Αριθμός 963/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A1′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Λέκκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Καγκάνη, Αλτάνα Κοκκοβού, Ιωάννη Μπαλιτσάρη και Θωμά Γκατζογιάννη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2017, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Π. Ν. του Β., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως λόγω της δικηγορικής του ιδιότητας με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Π. Ν. του Ν., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Αγγελακόπουλο με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14/8/2007 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Καρδίτσας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 91/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 542/2014 του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 2/6/2016 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία 542/2014 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, η οποία δέχθηκε κατ’ ουσίαν την έφεση, που είχε ασκήσει ο αναιρεσείων, κατά της 91/2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, με την οποία είχε κηρυχθεί αναρμόδιο κατά τόπο και είχε παραπέμψει την εκδίκαση της από 14-8-2007 αγωγής αυτού περί αποζημιώσεως λόγω αδικοπραξίας στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας, μετά δε την εξαφάνιση της απόφασης αυτής, δικάζοντας την άνω αγωγή, την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 και 564 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Με το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 του ίδιου Κώδικα, αναίρεση επιτρέπεται, μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, δηλαδή με απόδοση στον κανόνα δικαίου έννοιας μη αληθινής ή μη αρμόζουσας, ή έννοιας περιορισμένης ή στενής, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ ΑΠ 7/2006, Ολ ΑΠ 4/2005). Με τον λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου), ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου, κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα, κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (Ολ ΑΠ 27 και 28/1998). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 του ν. 5960/1933 “περί επιταγής”, εάν επιταγή, ατελής κατά την έκδοση, συμπληρώθηκε εναντίον αυτών που συμφωνήθηκαν, η μη τήρηση των συμφωνιών αυτών δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά του κομιστή, εκτός αν αυτός απέκτησε την επιταγή με κακή πίστη ή αν, κατά την κτήση της, διέπραξε βαρύ πταίσμα. Από τη διάταξη, αυτή προκύπτει ότι η επιταγή μπορεί να τεθεί σε κυκλοφορία, εφόσον φέρει απλή υπογραφή του εκδότη, με την πρόθεση να δημιουργηθεί θεληματικά ατελής επιταγή, η οποία όμως μπορεί να συμπληρωθεί, με βάση την συμφωνία που έγινε με τον λήπτη. Η μη τήρηση της συμφωνίας συμπλήρωσης της λευκής επιταγής, που μπορεί να είναι και σιωπηρή, τεκμαιρόμενη μάλιστα σε περίπτωση που αφέθηκε σε αυτήν (επιταγή) συγκεκριμένο κενό, προφανώς με σκοπό μεταγενέστερης συμπλήρωσής της, δεν αποτελεί πλαστογράφηση αυτής. Τέτοια υπάρχει, αν συμπληρωθεί ατελής επιταγή, για την οποία δεν υπάρχει συμφωνία για τη συμπλήρωσή της. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 του ν. 5960/1933 “περί επιταγής”, τα από την επιταγή εναγόμενα πρόσωπα δεν μπορούν να αντιτάξουν κατά του κομιστή ενστάσεις, που στηρίζονται σε προσωπικές τους σχέσεις με τον εκδότη ή τους προηγούμενους κομιστές, έκτος αν ο κομιστής, κατά την απόκτηση της επιταγής, ενήργησε με γνώση προς βλάβη του οφειλέτη. Στον παραπάνω όμως κανόνα του απαραδέκτου των ενστάσεων αυτών, που προτείνονται από πρόσωπα τα οποία ευθύνονται από επιταγή, κατά του κομιστή αυτής, δεν περιλαμβάνονται οι λεγόμενες απόλυτες ενστάσεις, οι οποίες δεν στηρίζονται στις προσωπικές σχέσεις του εναγόμενου μετά του εκδότη ή των προηγουμένων κομιστών. Τέτοια δε είναι και η ένσταση πλαστογραφίας, η οποία προτείνεται κατά παντός κομιστή, έστω και καλής πίστεως. Όμως, κατά τα προεκτεθέντα, η μη τήρηση της συμφωνίας συμπλήρωσης της λευκής επιταγής δεν αποτελεί πλαστογράφησή της και επομένως δεν μπορεί να προταθεί κατά παντός κομιστή. Κατά του κομιστή της επιταγής στην περίπτωση αυτή, μπορεί να αντιταχθεί από τον εκδότη αυτής η ένσταση της αντισυμβατικής συμπλήρωσης των ελλειπόντων στοιχείων, με την σαφή προϋπόθεση ότι αυτός απέκτησε την επιταγή με κακή πίστη ή εάν διέπραξε κατά την απόκτησή της βαρύ πταίσμα (ΑΠ 907/2018, ΑΠ 544/2015, ΑΠ 738/2006). Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Τον Απρίλιο του έτους 2016 ο εναγόμενος διαπραγματεύθηκε και συμφώνησε με τον Α. Α. την αγοραπωλησία ενός γεωργικού μηχανήματος, τύπου UNIMYC, το οποίο συνοδευόταν από ένα ψεκαστικό και ένα γερανό, έναντι του ποσού των 12.000 ευρώ. Ο εναγόμενος κατέβαλε τμηματικά στον Α. Α. διάφορα χρηματικά ποσά και πιο συγκεκριμένα κατέβαλε διαδοχικά δύο φορές μετρητά συνολικού ύψους 5.000 ευρώ και, λόγω οικονομικής δυσχέρειας μερικές φορές για καταβολή μετρητών, εξέδωσε εις διαταγήν του Α. Κ. αλλά και της συζύγου του, Χ. Σ., επιταγές, μεταχρονολογημένες, μερικές από τις οποίες πληρώθηκαν και μερικές από αυτές αντικαταστάθηκαν με άλλες λόγω έλλειψης οικονομικής ρευστότητας του εναγομένου να πληρώσει τη δεδομένη κάθε φορά στιγμή, δηλαδή της “λήξης” κάθε επιμέρους συγκεκριμένης επιταγής. Μία από τις επιταγές που εκδόθηκαν σε αντικατάσταση άλλης επιταγής ήταν και η επίδικη, δηλαδή η με ημερομηνία έκδοσης 15-7-2007 και με αριθμό …0739-1 επιταγή της …. Η παραπάνω επιταγή εκδόθηκε από τον εναγόμενο εις διαταγήν της συζύγου του Α. Α., δηλαδή της Χ. Σ.-Α., με ασυμπλήρωτα – “λευκά”, πλην της υπογραφής του εκδότη, όλα τα στοιχεία της και κυρίως το ποσό αυτής, με την προφορική, αλλά ρητή και σαφή συμφωνία μεταξύ αυτού και του Α. Α. να συμπληρωθεί η επιταγή με το ποσό των 3.000 ευρώ. Σε παράβαση της σχετικής συμφωνίας η παραπάνω επιταγή συμπληρώθηκε με το ποσό των 6.000 ευρώ και μεταβιβάστηκε με οπισθογράφηση στον ενάγοντα ο οποίος τη μεταβίβασε περαιτέρω. Η επιταγή αυτή δηλαδή, αρχικώς μεταβιβάστηκε στον ενάγοντα, ο οποίος είναι δικηγόρος, ώστε να εξοφληθεί ο τελευταίος για τις αμοιβές που δικαιούνταν από το χειρισμό υποθέσεων του ζεύγους Α.. Το ζεύγος Α. σε συνεργασία μεταξύ τους, ως σύζυγοι πριν τη μεταβίβαση της επιταγής στον ενάγοντα, νόθευσαν την παραπάνω λευκή επιταγή, αναγράφοντας ως ποσό αυτής το ποσό των 6.000 ευρώ, πράξη για την οποία καταδικάστηκαν αυτοί ύστερα από έγκληση του εναγομένου, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 838/2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου, η οποία κατέστη τελεσίδικη, αφού η έφεση κατά της παραπάνω απόφασης απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη, όπως αποδεικνύεται από το υπ’ αριθμ. 257/2014 απόσπασμα του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Λάρισας και προφανώς η καταδικαστική πρωτόδικη απόφαση κατέστη και αμετάκλητη, καθόσον δεν προκύπτει η άσκηση αναίρεσης, ούτε διατυπώθηκε σχετικός ισχυρισμός από τον ενάγοντα. Με αίτηση του ενάγοντος εκδόθηκε για την επίδικη επιταγή, λόγω μη πληρωμής της, η υπ’ αριθμ. 339/2007 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Καρδίτσας, η οποία προσβλήθηκε με ανακοπή και τελικώς ακυρώθηκε, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 182/2008 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Καρδίτσας, με την οποία έγινε δεκτό ότι η διαταγή πληρωμής εκδόθηκε από κατά τόπον αναρμόδιο δικαστήριο, χωρίς να χωρήσει η έρευνα του λόγου περί ανυπαρξίας οφειλής του ανακόπτοντος. Αναλυτικότερα ο ενάγων έλαβε το Μάιο του έτους 2007 την μεταχρονολογημένη επίδικη επιταγή, οπότε και επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον εναγόμενο για την επίδικη επιταγή, ο δε τελευταίος τον ενημέρωσε ότι δεν υφίσταται ισόποση με την επιταγή οφειλή αυτού, ότι η συγκεκριμένη επιταγή παραδόθηκε “λευκή” ως προς το ποσό και τέλος τον ενημέρωσε ότι η οφειλή του ανέρχεται σε μικρότερο ποσό, ίσο με 3.000 ευρώ. Η τηλεφωνική επικοινωνία των διαδίκων το μήνα Μάιο του έτους 2007 και όχι μεταγενέστερα με αντικείμενο συζήτησης την επίδικη επιταγή και το ασυμπλήρωτο ποσό αυτής προκύπτει από τα παρακάτω ειδικότερα αναφερόμενα δεδομένα και πιο συγκεκριμένα προκύπτει κατ’ αρχήν αδίστακτα από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα που εξετάσθηκε με την επιμέλεια του εναγομένου, αλλά και από την κατάθεση της μάρτυρος Χ. Σ., που εξετάσθηκε με την επιμέλεια του ενάγοντος, η οποία κατέθεσε επί λέξει: “Την επιταγή τη δώσαμε στον κ. Ν.. Εκείνος επικοινώνησε με τον Ν., που αποδέχθηκε την επιταγή…”. Βέβαια η μάρτυρας αποφεύγει να προσδιορίσει χρονικά την ημεροχρονολογία της τηλεφωνικής επικοινωνίας των διαδίκων. Ο ενάγων, στις κατατεθείσες από τον ίδιο με την ιδιότητα του καθ’ ου προτάσεις επί της ανακοπής του εναγομένου, ως ανακόπτοντος, κατά της παραπάνω διαταγής πληρωμής, αποδέχεται την τηλεφωνική επικοινωνία του με τον εναγόμενο, αλλά την τοποθετεί για ευνόητους λόγους, χρονικώς στις αρχές Ιουλίου 2007, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι ο ενάγων παραδέχεται ότι μετά τηλεφώνησε και στην πληρεξούσια δικηγόρο του εναγομένου, ενέργειες στις οποίες προέβη μετά τη μεταβίβαση της επιταγής από τον ίδιο σε τρίτο πρόσωπο (Λ. Τ.). Η τηλεφωνική επικοινωνία του ενάγοντος με τον εναγόμενο και με την πληρεξούσια δικηγόρο του τελευταίου έλαβε χώρα με βεβαιότητα πριν την εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή, ασφαλές και αναμφισβήτητο δικαστικό συμπέρασμα που προκύπτει από το γεγονός, ότι ο ίδιος ο ενάγων, ως καθ’ ου η ανακοπή, αναφέρει στις προτάσεις του επί λέξει: “του επέστησα την προσοχή να φροντίσει να πληρώσει την επιταγή…”. Οι αναφορές αυτές και τα συγκεκριμένα γεγονότα καταδεικνύουν την προσπάθεια του ενάγοντος να “εξουδετερώσει” κάθε υπόνοια γνώσης εκ μέρους του του γεγονότος της παράτυπης συμπλήρωσης της επιταγής, αφού, κατά τη λογική και συνήθη πρακτική, κανένας δανειστής δεν σπεύδει προκαταβολικά, δηλαδή πριν την νόμιμη εμφάνιση επιταγής προς πληρωμή, να επιστήσει την προσοχή του εκδότη και οφειλέτη βάσει επιταγής για την υποχρέωση κάλυψης της επιταγής. Η τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ του εναγομένου και του ενάγοντος έλαβε χώρα στις 25-5-2007. Το ακριβές αυτό χρονικό σημείο προκύπτει από την με ημερομηνία κατάθεσης 6-6-2007 έγκληση του εναγομένου, όπου ο τελευταίος σε “ανύποπτο” χρονικό σημείο, με την έννοια πριν τη γένεση της ερευνώμενης διαφοράς, ανέφερε και προσδιόρισε την τηλεφωνική συνομιλία του με τον αντίδικο του για την επίδικη επιταγή και τον τρόπο συμπλήρωσης του ποσού αυτής και δεν την εφευρίσκει καινοφανώς κατά την εκδίκαση της ένδικης αγωγής, η οποία κατατέθηκε στις 16-8-2007 στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, (δεν προκύπτει το χρονικό σημείο επίδοσης αντιγράφου αυτής στον εναγόμενο). Ο ενάγων παρά τη γνώση του περί της ανυπαρξίας της οφειλής του εναγομένου για ποσό 6.000 ευρώ, λόγω παράτυπης συμπλήρωσης του ποσού αυτής, αιτήθηκε και πέτυχε την έκδοση της προαναφερθείσας διαταγής πληρωμής. Η κατά τα ανωτέρω αντισυμβατική, ως αντίθετη σε σχετική συμφωνία, συμπλήρωση του ποσού της ένδικης επιταγής συνιστά νόθευση της επιταγής και μπορεί, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στη νομική σκέψη, να αντιταχθεί κατά του ενάγοντος, ο οποίος ενόψει των όσων ήδη αναφέρθηκαν και έγιναν δεκτά ως αποδεδειγμένα τελούσε σε κακή πίστη κατά την κτήση της επίδικης επιταγής”. Με τις ανωτέρω, αναιρετικώς ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές της, κατά το μέρος που ενδιαφέρουν εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη εξαφανίζοντας την πρωτόδικη απόφαση με την οποία το δικαστήριο είχε κριθεί ως κατά τόπο αναρμόδιο για την εκδίκαση της διαφοράς, και κρίνοντας κατ’ ουσίαν την εκ της αδικοπραξίας από την έκδοση επιταγής, για την πληρωμή της οποίας δεν υπήρχαν στον οικείο λογαριασμό τα απαραίτητα για την πληρωμή της κεφάλαια, αγωγή, απέρριψε αυτήν στηρίζοντας την κρίση της στο ότι οι Αθανάσιος Α.ς και η σύζυγος του Χ. Σ. – Α., πλαστογράφησαν (νόθευσαν) την επίδικη επιταγή, συμπληρώνοντας το ποσό αυτής, αντίθετα με την προφορική, αλλά ρητή συμφωνία τους, η δε πλαστογραφία αυτής αντιτάσσεται και κατά του κομιστή αναιρεσείοντος, καθώς και ότι ο τελευταίος τελούσε, σύμφωνα με τις ειδικότερες σκέψεις της, σε κακή πίστη κατά την κτήση της επιταγής αυτής. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή την διάταξη του άρθρου 13 του ν. 5960/1933 “περί επιταγής”, καθόσον τα δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά δεν δικαιολογούσαν πλαστογραφία της ένδικης επιταγής, η οποία μπορούσε να θεμελιώσει ένσταση απόλυτης ακυρότητας, δυνάμενη να προβληθεί κατά παντός τρίτου κομιστή, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ως άνω διάταξης, αλλά ένσταση αντισυμβατικής συμπλήρωσης των ελλειπόντων στοιχείων της επιταγής αυτής, η οποία μπορούσε να αντιταχθεί κατά του κομιστή αυτής αναιρεσείοντος υπό την προϋπόθεση ότι αυτός απέκτησε την επιταγή με κακή πίστη ή εάν διέπραξε κατά την απόκτησή της βαρύ πταίσμα. Ειδικότερα, δεν δικαιολογούσαν την παραδοχή περί πλαστογραφίας (νόθευσης) της επίδικης επιταγής, τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από την αναιρεσιβαλόμενη, ότι η συμπλήρωση της ένδικης επιταγής από το ζεύγος Α., έγινε, παρά την ύπαρξη της προφορικής, αλλά ρητής και σαφούς συμφωνίας μεταξύ του εκδότη αυτής αναιρεσίβλητου και του Α. Α., συμπλήρωσης της επιταγής αυτής με το ποσό των 3.000 ευρώ, και όχι με το ποσό των 6.000 ευρώ, με το οποίο συμπληρώθηκε, καθόσον οι παραδοχές αυτές συνιστούσαν μη τήρηση της συμφωνίας συμπλήρωσης της επίδικης λευκής, κατά το στοιχείο τούτο, επιταγής και δεν αποτελούσαν πλαστογράφηση αυτής, η οποία υπάρχει, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, μόνο αν συμπληρωθεί ατελής επιταγή, για την οποία δεν υπάρχει συμφωνία για τη συμπλήρωσή της. Εξάλλου, το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες, σχετικά με το εάν η συμπλήρωση της επίμαχης επιταγής, “λευκής”, κατά τις παραδοχές της, τουλάχιστον ως προς το ποσό, με μεγαλύτερο ποσό του συμφωνηθέντος μεταξύ εκδότη και αποδέκτη αποτελεί πλαστογραφία, με την έννοια της νόθευσης, της επιταγής, και αναφορικά με την υποβολή της σχετικής ένστασης πλαστότητας της επιταγής, ή ένσταση του εκδότη κατά του τρίτου από την κατά παράβαση της συμφωνίας, συμπλήρωση της ατελούς αυτής επιταγής, με ποσό διαφορετικό εκείνου που είχαν συμφωνήσει εκδότης και αποδέκτης αυτής και εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις παραδεκτής προβολής της ένστασης αυτής κατά του τρίτου, δηλαδή για ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ειδικότερα: α) δεν καθίσταται σαφές ποιος ήταν κατά το Εφετείο ο ισχυρισμός, που προτάθηκε από τον αναιρεσίβλητο, ως άμυνα κατά της αγωγής, ήτοι εάν πρότεινε ένσταση πλαστότητας της ένδικης επιταγής, η οποία αντιτάσσεται κατά παντός κομιστή, ή ένσταση αντισυμβατικής συμπλήρωσης αυτής, η οποία μπορούσε να αντιταχθεί κατά του κομιστή αυτής αναιρεσείοντος, υπό την προϋπόθεση ότι αυτός απέκτησε την επιταγή με κακή πίστη ή διέπραξε κατά την απόκτησή της βαρύ πταίσμα, ενόψει του ότι σωρευτικά παρατίθενται ως αποδειχθέντα τα πραγματικά με βάση τα οποία στηρίζεται η κρίση για τη συνδρομή των δύο περιπτώσεων, ούτε διευκρινίζεται στην παραδοχή ποιου ισχυρισμού στηρίζεται το συμπέρασμα του για απόρριψη της αγωγής, β) Δεν καθίσταται σαφές αν ο ενάγων (ήδη αναιρεσείων) βρισκόταν σε κακή πίστη κατά την κτήση της επιταγής, ενόψει των παραδοχών του Εφετείου που αναφέρονται μόνο σε επικοινωνία του αναιρεσείοντος μετά την απόκτηση με μεταβίβαση της ένδικης επιταγής σ’ αυτόν, οι σχετικές δε παραδοχές αντιφάσκουν προς την κρίση που διατυπώνεται. Συγκεκριμένα, ενώ δέχεται ότι μετά την κτήση της επιταγής, επικοινώνησε με τον εκδότη αυτής, αναιρεσίβλητο, ο οποίος του γνωστοποίησε τη συμφωνία του με τον Α. Α. για συμπλήρωση αυτής με το ποσό των 3.000 ευρώ και ότι μετά την περαιτέρω μεταβίβαση αυτής από τον ίδιο προς τρίτο πρόσωπο επικοινώνησε με τον αναιρεσίβλητο και τη δικηγόρο του τελευταίου και συνεπώς ότι έλαβε γνώση της αντισυμβατικής συμπλήρωσης του ποσού μετά την κτήση της επιταγής, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αποδεδειγμένα ο κομιστής αναιρεσείων τελούσε σε κακή πίστη κατά την κτήση της επίδικης επιταγής. Το ζήτημα αυτό ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, καθόσον, η ένσταση της αντισυμβατικής συμπλήρωσης των ελλειπόντων στοιχείων της επιταγής, μπορεί να αντιταχθεί κατά του περαιτέρω κομιστή της επιταγής από τον εκδότη, μόνον αν αυτός διατελεί σε κακή πίστη ως προς την απόκτηση της επιταγής και όχι αν η κακή πίστη δημιουργηθεί σε μεταγενέστερο χρόνο. Ενόψει τούτων, ο πρώτος λόγος του αναιρετηρίου, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι, με την προσβαλλόμενη απόφασή του το Εφετείο αφενός μεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 13 του ν. 5960/1933 “περί επιταγής”, καθώς και ότι παραβίασε εκ πλαγίου με ασαφή και αντιφατική αιτιολογία τις αναφερόμενες ανωτέρω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου και υπέπεσε έτσι στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος.
Επομένως, κατά παραδοχή του προαναφερόμενου λόγου αναίρεσης, η αναιρετική εμβέλεια του οποίου καθιστά αλυσιτελή την εξέταση των λοιπών λόγων αυτής, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ.).
Μετά την αναίρεση της απόφασης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στον καταθέσαντα τούτο αναιρεσείοντα που νίκησε (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί ο αναιρεσίβλητος στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, κατά παραδοχή του νόμιμου και βάσιμου σχετικού αιτήματος του (άρθρα 176, 183 και 191 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 542/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συντεθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν.
Διατάσει την επιστροφή του παραβόλου στον αναιρεσείοντα.
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος που ορίζει σε δύο χιλιάδες οκτακόσια (2800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Μαρτίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 31 Ιουλίου 2019.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ