Απόφαση 885 / 2022 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Μουλιανιτάκη, Μαρουλιώ Δαβίου, Μαρία Κουφούδη – Εισηγήτρια, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Δεκεμβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας υπό ειδική εκκαθάριση, με την επωνυμία “…”, με ΑΦΜ …, που εδρεύει στην … (…) και εκπροσωπείται νόμιμα από την εταιρία “…”, με ΑΦΜ … και έδρα το … (…) νόμιμα εκπροσωπούμενη, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Παναγόπουλο και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Τ. του Ι. και Μ., 2) Σ. Τ. του Ι. και Μ., 3) Γ. Τ. του Ι. και Μ., 4) Π. Τ. του Ι. και Μ., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Τάταρη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26-7-2016 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο …. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 36/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 744/2019 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 25-11-2019 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 25-11-2019 αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η 744/2019 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η οποία δέχθηκε τυπικά και κατ’ουσίαν την έφεση των εναγόντων ήδη αναιρεσιβλήτων κατά της αριθμ. 36/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κικλίς. Η ανωτέρω αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566§1, 577§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ.571, 577§3 ΚΠολΔ).
Από την παραδεκτή κατ’ άρθ. 561 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ, επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει ότι ασκήθηκε από τους ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητους, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου …, η από 26-7-2016 αγωγή, με την οποία ζητούσαν την ακύρωση λόγω ουσιώδους πλάνης της πλασματικής αποδοχής τους ένεκα της άπρακτης παρέλευσης της τετραμήνου προθεσμίας προς αποποίηση από την επαγωγή σ’αυτούς της κληρονομιάς του θείου τους από την μητρική γραμμή, την οποία αποποιήθηκαν οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, περιλαμβανομένης και της μητέρας τους, με αποτέλεσμα να υπεισέλθουν αυτοί στη θέση της. Την αγωγή αυτή απεύθυναν κατά της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας, δανείστριας της κληρονομιάς. Η τελευταία με τις από 21-11-2016 προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, προέβαλε τον ισχυρισμό περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεώς της, καθόσον, κατ’αυτήν, στην εν λόγω αγωγή νομιμοποιείται παθητικώς αυτός στον οποίο θα επαχθεί η κληρονομιά, μετά την αποδοχή της αγωγής και την αποδοχή του ενάγοντος στην περί ακυρώσεως δίκη. Με την υπ’αριθμ. 36/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου … απορρίφθηκε ο ισχυρισμός περί ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως της εναγομένης, κρίθηκε δε νόμιμη η αγωγή, η οποία απορρίφθηκε κατά πλειοψηφίαν ως αβάσιμη κατ’ουσίαν. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησαν την από 21- 3-2018 έφεση οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Επί της εφέσεως αυτής εκδόθηκε η προσβαλλομένη υπ’αριθμ. 744/2019 απόφαση, η οποία δέχθηκε τυπικά και κατ’ουσίαν την έφεση και αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, κράτησε και δίκασε την από 26-7-2016 αγωγή, την οποία έκανε δεκτή ως βάσιμη κατ’ουσίαν και ακύρωσε την πλασματική αποδοχή κληρονομιάς, στην οποία προέβησαν οι ενάγοντες, λόγω άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας αποποίησης που αφορούσε στην κληρονομιά του αποβιώσαντος στις 17-5-2014 Θ. Σ. και αναγνώρισε ως έγκυρες και εμπρόθεσμες τις αναφερόμενες εκθέσεις αποποίησης κληρονομιάς. Ειδικότερα, το Εφετείο δέχθηκε, μετά από ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Την 17-5-2014 απεβίωσε στο Κεντρικό … , χωρίς να αφήσει διαθήκη, ο θείος των εναγόντων από τη μητρική γραμμή, Θ. Σ. του Α. και Ζ. (βλ υπ’ αριθμ 13-8-2014 ληξιαρχική πράξη θανάτου του, του ληξιάρχου ΔΕ …), κάτοικος όσο ζούσε … … και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τη σύζυγό του Β. Σ., το γένος Σ. και Μ. Μ., καθώς και τέκνα του, 1) Α. Σ. και 2) Μ. Σ., ως μόνους πλησιέστερους συγγενείς του κατά το/χρόνο του θανάτου του (βλ υπ’ αριθμ. …/8-4-2016 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του δήμου …), σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1813 του ΑΚ. Οι ανωτέρω κληρονόμοι του αποβιώσαντος, γνωρίζοντας τα χρέη του προς την εναγόμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, προερχόμενα από καταναλωτικό και στεγαστικό δάνεια που του είχε χορηγήσει και ειδικότερα, α) από την υπ’ αριθμ …/15-7-2000 σύμβαση καταναλωτικού δικαίου, ύψους 5.000 ευρώ και β)από την υπ’ αριθμ. …/27-3-2009 σύμβαση στεγαστικού δανείου ποσού 30.000 ευρώ, για επισκευή οικίας, βάσει των οποίων (δανείων) οι απαιτήσεις της εναγομένης σε βάρος του, ανερχόταν στις 23-8-2016 στο ποσό των 2.767,14 ευρώ και 33.284,88 ευρώ αντίστοιχα, λαμβάνοντας υπόψη ότι το ενεργητικό της κληρονομιάς που κατέλιπε ο αποβιώσας δεν επαρκούσε για να καλύψει το πιο πάνω χρέος του καθώς και χρέη του προς άλλους δανειστές, αποποιήθηκαν την κληρονομιά αυτού. Συγκεκριμένα, η σύζυγος και τα τέκνα του πιο πάνω κληρονομουμένου αποποιήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα την κληρονομιά του, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1847 και 1848 ΑΚ, με σχετική δήλωσή τους ενώπιον του γραμματέα του Πρωτοδικείου …, συνταχθεισών προς τούτο των υπ’αριθμόν …/18-6-2014, …/4-8-2014 και …/4-8-2014 αντίστοιχα εκθέσεων αποποίησης κληρονομιάς. Μετά την αποποίηση της κληρονομιάς εκ μέρους των πιο πάνω πλησιέστερων συγγενών και νομίμων μεριδούχων του αποθανόντος (συζύγου και θυγατέρων αυτού) κλήθηκαν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, οι συγγενείς του από τη δεύτερη τάξη, δηλαδή τα αδέλφια του, Α., Γ., Χ., Μ. και Θ.. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η αδελφή του κληρονομουμένου και μητέρα των εναγόντων, Μ. Τ., τo γένος Α. και Ζ. Σ., 62 ετών, αγρότισσα, απόφοιτη δημοτικού και κάτοικος … …, αποποιήθηκε την επαχθείσα κληρονομιά, νομότυπα και εμπρόθεσμα, με σχετική δήλωσή της ενώπιον του γραμματέα του Πρωτοδικείου …, συνταχθείσας προς τούτο της υπ’ αριθμ …/21-8-2014 έκθεσης δήλωσης απόλυτης αποποίησης κληρονομιάς. Συνέπεια της αποποίησης της Μ. Τ., ήταν η επαγωγή της κληρονομιάς, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1813 και 1856 ΑΚ, στους ενάγοντες-τέκνα της, Α. Τ., Σ. Τ., Γ. Τ. και Π. Τ., ως κληρονόμων κατά ρίζες του θανόντος θείου τους εκ της μητρικής γραμμής. Το θάνατο του κληρονομουμένου, αδελφού της μητέρας τους και θείου τους Θ. Σ., γνώριζαν οι ενάγοντες, όπως συνομολογούν, πλην όμως δεν προέβησαν εμπρόθεσμα σε αποποίηση της επαχθείσας σε αυτούς κληρονομιάς του αποβιώσαντος θείου τους. Ο λόγος για τον οποίο δεν προέβησαν σε δήλωση αποποίησης κληρονομιάς εμπροθέσμως είναι το γεγονός ότι η μητέρα τους, Μ. Τ., δεν τους ενημέρωσε για την πράξη αποποίησης στην οποία προέβη η ίδια, ενώ παράλληλα οι ίδιοι πίστευαν ότι εφ’ όσον υπήρχαν οι πλησιέστεροι συγγενείς του αποβιώσαντος (χήρα και τέκνα), οι οποίοι δεν γνώριζαν ότι έχουν εν τω μεταξύ αποποιηθεί την κληρονομιά, οι ίδιοι ουδεμία σχέση έχουν με την κληρονομιά του αποβιώσαντος θείου τους και για το λόγο αυτό δεν προέβησαν σε οποιαδήποτε ενέργεια, αφήνοντας έτσι, από άγνοια και παρά τη θέλησή τους, εξαιτίας της εσφαλμένης ενημέρωσης, να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποίησης της κληρονομιάς, με συνέπεια έκτοτε θεωρούνται κατά πλάσμα του νόμου ότι αποδέχτηκαν την κληρονομιά του θείου τους Θ. Σ.. Οι ενάγοντες, υπάλληλος ΕΛΤΑ, ιδιωτική υπάλληλος, εργάτρια και αγρότης αντίστοιχα, δεν έχουν νομική κατάρτιση, λόγω των επαγγελμάτων τους, τα οποία δεν συνέχονται με νομική παιδεία. Ως εκ τούτου αγνοούσαν τόσο την ύπαρξη της προβλεπόμενης από το νόμο τετράμηνης προθεσμίας προς αποποίηση της επαχθείσας σ’ αυτούς κληρονομιάς του αποβιώσαντος θείου τους, μετά την προηγηθείσα αποποίηση των λοιπών πλησιέστερων συγγενών αυτού, μεταξύ των οποίων και της μητέρας των ιδίων, καθώς, επίσης, και το ότι η άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αυτής θα είχε ως συνέπεια να θεωρείται ότι η κληρονομιά του έχε γίνει αποδεκτή απ’ αυτούς πολλώ μάλλον, διότι πίστευαν ότι, εφόσον ο αποβιώσας κατέλιπε πλησιέστερους συγγενείς, σύζυγο και τέκνα, δεν υφίστατο ζήτημα κληρονομιάς για τους ίδιους. Η άγνοιά τους αυτή συνεχίσθηκε μέχρι το Μάρτιο 2018, οπότε, ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. … κάλεσε τον σύζυγο της δεύτερης ενάγουσας, Α. Κ., ως λογιστή του αποβιώσαντος, ώστε οι κληρονόμοι του τελευταίου να εμφανιστούν ενώπιον της εν λόγω Δ.Ο.Υ. και να δηλώσουν το θάνατο του αποβιώσαντος, προκειμένου να ακολουθήσει εκκαθάριση της υποβληθείσας για το φορολογικό έτος 2014 φορολογικής δήλωσης αυτού. Όπως χαρακτηριστικά ο εν λόγω κατέθεσε, συνέτασσε μέχρι και το οικονομικό έτος 2014 τις φορολογικές δηλώσεις του αποβιώσαντος και το έτος 2015 (ενώ ο Θ. Σ. είχε αποβιώσει), συνέταξε κατ’ εντολή της αδελφής του αποβιώσαντος Χ., την φορολογική δήλωση αυτού για το φορολογικό έτος 2014, η οποία παραλήφθηκε προσωρινά από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., μέχρι να εμφανισθεί κάποιος κληρονόμος, και ότι το Μάρτιο 2016 ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. … τον κάλεσε, ως λογιστή του θανόντος, να ενημερώσει τους κληρονόμους του αποβιώσαντος ότι πρέπει να εμφανισθεί κάποιος από αυτούς, να δηλώσει τον θάνατό του στο μητρώο, διότι η εν λόγω φορολογική δήλωση παρέμενε εκκρεμής και δεν μπορούσε να εκκαθαριστεί. Ο ίδιος στη συνέχεια ενημέρωσε άμεσα για την εν λόγω εκκρεμότητα την εντολέα του, Χ. Π., η οποία και τον πληροφόρησε ότι τα τέκνα του αποβιώσαντος και η σύζυγος του είχαν ήδη αποποιηθεί την κληρονομιά γιατί είχε διάφορα χρέη σε Τράπεζες. Εξ αφορμής του γεγονότος αυτού (το οποίο μετέφερε στους ενάγοντες) και λόγω της ανησυχίας τους για ενδεχόμενη εμπλοκή της μητέρας τους Μ. στην κληρονομιά του αδελφού της Θ., οι ενάγοντες επισκέφθηκαν για πρώτη φορά το Μάρτιο 2016 δικηγορικό γραφείο και προσέφυγαν σε νομική συμβουλή, οπότε και πληροφορήθηκαν από την έρευνα που πραγματοποιήθηκε, ότι όχι μόνο η σύζυγος του κληρονομούμενου και οι δύο θυγατέρες του, αλλά και κάποια οπό τα αδέλφια του κληρονομουμένου, μεταξύ αυτών και η μητέρα τους, Μ., είχαν ήδη αποποιηθεί την επαχθείσα σ’ αυτούς κληρονομιά. Ειδικότερα, η μητέρα των εναγόντων, Μ. Τ., ως απόφοιτος του δημοτικού σχολείου , μη έχοντας νομική κατάρτιση και αγνοώντας ότι μετά την εκ μέρους της αποποίηση της κληρονομιάς του αποβιώσαντος αδελφού της, Θ., η εν λόγω κληρονομιά επήχθη στα τέκνα της (ενάγοντες), σύμφωνα με τις διατάξεις του ΑΚ και ότι η άπρακτη παρέλευση της τετράμηνης προθεσμίας από την επόμενη της δικής της αποποίησης, θα είχε ως συνέπεια να θεωρείται ότι η εν λόγω κληρονομιά γίνεται αποδεκτή από τα τέκνα της, ουδέποτε γνωστοποίησε στα τελευταία ότι η ίδια είχε προβεί σε δήλωση αποποίησης της κληρονομιάς του αδελφού της. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, παρήλθε άπρακτη η τετράμηνη προθεσμία αποποιήσεως της κληρονομιάς του θείου τους για τους ενάγοντες και θεωρήθηκε ότι έγινε, αποδεκτή απ’ αυτούς, κατά πλάσμα δικαίου. Ωστόσο, η μη αποποίηση της κληρονομιάς εκ μέρους των εναγόντων μέσα στη νόμιμη προθεσμία οφείλεται στην άγνοια των σχετικών διατάξεων του Α.Κ. περί την επαγωγή και κτήση της κληρονομιάς, καθώς και των συνεπειών της παραμελήσεως της προθεσμίας και ειδικότερα, η πλάνη τους συνίστατο, τόσο στο σύστημα της κτήσεως της κληρονομιάς, κατά τον Α.Κ., που επέρχεται αμέσως μετά τον θάνατο του κληρονομουμένου και την αποποίηση των συγγενών των προηγούμενων τάξεων, όσο και στην άγνοια της υπάρξεως της προθεσμίας του άρθρου 1847 Α.Κ. προς αποποίηση και της κατά το άρθρο 1850 Α.Κ. νομικής σημασίας της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης. Ως εκ τούτου, η τετράμηνη προθεσμία του άρθρου 1847 Α.Κ. δεν άρχισε για τους ενάγοντες από την 22-8-2014, δηλαδή την επομένη της αποποίησης της κληρονομιάς από τη μητέρα τους, γιατί η άγνοιά τους απέκλεισε τη γνώση της επαγωγής της κληρονομιάς, άρχισε, δε, τον Μάρτιο 2016, με την επίσκεψή τους σε δικηγορικό γραφείο, οπότε και ενημερώθηκαν και πληροφορήθηκαν για τις σχετικές διατάξεις του νόμου περί επαγωγής της κληρονομιάς και της κατά πλάσμα αποδοχής αυτής και αποποίησης. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προέκυψε ότι οι ενάγοντες επισκέφθηκαν πριν ακόμη λάβει χώρα η αποποίηση της κληρονομιάς του αποβιώσαντος από τη μητέρα τους, δικηγορικό γραφείο και ενημερώθηκαν για την επαγωγή της κληρονομιάς και τις συναφείς προθεσμίες, όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ενέργεια στην οποία, άλλωστε, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, δεν προβαίνει ο μέσος συνετός άνθρωπος, όσον αφορά την κληρονομιά ενός συγγενή του, που δεν αποβιώνει άτεκνος, αλλά αντίθετα καταλείπει άμεσους κληρονόμους του της πρώτης τάξης, σύζυγο και τέκνα. Επιπλέον, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει δεκτό, όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ότι λόγω της επαγγελματικής δραστηριότητας του συζύγου της δεύτερης ενάγουσας, ως λογιστή, είχε ο τελευταίος και γνώση των σχετικών διατάξεων του ΑΚ περί την επαγωγή και κτήση της κληρονομιάς, καθώς και των συνεπειών της παραμέλησης της σχετικής προθεσμίας. Αντίθετα, λόγω της ενασχόλησης του στα πλαίσια της επαγγελματικής του δραστηριότητος με τη σύνταξη των φορολογικών δηλώσεων του αποβιώσαντος και της συνεπακόλουθης γνώσης της περιουσιακής κατάστασης του τελευταίου και των χρεών του προς τρίτους, δεν είναι δυνατόν κατά τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, να επιθυμούσαν οι ενάγοντες να αναμειχθούν στην κληρονομιά του αποβιώσαντος θείου τους, καίτοι γνώριζαν το κατάχρεο αυτής. Συνακόλουθα και σε αρμονία με τα όσα σχετικώς διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη, η ανυπαίτια άγνοια των εναγόντων για τον χρόνο που έλαβε χώρα η αποποίηση της μητέρας τους, καθώς και το γεγονός της αποποίησης, η οποία αποτέλεσε τον λόγο επαγωγής στους ίδιους της κληρονομιάς του θείου τους, που δημιούργησε τη μεταξύ της βουλήσεώς τους και δηλώσεώς τους διάσταση, ήταν ουσιώδης και θεμελιώνει ουσιαστικά βάσιμο δικαίωμά τους για την προσβολή των πλασματικών, λόγω παρέλευσης της σχετικής τετράμηνης προθεσμίας, αποδοχών της κληρονομιάς του ανωτέρω κληρονομούμενου, λόγω πλάνης, συνιστάμενη στην άγνοια του παραπάνω ουσιώδους στοιχείου, δικαίωμα που άσκησαν με την αγωγή τους, την οποία επέδωσαν προς την εναγόμενη στις 11-8-2016 (βλ. υπ’ αριθμ 844481Γ/11-8-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, Π. Ν.), εντός εξαμήνου από την άρση της πλάνης τους, το Μάρτιο του 2018. Οι εκκαλούντες δεν βαρύνονται με οποιαδήποτε αμέλεια, αφού επέδειξαν την επιμέλεια που θα επεδείκνυε κάθε μέσος και μη διαθέτων νομικές γνώσεις άνθρωπος, μόλις δε έλαβαν γνώση της αποποίησης της μητέρας τους και του χρόνου αυτής, προχώρησαν άμεσα στην υποβολή στις 12-4-2016, εκπρόθεσμα, των επίμαχων αποποιήσεων της κληρονομιάς. Για όλα τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, ρητά και με πλήρη σαφήνεια καταθέτει ο μάρτυρας των εκκαλούντων, χωρίς η κατάθεσή του να αντικρούεται από οποιοδήποτε αντίθετο στοιχείο, ο οποίος, μάλιστα, έχει άμεση και προσωπική γνώση των όσων καταθέτει, τόσο ως λογιστής του κληρονομουμένου, όσο και ως σύζυγος της δεύτερης εκκαλούσας.
Συνεπώς και σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, ενόψει του ότι οι ενάγοντες βρίσκονταν σε νομική πλάνη, δηλαδή αγνοούσαν τις σχετικές διατάξεις του Α. Κ. για την αποδοχή της κληρονομιάς, η πλάνη τους δε αυτή, η οποία δεν σχετίζεται με το παθητικό της κληρονομιάς, ήταν ουσιώδης, λόγω των έννομων συνεπειών που συνεπαγόταν αυτή, ώστε αν γνώριζαν την αληθινή κατάσταση, δηλαδή την ύπαρξη από το νόμο προθεσμίας προς αποποίηση της κληρονομιάς και τις έννομες συνέπειες από την άπρακτη παρέλευση της, δε θα άφηναν να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, αλλά θα αποποιούνταν εμπρόθεσμα την κληρονομιά , έτσι ώστε να καθίσταται άκυρη η πλασματική κατά το νόμο αποδοχή της ανωτέρω κληρονομιάς, η οποία και πρέπει να ακυρωθεί. Επιπλέον δε, οι υπ’ αριθμ. …/12-4- 2016 δηλώσεις αποποίησης κληρονομιάς του αποβιώσαντος, στις οποίες προέβησαν οι ενάγοντες ενώπιον της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου …, μετά την ενημέρωση τους γιο τις οικείες νομικές διατάξεις, είναι έγκυρες, ως γενόμενες εντός τετραμήνου από της γνώσης των οικείων νομικών διατάξεων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε (κατά πλειοψηφία) την αγωγή, δεχόμενο ότι οι ενάγοντες δεν τελούσαν σε νομική πλάνη και ως εκ τούτου δεν συντρέχει λόγος ακύρωσης της αποδοχής κληρονομιάς που έλαβε χώρα λόγω άπρακτης παρέλευσης της τετράμηνης προθεσμίας, καθώς και ότι οι γενόμενες υπ’ αριθμ. …/2016 δηλώσεις αποποίησης κληρονομιάς των εναγόντων είναι εκπρόθεσμες, εσφαλμένα το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε.
Συνεπώς, κατά παραδοχή και ως κατ’ ουσίαν βάσιμων των σχετικών λόγων της ένδικης έφεσης, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς όλες της τις διατάξεις. Ακολούθως, κατ’ άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 16 § 7 του ν. 2915/2001, πρέπει το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, να κρατήσει την από 26-7-2016 (αριθ. εκθ. καταθ. 301/7/2016) αγωγή και να κάνει αυτή δεκτή και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, να ακυρωθεί η πλασματική αποδοχή κληρονομιάς, στην οποία προέβησαν οι ενάγοντες, λόγω άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας αποποίησης, σχετικά με την κληρονομιά του αποβιώσαντος, την 17-5-2014 Θ. Σ. του Α. και να αναγνωρισθούν ως έγκυρες και εμπρόθεσμες οι υπ’ αριθμ …/2016 εκθέσεις αποποίησης κληρονομιάς της γραμματέως του Ειρηνοδικείου … “.
Από τη διάταξη του αρθρ.559 αριθ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόστηκε, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε με ψευδή ερμηνεία του κανόνα δικαίου, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περιπτώσεως (Ολ ΑΠ 10/2011, ΑΠ 148/2020, ΑΠ 486/2013, ΑΠ 568/2013). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68 και 73 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, για την αποτελούσα διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης νομιμοποίηση του διαδίκου αρκεί κατ’ αρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της καταγομένης προς κρίση έννομης σχέσης, χωρίς (κατ’ αρχήν) να ασκεί επιρροή η αλήθεια ή όχι αυτού, αφού η έλλειψη συνδρομής της παραπάνω διαδικαστικής προϋπόθεσης συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως νομικά μεν αβάσιμης κατά το στάδιο έρευνας της νομικής βασιμότητας της αγωγής, ως ουσιαστικά δε αβάσιμης στην περίπτωση μη απόδειξης (κατά το στάδιο της έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας) των επικληθέντων προς θεμελίωσή της (νομιμοποίησης) πραγματικών περιστατικών. Ενόψει δε του ότι η νομιμοποίηση του διαδίκου και το έννομο συμφέρον αποτελούν ουσιαστικές προϋποθέσεις για την παροχή δικαστικής προστασίας, η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου περί συνδρομής ή όχι των προϋποθέσεων αυτών ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ και όχι εκείνον του αριθμού 14, ο οποίος ανακύπτει μόνον όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν εκτίθενται τα στοιχεία που θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση και δικαιολογούν το έννομο συμφέρον για την άσκηση της (Ολ ΑΠ 25/2008, ΑΠ 975/2020, 752/2020, ΑΠ 1157/2017, ΑΠ 199/2017, ΑΠ 628/2010). Από δε τις διατάξεις των άρθρων 155 και 1857 παρ. 2 του ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή για την ακύρωση της αποδοχής της κληρονομιάς λόγω πλάνης, σύμφωνα με τη διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 155 του Α.Κ, στρέφεται κατά του αμέσως έλκοντος έννομο κληρονομικό συμφέρον από την έκπτωση αυτού που ακυρωσίμως – δηλαδή συνεπεία πλάνης – αποδέχθηκε και που στη συνέχεια θα αποποιηθεί, δηλαδή κατ’ εκείνου στον οποίο θα επαχθεί η κληρονομιά μετά την αποδοχή της αγωγής και την αποποίηση του ενάγοντα στην περί ακύρωσης δίκης καθώς επίσης και κατά του δανειστή της κληρονομιάς (βλ. ΑΠ 572/2016).
Στη προκείμενη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθμ. 1α του Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, διότι το Εφετείο δεν απέρριψε την αγωγή λόγω ελλείψεως παθητικής της νομιμοποιήσεως, καθόσον ερμήνευσε εσφαλμένα τη διάταξη του άρθρου 155 Α.Κ., δεχόμενο ως βάσιμη κατ’ουσίαν την ως άνω αγωγή των εναγόντων και ήδη αναιρεσειβλήτων περί ακυρώσεως της πλασματικής αποδοχής της κληρονομιάς του Θ. Σ., η οποία στρεφόταν κατ’αυτής (αναιρεσείουσας), ως δανείστριας της κληρονομιάς. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον με αυτά που δέχθηκε ως άνω η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε ευθέως τις διατάξεις των άρθρων 1857 παρ.2 και 155 Α.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, αφού σύμφωνα με όσα στη νομική σκέψη αναφέρονται, η ένδικη αγωγή για την ακύρωση της αποδοχής της κληρονομιάς λόγω πλάνης, στρέφεται και κατά του δανειστή της κληρονομιάς, όπως εν προκειμένω τυγχάνει η εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα, δανείστρια της κληρονομιάς, Τράπεζα.
Με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως αποδίδεται η πλημμέλεια στην προσβαλλόμενη απόφαση από το άριθμό 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ, διότι δεν κήρυξε απαράδεκτο κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 68 και 73 του Κ.Πολ.Δ., καθόσον η αγωγή δεν απευθύνθηκε κατά όλων των δανειστών και κατά εκείνων προς τους οποίους θα επαγόταν η κληρονομιά μετά την αποδοχή της αγωγής και την αποποίηση των εναγόντων στην περί ακύρωσης της πλασματικής αποδοχής της κληρονομιάς δίκη. Ο λόγος αυτός είναι προεχόντως απαράδεκτος, διότι η αναιρεσείουσα με το σχετικό λόγο αναίρεσης δεν επικαλείται ελλείψεις της αγωγής ως προς την νομιμοποίηση των διαδίκων και το έννομο συμφέρον για την άσκηση της. Η επικαλούμενη δε υποχρεωτική κοινή εναγωγή επί ποινή απαραδέκτου της αγωγής ακύρωσης λόγω πλάνης της πλασματικής αποδοχής κληρονομιάς, των κληρονόμων στους οποίους θα επαχθεί η κληρονομιά μετά την αποδοχή της αγωγής και την αποποίηση των ενάγοντων στην ως άνω δίκη και όλων των δανειστών της κληρονομιάς , υπό της έννοια της εξαρτήσεως του παραδεκτού αυτής, δεν συνάγεται από τις πιο πάνω διατάξεις (68 και 73 του Κ.Πολ.Δ). Μόνο στην περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας του άρθρου 76 παρ.1 γ’ του Κ.Πολ.Δ, ο νόμος επιτάσσει ρητώς την κοινή νομιμοποίηση όλων των ομοδίκων, πράγμα που δεν συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση της αγωγής ακύρωσης λόγω πλάνης της πλασματικής αποδοχής κληρονομιάς.
Συνεπώς, σε κάθε περίπτωσης λόγος αυτός είναι αβάσιμος.
Κατ’ ακολουθίαν τούτων, εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος αναιρετικός λόγος, πρέπει ν’απορριφθεί η από 25-11-2019 αίτηση για αναίρεση της υπ’αριθμ. 744/2019 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και να διαταχθεί, κατά την παρ. 3 του άρθρου 495 ΚΠολ.Δ., η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου που κατατέθηκε από την αναιρεσείουσα κατά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης και επισυνάφθηκε στη σχετική έκθεση κατάθεσης του Γραμματέα του Εφετείου. Τέλος, στην αναιρεσείουσα που ηττήθηκε, πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός τους, το οποίο οι τελευταίοι νόμιμα και βάσιμα υπέβαλαν με τις προτάσεις τους (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 25-11-2019 αίτηση, για αναίρεση της 744/2019 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου που έχει κατατεθεί για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης στο Δημόσιο Ταμείο. Και ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων εις βάρος της αναιρεσείουσας τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Απριλίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Μαΐου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ