της εταιρείας ή από τρίτους.
Από τις διατάξεις αυτές, που είναι αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67, 68 και 70 του Α.Κ., συνάγεται ότι το διοικητικό συμβούλιο αποτελεί το όργανο που διοικεί και εκπροσωπεί την ανώνυμη εταιρεία και διαχειρίζεται όλες τις υποθέσεις της (εκτός από τις υπαγόμενες κατά το καταστατικό στην αρμοδιότητα της γενικής συνέλευσης), μη όντας απέναντι στην εταιρεία πρόσωπο διαφορετικό απ` αυτήν αλλά όργανό της.
Στην περίπτωση αυτή το μέλος του συμβουλίου ή εκείνος που ενεργεί, ως όργανο εκπροσώπησης του νομικού προσώπου της εταιρείας, εκφράζει πρωτογενώς τη βούλησή της, αντλώντας την εξουσία του από το νόμο και το καταστατικό.
Ο δεσμός του με την εταιρεία είναι αυτός του Δ.Σ. Η υποκατάσταση αυτή στις εξουσίες του Δ.Σ. διαφέρει από τις σχέσεις της πληρεξουσιότητας και εντολής που προβλέπονται στα άρθρα 216 επ. και 713 επ. Α.Κ., καθόσον τόσον ο πληρεξούσιος, όσο και ο εντολοδόχος δεν αποτελούν όργανα που εκφράζουν τη βούληση του νομικού προσώπου της εταιρείας, αλλά ενεργούν, ως αντιπρόσωποι, πράξεις που αποφασίστηκαν από το διοικητικό συμβούλιο ή το υποκατάστατο όργανο.
Η σχετική απόφαση του Δ.Σ. ή των οργάνων που εκτελείται από τον τρίτο δεν είναι αναγκαίο να διατυπώνεται πανηγυρικά, αλλά πρέπει να συνάγεται η βούληση των οργάνων ότι η σύμβαση θα συναφθεί από τρίτο πρόσωπο.
Περαιτέρω κάθε υπάλληλος της Α.Ε. όταν καταρτίζει δικαιοπραξία, ή ανακοινώνει σχετική δήλωση βούλησης του νομικού προσώπου, ενεργεί ως άμεσος αντιπρόσωπος της εταιρείας, μόνον εφόσον οι εξωτερικές εκδηλώσεις της δράσεώς του, οι εμφανιζόμενες στο κοινό, εν γνώσει, κατ` εντολή ή κατ` ανοχή του διοικητικού συμβουλίου ή των υποκατάστατων οργάνων του, παρέχουν, σύμφωνα με τα κριτήρια που διαμορφώνονται στις συναλλαγές του είδους της επιχειρηματικής δραστηριότητας της Α.Ε., την εντύπωση, ότι έχει ανατεθεί σ` αυτόν (υπάλληλό της) κύκλος εργασιών που περιλαμβάνει και την προαναφερόμενη ενέργεια.
Αριθμός 64/2023(Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Λουκά Μόρφη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Ζώη, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη και Δημητρία Στρούζα-Ξένου-Κοκολέτση, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 1η Φεβρουαρίου 2022, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “…” και το διακριτικό τίτλο “…”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην ……….., και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξουσίας δικηγόρου ………….., η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: Δ. Π. του Σ., κατοίκου …, που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου …………….., ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-7-2017 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 2019/2019 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 1924/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητά η αναιρεσείουσα με την από 25-6-2021 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Δημητρία Στρούζα-Ξένου-Κοκολέτση.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 25.6.2021 και αριθ. κατάθ. …../…./…….2021 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (εργατικών διαφορών) υπ’ αριθ. 1924/2021 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή το Εφετείο απέρριψε κατ’ ουσίαν την από 18.11.2017 και αριθ. κατάθ……./……./2019 έφεση της εναγόμενης και ήδη αναιρεσείουσας κατά της υπ’ αριθ. 2019/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποίαν έγινε εν μέρει δεκτή η από 10.7.2017 και αριθ. κατάθ. … αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου ως προς την επικουρική της βάση και υποχρέωσε την εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 27.559,98 € ως αποζημίωση λόγω αποχώρησής του με τις προϋποθέσεις του άρθρου 8 εδ. α’ Ν. 3198/1955, με το νόμιμο τόκο. Η αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 8 εδ. α’ του ν. 3198/1955, “μισθωτοί συνδεόμενοι διά σχέσεως εργασίας αορίστου διαρκείας, συμπληρώσαντες δεκαπενταετή υπηρεσίαν παρά τω αυτώ εργοδότη, υπό την έννοιαν της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 2112/1920 ή το υπό του οικείου ασφαλιστικού οργανισμού προβλεπόμενο όριο ηλικίας, εν ελλείψει δε τοιούτου το 65ον έτος της ηλικίας των, αποχωρούντες της υπηρεσίας τη συγκαταθέσει του εργοδότου δικαιούνται του ημίσεος της υπό τον ν. 2112, ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως, βάσει του β.δ. της 16/18.7.1920 οριζόμενης αποζημιώσεως διά την περίπτωσιν απροειδοποίητου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας υπολογιζόμενης βάσει των παρ. 1 και 2 του άρθρου 5 του παρόντος.”.Προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης αυτής, η οποία συνεχίζει να ισχύει είναι: α) σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας, β) συμπλήρωση δεκαπενταετούς υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη ή συμπλήρωση του προβλεπομένου από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό ορίου ηλικίας και σε περίπτωση ελλείψεως τέτοιου του 65ου έτους της ηλικίας και γ) αποχώρηση από την υπηρεσία με την συγκατάθεση του εργοδότη. Εφ’ όσον συντρέξουν οι προϋποθέσεις αυτές, ο μισθωτός δικαιούται το ήμισυ της αποζημιώσεως, του ν. 2112/1920 ή του β.δ. του 1920 (ΑΠ 1314/2008, 1804/2008). Από τις εν λόγω διατάξεις συνάγεται ότι προϋπόθεση για την εφαρμογή τους είναι – μεταξύ άλλων – και η συγκατάθεση του εργοδότη στην αποχώρηση του μισθωτού από την εργασία του. Η συγκατάθεση αυτή πρέπει να παρέχεται πριν από την αποχώρηση του μισθωτού, δύναται δε να είναι έγγραφη ή προφορική, ρητή ή σιωπηρή, δηλαδή συναγόμενη εμμέσως από την συμπεριφορά του εργοδότη εν όψει και των πραγματικών περιστατικών συγκεκριμένης περιπτώσεως αρκεί στην τελευταία περίπτωση να είναι σαφής και αναμφίβολη (ΑΠ 290/2015, 1318/2015). Έτσι, η συγκατάθεση του εργοδότη μπορεί να δοθεί εγγράφως ή προφορικώς, ακόμη και σιωπηρώς, εφ’ όσον προκύπτει σαφώς, πράγμα που συμβαίνει όταν αυτός (εργοδότης) δεν εναντιωθεί στην αποχώρηση του μισθωτού (ΑΠ 1436/2018,311/2017, 426/2016,170/2013, 426/2016).
Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 18 παρ. 1 και 2 του Ν. 2190/1920 “Περί Ανωνύμων Εταιρειών” ρυθμίζονται τα θέματα της οργανικής εκπροσωπήσεως του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρείας. Ειδικότερα ορίζεται ότι το διοικητικό συμβούλιο της Α.Ε. ενεργώντας συλλογικά, την εκπροσωπεί δικαστικώς και εξωδίκως και ότι το καταστατικό μπορεί να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη του συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα (τρίτοι) μπορούν να εκπροσωπήσουν την εταιρεία γενικώς ή σε ορισμένου είδους πράξεις. Κατά το άρθρο 22 του ίδιου νόμου, το διοικητικό συμβούλιο είναι αρμόδιο να αποφασίζει κάθε πράξη που αφορά τη διοίκηση της εταιρείας, τη διαχείριση της περιουσίας της και γενικά την επιδίωξη των σκοπών της και ότι το καταστατικό μπορεί να ορίσει θέματα στα οποία η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου ασκείται από ένα ή περισσότερα μέλη της εταιρείας ή από τρίτους. Από τις διατάξεις αυτές, που είναι αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67, 68 και 70 του Α.Κ., συνάγεται ότι το διοικητικό συμβούλιο αποτελεί το όργανο που διοικεί και εκπροσωπεί την ανώνυμη εταιρεία και διαχειρίζεται όλες τις υποθέσεις της (εκτός από τις υπαγόμενες κατά το καταστατικό στην αρμοδιότητα της γενικής συνέλευσης), μη όντας απέναντι στην εταιρεία πρόσωπο διαφορετικό απ` αυτήν αλλά όργανό της. Στην περίπτωση αυτή το μέλος του συμβουλίου ή εκείνος που ενεργεί, ως όργανο εκπροσώπησης του νομικού προσώπου της εταιρείας, εκφράζει πρωτογενώς τη βούλησή της, αντλώντας την εξουσία του από το νόμο και το καταστατικό. Ο δεσμός του με την εταιρεία είναι αυτός του Δ.Σ. Η υποκατάσταση αυτή στις εξουσίες του Δ.Σ. διαφέρει από τις σχέσεις της πληρεξουσιότητας και εντολής που προβλέπονται στα άρθρα 216 επ. και 713 επ. Α.Κ., καθόσον τόσον ο πληρεξούσιος, όσο και ο εντολοδόχος δεν αποτελούν όργανα που εκφράζουν τη βούληση του νομικού προσώπου της εταιρείας, αλλά ενεργούν, ως αντιπρόσωποι, πράξεις που αποφασίστηκαν από το διοικητικό συμβούλιο ή το υποκατάστατο όργανο. Η σχετική απόφαση του Δ.Σ. ή των οργάνων που εκτελείται από τον τρίτο δεν είναι αναγκαίο να διατυπώνεται πανηγυρικά, αλλά πρέπει να συνάγεται η βούληση των οργάνων ότι η σύμβαση θα συναφθεί από τρίτο πρόσωπο. Περαιτέρω κάθε υπάλληλος της Α.Ε. όταν καταρτίζει δικαιοπραξία, ή ανακοινώνει σχετική δήλωση βούλησης του νομικού προσώπου, ενεργεί ως άμεσος αντιπρόσωπος της εταιρείας, μόνον εφόσον οι εξωτερικές εκδηλώσεις της δράσεώς του, οι εμφανιζόμενες στο κοινό, εν γνώσει, κατ` εντολή ή κατ` ανοχή του διοικητικού συμβουλίου ή των υποκατάστατων οργάνων του, παρέχουν, σύμφωνα με τα κριτήρια που διαμορφώνονται στις συναλλαγές του είδους της επιχειρηματικής δραστηριότητας της Α.Ε., την εντύπωση, ότι έχει ανατεθεί σ` αυτόν (υπάλληλό της) κύκλος εργασιών που περιλαμβάνει και την προαναφερόμενη ενέργεια. Εξάλλου, κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υφίσταται έτσι εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε.
Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα. Η παραβίαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, καθώς και η έλλειψη νόμιμης βάσης της αποφάσεως για ελλειπείς, ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, πρέπει να προκύπτουν από τη διατυπωθείσα προς στήριξη του διατακτικού της αποφάσεως ελάσσονα πρόταση του δικαστηρίου, δηλαδή από τις παραδοχές της αποφάσεως επί των ζητημάτων που ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και με βάση τις οποίες το δικαστήριο, ως αναγκαίες, κατέληξε στην κρίση περί παραδοχής ή απόρριψης της αγωγής, της ένστασης ή αντένστασης.
Στην προκειμένη περίπτωση το Μονομελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος, ο οποίος είναι πολιτικός μηχανικός, προσλήφθηκε την 1.5.2007 από την εναγόμενη εταιρεία και ήδη αναιρεσείουσα, της οποίας το αντικείμενο είναι η μελέτη και κατασκευή έργων τηλεπικοινωνιακών δικτύων και λογισμικού, προκειμένου να προσφέρει σ’ αυτήν τις υπηρεσίες του με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, πλήρους απασχόλησης, ως υπεύθυνος έργων. Ότι η εναγόμενη, κατά την πρόσληψη του ενάγοντος αναγνώρισε την προϋπηρεσία του από 2.7.1990 στην εταιρεία …., που ανήκε στον ίδιο όμιλο εταιρειών με την εναγόμενη. Ότι από της προσλήψεώς του ο ενάγων πρόσφερε προσηκόντως την εργασία στην εναγόμενη μέχρι την 3.5.2017, οπότε αυτός δήλωσε στον προϊστάμενό του την επιθυμία του να αποχωρήσει. Ότι ο τελευταίος με κανένα τρόπο δεν εξέφρασε την αντίρρησή του στην απόφαση αυτή του ενάγοντος και του ζήτησε να παραμείνει έως τις 12.5.2017 ώστε να ενημερώσει ο ενάγων τους συναδέλφους του σχετικά με εκκρεμότητές του. Ότι για το λόγο αυτό με σχετικό έγγραφο εσωτερικής ενημέρωσης των αρμοδίων τμημάτων της εναγόμενης (δ/νσης ανθρώπινου δυναμικού και προϊσταμένου του τμήματός του), ο ενάγων δήλωσε την οικειοθελή αποχώρησή του από την εναγόμενη στις 12.5.2017, ο δε προϊστάμενός του Π. Χ. υπέγραψε κάτω από τη λέξη “έγκριση”, δηλώνοντας έτσι ρητά την συγκατάθεση της εναγόμενης στην αποχώρηση του ενάγοντος.
Ότι στις 12.5.2017 και αφού ο ενάγων είχε ολοκληρώσει τα διαδικαστικά της αποχώρησής του, μετέβη στη δ/νση ανθρώπινου δυναμικού για να υπογράψει τα σχετιζόμενα με την αποχώρησή του έγγραφα. Ότι τότε η εναγόμενη του ζήτησε να υπογράψει έγγραφο οικειοθελούς αποχώρησης με δήλωση ότι γινόταν χωρίς την συγκατάθεσή της, έγγραφο το οποίο ο ενάγων αρνήθηκε να υπογράψει, στη συνέχεια δε η εναγόμενη του κοινοποίησε έγγραφο περί οικειοθελούς αποχώρησής του, καθώς επίσης και εξώδικη δήλωση στις 15.5.2017 με δικαστικό επιμελητή. Ότι η αποχώρηση του ενάγοντος έγινε με τη σαφή και αναμφίβολη συγκατάθεση της εναγόμενης, όπως ρητά και εγγράφως δηλώθηκε επί του από 3.5.2017 εγγράφου εσωτερικής ενημέρωσης της εναγόμενης, με το οποίο ανακοίνωνε την οικειοθελή αποχώρησή του ο ενάγων, δια της υπογραφής, κάτωθι της λέξης “έγκριση”, από τον προϊστάμενο του τμήματος του ενάγοντος, ο οποίος επέλεξε την ανωτέρω λέξη δήλωσης συγκατάθεσης (“έγκριση”). Ότι ο ισχυρισμός της εναγόμενης, τον οποίον πρόβαλε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και επανέφερε νομίμως ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, ότι ο συγκεκριμένος προϊστάμενος δεν ήταν αρμόδιος για τη χορήγηση της συγκατάθεσης δεν κρίνεται πειστικός, καθόσον από ουδεμία αντίθετη ενέργεια προέκυψε η άρνηση συγκατάθεσής της ή διατύπωση επιφυλάξεων ή αντιρρήσεων στη δηλωθείσα αποχώρηση, όπως η άμεση ανάκληση από τη διεύθυνση ανθρώπινου δυναμικού- αποδέκτρια του από 3.5.2017 εγγράφου, της δηλωθείσας “έγκρισης” ή η ρητή απάντηση της εναγόμενης στις ρητές και έγγραφες δηλώσεις του ενάγοντος περί παραιτήσεώς του, ότι δεν επιθυμεί και δεν συγκατατίθεται σε αυτή την αποχώρηση. Ότι εξάλλου, η δοθείσα έγκριση του προϊσταμένου του τμήματος ενάγοντος με αποδέκτρια και τη διεύθυνση ανθρώπινου δυναμικού της εναγόμενης, δεν θα μπορούσε να έχει κανένα άλλο νόημα, πλην της δήλωσης συγκατάθεσης, δεδομένου ότι επρόκειτο για δήλωση οικειοθελούς αποχώρησης εργαζόμενου και συνεπώς ο ενάγων δικαιούται την κατά το άρθρο 8 εδ. α’ του Ν. 3198/1955 αποζημίωση, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 27.559,98 ευρώ.Με βάση τις σκέψεις αυτές το Εφετείο απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση της εναγόμενης-αναιρεσείουσας, επικυρώνοντας την πρωτοβάθμια απόφαση που είχε αποφανθεί ομοίως. Με τις παραδοχές του αυτές, το Εφετείο παραβίασε εκ πλαγίου τις αναφερόμενες πιο πάνω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου. Ειδικότερα διέλαβε στην απόφασή του ελλιπείς, ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, όσον αφορά το ουσιώδες ζήτημα της νόμιμης εκπροσώπησης της αναιρεσείουσας από τρίτο πρόσωπο, ικανό να εκφράσει την συγκατάθεσή της, ρητής, υπό την έννοια της σαφούς και αναμφίβολης, πριν από την αποχώρηση του ενάγοντος, καθώς και της ύπαρξης συγκατάθεσης της αναιρεσείουσας πριν από την αποχώρηση του ενάγοντος από την εργασία του, προκειμένου να κριθεί αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 8 εδ. α’ του Ν. 3198/1955 και να δικαιούται ο τελευταίος την προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή αποζημίωση.
Τούτο διότι ενώ αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι ο Προϊστάμενος του ενάγοντος ………, σε σχετικό έγγραφο εσωτερικής ενημέρωσης των αρμοδίων τμημάτων της εναγόμενης στο οποίο ο ενάγων δήλωσε την οικειοθελή αποχώρησή του από την εργασία του στις 12.5.2017, υπέγραψε κάτω από τη λέξη “έγκριση”, δηλώνοντας έτσι ρητά τη συγκατάθεση της εναγόμενης στην αποχώρηση του ενάγοντος, δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια, ενόψει και της αρνήσεως από την αναιρεσείουσα της συγκατάθεσής της επί του ως άνω ζητήματος, αν είχε ανατεθεί στον ως άνω Προϊστάμενο από αρμόδιο όργανο της εταιρείας και ποιο η εξουσία να προβεί στην συγκατάθεσή της προκειμένου να αποχωρήσει ο υπάλληλος- ενάγων από την εταιρεία (εναγομένη) ή η δοθείσα συγκατάθεση ενείχε απλώς την έννοια ότι η αποχώρηση του ενάγοντος δεν θα δημιουργούσε προβλήματα στην λειτουργία του Τμήματος του ……………
Επί πλέον, ενώ γίνεται δεκτό ότι υπήρχε προηγούμενη ρητή συγκατάθεση της εναγόμενης για την αποχώρηση του ενάγοντος με την υπογραφή του Προϊσταμένου …………… κάτω από τη λέξη “έγκριση” στη συνέχεια όλως αντιφατικά γίνεται δεκτό ότι η εναγόμενη την 12.5.2017 του ζήτησε να υπογράψει δήλωση ότι η αποχώρησή του γινόταν χωρίς την συγκατάθεσή της.Και τέλος, ενώ γίνεται δεκτό, κατά τα προεκτεθέντα, ότι ζητήθηκε από τον ενάγοντα να υπογράψει δήλωση ότι η αποχώρησή του γινόταν χωρίς την συγκατάθεση της εναγόμενης, στη συνέχεια όλως αντιφατικά γίνεται δεκτό ότι από ουδεμία ενέργεια της εναγόμενης προέκυψε η άρνηση συγκατάθεσής της ή διατύπωση επιφυλάξεων ή αντιρρήσεων στη δηλωθείσα αποχώρηση του ενάγοντος.
Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος της αίτησης, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παρελκούσης μετά ταύτα της έρευνας των δεύτερου και τρίτου από τους αρ. 1 και 13 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικούς λόγους, δεδομένου ότι οι λόγοι αυτοί καταλαμβάνονται από την αναιρετική εμβέλεια του πρώτου, που κρίθηκε βάσιμος, και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, του οποίου είναι εφικτή η συγκρότηση από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Τέλος, ο αναιρεσίβλητος, λόγω της ήττας του, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ’ αριθ. 1924/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή.
Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσίβλητο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 27 Ιουνίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 17 Ιανουαρίου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ