Απόφαση: 6246/2023, 26ο Τριμελές
Πρόεδρος: Παναγιώτης Τσόγκας, Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ.
Εισηγήτρια: Αναστασία Ζυμή, Πρωτοδίκης Δ.Δ.
Προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης αποτελεί και η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας του δημόσιου οργάνου και της επελθούσας ζημίας. Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη), κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και προκάλεσε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση το ζημιογόνο αποτέλεσμα. (βλ. ΣτΕ 156/2022 7μ. σκ. 9, 1658/2022 σκ. 8, 252/2020 σκ. 7, 1774/2020 σκ. 5). Ειδικότερα, στην περίπτωση που το Δημόσιο και τα Ν.Π.Δ.Δ. υποχρεωθούν σε επιδίκαση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης της οικογένειας του θύματος, κατά το άρθρο 932 εδ. γ Α.Κ., θα πρέπει η επικληθείσα παρανομία και ο θάνατος του προσώπου να συνδέονται αιτιωδώς. Η παροχή χρηματικής ικανοποίησης στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης έχει ως δικαιολογία τον ψυχικό πόνο που δοκίμασαν οι συγγενείς του θανατωθέντος για την απώλεια του προσφιλούς προσώπου και αποβλέπει στην κτήση περιουσιακών αγαθών δια των οποίων θα καταστεί δυνατή η ηθική παρηγοριά και ψυχική ανακούφιση αυτών. Υπόχρεος για την πληρωμή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης είναι ο υπεύθυνος για την αδικοπραξία (ΑΠ 429/1967) που συνδέεται αιτιωδώς με το επελθόν αποτέλεσμα του θανάτου του προσφιλούς τους προσώπου, σε περίπτωση δε υπάρξεως περισσοτέρων υποχρέων εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων Α.Κ. 926 – 927.
Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ., Ν 2717/1999, Α-97), όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 17 του Ν. 4446/2016, με την οποία θεσπίζεται δέσμευση των διοικητικών δικαστηρίων από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων και τα αποφαινόμενα να μην απαγγελθεί κατηγορία αμετάκλητα βουλεύματα, αφορά μόνο τις δίκες με αντικείμενο την επιβολή διοικητικών κυρώσεων λόγω διάπραξης διοικητικών παραβάσεων που πληρούν τα κριτήρια Engel, και όχι κάθε δίκη που αφορά καταλογισμό χρηματικού ποσού κατ’ εφαρμογή διάταξης νόμου που θεσπίζει τη σχετική υποχρέωση δημόσιου δικαίου, αφού στις τελευταίες αυτές δίκες δεν εφαρμόζεται η αρχή ne bis in idem (βλ. ΣτΕ 897/2021 που αφορά περίπτωση επιβολής δασμών και φόρων). Συνεπώς, η ρύθμιση της παρ. 2 του άρθρου 5 του Κ.Δ.Δ. περί δέσμευσης των διοικητικών δικαστηρίων από τις «αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις, καθώς και από τα αμετάκλητα αποφαινόμενα να μην γίνει κατηγορία βουλεύματα» δεν εφαρμόζεται στις δίκες που ανοίγονται με άσκηση αγωγής αποζημίωσης με βάση τα άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ (ΣτΕ 156/2022 7μ. σκ. 15, 1658/2022 σκ. 11). Περαιτέρω, έχει κριθεί ότι η εφαρμογή του τεκμηρίου της αθωότητας δεν συνεπάγεται αποδεικτική δέσμευση του διοικητικού δικαστηρίου που οδηγεί υποχρεωτικά σε αποδεικτικό πόρισμα σύμφωνο με προηγούμενη αθωωτική ποινική απόφαση (ή απαλλακτικό βούλευμα) και κατ’ ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του Δημοσίου ή του Ν.Π.Δ.Δ., όργανο του οποίου είναι το πρόσωπο που αθωώθηκε, και, συνακολούθως, σε κατ΄ ουσίαν απόρριψη της αγωγής, ωστόσο, το διοικητικό δικαστήριο υποχρεούται, να λάβει σοβαρά υπόψη και να συνεκτιμήσει την προηγηθείσα τελική απαλλακτική ποινική απόφαση (ή απαλλακτικό βούλευμα), κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του. Τέλος, αν το δικαστήριο καταλήξει σε κρίση που αποκλίνει από τις ουσιαστικές κρίσεις του ποινικού δικαστηρίου, υποχρεούται να αιτιολογήσει τη διαφορετική κρίση του, κατά τρόπον ώστε να μην καταλείπονται αμφιβολίες ως προς τον σεβασμό του τεκμηρίου της αθωότητας που απορρέει από την τελική έκβαση της ποινικής δίκης (βλ. ΣτΕ 156/2022 7μ. σκ. 13 – 14, 1658/2022 σκ. 11, και Ολ. ΑΠ 4/2020, ΑΠ 1509/2022, 459/2020, 83/2021).
Τα αστυνομικά όργανα που πραγματοποιούν σύλληψη δράστη για επ’ αυτοφώρω και καταλαμβανόμενο κακούργημα ή πλημμέλημα οφείλουν να ενεργούν με σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και να μην καταφεύγουν στη χρήση υπερβολικής βίας.
Κρίση του Δικαστηρίου ότι η δράση των αστυνομικών οργάνων κατά τη σύλληψη δράστη επ’ αυτοφώρω καταλαμβανόμενης εγκληματικής ενέργειας ως σύνολο μερικότερων ενεργειών συγκροτουσών την επαγγελματική τους δραστηριότητα, υπήρξε σύννομη και η ασκηθείσα εξ αντικειμένου βία δεν υπερέβη το αναγκαίο μέτρο που απαιτείτο για την εξουδετέρωση του συλληφθέντος. Η διαδικασία που ακολούθησαν για να τον ακινητοποιήσουν ήταν η ολιγότερη επαχθής, εφόσον εν προκειμένω δεν μπορούσαν να ενεργήσουν διαφορετικά, συνεκτιμώντας και το περιεχόμενο του δοθέντος σήματος από την Άμεσο Δράση. Αποβλέποντες, αποκλειστικώς, στη σύλληψή του δεν είχαν πρόθεση να του προκαλέσουν σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας του, δεδομένου ότι σωματικές βλάβες στο σώμα του (συλληφθέντος) από τις ενέργειες αυτών δεν αποτυπώθηκαν στις ιατροδικαστικές εκθέσεις. Στην εξελικτική πορεία του τραγικού συμβάντος, σπουδαίας κρισιμότητας γεγονός συνιστά ο χρόνος άφιξης των αστυνομικών στον τόπο του επεισοδίου, που έγινε σε δεύτερο κατά τη χρονική διαδρομή στάδιο εκείνου που προηγήθηκε κατά το οποίο ο δράστης δέχτηκε επίθεση από άλλα πρόσωπα, τα οποία με αλλεπάλληλα λακτίσματα στην κρανιοεγκεφαλική χώρα, στα χέρια και τα πόδια του προκάλεσαν επικίνδυνες σωματικές βλάβες, οι οποίες ως εκ του τρόπου που επηνέχθησαν και του σημείου του σώματος που επλήγη μπορούσαν να προκαλέσουν κίνδυνο ζωής ή βαριάς σωματικής βλάβης στον παθόντα. Εκ των προεκτεθέντων συνάγεται ότι οι ενέργειες των αστυνομικών οργάνων κατά τη σύλληψη δεν συνδέονται αιτιωδώς με τον θάνατό του.