ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ποινική ρήτρα. Ο οφειλέτης μπορεί να υποσχεθεί στο δανειστή, ως ποινή, χρηματικό ποσό, για την περίπτωση που δεν θα εκπληρώσει ή δεν θα εκπληρώσει προσηκόντως την παροχή, η ποινή δε αυτή καταπίπτει αν ο οφειλέτης αδυνατεί υπαίτια να εκπληρώσει την παροχή ή αν περιέλθει σε υπερημερία.Το πταίσμα του οφειλέτη δεν αποτελεί προϋπόθεση της σχετικής αξίωσης του δανειστή, αλλ’ αντιθέτως, η έλλειψη υπαιτιότητας του οφειλέτη θεμελιώνει καταλυτική ένσταση της σχετικής αγωγικής αξίωσης. Η περί μειώσεως της ποινικής ρήτρας αίτηση μπορεί να ασκηθεί είτε με αγωγή ή ανταγωγή, είτε με ένσταση.
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες εφέσεις: Α)Η από 7-11-2017 (υπ’ αριθ. ……./08-11-2017 έκθεσης κατάθεσης) έφεση του …….. κατά της …….. και Β) η από 1-11-2017 (υπ’ αριθ. ………../07-11-2017 έκθεσης κατάθεσης) έφεσή της …… κατά του ……….. οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης, είναι συναφείς, και πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 31 και 246 του ΚΠολΔ, να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων. Οι ανωτέρω εφέσεις, οι οποίες στρέφονται κατά της υπ’ αριθ. 4062/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 21-09-2016 (υπ’ αριθ. ………../2016 έκθεσης κατάθεσης) αγωγής της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ εφέσεως κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ εφέσεως, έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, αφού έχει καταβληθεί το ανάλογο παράβολο για κάθε έφεση, αντιστοίχως, και εμπροθέσμως(άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 499, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση με το ν. 4335/2015), ενόψει του ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 9-10-2017(βλ. την από 9-11-2017 σημείωση της δικαστικής επιμελήτριας ……… επί του αντιγράφου της εκκαλούμενης αποφάσεως) και η υπό στοιχείο Α΄έφεση ασκήθηκε στις 8-11-2017 (βλ. την υπ’ αριθ. ……../2017 έκθεση κατάθεσης της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς),ενώ η υπό στοιχείο Β΄ έφεση ασκήθηκε στις 7-11-2017(βλ. την υπ’ αριθ. ………/7-11-2017 έκθεση κατάθεσης της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς). Επομένως, πρέπει οι υπό κρίση εφέσεις να γίνουν τυπικώς δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.
Με την προαναφερθείσα αγωγή,η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ εφέσεως, εξέθεσε ότι, δυνάμει του υπ’ αριθ. ……../21-2-2011 συμβολαίου αγοραπωλησίας ακινήτου, της συμβολαιογράφου Πειραιώς …………, νομίμως μεταγραφέντος, ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ εφέσεως (πωλητής), πώλησε και μεταβίβασε σε αυτή (ενάγουσα), την αναλυτικώς περιγραφόμενη αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα), με τα αντίστοιχα ποσοστά επί του οικοπέδου και των κοινοχρήστων χώρων, καθώς και το δικαίωμα χρήσης χώρου του ισογείου της σχετικής οικοδομής. Ότι ο εναγόμενος (εργολάβος) ανέλαβε την υποχρέωση να της παραδώσει την ανωτέρω οριζόντια ιδιοκτησία αποπερατωμένη και κατάλληλη προς χρήση και οίκηση, τους δε κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, επίσης, αποπερατωμένους, μέχρι την 30η Ιουνίου του έτους 2011. Ότι το σχετικό τίμημα συμφωνήθηκε στο ποσό των 241.294,30 ευρώ, εκ των οποίων το ποσό των 141.294,30 ευρώ καταβλήθηκε κατά την κατάρτιση του ανωτέρω συμβολαίου, ενώ το ποσό των 73.000 ευρώ πιστώθηκε και ήταν καταβλητέο τμηματικώς, ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών κατασκευής της ανωτέρω οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμερίσματος). Ότι σε περίπτωση μη παραδόσεως της τελευταίας (οριζόντιας ιδιοκτησίας) και των κοινοχρήστων χώρων, πέραν της 30η Ιουνίου του έτους 2011, ο εναγόμενος θα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλλει σ’ αυτήν (ενάγουσα), ως συμφωνηθείσα ποινική ρήτρα, το ποσό των 33,00 ευρώ για το διαμέρισμα και 10,00 ευρώ για τους κοινόχρηστους χώρους, για κάθε ημέρα καθυστέρησης της παράδοσής τους, αντιστοίχως. Ακόμη ότι ο εναγόμενος δεν παρέδωσε σ’ αυτήν (ενάγουσα) την ανωτέρω οριζόντια ιδιοκτησία και τους κοινόχρηστους χώρους, μέχρι την ως άνω συμφωνηθείσα ημέρα, και ότι η ίδια ανέλαβε αυτήν (οριζόντια ιδιοκτησία) και τους κοινόχρηστους χώρους, την 15η Ιανουαρίου 2016, με αποτέλεσμα ο εναγόμενος να καταστεί υπερήμερος και να καταπέσουν υπέρ αυτής οι ως άνω συμφωνηθείσες ποινικές ρήτρες, που ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 71.165 ευρώ. Περαιτέρω, με την ανωτέρω αγωγή, η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, να της καταβάλει το ως άνω ποσό των 71.165 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη κάθε ημέρας κατά την οποία καθίστατο απαιτητό το αντίστοιχο ποσό της ανωτέρω ποινικής ρήτρας, άλλως από την επίδοση των υπ’αριθ. …./2012 και …../2015 κατάθεσης αγωγών της, από τα δικόγραφα των οποίων παραιτήθηκε με την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, και επικουρικότερα από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση με την οποία, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού απέρριψε,ως μη νόμιμο, το κύριο αγωγικό αίτημα για καταβολή τόκων από την επομένη κάθε ημέρας κατά την οποία καθίστατο απαιτητό το αντίστοιχο ποσό της ανωτέρω ποινικής ρήτρας, κατά τα λοιπά δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως ουσιαστικώς βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 24.288 ευρώ, νομιμοτόκως από 10-10-2015. Κατά της ως άνω αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονούνται οι προαναφερθέντες εκκαλούντες με τις ως άνω υπό στοιχεία Α΄ και Β΄ κρινόμενες εφέσεις τους, αντιστοίχως, για λόγους που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων, όπως ειδικότερα εκτίθεται σ’ αυτές, και ζητούν: α) ο εκκαλών της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ εφέσεως (δηλαδή ο εναγόμενος) να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να απορριφθεί στο σύνολο της η ανωτέρω αγωγή και β) η εκκαλούσα της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ εφέσεως (δηλαδή η ενάγουσα) να εξαφανισθεί, άλλως να μεταρρυθμισθεί, η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε η ανωτέρω αγωγή της να γίνει δεκτή στο σύνολο της
Ι.Από τις διατάξεις των άρθρων 200, 288, 361, 513 και 681 του ΑΚ προκύπτει, ότι η αγοραπωλησία αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμερίσματος) υπό κατασκευή πολυκατοικίας, όταν ο πωλητής είναι και κατασκευαστής αυτής, φέρει, κατ’ αρχήν, το χαρακτήρα μικτής σύμβασης, δηλαδή της συμβάσεως πωλήσεως και της συμβάσεως μισθώσεως έργου, επί της οποίας εφαρμόζονται, ανάλογα με τη βούληση των μερών και το αποτέλεσμα προς το οποίο αυτά απέβλεψαν, τόσο οι διατάξεις για την πώληση, όσο και εκείνες για τη μίσθωση έργου, εκτός εάν, κατά την αληθή δικαιοπρακτική βούληση των συμβαλλομένων πωλητή και αγοραστή και ενόψει όλων των επιμέρους περιστάσεων, η σύμβαση αυτή φέρει αμιγώς το χαρακτήρα της πώλησης, οπότε διέπεται από τις περί πωλήσεως διατάξεις. Έτσι, καθόσον μεν αφορά τη μεταβίβαση των ποσοστών του οικοπέδου και την οριζόντια ιδιοκτησία, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις για την πώληση, καθόσον δε αφορά την αποπεράτωση της πολυκατοικίας και του ημιτελούς διαμερίσματος αυτής, σύμφωνα με τους όρους της συμβάσεως, καθώς και την ύπαρξη ελλείψεων και ελαττωμάτων, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις για τη μίσθωση έργου και, ειδικότερα, εκείνες των άρθρων 688 έως 693 του ΑΚ, γιατί θεωρείται, ότι στο αποτέλεσμα αυτό κυρίως, δηλαδή την εκτέλεση του έργου κατά τους όρους της σύμβασης και την παράδοση αυτού κατά το συμφωνημένο χρόνο, απέβλεψαν τα μέρη (βλ. ΑΠ 1220/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1327/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 745/2008 ΧρΙΔ 2009 32, ΕφΑθ 557/2018 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, ως παράδοση του έργου νοείται η πλήρης εκπλήρωση της κύριας υποχρέωσης του εργολάβου με την προσπόριση του έργου στον εργοδότη, δηλαδή η περιέλευση του έργου στην κατοχή ή στη σφαίρα εξουσιάσεως του τελευταίου, ώστε να είναι πλέον σε θέση να αποκομίσει οφέλη από την εκτέλεση του, το οποίο,όμως, πρέπει να είναι το προσήκον, δηλαδή να μην είναι εντελώς διαφορετικό από εκείνο που συμφωνήθηκε, γιατί αλλιώς δεν θεωρείται ότι ο εργολάβος εκπλήρωσε πρώτος την βαρύνουσα αυτόν υποχρέωση, ώστε να δικαιούται κατά το άρθρο 694 του ΑΚ τη συμφωνημένη αμοιβή του. Ο εργοδότης, που αν και κλήθηκε από τον εργολάβο, αρνείται να παραλάβει το έργο περιέρχεται σε υπερημερία δανειστή (άρθρο 349 ΑΚ). Ακόμη, η παράδοση του έργου θεωρείται ότι έχει συντελεστεί εκ των πραγμάτων, και στην περίπτωση, που ο εργοδότης, χωρίς να ασκήσει κάποιο από τα προβλεπόμενα στο νόμο δικαιώματά του, εμμένοντας στην μετά του εργοδότη σύμβασή του, αποδέχθηκε οριστικά το έργο στη σφαίρα δράσης του, καθώς και στην περίπτωση ανεπιφύλακτης παραλαβής αυτού δυνάμει σχετικού όρου της εργολαβικής σύμβασης (πλασματική παραλαβή, βλ. ΑΠ 1142/2019, ΑΠ 1287/2018ΑΠ 883/2011, ΕφΔωδ Μον53/2019, άπασες εις ΝΟΜΟΣ, Π. Κορνηλάκη «Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο» εκδ. 2η σελ. 341 – 345).
ΙΙ. Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 404 και 405 παρ. 1 του ΑΚ, ο οφειλέτης μπορεί να υποσχεθεί στο δανειστή, ως ποινή, χρηματικό ποσό, για την περίπτωση που δεν θα εκπληρώσει ή δεν θα εκπληρώσει προσηκόντως την παροχή, η ποινή δε αυτή καταπίπτει αν ο οφειλέτης αδυνατεί υπαίτια να εκπληρώσει την παροχή ή αν περιέλθει σε υπερημερία. Επίσης, κατά το άρθρο 407 του ΑΚ, αν η ποινή συμφωνήθηκε για την περίπτωση της μη προσήκουσας και ιδίως της μη έγκαιρης εκπλήρωσης της παροχής, ο δανειστής έχει δικαίωμα να απαιτήσει, εκτός από την ποινή που κατέπεσε και την εκπλήρωση της παροχής. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι ο οφειλέτης μπορεί να υποσχεθεί στο δανειστή, ως ποινή, χρηματικό ποσό για την περίπτωση που δεν θα εκπληρώσει ή δεν θα εκπληρώσει προσηκόντως την παροχή, η ποινή δε αυτή καταπίπτει, αν ο οφειλέτης αδυνατεί υπαίτια να εκπληρώσει την παροχή ή αν περιέλθει σε υπερημερία. Εξάλλου, κατά τα άρθρα 330, 341 παρ.1 και 342 του ΑΚ, ο οφειλέτης καθίσταται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της προς εκπλήρωσης της παροχής του συμφωνηθείσας ημέρας, εκτός αν η καθυστέρηση της παροχής οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις και εκείνες των άρθρων 111 παρ.2, 118 περ.4 και 216 παρ.1 του ΚΠολΔ συνάγεται, ότι σε περίπτωση συνομολογήσεως ποινικής ρήτρας για την περίπτωση της μη προσήκουσας, υπό τη μορφή της μη έγκαιρης, εκπλήρωσης της παροχής ο δανειστής, απαιτώντας την ποινή, οφείλει, για το ορισμένο της αγωγής του, να επικαλεσθεί και, σε περίπτωση αμφισβήτησης, να αποδείξει: α) τη σύμβαση που πρέπει να εκπληρωθεί, β) τη συμφωνία για την ποινική ρήτρα και γ) τις προϋποθέσεις της υπερημερίας, δηλαδή την όχληση του οφειλέτη ή ότι παρήλθεήδήλη ημέρα εκπληρώσεως της παροχής. Ο οφειλέτης, προς απαλλαγή του από τις συνέπειες της υπερημερίας, πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει, ότι η εμφανισθείσα καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα αυτού, αλλά σε ανωτέρα βία, δηλαδή σε τυχηρό γεγονός που δεν μπορεί να προβλεφθεί και να αποτραπεί ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης, ή σε άλλο γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη (βλ. ΑΠ 1460/2015 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, το πταίσμα του οφειλέτη δεν αποτελεί προϋπόθεση της αξίωσης του δανειστή, αλλ’ αντιθέτως, η έλλειψη υπαιτιότητας του οφειλέτη θεμελιώνει καταλυτική ένσταση της σχετικής αγωγικής αξίωσης, την οποία οφείλει ο τελευταίος να επικαλεσθεί και αποδείξει, οπότε θα θεωρηθεί ότι αυτός δεν περιήλθε σε υπερημερία, καθόσον η έλλειψη πταίσματος δεν είναι λόγος άρσης της υπερημερίας, αφού το πταίσμα του τεκμαίρεται, αλλά λόγος μη επέλευσής της (βλ. ΑΠ 1142/2019, ΑΠ 1623/2014, ΑΠ 352/2011, ΑΠ 1489/2009 άπασες εις ΝΟΜΟΣ).
ΙΙΙ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 409 του AK, η περί μειώσεως της ποινής (ποινικής ρήτρας) αίτηση μπορεί να ασκηθεί είτε με αγωγή ή ανταγωγή, είτε με ένσταση. Για να κριθεί το βάσιμο ή μη αυτής, δηλαδή για τη μόρφωση της κρίσης του δικαστηρίου για το χαρακτήρα της συμφωνηθείσας ποινής ως δυσανάλογα μεγάλης, το τελευταίο πρέπει λάβει υπόψη του τα περιστατικά που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, ιδίως δε το μέγεθος της ποινής σε σύγκριση προς την αξία της αντιπαροχής του δανειστή, την οικονομική κατάσταση των μερών, τα εκ της αθετήσεως της συμβάσεως πληγέντα συμφέροντα του δανειστή και μάλιστα όχι μόνον την περιουσιακή αλλά και την τυχόν ηθική βλάβη αυτού, την έκταση της συμβατικής παραβάσεως του οφειλέτη, το βαθμό τον πταίσματος αυτού και το γεγονός της τυχόν ωφέλειάς του από τη μη εκπλήρωση της παροχής, καθώς και κάθε δικαιολογημένο συμφέρον του δανειστή και τα απώτερα, ακόμη, επιβλαβή γενικώς αποτελέσματα τα οποία είχε γι’ αυτόν η μη εκπλήρωση ή μη προσήκουσα εκπλήρωση της παροχής, όχι δε απλώς τη μη επέλευση σ’ αυτόν ζημιάς ή το μέγεθος αυτής, αφού κατά το άρθρο 405 του ΑΚ, η κατάπτωση της ποινής επέρχεται και αν ακόμη ο δανειστής δεν υπέστη ζημιά. Επίσης, για τη σχετική κρίση του δικαστηρίου λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος εκδόσεως της οριστικής αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, δηλαδή της συζητήσεως μετά την οποία αυτή εξεδόθη, ασχέτως αν κατά τις περιστάσεις λαμβάνονται υπόψη περιστατικά αναγόμενα σε προγενέστερο χρόνο. Ακόμη, οι διατάξεις του ως άνω άρθρου (409 ΑΚ) περιέχουν κανόνα αναγκαστικού δικαίου και αντίθετη συμφωνία των μερών δεν ισχύει (βλ. Ολ ΑΠ 17/1999 ΝοΒ 2000 461, ΑΠ 1439/2012 ΕΦΑΔ 2013 136, ΑΠ 224/2012 ΝΟΜΟΣ).
- IV. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 440 του ΑΚ «Ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες», ενώ κατά τη διάταξη του επόμενου άρθρου 441 του ΑΚ «Ο συμψηφισμός επέρχεται αν ο ένας τον επικαλείται με δήλωση προς τον άλλο. Η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι ο (μονομερής) συμψηφισμός αποτελεί όχι μόνο γνησία ένσταση, αλλά και άσκηση διαπλαστικού δικαιώματος, το οποίο δημιουργείται από τη στιγμή που δύο αντίθετες απαιτήσεις, οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού, θα συνυπάρξουν. Ο δικαιούχος της κάθε απαίτησης έχει, συνεπώς, από το χρονικό αυτό σημείο το δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτηση του δανειστή του, προτείνοντας την ανταπαίτησή του σε συμψηφισμό, επέρχεται δε με την πρότασή του αυτή απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων, στο μέτρο κατά το οποίο καλύπτονται, αναδρομικώς, ανεξάρτητα από το αν θα γίνει ή όχι αποδεκτή από εκείνον στον οποίο απευθύνεται. Οι απαιτήσεις που συμψηφίζονται πρέπει να είναι ληξιπρόθεσμες, γίνεται όμως δεκτό ότι ληξιπρόθεσμη πρέπει να είναι η ανταπαίτηση, όχι και η απαίτηση. Αυτονόητο είναι ότι βασικό στοιχείο του συμψηφισμού είναι η ύπαρξη και η εγκυρότητα των συμψηφιζομένων απαιτήσεων. Έτσι, αν μία από τις απαιτήσεις δεν υπάρχει ή η σχετική σύμβαση από την οποία πηγάζει είναι άκυρη, ο συμψηφισμός δεν επιφέρει απόσβεση της άλλης απαιτήσεως. Η πρόταση του συμψηφισμού μπορεί να λάβει χώρα είτε εξώδικα, είτε ενώπιον του δικαστηρίου με την μορφή ένστασης, με την οποία και μόνον ενεργεί (άρθρο 442 ΑΚ βλ. ΑΠ 450/2013 ΧρΙΔ 2013 583, ΑΠ 363/2014, ΑΠ 942/2010, ΑΠ 943/2010 άπασες εις ΝΟΜΟΣ).
- V. Ακόμη, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 158, 159, 180, 181, 361, 369, 513, 1033 ΑΚ, 13 παρ. 3 του ν.1587/1950, προκύπτει ότι όπου ο νομός απαιτεί την τήρηση τύπου για την κατάρτιση δικαιοπραξίας, ο τύπος απαιτείται για ολόκληρο το περιεχόμενό της. Στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου υπόκειται όχι μόνον η εμπράγματη σύμβαση μεταβίβασης ακινήτου, αλλά και η ενοχική της πώλησής του ως προς όλα τα ουσιώδη στοιχεία της, δηλαδή το πράγμα και το τίμημα. Η μη τήρηση, όμως, του τύπου αυτού ως προς μέρος του τιμήματος, όπως στην περίπτωση κατά την οποία το τελευταίο συμφωνήθηκε μεγαλύτερο από αυτό που αναγράφεται στο συμβόλαιο, δεν επάγεται ακυρότητα της όλης σύμβασης, αλλά η σύμβαση είναι άκυρη μόνον κατά τη συμφωνία του τιμήματος που δόθηκε επιπλέον του αναγραφομένου στο συμβόλαιο, για το οποίο δεν τηρήθηκε ο επιβαλλόμενος με ποινή ακυρότητας τύπος. Το μη αναγραφόμενο στο συμβόλαιο επιπλέον μέρος του συμφωνηθέντος τιμήματος, αν δεν έχει καταβληθεί, δεν μπορεί να απαιτηθεί από τον πωλητή, ούτε με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού ο αγοραστής από νόμιμη αιτία έλαβε ολόκληρο το πωληθέν ακίνητο βάσει του νομίμως συμφωνηθέντος, ως καλυπτόμενο από τον τηρηθέντα τύπο, μικρότερου τιμήματος, ώστε κατά το επιπλέον τίμημα ο μη καταβαλών αγοραστής δεν ωφελήθηκε χωρίς νόμιμη αιτία. Αντιθέτως, εάν το επιπλέον αυτό τίμημα έχει ήδη καταβληθεί, μπορεί ο αγοραστής να το αναζητήσει κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, όμως μόνον κατά το μέρος που υπερβαίνει την αγοραία (αληθινή) αξία του πωληθέντος ακινήτου κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, διότι εφόσον ανταποκρίνεται σ’ αυτή, δεν υπάρχει αδικαιολόγητος πλουτισμός του πωλητή, παρά το ότι αποτελεί περιουσιακή επίδοση χωρίς νόμιμη αιτία. Συνεπώς, δεν στερείται έννομων συνεπειών η άτυπη συμφωνία πωλητή και αγοραστή ότι το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα υπολείπεται του πραγματικού και μπορεί, χωρίς εμπόδιο από την ανωτέρω διάταξη του άρθρ. 13 παρ. 3 του ν.1587/1950, να γίνει επίκληση της άκυρης για το επιπλέον τίμημα συμφωνίας, εφόσον από την επίκλησή της δικαιολογείται έννομο συμφέρον προκειμένου να προταθεί ή να αποκρουσθεί η σχετική αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (βλ. ΑΠ661/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 801/2010 ΝΟΜΟΣ).
VΙ. Τέλος, κατά το άρθρο 340 του ΑΚ, ο οφειλέτης ληξιπρόθεσμης παροχής γίνεται υπερήμερος αν προηγήθηκε δικαστική ή εξώδικη όχληση του δανειστή, ενώ κατά το άρθρο 345 εδαφ. α΄ του ίδιου Κώδικα, όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή ο δανειστής σε περίπτωση υπερημερίας έχει δικαίωμα να απαιτήσει τον τόκο υπερημερίας χωρίς να είναι υποχρεωμένος να αποδείξει ζημία (βλ. ΑΠ 653/2011 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 340 και 345 του ΑΚ προκύπτει ότι για να υπάρχει υποχρέωση καταβολής τόκων πρέπει ο υπερήμερος οφειλέτης να έχει υποχρέωση για ληξιπρόθεσμη χρηματική οφειλή και η όχληση (δικαστική ή εξώδικη), που περιάγει αυτόν σε υπερημερία, πρέπει να αφορά στη ληξιπρόθεσμη χρηματική παροχή, δηλαδή να ζητείται με αυτήν (όχληση) από τον οφειλέτη με τρόπο σαφή, ορισμένο και χωρίς όρο ή αίρεση, η καταβολή συγκεκριμένου ποσού για συγκεκριμένη αιτία, κατά τρόπο ώστε να μην ανακύπτει κάποια αμφιβολία για την υποχρέωση του οφειλέτη να καταβάλει ορισμένη παροχή σε συγκεκριμένο χρόνο (βλ. ΑΠ 376/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 72/2001 ΕλλΔνη 2001 943, ΑΠ 1266/2000 ΕΕΝ 2002 150, ΕφΠατρ744/2002 ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 340, 345, 346 του ΑΚ, 215 παρ. 1 εδαφ. α΄ και 221 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η επίδοση στον εναγόμενο αγωγής για επιδίκαση χρηματικής απαιτήσεως δεν είναι μόνον διαδικαστική πράξη, αλλά έχει και χαρακτήρα οιονεί δικαιοπραξίας οχλήσεως που εμπεριέχει πρόσκληση του δανειστή απευθυντέα προς τον οφειλέτη για την εκπλήρωση της παροχής ανεξαρτήτως του διαδικαστικού χαρακτήρος της ως στοιχείου ασκήσεως της αγωγής και μέσου ενάρξεως της δίκης, ώστε ως εναρκτήρια αυτής διαδικαστική πράξη να συνεπάγεται την τοκογονία του ληξιπροθέσμου χρέους, χωρίς την υπερημερία του εναγόμενου οφειλέτη (άρθρο 346ΑΚ), και ως όχληση να καθιστά τον οφειλέτη υπερήμερο (υπό την επιφύλαξη της ενστάσεως του άρθρου 342 ΑΚ) και υπόχρεο να καταβάλει το νόμιμο τόκο υπερημερίας, όχι ως άμεσο αποτέλεσμα της αγωγής, η οποία δεν έχει τέτοια συνέπεια, αλλά της σχετικής οχλήσεως. Ακόμη, κατά τα άρθρα 294, 295 παρ. 1 και 297 του ΚΠολΔ η παραίτηση του ενάγοντος από το δικόγραφο της αγωγής, καθώς και ο κατά τα άρθρα 223 το 224 του ΚΠολΔ με τις προτάσεις ή με δήλωση στο ακροατήριο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής ως αναγνωριστικό, που έχουν ως αποτέλεσμα το ότι η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα στην πρώτη περίπτωση και στη δεύτερη ως μη ασκηθείσα κατά το καταψηφιστικό της αίτημα, συνεπάγεται την ανατροπή εξ υπαρχής μόνον των αποτελεσμάτων που επήλθαν με και από την άσκηση αυτής, δεν αφορά όμως και στην επίδοση της αγωγής, κατά το μέρος που αυτή (επίδοσή της) έχει χαρακτήρα οχλήσεως, δημιουργική υπερημερίας του οφειλέτη και οφειλής για αντιστοίχους τόκους σύμφωνα με το άρθρο 345 του ΑΚ (βλ. ΟλΑΠ 13/1994 ΕλλΔνη 1994 1260, ΑΠ 23/2004, ΕλλΔνη 2004 715, ΑΠ 241/2003 ΕλλΔνη 2004 487).
Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια (συμπεριλαμβανομένων των προσκομιζόμενων μετ’ επικλήσεως από τον εναγόμενο φωτογραφιών, των οποίων η γνησιότητά τους δεν αμφισβητήθηκε, λαμβανομένου υπόψη ότι η ενάγουσα με τους σχετικούς ισχυρισμούς της δεν αμφισβητείτη γνησιότητάς τους, αλλά την αποδεικτική αξία τους, βλ.ΑΠ 296/2019 ΝΟΜΟΣ), και της υπ’ αριθ. ………/2016 ένορκης βεβαίωσης, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς με την επιμέλεια της ενάγουσας, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη, κατ’ άρθρον 422 του ΚΠολΔ, κλήτευση του εναγομένου (βλ. την υπ’ αριθ. ………/29-11-2016 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιώς, ……..), καθώς και των υπ’ αριθ. ………ενόρκων βεβαιώσεων, οι οποίες συντάχθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς . …………, με την επιμέλεια του εναγομένου, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη, κατ’ άρθρον 422 του ΚΠολΔ, κλήτευση της ενάγουσας (βλ. την υπ’ αριθ. ………./30-12-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………..), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ εφέσεως, ως επιχειρηματίας και ιδιοκτήτης οικοπέδου, εμβαδού 254,42 τ.μ., κείμενου στον Πειραιά Αττικής, επί της οδού …………, ανήγειρε με επιμέλεια και με δαπάνες του πολυόροφη οικοδομή (πολυκατοικία), δυνάμει της υπ’ αριθ. ………/4-4-2007 οικοδομικής άδειας. Η σχετική οικοδομή έχει υπαχθεί στο καθεστώς της κατ’ ορόφους ιδιοκτησίας (σύσταση οριζοντίου ιδιοκτησίας) με τη νομίμως μεταγραφείσα υπ’ αριθ. ……/23-3-2010 πράξη της συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., όπως τροποποιήθηκε με τη νομίμως μεταγραφείσα υπ’ αριθ. ……/20-2-2011 πράξη της ίδιας συμβολαιογράφου. Επίσης, δυνάμει του υπ’ αριθ. ……../21-02-2011 συμβολαίου πώλησης οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμερίσματος), που μεταγράφηκε νόμιμα, ο εναγόμενος, πώλησε και μεταβίβασε στην ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ εφέσεως, την υπό στοιχεία αριθ. Ε-1 αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα), του πέμπτου πάνω από το ισόγειο ορόφου, της ανωτέρω πολυκατοικίας,με το αντίστοιχο ποσοστό του επί του οικοπέδου και επί των κοινοχρήστων μερών της οικοδομής (125,12/1000), εμβαδού 80,49 τ.μ.,έναντι αναγραφέντος στο συμβόλαιο αυτό τιμήματος ποσού 214.294,30 ευρώ. Το διαμέρισμα αυτό, το οποίο κατά τον ως άνω χρόνο καταρτίσεως της εν λόγω συμβάσεως, ήταν υπό κατασκευή, αποτελείται από καθιστικό, τραπεζαρία, κουζίνα, λουτρό, WC, διάδρομο, αποθήκη, ένα υπνοδωμάτιο και δύο ημιυπαίθριους χώρους προς τον ακάλυπτο, και αντιστοιχεί σ’ αυτό το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης χώρου του ισογείου (πυλωτή) επιφάνειας 17,41 τ.μ. . Περαιτέρω, με το ως άνω πωλητήριο συμβόλαιο, ο εναγόμενος πωλητής ανέλαβε, ως εργολήπτης, έναντι της ενάγουσας, ως εργοδότριας, την υποχρέωση να εκτελέσει τις αναγκαίες εργασίες και κατασκευές για την πλήρη και τέλεια αποπεράτωση του πωληθέντος διαμερίσματος και των κοινοχρήστων και κοινόκτητων χώρων της όλης πολυκατοικίας και να παραδώσει το πωληθέν διαμέρισμα σε αυτήν, πλήρως και τελείως περαιωμένο και κατάλληλο προς χρήση και οίκηση («με το κλειδί»), μετά των κοινοχρήστων και κοινοκτήτων χώρων της πολυκατοικίας επίσης αποπερατωμένων. Από το ανωτέρω τίμημα, η ενάγουσα (αγοράστρια) κατέβαλε, κατά την κατάρτιση του σχετικού συμβολαίου, στον εναγόμενο το ποσό των 141.294,30 ευρώ, και το υπόλοιπο ποσό των 73.000 ευρώ πιστώθηκε και συμφωνήθηκε να καταβληθεί σε πέντε δόσεις, κατά το χρονικό διάστημα από 30 Μαρτίου 2011 μέχρι 15 Ιανουαρίου 2012, υπό τον όρο της εμπρόθεσμης και προσήκουσας παράδοσης του διαμερίσματος και των κοινοχρήστων χώρων και εγκαταστάσεων στην ενάγουσα, σε συνδυασμό και με την πρόοδο των αντίστοιχων εργασιών. Επίσης, ως χρόνος παραδόσεως του διαμερίσματος και των κοινοχρήστων και κοινόκτητων χώρων της πολυκατοικίας καθορίσθηκε από τους ανωτέρω συμβληθέντες η 30η Ιουνίου του έτους 2011. Ακόμη, συμφωνήθηκε από τους διαδίκους ότι σε περίπτωση, μη παραδόσεως του διαμερίσματος και των κοινοχρήστων χώρων στην ενάγουσα πέραν της 30ης Ιουλίου του έτους 2011, ο εναγόμενοςθα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει στην ενάγουσα, ως ποινική ρήτρα (και αποζημίωση),το ποσό των τριάντα τριών (33,00) ευρώ, ημερησίως, για το διαμέρισμα και των δέκα (10,00) ευρώ, ημερησίως, για τους κοινόχρηστους χώρους. Επιπλέον, συμφωνήθηκε ότι η παράδοση και παραλαβή του διαμερίσματος θα γινόταν με τη σύνταξη σχετικού πρωτοκόλλου παράδοσης- παραλαβής, ενώ η με οποιοδήποτε τρόπο εγκατάσταση της ενάγουσας στο πωληθέν διαμέρισμα, ή οποιουδήποτε έλκει δικαιώματα από αυτή, θα θεωρούνταν ως ανεπιφύλακτη παραλαβή του. Επιπροσθέτως, συμφωνήθηκε ότι η ενάγουσα μπορούσε να ζητήσει εγγράφως από τον εναγόμενοτην εκτέλεση πρόσθετων των συμφωνηθεισών εργασιών, καθώς και βελτιώσεων στο διαμέρισμα αυτό, ο δε εναγόμενος θα υποχρεούτο να τις εκτελέσει υπό την προϋπόθεση ότι θα ήταν τεχνικώς δυνατές, ότι θα του καταβαλλόταν η αντίστοιχη δαπάνη και ότι αυτό δεν θα συνεπαγόταν καθυστέρηση του έργου, διαφορετικά θα παρατεινόταν αναλόγως η προθεσμία παραδόσεως, χωρίς, όμως, παράταση των προθεσμιών καταβολής των δόσεων του τιμήματος. Εξάλλου, συμφωνήθηκε ότι ο εναγόμενος δεν θα έφερε κάποια ευθύνη για την τυχόν μη έγκαιρη – εμπρόθεσμη παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και ύδατος από τις αρμόδιες επιχειρήσεις και τη σύνδεση του αποχετευτικού αγωγού, υποχρεούμενος όμως, να έχει έτοιμες τις εντός του διαμερίσματος και της πολυκατοικίας σχετικές εγκαταστάσεις για να δεχθούν ηλεκτρικό ρεύμα και ύδωρ και να συνδεθούν μετά του αποχετευτικού αγωγού και να έχει υποβάλει εγκαίρως τις αντίστοιχες αιτήσεις. Τέλος, συμφωνήθηκε ότι τα τέλη σύνδεσης,που αφορούσαν στην μεταβιβασθείσαοριζόντια ιδιοκτησία, με τους σχετικούς οργανισμούς κοινής ωφέλειας (Δ.Ε.Η., Ε.Υ.Δ.Α.Π., Ο.Τ.Ε.) βαρύνουν την ενάγουσα, η οποία όφειλε να τα καταβάλει εντός πενθημέρου από της σχετικής ειδοποιήσεως του εναγομένου.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 30 Ιουλίου του έτους 2011, η προαναφερθείσα οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα) δεν παραδόθηκε προς χρήση στην ενάγουσα, η οποία, για το λόγο αυτό, άσκησε την από 19-9-2012 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (υπ’ αριθ. …./2012 εκθ. καταθ.), με την οποία ζήτησε,να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 27.456 ευρώλόγω κατάπτωσης της ανωτέρω ποινικής ρήτρας, κατά το χρονικό διάστημα από 1-7-2011 έως 19-3-2013, η οποία επιδόθηκε στον εναγόμενος, στις 19-9-2012 (βλ. υπ’ αριθ. …….΄/19-9-2012 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά, …………). Επίσης, με επιμέλεια τηςενάγουσαςκοινοποιήθηκε, στις 23-11-2012, στον εναγόμενο η σχετική από 22-11-2012 εξώδικη δήλωση- πρόσκληση- διαμαρτυρία της. Μάλιστα, για την πρόοδο των εν λόγω εργασιών και την ύπαρξη τυχόν εκκρεμοτήτων συντάχθηκε με επιμέλεια του εναγομένου, η από 19 Σεπτεμβρίου 2014 τεχνική έκθεση του μηχανικού . ……., στην οποία αναφέρονται οι σχετικές εκκρεμείς εργασίες. Ακολούθως, ενόψει της εκκρεμοδικίας της ως άνω αγωγής, και στα πλαίσια συμβιβαστικής και εξώδικης επίλυσης της διαφοράς, οι διάδικοι προέβησαν στην κατάρτιση του από 15 Οκτωβρίου 2014 ιδιωτικού συμφωνητικού εξώδικου συμβιβασμού, δυνάμει του οποίου συμφωνήθηκε ότι ο εναγόμενος αναλάμβανε την υποχρέωση να παραδώσει στην ενάγουσα, τη ως άνω μεταβιβασθείσα οριζόντια ιδιοκτησία πλήρως και τελείως αποπερατωμένη και κατάλληλη προς οίκηση μέχρι την 30-12-2014, εκτελώντας τις αναφερόμενες ενδεικτικά στο συμφωνητικό αυτό εργασίες.Επίσης,στο ίδιο ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό, μεταξύ άλλων, αναγράφεται ότι «… 2.ο κατασκευαστής [εναγόμενος] δηλώνει ότιδεν έχει καμία απαίτηση για το υπόλοιπο- ανεξόφλητο μέρος του τιμήματος, εξ ευρώ 5.000,00 €, που σύμφωνα με τους όρους του άνω συμβολαίου ετύγχανε καταβλητέο μετά την παράδοση του διαμερίσματος και με την παράδοση του διαμερίσματος, των κοινοχρήστων χώρων και εγκαταστάσεων και του χώρου αποθήκης, … Πέραν τούτου, ο κατασκευαστής ουδεμία άλλη αξίωση έχει ή διατηρεί έναντι της αγοράστριας από αυτή ή άλλη αιτία γενικά … ». Ακόμη, στο ιδιωτικό συμφωνητικό αυτό, τέθηκε η διαλυτική αίρεση ότι σε περίπτωση μη τήρησης από τους διαδίκους όλων των συμφωνηθέντων όρων του, παύει αυτοδικαίως να ισχύει ο αντίστοιχος συμβιβασμός και τα συμβληθέντα μέρη επανέρχονται στην κατάσταση που ήταν πριν την κατάρτισή του(ιδιωτικού συμφωνητικού) επανακτώντας όλα τα σχετικά δικαιώματά τους (βλ. τον όρο υπ’ αριθ. 5 του ιδιωτικού συμφωνητικούαυτό). Από τα προαναφερθέντα και ιδίως το γεγονός της καταρτίσεως του προαναφερθέντοςιδιωτικού συμφωνητικού, συνάγεται ότι, κατά τον ως άνω χρόνο (15-10-2014), η ανωτέρω οριζόντια ιδιοκτησία (μετά των κοινοχρήστων χώρων της) δεν είχε ακόμη παραδοθεί πλήρως αποπερατωμένη προς χρήση στην ενάγουσα, και οι εργασίες κατασκευής της συνεχίζονταν, ενώ η τελευταία (ενάγουσα) δεν είχε εγκατασταθεί σε αυτή. Ακόμη, δεν προέκυψε από κάποιο στοιχείο ότι η ανωτέρω οριζόντια ιδιοκτησία (μετά των κοινοχρήστων χώρων της) παραδόθηκε πλήρως αποπερατωμένη και κατάλληλη προς οίκηση, στην ενάγουσα μέχρι την 30-12-2014, όπως είχε συμφωνηθεί με το εν λόγω από 15-10-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό. Ούτε προέκυψε ότι η ενάγουσα εγκαταστάθηκε, με οποιοδήποτε τρόπο, στην οριζόντια ιδιοκτησία αυτή μέχρι τότε (30-12-2014). Τελικώς, η ενάγουσα εγκαταστάθηκε στην εν λόγω οριζόντια ιδιοκτησία, στις 7-1-2016, οπότε, κατόπιν ενεργειών της, καταρτίσθηκε η σύμβαση παροχής ηλεκτρικού ρεύματος προς αυτήν, όπως προκύπτει από το σχετικό έγγραφο της ΔΕΔΔΗΕ (βλ. την υπ’ αριθ. ………./16-2-2016 «Απάντηση σε αίτηση» της ΔΕΔΔΗΕ). Μάλιστα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα (υπό στοιχείο Ι), το τελευταίο γεγονός, δηλαδή το ότι η προαναφερθείσα οριζόντια ιδιοκτησία (μετά των κοινοχρήστων χώρων της) περιήλθε στην κατοχή και στη σφαίρα εξουσίας της ενάγουσας, αφού η τελευταία άρχισε να χρησιμοποιεί αυτή, συνιστά την ανεπιφύλακτη παραλαβή της. Σημειωτέον ότι η προγενέστερη από την ανωτέρω ημερομηνία (7-1-2016) ύπαρξη παροχής ηλεκτρικού ρεύματος στην εν λόγω οριζόντια ιδιοκτησία δεν αφορά στην ενάγουσα, αλλά πρόκειται για την παροχή αυτού που διενεργήθηκε, με επιμέλεια του εναγομένου, για την εκτέλεση των εργασιών κατασκευής της σχετικής οικοδομής (εργοταξιακό). Ακόμη, από το γεγονός και μόνον ότι, στις 3-9-2015, αναθεωρήθηκε η υπ’ αριθ. …../4-4-2007 οικοδομική άδεια της ανωτέρω πολυκατοικίας, δεν μπορεί να συναχθεί ότι η ενάγουσα εγκαταστάθηκε στην οριζόντια ιδιοκτησία αυτή κατά την ίδια ημερομηνία. Εξάλλου, στις 15-09-2015, η ενάγουσα κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 10-9-2015 αγωγή της κατά του εναγομένου, με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί ο τελευταίος να της καταβάλει το ποσό των 42.656 ευρώ λόγω κατάπτωσης της ανωτέρω ποινικής ρήτρας, κατά το χρονικό διάστημα από 20-3-2013 έως 10-12-2015, η οποία επιδόθηκε στον εναγόμενο, στις 8-10-2015 (βλ. την υπ’ αριθ. ……../8-10-2015 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιώς …………..). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι στις 3-9-2015 παραδόθηκε η εν λόγω οριζόντια ιδιοκτησία στην ενάγουσα έσφαλε ως προς την εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων, κατά το σχετικό βάσιμο (μερικώς) λόγο (2ο) της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ εφέσεως(της ενάγουσας), ενώ ο περί του αντιθέτου λόγος (2ος ) της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ εφέσεως(του εναγομένου) είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Περαιτέρω, από τα προαναφερθέντα συνάγεται ότι ο εναγόμενος, ως εργολάβος, δεν τήρησε τις ως άνω συμφωνηθείσες προθεσμίες αποπεράτωσης της ανωτέρω οριζόντιας ιδιοκτησίας και των σχετικών κοινόκτητων και κοινόχρηστων χώρων, και της αντίστοιχης παράδοσής τους στην ενάγουσα, με αποτέλεσμα να καταστεί υπερήμερος. Άλλωστε, δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα ζήτησε την εκτέλεση πρόσθετων εργασιών, ή την τοποθέτηση βελτιωμένων υλικών σε σχέση με τα συμφωνηθέντα, πλην της τοποθέτησης βελτιωμένης ποιότητας πλακιδίων δαπέδου, διαφοράς αξίας 950 ευρώ, και ενός γρανιτένιου πάγκου κουζίνας από την εταιρία «………..», αξίας 1.000 ευρώ, για τα οποία,όμως, η ενάγουσα κατέβαλε τη διαφορά του σχετικού τιμήματος, σύμφωνα με τον ανωτέρω όρο του υπ’ αριθ. ………../21.02.2011 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου(βλ. την από 27-7-2011 χειρόγραφη απόδειξη καταβολής ποσού 950 ευρώ, και το από 21-11-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό– απόδειξη για το ποσό των 1.000 ευρώ). Μάλιστα, δεν αποδείχθηκε ότι για την τοποθέτηση των ανωτέρω βελτιωμένων υλικών απαιτήθηκε περισσότερος από το συνήθη χρόνο εκτέλεσης τέτοιων εργασιών, όπως αντιθέτως αλλά αβασίμως ισχυρίζεται ο εναγόμενος. Ως εκ τούτου, η προαναφερθείσα καθυστέρηση στις εργασίες αποπεράτωσης της εν λόγω οριζόντιας ιδιοκτησίας, οφείλεται σε υπαιτιότητα (αμέλεια) του εναγομένου. Εξάλλου, η ως άνω κρίση δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια εκτέλεσης των εν λόγω εργασιών, η ενάγουσα έκανε συχνά παρεμβάσεις και υποδείξεις στον τρόπο εκτέλεσης τους, ενόψει του ότι δεν αποδείχθηκε ότι αυτές υπερέβαιναν το μέτρο που επιβάλλεται από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Μάλιστα, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, είναι σύνηθες φαινόμενο στην εν γένει εκτέλεση τέτοιων έργων, όπως το ένδικο, να παρεμβαίνει προβάλλοντας υποδείξεις ο αγοραστής της σχετικής οριζόντιας ιδιοκτησίας, ακόμη και κατά την εξέλιξη των εργασιών, προκειμένου το έργο που θα κατασκευασθεί να ανταποκρίνεται κατά το βέλτιστο τρόπο στις ανάγκες του. Επιπλέον, σε περίπτωση που η ως άνω καθυστέρηση της αποπεράτωσης της ιδιοκτησίας οφείλετο σε παρελκυστική συμπεριφορά της ενάγουσας και σε καθυστέρηση επιλογής των προς τοποθέτηση υλικών, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εναγόμενος, τότε ο τελευταίος, έχοντας προφανές έννομο συμφέρον λόγω των ως άνω συνομολογηθεισών ποινικών ρητρών, που θα μπορούσαν να καταπέσουνεις βάρος του, σε ενδεχόμενη καθυστέρηση του έργου, θα είχε εκδηλώσει με συγκεκριμένο τρόπο τη σχετική διαμαρτυρία του για την ως άνω επικληθείσα συμπεριφορά της ενάγουσας, όμως, αυτός πρώτη φορά εξέφρασε σχετική διαμαρτυρία με τις πρωτόδικες προτάσεις του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι η ως άνω καθυστέρηση στην αποπεράτωση και παράδοση της ανωτέρω οριζόντιας ιδιοκτησίας (μετά των κοινοχρήστων χώρων της) στην ενάγουσα οφείλεται σε υπαιτιότητα του εναγομένουκαι απέρριψε ως αβάσιμους κατ’ ουσίαν τους ανωτέρω ισχυρισμούς του τελευταίου, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων, κατά συνέπεια ο περί του αντιθέτου λόγος (1ος) της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ εφέσεως (του εναγομένου) είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εξάλλου, ενόψει του ότι, κατά τα ανωτέρω, η οριζόντια ιδιοκτησία αυτή δεν παραδόθηκε στην ενάγουσα, πλήρως αποπερατωμένη και κατάλληλη προς οίκηση, μέχρι την 30η-12-2014, όπως είχε καθορισθεί με το ανωτέρω από 15-10-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό εξώδικου συμβιβασμού, πληρώθηκε η προαναφερθείσα διαλυτική αίρεση, κατά συνέπεια έπαυσε να ισχύει το περιεχόμενο του αντίστοιχου συμβιβασμού και οι συμβληθέντες διάδικοι επανήλθαν στην προηγούμενη της καταρτίσεως αυτού (συμβιβασμού) κατάσταση,επανακτώντας όλα τα σχετικά δικαιώματά τους (άρθρο 202 του ΑΚ). Έτσι, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί του ότι η σχετική υπερημερία του αφορά το χρονικό διάστημα μετά την παρέλευση της ως άνω (από 15-10-2014) συμφωνηθείσας παράτασης της προθεσμίας παραδόσεως του ανωτέρω διαμερίσματος, που περιλαμβάνεται στο κύριο μέρος του 4ου λόγου τηςως άνω υπό στοιχείο Α΄ εφέσεως του, είναι αβάσιμος. Ωστόσο, ενόψει του ότι,όπως προαναφέρθηκε, κατά ρητή πρόβλεψη του υπ’ αριθ. ………../21-2-2011 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, ο εναγόμενος ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει το σχετικό ποσό της εν λόγω ποινικής ρήτρας, σε περίπτωση μη παραδόσεως του ανωτέρω διαμερίσματος και των κοινοχρήστων χώρων στην ενάγουσα πέραν της 30-7-2011, η σχετική ποινική ρήτρα κατέπεσε την 31η Ιουλίου 2011. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι η κατάπτωση της σχετικής ποινικής ρήτρας αρχίζει από την 1-7-2011, έσφαλε ως προς εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων, κατά τον αντίστοιχο βάσιμο μερικώς (ως προς το επικουρικό μέρος του) 4ο λόγο της ως άνω υπό στοιχείο Α΄εφέσεως (του εναγομένου).
Επίσης, ενόψει της ως άνω μη εμπρόθεσμη παράδοσης της ανωτέρω οριζόντιας ιδιοκτησίας (μετά των κοινοχρήστων χώρων της) πλήρως αποπερατωμένης και κατάλληλης προς οίκηση, η ενάγουσα δικαιούται τις ως άνω συνομολογηθείσες ποινικές ρήτρες που κατέπεσαν, για το χρονικό διάστημα από 31-07-2011 έως και 6-1-2016, ενόψει του ότι, κατά τα προαναφερθέντα, στις 7-1-2016 η ενάγουσα εγκαταστάθηκε σε αυτό (διαμέρισμα), γεγονός που θεωρείται ως ανεπιφύλακτη παραλαβή του. Ωστόσο, το ως άνω συμφωνηθέν ύψος τους κρίνεται δυσαναλόγως μεγάλο και πρέπει να μειωθεί στο μέτρο που αρμόζει, κατά τη σχετική ένσταση (άρθρο 409 ΑΚ) που πρότεινε πρωτοδίκως ο εναγόμενος,καιεπαναφέρει με τις προτάσεις που νομοτύπως κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου,ανεξαρτήτως της αναφερομένης στο ως άνω συμβόλαιο παραιτήσεως του από το δικαίωμα αυτό, δοθέντος ότι η σχετική διάταξη (άρθρο 409 ΑΚ) είναι αναγκαστικού δικαίου, όπως προεκτέθηκε (υπό στοιχείο ΙΙΙ). Το μέτρο αυτό, ενόψει του μεγέθους της ποινής σε σύγκριση προς την αξία της αντιπαροχής του εναγομένου εργοδότη, τη μισθωτική αξία του εν λόγω ακινήτου (η οποία αντιστοιχεί σε μηνιαίο μίσθωμα ποσού 500 ευρώ περίπου), την οικονομική κατάσταση των μερών, σε συνδυασμό με την κοινώς γνωστή ύφεση που παρουσιάζεται στον τομέα των κατασκευών σε ακίνητα, τα εκ της αθετήσεως των εν λόγω συμβάσεων πληγέντα συμφέροντα της ενάγουσας αγοράστριας, όσον αφορά την αποπεράτωση της ως άνω οριζόντιας ιδιοκτησίας, την έκταση της συμβατικής παραβάσεως του εναγομένου πωλητή- κατασκευαστή, το βαθμό του πταίσματος αυτού, σε συνδυασμό με την ολοκλήρωση του μεγαλύτερου μέρους των εργασιών που είχε αναλάβει να εκτελέσει, την εντέλει εγκατάσταση της ενάγουσας στην ένδικη οριζόντια ιδιοκτησία, και το γεγονός της μη ύπαρξης κάποιας ωφέλειας του εναγομένου από την καθυστέρηση εκπλήρωσης της παροχής, όπως τα στοιχεία αυτά προεκτέθηκαν, προσδιορίζεται στο ποσό των δεκατριών (13) ευρώ ως προς το διαμέρισμα και των τριών (3) ευρώ ως προς τους κοινόχρηστους χώρους, για κάθε ημέρα καθυστέρησης παράδοσής τους, όπως, ορθώς, έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση του, και συνεπώς ο περί του αντιθέτου λόγος (3ος) της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ εφέσεως (της ενάγουσας) είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Συγκεκριμένα, λόγω της κατάπτωσης των ως άνω ποινικών ρητρών, ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 25.936 ευρώ (16 ευρώ Χ 1.621 ημέρες = 25.936 ευρώ).
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από το μέρος του ως άνω τιμήματος, το οποίο πιστώθηκε, δυνάμει του υπ’ αριθ. …………../21-2-2011 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, δηλαδή το ποσότων 73.000 ευρώ, η ενάγουσακατέβαλε στον εναγόμενο,τμηματικώς, το συνολικό ποσό των 68.000 ευρώ, ενώ εξακολουθεί να οφείλειτο υπόλοιπο ποσό των 5.000 ευρώ (73.000 – 68.000 = 5.000). Ως εκ τούτου, ο εναγόμενος έχει ανταπαίτηση κατά της ενάγουσας κατά το υπόλοιπο μέρος του ανωτέρω τιμήματος, που πιστώθηκε, ποσού 5.000 ευρώ, ενόψει και του ότι, όπως προαναφέρθηκε, το ποσό αυτό αναγράφεται ως υπόλοιπο οφειλόμενο μέρος του τιμήματος αυτού, στο ανωτέρω από 15-10-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ως άνω, προσωρινού, συμβιβασμού τους. Σημειωτέον ότι, κατά ρητή πρόβλεψη του ανωτέρω από 15-10-2014 ιδιωτικού συμφωνητικού, ο εναγόμενος διατήρησε τη σχετική απαίτησή του, λόγω της, κατά τα ως άνω, μη τηρήσεως των όρων του ανωτέρω συμβιβασμού των διαδίκων και πληρώσεως της αντίστοιχης διαλυτικής αιρέσεως. Επίσης, ο εναγόμενος, με τον τρίτο λόγο της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ έφεσής του, επαναφέρει την και πρωτοδίκως, επικουρικώς, προβληθείσα ένσταση περί συμψηφισμού της ως άνω απαίτησηςτης ενάγουσας, σχετικώς με την ανωτέρω ποινική ρήτρα, με ανταπαίτησή του, προερχόμενη, κατά τους ισχυρισμούς του, από τη μη καταβολή μέρους του προαναφερθέντος τιμήματος ποσού 118.705,70 ευρώ. Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι η επικληθείσα ανταπαίτηση του εναγομένου υπερβαίνει το ως άνω ποσό των 5.000 ευρώ, ενόψει του ότι σε περίπτωση που η ενάγουσα όφειλε σ’ αυτόν κάποιο επιπλέον ποσό για την ανωτέρω αιτία,αυτό θα είχε συμπεριληφθεί προς ρύθμιση στο ανωτέρω από 15-10-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό εξώδικου συμβιβασμού. Άλλωστε, η ανταπαίτηση αυτή του εναγομένου ως προς το μέρος της, που αφορά σε τίμημα της πώλησης του ανωτέρω διαμερίσματος, μεγαλύτερου του αναγραφόμενου στο σχετικό συμβόλαιο, δεν μπορεί να προταθεί προς συμψηφισμό, διότι η μη τήρηση του συμβολαιογραφικού τύπου ως προς μέρος του σχετικού τιμήματος επάγεται ακυρότητα της αντίστοιχης σύμβασης ως προς το υπερβάλλον, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο IV). Επομένως, στο μέτρο που η προαναφερθείσα ανταπαίτηση του εναγομένου, για το ως άνω οφειλόμενο μέρος του τιμήματος, και η αγωγική απαίτηση της ενάγουσας καλύπτονται, επέρχεται απόσβεση της τελευταίας απαιτήσεως (άρθρο 440 του ΑΚ) και ο εναγόμενος υποχρεούται μόνον στην καταβολή του ποσού, που υπερβαίνει το ποσό της ως άνω ανταπαιτήσεως του, δηλαδή της διαφοράς μεταξύ των σχετικών ποσών. Ειδικότερα, η διαφορά των χρηματικών ποσών των ανωτέρω απαιτήσεων ανέρχεται στο ποσό των 20.936 ευρώ (25.936 – 5.000 = 20.936), το οποίο ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα, γενομένης μερικώς δεκτής της ανωτέρω ενστάσεως. Σημειωτέον ότι η ανωτέρω κρίση δεν αναιρείται από το ότι η ενάγουσα, με τις προτάσεις της, αμφισβητεί την προσήκουσα εκτέλεση του τελευταίου σταδίου των εργασιών κατασκευής της ανωτέρω οριζόντιας ιδιοκτησίας, και ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος δεν κοινοποίησε σε αυτήνσχετική τεχνική έκθεση του επιβλέποντος το έργο μηχανικού, όπως προβλέπεται στο ανωτέρω υπ’ αριθ. …………/21-2-2011 αγοραπωλητηρίου συμβόλαιο. Ειδικότερα, όπως προαναφέρθηκε, στις 7-1-2016, η ενάγουσα παρέλαβε ανεπιφυλάκτως την ανωτέρω οριζόντια ιδιοκτησία, αφού εγκαταστάθηκε σ’ αυτήν και άρχισε να την χρησιμοποιεί, κατά συνέπεια, από τότε, οφείλει να καταβάλει στον εναγόμενο το ως άνω υπόλοιπο μέρος του σχετικού τιμήματος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την ανωτέρω ένσταση περί συμψηφισμού, ως ουσιαστικώς αβάσιμη, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων, κατά τον αντίστοιχο βάσιμο (μερικώς) λόγο (3ο) της ως άνω υπό στοιχείο Α΄εφέσεως (του εναγομένου).
Τέλος, όσον αφορά στο χρόνο ενάρξεως της υπερημερίας του εναγομένου, για την καταβολή του ποσού των ανωτέρω ποινικών ρητρών και της συναφούς υποχρέωσης του προς καταβολή αντίστοιχων τόκων δεν υφίσταται αυτή από την επομένη κάθε ημέρας κατά την οποία καθίστατο απαιτητό το ποσό της ποινικής ρήτρας που αντιστοιχούσε στην ημέρα αυτή, όπως αντίθετα αλλά αβάσιμα ισχυρίζεται η ενάγουσα. Ειδικότερα,ο οφειλέτης ληξιπρόθεσμης παροχής γίνεται υπερήμερος αφότου οχληθεί από το δανειστή ή παρέλθει η συμφωνηθείσα ημέρα εκπλήρωσης (δηλαδή καταβολής της ποινικής ρήτρας που κατέπεσε), όμως η εκάστοτε ημερομηνία για την οποία υφίσταται η υποχρέωση για την καταβολή του ποσού της ποινικής ρήτρας, δεν συνιστά και δήλη ημέρα για την καταβολή της. Εξάλλου, το αίτημα της αγωγής περί καταβολής σχετικών τόκων από την ημέρα της επίδοσης των προαναφερθεισών από 10-9-2012 και από 10-9-2015 αγωγών της ενάγουσας, από τις οποίες αυτή παραιτήθηκε (με τη μεταγενέστερη αυτών υπό κρίση αγωγή), είναι απορριπτέο λόγω αοριστίας (άρθρο 216 του ΚΠολΔ). Ειδικότερα, στην ένδικη αγωγή αναφέρεται ότι οι ανωτέρω προγενέστερες της ένδικης αγωγές «… αφορούν την ίδια ιστορική αιτία και νομική βάση με την ένδικη αγωγή, αφορούν δηλαδή τμηματικά την ως άνω περίοδο καταλογισμού ποινικής ρήτρας κατά του εναγομένου …» και κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας η άσκησή τους συνιστά όχληση, από την επίδοσή τους. Ωστόσο, δεν προσδιορίζεται στην ένδικη αγωγή ο χρόνος της επίδοσης στον εναγόμενο εκάστης των επικληθεισών προγενέστερων αγωγών, ούτε το τμήμα του ως άνω χρονικού διαστήματος κατάπτωσης των εν λόγω ποινικών ρητρών, το οποίο αφορούν αυτές, καθώς και το ποσό που ζητήθηκε να καταβληθεί με αυτές, τα οποία αποτελούν αναγκαία στοιχεία του δικογράφου της ένδικης αγωγής, ώστε το Δικαστήριο να έχει τη δυνατότητα να εκδώσει, βάσει της αγωγής, σχετική απόφαση συγκεκριμένη και σαφή περί του εάν υφίσταται η επικληθείσα όχληση, του χρόνου αυτής, και σε ποιο τμήμα της εν λόγω απαίτησης αναφέρεται αυτή (βλ. ΕφΑθ 6596/2000 ΕλλΔνη 2003 797). Σημειωτέον ότι οι ανωτέρω ελλείψεις του δικογράφου της αγωγής δεν μπορούν να συμπληρωθούν με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων, μάλιστα, το σχετικό απαράδεκτο ερευνάται και αυτεπαγγέλτως, διότι ανάγεται στην προδικασία (βλ. ΑΠ 515/2016 ΝοΒ 2017 98, ΑΠ 540/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1067/2014 ΝΟΜΟΣ). Ως εκ τούτου, ο εναγόμενος οφείλει τόκους για την ανωτέρω απαίτηση της ενάγουσας από την επομένη ημέρα της επίδοσης της ένδικης αγωγής μέχρι την εξόφληση, κατά το σχετικό επικουρικό αίτημα της αγωγής (άρθρο 346 του ΑΚ), απορριπτομένου του περί του αντιθέτου λόγου (1ου) της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ εφέσεως (της ενάγουσας).
Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε μερικώς την ανωτέρω αγωγή και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 24.288 ευρώ, νομιμοτόκως από την 10-10-2015, κατά τουςανωτέρω βάσιμους λόγους των ως άνω υπό στοιχεία Α΄ και Β΄ εφέσεων, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτές οι προαναφερθείσες εφέσεις, ως κατ’ ουσίαν βάσιμες, και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή ως και ουσιαστικώς βάσιμη, και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 20.936 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επίσης, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 παρ. 1 του ΚΠολΔ), και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της (άρθρο 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), εις βάρος του εναγομένου (άρθρα 176, 183 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 63 επ. του ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση τωνως άνω εφέσεων στους εκκαλούντες, αντιστοίχως (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα εκτίθεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις ως άνω αναφερθείσες υπό στοιχείο Α΄ και Β΄ από 7-11-2017 (υπ’ αριθ. καταθ. …………./2017) και από 1-11-2017(υπ’. αριθ. καταθ. …………/2017), αντιστοίχως, εφέσεις.
Δέχεται τυπικώςκαι κατ’ ουσίαντις ανωτέρω εφέσεις.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 4062/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση, που αφορά στην από 21-9-2016 (υπ’ αριθ. ………/2016 εκθ. καταθ.) αγωγή.
Δέχεται κατά ένα μέρος την ανωτέρω αγωγή.
Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγουσα το ποσό των είκοσι χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα έξι (20.936)ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Καταδικάζει τον εναγόμενο στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων (4.500) ευρώ.
Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ εφέσεως (εναγομένου) του παραβόλου (υπ’ αριθ. …………../08-01-2018, ποσού 100 ευρώ), που κατατέθηκε για την άσκηση της ανωτέρω εφέσεως.
Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ εφέσεως (ενάγουσας) του παραβόλου (υπ’ αριθ. ……………./05-01-2018, ποσού 100 ευρώ), που κατατέθηκε για την άσκηση της ανωτέρω εφέσεως.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά,στις 4-5-2020, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ