Αριθμός 79/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ζαμπέττα Στράτα, Μαρία Λεπενιώτη, Σοφία Οικονόμου – Εισηγήτρια και Κωστούλα Πρίγγουρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2022, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βιργινίας Σακελλαροπούλου, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την κοινή αίτηση των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων: 1. Γ. Θ. του Π., 2. Ε. Θ. του Π. και 3. Σ. χήρας Π. Θ., κατοίκων … οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Μπόκοτα, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. ΖΤ1/2022 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι, ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8.3.2022 κοινή αίτησή τους, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 274/2022.
Αφού άκουσε Την Εισαγγελέα η οποία πρότεινε: Α) Να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης της Σ. χήρας Π. Θ. κατά της υπ’ αρ. ΖΤ1/2022 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Β) Να επεκταθεί το αναιρετικό αποτέλεσμα της ενδίκου αναιρέσεως και στους συγκαταδικασθέντες με την υπ’ αρ. ΖΤ1/2022 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών: 1. Γ. Θ. του Π. και 2. Ε. Θ. του Π. και Γ) Να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, κατά των: 1. Σ. χήρας Π. Θ., 2. Γ. Θ. του Π. και 2. Ε. Θ. του Π. για τις πράξεις της καταδολίευσης δανειστών, όσον αφορά την πρώτη αναιρεσείουσα και της απλής συνέργειας σ’ αυτήν, όσον αφορά του λοιπούς αναιρεσείοντες και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κοινή αίτηση – δήλωση των Γ. Π.. Θ., Ε. Π.. Θ. και Σ. χήρας Π.. Θ., κατοίκων … που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 8-3-2022, για αναίρεση της με αρ. ΖΤ 1/2022 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 462, 464, 466, 473 παρ.2 και 3, 474 παρ.2Α και 4 και 504 ΚΠΔ) και περιέχει παραδεκτούς λόγους αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’και Ε’ΚΠΔ. Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Ι) Κατά το άρθρο 397 παρ.1 και 3 ΠΚ “Ο οφειλέτης που με πρόθεση ματαιώνει ολικά ή εν μέρει την ικανοποίηση του δανειστή του, βλάπτοντας καταστρέφοντας ή καθιστώντας χωρίς αξία, αποκρύπτοντας ή απαλλοτριώνοντας χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα οποιοδήποτε περιουσιακό του στοιχείο, κατασκευάζοντας ψεύτικα χρέη ή ψεύτικες δικαιοπραξίες, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή, αν η πράξη δεν υπόκειται σε βαρύτερη ποινή σύμφωνα με άλλη διάταξη. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση”. Από την διάταξη της παρ.1 προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της καταδολιεύσεως δανειστών, απαιτείται αντικειμενικώς ή ολική ή μερική ματαίωση της ικανοποιήσεως του δανειστού με έναν από τους προαναφερομένους τρόπους, καθοριζομένους υπαλλακτικώς, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και εκείνος της απαλλοτριώσεως, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση έστω και με την έννοια του ενδεχομένου δόλου, της υπάρξεως απαιτήσεως εναντίον του από συγκεκριμένη αιτία, επομένως απαιτήσεως η οποία δεν απαιτείται να είναι εκκαθαρισμένη και δικαστικώς αναγνωρισμένη ως και τη θέληση ή την αποδοχή της ματαιώσεως της ικανοποιήσεως του δανειστού, με την γενομένη χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα απαλλοτρίωση, πράγμα το οποίο συμβαίνει όταν το κατά τα άνω απαλλοτριούμενο αποτελεί το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο ή όταν τα εναπομένοντα μετά την γενομένη απαλλοτρίωση περιουσιακά στοιχεία, εν όψει της αξίας τους, δεν επαρκούν για την ολοσχερή ικανοποίηση της απαιτήσεως του δανειστού ή όταν καθίσταται δυσχερής η εκποίησή τους (ΑΠ 339/2019). Απαλλοτρίωση, συνεπώς, είναι κάθε νομική διάθεση, με την οποίαν αποχωρίζεται ο οφειλέτης του περιουσιακού του στοιχείου, χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα, εφόσον με την διάθεση αυτή αποκλείεται ή μειώνεται η δυνατότητα του δανειστή προς ικανοποίηση της απαιτήσεώς του (ΑΠ 108/2019). Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ` ιδίου Κωδικός, όταν αναφέρονται σ` αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατ` είδος γενικώς, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά εξ ενός εκάστου αυτών. Εξάλλου, η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο κατ’αρχάς να αιτιολογείται ιδιαιτέρως αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικές συνθήκες τελέσεως του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή που προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ` αυτή, εκτός εάν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή η επιδίωξη ορισμένου σκοπού περαιτέρω (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση).Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Η εσφαλμένη ερμηνεία μπορεί να αναφέρεται και σε άλλη διάταξη νόμου, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (ΟλΑΠ 3/1998). Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε την μεν 3η κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα, ένοχη της πράξεως της καταδολίευσης δανειστών, τους δε 1ο και 2ο κατηγορουμένους και ήδη αναιρεσείοντες, ενόχους απλής συνέργειας στην τέλεση της ως άνω πράξης και τους επέβαλε αντίστοιχα, στην μεν αναιρεσείουσα, ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, στους δε, λοιπούς αναιρεσείοντες, ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) μηνών, στον καθένα, την εκτέλεση των οποίων ανέστειλε επί τριετία. Το δικάσαν Δικαστήριο δέχθηκε στο σκεπτικό του, μετά από συνεκτίμηση και αξιολόγηση των μνημονευομένων κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Στην … στις 05-03-2014 εκ των κατηγορουμένων η μεν τρίτη ματαίωσε με πρόθεση ολικά την ικανοποίηση του δανειστού απαλλοτριώνοντας χωρίς ισότιμο και ισόχρεο αντάλλαγμα περιουσιακά της στοιχεία και ειδικότερα μεταβίβασε στους Ε. Θ. και Γ. Θ. την επικαρπία ακινήτων της ιδιοκτησίας της, δυνάμει των με αριθμούς … συμβολαίων της συμβολαιογράφου Αθηνών Ιωάννας Κουρέτα-Σφήκα, όπως αυτά αναφέρονται και περιγράφονται στις ανωτέρω συμβολαιογραφικές πράξεις κι ενώ προηγουμένως είχε μεταβιβάσει κατά πλήρη κυριότητα ακίνητα της ιδιοκτησίας της, ενώ γνώσει του ότι υφίστανται οφειλές της έναντι του Α. Π. γεγενημένες ήδη από το έτος 2006, είτε επιδικασθείσες δικαστικώς δυνάμει της με αριθμό 1167/2014 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, είτε ενδίκως αξιούμενες από αυτή με την με αριθμό 23682/20-02-2014 αγωγή του ματαιώνοντας ολικά την ικανοποίηση των ως άνω αξιώσεών του ενώ οι δε πρώτος και δεύτερος παρείχαν συνδρομή κατά την τέλεση της άδικης πράξης της καταδολίευσης δανειστών και ειδικότερα συνέδραμαν την τρίτη κατηγορουμένη να ματαιώσει την ικανοποίηση των αξιώσεων του Α. Π. καθ’ ό τρόπο αναφέρεται παραπάνω και δη παρείχαν σε αυτή ψυχική υποστήριξη συμβληθέντες στα με αριθμούς …, αντίστοιχα, συμβόλαια και αποκτώντας βάσει αυτών εμπράγματο δικαίωμα δίχως αξιόχρεο αντάλλαγμα, εν γνώσει τους προς βλάβη των αξιώσεων του Α. Π. και πρόθεση να προκαλέσουν αυτή. Ειδικότερα η τρίτη κατηγορουμένη και μητέρα του πρώτου και δεύτερου των κατηγορουμένων παραιτήθηκε από το δικαίωμα επικαρπίας επί των περιγραφόμενων στην με αριθμό … συμβολαιογραφικής πράξη δύο διαμερισμάτων σε πολυκατοικία στου … και ενός διαμερίσματος, μιας αποθήκης και του 1/2 εξ αδιαιρέτου 4 θέσεων στάθμευσης σε πολυκατοικία στη … που είχε μεταβιβάσει κατά ψιλή κυριότητα λόγω γονικής παροχής στον πρώτο κατηγορούμενο δυνάμει του με αριθμό … συμβολαίου της ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου και ακολούθως από το δικαίωμα επικαρπίας επί των περιγραφόμενων στην με αριθμό … συμβολαιογραφική πράξη ενός διαμερίσματος και του 1/2 εξ αδιαιρέτου επί 3 θέσεων στάθμευσης σε πολυκατοικίας στη … και ενός διαμερίσματος και 3 θέσεων στάθμευσης σε πολυκατοικία στη … που είχε μεταβιβάσει κατά ψιλή κυριότητα λόγω γονικής παροχής στον δεύτερο κατηγορούμενο δυνάμει του με αριθμό … συμβολαίου της ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου. Όταν έγιναν οι ανωτέρω δικαιοπραξίες είχε εκδοθεί η με αριθμό 1167/11-02- 2014 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την από 03-01-2010 αγωγή του εγκαλούντος και υποχρέωσε την τρίτη κατηγορουμένη να του καταβάλει για παρασχεθείσες νομικές υπηρεσίες ποσό 9.400 ευρώ, ενώ ο εγκαλών είχε καταθέσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και την από 20-02-2014 αγωγή εναντίον της με την οποία ζητούσε για δικηγορικές αμοιβές ποσό 89.676 ευρώ, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 167/2018 οριστική απόφαση με την οποία η τρίτη κατηγορουμένη υποχρεώθηκε να του καταβάλει το ποσό των 14.364,94 ευρώ και αναγνωρίστηκε η υποχρέωσή της να του καταβάλει το ποσό των 18.806,36 ευρώ. Οι συγκατηγορούμενοι γιοι της τρίτης κατηγορουμένης πρώτη φορά στο δευτεροβάθμιο παρόν Δικαστήριο επικαλούνται την ύπαρξη επαρκούς εναπομείνασας περιουσίας της μητέρας τους, η οποία είναι σε θέση να καλύψει την απαίτηση του εγκαλούντος και ειδικότερα ότι η μητέρα τους με βάση τις από 1/1/2015 και 1/1/2021 βεβαιώσεις δηλωθείσας περιουσιακής κατάστασης είναι κυρία κατά ποσοστό 16,67% εξ αδιαιρέτου ενός αγροτεμαχίου με ελαιόδεντρα 2.200 τ.μ. με κτίσμα 63 τ.μ στην θέση … εντεταγμένη ήδη στο σχέδιο πόλης με αξία ακίνητης περιουσίας 23.105.26 ευρώ, κατά την δήλωση ΕΝ.ΦΙ.Α του έτους 2021. Ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι δεν είχαν δηλώσει ποτέ ως τώρα την ύπαρξη της ανωτέρω περιουσίας, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει η αξία του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου κατά το χρονικό διάστημα που έλαβαν χώρα οι μονομερείς εκποιητικές δικαιοπραξίες, ώστε να προκύψει αν πράγματι θα κάλυπτε την απαίτηση του εγκαλούντος, καθώς η προαναφερόμενη αξία αφορά το έτος 2021 και έχει προηγηθεί πρόσφατα ένταξη της στο σχέδιο πόλης. Περαιτέρω δεν προκύπτει με σαφήνεια αν η αξία αυτή αφορά το σύνολο της υπάρχουσας ακίνητης περιουσίας ή το ποσοστό συνιδιοκτησίας 16,67 % που ανήκει στην τρίτη κατηγορουμένη ενώ πρέπει να ληφθεί υπόψη η δυσκολία τυχόν εκποίησης από τον εγκαλούντα του ανωτέρω ποσοστού προκειμένου να καλύψει την απαίτηση του ή μέρος αυτής. Περαιτέρω απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι η τρίτη κατηγορουμένη προέβη στις ανωτέρω εκποιήσεις αφενός λόγω καρδιολογικού προβλήματος που αντιμετώπιζε εκείνη την περίοδο, καθώς αυτό προκύπτει ότι υπήρχε ήδη από το 2009, αφετέρου λόγω φορολογικού οφέλους που θα αποκόμιζαν δυνάμει νόμου που είχε δημοσιευθεί εκείνη την περίοδο, το οποίο όφελος δεν προσδιόρισαν, παρά το γεγονός ότι ο πρώτος κατηγορούμενος είναι λογιστής και θα ήταν σε θέση να προσκομίσει τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία. Τέλος οι πρώτος και δεύτερος των κατηγορουμένων με την παρουσία και την σύμπραξή τους στις επίδικες συμβολαιογραφικές πράξεις συνέδραμαν ψυχικά την τρίτη κατηγορουμένη μητέρα τους να προβεί στην κατάρτιση αυτών και την ενθάρρυναν, συνοδεύοντάς την οι ίδιοι στο συμβολαιογραφείο, εν γνώσει της τέλεσης από την τρίτη της αξιόποινης πράξης της καταδολίευσης δανειστών, παρά το ότι η σύμπραξή τους στις συμβολαιογραφικές πράξεις δεν ήταν αναγκαία, καθώς η παραίτηση από την επικαρπία συντελείται με την μεταγραφή ή την καταχώρισή της στο κτηματολογικό φύλλο, χωρίς να απαιτείται αποδοχή της δήλωσης βούλησης από τον κύριο, αλλά μόνο κοινοποίηση σε αυτό”.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους, με το ακόλουθο διατακτικό: “ΚΗΡΥΣΣΕΙ αυτούς ΕΝΟΧΟΥΣ του ότι: Στην ….στις 05-03-2014 1) Η τρίτη κατηγορουμένη Σ. Θ. ματαίωσε με πρόθεση ολικά την ικανοποίηση του δανειστού απαλλοτριώνοντας χωρίς ισότιμο και ισόχρεο αντάλλαγμα περιουσιακά της στοιχεία και ειδικότερα μεταβίβασε στους Ε. Θ. και Γ. Θ. την επικαρπία ακινήτων της ιδιοκτησίας της, δυνάμει των με αριθμούς … συμβολαίων της συμβολαιργράφου Αθηνών Ιωάννας Κουρέτα-Σφήκα, όπως αυτά αναφέρονται και περιγράφονται στις ανωτέρω συμβολαιογραφικές πράξεις κι ενώ προηγουμένως είχε μεταβιβάσει κατά πλήρη κυριότητα ακίνητα της ιδιοκτησίας της , ενώ γνώσει του ότι υφίστανται οφειλές της έναντι του Α. Π. γεγενημένες ήδη από το-έτος 2006, είτε επιδικασθείσες δικαστικώς δυνάμει της με αριθμό 1167/2014 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, είτε ενδίκως αξιούμενες από αυτή με την με αριθμό 23682/20-02-2014 αγωγή του ματαιώνοντας ολικά την ικανοποίηση των ως άνω αξιώσεών του. 2) Ο δεύτερος κατηγορούμενος Ε. Θ. στον ίδιο ανωτέρω τόπο και χρόνο παρείχε συνδρομή κατά την τέλεση της άδικης πράξης της καταδολίευσης δανειστών και ειδικότερα συνέδραμε την τρίτη κατηγορουμένη να ματαιώσει την ικανοποίηση των αξιώσεων του Α. Π. καθ’ό τρόπο αναφέρεται παραπάνω και δη παρείχε σε αυτή ψυχική υποστήριξη συμβληθείς στο με αριθμό … συμβόλαιο και αποκτώντας βάσει αυτού εμπράγματο δικαίωμα δίχως αξιόχρεο αντάλλαγμα, εν γνώσει του προς βλάβη των “αξιώσεων του Α. Π. και πρόθεση να προκαλέσει αυτή. 3) Ο πρώτος κατηγορούμενος Γ. Θ. στον ίδιο ανωτέρω τόπο και χρόνο παρείχε συνδρομή κατά την τέλεση της άδικης πράξης της καταδολίευσης δανειστών και ειδικότερα συνέδραμε την τρίτη κατηγορουμένη να ματαιώσει την ικανοποίηση των αξιώσεων του Α. Π. καθ’ό τρόπο αναφέρεται παραπάνω και δη παρείχε σε αυτή ψυχική υποστήριξη συμβληθείς στο με αριθμό … συμβόλαιο και αποκτώντας βάσει αυτού εμπράγματο δικαίωμα δίχως αξιόχρεο αντάλλαγμα, εν γνώσει του προς βλάβη των αξιώσεων του Α. Π. και πρόθεση να προκαλέσει αυτή”.
Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως της καταδολίευσης δανειστών που τέλεσε η αναιρεσείουσα, καθώς και της παροχής συνδρομής στην τέλεση της εν λόγω πράξης που τέλεσαν οι 1ος και 2ος των αναιρεσειόντων, με παράθεση όλων των στοιχείων που απαρτίζουν την νομοτυπική μορφή των εγκλημάτων αυτών, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, καθώς και συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το Δικαστήριο της ουσίας έκανε την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α’, 27 παρ.1, 51, 57, 79 και 397 παρ.1 και 3 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και έτσι δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, στην απόφαση διαλαμβάνεται ότι: α) η αναιρεσείουσα, ενεργώντας με πρόθεση, προέβη, με την κατάρτιση των αναφερομένων συμβολαιογραφικών εγγράφων, σε απαλλοτριώσεις περιουσιακών της στοιχείων υπέρ των υιών της 1ου και 2ου των αναιρεσειόντων, χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα, παραιτούμενη από τα δικαιώματα επικαρπίας που διέθετε επί των περιγραφομένων ακινήτων τους, και με τον τρόπο αυτόν ματαίωσε ολικά, εν γνώσει της, την ικανοποίηση των περιγραφομένων και γεγενημένων ήδη από το έτος 2006, αξιώσεων του εγκαλούντος από νομικές υπηρεσίες που της παρείχε και από οφειλόμενες σ’αυτόν δικηγορικές αμοιβές, μη διαθέτουσα άλλα περιουσιακά στοιχεία προς ικανοποίηση των αξιώσεων αυτών, β) απέρριψε τον αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό της 3ης αναιρεσείουσας, ότι κατά το χρόνο που έλαβαν χώρα οι επίμαχες απαλλοτριώσεις των περιουσιακών της στοιχείων, διέθετε αυτή ποσοστό κυριότητας 16.67% επί του περιγραφομένου ακινήτου στη θέση … αξίας 23.000 ευρώ που κάλυπτε τις αξιώσεις του εγκαλούντος, αιτιολογώντας επαρκώς την απόρριψη του εν λόγω ισχυρισμού, με ειδικότερες, κύρια και επάλληλη, σκέψεις ότι από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία και συγκεκριμένα τις από 1/1/2015 και 1/1/2021 βεβαιώσεις περιουσιακής κατάστασης και την δήλωση ΕΝ.ΦΙ.Α. του έτους 2021, δεν προκύπτει με σαφήνεια, ποια ήταν η αξία του ποσοστού αυτού και μάλιστα, η τοιαύτη αξία των 23.000 ευρώ κατά τον κρίσιμο χρόνο (έτος 2014) διενέργειας των απαλλοτριωτικών πράξεων, καθώς και με την πρόσθετη παραδοχή ότι η ικανοποίηση του εγκαλούντος από το περιουσιακό αυτό στοιχείο, δεν ήταν εφικτή, ενόψει της δυσχέρειας εκποίησης τούτου. γ) Διαλαμβάνονται επίσης στην απόφαση τα συγκεκριμένα περιστατικά που συνιστούν την πράξη της συνδρομής (απλής συνέργειας) εκ μέρους εκάστου των 1ου και 2ου των αναιρεσειόντων, προς την 3η αναιρεσείουσα κατά την τέλεση της αξιόποινης πράξης της και συγκεκριμένα ότι οι προαναφερόμενοι παρείχαν στην ως άνω μητέρα τους, ψυχική υποστήριξη κατά την τέλεση της ως άνω πράξης, συνοδεύοντάς την στο συμβολαιογραφείο στις 5-3-2014, για την κατάρτιση των συμβολαίων και συμπράττοντας και οι ίδιοι ως συμβαλλόμενοι, στην κατάρτιση των σχετικών συμβολαιογραφικών πράξεων (παραιτήσεων από το δικαίωμα επικαρπίας), καίτοι η σύμπραξή τους δεν απαιτείτο για τη νομική εγκυρότητα των μονομερών αυτών εκποιητικών δικαιοπραξιών. δ)Λήφθηκαν υπόψη από το δικάσαν Δικαστήριο και συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα (μαρτυρική κατάθεση, έγγραφα, απολογίες των κατηγορουμένων), όπως προκύπτει από την ρητή μνεία τούτων, κατά το είδος τους, στο σκεπτικό του, αλλά και από το σύνολο των παραδοχών της απόφασης. Δεν ήταν δε αναγκαίο να γίνεται μνεία του κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και το τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, καθώς και η αξιολογική συσχέτιση ή ο προσδιορισμός της αποδεικτικής βαρύτητας εκάστου, παρά ταύτα, γίνεται στην απόφαση, όπως προαναφέρεται, ειδική αναφορά σε συγκεκριμένα έγγραφα που επισημαίνονται στην αίτηση αναιρέσεως, ήτοι στις από 1/1/2015 και 1/1/2021 βεβαιώσεις περιουσιακής κατάστασης (Ε9) και στη δήλωση ΕΝ.ΦΙ.Α. του έτους 2021. Το γεγονός δε, ότι το Δικαστήριο, δεν εξήρε ξεχωριστά καθένα από τα αναγνωσθέντα έγγραφα, δεν σημαίνει ότι το Δικαστήριο τα αγνόησε ή ότι δεν τα συνεκτίμησε με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα, καταλήγοντας κυριαρχικά στην καταδικαστική του κρίση. Ενόψει αυτών, είναι αβάσιμες οι περιεχόμενες στον 1ο λόγο αναιρέσεως αιτιάσεις, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς την ενοχή των 1ου και 2ου των αναιρεσειόντων, για την πράξη της απλής συνέργειας και οι περιεχόμενες στον 2ο λόγο αναιρέσεως αιτιάσεις για έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης, διότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα προσκομισθέντα από την 3η αναιρεσείουσα αποδεικτικά μέσα και ειδικότερα τα επισημαινόμενα στην αναίρεση έγγραφα, καθώς και η αιτίαση με τον 3ο λόγο αναιρέσεως, ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 397 ΠΚ, η προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε ότι η ματαίωση της ικανοποίησης του δανειστή της αναιρεσείουσας επήλθε λόγω της δυσχέρειας εκποίησης του ποσοστού της επί του προαναφερομένου οικοπέδου. Συνακόλουθα, οι ανωτέρω, 1ος , 2ος και 3ος λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 στοιχ. Δ’και Ε’ΚΠΔ, είναι αβάσιμοι. Οι λοιπές αιτιάσεις που περιέχονται στο αναιρετήριο για τη θεμελίωση αναιρετικού λόγου από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ΚΠΔ, συνιστώσες αμφισβήτηση των ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματός της, είναι απαράδεκτες, αφού με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττουν ανεπίτρεπτα την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
ΙΙ) Η κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, απαιτείται να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά και ως προς τους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο, σύμφωνα με τα άρθρα 171 παρ.2 και 333 παρ.2 του ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση της ποινής αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει ή να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή τους. Αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, είναι και ο περί συνδρομής στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικής περίστασης από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 84 παρ.2 περ. β’ του ΠΚ, ελαφρυντική περίσταση θεωρείται και το ότι ο υπαίτιος <<ωθήθηκε στην πράξη του από μη ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης>>, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 84 παρ.2 περ. ε’ του ΠΚ <<ελαφρυντική περίσταση θεωρείται και το ότι ο υπαίτιος <<συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του>>.
Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, μετά την έκδοση της περί ενοχής αποφάσεως του Δικαστηρίου, ο συνήγορος των κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσειόντων, ζήτησε προφορικά, με αίτημά του που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά, να αναγνωρισθούν στους αναιρεσείοντες οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ.2 β’και ε’ΠΚ. Τα σχετικό αίτημα προβλήθηκε μόνο με την απλή επίκληση των άνω διατάξεων του νόμου, χωρίς να παρατίθεται κανένα συγκεκριμένο πραγματικό περιστατικό προς θεμελίωση του.
Συνεπώς και αφού το αίτημα αυτό δεν προβλήθηκε κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ήταν απαράδεκτο και το Δικαστήριο σύμφωνα με την προεκτεθείσα νομική σκέψη, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, ούτε να αιτιολογήσει ιδιαιτέρως την απόρριψη των περιεχομένων σ’αυτό αυτοτελών ισχυρισμών. Παρά ταύτα, ως εκ περισσού, το Δικαστήριο απέρριψε τους ανωτέρω αυτοτελείς ισχυρισμούς, με την αιτιολογία ότι <<το αίτημα των κατηγορουμένων προβλήθηκε αορίστως, καθώς δεν προέβαλαν ισχυρισμό που να οδηγεί στο ότι η αξιόποινη πράξη τους τελέσθηκε από μη ταπεινά αίτια, ούτε κατέδειξαν σαφώς την καλή συμπεριφορά που απαιτεί το άρθρο για μεγάλο διάστημα μετά την πράξη τους, μη αρκούντος του λευκού ποινικού μητρώου της τρίτης και του πρώτου κατηγορουμένων>>. Επομένως, ο 4ος αναιρετικός λόγος, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’και Ε’ΚΠΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη της αναγνώρισης των ελαφρυντικών περιστάσεων από το άρθρο 84 παρ.2β’και ε’ΠΚ, καθώς και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του ως άνω άρθρου, είναι αβάσιμος.
Κατόπιν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου παραδεκτού αναιρετικού λόγου προ έρευνα, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (αρθρ.578 ΚΠΔ), όπως ορίζονται στο διατακτικό
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8-3-2022 αίτηση των Γ. Π.. Θ., Ε. Π.. Θ. και Σ. χήρας Π.. Θ., κατοίκων … για αναίρεση της με αρ. ΖΤ 1/2022 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Επιβάλλει στους αναιρεσείοντες τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ για τον καθένα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Δεκεμβρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Ιανουαρίου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 79 / 2023 Καταδολίευση δανειστών. Ο οφειλέτης που με πρόθεση ματαιώνει ολικά ή εν μέρει την ικανοποίηση του δανειστή του, βλάπτοντας, καταστρέφοντας τιμωρείται με φυλάκιση
Πηγή :