ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
Προσφυγή κατά πράξης προσδιορισμού φόρου κληρονομίας. Εφόσον η δήλωση αποδοχής κληρονομιάς υποβλήθηκε από τους αρχικώς προσφεύγοντες μετά πάροδο τριετίας από τον θάνατο της κληρονομούμενης, για τον υπολογισμό του φόρου κληρονομίας, λαμβάνεται υπόψη η αξία του ένδικου οικοπέδου κατά τον χρόνο υποβολής της δήλωσης (2005), και όχι κατά τον χρόνο του θανάτου της δικαιοπαρόχου τους (1995). Το χρησιμοποιηθέν από τη φορολογική αρχή συγκριτικό στοιχείο για τον υπολογισμό της αξίας του ένδικου ακινήτου είναι πρόσφορο, καθώς αφορά σε μεταβίβαση ακινήτου, το οποίο είναι ομοειδές ως προς το είδος (οικόπεδο με κατοικία) και τη χρήση (ιδιωτική με κατοικία), πλησιόχωρο, καθώς ευρίσκεται στην ίδια θέση και στην ίδια κτηματική περιοχή με το κρινόμενο καθώς και πρόσοψη σε δημοτική οδό, όπως το κληρονομιαίο ακίνητο. Το ένδικο ακίνητο πλεονεκτεί έναντι του συγκριτικού λόγω θέσης και λόγω χρόνου, εξαιτίας της κατά κοινώς γνωστά σχετικής ανατίμησης της αξίας των ακινήτων κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα. Το κληρονομιαίο ακίνητο μειονεκτεί έναντι του συγκριτικού αφενός λόγω συγκυριότητας, δοθέντος ότι η κατά τετραγωνικό μέτρο αγοραία αξία των ιδανικών μεριδίων ακινήτου υπολείπεται, κατά τα κοινώς γνωστά, αυτής των αυτοτελών ακινήτων, λόγω των δυσχερειών που προκύπτουν από τη συγκυριότητα, καθ’ όσον προσελκύεται, εκ των πραγμάτων, μικρότερος κύκλος ενδεχόμενων αγοραστών και, εν γένει, η εκμετάλλευσή τους αποβαίνει, κατά κανόνα, πολυπλοκότερη και δυσχερέστερη (ΣτΕ 3954/1990), αφετέρου διότι το κληρονομιαίο ακίνητο έχει μεγαλύτερη επιφάνεια και μάλιστα πολλαπλάσια από αυτή του συγκριτικού. Τα μικρότερα δε ακίνητα (όπως τα συγκριτικό) είναι, κατά τα κοινώς γνωστά και τα κρατούντα παγίως στις συναλλαγές των ακινήτων, προσιτά σε ευρύτερο κύκλο αγοραστών, με αποτέλεσμα να επιτυγχάνεται για αυτά υψηλότερη τιμή. Τα ως άνω στοιχεία δεν συνεκτιμήθηκαν από τη φορολογική αρχή. Δέχεται εν μέρει την προσφυγή, τροποποιεί την πράξη προσδιορισμού φόρου κληρονομίας, προσδιορίζει την κατά τον χρόνο της επαγωγής (2005) συνολική καθαρή αξία της κληρονομιαίας περιουσίας που περιήλθε στους αρχικώς υπόχρεους προς φόρο και την αξία της κληρονομικής μερίδας καθενός από τους αυτούς, καθορίζει τον πρόσθετο φόρο που πρέπει να επιβληθεί στους αρχικώς προσφεύγοντες, λόγω ανακρίβειας της δήλωσής τους, σε ποσοστό 50% της διαφοράς μεταξύ του φόρου που οφείλεται με βάση τη δήλωση φόρου κληρονομιάς και του φόρου που προκύπτει με βάση την προσδιορισθείσα με την παρούσα απόφαση αξία της κληρονομικής τους μερίδας, όπως θα προκύψει προς καταβολή από τη νέα εκκαθάριση, αναπέμπει την υπόθεση στην αρμόδια φορολογική αρχή προκειμένου να υπολογίσει τον οφειλόμενο κύριο και πρόσθετο φόρο κληρονομιάς και ακυρώνει τις πράξεις επιβολής προστίμου του ν. 820/1978 ( A 177/2023).