Μια σημαντική απόφαση-οδηγό προς πάσα κατεύθυνση εξέδωσε Μονομελές Πρωτοδικείο και αφορά δικαστική προστασία από ρήτρες περί ανταγωνισμού και εχεμύθειας, που επιβάλλουν εταιρίες και εργοδότες σε εργαζομένους.
Τέτοια φαινόμενα αναδείχθηκαν το προηγούμενο διάστημα σε εργαζόμενους στους κλάδους της εστίασης και των τουριστικών, όπου καλούνταν να υπογράφουν έγγραφα και συμβάσεις με… ποινικές ρήτρες!
Πρόσφατα λοιπόν κρίθηκε και απορρίφθηκε από τον Δικαστή Υπηρεσίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αίτηση προσωρινής διαταγής για καταβολή υπέρογκου ποσού επί ποινικής ρήτρας εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού.
Συγκεκριμένα καθηγητής γνωστού Ι.Ι.Ε.Κ. με εξαιρετική ακαδημαϊκή καριέρα και διαδρομή, που λάμβανε μισθό περίπου 750€, είχε υπογράψει ως όρο σύμβασης ρήτρα μετασυμβατικής απαγόρευσης ανταγωνισμού η οποία προέβλεπε ότι για ένα (1) έτος μετά την με οποιονδήποτε τρόπο διακοπή της εργασιακής σχέσης (καταγγελία, παραίτηση, λήξη συμβατικής σχέσης) ο εργαζόμενος απαγορεύεται να απασχοληθεί σε οποιαδήποτε ανταγωνιστική επιχείρηση.
Προβλέφθηκε επίσης, η κατάπτωση της ποινικής ρήτρας ύψους 30.000€ σε περίπτωση αθέτησης του εν λόγω όρου. Επιπλέον ο καθηγητής είχε υπογράψει ρήτρα εμπιστευτικότητας και εχεμύθειας για την μη αποκάλυψη εμπορικών και εν γένει εμπιστευτικών πληροφοριών σε ανταγωνιστές.
Όπως αναφέρει το dikastiko.gr, λίγο πριν την έναρξη του ακαδημαϊκού έτους και των μαθημάτων και ενώ ο εν λόγω καθηγητής βρέθηκε αντιμέτωπος με την ανεργία, αφού η σύμβαση εργασίας είχε λήξει τέλη Ιουνίου και με πρωτοβουλία του αντιδίκου Ι.Ι.Ε.Κ., δεν ανανεώθηκε για τον επόμενο χρόνο η σύμβαση του. Στα πλαίσια αυτά ο καθηγητής προσπάθησε να βρει εργασία και ήρθε σε επικοινωνία με άλλους φορείς και Ι.Ι.Ε.Κ. προσδοκώντας μελλοντική απασχόληση.
Κατατέθηκε όμως εναντίον του αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με αίτημα προσωρινής διαταγής από τον αντίδικο, το εν λόγω Ι.Ι.Ε.Κ., δυνάμει της οποίας ζητούσαν μεταξύ άλλων να υποχρεωθεί ο καθηγητής να απέχει από κάθε είδους εργασία σε ανταγωνιστική επιχείρηση και να υποχρεωθεί να καταστρέψει ή να παραδώσει κάθε εμπιστευτική πληροφορία που είχε στην κατοχή του.
Το αίτημα προσωρινής διαταγής απερρίφθη διότι δεν μπορεί δικονομικά, νομικά και ηθικά να καταδικαστεί ένας νέος επιστήμονας στην πιο παραγωγική δεκαετία της ζωής του στην απραγία, στην ανεργία, στην αποξένωση από το επιστημονικό του έργο και στην ανέχεια.
Όπως εξηγεί και ο Δικηγόρος – Εργατολόγος κος. Γίαννης Καρούζος στο dikigorosergatologos.gr, οι ρήτρες εχεμύθειας, πίστης και άλλες που συμφωνούνται και υπογράφονται μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη, προκειμένου να δεσμεύουν τον πρώτο και μετά την εργασιακή σχέση, θα πρέπει να έχει συμφωνηθεί τούτο ρητά στο συμβατικό κείμενο. Η νομιμότητα αυτών των ρητρών εχεμύθειας ελέγχεται σε συνάρτηση με το περιεχόμενο, που προσλάβει κάθε φορά ο περιορισμός, το χρονικό διάστημα ισχύος του και την ανάγκη προστασίας ενός δικαιολογημένου συμφέροντος του εργοδότη, εκτιμώμενου με βάση την αρχή της αναλογικότητας. Επομένως ρήτρες εχεμύθειας οι οποίες δεν είχαν συμφωνηθεί να ισχύουν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα μετά την λύση της σύμβασης, δεν αναπτύσσουν μετασυμβατική ισχύ και είναι εντελώς ανίσχυρες.
Αναφορικά με τις ρήτρες παράλειψης ανταγωνισμού οι οποίες απαντώνται πολύ συχνά πλέον και στην Ελληνική αγορά εργασίας, πρέπει να διευκρινίσω ότι αυτές ελέγχονται ως καταχρηστικές και καταδυναστευτικές με βάση τα εξής κριτήρια:
Α) Ο χρόνος μετασυμβατικής δέσμευσης.
Δεν μπορεί η ρήτρα να αναπτύσσεται για ένα δυσανάλογο χρόνο σε σχέση πάντα με τον χρόνο απασχόλησης του εργαζομένου και στον εργοδότη. Έτσι είναι δυσανάλογη η ρήτρα που απαγορεύει απασχόληση σε ανταγωνιστή εργοδότη για τρία (3) χρόνια μετά τη λύση της σύμβασης, τη στιγμή που ο εργαζόμενος απασχολήθηκε στην επιχείρηση για μόλις π.χ. ένα (1) έτος.
Β) Τοπική έκταση ισχύος της ρήτρας ανταγωνισμού
Εξίσου σχετική είναι και η οριοθέτηση του τοπικού πεδίου ισχύος της υποχρέωσης κατά τη διαδικασία ελέγχου του κύρους των ρητρών ανατγωνισμού. Κρίσιμα πάντως στοιχεία, είναι ο κλάδος και η περιοχή (εθνικά ή υπερεθνικά προσδιορισμένη), που δραστηριοποιείται επιχειρηματικά ο εργοδότης, ο τόπος εργασίας του συγκεκριμένου εργαζομένου, η σημασία της τεχνογνωσίας, των καινοτομιών και γενικότερα των επιχειρηματικών απορρήτων, που διαχειρίζεται ο εργαζόμενος για την ανταγωνιστική θέση της επιχείρησης , καθώς και ο οικονομικός αντίκτυπος, που έχει η τυχόν αποκάλυψή τους σε ανταγωνιστές, οι οποίοι δρουν σε ημεδαπή ή αλλοδαπή επιχειρηματική ζώνη. Η αξιολόγηση του επίμαχου κριτηρίου γίνεται σε συνάρτηση και με τις λοιπές συνιστώσες ελέγχου του κύρους της ρήτρας, εντασσόμενο στην όλη οικονομία της σύμβασης εργασίας, κατά τη περίοδο λύσης της σύμβασης και ενεργοποίησης της ρήτρας, οικονομικοπολιτικής συγκυρίας (κρίση απασχόλησης, ευκαιρίες απορροφησιμότητας στο συγκεκριμένο κλάδο ή ειδικότητα, κ.α.. Θα είναι λοιπόν δυσανάλογη ρήτρα που δεν λαμβάνει και δεν προσμετρά όλα τα ως άνω κριτήρια ή δεν περιορίζει την τοπική έκταση εντός της οποίας απαγορεύεται να ασκούνται ανταγωνιστικές δραστηριότητες από τον εργαζόμενο .
Γ) Πρόβλεψη οικονομικού ανταλλάγματος
Η πρόβλεψη αποζημίωσης ενδεχομένως μπορεί να εξισορροπήσει έναν ευρύτερο προσδιορισμό του περιεχομένου της υποχρέωσης ανταγωνισμού αλλά δεν πρέπει να ξεπερνά τα όρια του δυσανάλογου. Δεν πρέπει όμως με το κριτήριο αυτό να περιορίζεται η ελευθερία της έκφρασης, ενδεχομένως δε και μέρους της επαγγελματικής ελευθερίας του εργαζομένου. Το κριτήριο αυτό απλώς με την πρόβλεψη του οικονομικού ανταλλάγματος, αποσκοπεί στην διατήρηση της υποχρέωσης ανταγωνισμού μετά τη λήξη της εργασιακής σχέσης, χωρίς να περιορίζει την ανάγκη οικονομικής εξασφάλισης και εργασίας του εργαζομένου που είτε καταγγέλθηκε είτε παραιτήθηκε είτε λύθηκε η σύμβασή του.
Δ) Η ρήτρα ανταγωνισμού ως αναγκαίος όρος για την προστασία των δικαιολογημένων συμφερόντων της επιχείρησης
Ουσιώδες κριτήριο για την ενεργοποίηση της υποχρέωσης ανταγωνισμού, ιδιαιτέρως όταν αυτή επεκτείνεται με μετασυμβατική ρήτρα στο χρόνο, που ακολουθεί τη λήξη της εργασιακής σχέσης, είναι η ύπαρξη ανάγκης προστασίας ενός δικαιολογημένου συμφέροντος της επιχείρησης. Αρκεί να περιορίζεται το δικαιολογημένο αυτό συμφέρον της επιχείρησης σε εκείνες τις πληροφορίες, για τις οποίες ο εργοδότης διατηρεί ένα νόμιμο συμφέρον προστασίας τους και όχι γενικώς και αορίστως. Δηλαδή για απόρρητες πληροφορίες που είναι σημαντικές και υπολογίσιμες για την επιχείρηση σε τέτοιο βαθμό, που να επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητά της και μόνο. Όσες τυχόν πληροφορίες δεν μπορούν να αποκαλύψουν και να οδηγήσουν σε σοβαρή βλάβη της επιχείρησης δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν ούτε να επισύρεται ποινική ρήτρα στον εργαζόμενο. Δεν μπορεί να απαιτεί αδικαιολόγητα από τον εργαζόμενο την τήρηση εχεμύθειας, όταν τούτο δεν επιβάλλεται από μια πραγματική, άμεση και συγκεκριμένη διακινδύνευση των συμφερόντων της επιχείρησης , όπως π.χ. στην περίπτωση που με τη διάδοση της απόρρητης γνώσης σε τρίτους πλήττεται ευθέως η ανταγωνιστική θέση της επιχείρησης ή όταν επιχειρείται, με τον ανορθόδοξο αυτό τρόπο, να αποκτηθεί ανταγωνιστικό προβάδισμα σε βάρος του εργοδότη, που κατέχει την μυστική τεχνογνωσία. Η ιδιαίτερη αυτή δικαιολόγηση, η τυχόν έλλειψη της οποίας επιφέρει την ακυρότητα της οικείας ρήτρας, πρέπει να συνάγεται με αντικειμενικά κριτήρια, δηλαδή να βρίσκει αποτύπωση στο ίδιο το περιεχόμενο της ρήτρας. Δεν ισοδυναμεί με απαγόρευση δραστηριοποίησης του εργαζομένου μετασυμβατικά στον ίδιο επιχειρηματικό χώρο, κάνοντας ελεύθερη χρήση της επαγγελματικής του γνώσης ακόμα και προς όφελος ανταγωνιστικής επιχείρησης. Η αποδοχή συμβατικού όρου εχεμύθειας για το μετά το πέρας της εργασιακής σχέσης διάστημα δεν θεμελιώνει και αξίωση του εργοδότη για παράλειψη του ανταγωνισμού, όταν δεν έχει περιληφθεί στη σύμβαση εργασίας σχετική ρήτρα.