Αριθμός 865/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασιλική Ηλιοπούλου, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου, Μαρία Κουβίδου και Ελευθέριο Σισμανίδη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 6 Οκτωβρίου 2021, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Αθανασίου, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθμ. 6269/2020 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Με κατηγορούμενο τον Ε. Χ. του Χ., κάτοικο …, ο οποίος δεν παραστάθηκε.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό 26 και ημερομηνία 31 Δεκεμβρίου 2020, έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 208/2021.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα που πρότεινε α) την απόρριψη του αιτήματος αναβολής και την πρόοδο της δίκης, β) να γίνει τυπικά δεκτή η από 31.12.2020 αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης και γ) να απορριφθεί η υπ’ αριθμ. 1237/2020 αίτηση αντιρρήσεων που άσκησε ο κατηγορούμενος κατά της υπ’ αριθμ. 12/2012/10.08.2020 Διάταξης του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 515 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., με αίτηση ενός από τους διαδίκους ή του Εισαγγελέα μπορεί το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε ιδιαιτέρως εξαιρετικές περιπτώσεις να αναβάλει για μια μόνο φορά τη συζήτηση σε ρητή δικάσιμο, κατά την οποία όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανιστούν χωρίς νέα κλήτευση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου τούτου, κατά τη σημερινή δικάσιμο (6-10-2021), εμφανίστηκε στο ακροατήριο ο δικηγόρος Α. Ν. και υπέβαλε, ως άγγελος του διορισθέντος συνηγόρου του αναιρεσιβλήτου, Ιωάννη Κωνσταντίνου, δικηγόρου Θεσσαλονίκης, αίτημα αναβολής της συζητήσεως της υποθέσεως για το λόγο ότι ο τελευταίος δεν μπορεί να εκπροσωπήσει τον αναιρεσίβλητο στη σημερινή δικάσιμο, εφόσον παρίσταται ενώπιον του ανακριτή Ροδόπης ως συνήγορος άλλου εντολέα του. Όμως, το ως άνω αίτημα αναβολής είναι απορριπτέο εκ του ότι, κατόπιν προγενέστερου αιτήματος του ίδιου αναιρεσιβλήτου, έχει ήδη αναβληθεί, κατά την δικάσιμο της 14ης Απριλίου 2021, για συνδρομή εξαιρετικής περιπτώσεως η συζήτηση της υποθέσεως στον Άρειο Πάγο με την υπ’ αριθ. 324/2021 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και εφόσον, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 515 παρ. 1 εδ. α’ του Κ.Ποιν.Δ., το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου μπορεί να αναβάλει μόνο για μια φορά τη συζήτηση σε ρητή δικάσιμο, δεν επιτρέπεται από το νόμο η εκ νέου αναβολή της συζητήσεως της υποθέσεως.
I. Κατά τη διάταξη του άρθρου 562 του Κ.Ποιν.Δ. κάθε αμφιβολία ή αντίρρηση του καταδικασθέντος σχετικά με την εκτελεστότητα της απόφασης και το είδος ή την διάρκεια της ποινής λύεται από τον αρμόδιο κατ’ άρθρο 549 εισαγγελέα, ο οποίος αποφαίνεται αμελλητί με αιτιολογημένη διάταξή του. Σε περίπτωση αμφιβολίας του εισαγγελέα ή αντίρρησης του καταδικασθέντος επιλαμβάνεται το δικαστήριο των πλημμελειοδικών του τόπου όπου εκτίεται η ποινή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το Πλημμελειοδικείο το οποίο επιλαμβάνεται τέτοιων αντιρρήσεων του καταδικασμένου περιορίζεται μόνο στην εξέταση ζητημάτων σχετικών με την εκτελεστότητα αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης, τα οποία προέκυψαν κατά την εκτέλεση και μετά το αμετάκλητο αυτής και ειδικότερα αναφορικά: α) με την εκτελεστότητα της απόφασης, όταν προβάλλεται ότι αυτή δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, β) με το είδος της ποινής που επιβλήθηκε και γ) με τη διάρκεια της ποινής, στην περίπτωση που ο καταδικασμένος επικαλείται εσφαλμένο προσδιορισμό του χρόνου λήξης της ποινής (άρθρο 554 του Κ.Ποιν.Δ.) ή λόγο που παύει ή κωλύει τη συνέχιση της έκτισής της, όπως η απονομή χάριτος (άρθρο 564 περ. β’ του Κ.Ποιν.Δ.) ή η παραγραφή της ποινής (άρθρο 565 περ. α’ ΚΠΔ) ή ο χαρακτηρισμός της πράξης ως μη αξιόποινης με μεταγενέστερο νόμο (άρθρο 2 παρ. 2 του Π.Κ.), σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 563 εδ. β’ του ίδιου ως άνω Κώδικα, κατά της απόφασης του Δικαστηρίου επιτρέπεται στον Εισαγγελέα και στον καταδικασμένο το ένδικο μέσο της αναίρεσης.
ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, ως Δικαστήριο του τόπου έκτισης της ποινής, με την προσβαλλόμενη, υπ’ αρ. 6269/14-12-2020 απόφασή του, δέχθηκε τις από 9-12-2020, κατ’ άρθρο 562 του Κ.Ποιν.Δ., υπ’ αρ. 1237/2020 αντιρρήσεις του κρατουμένου, αναιρεσίβλητου – αντιλέγοντος, (όν.) Ε. (επ.) Χ. του Χ., σχετικά με τη διάρκεια της υπ’ αυτού εκτιόμενης συνολικής ποινής καθείρξεως των είκοσι οκτώ (28) ετών, δέκα (10) μηνών και είκοσι (20) ημερών, με εκτιτέα τα είκοσι πέντε (25) έτη, η οποία έχει καθοριστεί με την υπ’ αρ. 15/2012 συγχωνευτική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, με τις οποίες (αντιρρήσεις) ο ως άνω αντιλέγων ζήτησε τον επανακαθορισμό αυτής, με εκτιτέα ποινή τα είκοσι (20) έτη και όχι τα είκοσι πέντε (25) έτη, ύστερα από απόρριψη σχετικής αιτήσεώς του με την υπ’ αρ. 12/2021 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης. Κατά της απόφασης αυτής, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης άσκησε την 31-12-2020, με δήλωσή του στο Γραμματέα του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (άρθρο 474 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ.) την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, συνταχθείσας σχετικά της υπ’ αρ. 26/31-12-2020 εκθέσεως. Η ως άνω αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 473 παρ. 2 και 3, 474 παρ. 1 και 507 του Κ.Ποιν.Δ.), αφού η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρήθηκε στο κατά το άρθρο 473 παρ. 2 και 3 του Κ.Ποιν.Δ., Ειδικό Βιβλίο την 28-12-2020, με αριθμό 15353, όπως προκύπτει από την από 14-1-2021 βεβαίωση του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του παραπάνω Πρωτοδικείου, είναι δε παραδεκτή, καθόσον ασκήθηκε από δικαιούμενο προς τούτο πρόσωπο και κατά απόφασης υποκείμενης στο συγκεκριμένο ένδικο μέσο, ενώ περιλαμβάνει ως λόγους αναίρεσης την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 464, 562 εδ. β’, 563 εδ. β’ και 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ.. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, σαν να ήταν παρών και ο αναιρεσίβλητος – αντιλέγων, (όν.) Ε. (επ.) Χ. του Χ., ο οποίος, αν και, σύμφωνα με το από 8-3-2020 αποδεικτικό, που συντάχθηκε από την Γραμματέα του Γενικού Καταστήματος Κράτησης … Χ. – Μ. Ρ., κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα για την δικάσιμο της 14-4-2021, κατά την οποία αναβλήθηκε με την υπ’ αρ. 324/14-4-2021 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, κατ’ άρθρο 515 του Κ.Ποιν.Δ., ύστερα από αίτημα του πληρεξούσιου δικηγόρου του, Τ. Κ., δικηγόρου …, που υποβλήθηκε για λογαριασμό του τελευταίου από τον Γ. Σ., δικηγόρο .., ως αγγέλου του, για την αναφερόμενη στην αρχή της αποφάσεως δικάσιμο (6-10-2021), δεν εμφανίσθηκε κατ’ αυτήν με συνήγορο ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου.
IIΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του κυρωθέντος με το Ν. 4619/2019 και ισχύοντος από την 1-7-2019 νέου Ποινικού Κώδικα, “Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας των επιεικέστερων διατάξεων ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυσαν από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης. Επιεικέστερη δε διάταξη νόμου θεωρείται εκείνη που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο προβλέψεις, δηλαδή εκείνη, η οποία με την εφαρμογή της, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Κατά την ως άνω σαφή διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του νέου Ποινικού Κώδικα, ρητώς προβλέπεται ο χρόνος αμετάκλητης εκδίκασης της πράξης, ως απώτατο χρονικό σημείο εφαρμογής των επιεικέστερων για τον κατηγορούμενο διατάξεων νόμων. Περαιτέρω, με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του νέου Ποινικού Κώδικα, ορίζεται ότι “2. Αν μεταγενεστέρως νόμος χαρακτήρισε την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη), παύει η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της, όπως και η εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας”. Από το συνδυασμό των διατάξεων των ανωτέρω δύο παραγράφων του άρθρου 2 του νέου Ποινικού Κώδικα σαφώς προκύπτει, ότι ο νεότερος νομοθέτης επέλεξε να εμμείνει στην καθιερούμενη με την πρώτη παράγραφο πρόβλεψη της εφαρμογής των επιεικέστερων διατάξεων για τον κατηγορούμενο, που ίσχυσαν μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της υπόθεσης, εισάγοντας με τη δεύτερη παράγραφο μία μοναδική εξαίρεση, δηλαδή εκείνη, κατά την οποία η πράξη καθίσταται μετά το αμετάκλητο μη αξιόποινη, ορίζοντας ότι ειδικώς σ’ αυτή την περίπτωση παύει και η εκτέλεση της επιβληθείσας, έστω και με αμετάκλητη απόφαση, ποινής. Διάταξη για τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι προβλεπόμενες ποινές κατέστησαν με νεότερες διατάξεις νόμου ηπιότερες μετά την αμετάκλητη εκδίκαση των πράξεων και ενώ ακόμη εκτίεται η ποινή που επιβλήθηκε γι’ αυτές, δεν περιελήφθη στο νέο Ποινικό Κώδικα, όπως δεν περιλαμβανόταν και στον προϊσχύσαντα κώδικα. Η μόνη δε διαφοροποίηση μεταξύ των αντίστοιχων νομοθετικών κειμένων είναι η σημαντική από άποψη αποτελεσμάτων αναφορά της παρ. 1 του νέου κώδικα σε επιεικέστερες διατάξεις νόμων και όχι σε επιεικέστερο νόμο, του οποίου οι διατάξεις αντιμετωπίζονταν υπό το προϊσχύσαν δίκαιο ως ενιαίο όλον, προκειμένου να κριθεί αν αυτός ήταν ηπιότερος [Α.Π. (ολ.) 1/2020]. Και υπό την ισχύ του όμοιου κατά τα λοιπά άρθρου 2 του ισχύσαντος μέχρι την 30-6-2019 Ποινικού Κώδικα, είχε απασχολήσει τη θεωρία και τη νομολογία το ερώτημα, αν η παράγραφος 2 αυτού έπρεπε να εφαρμοσθεί αναλογικώς και στις περιπτώσεις θέσπισης επιεικέστερων ποινών για τις πράξεις, για τις οποίες καταδικάσθηκε κατηγορούμενος, μετά το αμετάκλητο της καταδίκης του κατά το στάδιο έκτισης των ποινών, που του επιβλήθηκαν. Επ’ αυτού είχε επικρατήσει η άποψη, ότι μετά την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξης αναδρομική ισχύς προσδίδεται μόνο στο νόμο, που καθιστά την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη), γι’ αυτό και ο νομοθέτης περιόρισε τη ρύθμιση της παρ. 2 του άρθρου 2 του Ποινικού Κώδικα μόνο σε αυτή την περίπτωση, ηθελημένα δε δεν προέβλεψε την κατά τον ίδιο χρόνο αναδρομική ισχύ νεότερου νόμου, που καθιστούσε το αξιόποινο απλώς ηπιότερο (απλώς επιεικέστερου νόμου), με συνέπεια να μην είναι δυνατή ανάλογη εφαρμογή της παραγράφου 2 μετά το αμετάκλητο της καταδικαστικής απόφασης, αφού επρόκειτο για εκούσιο και όχι ακούσιο νομοθετικό κενό [Α.Π. (ολ.) 643/1985]. Σύμφωνα όμως με τα προεκτιθέμενα, οι αλληλοσυμπληρούμενες διατάξεις των δύο παραγράφων του άρθρου 2 και του παλαιού και του νέου Ποινικού Κώδικα δεν καταλείπουν καν κενό ως προς αυτό το ζήτημα, αφού με την πρώτη καθορίζεται ρητώς ως έσχατο όριο εφαρμογής της επιεικέστερης ρύθμισης το αμετάκλητο της καταδικαστικής δικαστικής απόφασης, που επιβάλλει ποινή, ενώ με τη δεύτερη εισάγεται απλώς, ως μοναδική συγκεκριμένη εξαίρεση από τον κανόνα της πρώτης παραγράφου, η κατάργηση, με μεταγενέστερο της επέλευσης του αμετακλήτου νόμο, του αξιοποίνου της πράξης μέχρι την ολοκλήρωση έκτισης της ποινής. Αν ο νομοθέτης επιθυμούσε εφαρμογή των επιεικέστερων διατάξεων μέχρι του πέρατος έκτισης της ποινής θα αρκούσε να απαλείψει από την πρώτη παράγραφο την πρόβλεψη “ως την αμετάκλητη εκδίκασή της”, οπότε και η δεύτερη παράγραφος θα παρίστατο πλεοναστική. Ο νεότερος νομοθέτης, ο οποίος προέβη κατά την εισαγωγή του νέου Ποινικού Κώδικα σε επιεικέστερες σε αρκετές περιπτώσεις ρυθμίσεις, έχοντας υπόψη του και τον προαναφερόμενο παλαιότερο προβληματισμό και τα Διεθνή Σύμφωνα που δεσμεύουν τη χώρα μας (βλ. αναφορά στην αιτιολογική έκθεση του νέου Π.Κ. ως προς το προϊσχύσαν άρθρο 3, ότι αυτό καταργείται επειδή έρχεται σε αντίθεση με τους υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνες του άρθρου 15 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του ΟΗΕ και 49 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε.), ουδόλως απέστη από την προγενέστερη πρόβλεψη ως προς το εξεταζόμενο ζήτημα, δεχόμενος, προδήλως, ότι αυτή δεν αντίκειται στις διατάξεις των Συμφώνων αυτών και επιλέγοντας το σεβασμό του δεδικασμένου. Στην αιτιολογική δε έκθεση του νέου Ποινικού Κώδικα, υπό τον τίτλο “Γ. ΟΥΣΙΩΔΕΙΣ ΑΛΛΑΓΕΣ, Ι. ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΜΕΡΟΥΣ”, αναφέρεται, υπ’ αριθμόν 2, ως ουσιώδης η τροποποίηση του άρθρου 2 του Π.Κ. ως προς την εφαρμογή της επιεικέστερης διάταξης και όχι του νόμου ως ενιαίου “όλου”, ενώ και η αναλυτικότερη αιτιολόγηση των νέων διατάξεων του άρθρου 2 του Π.Κ., που ακολουθεί (Αιτιολογική Έκθεση Πρώτο Κεφάλαιο του Γενικού Μέρους, Ι. Βασικές αρχές), επικεντρώνεται στην ίδια τροποποίηση, χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω αναφορά στο τιθέμενο στην παράγραφο 1 όριο του αμετακλήτου, που εξακολουθεί να ισχύει. Ως προς την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου αναφέρονται στην αιτιολογική έκθεση τα εξής: “(γ) Τέλος στην ίδια διάταξη προβλέπεται ότι αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη μη αξιόποινη, παύει η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της, όπως και η εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας. Η προσθήκη στη διάταξη αυτή και των μέτρων ασφαλείας, εκτός από τις παρεπόμενες ποινές, στηρίχθηκε στη σκέψη ότι και τα μέτρα ασφαλείας δεν παύουν να είναι μέτρα του ποινικού δικαίου. Όταν επομένως η πράξη χαρακτηρίζεται πλέον ως ανέγκλητη και επομένως κανένα ποινικής φύσης μέτρο δεν μπορεί να επιβληθεί γι’ αυτήν, δεν θα πρέπει επίσης να εκτελούνται και τα μέτρα ασφαλείας”. Στην ως άνω αιτιολογική έκθεση δεν αναφέρεται ο,τιδήποτε για αναλογική εφαρμογή της παρ. 2 και για εκ νέου προσδιορισμό της ποινής στην περίπτωση ισχύος, μεταγενέστερου του αμετακλήτου, επιεικέστερου νόμου, παρότι ήταν γνωστό πως σ’ αυτήν την κατηγορία θα ενέπιπταν πολλές περιπτώσεις αμετάκλητων καταδικαστικών αποφάσεων, ενώ ουδέν σχετικό προβλέπεται και σε οποιαδήποτε διάταξη του νέου Ποινικού Κώδικα ή του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ή στις μεταβατικές διατάξεις τους [βλ. και Α.Π. (ολ.) 643/1985], όπως ασφαλώς θα συνέβαινε, εάν ο νομοθέτης επιθυμούσε διαφορετική από την προγενέστερη αντιμετώπιση του συγκεκριμένου ζητήματος. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 του νέου Ποινικού Κώδικα, “Κατά του υπαιτίου δύο ή περισσότερων εγκλημάτων που τελέστηκαν με περισσότερες πράξεις και τιμωρούνται με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, επιβάλλεται, μετά την επιμέτρησή τους, συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές επαυξημένη. Αν οι συντρέχουσες ποινές είναι του ίδιου είδους και ίσης διάρκειας, η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μιας από αυτές. Η επαύξηση της βαρύτερης ποινής για κάθε μία από τις συντρέχουσες ποινές δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από το ένα δεύτερο κάθε συντρέχουσας ποινής, ούτε μπορεί η συνολική ποινή να ξεπεράσει τα είκοσι έτη, όταν η βαρύτερη ποινή είναι κάθειρξη και τα οκτώ έτη όταν πρόκειται για φυλάκιση”. Η διάταξη αυτή είναι ευμενέστερη για τους κατηγορούμενους σε σχέση με την αντίστοιχη του ισχύσαντος μέχρι την 30-6-2019 Ποινικού Κώδικα, εφόσον με αυτή: α) καταργήθηκε το ελάχιστο όριο επαύξησης της ποινής βάσης για κάθε συντρέχουσα ποινή, β) το ανώτατο όριο της επαύξησης μειώθηκε από τα τρία τέταρτα στο ένα δεύτερο κάθε συντρέχουσας ποινής και γ) μειώθηκαν τα ανώτατα όρια της συνολικής ποινής από τα είκοσι πέντε έτη στα είκοσι (έτη) επί καθείρξεως και από τα δέκα έτη σε οκτώ (έτη) επί φυλακίσεως. Σύμφωνα όμως με την ως άνω σαφή διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του νέου Ποινικού Κώδικα, απώτατο χρονικό σημείο εφαρμογής και αυτών των επιεικέστερων για τον κατηγορούμενο διατάξεων καθορισμού της συνολικής ποινής σε περίπτωση συρροής εγκλημάτων είναι εκείνο της αμετάκλητης εκδίκασης της πράξης. Εάν γινόταν δεκτή η αντίθετη άποψη, η αναπροσαρμογή της ποινής θα ήταν, κατά λογική ακολουθία, επιβεβλημένη όχι μόνον ως προς το ανώτατο όριο της καθορισθείσας με την αμετάκλητη δικαστική απόφαση συνολικής εκτιτέας ποινής, αλλά και για όλες τις ποινές που επιβλήθηκαν αμετακλήτως χωρίς να υπερβαίνουν αυτό το όριο, συγχωνεύτηκαν όμως με βάση τις παλαιότερες αυστηρότερες σχετικές ρυθμίσεις. Θα ήταν επίσης επιβεβλημένη και σε όλες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες επιβλήθηκε ποινή έστω και για μία αξιόποινη πράξη, η οποία όμως τιμωρείται ηπιότερα βάσει του νέου Ποινικού Κώδικα, και μάλιστα ακόμη κι αν αναγνωρίσθηκε ελαφρυντικό, για το οποίο προβλέπεται στις νεότερες διατάξεις ευνοϊκότερη μείωση της ποινής (όπως π.χ. συμβαίνει με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, η μείωση της οποίας επί αναγνωρίσεως ελαφρυντικού θα έπρεπε κατά την προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 83 του Π.Κ. να είναι κατώτερη μεν από το τότε προβλεπόμενο ανώτατο όριο της πρόσκαιρης κάθειρξης των είκοσι ετών και θα μπορούσε να μειωθεί μόνον μέχρι τα δέκα έτη κάθειρξης, ενώ, σύμφωνα με την αντίστοιχη νεότερη διάταξη η ποινή μπορεί, επί αναγνωρίσεως ελαφρυντικού, να κυμανθεί από πέντε έως δεκαπέντε έτη), ακόμη δε περισσότερο, αν αναγνωρίσθηκαν περισσότερα του ενός ελαφρυντικά στον καταδικασθέντα ή άλλοι λόγοι μείωσης της ποινής του, διότι οι παλαιότερες διατάξεις του άρθρου 85 του Π.Κ. προέβλεπαν μία μόνο μείωση της επιβαλλόμενης ποινής, συνεκτιμωμένων όλων των λόγων μειώσεώς της, ενώ οι νεότερες διατάξεις του ίδιου άρθρου προβλέπουν περαιτέρω μείωση σ’ αυτές τις περιπτώσεις, καθορίζοντας γι’ αυτές νέα κατώτατα όρια (άρθρ. 85 του νέου Π.Κ.). Και αυτό, διότι, εάν γινόταν δεκτό ότι θα ήταν επιτρεπτό τα δικαστήρια να επανακαθορίσουν τις αμετακλήτως επιβληθείσες ποινές, λόγω μεταγενέστερης ηπιότερης αντιμετώπισης των αδικημάτων, οποιοσδήποτε απλουστευμένος περιορισμός στον επανακαθορισμό τους, όπως π.χ. ότι αυτός πρέπει να εφαρμοσθεί μόνον επί συνολικής εκτιτέας ποινής (μικρότερης και υπό το προϊσχύσαν δίκαιο από την αρχικώς επιμετρούμενη) ή δια της έκτισης του maximum της νεότερης ηπιότερης στερητικής της ελευθερίας ποινής [βλ. σχετική πρόταση Εισαγγελέως Α.Π. Φαφούτη στην Α.Π. (ολ.) 643/1985], ακόμη κι όταν κατά την επιβολή της αμετακλήτως επιβληθείσας ποινής θα είχαν συνεκτιμηθεί ενδεχομένως και ελαφρυντικές περιστάσεις, με συνέπεια την επιβολή ποινής χαμηλότερης από το νεότερο ανώτατο όριο για τη συγκεκριμένη πράξη, θα παρίστατο αυθαίρετος και θα αντέβαινε στην καθιερούμενη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, επιφυλάσσοντας ευμενέστερη μεταχείριση μόνον σε όσους καταδικασμένους έχουν επιβληθεί οι βαρύτερες ποινές. Αυτό αποτελεί ένα επιπλέον λόγο, για τον οποίο ο νεότερος νομοθέτης, πέραν του ότι μια διαφορετική αντιμετώπιση του κρινόμενου ζητήματος θα ανέτρεπε κάθε έννοια δεδικασμένου των αμετάκλητων αποφάσεων, έχοντας υπόψη του και ότι οι διαφοροποιήσεις ως προς τις επιβλητέες ποινές μεταξύ των παλαιότερων διατάξεων και των ηπιότερων νεότερων διατάξεων δεν είναι τέτοιες, ώστε να μπορούν οι ήδη επιβληθείσες αμετακλήτως υπό το αμέσως προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς ποινές να θεωρηθούν υπέρμετρες, συνειδητώς επέλεξε να διατηρήσει αναλλοίωτη τη σχετική σαφή διατύπωση του άρθρου 2 του Π.Κ., ενώ και η διαπνέουσα το ποινικό δίκαιο αρχή της επιεικείας δεν μπορεί να εφαρμόζεται από τα δικαστήρια αυθαιρέτως χωρίς νομικό έρεισμα [Α.Π. (ολ.) 643/1985], αλλά εντός των πλαισίων που ορίζουν οι νόμοι. Σημειωτέον, ότι η έννομη σχέση που δημιουργείται μεταξύ πολιτείας και δράστη αξιόποινης πράξης διαμορφώνεται σε τρία διακριτά πεδία, που αντιπροσωπεύουν αλληλοδιαδοχικά διακριτά στάδια: α) το γενικό και αφηρημένο πεδίο, που πραγματώνεται με τη θέσπιση από τη νομοθετική εξουσία των κυρωτικών ποινικών νόμων, οι οποίοι πρέπει να ισχύουν ήδη κατά την τέλεση της αξιόποινης πράξης (άρθρα 7 του Συντάγματος, 1 του Π.Κ.), β) το ειδικό και συγκεκριμένο εξατομικευμένο πλέον πεδίο, που πραγματώνεται δια της εκδίκασης της υπόθεσης και έκδοσης απόφασης από τα ποινικά δικαστήρια μέχρι να καταστεί αυτή αμετάκλητη, κατά τη διάρκεια του οποίου δημιουργείται και περατούται η έννομη σχέση της ποινικής διαγνωστικής κύριας δίκης, και γ) το πεδίο της εκτέλεσης της απόφασης (ποινικού σωφρονισμού), η οποία υλοποιείται από το κράτος (άρθρ. 552 του Κ.Ποιν.Δ.) και εποπτεύεται απλώς από τους Εισαγγελείς (άρθρ. 567 του Κ.Ποιν.Δ.). Κατά το δεύτερο στάδιο τα δικαστήρια εφαρμόζουν, κρίνοντας τη συγκεκριμένη εξατομικευμένη περίπτωση, τους νόμους, που ψηφίζονται από τη νομοθετική εξουσία (Βουλή των Ελλήνων), εντός των ορίων που προβλέπονται επίσης από το νόμο, ενώ κατά το τρίτο στάδιο η κρατική (εκτελεστική) εξουσία είναι υποχρεωμένη να υλοποιήσει τις αποφάσεις των δικαστηρίων. Καταφανής στη διαδρομή αυτού του φαινομένου είναι η θεμελιώδης για κάθε δημοκρατικό πολίτευμα αρχή της διάκρισης των εξουσιών, η οποία κατοχυρώνεται συνταγματικώς δια του άρθρου 26 του Συντάγματος της χώρας μας [Α.Π. (ολ.) 3/2016] και χαρακτηρίζει τη λειτουργία κάθε κράτους δικαίου (ΔΕΕ 2-3-2021, C – 824/18 επί αιτήματος προδικαστικής απόφασης του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου της Πολωνίας, ΔΕΕ 19-11-2019, C – 585, 624, 625/18 επί αιτήματος προδικαστικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τμήματος εργατικών διαφορών, της Πολωνίας, ΔΕΕ 10-11-2016, Pοltorak, C – 452/16). Σύμφωνα με αυτά, η έννομη σχέση μεταξύ πολιτείας και δράστη αξιόποινης πράξης, στην οποία εμπλέκονται και οι τρεις πολιτειακές εξουσίες σε διαφορετικά στάδια και με διαφορετικές αρμοδιότητες, είναι ευρύτερη από την έννομη σχέση της διαγνωστικής κύριας ποινικής δίκης. Η τελευταία αποτελεί μόνον ένα διακριτό περιορισμένο μέρος της έννομης σχέσης μεταξύ πολιτείας και δράστη, το οποίο αρχίζει από την άσκηση της ποινικής δίωξης και τελειώνει με το αμετάκλητο της αθωωτικής ή, της ενδιαφέρουσας στην κρινόμενη περίπτωση, καταδικαστικής απόφασης, που παράγει δεδικασμένο κατά τα ισχύοντα στο ουσιαστικό ποινικό και ποινικό δικονομικό δίκαιο. Η καταδικαστική δε απόφαση καθίσταται, σε κάθε περίπτωση, εκτελεστή μόλις γίνει αμετάκλητη (άρθρο 545 του νέου Κ.Ποιν.Δ.), δηλαδή αν κατ’ αυτής δεν επιτρέπεται (τακτικό) ένδικο μέσο ή δεν ασκήθηκε μέσα στη νόμιμη προθεσμία το επιτρεπόμενο ένδικο μέσο ή ασκήθηκε εμπρόθεσμα και απορρίφθηκε (άρθρο 546 του νέου Κ.Ποιν.Δ.), οπότε και περατούται η έννομη σχέση της ποινικής δίκης, κατά τη διάρκεια της οποίας λογίζεται, όπως γίνεται δεκτό από το ποινικό δικονομικό δίκαιο, ότι υφίσταται εκκρεμοδικία ως προς την κατηγορία (έστω και αν δεν βρίσκεται σε εξέλιξη δίκη ενώπιον δικαστηρίου, αλλά υφίσταται ακόμη προθεσμία για άσκηση ένδικου μέσου). Η νομοθετική εξουσία διατηρεί το δικαίωμα να τροποποιεί τους ποινικούς νόμους, καθιστώντας τους είτε αυστηρότερους είτε ευνοϊκότερους ως προς την ποινική μεταχείριση του δράστη αξιόποινης πράξης. Στην τελευταία περίπτωση τα δικαστήρια υποχρεούνται να εφαρμόσουν τον επιεικέστερο για τον κατηγορούμενο νόμο, ήδη δε κατά τον νέο Ποινικό Κώδικα τις επιεικέστερες γι’ αυτόν διατάξεις νόμου, οι οποίες ίσχυσαν από την τέλεση της αξιόποινης πράξης μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η απόφασή τους, όπως αντιστοίχως η πολιτεία υποχρεούται να διασφαλίζει την εκτέλεση των αμετάκλητων ποινικών δικαστικών αποφάσεων (πρβλ. και Ε.Δ.Δ.Α. 26 – 3/2020, αναφερόμενη στην υποχρέωση της εκτελεστικής εξουσίας προς εφαρμογή των αμετάκλητων και δεσμευτικών δικαστικών αποφάσεων επί πολιτικής δίκης). Η άποψη όμως ότι τα δικαστήρια υποχρεούνται να επανεξετάζουν κατά το στάδιο της εκτέλεσης τις αμετακλήτως επιβληθείσες από αυτά ποινές, επαναπροσδιορίζοντάς τες, επειδή μετά το αμετάκλητο της απόφασής τους θεσπίσθηκαν από τη νομοθετική εξουσία ηπιότερες ποινές για το αδίκημα που δικάσθηκε, πέραν του ότι αντιβαίνει στο νόμο κατά τα προεκτιθέμενα, θα οδηγούσε ουσιαστικά και σε ανεπίτρεπτη, βάσει της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, επέμβαση στο αποτέλεσμα της αμετακλήτως περατωθείσας δικαστικής διαδρομής. Σε αυτή την περίπτωση υφίσταται η δυνατότητα εφαρμογής του προβλεπόμενου από το άρθρο 564 περ. β’ και του νέου Κ.Ποιν.Δ. θεσμού της χάρης, προκειμένου να μετριασθεί στο πλαίσιο του νεότερου νόμου η εκτελούμενη ποινή. Στο νομοθετικό δε σώμα εναπομένουν και άλλες λύσεις, μη παραβιάζουσες την ανωτέρω αρχή, εάν υπάρχει βούληση ευνοϊκότερης μεταχείρισης των καταδικασμένων σ’ αυτές τις περιπτώσεις, όπως π.χ. η εισαγωγή με το νεότερο νομοθέτημα μεταβατικών διατάξεων, που προβλέπουν μείωση και των ποινών, οι οποίες επιβλήθηκαν αμετακλήτως βάσει του προϊσχύσαντος νόμου, ή η πρόβλεψη δυνατότητας ασκήσεως του έκτακτου ένδικου μέσου της επανάληψης διαδικασίας και στις ανωτέρω περιπτώσεις ή η θέσπιση διατάξεων, που καθιστούν υπό ελαστικότερες προϋποθέσεις δυνατή την υπό όρους απόλυση όλων όσων εκτίουν στερητικές της ελευθερίας ποινές για αδικήματα, που, μετά την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, τιμωρούνται πλέον με μικρότερα όρια στερητικών της ελευθερίας ποινών. Μόνον δε όταν υπάρχει συγκεκριμένη νομοθετική πρόβλεψη, επεμβαίνουν τα δικαστήρια στο προαναφερόμενο τρίτο στάδιο της έκτισης των ποινών, μεταβάλλοντας διατάξεις (ενδεχομένως και) αμετάκλητης απόφασης, όπως π.χ. συμβαίνει επί παραδοχής του έκτακτου ένδικου μέσου επανάληψης της διαδικασίας (άρθρ. 525 επ. του Κ.Ποιν.Δ.), επί άρσης ή ανάκλησης της αναστολής (άρθρ. 101, 102 του Π.Κ.), όταν τίθεται εκ νέου προς δικαστική κρίση το ζήτημα της συγχώνευσης των ποινών, επειδή συναντώνται περισσότερες καταδικαστικές αποφάσεις στο στάδιο της εκτέλεσης, οπότε δημιουργείται νέα ενώπιον των δικαστηρίων περιορισμένου αντικειμένου δίκη επί του συγκεκριμένου ζητήματος, κατά την οποία εφαρμόζονται οι κανόνες του άρθρου 551 του Κ.Ποιν.Δ.. Αλλά και αντιστρόφως, εφόσον από το νομοθέτη δεν παρέχεται με σχετική ρύθμιση οποιαδήποτε εξουσία στα δικαστήρια προς μεταβολή της καταδικαστικής απόφασης λόγω της θέσπισης ηπιότερης ποινής μετά το αμετάκλητο και δη κατά το στάδιο έκτισης της ποινής, η τυχόν επέμβαση των δικαστηρίων με μεταβολή των διατάξεων της απόφασης αυτής, κατά το στάδιο αυτό, θα αποτελούσε ανεπίτρεπτη προσβολή της αρχής της διάκρισης των εξουσιών εις βάρος της νομοθετικής εξουσίας. Εξάλλου, κατ’ άρθρο 369 του Κ.Ποιν.Δ., οι καταδικαστικές αποφάσεις των δικαστηρίων περιλαμβάνουν απαραιτήτως διάταξη περί της ενοχής του κατηγορουμένου και διάταξη, με την οποία καθορίζεται η επιβλητέα στην κρινόμενη περίπτωση ποινή, αποτελούν δε ως προς αυτά τα στοιχεία τους ένα ενιαίο “όλον” [βλ. και Α.Π. (ολ.) 5/2000, σύμφωνα με την οποία καταδικαστική είναι η απόφαση, με την οποία κηρύσσεται ένοχος ο κατηγορούμενος και επιβάλλεται σε αυτόν ποινή, η δε διάταξή της, με την οποία επιβάλλεται η ποινή ολοκληρώνει την καταδίκη], που δεν είναι επιτρεπτό να μεταβληθεί, εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετικά από το νόμο, όταν αυτές καταστούν αμετάκλητες υπό τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις, οπότε παράγουν δεδικασμένο (άρθρο 57 του Κ.Ποιν.Δ.), με συνέπεια να αποκλείεται νέα εξέτασή τους ως προς τη νομιμότητά τους, την επιβολή της ποινής ή και ως προς τυχόν πλημμέλειες που εμφιλοχώρησαν κατά την έκδοσή τους. Η έκτιση της ποινής, που υλοποιείται από την εκτελεστική εξουσία (σωφρονιστική υλοποίηση), η οποία οφείλει να τηρεί τις σχετικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και των ειδικών νόμων για την εκτέλεση των ποινών (άρθρο 552 παρ. 1 του νέου Κ.Ποιν.Δ.), εποπτεύεται, κατά τα προεκτιθέμενα, απλώς από τους εισαγγελείς (άρθρο 567 του νέου Κ.Ποιν.Δ.), ενώ κατ’ αυτό το στάδιο επεμβαίνουν τα δικαστήρια μόνον στις περιπτώσεις που ο νόμος ορίζει. Ειδικότερα δε κατά το εν λόγω στάδιο, σύμφωνα με το άρθρο 562 του νέου Κ.Ποιν.Δ., κάθε αμφιβολία ή αντίρρηση του καταδικασθέντος σχετικά με την εκτελεστότητα της απόφασης και το είδος ή τη διάρκεια της ποινής λύεται από τον αρμόδιο κατ’ άρθρο 549 του ίδιου κώδικα εισαγγελέα, ο οποίος αποφαίνεται αμελλητί με αιτιολογημένη διάταξή του (άρθρο 562 εδ. α’ του Κ.Ποιν.Δ.), ενώ στα δικαστήρια και συγκεκριμένα στο δικαστήριο των Πλημμελειοδικών του τόπου, όπου εκτίεται η ποινή, απονέμεται μόνον η αρμοδιότητα να επιληφθεί του ανωτέρω θέματος σε περίπτωση αμφιβολίας του εισαγγελέα ή αντίρρησης του καταδικασθέντος κατά της διάταξης του εισαγγελέα (άρθρο 562 εδ. β’ του Κ.Ποιν.Δ.). Το Πλημμελειοδικείο, το οποίο επιλαμβάνεται αντιρρήσεων του καταδικασμένου ή αμφιβολιών του Εισαγγελέα, περιορίζεται στην εξέταση ζητημάτων σχετικών με την εκτελεστότητα αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης, τα οποία προέκυψαν μετά το αμετάκλητο αυτής κατά την εκτέλεσή της, ενδεικτικώς δε τέτοιες είναι οι αμφιβολίες ή αντιρρήσεις αναφορικά με: α) την εκτελεστότητα της απόφασης, όταν προβάλλεται ότι αυτή δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, β) το είδος της ποινής που επιβλήθηκε και γ) τη διάρκεια της ποινής, εάν ο καταδικασμένος επικαλείται εσφαλμένο προσδιορισμό του χρόνου λήξης της (άρθρο 554 του νέου Κ.Ποιν.Δ.), δ) την ύπαρξη λόγων που συνεπάγονται παύση της έκτισης ή εξάλειψη της ποινής, όπως η απονομή χάριτος (άρθρο 564 περ. β’ του Κ.Ποιν.Δ.) ή η παραγραφή της ποινής (άρθρο 565 περ. α’ του νέου Κ.Ποιν.Δ.), αντιστοίχως, ή ο χαρακτηρισμός της πράξης ως μη αξιόποινης με μεταγενέστερο νόμο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 2 του Π.Κ.. Για να είναι δε παραδεκτές οι αντιρρήσεις του καταδικασθέντος, που απευθύνονται αρχικώς στον Εισαγγελέα και μπορούν να εισαχθούν ακολούθως προς κρίση στο Πλημμελειοδικείο ως αμφιβολίες ή αντιρρήσεις, πρέπει να μην προσκρούουν στο αμετάκλητο της εκτελούμενης καταδικαστικής απόφασης και να υποβληθούν ενόσω διαρκεί ακόμη η εκτέλεση της απόφασης, να μην έχει δηλαδή καθ’ ολοκληρία αποτιθεί η ποινή, που επιβλήθηκε με την καταδικαστική απόφαση, διότι μετά την απότιση της ποινής εξαντλείται η εκτελεστότητα της απόφασης και δεν υπάρχει στάδιο εκτέλεσης. Σύμφωνα με αυτά, δεν παρέχεται, βάσει των ως άνω διατάξεων του άρθρου 562 του νέου Κ.Ποιν.Δ., δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας της εκτελούμενης απόφασης ως προς την επιβολή της ποινής, που απαγγέλθηκε αμετακλήτως από το αρμόδιο για την εκδίκαση της αξιόποινης πράξης δικαστήριο μετά από έρευνα της κατηγορίας, ή δυνατότητα επανακαθορισμού της ποινής αυτής λόγω τυχόν ηπιότερης αντιμετώπισης του αξιοποίνου της πράξης, για την οποία επιβλήθηκε, καθόσον αυτό θα προσέκρουε στο άρθρο 2 του Π.Κ. και στο αμετάκλητο και θα οδηγούσε σε κατάλυση του δεδικασμένου. Ακριβώς δε επειδή οι αντιρρήσεις ή αμφιβολίες αφορούν αποκλειστικώς τυπικά ζητήματα σε σχέση με την έκτιση της αμετακλήτως επιβληθείσας ποινής, τα οποία πρέπει να επιλύονται ταχέως, προβλέφθηκε με το νέο άρθρο 562 του Κ.Ποιν.Δ. κατ’ αρχήν εξουσία του οριζόμενου στο άρθρο 549 του νέου Κ.Ποιν.Δ. Εισαγγελέα να αποφανθεί επ’ αυτών (μη προβλεπόμενη από το προϊσχύσαν αντίστοιχο άρθρο 565 του παλαιού Κ.Ποιν.Δ., κατά το οποίο απαιτείτο απευθείας προσφυγή στο Πλημμελειοδικείο) και δυνατότητα προσφυγής στο Πλημμελειοδικείο του τόπου της εκτέλεσης στη συνέχεια, εάν εκείνος διατηρεί αμφιβολίες ως προς το ζήτημα, που προκύπτει, ή, αν υφίστανται αντιρρήσεις του καταδικασμένου ως προς τη διάταξη του Εισαγγελέα, που κατ’ αρχήν το επιλύει. Θα ήταν δε και δικονομικώς άτοπο να υποτεθεί ότι ανατέθηκε (μόνο) στον Εισαγγελέα και στη συνέχεια στο Πλημμελειοδικείο, το οποίο ενδεχομένως θα είναι κατώτερο δικαστήριο από αυτό που επέβαλε αμετακλήτως την ποινή, τυχόν επανακαθορισμός αυτής, ο οποίος θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη υπέρβαση εξουσίας του Πλημμελειοδικείου σε περίπτωση παραδοχής τέτοιας φύσεως αντιρρήσεων. Ακόμη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη της 16-12-1966, που κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν 2462/1997, “1. Κανείς δεν καταδικάζεται για πράξεις ή παραλείψεις, οι οποίες δεν ήταν αξιόποινες κατά το εσωτερικό ή το διεθνές δίκαιο τη στιγμή της διάπραξής τους. Επίσης δεν επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνην που προβλεπόταν κατά τη χρονική στιγμή της διάπραξης του ποινικού αδικήματος. Εάν, μετά τη διάπραξή του ο νόμος προβλέπει την επιβολή ελαφρύτερης ποινής, ο δράστης επωφελείται από αυτήν”. Οι διατάξεις αυτές, οι οποίες έχουν υπερνομοθετική ισχύ, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, αποσκοπούν, όπως καθίσταται σαφές από το περιεχόμενό τους, κατ’ αρχήν στην εφαρμογή από τα συμβαλλόμενα κράτη της αρχής του “nullum crimen nulla poena sine lege” και δη τη μη ύπαρξη εγκλήματος και συνακόλουθα ποινής άνευ νόμου, που προβλέπει το αξιόποινο αδικήματος κατά το χρόνο, κατά τον οποίο αυτό διαπράττεται (εδ. α’). Στο δεύτερο εδάφιο, που αποτελεί ουσιαστικά επεξηγηματική συμπλήρωση του πρώτου, προβλέπεται η μη αναδρομική εφαρμογή νόμων που προβλέπουν ποινές αυστηρότερες από τις ισχύουσες κατά το χρόνο τέλεσης του εγκλήματος (διότι σ’ αυτή την περίπτωση η τυχόν αργότερα θεσπισθείσα βαρύτερη ποινή θα επιβαλλόταν ουσιαστικά “sine lege” υφισταμένου κατά το χρόνο διάπραξής του), ενώ με το τρίτο εδάφιο προβλέπεται η εφαρμογή του μεταγενέστερου της διάπραξης του εγκλήματος νόμου, ο οποίος προβλέπει επιβολή ηπιότερης ποινής. Στο τελευταίο εδάφιο δεν διαλαμβάνεται μεν ρητώς η προϋπόθεση του μη αμετακλήτου της καταδίκης για την εφαρμογή του ηπιότερου νόμου, πλην όμως αυτό σαφώς αναφέρεται σε στάδιο, κατά το οποίο επιβάλλεται η ποινή και, επομένως, σε στάδιο της δικαστικής διαδρομής της κύριας δίκης επί της κατηγορίας, η οποία στη χώρα μας ολοκληρώνεται με το αμετάκλητο της καταδικαστικής απόφασης. Η διάταξη του τρίτου εδαφίου του ανωτέρω άρθρου του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών δεν αναφέρεται στο στάδιο έκτισης ποινής, η οποία έπεται χρονικά της επιβολής της. Βάσει αυτής ουδόλως επιβάλλεται στα συμβαλλόμενα κράτη αναπροσδιορισμός της ποινής, εάν ο νόμος καταστεί ηπιότερος μετά το πέρας της παραπάνω κύριας δικαστικής διαδρομής, κατά την οποία λαμβάνει χώρα η επιβολή της ποινής από τα δικαστήρια, καθόσον αυτό θα προσέκρουε, κατά τα προεκτιθέμενα, και στη θεμελιώδη για κάθε δημοκρατικό πολίτευμα αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Παρόμοιο δε περιεχόμενο με το ως άνω άρθρο έχουν και το άρθρο 7 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος της χώρας μας, σύμφωνα με το οποίο “έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης”, καθώς και το άρθρο 7 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., σύμφωνα με το οποίο “ουδείς δύναται να καταδικασθή δια πράξιν ή παράλειψιν η οποία, καθ’ ην στιγμήν διεπράχθη, δεν απετέλει αδίκημα συμφώνως προς το εθνικόν ή διεθνές δίκαιον. Ούτε και επιβάλλεται βαρυτέρα ποινή από εκείνην η οποία επεβάλλετο κατά την στιγμήν της διαπράξεως του αδικήματος”. Κατά την ερμηνεία των Διεθνών Συμβάσεων, από τις οποίες δεσμεύεται και η χώρα μας, γίνεται μεν δεκτό ότι η καταδικαστική ποινική απόφαση εκτείνεται και στο στάδιο έκτισης της ποινής, αυτό όμως έχει την έννοια της εφαρμογής σε αυτό το στάδιο των όρων έκτισης της απαγγελθείσας από τα δικαστήρια ποινής, χωρίς να είναι επιτρεπτή η επανεξέταση της απόφασης, που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, όπως ακριβώς δημοσιεύθηκε (βλ. σχετ. ΔΕΕ 21 – 9/2017, C – 171/2016). Περαιτέρω και η θέση, ότι ο όρος “ελαφρύτερη ποινή” στο άρθρο 15 παρ. 1 εδ. γ’ του ανωτέρω του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών δεν καταλαμβάνει μόνον το πλαίσιο της ποινής, αλλά πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως, ώστε να εμπίπτει σ’ αυτό και ο τρόπος έκτισής της, αναφέρεται καταφανώς σε ευμενέστερες μεταβολές των εθνικών δικαίων ως προς τον τρόπο έκτισης συγκεκριμένων ποινών, που επιβλήθηκαν, και όχι σε μεταβολές της αμετακλήτως καθορισθείσας ποινής, ο τρόπος έκτισης της οποίας μπορεί να παρουσιάζει κατά τα εθνικά δίκαια ελαστικότητα και να υπόκειται σε μεταβολές σύμφωνα με σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις, όπως συμβαίνει και στη χώρα μας (με τις προβλέψεις της απόλυσης υπό τον όρο της ανάκλησης, κατ’ άρθρ. 105Β του Π.Κ., οπότε εκτίεται μέρος μόνο της ποινής και, εφόσον δεν χωρήσει ανάκληση ή άρση της απόλυσης, θεωρείται πως έχει εκτιθεί και το υπόλοιπό της, παρότι ο καταδικασμένος δεν κρατείται πλέον, ή της απόλυσης υπό τον όρο της κατ’ οίκον έκτισης με ηλεκτρονική επιτήρηση, κατ’ άρθρο 110Α του Π.Κ., ή του ευεργετικού υπολογισμού των ημερών εργασίας κ.λπ.), οι δε καταδικασμένοι ασφαλώς επωφελούνται από τυχόν ευμενέστερες σχετικές διατάξεις, ακόμη και όταν αυτές θεσπίζονται μετά το αμετάκλητο. Αυτονόητο είναι επίσης, ότι ο τρόπος έκτισης ποινής επιβάλλεται να διαφοροποιείται κατά τις σχετικές νομοθετικές προβλέψεις των συμβαλλόμενων κρατών, ειδικώς στην περίπτωση παντελούς κατάργησης του γένους της ποινής, που είχε απαγγελθεί σύμφωνα με προϊσχύσασες διατάξεις (λ.χ. επί κατάργησης της θανατικής ποινής).
Συνεπώς, η (αντίθετη προς την ανωτέρω) άποψη περί εφαρμογής της ευμενέστερης ποινικής διάταξης στην περίπτωση, κατά την οποία μετά την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξης αρχίζει να ισχύει νέος νόμος που δεν καταργεί το αξιόποινο, αλλά καθιστά αυτό ηπιότερο (απλώς επιεικέστερος νόμος), δεν είναι δυνατό να θεμελιωθεί στην ως άνω διάταξη του άρθρου 15 παρ. 1 εδ. γ’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Τέλος, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου και, έτσι, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση [Α.Π. (ολ.) 4/2021].
IV. Στην προκείμενη περίπτωση από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την υπ’ αρ. 15/2012 συγχωνευτική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης καθορίστηκε σε βάρος του αναιρεσίβλητου – αντιλέγοντος, (όν.) Ε. (επ.) Χ. του Χ., κρατουμένου στο Γενικό Κατάστημα Κράτησης Θεσσαλονίκης, συνολική ποινή καθείρξεως είκοσι οκτώ (28) ετών, δέκα (10) μηνών και είκοσι (20) ημερών, με εκτιτέα τα είκοσι πέντε (25) έτη, ύστερα από συγχώνευση στερητικών της ελευθερίας ποινών που επιβλήθηκαν σε βάρος του με την υπ’ αρ. 2554/2011 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης και τις υπ’ αρ. 345/2012 και 2407/2011 αποφάσεις του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης (Α’ Βαθμού), για τις αξιόποινες πράξεις των διακεκριμένων κλοπών και της πλαστογραφίας, οι ως άνω δε καταδικαστικές αποφάσεις είχαν καταστεί αμετάκλητες πριν από την 30-6-2019, δηλαδή πριν την έναρξη ισχύος του νέου Ποινικού Κώδικα, ο οποίος άρχισε να ισχύει, σύμφωνα με μεταβατική διάταξη του άρθρου 460 αυτού, από 1-7-2019. Με την από 5-8-2020 αίτησή του προς τον Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης ο ανωτέρω καταδικασμένος, ενόσω διαρκεί η έκτιση της ποινής του, προέβαλε, κατ’ άρθρο 562 εδ. α’ του Κ.Ποιν.Δ., αντιρρήσεις ως προς το ύψος της συνολικής εκτιτέας ποινής καθείρξεως, που του επιβλήθηκε, αιτούμενος τον επανακαθορισμό της συνολικής εκτιτέας ποινής του σε είκοσι έτη κάθειρξης, κατ’ εφαρμογή της νεότερης επιεικέστερης διάταξης του άρθρου 94 παρ. 1 εδ. γ’ του νέου Π.Κ., η οποία άρχισε να ισχύει μετά το αμετάκλητο των εις βάρος του ως άνω καταδικαστικών αποφάσεων και η οποία καθορίζει επί συρροής εγκλημάτων ως ανώτατο εκτιτέο όριο της ποινής καθείρξεως τα είκοσι έτη. Επί αυτής της αιτήσεώς του εκδόθηκε η υπό στοιχεία Αριθ. Β.Εκτ. ../2012, με ημερομηνία 10-8-2020 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, που απέρριψε τις αντιρρήσεις του. Ακολούθως ο ως άνω αναιρεσίβλητος – αντιλέγων με τις από 9-12-2020, κατ’ άρθρ. 562 εδ. β’ του Κ.Ποιν.Δ., αντιρρήσεις (με την υπ’ αρ. 1237/2020 αίτησή του, που εγχειρίστηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης την 14-12-2020), ζήτησε να επιληφθεί του ως άνω αιτήματός του το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, ως Δικαστήριο του τόπου έκτισης της ποινής. Το Δικαστήριο αυτό, με την προσβαλλόμενη, υπ’ αριθ. 6269/14-12-2020, απόφασή του, δέχθηκε τις από 9-12-2020 αντιρρήσεις του παραπάνω κρατουμένου, αναιρεσίβλητου – αντιλέγοντος, (όν.) Ε. (επ.) Χ. του Χ., δεχόμενο, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα: “Από το σύνολο των εγγράφων που αναγνώσθηκαν δημόσια στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο αιτών κρατείται στο Γενικό Κατάστημα Κράτησης Θεσσαλονίκης, δυνάμει της με αριθμό 15/2012 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, με την οποία καθορίστηκε συνολική ποινή κάθειρξης είκοσι οκτώ (28) ετών, δέκα (10) μηνών και είκοσι (20) ημερών και χρηματική ποινή ύψους σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ, από την οποία ορίστηκε εκτιτέα ποινή κάθειρξης είκοσι πέντε (25) ετών, για τις πράξεις των διακεκριμένων κλοπών και της πλαστογραφίας. Με τις κρινόμενες αντιρρήσεις – αίτησή του, που υποβάλλεται κατά το άρθρο 562 ΚΠΔ, ζητεί ο αιτών τον επανακαθορισμό της εκτιτέας ποινής, μετά την ισχύ του νέου ΠΚ, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 αυτού, από τα 25 έτη στα 20 έτη, μετά την απόρριψη όμοιας αίτησής της με τη με αριθμό 12/2012 απορριπτική εισαγγελική διάταξη. Η ένδικη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, καθόσον από τη σύγκριση των ως άνω διατάξεων που προβλέπουν τον καθορισμό συνολικής ποινής σε περίπτωση στερητικών της ελευθερίας ποινών, προκύπτει ότι αυτή του άρθρου 94 § 1 του νέου ΠΚ είναι επιεικέστερη, αφού με αυτή καταργείται το ελάχιστο όριο της προσαύξησης της ποινής βάσης για κάθε συντρέχουσα ποινή και το ανώτατο όριο μειώνεται δραστικά και αντί των τριών τετάρτων κάθε συντρέχουσας ποινής, ορίζεται στο ένα δεύτερο. Παράλληλα μειώνονται και τα ανώτατα όρια της εκτιτέας ποινής από τα είκοσι πέντε έτη στα είκοσι έτη σε περίπτωση κάθειρξης και τα δέκα σε οκτώ έτη, σε περίπτωση φυλάκισης (βλ. Αιτιολογ. Έκθεση στο σχέδιο νόμου Κύρωση του ΠΚ). Επομένως, στην περίπτωση αμετάκλητα καταδικασθέντος κρατούμενου προς έκτιση συνολικής ποινής κάθειρξης 25 ετών, ή φυλάκισης 10 ετών, που υπερβαίνουν το ανώτατο προβλεπόμενο από τον νέο ΠΚ (άρθρο 94) όριο της συνολικής ποινής των είκοσι (20) ετών και των οκτώ (8) ετών, αντίστοιχα, πρέπει, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 2 § 1 ΠΚ να χωρήσει επανακαθορισμός (από τον κατά το άρθρο 549 ΚΠΔ) αρμόδιο Εισαγγελέα ή το Δικαστήριο του άρθρου 562 ΚΠΔ, κατόπιν σχετικών αντιρρήσεων) του ανωτάτου ορίου της εκτιτέας ποινής κάθειρξης ή φυλάκισης, κατ’ εφαρμογή του ως άνω νεότερου επιεικέστερου νόμου, που ίσχυσε μετά την αμετάκλητη εκδίκαση της υπόθεσης, πριν όμως από την εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής, αφού, όπως προεκτέθηκε, η φάση της εκτέλεσης αποτελεί τμήμα της έννομης σχέσης που δημιουργείται μεταξύ δράστη και Πολιτείας και αρχίζει από την τέλεση της πράξης και λήγει με την εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε αμετάκλητα. Από τον ως άνω επανακαθορισμό του ανωτάτου ορίου της εκτιτέας συνολικής ποινής κάθειρξης στα 20 έτη ή ποινής φυλάκισης στα 8 έτη, όπως προβλέπει η ευμενέστερη διάταξη του άρθρου 94 § 1 του νέου ΠΚ, δεν θίγεται το δεδικασμένο, “αφού δεν πρόκειται για κατάγνωση νέας ποινής, αλλά για καθορισμό εκτιτέας συνολικής ποινής”, ενόψει του ότι η εφαρμογή του νεότερου ηπιότερου νόμου δεν επιβάλλει επανεκδίκαση της υπόθεσης για την οποία υπάρχει η αμετάκλητη καταδίκη, ενώ η συνέχιση εκτέλεσης της ποινής και μετά την πάροδο του απειλούμενου στο νέο νόμο μέγιστου χρόνου είναι αντίθετη και στην αρχή της απαγόρευσης του υπερμέτρου και στη ρητή επιταγή της διάταξης του άρθρου 15 § 1 εδ. γ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα(Ν. 2462/1997), κατά την οποία “… δεν επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνη που προβλεπόταν κατά τη χρονική στιγμή της διάπραξης του ποινικού αδικήματος. Εάν μετά τη διάπραξή του ο νόμος προβλέπει την επιβολή ελαφρύτερης ποινής ο δράστης επωφελείται από αυτήν”. Η ως άνω διάταξη που έχει υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος) δεν περιέχει την προϋπόθεση του μη αμετάκλητου της καταδίκης (βλ. Α.Π. 928/2020 αδημ., ΓνωμΕισΑΠ 8/2019 διαθέσιμη σε areiospagos.gr). Επομένως, πρέπει η ως άνω αίτηση να γίνει δεκτή και να καθορισθεί συνολική εκτιτέα ποινή κάθειρξης σε βάρος του αιτούντος τα είκοσι (20) έτη, η οποία του έχει επιβληθεί κατόπιν επιμέτρησης με τη με αριθμό 15/2012 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης”, ακολούθως δε δέχθηκε τις παραπάνω αντιρρήσεις – αίτηση του προαναφερθέντος κρατουμένου, (όν.) Ε. (επ.) Χ. του Χ., με το ακόλουθο, κατά πιστή μεταφορά, διατακτικό: “ΚΑΘΟΡΙΖΕΙ συνολική εκτιτέα ποινή κάθειρξης σε βάρος του αιτούντος τα είκοσι (20) έτη, η οποία του έχει επιβληθεί κατόπιν επιμέτρησης με τη με αριθμό 15/2012 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης”. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης με το μοναδικό λόγο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, αιτιάται ότι η προσβαλλόμενη υπ’ αρ. 6269/14-12-2020 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 2 και 94 του Π.Κ. και 551 του Κ.Ποιν.Δ., που είναι ουσιαστική, κατά το μέρος της που αναφέρεται στον καθορισμό συνολικής ποινής, δέχθηκε ότι είναι νόμιμος ο επανακαθορισμός της συνολικής εκτιτέας ποινής της υπ’ αρ. 15/2012 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, έπρεπε δε η ως άνω αίτηση του προαναφερθέντος κρατουμένου, (όν.) Ε. (επ.) Χ. του Χ., να απορριφθεί ως μη νόμιμη, ενόψει του ότι οι αποφάσεις που απετέλεσαν τη βάση σχηματισμού της παραπάνω συνολικής ποινής καθείρξεως είχαν ήδη καταστεί αμετάκλητες την 14-12-2020, χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Με αυτά όμως που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 2 και 94 παρ. 1 του νέου Ποινικού Κώδικα, τις οποίες παραβίασε ευθέως, καθόσον, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στην προηγηθείσα υπό στοιχείο ΙΙΙ νομική σκέψη, η ευμενέστερη, για τον αναιρεσίβλητο – αντιλέγοντα, (όν.) Ε. (επ.) Χ. του Χ., διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 του ισχύοντος από την 1η-7-2019 νέου Ποινικού Κώδικα, με την οποία μειώθηκαν τα ανώτατα όρια της εκτιτέας συνολικής ποινής από είκοσι πέντε (25) σε είκοσι (20) έτη στην περίπτωση της (πρόσκαιρης) κάθειρξης, δεν εφαρμόζεται, διότι η διάταξη αυτή τέθηκε σε ισχύ μετά την αμετάκλητη εκδίκαση των πράξεών του, οπότε δεν συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 2 παρ. 1 του ισχύοντος Π.Κ., ενώ δεν μπορεί να χωρήσει εν προκειμένω αναλογική εφαρμογή της παρ. 2 του ανωτέρω άρθρου, αφού, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα υπό στοιχείο ΙΙΙ νομική σκέψη, δεν υφίσταται οποιαδήποτε ασάφεια ούτε νομοθετικό κενό σχετικά με το κρινόμενο ζήτημα. V. Κατ’ ακολουθίαν των προαναφερομένων ο ως άνω μοναδικός λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης είναι βάσιμος. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη υπ’ αρ. 6269/14-12-2020 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, ενόψει δε του ότι δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υπόθεσης κατ’ άρθρο 519 του Κ.Ποιν.Δ., ελλείψει αντικειμένου έρευνας, πρέπει να απορριφθεί η από 9-12-2020, υπ’ αρ. 1237/2020 αίτηση – αντιρρήσεις του αναιρεσίβλητου – αντιλέγοντος (όν.) Ε. (επ.) Χ. του Χ., ως μη νόμιμη.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δέχεται την κρινόμενη από 31-12-2020 δήλωση (αίτηση) του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, για την οποία συντάχθηκε η υπ’ αρ. 26/31-12-2020 έκθεση ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, για αναίρεση της υπ’ αρ. 6269/14-12-2020 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Αναιρεί την υπ’ αρ. 6269/14-12-2020 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Απορρίπτει την από 9-12-2020, υπ’ αρ. 1237/2020 αίτηση – αντιρρήσεις του αναιρεσίβλητου – αντιλέγοντος (όν.) Ε. (επ.) Χ. του Χ., ως μη νόμιμη.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Οκτωβρίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 25 Οκτωβρίου 2021.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ