Αριθμός 772/2023
(Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Σιμιτσή – Βετούλα, Αριστείδη Βαγγελάτο, Κωνσταντίνα Νάκου – Εισηγήτρια και Νικόλαο Πουλάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 12 Απριλίου 2022, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ………, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Α. Α. Κ. Ζ. του Λ. Α., κατοίκου … ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του ………….., η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-6-2018 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1232/2020 του ίδιου Δικαστηρίου και 3740/2021 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 23-9-2021 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 23-9-2021 και με αριθ. κατάθ. …../……/24.9.2021 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθ. ……../3-9-2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, επί της από 22-10-2020 και με αριθ. κατ. …../……/30-10-2020 έφεσης του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου κατά της με αριθ. ……./4-8-2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε επί της από 20-6-2018 και με αριθ. …../……/22-6-2018 αγωγής.
Με την εν λόγω αγωγή, ο ενάγων, ήδη αναιρεσίβλητος, ισχυρίσθηκε ότι κατήρτισε με την εναγομένη ήδη αναιρεσείουσα εταιρία περιορισμένης ευθύνης σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργασθεί σ’ αυτήν ως εργατοτεχνίτης μεταλλικών ικριωμάτων, με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, αντί των προβλεπομένων στην οικεία Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΣΣΕ) εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων μετάλλου αποδοχών. Ότι εργάσθηκε έως τις 26-10-2017, οπότε η εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβαση. Ότι η τελευταία του οφείλει για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, για αμοιβή λόγω υπερεργασίας, παράνομης υπερωριακής εργασίας και εργασίας το Σάββατο, για επιδόματα εορτών και αδείας, καθώς και για αποζημίωση λόγω μη χορήγησης ετήσιας άδειας, το συνολικό ποσό των 44.652,01 ευρώ.
Ζήτησε δε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό αυτό με το νόμιμο τόκο κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή διακρίσεις. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με τη με αριθ. 1232/2020 οριστική απόφαση απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Επί της ασκηθείσας κατ’ αυτής, ως άνω, από 22-10-2020 έφεσης εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αριθ. 3740/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κράτησε και δίκασε την αγωγή, δέχθηκε εν μέρει αυτήν κατ’ ουσίαν και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, για αμοιβή εργασίας το Σάββατο, για επιδόματα εορτών και αδείας και αποζημίωση αδείας το συνολικό ποσό των 24.586,29 ευρώ με το νόμιμο τόκο κατά τις αναφερόμενες στην απόφαση διακρίσεις.
Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, δηλαδή εσφαλμένη υπαγωγή σε αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα, με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικά και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 683/2022, ΑΠ 109/2020). Για να είναι δε ορισμένος και άρα παραδεκτός, ο ως άνω, αναιρετικός λόγος απαιτείται να αναφέρονται στο αναιρετήριο οι συγκεκριμένες διατάξεις του νόμου που παραβιάσθηκαν, το συγκεκριμένο ερμηνευτικό ή υπαγωγικό σφάλμα, στο οποίο κατά την άποψη του αναιρεσείοντος υπέπεσε το δικαστήριο της ουσίας, καθώς και η επίδραση του σφάλματος αυτού στο διατακτικό της απόφασης, δηλαδή στην έννομη συνέπεια που εσφαλμένα διαγνώσθηκε ή δεν διαγνώσθηκε (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 52/2019, ΑΠ 637/2017, ΑΠ 316/2017). Εφόσον δε η υπόθεση κρίθηκε κατ’ ουσίαν, πρέπει πρωταρχικά να αναφέρονται με πληρότητα και σαφήνεια και όχι αποσπασματικά, οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, ως θεμελιωτικά της κρίσης του για το βάσιμο ή αβάσιμο της αγωγής (ή άλλης αυτοτελούς αίτησης), αφού διαφορετικά δεν είναι δυνατή, με βάση το περιεχόμενο του αναιρετηρίου, η στοιχειοθέτηση του σχετικού λόγου αναίρεσης, διότι η τύχη της αναίρεσης εξαρτάται, σύμφωνα με το άρθρο 578 ΚΠολΔ όχι από την ορθότητα ή μη των νομικών αιτιολογιών, αλλά του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, το οποίο συνάπτεται ουσιωδώς με τις ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου. Επομένως, η έκθεση των παραδοχών αυτών στο αναιρετήριο είναι αναγκαία για να μπορεί να ελεγχθεί από το περιεχόμενο του αν η αποδιδόμενη στην απόφαση παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν, ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως “πράγματα” θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα ως ουσιώδεις ισχυρισμοί στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου έφεσης (Ολ ΑΠ 25/2003).
Αντιθέτως, δεν θεωρούνται “πράγματα” κατά την προαναφερθείσα έννοια, οι αιτιολογημένες αρνήσεις των παραπάνω ισχυρισμών, ούτε οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή των δικαστηρίων, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 194/2020). Εξάλλου, δεν στοιχειοθετείται ο από τον αριθμό 8 λόγος αναίρεσης της μη λήψης υπόψη πραγμάτων που προτάθηκαν, όταν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε ευθέως για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετώπισε και απέρριψε στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων, αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (ΟλΑΠ 12/1991, ΑΠ 68/2022, 725/2022). Για να είναι δε ορισμένος, ειδικότερα, ο αναιρετικός λόγος, με τον οποίο προβάλλεται ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε παρά το νόμο υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ποιος ο συγκεκριμένος ισχυρισμός, που λήφθηκε υπόψη χωρίς να προταθεί (ΑΠ 786/2019), καθώς και ποια ουσιώδη επιρροή είχε ο ισχυρισμός αυτός στην έκβαση της δίκης, πως δηλαδή συνέβαλε η παραδοχή του στη διαμόρφωση του διατακτικού. Πρέπει επίσης να αναφέρονται και οι πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας επί του εν λόγω ισχυρισμού (ΑΠ 235/2019). Περαιτέρω, ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 10 λόγος αναίρεσης, μετά την κατάργηση της δεύτερης περίπτωσης, που προέβλεπε τη δυνατότητα αναίρεσης αν το δικαστήριο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης χωρίς να διατάξει περί αυτών απόδειξη, με τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 ν. 2915/2001, όπως και μετά την κατάργηση, με το άρθρο 14 παρ. 1 του ίδιου νόμου, της διάταξης του άρθρου 341 ΚΠολΔ για τη δυνατότητα έκδοσης προδικαστικής απόφασης, έχει περιορισμένη εφαρμογή, στην περίπτωση που το δικαστήριο δέχθηκε πράγματα, με την προαναφερθείσα έννοια του αριθμού 8, ως αληθινά χωρίς απόδειξη, δηλαδή χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά, ή όταν το δικαστήριο δεν εκθέτει, έστω και γενικά, από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη γι’ αυτά. Δεν ιδρύεται όμως ο αναιρετικός αυτός λόγος, όταν το δικαστήριο της ουσίας, μετά από εκτίμηση των προσκομισθέντων και αναφερομένων αποδεικτικών μέσων καταλήξει, έστω και σε εσφαλμένη περί των πραγμάτων κρίση, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, κατά το άρθρο 562 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 1390/2019, ΑΠ 449/2019). Για να είναι δε ορισμένος και άρα παραδεκτός ο, ως άνω, αναιρετικός λόγος, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο με πληρότητα και σαφήνεια ποια πράγματα δέχθηκε το δικαστήριο ως αληθινά, καθώς και ότι τα δέχθηκε χωρίς να αναφέρει στην απόφασή του καθόλου αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε την απόδειξή τους. Επίσης, ποια η επίδρασή τους στο διατακτικό της απόφασης (ΑΠ 1020/2019, ΑΠ 449/2019). Τέλος, είναι απαράδεκτοι λόγοι αναίρεσης, οι οποίοι, υπό την επίφαση της νομικής πλημμέλειας, πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του δικαστηρίου της ουσίας επί πραγματικών περιστατικών (ΑΠ 176/2019, ΑΠ 871/2018).
Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη συλλήβδην αναιρετικές πλημμέλειες από τους αριθμούς, 1. 8 και 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι: Α) παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν: α) με το να δεχθεί, παρότι δεν προτάθηκε από κανένα των διαδίκων, ότι αυτή, υπό τη νομική μορφή της Α.Ε., αντί της ορθής νομικής μορφής της ΕΠΕ, δραστηριοποιείται σε ναυπηγεία, αν και αποδείχθηκε ότι δραστηριοποιείται σε διυλιστήρια και σε οικοδομές και περαιτέρω, κατ’ επέκταση της παραπάνω παραδοχής της, με το να εφαρμόσει τη ΣΣΕ εργατοτεχνιτών μετάλλου, η οποία, όπως ισχυρίζεται, εφαρμόζεται μόνο σε εργαζομένους σε ναυπηγεία, β) με το να απορρίψει τον προταθέντα ισχυρισμό της, που αποδείχθηκε από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, ότι ο ενάγων εκτελούσε βοηθητικές εργασίες, άσχετες με τη συναρμολόγηση των μεταλλικών ικριωμάτων. Β) παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, με το να εφαρμόσει την, ως άνω, ΣΣΕ εργατοτεχνιτών μετάλλου, παρότι αποδείχθηκε ότι η ίδια δεν δραστηριοποιείται σε ναυπηγεία και το αντικείμενο της δεν είναι η κατασκευή των μεταλλικών ικριωμάτων, αλλά η μεταφορά και παράδοση αυτών, σε ορισμένες δε περιπτώσεις και η συναρμολόγησή τους, Γ) δέχθηκε ως αληθή τον ισχυρισμό του ενάγοντος ότι εργαζόταν ως εργατοτεχνίτης συναρμολόγησης ικριωμάτων (ειδικότητα για την οποία δεν διέθετε την απαιτούμενη πιστοποίηση), παρότι δεν αποδείχθηκε από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα και απέρριψε το δικό της ισχυρισμό ότι αυτός εκτελούσε βοηθητικές εργασίες, που αποδείχθηκε από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα.
Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου στα πλαίσια έρευνας του, ως άνω, από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικού λόγου, προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διέλαβε, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες παραδοχές: ” Η εναγομένη είναι ανώνυμη εταιρία με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, τη μελέτη, τοποθέτηση, κατασκευή και εγκατάσταση σκαλωσιών, εξεδρών, υπόστεγων κ.λπ., ενώ δραστηριοποιείται σε ναυπηγεία, διϋλιστηριακούς-βιομηχανικούς χώρους και οπουδήποτε αλλού (βλ. το με αριθμ. Φύλλου 12308/22-10-2007 ΦΕΚ (Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ). Δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ο ενάγων, ο οποίος γεννήθηκε στον … και έχει λάβει την ελληνική υπηκοότητα ..προσλήφθηκε από το νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης, στις 10-6-2002, προκειμένου να εργασθεί ως εργατοτεχνίτης ανέγερσης σκαλωσιών (ικριωμάτων) με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, και σε εκτέλεση αυτής απασχολήθηκε έκτοτε ως τις 2-7-2013 και στη συνέχεια από τις 3-11-2015 έως 26-10-2017. Ειδικότερα, αντικείμενο της εργασίας του ήταν η συναρμολόγηση (στήσιμο-ξεστήσιμο) σκαλωσιών περιμετρικά σε κτίρια και εγκαταστάσεις στον Ασπρόπυργο, στο Κορωπί, στη Χαλκίδα, στη Μεγαλόπολη Αρκαδίας, σε μεγάλες δεξαμενές πετρελαίου, στις εγκαταστάσεις των Ελληνικών Πετρελαίων και σε άλλα διυλιστήρια, σε διάφορες περιοχές της Ελλάδος. Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι ο ενάγων εκτελούσε απλώς βοηθητικές εργασίες (κουβάλημα και μεταφορά σκαλωσιών) και όχι συναρμολόγηση, εφόσον δεν διέθετε την απαιτούμενη πιστοποίηση, κρίνεται αβάσιμος, διότι η πιστοποίηση αποτελεί απλώς τεκμηρίωση της επάρκειας και καταλληλότητας του εργαζόμενου και όχι προαπαιτούμενο της εργασίας του. Εξάλλου, η εναγομένη, στην από 27-10-2017 καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, καθώς και στις εξοφλητικές αποδείξεις μισθοδοσίας του, αναφέρει ως ειδικότητα αυτού “εργατοτεχνίτης ανέγερσης σκαλωσιών (ικριωμάτων) μεταλλικών”.
Συνεπώς τυγχάνουν εφαρμογής εν προκειμένω οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας εργατοτεχνιτών μετάλλου, στις οποίες υπάγονται κατά το άρθρο μόνο “όλοι χωρίς εξαίρεση εργαζόμενοι, εργατοτεχνίτες, υπάλληλοι και βοηθοί τεχνιτών των κάθε είδους μεταλλουργικών βιοτεχνικών επιχειρήσεων και των τμημάτων αυτών, που απασχολούνται στην παραγωγή, επεξεργασία, επισκευή, συναρμολόγηση, συσκευασία κ.λ.π. μετάλλων όλης της χώρας ή εκμετάλλευσης ή εργολήπτες ή υποκατασκευαστές και εργολάβους που απασχολούνται με εργασίες επί κάθε είδους μετάλλων…..”.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής η ΣΣΕ εργατοτεχνιτών μετάλλου, κατόπιν της ουσιαστικής παραδοχής του ότι αντικείμενο της εργασίας του ενάγοντος ήταν η συναρμολόγηση ικριωμάτων σε κτίρια, σε δεξαμενές πετρελαίου και σε διυλιστήρια, με βάση την αναφερόμενη στην από 27-10-2017 καταγγελία της σύμβασης εργασίας και στις εξοφλητικές αποδείξεις μισθοδοσίας ειδικότητα του εργατοτεχνίτη ανέγερσης μεταλλικών ικριωμάτων και όχι σε ναυπηγεία, με το δεδομένο δε αυτό, η προηγηθείσα παραδοχή του ότι η εναγομένη δραστηριοποιείται (και) σε ναυπηγεία δεν ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ώστε να στοιχειοθετείται ο αναιρετικός λόγος της λήψης υπόψη πραγμάτων που δεν προτάθηκαν. Ούτε επίσης η μνημονευθείσα στην προσβαλλόμενη απόφαση νομική μορφή της αναιρεσείουσας εταιρείας ως ανώνυμης εταιρείας, ενώ πρόκειται περί εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, ασκεί οιαδήποτε επίδραση στην έκβαση της δίκης. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις, που προεκτέθηκαν, δεν στοιχειοθετείται ο αναιρετικός λόγος της μη λήψης υπόψη πραγμάτων που προτάθηκαν και συγκεκριμένα του ισχυρισμού της εναγομένης ότι ο ενάγων εκτελούσε βοηθητικές μόνο εργασίες, αφού, όπως διαλαμβάνεται στην αίτηση αναίρεσης και στις, ως άνω, παραδοχές του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, τούτο εξέτασε τον ισχυρισμό αυτόν και τον απέρριψε κατ’ ουσίαν.
Κατόπιν των παραπάνω, ο από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος, υπό αμφότερες τις προβλεπόμενες σ’ αυτόν περιπτώσεις, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.Περαιτέρω, ο, ως άνω, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος: α) λόγω αοριστίας, διότι δεν προσδιορίζεται ούτε ο συγκεκριμένος κανόνας ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και το περιεχόμενο αυτού, ούτε μνημονεύεται ο χρόνος κατάρτισης και ισχύος της ΣΣΕ, που εφαρμόσθηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και φέρεται ως παραβιασθείσα, ενώ ουδόλως διαλαμβάνονται στην αίτηση αναίρεσης οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, που αφορούν το, κατ’ εφαρμογή της εν λόγω ΣΣΕ, καταβλητέο νόμιμο ημερομίσθιο, με βάση το οποίο υπολογίσθηκαν από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο οι διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, η αμοιβή για εργασία το Σάββατο, τα επιδόματα εορτών και αδείας και η αποζημίωση αδείας, που έγινε δεκτό ότι υποχρεούται να καταβάλει η εναγομένη στον ενάγοντα, β) διότι με το λόγο αυτό, υπό την επίφαση της νομικής πλημμέλειας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας.
Τέλος, ο από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ως άνω, αναιρετικός λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προεκτέθηκαν διότι στην αίτηση αναίρεσης δεν αναφέρεται είτε ότι το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ως αληθείς τους ισχυρισμούς του ενάγοντος χωρίς να αναφέρει στην απόφαση καθόλου αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε την απόδειξη αυτών, είτε ότι δεν είχαν προσαχθεί αποδεικτικά μέσα. Κατόπιν των παραπάνω και επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, που ηττήθηκε (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου, που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις, όπως ορίζεται, ειδικότερα, στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23-9-2021 και με αριθ. κατ. …../…../24-9- 2021 αίτηση για αναίρεση της με αριθ. 3740/2021 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1η Μαρτίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Μαΐου 2023.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ