Δεκτή η αίτηση αναίρεσης της δανείστριας τράπεζας
Σε υπόθεση δανείων με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι δεν αποτελεί στοιχείο του νομίμου της αγωγής η επιδίωξη είσπραξης των οφειλών από τον πρωτοφειλέτη, κάνοντας δεκτή την αίτηση αναίρεσης της δανείστριας τράπεζας (ΑΠ 797/2023).
Τόσο το πρωτοβάθμιο όσο και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψαν την αγωγή ως μη νόμιμη, με την αιτιολογία ότι προϋπόθεση της γένεσης της αξίωσης της ενάγουσας δανείστριας τράπεζας είναι η από πλευράς της τήρηση της υποχρέωσης επιδίωξης της είσπραξης των αιτούμενων με την υπό κρίση αγωγή ποσών από την πρωτοφειλέτρια, πιστούχο επιχείρηση, εντός νόμιμης προθεσμίας ενέργειας 3 μηνών, από τη λήξη της πρώτης τοκοχρεολυτικής δόσης εκάστου των αναφερομένων στην εν λόγω αγωγή 2 δανειακών συμβάσεων.
Η τράπεζα, όπως αναφέρει στην αγωγή της, αρκέστηκε στην καταγγελία των επίδικων δανειακών συμβάσεων και στην αποστολή σχετικών εξώδικων προς την πιστούχο, πρωτοφειλέτρια εταιρεία, χωρίς να έχει προβεί σε οποιαδήποτε άλλη εξώδικη ή δικαστική διεκδίκηση της επίμαχης απαίτησής της κατά της πρωτοφειλέτριας πιστούχου εταιρείας.
Κατά την κρίση του ανωτάτου δικαστηρίου, όμως, έτσι που έκρινε το Εφετείο, το οποίο απέρριψε την αγωγή, δεχόμενο ότι προϋπόθεση της γένεσης της επίμαχης αξίωσης της αναιρεσείουσας τράπεζας είναι η τήρηση από αυτή της υποχρέωσης επιδίωξης είσπραξης των αιτούμενων με την υπό κρίση αγωγή ποσών από την πρωτοφειλέτρια, εντός 3 μηνών, από τη λήξη της πρώτης τοκοχρεολυτικής δόσης εκάστου των αναφερομένων στην εν λόγω αγωγή δανειακών συμβάσεων, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 11 του Ν.2322/1995 και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών και εχουσών κανονιστική ισχύ υπ’ αριθ. 2/75172/0025/26-1-2007 και 2/9851/0025/30-6-2009 Αποφάσεων του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, δια των οποίων παρασχέθηκε η εγγύηση του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου προς την αναιρεσείουσα για τις αναφερόμενες στην αγωγή συμβάσεις δανείων, που αυτή χορήγησε στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “Ε. Κ. Α.Ε.”.
Ο Άρειος Πάγος τόνισε ότι τα διαλαμβανόμενα στο αγωγικό δικόγραφο, αληθή υποτιθέμενα, πληρούν το πραγματικό των ανωτέρω διατάξεων και, άρα είναι επαρκή για την νομική στήριξη του αιτήματος της αναιρεσείουσας, ενώ η πιο πάνω αναφερόμενη υποχρέωση της αναιρεσείουσας δεν αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση της ένδικης αγωγής και για το ορισμένο και νόμιμο αυτής αρκούσε η γενόμενη αναφορά ότι η αναιρεσείουσα χορήγησε τα επίδικα δάνεια με την εγγύηση του αναιρεσιβλήτου, δοθείσα με τις ανωτέρω Υπουργικές Αποφάσεις και ότι κατέπεσε η εγγύηση αυτή, γιατί η ανωτέρω πιστούχος εταιρεία δεν κατέβαλε την πρώτη δόση των δανείων, παρήλθαν δε έκτοτε τρείς μήνες και στη συνέχεια η αναιρεσείουσα “κατέστησε ληξιπρόθεσμο το συνολικό ποσό της οφειλής” για αμφότερα τα δάνεια, και ζήτησε την καταβολή του χρεωστικού υπολοίπου αυτών.
Κατόπιν των ανωτέρω, κάνοντας δεκτή την αίτηση αναίρεσης, το ανώτατο δικαστήριο έκρινε ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αξίωσε για τη νομική θεμελίωση της αγωγής περισσότερα στοιχεία από εκείνα που οι ανωτέρω διατάξεις απαιτούν για τη γένεση του οικείου δικαιώματος της αναιρεσείουσας.
Απόσπασμα απόφασης
H προβλεπόμενη στην κατ’ εξουσιοδότηση του Ν. 2322/1995 εκδοθείσα υπ’ αριθ. 2/75172/0025/26-1-2007 και την τροποποιητική αυτής υπ’ αριθμ. 2/9851/0025/30-6-2009 Απόφαση του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών υποχρέωση των τραπεζών να επιδιώκουν μέσα στον οριζόμενο στις αποφάσεις αυτές χρόνο των τριών (3) μηνών, για τον οποίο το Δημόσιο καλύπτει με την εγγύησή του τους τόκους υπερημερίας, την είσπραξη από τους πρωτοφειλέτες των ληξιπρόθεσμων εγγυημένων από το Δημόσιο δόσεων με την ίδια επιμέλεια που δείχνουν και για τα δάνεια που χορηγούν χωρίς την εγγύηση του Δημοσίου, δεν αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση της αγωγής από τα πιστωτικά ιδρύματα, αλλά μπορεί η παραβίαση της εν λόγω υποχρέωσης να θεμελιώσει, εφόσον συντρέξουν και οι λοιπές προϋποθέσεις, αξίωση του Δημοσίου προς αποζημίωση.
[…] Μετά την απόρριψη της αγωγής ως μη νόμιμης με την υπ’ αριθ. 909/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και την άσκηση έφεσης και πρόσθετων λόγων έφεσης από την αναιρεσείουσα, εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η οποία απέρριψε την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής και επικύρωσε την εκκαλούμενη απόφαση με την ακόλουθη, κρίσιμη για τον αναιρετικό έλεγχο, αιτιολογία: “…Η ως άνω αγωγή, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, κρίνεται απορριπτέα, ως μη νόμιμη, δεδομένου ότι προϋπόθεση της γένεσης της επίμαχης αξίωσης της εκκαλούσας- ενάγουσας, δανείστριας τράπεζας (ήδη αναιρεσείουσας), είναι η από πλευράς της τήρηση της υποχρέωσης επιδίωξης της είσπραξης των αιτούμενων με την υπό κρίση αγωγή ποσών από την πρωτοφειλέτρια, πιστούχο επιχείρηση, εντός… νόμιμης προθεσμίας ενέργειας τριών (3) μηνών, από τη λήξη, στις 31-12-2010, της πρώτης τοκοχρεολυτικής δόσης εκάστου των αναφερομένων στην εν λόγω αγωγή δύο (2) δανειακών συμβάσεων, δηλαδή μέχρι τις 31-3-2011. Η ήδη εκκαλούσα, ενάγουσα, όμως, ουδόλως ισχυρίσθηκε, ότι εκπλήρωσε αυτή της την υποχρέωση, αλλά, αντιθέτως, εκθέτει στην ένδικη αγωγή, ότι αρκέστηκε στην καταγγελία των ως άνω δανειακών συμβάσεων, και στην αποστολή σχετικών εξώδικων προς την πιστούχο, πρωτοφειλέτρια εταιρεία, μόλις στις 12-11-2012, χωρίς, επομένως, να έχει προβεί, και μάλιστα εμπροθέσμως, η εκκαλούσα, και ενάγουσα, σε οποιαδήποτε άλλη εξώδικη και κυρίως δικαστική διεκδίκηση της επίμαχης απαίτησής της κατά της πρωτοφειλέτριας, πιστούχου, εταιρείας”.
Έτσι που έκρινε το Εφετείο, το οποίο απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη, δεχόμενο ότι προϋπόθεση της γένεσης της επίμαχης αξίωσης της αναιρεσείουσας τράπεζας είναι η τήρηση από αυτή της υποχρέωσης επιδίωξης είσπραξης των αιτούμενων με την υπό κρίση αγωγή ποσών από την πρωτοφειλέτρια, εντός τριών (3) μηνών, από τη λήξη, στις 31-12-2010, της πρώτης τοκοχρεολυτικής δόσης εκάστου των αναφερομένων στην εν λόγω αγωγή δύο (2) δανειακών συμβάσεων, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 11 Ν.2322/1995 και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών και εχουσών κανονιστική ισχύ υπ’ αριθ. 2/75172/0025/26-1-2007 και 2/9851/0025/30-6-2009 Αποφάσεων του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, δια των οποίων παρασχέθηκε η εγγύηση του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου προς την αναιρεσείουσα για τις αναφερόμενες στην αγωγή συμβάσεις δανείων, που αυτή χορήγησε στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “Ε. Κ. Α.Ε.”, καθόσον τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα στο αγωγικό δικόγραφο, αληθή υποτιθέμενα, πληρούν το πραγματικό των ανωτέρω διατάξεων και, άρα είναι επαρκή για την νομική στήριξη του αιτήματος της αναιρεσείουσας, ενώ η πιο πάνω αναφερόμενη υποχρέωση της αναιρεσείουσας δεν αποτελεί, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, προϋπόθεση για την άσκηση της ένδικης αγωγής και για το ορισμένο και νόμιμο αυτής αρκούσε η γενόμενη αναφορά ότι η αναιρεσείουσα χορήγησε τα επίδικα δάνεια με την εγγύηση του αναιρεσιβλήτου, δοθείσα με τις ανωτέρω Υπουργικές Αποφάσεις και ότι κατέπεσε η εγγύηση αυτή, γιατί η ανωτέρω πιστούχος εταιρεία δεν κατέβαλε την πρώτη δόση των δανείων στις 31/12/2010, παρήλθαν δε έκτοτε τρείς μήνες και στη συνέχεια η αναιρεσείουσα “κατέστησε ληξιπρόθεσμο το συνολικό ποσό της οφειλής” για αμφότερα τα δάνεια, και ζήτησε την καταβολή του χρεωστικού υπολοίπου αυτών. Επομένως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αξίωσε για τη νομική θεμελίωση της αγωγής περισσότερα στοιχεία από εκείνα που οι ανωτέρω διατάξεις απαιτούν για τη γένεση του οικείου δικαιώματος της αναιρεσείουσας.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο areiospagos.gr.