Αριθμός απόφασης 353/2020
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη- Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα, Ε.Τ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011 – Φ Ε.Κ. Α` 165/25.07.2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου), η από 26-2-2014 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ………/26-2-2014) έφεση της ενάγουσας, ως ολικώς ηττηθείσας διαδίκου πρωτοδίκως, κατά της υπ’αριθμ. 5421/2013 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η από 26-11-2009 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……/2009) αγωγή της κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, περί κηρύξεως της ακυρότητας διαθήκης, αναγνώρισης του κληρονομικού της δικαιώματος και αποδόσεως ακινήτου. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρο 495, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 1 του ΚΠολΔ), ενώ κατατέθηκε κατά την άσκησή της, το νόμιμο παράβολο (σχετ. τα υπ’αριθμ. ………. παράβολα υπέρ του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ και υπ’αριθμ. ……………. παράβολα υπέρ του Δημοσίου). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη. Η ενάγουσα, την οποία η αποβιώσασα την 1-11-2007 …………..εγκατέστησε κληρονόμο της, κατά το ποσοστό του ½ εξ αδιαιρέτου του ειδικότερα περιγραφόμενου ακινήτου, με την υπ’αριθμ. …………./2004 δημόσια διαθήκη της συμβολαιογράφου Πειραιώς, ……….., επικαλούμενη ακυρότητα της νεώτερης υπ’αριθμ. ………/2005 δημόσιας διαθήκης της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……………, με την οποία η διαθέτιδα εγκατέστησε κληρονόμο της επί του παραπάνω ακινήτου, κατά το ποσοστό των ¾ εξ αδιαιρέτου, την εναγομένη, για το λόγο ότι, σε αντίθεση με την πρώτη διαθήκη, η θανούσα δεν υπέγραψε τη δεύτερη διαθήκη, δηλώνοντας άγνοια γραφής μόνον, γεγονός που βεβαίωσαν η συντάξασα αυτήν συμβολαιογράφος και οι συμπράττοντες μάρτυρες, παρ’όλο που επί σειρά ετών υπέγραφε σε έγγραφα της Εθνικής Τράπεζας για την είσπραξη της σύνταξής της, και διατεινόμενη ότι στη θανούσα ανήκε μόνον το ½ εξ αδιαιρέτου του κληρονομιαίου ακινήτου, ενώ το υπόλοιπο ½ εξ αδιαιρέτου ανήκε στον αδερφό της και η αποτυπωθείσα στη νεώτερη αυτή διαθήκη δήλωσή της δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ζητούσε να κηρυχθεί αυτή άκυρη, να αναγνωριστεί το κληρονομικό της δικαίωμα, να υποχρεωθεί η εναγομένη να της αποδώσει το κληρονομιαίο ακίνητο κατά το καταληφθέν σε αυτήν, με την πρώτη διαθήκη, ποσοστό του ½ εξ αδιαιρέτου, και να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά της έξοδα.Επί της αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία απορρίφθηκε αυτή στο σύνολό της. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται η εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της και για τους ειδικότερα εκτιθέμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την τυπική και κατ’ουσίαν παραδοχή της και την εξαφάνισή της, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1718 του ΑΚ, διαθήκη για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757 του ΑΚ είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά (ΑΠ 398/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 486/2014 ΧΡΙΔ 2014.601, ΑΠ 821/2013 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, η παρ. 2 του άρθρου 1733 του ΑΚ, αναφερόμενη στη σύνταξη πράξης για τη δημόσια διαθήκη, ορίζει ότι πρέπει να υπογραφεί από τον διαθέτη και από τα πρόσωπα που συμπράττουν. Πράξεις με περισσότερα φύλλα πρέπει να υπογράφονται στο τέλος κάθε φύλλου. Αν ο διαθέτης δηλώσει ότι δεν μπορεί να υπογράψει, η υπογραφή του αναπληρώνεται από τη βεβαίωση της δήλωσης αυτής στην πράξη (ΑΠ 2193/2013 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 188/1992, Νοβ 1993.488, ΕφΑθ 26/2009, ΕΦΑΔ 2011.73). Από τη διατύπωση της τελευταίας αυτής διάταξης (1733 παρ. 2 γ` ΑΚ) συνάγεται ότι δεν υπάρχει έδαφος έρευνας αν η δήλωση του διαθέτη, ότι αδυνατεί να υπογράψει, ανταποκρίνεται ή όχι στην αλήθεια, ο δε λόγος αδυναμίας της υπογραφής είναι αδιάφορος (ΕφΑθ 26/2009 ό.π). Η έννοια της διάταξης αυτής, ερμηνευομένης κατά το γράμμα και το σκοπό της, είναι ότι η δήλωση στη δημόσια διαθήκη, ότι η πράξη δεν υπογράφτηκε από τον διαθέτη λόγω αδυναμίας του πρέπει να προέρχεται από τον ίδιο και όχι από τον συμβολαιογράφο, αφού μόνο ο διαθέτης έχει άμεση γνώση της αδυναμίας του να υπογράψει. Από αυτό όμως δεν συνάγεται ότι για την εξωτερίκευση της αδυναμίας απαιτείται η χρήση πανηγυρικής έκφρασης, η έλλειψη της οποίας δημιουργεί ακυρότητα της διαθήκης. Αν λείπει τέτοια δήλωση, αναπληρώνεται πρόδηλα από τη βεβαίωση του συμβολαιογράφου, αν από αυτή συνάγεται αναμφισβήτητα σε συνδυασμό με την έγκριση από τον διαθέτη του περιεχομένου της, ότι η για αδυναμία υπογραφής σιωπηρή δήλωση, ανήκει στον ίδιο τον διαθέτη, ο οποίος συνάμα θέλησε το περιεχόμενο της διαθήκης και παρίστατο κατά την ανάγνωση της αστικής πράξης. Η ερμηνεία αυτή, σύμφωνη και με τις συζητήσεις στη Βουλή του Ν. ΓΨΠ/1911 (αντιγραφή του οποίου είναι οι διατάξεις για τις δημόσιες διαθήκες του ΑΚ) συμπορεύεται και με τη γενική αρχή, ότι η ερμηνεία των διαθηκών πρέπει να γίνεται με κρίση φιλάγαθη, που οδηγεί στη διατήρηση του κύρους τους (ΑΠ 2193/2013, ΑΠ 188/1992, ΕφΑθ 26/2009 ό.π). Περαιτέρω, η δημόσια διαθήκη έχει την αυξημένη αποδεικτική δύναμη δημοσίου εγγράφου, την οποία ρυθμίζουν τα άρθρα 438, 440 και 441 του ΚΠολΔ. Σύμφωνα με το άρθρο 438 του ΚΠολΔ, έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται στο έγγραφο ότι έγιναν από το πρόσωπο που συνέταξε το έγγραφο ή ότι έγιναν ενώπιόν του αν το πρόσωπο αυτό είναι καθ` ύλην και κατά τόπον αρμόδιο να κάνει αυτή τη βεβαίωση. Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνον με προσβολή του εγγράφου ως πλαστού. Τέτοια γεγονότα που βεβαιώνονται στο δημόσιο έγγραφο της διαθήκης που συντάσσεται στο συμβολαιογράφο, είτε ως γενόμενα από τον συμβολαιογράφο που συνέταξε τη διαθήκη, είτε ενώπιόν του, κατά των οποίων ανταπόδειξη μπορεί να γίνει μόνον με προσβολή αυτής ως πλαστής, είναι όσα αναφέρονται στην τήρηση των διατυπώσεων που ορίζονται στα άρθρα 1725 έως 1737 του ΑΚ και μάλιστα, πλην άλλων (ΑΠ 398/2018, ό.π, ΑΠ 1133/2013 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ότι έγινε η δήλωση της τελευταίας βουλήσεως του διαθέτη και μάλιστα προφορικά), ότι η διαθήκη αναγνώσθηκε, ότι παραστάθηκαν (ΑΠ 1133/2013 ό.π) και υπέγραψαν ενώπιον του συμβολαιογράφου ο διαθέτης και τα πρόσωπα που συμπράττουν (ΑΠ 150/2016, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1133/2013 ό.π.), η μνεία ότι δεν παρίσταντο κατά τη σύνταξή της, άλλα πρόσωπα εκτός από τον διαθέτη και τα πρόσωπα που συμπράττουν (ΑΠ 398/2018 ό.π, ΑΠ 486/2014 ΧΡΙΔ 2014.601), καθώς και ότι ο διαθέτης δήλωσε ότι δεν μπορεί να υπογράψει (ΑΠ 150/2016 ό.π).
Με βάση, επομένως, όσα προεκτέθηκαν, η αγωγή είναι μη νόμιμη, εφόσον, κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφό της, δεν συνέτρεχαν λόγοι ακυρότητας της νεώτερης υπ’αριθμ. …………../2005 δημόσιας διαθήκης της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………, με την οποία η διαθέτιδα εγκατέστησε κληρονόμο της επί του περιγραφόμενου ακινήτου, κατά το ποσοστό των ¾ εξ αδιαιρέτου, την εναγομένη, ανακαλώντας ουσιαστικά την προγενέστερη υπ’αριθμ. ………./2004 δημόσια διαθήκη της συμβολαιογράφου Πειραιώς, …………., με την οποία εγκατέστησε κληρονόμο στο ίδιο ακίνητο, κατά το ποσοστό του ½ εξ αδιαιρέτου την ενάγουσα, καθόσον, όπως βεβαιώνεται στο κείμενό της από τη συντάξασα συμβολαιογράφο, που σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προκτέθηκε ήταν καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδια να προβεί στην εν λόγω βεβαίωση, η διαθέτιδα δεν την υπέγραψε δηλώνοντας, παρουσία και των συμπραττόντων μαρτύρων, άγνοια γραφής, και, επομένως, αδυναμία να το πράξει εξ αυτού του λόγου, χωρίς να υπάρχει έδαφος έρευνας από την εν λόγω συμβολαιογράφο, αν η δήλωση αυτή της διαθέτιδος, ανταποκρίνεται ή όχι στην αλήθεια, και χωρίς να ενδιαφέρει και ο λόγος αδυναμίας της υπογραφής. Το ότι στη διαθήκη, η οποία σημειωτέον δεν προσβάλλεται από την ενάγουσα ως πλαστή, αναγράφεται ως λόγος μη υπογραφής η δήλωση της διαθέτιδος περί αδυναμίας γραφής και όχι υπογραφής δεν ανατρέπει την παραπάνω παραδοχή, δοθέντος ότι ως προς τα στοιχεία και τη θέση της υπογραφής ισχύει αναλογικά ότι και στην ιδιόγραφη διαθήκη (Α.Γεωργιάδης-Μ.Σταθόπουλος «αστικός κώδιξ», τόμος ΙΧ, σελ. 158, αρ.19), δηλαδή δεν καθορίζονται μεν ποιά στοιχεία πρέπει να περιέχει η υπογραφή, αλλά γίνεται δεκτό ότι τα στοιχεία αυτά είναι το όνομα και το επώνυμο του διαθέτη, ενώ η θέση κάποιου σημείου, όπως σταυρού, αποτυπώματος δεν εμπίπτει στην έννοια αυτής ούτε αρκεί απλή μονογραφή, η οποία κατ’αρχήν απαγορεύεται, επιτρεπομένων μόνον μερικών συντμήσεων, εκτός εάν είναι η συνήθης υπογραφή του διαθέτη και δεν γεννάται αμφιβολία για την ταυτότητά του καθώς και για τη σοβαρότητα της απόφασής του να διαθέσει αιτία θανάτου την περιουσία του (Α.Γεωργιάδης-Μ.Σταθόπουλος ό.π, σελ. 128-130, αρ. 40-47). Επομένως, η άγνοια γραφής συνεπάγεται κατά κανόνα και άγνοια υπογραφής και η μη υπογραφή δημόσιας διαθήκης λόγω της δήλωσης περί άγνοιας γραφής δεν μπορεί να εκληφθεί ως απλή άρνηση υπογραφής που δεν αρκεί. Έτσι, τελικώς η ενάγουσα απώλεσε την ιδιότητα της εκ διαθήκης κληρονόμου, στερούμενη οποιουδήποτε δικαιώματος. Εξάλλου, το γεγονός ότι η διαθέτιδα, κατά τα εκτιθέμενα, κατέλειπε με την νεώτερη διαθήκη της, ποσοστό εξ αδιαιρέτου επί του κληρονομιαίου ακινήτου, που δεν της ανήκε, δεν επιδρά στην εγκυρότητά της. Συνακόλουθα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καταλήγοντας στην ίδια κρίση, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις παραπάνω διατάξεις, αν και με πιο συνοπτική αιτιολογία που συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας (ΕφΘεσ 2754/2017, ΕφΠειρ 19/2017 αδημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») και, συνεπώς, ο πρώτος λόγος της έφεσης με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη για τον λόγο ότι δεν ελέγχθηκε ο ισχυρισμός της περί ακυρότητας της νεώτερης διαθήκης, είναι αβάσιμος. Απορριπτέος, επίσης, ως αλυσιτελής, τυγχάνει και ο δεύτερος λόγος της έφεσης, διότι το γεγονός ότι στην προγενέστερη διαθήκη της η διαθέτιδα δεν είχε δηλώσει αδυναμία υπογραφής και την είχε υπογράψει, όπως και το ανακριβές της δηλώσεώς της, περί του ποσοστού του κληρονομιαίου ακινήτου που της ανήκε, δεν επιδρούν στο κύρος της νεώτερης διαθήκης. Τέλος, απαράδεκτος ως αλυσιτελής τυγχάνει και ο επιγραμματικά μνημονευόμενος στο δικόγραφό της, λόγος της έφεσης περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, αφού, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απορρίπτοντας με την εκκαλουμένη την αγωγή ως νομικά αβάσιμη δεν προχώρησε στην έρευνα της ουσίας της διαφοράς (ΕφΔωδ 93/2007, ΕφΔωδ (Μον) 81/2013 αδημ ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
Κατ’ακολουθίαν όσων προεκτέθηκαν, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, πρέπει ν’απορριφθεί η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της, να διαταχθεί, κατ’άρθρο 495 § 3 εδ ε΄ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015, η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου που κατέθεσε η εκκαλούσα κατά την άσκησή της και να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 176, 183, 189 § 1, 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § 2, 166 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι Β του ν.4194/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την από 26-2-2014 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ……/26-2-2014) έφεση της εκκαλούσας, κατά της υπ’αριθμ. 5421/2013 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά και την απορρίπτει κατ’ουσίαν.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, που κατέθεσε η εκκαλούσα κατά την άσκησή της.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στις 4 Μαΐου 2020, και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Μαΐου 2020, με την παρουσία της Γραμματέως, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ