I. Εισαγωγή
1. Οι KS και KD έχασαν τα μέλη της οικογένειάς τους το 1999 μετά τη σύγκρουση του Κοσσυφοπεδίου. Οι σχετικές δολοφονίες και εξαφανίσεις ουδέποτε εξιχνιάστηκαν. Το 2008 η Ευρωπαϊκή Ένωση ίδρυσε μη στρατιωτική αποστολή, την αποστολή της Ένωσης για την επιβολή του κράτους δικαίου στο Κοσσυφοπέδιο (στο εξής: Eulex Κοσσυφοπέδιο) (2), επιφορτισμένη, μεταξύ άλλων, με τη διερεύνηση τέτοιων εγκλημάτων. Οι KS και KD άσκησαν αγωγή αποζημιώσεως κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προβάλλοντας προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους λόγω της μη διενέργειας προσήκουσας έρευνας όσον αφορά τα ως άνω εγκλήματα.
2. Μπορεί ο δικαστής της Ένωσης να επιληφθεί των αξιώσεών τους; Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορεί. Η εν λόγω κρίση οδήγησε στην άσκηση των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως.
3. Το Δικαστήριο εξετάζει τις υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως παράλληλα με μια άλλη υπόθεση, τη Neves 77 Solutions (C‑351/22), στην οποία αναπτύσσω αυθημερόν τις προτάσεις μου. Η εν λόγω υπόθεση εγείρει επίσης, αν και σε διαφορετικό πλαίσιο, το ζήτημα του εύρους του περιορισμού της αρμοδιότητας των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας (στο εξής: ΚΕΠΠΑ) που προβλέπεται στο άρθρο 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ και στο άρθρο 275 ΣΛΕΕ.
4. Το ευρύτερο πλαίσιο αμφοτέρων των ως άνω ομάδων υποθέσεων αφορά τις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις για την προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΣΔΑ). Όλα τα άλλα κεφάλαια της διαπραγμάτευσης, τα οποία άνοιξαν συνεπεία της γνωμοδοτήσεως 2/13 (3), φαίνεται να έχουν κλείσει, με εξαίρεση ένα εναπομένον ζήτημα: την έκταση της αρμοδιότητας του δικαστή της Ένωσης στον τομέα της ΚΕΠΠΑ.
II. Ιστορικό
5. Η υπό κρίση υπόθεση προέκυψε βάσει των αναιρέσεων που άσκησαν δύο ιδιώτες, η KS και η KD, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατά της διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη) (4). Με την εν λόγω διάταξη, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή των KS και KD η οποία ασκήθηκε κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ και του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Οι KS και KD ζήτησαν αποζημίωση για προβαλλόμενες παραβιάσεις του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και της ΕΣΔΑ κατά την εφαρμογή της κοινής δράσης του Συμβουλίου δυνάμει της οποίας ιδρύθηκε η Eulex Κοσσυφοπέδιο. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εαυτό αναρμόδιο να εκδικάσει την αγωγή. Η εν λόγω κρίση αμφισβητείται με τις υπό εξέταση αιτήσεις αναιρέσεως.
Α. Τα γεγονότα που οδήγησαν στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου
1. Σχετικά με την ίδρυση και τα καθήκοντα της Eulex Κοσσυφοπέδιο
6. Το ιστορικό της υπό κρίση υποθέσεως ανάγεται στη σύγκρουση του Κοσσυφοπεδίου κατά τη διάρκεια των ετών 1998 και 1999, μεταξύ Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου και της σερβικής μειονότητας, η οποία υποστηριζόταν από τον στρατό της (τότε) Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας. Μεταξύ της 28ης Μαρτίου και της 8ης Ιουνίου 1999, ο Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου (στο εξής: ΝΑΤΟ) ενεπλάκη στη σύρραξη, πραγματοποιώντας αεροπορικές επιδρομές, κατόπιν των οποίων ο γιουγκοσλαβικός στρατός απέσυρε τις δυνάμεις του από το Κοσσυφοπέδιο. Αμέσως μετά, στις 10 Ιουνίου 1999, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών εξέδωσε το ψήφισμα 1244 (1999), το οποίο προέβλεπε την παρουσία διεθνών δυνάμεων στο Κοσσυφοπέδιο, οι οποίες παραμένουν εκεί μέχρι και σήμερα. Με το εν λόγω ψήφισμα επετράπη η σύσταση στο Κοσσυφοπέδιο διεθνούς δύναμης ασφαλείας υπό την ηγεσία του ΝΑΤΟ, με την ονομασία «Δύναμη Κοσσυφοπεδίου» ή KFOR, προβλέφθηκε δε και διεθνής πολιτική παρουσία, η καλούμενη «Αποστολή Προσωρινής Διοίκησης των Ηνωμένων Εθνών στο Κοσσυφοπέδιο» [United Nations Interim Administration Mission in Kosovo] (στο εξής: UNMIK).
7. Η UNMIK είχε, επί της επικράτειας και των πολιτών του Κοσσυφοπεδίου, εξουσία ανάλογη με εκείνη ενός κράτους, συμπεριλαμβανομένων των νομοθετικών και εκτελεστικών εξουσιών και της δικαιοδοτικής λειτουργίας. Ωστόσο, μετά τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας εκ μέρους των αρχών του Κοσσυφοπεδίου και την έναρξη ισχύος νέου συντάγματος στις 15 Ιουνίου 2008, η αποστολή της UNMIK τροποποιήθηκε προκειμένου να δοθεί βάρος κυρίως στην προώθηση της ασφάλειας, της σταθερότητας και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Κοσσυφοπέδιο (5).
8. Το 2008 η Ευρωπαϊκή Ένωση ίδρυσε την Eulex Κοσσυφοπέδιο. Μετά την έγκριση του σχεδίου επιχειρήσεών της [Operation Plan] (στο εξής: OPLAN), οι εκτελεστικές αρμοδιότητες της UNMIK μεταβιβάστηκαν στην Eulex Κοσσυφοπέδιο.
9. Η Eulex Κοσσυφοπέδιο είναι κοινή μη στρατιωτική αποστολή στο πλαίσιο της κοινής πολιτικής ασφάλειας και άμυνας (στο εξής: ΚΠΑΑ), η οποία ιδρύθηκε δυνάμει της κοινής δράσης 2008/124 (6). Η ΚΠΑΑ αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ΚΕΠΠΑ (7), στο πλαίσιο της οποίας η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει επιχειρησιακή ικανότητα να αναπτύσσει μη στρατιωτικές και στρατιωτικές αποστολές και επιχειρήσεις εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης με σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης, την πρόληψη των συγκρούσεων και την ενίσχυση της διεθνούς ασφάλειας (8).
10. Η Eulex Κοσσυφοπέδιο είχε αρχικώς προβλεφθεί να συσταθεί για διάστημα 2,5 ετών (9), αλλά εν τέλει δραστηριοποιείται εδώ και περισσότερα από 15 έτη. Η τρέχουσα θητεία της λήγει στις 14 Ιουνίου 2025 (10). Ωστόσο, το 2018 η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε να συρρικνώσει την αποστολή και να περιορίσει τα καθήκοντα της Eulex Κοσσυφοπέδιο (11).
11. Για την εκπλήρωση της αποστολής της, ανατέθηκε στην Eulex Κοσσυφοπέδιο η εκτέλεση ορισμένων καθηκόντων, μεταξύ των οποίων, ιδίως, να «εξασφαλίζει ότι τα εγκλήματα πολέμου, οι τρομοκρατικές πράξεις, το οργανωμένο έγκλημα, η διαφθορά, τα διεθνοτικά εγκλήματα, τα χρηματοοικονομικά/οικονομικά εγκλήματα και άλλα ιδιαιτέρως σοβαρά εγκλήματα ερευνώνται, διώκονται, δικάζονται και οι σχετικές αποφάσεις εκτελούνται» (12).
12. Ένα έτος μετά την έναρξη λειτουργίας της Eulex Κοσσυφοπέδιο, το Συμβούλιο συνέστησε την ομάδα εξέτασης καταγγελιών περί προσβολής ανθρωπίνων δικαιωμάτων (Human Rights Review Panel) (στο εξής: HRRP) (13) για την εξέταση καταγγελιών σχετικά με προβαλλόμενες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκ μέρους της Eulex Κοσσυφοπέδιο κατά την άσκηση της εκτελεστικής εντολής της (14).
13. Η HRRP είναι αρμόδια να εξετάζει καταγγελίες σχετικά με προβαλλόμενες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την Eulex Κοσσυφοπέδιο οι οποίες συντελέστηκαν από τις 9 Δεκεμβρίου 2008 και εξής. Έχει την εξουσία να διερευνά καταγγελίες που υποβάλλονται δυνάμει διαφόρων διεθνών πράξεων περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ωστόσο, στην πράξη, οι καταγγελίες βασίζονται κυρίως στην ΕΣΔΑ (15).
14. Η HRRP έχει μόνο συμβουλευτικά καθήκοντα· τα συμπεράσματα και οι συστάσεις της δεν είναι δεσμευτικού χαρακτήρα, δύναται όμως να προτείνει διορθωτικά μέτρα προς λήψη από τον αρχηγό αποστολής. Ωστόσο, προβλέπεται ρητώς ότι η HRRP δεν μπορεί να προτείνει την καταβολή χρηματικής αποζημιώσεως (16).
2. Ιστορικό ενεργειών των KS και KD
15. Οι KS και KD είναι στενοί συγγενείς προσώπων που εξαφανίστηκαν ή σκοτώθηκαν στο Κοσσυφοπέδιο μετά την ίδρυση της UNMIK τον Ιούνιο του 1999. Τα αιτήματα που υπέβαλαν με την πάροδο των ετών οι KS και KD προς τις αρμόδιες για τη διερεύνηση των εν λόγω εγκλημάτων αρχές έμειναν σε μεγάλο βαθμό αναπάντητα.
16. Ως εκ τούτου, οι KS και KD υπέβαλαν, αρχικώς, καταγγελίες ενώπιον της συμβουλευτικής επιτροπής για τα ανθρώπινα δικαιώματα [Human Rights Advisory Panel] (στο εξής: HRAP), οργάνου συσταθέντος για την εξέταση των προβαλλομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκ μέρους της UNMIK (17) και, αργότερα, μετά την ίδρυση της Eulex Κοσσυφοπέδιο, ενώπιον της HRRP.
17. Όσον αφορά την KS, η HRRP έκρινε ότι η Eulex Κοσσυφοπέδιο είχε προσβάλει τα δικαιώματά της σύμφωνα με τα δικονομικά σκέλη των άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ, καθόσον δεν πραγματοποίησε αποτελεσματική έρευνα. Διαπίστωσε επίσης προσβολή των οικογενειακών δικαιωμάτων της βάσει του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ καθώς και του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής βάσει του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ. Η HRRP απηύθυνε ορισμένες συστάσεις στον αρχηγό αποστολής (18).
18. Όσον αφορά την KD, η HRRP έκρινε ότι οι έρευνες της Eulex Κοσσυφοπέδιο υπήρξαν ανεπαρκείς και είχαν ως αποτέλεσμα την προσβολή των δικαιωμάτων της που κατοχυρώνονται στα άρθρα 2 και 3 της ΕΣΔΑ, καθώς και στο άρθρο 13 της ΕΣΔΑ, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 της ΕΣΔΑ. Όπως και στην περίπτωση της KS, η HRRP απηύθυνε ορισμένες συστάσεις στον αρχηγό αποστολής (19).
19. Κατά την παρακολούθηση της εφαρμογής των συστάσεών της (20), η HRRP διαπίστωσε κατ’ ουσίαν ότι ο αρχηγός αποστολής εφάρμοσε τις συστάσεις της μόνο εν μέρει και αποφάσισε να κλείσει τις υποθέσεις.
20. Στις 19 Ιουλίου 2017 η KS άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή-αγωγή κατά του Συμβουλίου, της Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης (στο εξής: ΕΥΕΔ) με αίτημα την «ακύρωση ή τροποποίηση» της κοινής δράσης 2008/124 και των μεταγενέστερων πράξεων που την τροποποίησαν, λόγω παραβάσεως του άρθρου 47 του Χάρτη και του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ, και λόγω «εξωσυμβατικής ευθύνης» απορρέουσας από παράβαση των άρθρων 2, 3, 6, 13 και 14 της ΕΣΔΑ (21).
21. Με διάταξη της 14ης Δεκεμβρίου 2017 (22), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή-αγωγή με το σκεπτικό, μεταξύ άλλων, ότι είναι προδήλως αναρμόδιο να απευθύνει διαταγές στα θεσμικά όργανα της Ένωσης και ότι κωλύεται, δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ και του άρθρου 275 ΣΛΕΕ, να κρίνει εαυτό αρμόδιο για την ακύρωση πράξεων ΚΕΠΠΑ. Το Γενικό Δικαστήριο δεν αντιμετώπισε την ως άνω προσφυγή-αγωγή ως αγωγή αποζημιώσεως.
22. Το επόμενο έτος οι KS και KD καθώς και έξι άλλοι ιδιώτες προσέφυγαν στις 14 Ιουνίου 2018 ενώπιον του High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division [ανώτερου δικαστηρίου (Αγγλία και Ουαλία), τμήματος αστικών, εμπορικών και διοικητικών διαφορών, Ηνωμένο Βασίλειο]. Ζήτησαν αποζημίωση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Συμβούλιο και τον Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας καθώς και από την Eulex Κοσσυφοπέδιο, λόγω προβαλλόμενων προσβολών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους βάσει του Χάρτη και της ΕΣΔΑ.
23. Με απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2019 (23), το High Court of Justice (England & Wales), Queen’s Bench Division [ανώτερο δικαστήριο (Αγγλία και Ουαλία), τμήμα αστικών, εμπορικών και διοικητικών διαφορών], έκρινε εαυτό αναρμόδιο να επιληφθεί της εν λόγω αγωγής. Κατά το εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο, το Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να αποφανθεί επί της σχετικής αξιώσεως και να επιδικάσει τη ζητηθείσα αποζημίωση.
Β. Το ευρύτερο πλαίσιο: προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ΕΣΔΑ
24. Όπως επισημάνθηκε στην εισαγωγή, το ζήτημα της έκτασης του περιορισμού της αρμοδιότητας των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ και του άρθρου 275 ΣΛΕΕ εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της επανέναρξης των διαπραγματεύσεων για την προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ΕΣΔΑ.
25. Με τη γνωμοδότηση 2/13, το Δικαστήριο έκρινε ότι το σχέδιο Συνθήκης Προσχωρήσεως, όπως είχε προταθεί κατά τον χρόνο εκείνο, δεν ήταν συμβατό με διάφορα χαρακτηριστικά στοιχεία της έννομης τάξεως της Ένωσης, όπως αυτή διαμορφώνεται δυνάμει των Συνθηκών. Εντούτοις, άφησε ανοικτό το ζήτημα της συμβατότητας του εν λόγω σχεδίου Συνθήκης Προσχωρήσεως με τις σχετικές διατάξεις των Συνθηκών που αφορούν την ΚΕΠΠΑ. Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε ακόμη την ευκαιρία να προσδιορίσει το εύρος των περιορισμών της αρμοδιότητάς του οι οποίοι απορρέουν από το άρθρο 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ και το άρθρο 275 ΣΛΕΕ (24).
26. Για την αντιμετώπιση των ζητημάτων που τέθηκαν με την εν λόγω γνωμοδότηση, συγκροτήθηκε ad hoc διαπραγματευτική ομάδα, αποκαλούμενη ομάδα «46 + 1» (25). Τον Μάρτιο του 2023 η ομάδα «46 + 1» κατέληξε σε ομόφωνη προσωρινή συμφωνία σχετικά με το σύνολο σχεδόν των ζητημάτων που είχαν τεθεί με τη γνωμοδότηση 2/13 (26). Το μόνο ζήτημα που παρέμεινε σε εκκρεμότητα ήταν το λεγόμενο «basket 4», σχετικά με την έκταση του δικαστικού ελέγχου εκ μέρους των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης στο πεδίο της ΚΕΠΠΑ. Συμφωνήθηκε ότι η Ένωση θα επιλύσει το εν λόγω ζήτημα εσωτερικά και θα ενημερώσει τους διαπραγματευτικούς της εταίρους για την εξευρεθείσα λύση (27).
Γ. Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη
27. Μετά την απόρριψη των αγωγών τους από το δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου, οι KS και KD προσέφυγαν και πάλι ενώπιον του δικαστή της Ένωσης. Στις 29 Δεκεμβρίου 2020 άσκησαν αγωγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν λόγω προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους, ζητώντας αποζημίωση από το Συμβούλιο, την Επιτροπή και την ΕΥΕΔ, από κοινού ή εις ολόκληρον.
28. Οι KS και KD προέβαλαν τις ακόλουθες έξι παραβάσεις:
– παράβαση από την Eulex Κοσσυφοπέδιο των άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ και των αντίστοιχων άρθρων 2 και 4 του Χάρτη·
– παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ, καθώς και του άρθρου 47 του Χάρτη, καθόσον δεν υπήρξε πρόβλεψη περί δυνατότητας παροχής νομικής αρωγής·
– μη λήψη διορθωτικών μέτρων αφ’ ης στιγμής ο αρχηγός αποστολής της Eulex Κοσσυφοπέδιο γνωστοποίησε στην Ευρωπαϊκή Ένωση το πόρισμα της HRRP στις 29 Απριλίου 2016·
– κατάχρηση ή κακή χρήση της εκτελεστικής εξουσίας του Συμβουλίου και της ΕΥΕΔ στις 12 Οκτωβρίου 2017, καθόσον δήλωσαν ότι η Eulex Κοσσυφοπέδιο είχε πράξει το παν ώστε να ερευνήσει την απαγωγή και την πιθανή δολοφονία του συζύγου της KS και τις δολοφονίες του συζύγου και του υιού της KD και ότι η HRRP δεν συστάθηκε ως δικαιοδοτικό όργανο·
– κατάχρηση ή παράλειψη χρήσης της εκτελεστικής εξουσίας, καθόσον με την απόφαση 2018/856 ανακλήθηκε η εκτελεστική εντολή της Eulex Κοσσυφοπέδιο, ενόσω οι παραβάσεις εξακολουθούσαν να υφίστανται·
– κατάχρηση ή κακή χρήση της εκτελεστικής εξουσίας λόγω της μη διασφάλισης της διενέργειας ορθού από νομικής απόψεως ελέγχου στην περίπτωση της KS, η οποία αποτελεί prima facie περίπτωση εγκλήματος πολέμου, εκ μέρους της Eulex Κοσσυφοπέδιο ή/και της ειδικής εισαγγελίας για την έρευνα και τη δίωξη ενώπιον του ειδικού τμήματος για θέματα του Κοσσυφοπεδίου.
29. Στις 25 Μαρτίου 2021 οι KS και KD υπέβαλαν αίτηση προσθήκης της Eulex Κοσσυφοπέδιο ως εναγομένης στην υπόθεση, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση του προέδρου τμήματος της 31ης Μαρτίου 2021.
30. Στις 5 Ιουνίου 2021 οι KS και KD υπέβαλαν αίτηση διεξαγωγής αποδείξεων ζητώντας την προσκόμιση του OPLAN, το οποίο είναι διαβαθμισμένο έγγραφο που μνημονευόταν στην ένσταση της ΕΥΕΔ.
31. Με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν προδήλως αναρμόδιο να εκδικάσει την υπόθεση.
32. Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η υπόθεση προέκυψε από πράξεις ή συμπεριφορές που εντάσσονταν στο πλαίσιο πολιτικών ή στρατηγικών ζητημάτων συνδεόμενων με τον καθορισμό των δραστηριοτήτων, των προτεραιοτήτων και των πόρων της Eulex Κοσσυφοπέδιο και από την απόφαση περί συστάσεως ομάδας ελέγχου στο πλαίσιο της εν λόγω αποστολής. Σύμφωνα με την κοινή δράση 2008/124, η ίδρυση και οι δραστηριότητες της εν λόγω αποστολής εμπίπτουν στις διατάξεις ΚΕΠΠΑ των Συνθηκών (σκέψη 28 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως).
33. Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η αρμοδιότητα των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης στον τομέα της ΚΕΠΠΑ οριοθετείται από το άρθρο 24, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και το άρθρο 275, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν είναι, κατ’ αρχήν, αρμόδιος όσον αφορά τις σχετικές με την ΚΕΠΠΑ διατάξεις της Συνθήκης και τις πράξεις που εκδίδονται βάσει αυτών. Μολονότι οι Συνθήκες προβλέπουν ρητώς δύο εξαιρέσεις από την αρχή αυτή, εντούτοις καμία από τις εν λόγω εξαιρέσεις, ήτοι, αφενός, ο έλεγχος της τηρήσεως του άρθρου 40 ΣΛΕΕ και, αφετέρου, ο έλεγχος της νομιμότητας των περιοριστικών μέτρων κατά φυσικών και νομικών προσώπων, δεν είχε εφαρμογή εν προκειμένω (σκέψεις 29 έως 33 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως).
34. Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο διέκρινε την υπό κρίση υπόθεση από άλλες υποθέσεις που εμπίπτουν στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ, στις οποίες το Δικαστήριο είχε κρίνει εαυτό αρμόδιο, ήτοι τις υποθέσεις Elitaliana (28), H (29) και Bank Refah (30) (σκέψεις 34 έως 39 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως).
35. Τέταρτον, το Γενικό Δικαστήριο, παραπέμποντας στην απόφαση Carvalho (31), απέρριψε το ενδεχόμενο μη εφαρμογής των προϋποθέσεων που προβλέπονται ρητώς από τις Συνθήκες επί τη βάσει και μόνον της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας (σκέψεις 40 και 41 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως).
36. Το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υπόθεση έπρεπε να απορριφθεί λόγω αναρμοδιότητας χωρίς να εξετάσει τις ενστάσεις απαραδέκτου που προέβαλαν το Συμβούλιο, η Επιτροπή και η ΕΥΕΔ, ούτε να αποφανθεί επί του αιτήματος διεξαγωγής αποδείξεων που υπέβαλαν οι KS και KD για την προσκόμιση του OPLAN (σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως).
Δ. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
37. Με την αναίρεση που άσκησαν στις 12 Ιανουαρίου 2022 στην υπόθεση C‑29/22 P καθώς και με το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως που κατέθεσαν στις 2 Μαρτίου 2022 στην υπόθεση C‑44/22 P, οι KS και KD ζητούν από το Δικαστήριο να κάνει δεκτή την αίτηση αναιρέσεως, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη και να κάνει δεκτά τα αιτήματα που υποβλήθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ή, επικουρικώς, να δεχθεί την αίτηση αναιρέσεως και να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί οριστικά. Οι KS και KD ζητούν επίσης από το Δικαστήριο να καταδικάσει το Συμβούλιο, την Επιτροπή και την ΕΥΕΔ στα δικαστικά έξοδα.
38. Με την αναίρεση που άσκησε στις 19 Ιανουαρίου 2022 στην υπόθεση C‑44/22 P καθώς και με το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως που κατέθεσε την 1η Απριλίου 2022 στην υπόθεση C‑29/22 P, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, να αναγνωρίσει την αποκλειστική αρμοδιότητα των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης να εκδικάσουν την υπόθεση και να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί του παραδεκτού και επί της ουσίας της υποθέσεως. Η Επιτροπή ζητεί επίσης από το Δικαστήριο να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.
39. Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 2022, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑29/22 P και C‑44/22 P προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως περατώνουσας τη δίκη.
40. Με το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως που κατέθεσε στις 4 Απριλίου 2022, το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικάσει τις KS και KD στα δικαστικά έξοδα.
41. Με το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως που κατέθεσε την 1η Απριλίου 2022, η ΕΥΕΔ ζητεί από το Δικαστήριο, σε περίπτωση που κρίνει εαυτό αρμόδιο και εκτιμήσει ότι διαθέτει επαρκή στοιχεία για να αποφανθεί, να κρίνει την αγωγή απαράδεκτη κατά το μέρος που αφορά την ΕΥΕΔ και να καταδικάσει τις KS και KD στα δικαστικά έξοδα.
42. Με διατάξεις της 16ης Μαΐου 2022 και της 12ης Μαΐου 2023, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου επέτρεψε στη Γαλλική Δημοκρατία και στην Τσεχική Δημοκρατία να παρέμβουν υπέρ του Συμβουλίου.
43. Με διατάξεις της 27ης Απριλίου 2023 και της 12ης Μαΐου 2023, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου επέτρεψε στο Βασίλειο του Βελγίου, στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών, στη Δημοκρατία της Αυστρίας, στη Ρουμανία, στη Δημοκρατία της Φινλανδίας και στο Βασίλειο της Σουηδίας να παρέμβουν υπέρ της Επιτροπής.
44. Στις 27 Ιουνίου 2023 διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατά την οποία ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους οι KS και KD, το Συμβούλιο, η Επιτροπή, η ΕΥΕΔ και τα ως άνω κράτη μέλη.
III. Νομική ανάλυση
45. Το άρθρο 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ και το άρθρο 275 ΣΛΕΕ θεσπίζουν περιορισμό της αρμοδιότητας των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης στον τομέα της ΚΕΠΠΑ. Στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο καλείται να ερμηνεύσει το ζήτημα αν ο εν λόγω περιορισμός καταλαμβάνει αγωγή αποζημιώσεως για ζημία που φέρεται να προκλήθηκε από προσβολές θεμελιωδών δικαιωμάτων στο πλαίσιο της εκπλήρωσης της αποστολής της Eulex Κοσσυφοπέδιο.
46. Το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι πράγματι ο περιορισμός καταλαμβάνει μια τέτοια αγωγή και, ως εκ τούτου, έκρινε εαυτό αναρμόδιο. Οι KS και KD καθώς και η Επιτροπή (στο εξής, από κοινού: αναιρεσείουσες) αμφισβητούν την εν λόγω κρίση του Γενικού Δικαστηρίου.
47. Οι KS και KD προβάλλουν έναν μόνο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος διαιρείται σε τέσσερα σκέλη. Το πρώτο σκέλος βασίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ και του άρθρου 275 ΣΛΕΕ. Το δεύτερο σκέλος βασίζεται σε εσφαλμένη εφαρμογή της αποφάσεως Bank Refah. Το τρίτο σκέλος βασίζεται σε εσφαλμένη εφαρμογή της αποφάσεως Carvalho. Το τέταρτο σκέλος βασίζεται σε παράλειψη εξετάσεως των προβαλλομένων προσβολών των θεμελιωδών δικαιωμάτων και στον εσφαλμένο χαρακτηρισμό της αξιώσεως ως αποσκοπούσας στην αμφισβήτηση των πολιτικών επιλογών στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ.
48. Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Βελγική, τη Λουξεμβουργιανή, την Ολλανδική, την Αυστριακή, τη Ρουμανική, τη Φινλανδική και τη Σουηδική Κυβέρνηση, προβάλλει τέσσερις λόγους αναιρέσεως. Ο πρώτος λόγος βασίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ και του άρθρου 275 ΣΛΕΕ. Ο δεύτερος λόγος βασίζεται στον μη χαρακτηρισμό της αγωγής ως αφορώσας εικαζόμενες προσβολές θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ο τρίτος λόγος βασίζεται σε εσφαλμένη εφαρμογή της αποφάσεως Bank Refah. Ο τέταρτος λόγος βασίζεται στη μη θεμελίωση της αποκλειστικής αρμοδιότητας των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης και στη μη διασφάλιση του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής των πρωτοδίκως εναγουσών.
49. Με την απόφαση Bank Refah, το Δικαστήριο έκρινε ήδη ότι είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί αιτημάτων αποζημιώσεως συνδεομένων με περιοριστικά μέτρα. Ωστόσο, εκτός του πλαισίου των περιοριστικών μέτρων, πρόκειται για ζήτημα που άγεται για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου.
50. Προκαταρκτικώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η υπό κρίση υπόθεση δεν εγείρει ζητήματα ουσίας. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν καλείται να αποφανθεί επί του ζητήματος αν οι προβαλλόμενες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου παραλείψεις συνιστούν προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, σε ποιον πρέπει να καταλογιστεί η ευθύνη εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την επιδίκαση αποζημιώσεως (32). Αν το Δικαστήριο κρίνει βάσιμη την αίτηση αναιρέσεως, τα ζητήματα αυτά θα πρέπει να εξετασθούν από το Γενικό Δικαστήριο. Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως θέτει μόνον το ζήτημα αν τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης μπορούν να επιληφθούν των αγωγών αποζημιώσεως που άσκησαν οι KS και KD.
51. Μια μερίδα της θεωρίας φαίνεται να διαφωνεί με τη θέση ότι τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης είναι αρμόδια να αποφαίνονται στον τομέα της ΚΕΠΠΑ, ακόμη και όταν οι αγωγές αποζημιώσεως στηρίζονται σε προβαλλόμενες προσβολές των θεμελιωδών δικαιωμάτων (33). Άλλοι μελετητές υποστηρίζουν το αντίθετο (34).
52. Η μεταγενέστερη της γνωμοδοτήσεως 2/13 νομολογία του Δικαστηρίου παρέχει ήδη πολλά στοιχεία προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ζήτημα που εγείρεται με τις υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμη η ανάλυση των εν λόγω υποθέσεων και ο προσδιορισμός των αρχών που έχουν καθιερωθεί με τις οικείες αποφάσεις.
Α. Ο περιορισμός της αρμοδιότητας στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ αποτελεί εξαίρεση και πρέπει να ερμηνεύεται στενά
53. Η νομολογία σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ και του άρθρου 275 ΣΛΕΕ εδράζεται στην παραδοχή ότι ο περιορισμός της γενικής αρμοδιότητας των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ αποτελεί εξαίρεση και, ως εκ τούτου, πρέπει να ερμηνεύεται στενά (35).
54. Στην απόφαση Mauritius (36), το Δικαστήριο έκρινε ότι «τα […] άρθρα 24, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, τελευταία περίοδος, ΣΕΕ, και 275, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ εισάγουν παρέκκλιση από τον κανόνα της γενικής αρμοδιότητας την οποία απονέμει το άρθρο 19 ΣΕΕ στο Δικαστήριο προκειμένου να εξασφαλίσει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των Συνθηκών και, ως εκ τούτου, πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά». Παρόμοια διατύπωση χρησιμοποιήθηκε σε μεταγενέστερες υποθέσεις (37).
55. Η ως άνω στενή ερμηνεία έχει εφαρμοστεί μέχρι σήμερα σε τρεις ομάδες υποθέσεων. Οι εν λόγω υποθέσεις αφορούν τρία είδη μέτρων που δύναται να λάβει η Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο των νομικών βάσεων ΚΕΠΠΑ: i) τα περιοριστικά μέτρα· ii) τις αποστολές της Ένωσης· και iii) τις διεθνείς συμφωνίες.
1. Υποθέσεις σχετικές με περιοριστικά μέτρα
56. Η πρώτη ομάδα υποθέσεων αφορά τα περιοριστικά μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 29 ΣΕΕ. Το άρθρο 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ ορίζει ρητώς ότι ο δικαστής της Ένωσης είναι αρμόδιος να ελέγχει τη νομιμότητα των περιοριστικών μέτρων που θεσπίζονται στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ όταν οι προσφυγές ασκούνται από ιδιώτες με προσφυγή ακυρώσεως σύμφωνα με το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.
57. Παρά την έλλειψη ρητής μνείας στο κείμενο του άρθρου 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο έκρινε ότι μπορούσε επίσης να ελέγξει τη νομιμότητα περιοριστικών μέτρων σε άλλου είδους διαδικασίες.
58. Με την απόφαση Rosneft (38), το Δικαστήριο έκρινε ότι δύναται να εκτιμήσει τη νομιμότητα περιοριστικών μέτρων στο πλαίσιο διαδικασίας εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως.
59. Το Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ υπό την έννοια ότι δεν αναφέρεται στο είδος της διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας μπορεί να ελεγχθεί η νομιμότητα (με άλλα λόγια, μόνο προσφυγές ακυρώσεως), αλλά αντιθέτως στο είδος της αποφάσεως που μπορεί να ελεγχθεί (με άλλα λόγια, περιοριστικά μέτρα) (39). Υπενθύμισε ότι τα άρθρα 263 και 267 ΣΛΕΕ εντάσσονται από κοινού σε ένα πλήρες σύστημα ελέγχου της νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι το Δικαστήριο μπορεί επίσης να ελέγχει εμμέσως το κύρος περιοριστικού μέτρου, όταν το ζήτημα αυτό τίθεται στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου (40). Τούτο ισχύει, μολονότι δεν μνημονεύεται ρητώς στο άρθρο 275 ΣΛΕΕ. Το Δικαστήριο παρέπεμψε επίσης στην απόφαση Foto-Frost (41), κατά το ότι το εθνικό δικαστήριο θα υπείχε την υποχρέωση να υποβάλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο, ώστε να προβεί το τελευταίο στη διαπίστωση της ακυρότητας των περιοριστικών μέτρων.
60. Με την απόφαση Bank Refah (42), το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε την αρμοδιότητά του να εκδικάσει αγωγή αποζημιώσεως κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς αποκατάσταση της ζημίας που φέρεται να υπέστησαν ιδιώτες λόγω περιοριστικών μέτρων. Διευκρίνισε ότι η αγωγή αποζημιώσεως αποτελεί αυτοτελές ένδικο βοήθημα το οποίο επιτελεί ιδιαίτερη λειτουργία στο πλαίσιο του συστήματος των ενδίκων βοηθημάτων της Ένωσης.
61. Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι το άρθρο 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν μνημονεύει ρητώς την αρμοδιότητα των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης να επιλαμβάνονται αγωγών αποζημιώσεως. Εντούτοις, η εν λόγω έλλειψη ρητής διατυπώσεως δεν εμποδίζει την αρμοδιότητά τους, δεδομένου ότι οι περιορισμοί που επιβάλλονται σε αυτή στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ πρέπει να ερμηνεύονται στενά (43).
62. Από τις αποφάσεις αυτές φαίνεται να προκύπτει ότι, μολονότι στο άρθρο 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ γίνεται ρητή μνεία μόνο των προσφυγών ακυρώσεως, εντούτοις, οι ιδιώτες μπορούν να προσβάλλουν περιοριστικά μέτρα στο πλαίσιο όλων των άλλων διαθέσιμων ειδών ενδίκου βοηθήματος ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης προκειμένου να εκτιμηθεί η νομιμότητά τους.
2. Υποθέσεις σχετικές με αποστολές της Ένωσης
63. Η δεύτερη ομάδα υποθέσεων στις οποίες το Δικαστήριο έχει ερμηνεύσει στενά τον περιορισμό της αρμοδιότητάς του αφορά τις αποστολές της Ένωσης. Στις εν λόγω υποθέσεις, το Δικαστήριο θεμελίωσε την αρμοδιότητά του στη διαπίστωση ότι το μέτρο που καλείτο να εξετάσει ή να ερμηνεύσει δεν αφορούσε ζητήματα ΚΕΠΠΑ, μολονότι ενέπιπτε στον εν λόγω τομέα και βασιζόταν σε πράξη ΚΕΠΠΑ.
64. Στην απόφαση Elitaliana (44), το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις αφορούσαν την ανάθεση δημόσιας συμβάσεως υπηρεσιών ελικοπτέρων σε ανταγωνιστή υποψήφιο και συνεπάγονταν δαπάνες εις βάρος του προϋπολογισμού της Ένωσης, που ενέπιπταν στον δημοσιονομικό κανονισμό της Ένωσης. Οι εν λόγω πράξεις, των οποίων η νομιμότητα αμφισβητήθηκε στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως και αγωγής αποζημιώσεως, εκδόθηκαν από την Eulex Κοσσυφοπέδιο δυνάμει της κοινής δράσης 2008/124. Εντούτοις, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο αποκλεισμός της αρμοδιότητάς του στην περίπτωση αυτή για τον λόγο και μόνον ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις εκδόθηκαν στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ θα αποτελούσε υπερβολικά στενή ερμηνεία του περιορισμού της αρμοδιότητάς του στο πλαίσιο της εν λόγω πολιτικής της Ένωσης. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ και το άρθρο 275 ΣΛΕΕ δεν απέκλειαν την αρμοδιότητά του να ερμηνεύει και να εφαρμόζει τις διατάξεις του δημοσιονομικού κανονισμού της Ένωσης, ακόμη και αν οι αποφάσεις που αφορούν τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων λαμβάνονταν στον τομέα της ΚΕΠΠΑ.
65. Στην υπόθεση H (45), το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε την αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης να αποφαίνεται επί προσφυγών ακυρώσεως και αγωγών αποζημιώσεως που ασκούνται από μέλος του προσωπικού μη στρατιωτικής αποστολής της Ένωσης στο πλαίσιο των αποφάσεων που λαμβάνει ο αρχηγός της εν λόγω αποστολής για τη μετακίνηση της πρώτης σε περιφερειακή θέση. Όπως και στην απόφαση Elitaliana, το Δικαστήριο έκρινε ότι, μολονότι οι επίμαχες πράξεις της Ένωσης εντάσσονταν στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ και αφορούσαν επιχειρησιακή δράση στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ, δεν συνιστούσαν πράξεις στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ και το άρθρο 275 ΣΛΕΕ. Οι εν λόγω πράξεις αφορούσαν κυρίως ζητήματα σχετικά με τη διαχείριση του προσωπικού. Κατά συνέπεια, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου όσον αφορά τον έλεγχό τους δεν αποκλειόταν.
66. Από τις ως άνω αποφάσεις φαίνεται να προκύπτει ότι πράξεις, ακόμη και αν εκδίδονται στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ και επί νομικής βάσεως εμπίπτουσας στην ΚΕΠΠΑ, δεν εκφεύγουν της αρμοδιότητας των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης αν η νομιμότητά τους εκτιμάται υπό το πρίσμα των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ ή του παραγώγου δικαίου οι οποίες θεσπίζονται δυνάμει των διατάξεων αυτών.
3. Υποθέσεις σχετικές με διεθνείς συμφωνίες
67. Η τελευταία ομάδα υποθέσεων αφορά το τρίτο είδος μέτρων που μπορούν να ληφθούν στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ: τις διεθνείς συμφωνίες. Στην απόφαση Mauritius (46), το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε την ακύρωση αποφάσεως ΚΕΠΠΑ εκδοθείσας βάσει του άρθρου 37 ΣΕΕ, με την οποία η Ένωση είχε συνάψει συμφωνία με τον Μαυρίκιο (47). Μολονότι η υπόθεση αφορούσε τον έλεγχο πράξεως που εμπίπτει στην ΚΕΠΠΑ, το Κοινοβούλιο την αμφισβητούσε λόγω σφαλμάτων σχετικά με τη διαδικασία που χρησιμοποιήθηκε για τη θέσπισή της: εκείνη του άρθρου 218 ΣΛΕΕ, το οποίο διέπει τη διαδικασία συνάψεως διεθνών συμφωνιών τόσο στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ όσο και στο πλαίσιο άλλων πολιτικών της Ένωσης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο περιορισμός της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου που προβλέπεται στο άρθρο 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ και στο άρθρο 275 ΣΛΕΕ δεν μπορεί να έχει τόσο ευρεία έκταση ώστε να αποκλείει την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να ερμηνεύει και να εφαρμόζει το άρθρο 218 ΣΛΕΕ, ακόμη και αν πρόκειται για την εκτίμηση της νομιμότητας πράξεως που εμπίπτει στην ΚΕΠΠΑ.
68. Το κύριο ζήτημα που ανέκυψε στην εν λόγω υπόθεση ήταν αν η εμπίπτουσα στην ΚΕΠΠΑ νομική βάση ήταν η μόνη ουσιαστική νομική βάση επί της οποίας θα έπρεπε να έχει στηριχθεί η συμφωνία με τον Μαυρίκιο. Αξίζει να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί της υποθέσεως αυτής βάσει του άρθρου 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει ρητώς την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να ελέγχει την τήρηση του άρθρου 40 ΣΕΕ. Αντιθέτως, το Δικαστήριο επέλεξε να εξετάσει το ζήτημα της αρμοδιότητας οριοθετώντας την έκταση του ίδιου του περιορισμού της αρμοδιότητας (48), στηριζόμενο σε λογική ανάλογη με εκείνη που εφαρμόστηκε στις υποθέσεις Elitaliana και H, κατά την οποία ο έλεγχος μέτρου ΚΕΠΠΑ είναι δυνατός αν διενεργείται υπό το πρίσμα της Συνθήκης ΛΕΕ ή του παράγωγου δικαίου.
69. Λαμβανομένης υπόψη της ανωτέρω νομολογίας, είμαι της γνώμης ότι τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες (49), ήτοι ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον θεώρησε ως κανόνα, και όχι ως εξαίρεση, τον περιορισμό της αρμοδιότητας που προβλέπεται στο άρθρο 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ και στο άρθρο 275 ΣΛΕΕ, πρέπει να γίνουν δεκτά.
Β. Το ευρύτερο πλαίσιο των Συνθηκών
70. Ο τρόπος με τον οποίο το Δικαστήριο αντιλαμβάνεται τον περιορισμό της αρμοδιότητάς του στον τομέα της ΚΕΠΠΑ ως εξαίρεση και όχι ως κανόνα, με συνέπεια ο περιορισμός αυτός να πρέπει να ερμηνεύεται στενά, βρίσκει έρεισμα στις συνταγματικές αρχές της Ένωσης.
71. Για να εξηγήσει τη στενή ερμηνεία του περιορισμού της αρμοδιότητας στις προαναφερθείσες υποθέσεις, το Δικαστήριο στηρίχθηκε στις θεμελιώδεις αξίες της έννομης τάξεως της Ένωσης, κυρίως στο κράτος δικαίου, στην αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας και στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δυνάμει των άρθρων 21 και 23 ΣΕΕ, οι εν λόγω αρχές εφαρμόζονται και στην ΚΕΠΠΑ (50).
1. Η ΚΕΠΠΑ στη δομή των Συνθηκών
72. Με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας η δομή των πυλώνων εγκαταλείφθηκε και η ΚΕΠΠΑ συμπεριελήφθη στο συνταγματικό καθεστώς της Ένωσης. Επομένως, η άσκηση της αρμοδιότητας στον τομέα της ΚΕΠΠΑ υπόκειται και αυτή στις ίδιες συνταγματικές αρχές με τις λοιπές πολιτικές της Ένωσης.
73. Τούτο επιβεβαιώνεται από το άρθρο 23 ΣΕΕ, με το οποίο διευκρινίζεται ότι οι βασικές αρχές και οι στόχοι της Ένωσης, όπως διατυπώνονται στο κεφάλαιο 1 του τίτλου V της Συνθήκης ΕΕ, εφαρμόζονται και στον τομέα της ΚΕΠΠΑ.
74. Στην απόφαση Bank Refah (51), το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η δομή των Συνθηκών μεταβλήθηκε και ότι η Συνθήκη της Λισσαβώνας αναγνώρισε στην Ευρωπαϊκή Ένωση ενιαία νομική προσωπικότητα η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 ΣΕΕ θέτοντας τέρμα στον διαχωρισμό μεταξύ της πρώην Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια, ειδικότερα, την ενσωμάτωση των σχετικών με την ΚΕΠΠΑ διατάξεων στο γενικό πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης, μολονότι η ΚΕΠΠΑ εξακολουθεί να υπόκειται σε ειδικούς κανόνες και διαδικασίες, όπως προκύπτει από το άρθρο 24 ΣΕΕ (52).
75. Η ως άνω εξέλιξη της ΚΕΠΠΑ, την οποία παραβλέπει η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, αποτελεί σημαντικό στοιχείο το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όταν κρίνεται το εύρος του περιορισμού της αρμοδιότητας των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης.
76. Προχωρώ τώρα στην εξέταση του ευρύτερου συνταγματικού πλαισίου που επέτρεψε στο Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι ο περιορισμός της αρμοδιότητας στον τομέα της ΚΕΠΠΑ πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Για να αποφανθεί επί της αρμοδιότητάς του στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο θα πρέπει να καθοδηγηθεί από τις αρχές που αναπτύχθηκαν στις προπαρατεθείσες αποφάσεις.
2. Το κράτος δικαίου, τα θεμελιώδη δικαιώματα και ο ρόλος του δικαστή της Ένωσης
77. Η ένταξη της ΚΕΠΠΑ στο συνταγματικό πλαίσιο της Ένωσης συνεπάγεται ότι οι θεμελιώδεις αρχές της έννομης τάξεως της Ένωσης εφαρμόζονται επίσης στο σύνολο των δραστηριοτήτων της Ένωσης που διεξάγονται στο πλαίσιο της εν λόγω πολιτικής. Οι αρχές αυτές, οι οποίες διατυπώνονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, εκ των οποίων το κράτος δικαίου, η αποτελεσματική ένδικη προστασία και η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι οι πλέον σημαντικές για την υπό κρίση υπόθεση, αποτελούν μέρος της συνταγματικής ταυτότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (53).
78. Κατά τη διατύπωση του Δικαστηρίου, «το άρθρο 2 ΣΕΕ δεν συνιστά απλή διατύπωση κατευθύνσεων ή προθέσεων πολιτικής φύσεως, αλλά περιέχει αξίες οι οποίες […] αποτελούν μέρος της ίδιας της ταυτότητας της Ένωσης ως κοινής έννομης τάξης» (54).
79. Στις υποθέσεις στις οποίες το Δικαστήριο έκρινε αναγκαίο να ερμηνεύσει στενά τον περιορισμό της αρμοδιότητας στον τομέα της ΚΕΠΠΑ, υπογράμμισε ότι τα άρθρα 21 και 23 ΣΕΕ, τα οποία αφορούν, αντιστοίχως, την εξωτερική δράση της Ένωσης εν γένει και την ΚΕΠΠΑ ειδικότερα, εφαρμόζουν στην ΚΕΠΠΑ τις αξίες που διατυπώνονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ (55).
80. Το κράτος δικαίου, ως αξία που διατυπώνεται σήμερα στο άρθρο 2 ΣΕΕ, επιτάσσει τόσο οι αρχές της Ένωσης όσο και οι αρχές των κρατών μελών να υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Η ως άνω επιταγή έχει από ετών εκφραστεί από το Δικαστήριο με την απόφαση Les Verts (56).
81. Ως εκ τούτου, το κράτος δικαίου επιτάσσει οι πολίτες να αντλούν δικαιώματα από το δίκαιο της Ένωσης και να απολαύουν αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας έναντι των αρχών της Ένωσης και των κρατών μελών. Στην απόφαση Associação Sindical dos Juízes Portugueses (57), το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η εν λόγω επιταγή συγκεκριμενοποιείται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ.
82. Η εν λόγω διάταξη αναθέτει στα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης το καθήκον προασπίσεως των δικαιωμάτων που βασίζονται στην έννομη τάξη της Ένωσης, καθήκον το οποίο μοιράζονται με τα δικαστήρια όλων των κρατών μελών (58). Κατ’ αρχήν, ένδικα βοηθήματα που αποσκοπούν στην προστασία από πράξεις (ή παραλείψεις) των θεσμικών οργάνων της Ένωσης ασκούνται ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, ενώ, όσον αφορά την προστασία από πράξεις (ή παραλείψεις) των κρατών μελών, οι ιδιώτες πρέπει να προσφεύγουν στα εθνικά δικαστήρια.
83. Δεδομένου ότι η ΚΕΠΠΑ υπόκειται, δυνάμει της Συνθήκης της Λισσαβώνας, στις ίδιες θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές, το κράτος δικαίου στην έννομη τάξη της Ένωσης επιβάλλει στον δικαστή της Ένωσης να διασφαλίζει τη νομιμότητα της δράσεως των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης κατά την εφαρμογή της εν λόγω πολιτικής.
84. Προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματική ένδικη προστασία των ιδιωτών που ισχυρίζονται ότι τα θεμελιώδη δικαιώματά τους, που κατοχυρώνονται από την έννομη τάξη της Ένωσης, υπέστησαν προσβολή από τα θεσμικά ή άλλα όργανα της Ένωσης στο πλαίσιο της ασκήσεως της ΚΕΠΠΑ, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης πρέπει, κατ’ αρχήν, να είναι αρμόδια να εξετάζουν τους εν λόγω ισχυρισμούς.
85. Όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο με την απόφαση Kadi I (59), ο σεβασμός των δικαιωμάτων του ανθρώπου συνιστά προϋπόθεση νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης, περαιτέρω δε, δεν μπορούν να επιτραπούν εντός της Ένωσης πράξεις ασυμβίβαστες προς τον σεβασμό αυτών. Στην εν λόγω υπόθεση, τούτο είχε ως αποτέλεσμα την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί αιτημάτων ιδιωτών σύμφωνα με τα οποία τα ανθρώπινα δικαιώματά τους είχαν υποστεί προσβολή, ακόμη και αν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης απλώς μετέφεραν (μηχανικά) τις διεθνείς υποχρεώσεις τους. Το Δικαστήριο έκρινε ότι μια διεθνής υποχρέωση δεν δύναται να υπερισχύει της συνταγματικής υποσχέσεως την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσω των δικαιοδοτικών οργάνων της, εγγυάται στους ιδιώτες, ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν θα προσβάλουν τα ανθρώπινα δικαιώματα.
86. Για να επαναλάβω τη διατύπωση του γενικού εισαγγελέα M. Poiares Maduro, «[ο] ισχυρισμός ότι ένα μέτρο είναι αναγκαίο για την εμπέδωση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας δεν μπορεί να αποκλείει την εφαρμογή των γενικών αρχών του [δικαίου της Ένωσης] και να στερεί τους πολίτες από τα θεμελιώδη δικαιώματά τους» (60). Για τον λόγο αυτό, «το Δικαστήριο δεν μπορεί […] να αγνοήσει τις θεμελιώδεις αξίες επί των οποίων στηρίζεται η [έννομη τάξη της Ένωσης] και τις οποίες είναι ταγμένο να προασπίζει» (61).
87. Πλέον προσφάτως, με την απόφαση Ledra Advertising (62), το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι ο Χάρτης απευθύνεται πάντοτε στα θεσμικά όργανα της Ένωσης, ακόμη και όταν αυτά ενεργούν εκτός του νομικού πλαισίου της Ένωσης. Το γεγονός ότι η Επιτροπή ενήργησε στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ), ο οποίος αποτελεί διεθνή συμφωνία που δημιουργήθηκε εκτός του νομικού πλαισίου της Ένωσης, δεν σημαίνει ότι δεν δεσμεύεται από τα θεμελιώδη δικαιώματα της Ένωσης. Επομένως, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν μπορούσαν να εμποδίζονται να εκδικάζουν αγωγές αποζημιώσεως κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίες στηρίζονται σε παράνομες συμπεριφορές που συνδέονται με τέτοιες πράξεις στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας.
88. Στις προηγούμενες υποθέσεις, η αρχή κατά την οποία η συμβατότητα με τα θεμελιώδη δικαιώματα αποτελεί προϋπόθεση της νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης οδήγησε στη διαπίστωση της αρμοδιότητας των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης να επιλαμβάνονται των ενδίκων βοηθημάτων που ασκούνται από ιδιώτες οι οποίοι προβάλλουν ότι προσβλήθηκαν τα θεμελιώδη δικαιώματά τους. Στην υπόθεση Ledra Advertising, το Δικαστήριο θα μπορούσε να αποφανθεί ακόμη και επί αγωγής αποζημιώσεως αφορώσας ζημία που φέρεται ότι προκλήθηκε από θεσμικό όργανο της Ένωσης εκτός του πλαισίου του δικαίου της Ένωσης, από πράξη κατά της οποίας δεν μπορούσε να ασκηθεί προσφυγή ακυρώσεως, διότι επρόκειτο για πράξη κείμενη εκτός της σφαίρας δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ομοίως, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Kadi I, ένας ιδιώτης θα μπορούσε να ζητήσει την ακύρωση εκτελεστικής πράξεως της Ένωσης, ισχυριζόμενος ότι η πράξη αυτή προσβάλλει τα θεμελιώδη δικαιώματα, ακόμη και αν ο εν λόγω ιδιώτης δεν μπορούσε να προσβάλει ενώπιον του Δικαστηρίου την πράξη που είχε τεθεί σε εφαρμογή, δεδομένου ότι ανήκε στο σύστημα των Ηνωμένων Εθνών και όχι στο σύστημα του δικαίου της Ένωσης.
89. Κατά μείζονα λόγο, μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να είναι αρμόδιος να εκδικάσει αγωγή αποζημιώσεως ασκηθείσα από ιδιώτες οι οποίοι ισχυρίζονται ότι τα θεμελιώδη δικαιώματά τους έχουν προσβληθεί, ακόμη και αν η εν λόγω αγωγή αμφισβητεί τη νομιμότητα πράξεως της Ένωσης στον τομέα της ΚΕΠΠΑ, η οποία, συγκρινόμενη με την επίμαχη στην υπόθεση Ledra Advertising πράξη, συνιστά πράξη εμπίπτουσα στην αρμοδιότητα της Ένωσης.
90. Οι ως άνω βασικές αρχές του συνταγματικού δικαίου της Ένωσης, ήτοι το κράτος δικαίου, η αποτελεσματική ένδικη προστασία και η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων –οι οποίες δικαιολογούν τις αποφάσεις του Δικαστηρίου με τις οποίες έκρινε ότι ο περιορισμός της αρμοδιότητάς του που προβλέπεται στο άρθρο 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ και στο άρθρο 275 ΣΛΕΕ αποτελεί εξαίρεση και όχι τον κανόνα και, ως εκ τούτου, πρέπει να ερμηνεύεται στενά– ουδόλως ελήφθησαν υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη. Το Γενικό Δικαστήριο διέκρινε τις αποφάσεις του Δικαστηρίου στις υποθέσεις Elitaliana, H και Bank Refah από την υπό κρίση υπόθεση χρησιμοποιώντας στενή και τυπολατρική αιτιολογία. Κατ’ ουσίαν, έκρινε ότι οι εν λόγω αποφάσεις δεν ήταν συγκρίσιμες με την περίπτωση της υπό κρίση υποθέσεως για τον λόγο και μόνον ότι εντάσσονταν σε διαφορετικό πραγματικό πλαίσιο (63), παραβλέποντας με τον τρόπο αυτό πλήρως τις γενικές αρχές στις οποίες στηρίζονται οι εν λόγω υποθέσεις και οι οποίες τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται ερμηνεία των ορίων της αρμοδιότητας των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης στον τομέα της ΚΕΠΠΑ.
91. Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτή η επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών (64) κατά την οποία το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι συντρέχει περίπτωση διαφοροποίησης όσον αφορά τις υποθέσεις αυτές.
92. Για τον λόγο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε το εξής ζήτημα: πώς επηρεάζουν την απάντηση στο ερώτημα που τίθεται στην υπό κρίση υπόθεση τα εν λόγω βασικά αξιώματα των Συνθηκών, όπως έχουν ερμηνευθεί από τη νομολογία;
Γ. Η ερμηνεία του άρθρου 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ και του άρθρου 275 ΣΛΕΕ στην υπό κρίση υπόθεση
1. Ερμηνεία, όχι τροποποίηση, των Συνθηκών
93. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω αρχών, φρονώ ότι είναι προφανές ότι η αρμοδιότητα των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης να επιλαμβάνονται ενδίκου βοηθήματος με το οποίο ένας ιδιώτης ζητεί προστασία λόγω προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του δεν μπορεί να αποκλειστεί για τον λόγο και μόνον ότι η εν λόγω προσβολή έλαβε χώρα στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ. Κατά συνέπεια, το άρθρο 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ και το άρθρο 275 ΣΛΕΕ θα πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν εφαρμόζονται στις αγωγές αποζημιώσεως λόγω προβαλλόμενης προσβολής θεμελιωδών δικαιωμάτων απορρέουσας από μέτρο που εμπίπτει στην ΚΕΠΠΑ.
94. Ως εκ τούτου, το κράτος δικαίου όχι μόνον παρέχει στον δικαστή της Ένωσης την εξουσία να μεριμνά, ώστε τα λοιπά θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί της Ένωσης να τηρούν το δίκαιο, αλλά επίσης υποχρεώνει τον δικαστή της Ένωσης να τηρεί ο ίδιος το δίκαιο.
95. Επομένως, τίθεται το ερώτημα: τι ακριβώς επιτάσσει η τήρηση του δικαίου όσον αφορά το Δικαστήριο; Θα πρέπει αυτό να τηρεί αυστηρά το γράμμα των Συνθηκών, οι οποίες περιορίζουν την αρμοδιότητά του στον τομέα της ΚΕΠΠΑ, ή θα πρέπει να προκρίνει τις συνταγματικές αρχές της Ένωσης και να δεχθεί ότι διαθέτει την αναγκαία αρμοδιότητα για την προάσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ακόμη και αν αυτό δεν προβλέπεται ρητώς από το γράμμα των Συνθηκών;
96. Με την απόφαση Les Verts, το Δικαστήριο έκρινε ότι το κράτος δικαίου εξυπηρετείται καλύτερα με την παρέμβαση στο κείμενο της Συνθήκης (65). Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας G. F. Mancini με τις προτάσεις του στην εν λόγω υπόθεση, «η υποχρέωση τηρήσεως του δικαίου […] υπερισχύει των ανεπαρκειών του γραπτού δικαίου· κάθε φορά που η προστασία των ιδιωτών το απαιτεί, το Δικαστήριο είναι έτοιμο να επιφέρει διόρθωση ή να συμπληρώσει τις διατάξεις που οριοθετούν την αρμοδιότητά του εν ονόματι της αρχής που επικυρώνει την αποστολή του» (66).
97. Ωστόσο, με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η νομολογία, όπως εκ νέου επισημάνθηκε πρόσφατα με την απόφαση Carvalho (67), δεν του επιτρέπει να κηρύξει εαυτό αρμόδιο στην υπό κρίση υπόθεση. Το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, μολονότι οι διατάξεις σχετικά με την αρμοδιότητα των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, τούτο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μη εφαρμογή των προϋποθέσεων που προβλέπονται ρητά στις Συνθήκες.
98. Οι αναιρεσείουσες προβάλλουν (68) ότι η εν λόγω νομολογία αφορά διαφορετική περίπτωση και, επομένως, δεν τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση, διότι αφορά τις προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτώνται οι προσφυγές ακυρώσεως που ασκούνται από ιδιώτες, και όχι τις αγωγές αποζημιώσεως.
99. Δεν συμμερίζομαι την άποψη ότι τούτο αποτελεί τον λόγο για να θεωρηθεί ότι συντρέχει περίπτωση διαφοροποίησης όσον αφορά την εν λόγω νομολογία. Αντιθέτως, φρονώ ότι το σκεπτικό του Δικαστηρίου στην απόφαση Carvalho τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση, στον βαθμό που εκφράζει την αρχή ότι η επιταγή περί αποτελεσματικής ένδικης προστασίας δεν μπορεί, αφ’ εαυτής, να οδηγήσει σε τροποποίηση των Συνθηκών από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης.
100. Ωστόσο, τούτο δεν εμποδίζει τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης να ερμηνεύουν τις Συνθήκες σύμφωνα με την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας. Κατά τη γνώμη μου, μάλιστα, ο δικαστής της Ένωσης είναι υποχρεωμένος να το πράξει.
101. Με τις προτάσεις του στην υπόθεση EUSC κατά KF (69), ο γενικός εισαγγελέας M. Bobek κατέληξε σε παρόμοιο συμπέρασμα: «Εν ολίγοις, το άρθρο 47 του Χάρτη δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο να επανασυντάξει τις Συνθήκες, αλλά όντως επιβάλλει στο Δικαστήριο να ερμηνεύει τις υφιστάμενες διατάξεις κατά τέτοιον τρόπο ώστε να αξιοποιούνται πλήρως οι δυνατότητες που προβλέπουν για την παροχή ένδικης προστασίας σε κάθε πρόσωπο το οποίο θίγεται από πράξεις των θεσμικών ή άλλων οργάνων της Ένωσης».
102. Με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε την ανάγκη ερμηνείας του άρθρου 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ και του άρθρου 275 ΣΛΕΕ υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας (70). Ωστόσο, ουδόλως επιχείρησε να προβεί σε μια τέτοια ερμηνεία.
103. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο άφησε ανοικτό το ζήτημα αν ο περιορισμός της αρμοδιότητας στον τομέα της ΚΕΠΠΑ μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να διασφαλίζει την αποτελεσματική ένδικη προστασία στην υπό κρίση υπόθεση.
104. Στο πλαίσιο των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως, αυτό ακριβώς είναι το ερώτημα που πρέπει να τεθεί και σε αυτό ακριβώς το ερώτημα πρέπει να δοθεί απάντηση. Έχει ο περιορισμός της αρμοδιότητας των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ και του άρθρου 275 ΣΛΕΕ την έννοια ότι δεν καταλαμβάνει αγωγές αποζημιώσεως λόγω προσβολής θεμελιωδών δικαιωμάτων εκ μέρους της Ένωσης, ακόμη και αν η προσβολή (προβάλλεται ότι) συντελείται στον τομέα της ΚΕΠΠΑ;
2. Τα επιχειρήματα των διαδίκων και των παρεμβαινόντων
105. Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν (71) ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να εκτιμήσει το ότι η αξίωση αποζημιώσεως στηριζόταν σε προβαλλόμενη προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων και να ερμηνεύσει τον περιορισμό της αρμοδιότητας των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης στον τομέα της ΚΕΠΠΑ υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου. Η Βελγική, η Λουξεμβουργιανή, η Ολλανδική, η Αυστριακή, η Ρουμανική, η Φινλανδική και η Σουηδική Κυβέρνηση, οι οποίες παρενέβησαν υπέρ της Επιτροπής, υπογραμμίζουν ότι, λαμβανομένων υπόψη των θεμελιωδών αξιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης πρέπει να είναι αρμόδια να επιλαμβάνονται αγωγών αποζημιώσεως που αφορούν προβαλλόμενες προσβολές θεμελιωδών δικαιωμάτων στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ. Επιπλέον, η Τσεχική Κυβέρνηση διατείνεται ότι, μολονότι υποστηρίζει τη θέση του Συμβουλίου, εντούτοις τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης είναι αρμόδια να ελέγχουν διεξοδικά τις πράξεις που εμπίπτουν στην ΚΕΠΠΑ, αν οι εν λόγω πράξεις θα ήταν ικανές να προκαλέσουν προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
106. Ειδικότερα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η υπό κρίση υπόθεση αφορά προβαλλόμενες προσβολές ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ότι η ΚΕΠΠΑ είναι απλώς το πλαίσιο εντός του οποίου επήλθαν οι εν λόγω προσβολές. Επομένως, το Δικαστήριο βρίσκεται αντιμέτωπο κατ’ ουσίαν με «αξίωση αποζημιώσεως που αφορά ανθρώπινα δικαιώματα» η οποία απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης σχετικά με μέτρο που λαμβάνεται στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ.
107. Το εν λόγω επιχείρημα φαίνεται ότι βασίζεται σε λογική αντίστοιχη με εκείνη στην οποία το Δικαστήριο θεμελίωσε την αρμοδιότητά του σε υποθέσεις όπως εκείνες επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις Mauritius, Elitaliana και H. Ακόμη και αν τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης καλούνται να αποφανθούν επί της νομιμότητας μιας πράξης ΚΕΠΠΑ, η περίπτωση της υπό κρίση υποθέσεως δεν καλύπτεται από τον περιορισμό της αρμοδιότητας που προβλέπεται στο άρθρο 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ και στο άρθρο 275 ΣΛΕΕ, διότι η νομιμότητα της πράξεως αυτής εξαρτάται από την ερμηνεία του δικαίου που περιέχεται στον Χάρτη.
108. Η Επιτροπή υποστηρίζει περαιτέρω ότι καμία διάταξη των Συνθηκών δεν εισάγει παρέκκλιση από την αρμοδιότητα των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης όσον αφορά προβαλλόμενες προσβολές θεμελιωδών δικαιωμάτων σε οποιονδήποτε τομέα του δικαίου της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της ΚΕΠΠΑ. Τυχόν ερμηνεία του άρθρου 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ και του άρθρου 275 ΣΛΕΕ κατά τρόπο που να στερεί από τους ιδιώτες τη δυνατότητα να προβάλλουν αξιώσεις περί προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ θα έθετε εν αμφιβόλω τα ουσιώδη χαρακτηριστικά στοιχεία του συστήματος ένδικης προστασίας που προβλέπουν οι Συνθήκες, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο.
109. Το Συμβούλιο και η ΕΥΕΔ υποστηρίζουν ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, η αρμοδιότητα των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης προσκρούει στο άρθρο 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ και το άρθρο 275 ΣΛΕΕ καθώς και ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής καμία από τις υφιστάμενες προσεγγίσεις της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με την ΚΕΠΠΑ. Πάντως, το Συμβούλιο δεν αποκλείει πλήρως την αρμοδιότητα των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης όσον αφορά τις προβαλλόμενες προσβολές θεμελιωδών δικαιωμάτων στον τομέα της ΚΕΠΠΑ, υπογραμμίζει δε ότι πρέπει να αναζητηθούν κατάλληλα κριτήρια για τη διαφύλαξη της πρακτικής αποτελεσματικότητας των διατάξεων της Συνθήκης που περιορίζουν την αρμοδιότητα των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης στον τομέα της ΚΕΠΠΑ. Κατά το Συμβούλιο, θα πρέπει να υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ των πράξεων που αποτελούν έκφραση πολιτικών επιλογών, οι οποίες δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο, και των πράξεων που αποσκοπούν στην υλοποίηση συγκεκριμένων δράσεων, οι οποίες υπόκεινται στον έλεγχο αυτό. Οι εν λόγω συγκεκριμένες δράσεις δεν αποτελούν, κατ’ αρχήν, έκφραση πολιτικών επιλογών, αλλά συνιστούν απλώς τον τρόπο υλοποιήσεως των επιλογών αυτών στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ.
110. Ωστόσο, η Γαλλική Κυβέρνηση, η οποία παρενέβη υπέρ του Συμβουλίου, φρονεί ότι η διάκριση μεταξύ αποφάσεων πολιτικής φύσεως και άλλων αποφάσεων ΚΕΠΠΑ δεν δύναται να τύχει πρακτικής εφαρμογής. Κατά το εν λόγω κράτος μέλος, οι διατάξεις των Συνθηκών που περιορίζουν την αρμοδιότητα των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης στον τομέα της ΚΕΠΠΑ πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με το γράμμα τους, ήτοι ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν έχει αρμοδιότητα για κανένα μέτρο που εμπίπτει στην ΚΕΠΠΑ, εκτός των δύο εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.
3. Ο σκοπός του περιορισμού της αρμοδιότητας στον τομέα της ΚΕΠΠΑ
111. Συμμερίζομαι την άποψη της Γαλλικής Κυβερνήσεως και του Συμβουλίου ότι ο περιορισμός της αρμοδιότητας των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης στον τομέα της ΚΕΠΠΑ δεν πρέπει να παραγνωρίζεται και ότι πρέπει να διατηρήσει τη σημασία του. Αναδεικνύεται, ως εκ τούτου, ένα σημαντικό ζήτημα, το οποίο, κατά τη γνώμη μου, είναι κομβικής σημασίας για τον καθορισμό των ορίων της αρμοδιότητας των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης στον τομέα της ΚΕΠΠΑ: ποιος είναι ο σκοπός του περιορισμού της αρμοδιότητας;
112. Η προτεινόμενη από το Συμβούλιο και την ΕΥΕΔ διάκριση μεταξύ αποφάσεων πολιτικής ή στρατηγικής φύσεως, αφενός, και απλών διοικητικών μέτρων στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ, αφετέρου, θα μπορούσε να αντικατοπτρίζει τη βούληση των συντακτών των Συνθηκών να διασφαλίσουν ότι τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν θα επηρεάζουν τις πολιτικές επιλογές στον τομέα των εξωτερικών σχέσεων. Είναι αληθές ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις στις οποίες το Δικαστήριο καλείται να ερμηνεύσει έναν κανόνα, δύναται να πραγματοποιήσει μια επιλογή σχετικά με το περιεχόμενό του. Ακόμη και αν η επιλογή του Δικαστηρίου καθοδηγείται από άλλους κανόνες και προβληματισμούς, δεν παύει να αποτελεί επιλογή (72).
113. Υπάρχουν ζητήματα στα οποία η επιλογή πρέπει να αφήνεται αποκλειστικά στα χέρια των πολιτικών ζυμώσεων. Με τις προτάσεις του στην υπόθεση Rosneft, ο γενικός εισαγγελέας M. Wathelet έκρινε ότι «η αιτιολογία που προβάλλεται για τον περιορισμό, μέσω της ρήτρας “carve-out”, της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου όσον αφορά την ΚΕΠΠΑ είναι ότι, κατ’ αρχήν, οι πράξεις ΚΕΠΠΑ αποτελούν απλώς έκφανση αποφάσεων αμιγώς πολιτικής φύσεως, συνδεόμενων με την άσκηση της ΚΕΠΠΑ, οπότε ο δικαστικός τους έλεγχος δύσκολα συμβιβάζεται με τη διάκριση των εξουσιών» (73). Επομένως, ο περιορισμός της αρμοδιότητας των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως ένα είδος κωδικοποιημένου «δόγματος περί πολιτικού ζητήματος» (74). Οι συντάκτες των Συνθηκών ενδεχομένως θεώρησαν αναγκαίο να το διατυπώσουν ρητώς, δεδομένου ότι το Δικαστήριο δεν ήταν (ακόμη) (75) προετοιμασμένο να αναπτύξει το εν λόγω δόγμα.
114. Πράγματι, υπό το πρίσμα της αρχής της διάκρισης των εξουσιών (η οποία στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλείται αρχή της θεσμικής ισορροπίας), η οποία αποτελεί σημαντικό μέρος του κράτους δικαίου και της δημοκρατικής αρχής (76), δεν αποτελεί προνόμιο των δικαιοδοτικών οργάνων η υποκατάσταση των πολιτικών επιλογών των αρμόδιων πολιτικών θεσμικών οργάνων.
115. Ωστόσο, τούτο ισχύει για κάθε τομέα του δικαίου της Ένωσης και όχι μόνο για την ΚΕΠΠΑ. Τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν πρέπει εξ ορισμού να αντικαθιστούν τις πολιτικές επιλογές των θεσμικών οργάνων της Ένωσης στα οποία οι Συνθήκες έχουν αναθέσει εξουσίες λήψης αποφάσεων. Τούτου λεχθέντος, στις συνταγματικές δημοκρατίες οι πολιτικές επιλογές δεν είναι απεριόριστες. Σε μια Ένωση δικαίου, δεν θα μπορούσε να αποτελεί πρόθεση των συντακτών των Συνθηκών το να είναι επιτρεπτές οι προσβολές των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ. Δεδομένου ότι η προσβολή θεμελιώδους δικαιώματος δεν μπορεί να συνιστά πολιτική επιλογή, τα δικαστήρια της Ένωσης πρέπει να είναι σε θέση να ελέγχουν αν υπήρξε υπέρβαση του ορίου αυτού (77). Μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούν να εκπληρώσουν την αποστολή τους που συνίσταται στη διασφάλιση του σεβασμού του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των Συνθηκών.
116. Η ως άνω διαπίστωση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ και το άρθρο 275 ΣΛΕΕ δεν μπορούν να αποκλείσουν την αρμοδιότητα των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης να ελέγχουν κάθε μέτρο που εμπίπτει στην ΚΕΠΠΑ, περιλαμβανομένων των μέτρων πολιτικής ή στρατηγικής φύσεως, προκειμένου να διασφαλίζεται η συμβατότητα του οικείου μέτρου με τα θεμελιώδη δικαιώματα.
117. Αναγνωρίζω ότι ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων μπορεί να διασφαλιστεί με διάφορους τρόπους, μπορεί δε να καταλείπεται ορισμένο περιθώριο για πολιτικές επιλογές. Τα περισσότερα από τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη μπορούν να περιοριστούν αν ο οικείος περιορισμός εξυπηρετεί άλλον θεμιτό σκοπό και τον επιτυγχάνει κατά τρόπο σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (78). Επομένως, για παράδειγμα, το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (που κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 του Χάρτη) μπορεί να περιοριστεί για τον σκοπό της καταπολέμησης της διεθνούς τρομοκρατίας ή το δικαίωμα ιδιοκτησίας (που κατοχυρώνεται στο άρθρο 17 του Χάρτη) μπορεί να περιοριστεί χάριν ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας των κυρώσεων που επιβάλλονται κατά τρίτου κράτους. Η εκτίμηση των δικαιολογητικών λόγων καθώς και η καταλληλότητα και η αναγκαιότητα των μέτρων που περιορίζουν ορισμένα δικαιώματα ενδέχεται να διαφέρουν. Συναφώς, υπάρχει λόγος που δικαιολογεί την εκ μέρους των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης αποδοχή των πολιτικών επιλογών σε σύνθετα ζητήματα διεθνούς πολιτικής. Το Δικαστήριο δείχνει ευαισθησία όσον αφορά το ζήτημα αυτό, όπως προκύπτει από τη νομολογία του (79). Ωστόσο, ακόμη και αν το ποιο είναι το κατάλληλο επίπεδο ελέγχου μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συζητήσεως, δεν μπορεί να αποκλεισθεί η εκ μέρους των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης άσκηση του συνταγματικού τους ρόλου όσον αφορά τη διασφάλιση της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων όταν τούτο ζητείται από ιδιώτες.
118. Μπορώ να δεχθώ ότι υπάρχουν ορισμένες στρατηγικές επιλογές ως προς τις οποίες πράγματι δεν χωρεί παρέμβαση των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης. Για παράδειγμα, κατά τη γνώμη μου, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να κρίνει αν η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να αναπτύξει αποστολή σε ορισμένο μέρος του κόσμου. Τούτο ισχύει ακόμη και αν η πραγματοποίηση μιας τέτοιας αποστολής θα μπορούσε ενδεχομένως να επιφέρει βελτίωση στην ισχύουσες συνθήκες των ευρισκομένων στην εν λόγω περιοχή από απόψεως ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ωστόσο, αφ’ ης στιγμής ληφθεί πολιτική απόφαση περί παρουσίας σε συγκεκριμένη χώρα ή εμπλοκής σε συγκεκριμένη σύγκρουση, ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να είναι σε θέση να ελέγξει αν η εν λόγω απόφαση έχει σχεδιασθεί και τυγχάνει εφαρμογής κατά τρόπο που δεν θίγει δυσανάλογα τα ανθρώπινα δικαιώματα.
119. Στο πλαίσιο αυτό, ορισμένες αποφάσεις απαιτούν σε μεγαλύτερο βαθμό την αποδοχή των λόγων που προβάλλει το Συμβούλιο ή άλλο αρμόδιο όργανο. Για παράδειγμα, το αν υπάρχουν διαθέσιμοι χρηματικοί πόροι για συγκεκριμένη αποστολή θα μπορούσε πράγματι να επηρεάσει τα δικαιώματα προσώπων των οποίων μέλη της οικογένειας εξαφανίστηκαν και οι εν λόγω εξαφανίσεις δεν διερευνήθηκαν αποτελεσματικά. Εντούτοις, ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα επιχειρήματα σχετικά με τις γενικότερες οικονομικές δυνατότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το προσωπικό που η τελευταία μπορεί να διαθέσει, δεδομένου ότι η Ένωση αναπτύσσει αποστολές ανά τον κόσμο, και δεν μπορεί να επανεξετάσει την απόφαση σχετικά με τη βέλτιστη κατανομή των εν λόγω πόρων. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν αποκλείει εντελώς την αρμοδιότητα των δικαστηρίων της Ένωσης. Αντιθέτως, η αναγκαιότητα του να υφίσταται αποδοχή και το επίπεδο ελέγχου αποτελούν ζητήματα που ανακύπτουν μετά τη θεμελίωση της αρμοδιότητας.
120. Κατά συνέπεια, δεν μπορώ να συμφωνήσω με το Συμβούλιο ως προς το ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης θα μπορούσαν να εκτιμήσουν μόνον αν η Eulex Κοσσυφοπέδιο επέδειξε σεβασμό στα θεμελιώδη δικαιώματα κατά τη διεξαγωγή των ερευνών της, χωρίς τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης να είναι αρμόδια να αποφαίνονται επί της νομιμότητας των αποφάσεων του Συμβουλίου που καταργούν σταδιακά την εκτελεστική εντολή της Eulex Κοσσυφοπέδιο ή τη διάθεση επαρκών πόρων στην Eulex Κοσσυφοπέδιο, διότι τα ζητήματα αυτά απαιτούν τη λήψη αποφάσεων πολιτικής και στρατηγικής φύσεως μη επιδεχομένων δικαστικού ελέγχου. Αν οι εν λόγω οι πολιτικές ή στρατηγικές επιλογές είναι ικανές να θίξουν θεμελιώδη δικαιώματα, τότε ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να έχει τη δυνατότητα να επιληφθεί μιας τέτοιας καταγγελίας προερχόμενης από ιδιώτη, παρά το γεγονός ότι πιθανότατα θα αποδεχθεί τους λόγους που θα προτείνει το Συμβούλιο, κατά την εκτίμηση του ζητήματος αν οι εν λόγω επιλογές αποτελούν προσβολή θεμελιωδών δικαιωμάτων.
4. Τι αφορά ο αποκλεισμός της αρμοδιότητας των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης στον τομέα της ΚΕΠΠΑ;
121. Ο περιορισμός της αρμοδιότητας δεν μπορεί να εκτείνεται σε βαθμό ώστε να αποκλείεται ο έλεγχος συμβατότητας μέτρων που εμπίπτουν στην ΚΕΠΠΑ με τα θεμελιώδη δικαιώματα. Ποια είναι, επομένως, η έκταση του εν λόγω περιορισμού της αρμοδιότητας;
122. Κατά τη γνώμη μου, ο περιορισμός της αρμοδιότητας καταλαμβάνει δύο ζητήματα. Αφενός, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να ελέγξει τη συμβατότητα των πράξεων ΚΕΠΠΑ με τις διατάξεις των Συνθηκών που αφορούν την ΚΕΠΠΑ (80). Αφετέρου, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να ερμηνεύει τους εν λόγω κανόνες του πρωτογενούς δικαίου που αφορούν την ΚΕΠΠΑ ούτε τις πράξεις ΚΕΠΠΑ που εκδίδονται βάσει των κανόνων αυτών. Βεβαίως, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης, όταν διενεργούν έλεγχο νομιμότητας των πράξεων ΚΕΠΠΑ υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων, δεν μπορούν να απέχουν πλήρως από την ερμηνεία των κανόνων της ΚΕΠΠΑ, δεδομένου ότι πρόκειται για προϋπόθεση για την εκτίμηση της συμβατότητας των εν λόγω πράξεων με τα δικαιώματα αυτά (81). Ωστόσο, στο πλαίσιο αυτό ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να αποδέχεται τη σημασία που αποδίδει σε ορισμένη πολιτική επιλογή αυτός που την καθορίζει, αλλά και να εκτιμά αν η επιλογή αυτή, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της, υπερβαίνει τα όρια που τίθενται από τον Χάρτη.
123. Εντούτοις, εφόσον η πολιτική επιλογή η οποία εκφράζεται μέσω ορισμένου μέτρου που εμπίπτει στην ΚΕΠΠΑ δεν υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλει το συνταγματικό πλαίσιο της Ένωσης, η παρέμβαση των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης αποκλείεται. Αν ένας κανόνας της ΚΕΠΠΑ μπορεί να ερμηνευθεί με τρεις πιθανούς τρόπους (A, B ή Γ) και κανένας από τους τρόπους αυτούς δεν προσβάλλει τα θεμελιώδη δικαιώματα, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να επιλέξει μεταξύ των A, B και Γ. Τούτο, με τη σειρά του, σημαίνει ότι η άλλη σημαντική λειτουργία που επιτελεί το Δικαστήριο δυνάμει των Συνθηκών –η διασφάλιση της ομοιόμορφης ερμηνείας και εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης– δεν υφίσταται στον τομέα της ΚΕΠΠΑ. Προκειμένου να διασφαλιστεί η ομοιομορφία, το Δικαστήριο πρέπει να έχει τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ διαφορετικών πιθανών ερμηνειών ενός κανόνα. Εφόσον τούτο αποκλείεται, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι συντάκτες των Συνθηκών αποδέχθηκαν τις αποκλίσεις που ενδέχεται να ανακύψουν όταν μέτρα που εμπίπτουν στην ΚΕΠΠΑ τίθενται σε εφαρμογή σε διαφορετικά κράτη μέλη. Η υπόθεση Neves 77 Solutions, στην οποία αναπτύσσω επίσης σήμερα τις προτάσεις μου, αποτελεί παράδειγμα μιας τέτοιας καταστάσεως.
124. Συνοψίζοντας, τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί της Ένωσης δεσμεύονται πάντα από τα θεμελιώδη δικαιώματα, η δε επιλογή προσβολής των εν λόγω δικαιωμάτων δεν αποτελεί διαθέσιμη επιλογή πολιτικής ή στρατηγικής φύσεως, ούτε στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ. Μολονότι ο περιορισμός της αρμοδιότητας στον τομέα της ΚΕΠΠΑ έχει ως σκοπό να εμποδίσει τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης να παρεμβαίνουν σε αποφάσεις πολιτικής και στρατηγικής φύσεως στον τομέα της ΚΕΠΠΑ, εντούτοις, ο σκοπός αυτός δεν επιβάλλει τον αποκλεισμό της αρμοδιότητας για τον έλεγχο προβαλλόμενων προσβολών των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Επιβάλλεται περιορισμός στις αποφάσεις πολιτικής και στρατηγικής φύσεως, καθώς οι αποφάσεις αυτές δεν μπορούν ποτέ να προσβάλλουν τα θεμελιώδη δικαιώματα. Επομένως, το άρθρο 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ και το άρθρο 275 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν εμποδίζουν τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης να ελέγχουν τα εν λόγω συνταγματικά όρια επιλαμβανόμενα αγωγών αποζημιώσεως που ασκούνται από ιδιώτες λόγω προβαλλόμενων προσβολών των θεμελιωδών δικαιωμάτων από μέτρα που εμπίπτουν στην ΚΕΠΠΑ.
5. Το άρθρο 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ
125. Το άρθρο 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ και το άρθρο 275, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ χαρακτηρίζονται συχνά ως διατάξεις «carve-out» διότι περιορίζουν μέρος της γενικής αρμοδιότητας των δικαστηρίων της Ένωσης βάσει του άρθρου 19 ΣΕΕ. Το άρθρο 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ περιγράφεται εν συνεχεία ως ρήτρα «claw-back», διότι επαναφέρει στο πλαίσιο της αρμοδιότητας του δικαστή της Ένωσης τον κανόνα του οποίου η εφαρμογή αποκλείστηκε (82).
126. Επομένως, εφόσον η σχέση μεταξύ του πρώτου και του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 275 ΣΛΕΕ γίνει αντιληπτή με αυτόν τον τρόπο, τότε η λογική απαιτεί την εφαρμογή της ρήτρας «claw-back» μόνον εάν οι διατάξεις «carve-out» έχουν αποκλείσει την αρμοδιότητα των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης σε συγκεκριμένη περίπτωση. Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο δικαστικός έλεγχος επί των ενδεχόμενων προσβολών των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν μπορεί να εκφεύγει («carved-out») της γενικής αρμοδιότητας των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, ακόμη και αν η πράξη που πρόκειται να ελεγχθεί είναι μέτρο που εμπίπτει στην ΚΕΠΠΑ. Κατά συνέπεια, η ρήτρα «claw-back» του άρθρου 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν ασκεί επιρροή για τη θεμελίωση της αρμοδιότητας όσον αφορά αγωγές αποζημιώσεως που στηρίζονται σε προβαλλόμενες προσβολές θεμελιωδών δικαιωμάτων.
127. Εντούτοις, κατά τη γνώμη μου, το άρθρο 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν θα πρέπει να ερμηνευθεί ως ρήτρα «claw-back», η οποία αποκαθιστά τη «συνήθη» κατάσταση όσον αφορά την αρμοδιότητα των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης στις περιπτώσεις που παρατίθενται σε αυτό. Αντ’ αυτού, φρονώ ότι το άρθρο 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθεί ως διάταξη που διέπει την ερμηνεία της εκτάσεως του περιορισμού της αρμοδιότητας που προβλέπεται στο άρθρο 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ και στο άρθρο 275, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.
128. Όπως έχει επισημανθεί (83), η διατύπωση του άρθρου 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ δεν είναι πανομοιότυπη με εκείνη του άρθρου 275, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Το άρθρο 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ αποκλείει την αρμοδιότητα των δικαστηρίων της Ένωσης όσον αφορά τις «εν λόγω διατάξεις», εννοώντας εκείνες που αναφέρονται στις προηγούμενες περιόδους του άρθρου 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ. Οι διατάξεις αυτές ορίζουν ότι, κατά τη θέσπιση μέτρων στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ, το Συμβούλιο αποφασίζει κατ’ αρχήν ομόφωνα· ότι η θέσπιση νομοθετικών πράξεων αποκλείεται στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ· ότι η ΚΕΠΠΑ πρέπει να υλοποιείται είτε από την Ευρωπαϊκή Ένωση είτε από τα κράτη μέλη· και ότι το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή έχουν ειδικούς ρόλους στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ. Ωστόσο, το άρθρο 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ ορίζει ότι τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης πρέπει να είναι σε θέση να ελέγχουν την τήρηση του άρθρου 40 ΣΕΕ και να μπορούν να ελέγχουν τη νομιμότητα ορισμένων αποφάσεων ΚΕΠΠΑ. Συναφώς, το άρθρο 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ παραπέμπει στο άρθρο 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.
129. Με τη σειρά του, το άρθρο 275, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ επαναλαμβάνει τον περιορισμό της αρμοδιότητας του δικαστή της Ένωσης ο οποίος έχει ήδη αποτυπωθεί στο άρθρο 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ, προσθέτοντας όμως ότι ο περιορισμός δεν εφαρμόζεται μόνο στις «εν λόγω διατάξεις», ήτοι εκείνες του κεφαλαίου 2, τίτλου V, της Συνθήκης ΕΕ, αλλά και τις πράξεις που θεσπίζονται βάσει αυτών. Ο εν λόγω περιορισμός είναι, όπως έχει αναγνωρίσει η νομολογία, στενός. Συναφώς, το άρθρο 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ διευκρινίζει τι δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο του «carve-out». Αντιθέτως προς το πρώτο εδάφιο, το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 275 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως, δεδομένου ότι διέπει τη (στενή) ερμηνεία της έκτασης του «carve-out».
130. Η παραπομπή του άρθρου 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ στο άρθρο 40 ΣΕΕ υποδηλώνει ότι το Δικαστήριο πρέπει να διατηρεί την αρμοδιότητά του όσον αφορά τη θεσμική ισορροπία που προβλέπουν οι Συνθήκες. Οι διαφορές που εμπίπτουν στην κατηγορία αυτή είναι όσες αφορούν την κατάλληλη νομική βάση για την έκδοση ορισμένης πράξεως και συνήθως εκπορεύονται από τη διαφορά μεταξύ των εξουσιών που απονέμονται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης από τις διαφορετικές αυτές νομικές βάσεις. Ως παράδειγμα μιας τέτοιας διαφοράς μπορούν να αναφερθούν οι υποθέσεις Mauritius και Tanzania που μνημονεύονται ανωτέρω στις παρούσες προτάσεις (84).
131. Η αναφορά στις προσφυγές ακυρώσεως που αφορούν περιοριστικά μέτρα κατά φυσικών και νομικών προσώπων φαίνεται εκ πρώτης όψεως περιοριστική. Μπορεί, ωστόσο, να γίνει αντιληπτή υπό ευρύτερη έννοια, ήτοι ότι επιτάσσει να μην περιορίζεται η αρμοδιότητα των δικαστηρίων της Ένωσης όσον αφορά τον έλεγχο της νομιμότητας των μέτρων στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ που περιορίζουν τα δικαιώματα των ιδιωτών.
132. Μια απλουστευτική, αλλά εύλογη, κατά τη γνώμη μου, εξήγηση ως προς τον λόγο για τον οποίο μνημονεύονται ρητώς μόνον οι προσφυγές ακυρώσεως που ασκούνται από ιδιώτες κατά περιοριστικών μέτρων είναι ότι κατά τον χρόνο εκδόσεως της Συνθήκης της Λισσαβώνας, λόγω της νομολογίας Kadi, οι ενδεχόμενες προσβολές των δικαιωμάτων των ιδιωτών από περιοριστικά μέτρα αποτελούσαν το προφανές παράδειγμα (85). Εντούτοις, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ, το οποίο αναφέρεται γενικότερα στον δικαστικό έλεγχο ορισμένων μέτρων, το άρθρο 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι διασφαλίζει ότι δεν υφίσταται περιορισμός όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο του συνόλου των μέτρων της ΚΕΠΠΑ που περιορίζουν τα δικαιώματα των ιδιωτών.
133. Αν η σχέση μεταξύ των δύο εδαφίων του άρθρου 275 ΣΛΕΕ ερμηνευθεί ως εάν το δεύτερο εδάφιο διέπει την ερμηνεία του πρώτου, τότε η «κόκκινη γραμμή» του περιορισμού της αρμοδιότητας είναι ο συνταγματικός ρόλος που ανατίθεται από τις Συνθήκες στα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης. Αφορά, αφενός, τη διαφύλαξη της θεσμικής διάρθρωσης που προβλέπουν οι Συνθήκες και, αφετέρου, την προστασία των δικαιωμάτων των ιδιωτών.
6. Ο ενδεχόμενος ρόλος των εθνικών δικαστηρίων
134. Είναι σαφές ότι τα μέτρα ΚΕΠΠΑ δεν θα πρέπει να θίγουν τα θεμελιώδη δικαιώματα των ιδιωτών. Είναι επίσης σαφές ότι πρέπει να προβλέπεται η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου των προβαλλόμενων προσβολών των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ωστόσο, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι οικείες υποθέσεις δεν πρέπει οπωσδήποτε να εξετάζονται από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης, αλλά θα μπορούσαν να υπάγονται στη δικαιοδοσία των εθνικών δικαστηρίων (86).
135. Κατά το άρθρο 274 ΣΛΕΕ, οι διαφορές στις οποίες η Ένωση είναι διάδικος δεν εξαιρούνται εξ αυτού του λόγου από την αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων. Αν το άρθρο 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ και το άρθρο 275 ΣΛΕΕ ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αποκλείουν την αρμοδιότητα των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης να επιλαμβάνονται αγωγών αποζημιώσεως που βασίζονται σε προσβολές θεμελιωδών δικαιωμάτων οι οποίες προβάλλεται ότι έχουν προκληθεί από μέτρα εμπίπτοντα στην ΚΕΠΠΑ, οι οικείες αξιώσεις εξακολουθούν να μπορούν να εξετάζονται από τα εθνικά δικαστήρια, ακόμη και αν στρέφονται κατά των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης.
136. Ανταποκρίνεται η λύση αυτή στις επιταγές της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας; Με τη γνώμη που διατύπωσε στη γνωμοδότηση 2/13 (87), η γενική εισαγγελέας J. Kokott απάντησε στο εν λόγω ερώτημα καταφατικά. Εντούτοις, η ανάλυσή της εκκινεί από τη θέση ότι ο περιορισμός της αρμοδιότητας του δικαστή της Ένωσης στο άρθρο 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ και στο άρθρο 275, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, συνιστά τον κανόνα και όχι την εξαίρεση (88), θέση την οποία δεν ακολούθησε η μεταγενέστερη νομολογία του Δικαστηρίου.
137. Κατά τη γνώμη μου, όπως άλλωστε αποδεικνύεται περίτρανα από την υπό κρίση υπόθεση, είναι αμφίβολο αν τα εθνικά δικαστήρια θα ήταν σε θέση να διασφαλίζουν αποτελεσματική ένδικη προστασία στους ιδιώτες σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί της Ένωσης θα μπορούσαν να προσβάλουν τα δικαιώματά τους με μέτρα που εμπίπτουν στην ΚΕΠΠΑ. Όπως επισήμαναν η Τσεχική και η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση, υπάρχουν πολλά πρακτικά εμπόδια όσον αφορά την πρόσβαση στα εθνικά δικαστήρια στην περίπτωση τέτοιων αξιώσεων. Μπορεί, για παράδειγμα, να διερωτηθεί κανείς ποιο δικαστήριο ποιου κράτους μέλους θα πρέπει να επιληφθεί ενδίκου βοηθήματος που αφορά μέτρα ληφθέντα από αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης ευρισκόμενη σε τρίτη χώρα; Οι KS και KD επιχείρησαν να προσφύγουν ενώπιον των δικαστηρίων του Ηνωμένου Βασιλείου (σε χρόνο προγενέστερο του Brexit). Όπως εξήγησα ανωτέρω, το εθνικό δικαστήριο έκρινε ότι η ασκηθείσα αγωγή δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του. Η εν λόγω κήρυξη αναρμοδιότητας εκ μέρους εθνικού δικαστηρίου θα μπορούσε, ωστόσο, να ξεπεραστεί αν το Δικαστήριο υιοθετήσει τη σταθερή θέση ότι δεν είναι αρμόδιο.
138. Εξακολουθεί όμως να μην επιλύεται το ζήτημα ποιο εθνικό δικαστήριο θα πρέπει να εκδικάσει την υπόθεση. Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι θα μπορούσε να πρόκειται για δικαστήριο του κράτους μέλους που ασκεί την Προεδρία του Συμβουλίου. Ωστόσο, δυσχερώς δικαιολογείται το γιατί ένα δικαστήριο του εν λόγω κράτους μέλους βρίσκεται σε καλύτερη θέση για να επιληφθεί υποθέσεως που αφορά προβαλλόμενη προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων από αποστολή της Ένωσης. Μια άλλη επιλογή θα ήταν η αγωγή να μπορεί να ασκηθεί ενώπιον των δικαστηρίων οποιουδήποτε κράτους μέλους. Η εν λόγω λύση θα μπορούσε να οδηγήσει σε forum shopping, δεδομένου ότι οι ενάγοντες θα αναζητούσαν το κράτος μέλος που διαθέτει τους ευνοϊκότερους δικονομικούς κανόνες όσον αφορά τις αγωγές αποζημιώσεως.
139. Δεδομένου ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν θα είχαν τη δυνατότητα να υποβάλλουν αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο, θα μπορούσε να προκύψει διαφοροποίηση όσον αφορά την ερμηνεία των δικαιωμάτων που απορρέουν από τον Χάρτη όταν αυτή εφαρμόζεται σε μέτρα που εμπίπτουν στην ΚΕΠΠΑ. Οι σχετικές διαφορές θα επιλύονταν τελικά από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ), στο οποίο οι ιδιώτες αποφασίζουν ενδεχομένως να προσφύγουν εφόσον εκτιμούν ότι δεν τους παρασχέθηκε επαρκής προστασία όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματά τους.
140. Ερχόμενη αντιμέτωπη με τα ως άνω προβλήματα πρακτικού χαρακτήρα όσον αφορά την επιλογή του αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου, η Γαλλική Κυβέρνηση πρότεινε την ίδρυση νέου κοινού δικαστηρίου για την εκδίκαση υποθέσεων σχετικών με προσβολές θεμελιωδών δικαιωμάτων από μέτρα που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ. Μολονότι τα κράτη μέλη ενδέχεται να συμφωνούν με μια τέτοια προοπτική, διερωτώμαι πώς θα ήταν διατεθειμένα να απονείμουν την αρμοδιότητα αυτή σε άλλο υπερεθνικό δικαστήριο, εφόσον δεν ήταν διατεθειμένα να αναγνωρίσουν την εν λόγω αρμοδιότητα στα δικαστήρια της Ένωσης.
141. Τέλος, υπενθυμίζω ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, το ζήτημα που τίθεται είναι αν τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης μπορούν να εκδικάζουν αγωγές που στηρίζονται στην εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης για ζημίες που προβάλλεται ότι προκλήθηκαν από μέτρα τα οποία εμπίπτουν στην ΚΕΠΠΑ.
142. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα να εκδικάζουν αγωγές αποζημιώσεως που στηρίζονται στην εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης (89). Οι εν λόγω αγωγές διακρίνουν την Ένωση από τους διεθνείς οργανισμούς οι οποίοι παραδοσιακά απολαύουν ευρείας ασυλίας όσον αφορά τις αγωγές αποζημιώσεως ενώπιον δικαστηρίου (90). Πράγματι, όπως έχουν επισημάνει οι μελετητές του δικαίου (91), οι συντάκτες των Συνθηκών συμφώνησαν ότι η Ένωση δεν θα πρέπει να απολαύει ασυλίας όσον αφορά την εξωσυμβατική ευθύνη της, αλλά ότι οι οικείες αποφάσεις δεν θα πρέπει να λαμβάνονται από τα εθνικά δικαστήρια.
143. Κατά συνέπεια, στις Συνθήκες ορίζεται ότι η αγωγή αποζημιώσεως υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης. Τα εθνικά δικαστήρια δεν δύνανται να αποφαίνονται επί της εξωσυμβατικής ευθύνης για την αποκατάσταση ζημιών που προβάλλεται ότι προκλήθηκαν από θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης σε τομέα ο οποίος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης.
144. Επιπλέον, αν οι αγωγές αποζημιώσεως καταλείπονταν στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων, θα ρυθμίζονταν από το εκάστοτε εθνικό δίκαιο περί εξωσυμβατικής ευθύνης, με διαφορετικά αποτελέσματα ανάλογα με τους εφαρμοστέους εθνικούς κανόνες. Επομένως, τα εθνικά δικαστήρια δεν μπορούν να καλύψουν το κενό αυτό και να παράσχουν ένδικη προστασία όπως θα το έπραττε ο δικαστής της Ένωσης.
Δ. Πιθανές συνέπειες όσον αφορά την προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ
145. Όπως ήδη εξήγησα, η υπό κρίση υπόθεση πρέπει να ενταχθεί στο ευρύτερο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για την προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ. Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, ΣΕΕ, η προσχώρηση αυτή αποτελεί υποχρέωση, και όχι επιλογή, της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
146. Εντούτοις, η διαδικασία προσχωρήσεως στην ΕΣΔΑ είναι δυνατή, όπως καταδεικνύει η γνωμοδότηση 2/13, μόνον εφόσον σέβεται τα ειδικά χαρακτηριστικά της έννομης τάξεως της Ένωσης και δεν θίγει τις αρμοδιότητες της Ένωσης βάσει των Συνθηκών.
147. Εφόσον το Δικαστήριο κάνει δεκτή την προτεινόμενη ερμηνεία σύμφωνα με την οποία το άρθρο 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ και το άρθρο 275 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν αποκλείουν την αρμοδιότητα των δικαστηρίων της Ένωσης να επιλαμβάνονται αγωγών αποζημιώσεως για την αποκατάσταση ζημίας προκληθείσας από μέτρα που εμπίπτουν στην ΚΕΠΠΑ όσον αφορά ενδεχόμενες προσβολές των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τι θα μπορούσε κάτι τέτοιο να σημαίνει για τη μελλοντική προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ΕΣΔΑ;
148. Πρώτον, κάτι τέτοιο θα συνέβαλλε στον σαφέστερο προσδιορισμό του περιορισμού της αρμοδιότητας των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης στον τομέα της ΚΕΠΠΑ, ζήτημα το οποίο το Δικαστήριο άφησε σε εκκρεμότητα με τη γνωμοδότηση 2/13.
149. Δεύτερον, κάτι τέτοιο θα αποσαφήνιζε το ότι, όταν ένα μέτρο που εμπίπτει στην ΚΕΠΠΑ αμφισβητείται για έναν από τους λόγους που μπορούν επίσης να κριθούν από το ΕΔΔΑ, ήτοι την προβαλλόμενη προσβολή θεμελιωδών δικαιωμάτων, η αρμοδιότητα των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης δεν περιορίζεται από τις ρήτρες «carve-out» των Συνθηκών.
150. Από την άποψη της έννομης τάξεως της Ένωσης, η προτεινόμενη ερμηνεία ανταποκρίνεται στη συνταγματική απαίτηση διασφάλισης της αυτονομίας της. Με τον τρόπο αυτό αποτρέπεται το ενδεχόμενο να κρίνονται από δικαστήριο εκτός της έννομης τάξεως της Ένωσης ενδεχόμενες αποκλίσεις μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων ως προς το ζήτημα αν τα μέτρα της ΚΕΠΠΑ προσβάλλουν θεμελιώδη δικαιώματα. Στο πλαίσιο αυτό, προτού μια υπόθεση με την οποία προβάλλεται προσβολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αχθεί ενώπιον του ΕΔΔΑ, θα πρέπει προηγουμένως να έχει εκδικαστεί από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης. Η πλειονότητα των κρατών μελών που παρενέβησαν στην υπό κρίση υπόθεση συμφωνούν με την γλαφυρή περιγραφή που χρησιμοποίησε η Τσεχική Κυβέρνηση, σύμφωνα με την οποία «κάθε αμαξοστοιχία που μπορεί να καταλήξει στο Στρασβούργο πρέπει πρώτα να κάνει στάση στο Λουξεμβούργο». Η προτεινόμενη ερμηνεία προβλέπει την εν λόγω στάση στο Λουξεμβούργο.
151. Υπό το πρίσμα του συστήματος που καθιέρωσε η ΕΣΔΑ, η προτεινόμενη ερμηνεία θα σήμαινε ότι, για το παραδεκτό προσφυγής που ασκείται ενώπιον του ΕΔΔΑ, πρέπει να έχουν εξαντληθεί τα ένδικα μέσα που μπορούν να ασκηθούν ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης.
152. Θα αύξανε κάτι τέτοιο σημαντικά τον όγκο εργασίας των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης;
153. Φρονώ ότι μια τέτοια ανησυχία δεν είναι δικαιολογημένη. Εάν ορισμένο πρόσωπο θεωρεί ότι έχουν θιγεί τα θεμελιώδη δικαιώματά του/της, θα πρέπει πράγματι να υφίσταται πρόσβαση στον δικαστή της Ένωσης. Είναι προς το συμφέρον της έννομης τάξεως της Ένωσης να εντοπίζονται και να αποκαθίστανται τέτοιες καταστάσεις.
IV. Σύνοψη και συνέπειες
154. Εν συνόψει, φρονώ ότι το άρθρο 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ και το άρθρο 275 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν περιορίζουν την αρμοδιότητα των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης να επιλαμβάνονται αγωγής αποζημιώσεως ασκηθείσας από ιδιώτες η οποία στηρίζεται σε προβαλλόμενη προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων δυνάμει μέτρου οποιουδήποτε είδους το οποίο εμπίπτει στην ΚΕΠΠΑ.
155. Η ως άνω ερμηνεία απορρέει από τις συνταγματικές αρχές της έννομης τάξεως της Ένωσης, κυρίως δε από το κράτος δικαίου, το οποίο περιλαμβάνει το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, καθώς και από την αρχή που επιβάλλει τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο πλαίσιο όλων των πολιτικών της Ένωσης. Ο συνταγματικός ρόλος των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης που απορρέει από τις αρχές αυτές μπορεί να περιοριστεί μόνον κατ’ εξαίρεση. Για τον λόγο αυτόν, το άρθρο 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ και το άρθρο 275, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Μια τέτοια ερμηνεία, έστω και στενή, δεν μπορεί να αντιβαίνει στον σκοπό του περιορισμού της αρμοδιότητας που έχει συμπεριληφθεί στις Συνθήκες. Μολονότι ο εν λόγω σκοπός συνίσταται στην προστασία των πολιτικών επιλογών στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ από παρεμβάσεις εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης, εντούτοις, ο σκοπός αυτός δεν μπορεί να δικαιολογήσει ερμηνεία κατά την οποία οι αγωγές αποζημιώσεως που προκαλούνται από προβαλλόμενες προσβολές θεμελιωδών δικαιωμάτων καταλαμβάνονται από τον εν λόγω περιορισμό της αρμοδιότητας. Τούτο ισχύει διότι η προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν μπορεί να αποτελεί πολιτική επιλογή εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα δε δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης πρέπει να είναι αρμόδια να διασφαλίζουν ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ δεν υπερβαίνουν τις «κόκκινες γραμμές» που επιβάλλονται από τα θεμελιώδη δικαιώματα.
156. Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να δεχθεί τις αιτήσεις αναιρέσεως των KS και KD καθώς και της Επιτροπής σχετικά με την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ και του άρθρου 275 ΣΛΕΕ. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε εαυτό αναρμόδιο να εκδικάσει την αγωγή αποζημιώσεως που άσκησαν οι KS και KD.
157. Κατά συνέπεια, η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη πρέπει να αναιρεθεί.
158. Εκτιμώ ότι η διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση προκειμένου το Δικαστήριο να μπορεί να αποφανθεί επί του παραδεκτού και της ουσίας της αγωγής. Τα σχετικά ζητήματα δεν έτυχαν αναλύσεως εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, ούτε αποτέλεσαν αντικείμενο συζητήσεως ενώπιον του Δικαστηρίου. Επομένως, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το δε Δικαστήριο πρέπει να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.
V. Πρόταση
159. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο:
– να αναιρέσει τη διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Νοεμβρίου 2021, KS και KD κατά Συμβουλίου κ.λπ. (T‑771/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:798)·
– να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί του παραδεκτού και επί της ουσίας της αγωγής·
– να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.
1 Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.
2 Κοινή δράση 2008/124/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2008, σχετικά με την αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επιβολή του κράτους δικαίου στο Κοσσυφοπέδιο, EULEX Κοσσυφοπέδιο (ΕΕ 2008, L 42, σ. 92).
3 Βλ. γνωμοδότηση 2/13 (Προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ), της 18ης Δεκεμβρίου 2014 (EU:C:2014:2454, σκέψεις 153 έως 258· στο εξής: γνωμοδότηση 2/13), στην οποία το Δικαστήριο εξήγησε τους λόγους για τους οποίους το τότε προταθέν σχέδιο Συνθήκης για την προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ΕΣΔΑ δεν ήταν σύμφωνο με τις Συνθήκες.
4 Διάταξη της 10ης Νοεμβρίου 2021, KS και KD κατά Συμβουλίου κ.λπ. (T‑771/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:798).
5 Βλ., για παράδειγμα, United Nations Peacekeeping, UNMIK Fact Sheet, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://peacekeeping.un.org/en/mission/unmik. Για μια λεπτομερή ανάλυση, βλ. επίσης, για παράδειγμα, Spernbauer, M., EU peacebuilding in Kosovo and Afghanistan: Legality and αccountability, Martinus Nijhoff Publishers, Λάιντεν/Βοστώνη, 2014, ιδίως σ. 48 έως 83.
6 Μετά τη Λισσαβώνα, οι κοινές δράσεις ως μέσα ΚΕΠΠΑ μετατράπηκαν σε αποφάσεις (βλ. άρθρο 25 και άρθρο 28, παράγραφος 1, ΣΕΕ).
7 Βλ. άρθρο 42, παράγραφος 1, και άρθρο 43, παράγραφος 1, ΣΕΕ. Βλ. επίσης, για παράδειγμα, Κουτράκος, Π., The EU common security and defence policy, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2013, ιδίως σ. 101 έως 182· Naert, F., «European Union common security and defence policy operations», σε Nollkaemper, A., Πλακοκέφαλος, Η. και Schechinger, J. (επιμ.), The practice of shared responsibility in international law, Cambridge University Press, Κέιμπριτζ, 2017, σ. 669· Blockmans, S. και Κουτράκος Π. (επιμ.), Research handbook on the EU’s common and foreign security policy, Edward Elgar, Τσέλτενχαμ/Νορθάμπτον, 2018, ιδίως μέρος B.
8 Από το 2003, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αναπτύξει και διαχειριστεί περισσότερες από 40 μη στρατιωτικές και στρατιωτικές αποστολές και επιχειρήσεις. Επί του παρόντος, υπάρχουν 22 εν εξελίξει αποστολές ΚΠΑΑ –13 μη στρατιωτικές αποστολές και εννέα στρατιωτικές αποστολές και επιχειρήσεις– οι οποίες στελεχώνονται με περίπου 4 000 άτομα, στην Ευρώπη, την Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Βλ., επίσης, EAAS, Missions and Operations, Working for a stable world and a safer Europe, 31 Ιανουαρίου 2023, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.eeas.europa.eu/eeas/missions-and-operations_en.
9 Βλ. άρθρο 20, δεύτερο εδάφιο, της κοινής δράσης 2008/124.
10 Βλ. απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2023/1095 του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 2023, για την τροποποίηση της [κοινής δράσης 2008/124] (ΕΕ 2023, L 146, σ. 22).
11 Τούτο προβλέφθηκε βάσει των τροποποιήσεων της κοινής δράσης 2008/124 που εισήχθησαν με την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2018/856 του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2018 (ΕΕ 2018, L 146, σ. 5)· βλ., ιδίως, άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της εν λόγω αποφάσεως.
12 Άρθρο 3, στοιχείο δʹ, της κοινής δράσης 2008/124.
13 The Eulex Kosovo Accountability Concept on the establishment of the Human Rights Review Panel, Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου, Βρυξέλλες, 29 Οκτωβρίου 2009.
14 Σχετικά με τις εργασίες της HRRP, βλ., για παράδειγμα, τη γνωμοδότηση 545/2009 της Επιτροπής της Βενετίας σχετικά με τους υφιστάμενους μηχανισμούς για τον έλεγχο της συμβατότητας των πράξεων της UNMIK και της Eulex στο Κοσσυφοπέδιο με τα πρότυπα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, 21 Δεκεμβρίου 2010· HRRP Case-Law Note on principles of human rights accountability of a rule of law mission, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://hrrp.eu/docs/www.lawsociety.ie-globalassets-documents-gazette-gazette-2018-june-2018-gazette.pdf.
15 Βλ., συναφώς, την ετήσια έκθεση της HRRP για το 2022, η οποία είναι διαθέσιμη στη διεύθυνση: https://hrrp.eu/annual-report.php (σημείο 1.4)· HRRP Case-Law Note on the protection of substantive human rights by the Human Rights Review Panel, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://hrrp.eu/Case-Law_Notes.php.
16 Βλ., συναφώς, προτάσεις της Επιτροπής της Βενετίας (όπ.π., υποσημείωση 14 των παρουσών προτάσεων, σημείο 66)· HRRP Case-Law Note on remedies for human rights violations, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://hrrp.eu/Case-Law_Notes.php.
17 Το συμβουλευτικό αυτό όργανο συστάθηκε με τον κανονισμό 2006/12 της UNMIK, της 23ης Μαρτίου 2006 (UNMIK/REG/2006/12). Βλ. επίσης, για παράδειγμα, την έκθεση The Human Rights Advisory Panel – History and legacy, Kosovo, 2007-2016, Final report, 30 Ιουνίου 2016, διαθέσιμη στη διεύθυνση: https://unmik.unmissions.org/sites/default/files/hrap_final_report_final_version_30_june_2016.pdf.
18 Βλ. απόφαση της HRRP της 11ης Νοεμβρίου 2015, υπόθεση αριθ. 2014-32, διαθέσιμη στη διεύθυνση: https://hrrp.eu/jurisprudence.php.
19 Βλ. απόφαση της HRRP της 19ης Οκτωβρίου 2016, υποθέσεις αριθ. 2014-11 έως 2014-17, διαθέσιμη στη διεύθυνση: https://hrrp.eu/jurisprudence.php.
20 Με τις αποφάσεις της 19ης Οκτωβρίου 2016 και της 7ης Μαρτίου 2017, όσον αφορά την KS, και με την απόφαση της 7ης Μαρτίου 2017, όσον αφορά την KD.
21 Ειδικότερα, η KS ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να απευθύνει σειρά διαταγών προς το Συμβούλιο, την Επιτροπή και την ΕΥΕΔ, μεταξύ άλλων περί παροχής στην Eulex Κοσσυφοπέδιο προϋπολογισμού ύψους 29 100 000 ευρώ, ώστε να μπορέσει να εκπληρώσει την εκτελεστική εντολή της και να διασφαλίσει ότι ο αρχηγός αποστολής λαμβάνει μέτρα για τη διεξαγωγή αποτελεσματικής έρευνας σχετικά με την υπόθεση του συζύγου της και όλες τις άλλες υποθέσεις που αφορούν πρόσωπα τα οποία σκοτώθηκαν ή εξαφανίστηκαν μετά τις 12 Ιουνίου 1999.
22 KS κατά Συμβουλίου κ.λπ. (T‑840/16, EU:Τ:2017:938). Κατά της διατάξεως αυτής δεν ασκήθηκε αίτηση αναιρέσεως.
23 [2019] EWHC 263 (QB).
24 Βλ. γνωμοδότηση 2/13 (σκέψη 251).
25 Βλ. τον δικτυακό τόπο του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με την προσχώρηση της ΕΕ στην ΕΣΔΑ, στη διεύθυνση: https://www.coe.int/en/web/human-rights-intergovernmental-cooperation/accession-of-the-european-union-to-the-european-convention-on-human-rights.
26 Βλ. την έκθεση συνεδρίασης της 18ης συνεδρίασης της ειδικής ομάδας διαπραγματεύσεων της Διευθύνουσας Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (CDDH) (στο εξής: ομάδα «46 + 1») σχετικά με την προσχώρηση της Ένωσης στην [ΕΣΔΑ], 17 Μαρτίου 2023, σημείο 7, η οποία είναι διαθέσιμη στον δικτυακό τόπο που μνημονεύεται στην υποσημείωση 25 των παρουσών προτάσεων. Σχετικά με την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων, βλ., για παράδειγμα, Rangel de Mesquita, M.J., «Judicial review of common foreign and security policy by the ECtHR and the (re)negotiation on the accession of the EU to the ECHR», Maastricht Journal of European and Comparative Law, τόμος 28(3), 2021, σ. 356· Krommendijk, J., «EU accession to the ECHR – Completing the complete system of EU remedies?», 2023, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://ssrn.com/abstract= 4418811.
27 Βλ. Διευθύνουσα Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Interim Report to the Committee of Ministers, for information, on the negotiations on the accession of the European Union to the [ECHR], including the revised draft accession instruments in appendix, CDDH(2023)R_Extra Adaddendum, 4 Απριλίου 2023.
28 Απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2015, Elitaliana κατά Eulex Κοσσυφοπέδιο (C‑439/13 P, EU:C:2015:753· στο εξής: απόφαση Elitaliana).
29 Απόφαση της 19ης Ιουλίου 2016, H κατά Συμβουλίου κ.λπ. (C‑455/14 P, EU:C:2016:569· στο εξής: απόφαση Η).
30 Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, Bank Refah Kargaran κατά Συμβουλίου (C‑134/19 P, EU:C:2020:793· στο εξής: Bank Refah).
31 Απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Carvalho κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑565/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:252· στο εξής: απόφαση Carvalho).
32 Σχετικά με το ζήτημα της αποτελεσματικότητας της αγωγής αποζημιώσεως, εάν υποτεθεί ότι θα υπερκερασθεί το εμπόδιο της αρμοδιότητας, βλ. Fink, M., «The action for damages as a fundamental rights remedy – Holding Frontex liable», German Law Journal, τόμος 21(3), 2020, σ. 532.
33 Βλ., για παράδειγμα, Butler, G., Constitutional law of the EU’s common foreign and security policy – Competence and institutions in external relations, Hart Publishing, Οξφόρδη, 2019, σ. 185 έως 188· Carrasco, C.M., «Human rights in the EU’s common security and defence policy», σε Wouters, J., Nowak, M., Chané, A.-L. και Hachez, N. (επιμ.), The European Union and human rights – Law and policy, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2020, σ. 408, ιδίως σ. 429· Johansen, S.O., The human rights accountability mechanisms of international organizations, Cambridge University Press, Κέιμπριτζ, 2020, σ. 143 και 144· Poli, S., «The right to effective judicial protection with respect to acts imposing restrictive measures and its transformative force for the common foreign and security policy», Common Market Law Review, τόμος 59(4), 2022, σ. 1045, ιδίως σ. 1057.
34 Βλ., για παράδειγμα, Hillion, C., «A powerless court? The European Court of Justice and the EU common foreign and security policy», σε Cremona, M. και Thies, A. (επιμ.), The European Court of Justice and external relations law – Constitutional challenges, Hart Publishing, Οξφόρδη, 2014, σ. 47, ιδίως σ. 66 έως 69· Eckes, C, «Common foreign and security policy: The consequences of the Court’s extended jurisdiction», European Law Journal, τόμος 22(4), 2016, σ. 492, ιδίως σ. 510 και 511.
35 Η νομολογία αυτή ανέτρεψε, ως εκ τούτου, τη θέση που είχε διατυπώσει η γενική εισαγγελέας J. Kokott με τη γνώμη της στη γνωμοδότηση 2/13, ήτοι ότι ο αποκλεισμός της αρμοδιότητας στον τομέα της ΚΕΠΠΑ αποτελεί κανόνα με πολύ περιορισμένο αριθμό εξαιρέσεων. Βλ. γνώμη της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στη γνωμοδότηση 2/13 (Προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ) (EU:C:2014:2475, ιδίως σημεία 84 και 89).
36 Απόφαση της 24ης Ιουνίου 2014, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑658/11, EU:C:2014:2025, σκέψη 70· στο εξής: απόφαση Mauritius).
37 Βλ. απόφαση Elitaliana (σκέψη 42) και απόφαση H (σκέψη 40). Αντί του όρου «narrowly», στο αγγλικό κείμενο των αποφάσεων, το Δικαστήριο χρησιμοποιεί ενίοτε τον όρο «restrictively» [βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 25ης Ιουνίου 2020, EUSC κατά KF (C‑14/19 P, EU:C:2020:492, σκέψη 66), καθώς και Bank Refah (σκέψη 32)] ή «strictly» [βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft (C‑72/15, EU:C:2017:236, σκέψη 74· στο εξής: απόφαση Rosneft)].
38 Βλ. απόφαση Rosneft (σκέψεις 60 έως 81).
39 Βλ. απόφαση Rosneft (σκέψη 70).
40 Βλ. απόφαση Rosneft (ιδίως σκέψεις 66 έως 69, 76 και 78).
41 Βλ. απόφαση Rosneft (ιδίως σκέψεις 78 και 79) [οι οποίες παραπέμπουν, μεταξύ άλλων, στην απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 1987, Foto-Frost (314/85, EU:C:1987:452)].
42 Βλ. απόφαση Bank Refah (σκέψεις 26 έως 49, ιδίως σκέψη 33).
43 Βλ. απόφαση Bank Refah (σκέψεις 31 και 32).
44 Βλ. απόφαση Elitaliana (σκέψεις 41 έως 50).
45 Βλ. απόφαση H (σκέψεις 39 έως 60). Βλ., επίσης, απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, EUSC κατά KF (C‑14/19 P, EU:C:2020:492, σκέψη 66).
46 Βλ. απόφαση Mauritius (σκέψεις 69 έως 74).
47 Απόφαση 2011/640/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2011, για την υπογραφή και τη σύναψη της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας του Μαυρικίου για τους όρους της μεταγωγής των υπόπτων πειρατείας και των συναφών κατασχεθέντων περιουσιακών στοιχείων από τη ναυτική δύναμη υπό την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Δημοκρατία του Μαυρικίου και για τους όρους μεταχείρισης των υπόπτων πειρατείας μετά τη μεταγωγή (ΕΕ 2011, L 254, σ. 1).
48 Σε παρόμοια υπόθεση που αφορούσε συμφωνία με την Τανζανία, το Δικαστήριο ακολούθησε διαφορετική προσέγγιση και θεμελίωσε την αρμοδιότητά του στο άρθρο 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Βλ. απόφαση της 14ης Ιουνίου 2016, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑263/14, EU:C:2016:435, σκέψη 42· στο εξής: απόφαση Tanzania).
49 Τα εν λόγω επιχειρήματα προβλήθηκαν προς στήριξη του πρώτου σκέλους του μοναδικού λόγου αναιρέσεως των KS και KD καθώς και του πρώτου λόγου αναιρέσεως της Επιτροπής.
50 Βλ. αποφάσεις H (σκέψεις 41 και 58), Rosneft (σκέψεις 72 έως 75 και 81) καθώς και Bank Refah (σκέψεις 34 έως 36). Βλ. επίσης, για παράδειγμα, Hillion, C., «The EU external action as mandate to uphold the rule of law outside and inside the Union», Columbia Journal of European Law, τόμος 29(2), ειδικό τεύχος 2023, σ. 228.
51 Βλ. απόφαση Bank Refah (σκέψεις 45 έως 47).
52 Η ΚΕΠΠΑ εξακολουθεί να αποτελεί, από ορισμένες απόψεις, ειδική πολιτική. Η θεσμική ισορροπία μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης είναι διαφορετική, με το Κοινοβούλιο και την Επιτροπή να διαδραματίζουν πιο περιορισμένο ρόλο· το Συμβούλιο αποφασίζει κυρίως με ομοφωνία, εξαιρούνται δε οι νομοθετικές πράξεις. Βλ., για παράδειγμα, Cremona, M., «“Effective judicial review is of the essence of the rule of law” – Challenging common foreign and security policy measures before the Court of Justice», European Papers, τόμος 2(2), 2017, σ. 671.
53 Βλ. αποφάσεις της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑156/21, EU:C:2022:97, σκέψη 127), και της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Πολωνία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑157/21, EU:C:2022:98, σκέψη 145).
54 Απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑156/21, EU:C:2022:97, σκέψη 232). Βλ., επίσης, απόφαση της 5ης Ιουνίου 2023, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία και ιδιωτική ζωή των δικαστών) (C‑204/21, EU:C:2023:442, σκέψη 67).
55 Βλ. αποφάσεις H (σκέψη 41), Rosneft (σκέψη 72) καθώς και Bank Refah (σκέψη 35).
56 Βλ. απόφαση της 23ης Απριλίου 1986, Les Verts κατά Κοινοβουλίου (294/83, EU:C:1986:166, σκέψη 23)· βλ. επίσης, πιο πρόσφατα, για παράδειγμα, αποφάσεις της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑402/05 P και C‑415/05 P, EU:C:2008:461, σκέψη 281· στο εξής απόφαση Kadi I), καθώς και της 5ης Νοεμβρίου 2019, ΕΚΤ κ.λπ. κατά Trasta Komercbanka κ.λπ. (C‑663/17 P, C‑665/17 P και C‑669/17 P, EU:C:2019:923, σκέψη 54).
57 Βλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018 (C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 32)· βλ. επίσης, πιο πρόσφατα, για παράδειγμα, απόφαση της 5ης Ιουνίου 2023, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία και ιδιωτική ζωή των δικαστών) (C‑204/21, EU:C:2023:442, σκέψη 69).
58 Βλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 32).
59 Βλ. απόφαση Kadi I (σκέψεις 281 έως 284)· βλ. επίσης, για παράδειγμα, γνωμοδότηση 2/13 (σκέψη 169).
60 Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Poiares Maduro στην υπόθεση Kadi κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑402/05 P, EU:C:2008:11, σημείο 34).
61 Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Poiares Maduro στην υπόθεση Kadi κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑402/05 P, EU:C:2008:11, σημείο 44).
62 Βλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (C‑8/15 P έως C‑10/15 P, EU:C:2016:701, ιδίως σκέψεις 55 έως 60 και 67· στο εξής: απόφαση Ledra Advertising).
63 Κατά συνέπεια, στις σκέψεις 35 έως 39 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η υπό κρίση υπόθεση δεν αφορά τη διαχείριση του προσωπικού, οπότε η απόφαση H δεν τυγχάνει εφαρμογής· δεν αφορά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, οπότε η απόφαση Elitaliana δεν τυγχάνει εφαρμογής, και δεν αφορά περιοριστικά μέτρα, οπότε η απόφαση Bank Refah δεν τυγχάνει εφαρμογής.
64 Τα εν λόγω επιχειρήματα προβλήθηκαν προς στήριξη του πρώτου και του δεύτερου σκέλους του μοναδικού λόγου αναιρέσεως των KS και KD καθώς και του πρώτου και του τρίτου λόγου αναιρέσεως της Επιτροπής.
65 Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι προσφυγή ακυρώσεως μπορεί να ασκηθεί κατά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ακόμη και αν η Συνθήκη, όπως ερμηνευόταν τότε, δεν προέβλεπε τέτοια δυνατότητα.
66 Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. F. Mancini στην υπόθεση Les Verts κατά Κοινοβουλίου (294/83, μη δημοσιευθείσες, EU:C:1985:483, σημείο 7· Συλλογή 1986, σ. 1339, ιδίως σ. 1350).
67 Βλ. απόφαση Carvalho (σκέψεις 67 έως 79, ιδίως σκέψη 78) [όπου γίνεται παραπομπή στις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου στις αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 2002, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου (C‑50/00 P, EU:C:2002:462, σκέψη 44), και απόφαση της 1ης Απριλίου 2004, Επιτροπή κατά Jégo-Quéré (C‑263/02 P, EU:C:2004:210, σκέψη 36)].
68 Τα εν λόγω επιχειρήματα προβλήθηκαν προς στήριξη του τρίτου σκέλους του μοναδικού λόγου αναιρέσεως των KS και KD καθώς και του τετάρτου λόγου αναιρέσεως της Επιτροπής.
69 Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση EUSC κατά KF (C‑14/19 P, EU:C:2020:220, σημείο 69).
70 Βλ. αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη (σκέψη 41).
71 Τα εν λόγω επιχειρήματα προβλήθηκαν προς στήριξη του τετάρτου σκέλους του μοναδικού λόγου αναιρέσεως των KS και KD καθώς και του δευτέρου λόγου αναιρέσεως της Επιτροπής.
72 Συναφώς, ακόμη και αν, στο πλαίσιο της ερμηνείας της νομοθεσίας, το Δικαστήριο επιδιώκει να κατανοήσει την πρόθεση του νομοθέτη και να ερμηνεύσει έναν κανόνα σύμφωνα με αυτή, δεδομένου ότι η πρόθεση αυτή συχνά δεν εκφράζεται με σαφήνεια ούτε στη νομική πράξη ούτε προκύπτει από το ιστορικό θεσπίσεώς της, η πρόθεση του νομοθέτη καθορίζεται από την επιλογή που θα πραγματοποιήσει το Δικαστήριο.
73 Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet στην υπόθεση Rosneft (C‑72/15, EU:C:2016:381, σημείο 52).
74 Βλ., για παράδειγμα, Van Elsuwege, P., «Judicial review and the common foreign and security policy – Limits to the gap-filling role of the Court of Justice», Common Market Law Review, τόμος 58(6), 2021, σ. 1731, ιδίως σ. 1739. Βλ., επίσης, Lonardo, L., «The political question doctrine as applied to common foreign and security policy», European Foreign Affairs Review, τόμος 22(4), 2017, σ. 571.
75 Μέχρι σήμερα, το Δικαστήριο δεν έχει διευκρινίσει αν στο δίκαιο της Ένωσης υφίσταται κάποιο είδος «δόγματος περί πολιτικού ζητήματος». Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει χρησιμοποιήσει την έννοια του αμέσου αποτελέσματος για παρόμοιο σκοπό. Σε ορισμένα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, ιδίως κατά την εκτίμηση της συμβατότητας των πράξεων της Ένωσης με το δίκαιο του ΠΟΕ, το Δικαστήριο επέλεξε να μην ασκήσει την αρμοδιότητά του, απέχοντας από την άσκηση δικαστικού ελέγχου, λαμβάνοντας υπόψη το πολιτικό περιθώριο ελιγμών που καταλείπεται στα μέρη του εν λόγω οργανισμού. Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1972, International Fruit Company κ.λπ. (21/72 έως 24/72, EU:C:1972:115, σκέψεις 18 και 27)· βλ., επίσης, τις προτάσεις μου στην υπόθεση EUIPO κατά The KaiKai Company Jaeger Wichmann (C‑382/21 P, EU:C:2023:576, ιδίως σημεία 59 έως 64).
76 Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της θεσμικής ισορροπίας και της δημοκρατικής αρχής, βλ. απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Σλοβακία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου (C‑643/15 και C‑647/15, EU:C:2017:631, σκέψη 160).
77 Αξίζει να γίνει εκ νέου αναφορά στην απόφαση Ledra Advertising, με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι μπορεί να επιληφθεί αγωγής αποζημιώσεως ακόμη και σε σχέση με τη συμμετοχή της Επιτροπής στην έκδοση πράξεως εκτός του νομικού πλαισίου της Ένωσης (βλ. σημεία 87 έως 89 των παρουσών προτάσεων). Μόνον κατ’ αυτόν τον τρόπο δύναται το Δικαστήριο να ελέγξει αν η Επιτροπή υπερέβη την «κόκκινη γραμμή» που χαράσσεται από τα θεμελιώδη δικαιώματα.
78 Βλ., συναφώς, άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.
79 Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 28ης Νοεμβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Manufacturing Support & Procurement Kala Naft (C‑348/12 P, EU:C:2013:776, σκέψεις 120 έως 126), και Rosneft (σκέψεις 146 έως 150).
80 Βλ., συναφώς, τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet στην υπόθεση Rosneft (C‑72/15, EU:C:2016:381, σημείο 46), με τις οποίες διατύπωσε την άποψη ότι η αναφορά στις «εν λόγω διατάξεις» στο άρθρο 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ αποκλείει μόνο την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να εξετάζει πράξεις ΚΕΠΠΑ σε σχέση με τις διατάξεις του κεφαλαίου 2 του τίτλου V της Συνθήκης ΕΕ και όχι σε σχέση με τυχόν άλλες διατάξεις της εν λόγω Συνθήκης, ούτε σε σχέση με τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ.
81 Συναφώς, δεν συμμερίζομαι την άποψη που εξέφρασε ο γενικός εισαγγελέας M. Wathelet με τις προτάσεις του στην υπόθεση Rosneft (C‑72/15, EU:C:2016:381, σημείο 75), κατά την οποία η ερμηνεία θεωρείται ως το έλασσον σε σχέση με τον έλεγχο νομιμότητας. Είναι βεβαίως αναπόφευκτο ότι το Δικαστήριο κατανοεί (και, επομένως, ερμηνεύει) τους κανόνες των οποίων τη νομιμότητα εκτιμά. Εντούτοις, ενδέχεται να απαιτείται η πραγματοποίηση ερμηνείας εκτός του ελέγχου νομιμότητας προκειμένου να διασφαλίζεται η ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων αυτών. Η ερμηνεία συνιστά, κατά τη γνώμη μου, ευρύτερη εξουσία, διότι παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να επιλέξει μεταξύ διαφορετικών πιθανών σημασιών του ίδιου κανόνα.
82 Βλ. τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet στην υπόθεση Rosneft (C‑72/15, EU:C:2016:381, ιδίως σημεία 39 έως 76).
83 Βλ. τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Wathelet στην υπόθεση Rosneft (C‑72/15, EU:C:2016:381, σημείο 42).
84 Βλ. σημεία 67 και 68 καθώς και υποσημείωση 48 των παρουσών προτάσεων.
85 Βλ., συναφώς, Cremona, όπ.π. στην υποσημείωση 52 των παρουσών προτάσεων, σ. 687, κατά την οποία η αναφορά του άρθρου 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ στις προσφυγές ακυρώσεως «αποτυπώνει τη νομολογία Kadi σχετικά με την ανάγκη αποτελεσματικής ένδικης προστασίας όταν λαμβάνονται περιοριστικά μέτρα κατά ιδιωτών».
86 Αυτή τη θέση διατύπωσε η γενική εισαγγελέας J. Kokott με τη γνώμη της στη γνωμοδότηση 2/13 (Προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ, EU:C:2014:2475, σημεία 95 και 96). Στο πλαίσιο των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως, η Γαλλική Κυβέρνηση τάσσεται υπέρ αντίστοιχης θέσεως.
87 Βλ. γνώμη της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στη γνωμοδότηση 2/13 (Προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ) (EU:C:2014:2475, σημεία 82 έως 103).
88 Βλ. γνώμη της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στη γνωμοδότηση 2/13 (Προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ) (EU:C:2014:2475, ιδίως σημεία 84 και 89). Επισημαίνω επίσης ότι, με τις προτάσεις του στην υπόθεση Η (EU:C:2016:212, σημεία 89 έως 104), ο γενικός εισαγγελέας Ν. Wahl εκτίμησε ότι τα εθνικά δικαστήρια ήταν αρμόδια από την άποψη αυτή, αλλά η εκτίμησή του βασίστηκε στο ότι, πλην των ειδικών εξαιρέσεων που προβλέπονται ρητώς στις Συνθήκες, ο γενικός κανόνας είναι ότι τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν έχουν αρμοδιότητα στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ (βλ., ιδίως, σημεία 53, 66 και 71)· διαπίστωσε επίσης ότι οι λόγοι που αφορούν το κράτος δικαίου δεν ασκούσαν επιρροή στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας (βλ. σημείο 49).
89 Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 18ης Απριλίου 2013, Επιτροπή κατά Systran και Systran Luxembourg (C‑103/11 P, EU:C:2013:245, σκέψη 60), και της 15ης Ιουλίου 2021, OH (Ετεροδικία) (C‑758/19, EU:C:2021:603, σκέψη 22).
90 Βλ., για παράδειγμα, Gutman, K., «Action for damages – Court of Justice of the European Union (CJEU)», σε Ruiz Fabri, H. (επιμ.), Max Planck Encyclopedia of International Procedural Law, Oxford University Press, Οξφόρδη, 2019, σημείο 4.
91 Βλ., συναφώς, Schermers, H.G. και Waelbroeck, D.F., Judicial protection in the European Union, 6η έκδοση, Kluwer Law International, Χάγη/Λονδίνο/Νέα Υόρκη, 2001 § 1047.