ΑΠΟΦΑΣΗ
PaivaDeAndradaReis κατά Πορτογαλίας της 07.11.2023 (αρ. προσφ. 56564/15)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Κατά του προσφεύγοντος εκδόθηκαν δύο αποφάσεις μία ποινική και η άλλη διοικητική. Και οι δύο αφορούσαν την ίδια χρονική περίοδο.
Στην ποινική απόφαση ο προσφεύγων, ως έχων την διαχείριση της εταιρείας Μ., αθωώθηκε από το ποινικό δικαστήριο της Λισαβόνας στις 16 Ιουλίου 2012 από την κατηγορία της παραβίασης μη καταβολής ασφαλιστικών εισφορών με την αιτιολογία ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνος ως διαχειριστής για την μη καταβολή των επίδικων εισφορών αφού δεν είχε ασκήσει εκ των πραγμάτων (de facto) τη διαχείριση της εταιρείας Μ. μεταξύ των ετών 2002 και 2007.
Στις διοικητικές διαδικασίες η εφορία υποχρέωσε τον προσφεύγοντα να καταβάλει φόρο εισοδήματος και ΦΠΑ 240.573 ευρώ που όφειλε η εταιρεία Μ. σε σχέση με τα φορολογικά έτη από το 2002 έως το 2006, με την αιτιολογία ότι η εταιρεία ήταν αφερέγγυα και ο ίδιος ως διαχειριστής, έπρεπε να λογοδοτήσει για την οφειλή αυτή, σύμφωνα με την φορολογική νομοθεσία. Ο προσφεύγων άσκησε ανακοπή. Το διοικητικό δικαστήριο την απέρριψε. Ο προσφεύγων άσκησε έφεση στο Κεντρικό Διοικητικό Δικαστήριο (TCAS) επικαλούμενος την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου και την παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητάς του (άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ). Το TCAS απέρριψε το ασκηθέν ένδικο μέσο στις 7 Μαΐου του 2015.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο και οι δύο διαδικασίες αφορούσαν τη διαχείριση της εταιρείας Μ. στο ίδιο χρονικό διάστημα και τον προσδιορισμό της ποινικής και φορολογικής ευθύνης του προσφεύγοντος σε σχέση με ποσά που δεν κατέβαλε η εταιρεία Μ. στην κοινωνική ασφάλιση, όσον αφορά τις κοινωνικές εισφορές, και στην εφορία, όσον αφορά φόρο εισοδήματος και ΦΠΑ.
Κατά το Δικαστήριο του Στρασβούργου, το TCAS αμφισβητώντας την ουσία της αθωωτικής απόφασης που είχε εκδοθεί από το ποινικό δικαστήριο της Λισαβόνας υπέρ του προσφεύγοντος, ενήργησε με τρόπο ασυμβίβαστο με το σεβασμό της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας. Το εθνικό δικαστήριο είχε αρνηθεί να εξετάσει τον ισχυρισμό για παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας με βάση τυπολατρική ερμηνεία των προϋποθέσεων του παραδεκτού.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας (άρθρο 6 § 2 της ΕΣΔΑ) αλλά δεν επιδίκασε κανένα ποσό γιατί ο προσφεύγων δεν υπέβαλε σχετική αξίωση.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Στις 3 Δεκεμβρίου 2009, κατόπιν φορολογικής αναπροσαρμογής, η φορολογική διοίκηση υποχρέωσε τον προσφεύγοντα να καταβάλει φόρο εισοδήματος και φόρο προστιθέμενης αξίας («ΦΠΑ») 240.573,74 ευρώ που όφειλε η εταιρεία Μ. σε σχέση με τα φορολογικά έτη από το 2002 έως το 2006, με την αιτιολογία ότι η εταιρεία ήταν αφερέγγυα και ότι ο προσφεύγων ως διαχειριστής, έπρεπε να λογοδοτήσει για την οφειλή αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 24 § 1 β) του εθνικού φορολογικού νόμου.
Στις 11 Ιανουαρίου 2010, ο προσφεύγων αμφισβήτησε την εκτέλεση με ανακοπή, υποστηρίζοντας ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνος για την εν λόγω φορολογική οφειλή, σύμφωνα με το άρθρο 204 § 1 β) του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας («ΚΦΔ» ), δεδομένου ότι δεν ήταν υπεύθυνος για την αφερεγγυότητα της εταιρείας και ότι φρόντιζε πάντα η εταιρεία να τηρεί τις φορολογικές της υποχρεώσεις.
Η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Φορολογικό Δικαστήριο της Λισαβόνας, το οποίο πραγματοποίησε ακρόαση κατά την οποία εξετάστηκαν οι μάρτυρες που είχε υποδείξει ο προσφεύγων.
Στις 30 Απριλίου 2012, ο προσφεύγων παρουσίασε τις παρατηρήσεις του σύμφωνα με το άρθρο 120 του ΚΠΔ. Υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνος για τη φορολογική οφειλή της εταιρείας Μ. δεδομένου ότι δεν ασκούσε την de facto διαχείριση της εταιρείας κατά την εν λόγω περίοδο για προσωπικούς λόγους.
Με απόφαση της 3 Ιουλίου 2012, το Φορολογικό Δικαστήριο της Λισαβόνας απέρριψε την ανακοπή του και τον διέταξε να καταβάλει το ποσό που καταλόγισαν οι φορολογικές αρχές. Το δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα που βασιζόταν στη μη ευθύνη του προσφεύγοντος ελλείψει de facto διαχείρισης της εταιρείας κατά τον επίδικο χρόνο, επισημαίνοντας ότι αυτός ο λόγος υποβλήθηκε εκπρόθεσμα, δεδομένου ότι ο προσφεύγων δεν το είχε προβάλει έγκαιρα.
Στις 16 Ιουλίου 2012, ο προσφεύγων άσκησε έφεση κατά της απόφασης. Επαναλαμβάνοντας ότι δεν διοικούσε την εταιρεία κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, αναφέρθηκε σε απόφαση που εκδόθηκε από το Ποινικό Δικαστήριο της Λισαβόνας την ίδια ημέρα, η οποία τον αθώωσε για το αδίκημα της παραβίασης δημοσιονομικής εμπιστοσύνης (abuso de confiança fiscal) έναντι κοινωνικής ασφάλισης για μη καταβολή εισφορών που εισπράττονται από τους μισθούς των υπαλλήλων του, με την αιτιολογία ότι δεν είχε ασκήσει de facto τη διαχείριση της εταιρείας μεταξύ των ετών 2002 και 2006.
Με απόφαση της 7 Μαΐου 2015, το Κεντρικό Διοικητικό Δικαστήριο του Νότου (το «TCAS») επιβεβαίωσε την απόφαση του Φορολογικού Δικαστηρίου της Λισαβόνας, θεωρώντας ότι δεν υπήρχε λόγος να ληφθεί υπόψη η αθωωτική απόφαση του Δικαστηρίου της Λισαβόνας δεδομένου ότι ο προσφεύγων δεν είχε αμφισβητήσει την ιδιότητά του ως διαχειριστή στην ανακοπή που είχε ασκήσει κατά της φορολογικής εκτέλεσης.
Επικαλούμενος το άρθρο 6 § 2, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι το TCAS αρνούμενο να λάβει υπόψη την αθωωτική απόφαση του δικαστηρίου της Λισαβόνας της 16 Ιουλίου 2012, παραβίασε το δικαίωμά του στο τεκμήριο της αθωότητας, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή αποφάνθηκε ότι δεν ασκούσε την de facto διαχείριση της εταιρείας κατά την περίοδο στην οποία αφορούσαν τα γεγονότα που αφορούσαν τη φορολογική εκτέλεση.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Για να καθορίσει τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 6 § 2 της ΕΣΔΑ στη διαδικασία εκτέλεσης του φόρου που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο παρέπεμψε στις γενικές αρχές που ορίζονται στην υπόθεση Allen κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αρ. προσφ. 25424/09 §§ 103-104. Υπό το πρίσμα των αρχών αυτών, στην υπόθεση Melo Tadeu κατά Πορτογαλίας της 23.10.2014 (αρ. προσφ. 27785/10 § 49), το Δικαστήριο αποφάσισε ότι το άρθρο 6 § 2 ήταν εφαρμοστέο σε μια φορολογική διαδικασία παρόμοια με αυτήν στην παρούσα υπόθεση.
Εν προκειμένω αφορούσαν αμφότερες τη φορολογική διαχείριση της εταιρείας Μ. μεταξύ των ετών 2002 και 2006. Στις δύο αυτές διαδικασίες, επρόκειτο για τον προσδιορισμό της ποινικής και φορολογικής ευθύνης του προσφεύγοντος σε σχέση με ποσά που δεν κατέβαλε η εταιρεία Μ. στην κοινωνική ασφάλιση, όσον αφορά τις κοινωνικές εισφορές (ποινική διαδικασία) και στην εφορία, όσον αφορά τον φόρο εισοδήματος και το ΦΠΑ (φορολογική διαδικασία).
Όπως το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε στην απόφαση Melo Tadeu, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διαδικασία εκτέλεσης του φόρου συνδέθηκε με την ποινική διαδικασία που αποφασίστηκε με την αθωωτική απόφαση του Ποινικού Δικαστηρίου της Λισαβόνας κατά επαρκή τρόπο, εντάσσοντάς το στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 § 2 της ΕΣΔΑ.
Σημειώνοντας ότι η προσφυγή δεν είναι, επιπλέον, προδήλως αβάσιμη ή απαράδεκτη για οποιονδήποτε άλλο λόγο που αναφέρεται στο άρθρο 35 της ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο την κήρυξε παραδεκτή.
Ως προς την ουσία, οι γενικές αρχές εκτέθηκαν στις αποφάσεις του G.I.E.M. S.R.L. κ.α. κατά Ιταλίας της 28.06.2018, αρ. προσφ. 1828/06 κλπ § 314) και Allen (§§ 94 και 126).
Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο σημείωσε ότι, με απόφαση της 16 Ιουλίου 2012, το δικαστήριο της Λισαβόνας αθώωσε τον προσφεύγοντα από την κατηγορία της παραβίασης καταβολή ασφαλιστικών εισφορών όσον αφορά την κοινωνική ασφάλιση, αφού έκρινε ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνος για τη μη καταβολή των επίδικων εισφορών αφού δεν είχε ασκήσει εκ των πραγμάτων τη διαχείριση της εταιρείας Μ. μεταξύ των ετών 2002 και 2007. Στη συνέχεια σημείωσε ότι, ενώ ο προσφεύγων είχε γνωστοποιήσει τις πληροφορίες αυτές στο Κεντρικό Διοικητικό Δικαστήριο (TCAS) στο δικόγραφο προσφυγής του, το δικαστήριο αυτό αρνήθηκε να εξετάσει τον ισχυρισμό αυτόν κάνοντας μια υπερβολικά τυπική ερμηνεία των προϋποθέσεων παραδεκτού της προσφυγής κατά παράβαση του άρθρου 624 του Κώδικα Δικονομίας.
Το Δικαστήριο εκτίμησε ότι αμφισβητώντας την ουσία της αθωωτικής απόφασης που είχε εκδοθεί από το δικαστήριο της Λισαβόνας υπέρ του προσφεύγοντος, το TCAS ενήργησε με τρόπο ασυμβίβαστο με το σεβασμό της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας.
Έτσι, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας (άρθρο 6 § 2 της ΕΣΔΑ).
Δίκαιη Ικανοποίηση (άρθρο 41)
Ο προσφεύγων δεν υπέβαλε αξίωση για δίκαιη ικανοποίηση. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν υπήρχε λόγος να του επιδικάσει κανένα ποσό ως προς αυτό (επιμέλεια: echrcaselaw.com).