Αριθμός απόφασης 400/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα, Τ.Λ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011 – Φ Ε.Κ. Α΄ 165/25.07.2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου), η από 5-2-2019 (αριθ. εκθ. καταθ. ………../6-2-2019) έφεση της ενάγουσας, ως ολικά ηττηθείσας πρωτοδίκως διαδίκου, κατά της υπ’αριθμ. 4570/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των διαφορών από αυτοκίνητα και απέρριψε στο σύνολό της την από 22-6-2017 (με αυξ. αριθ. εκθ. καταθ…………./22-6-2017) αγωγή της κατά των εναγομένων, περί αποζημίωσης, ειδικής εκ του άρθρου 931 του ΑΚ αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης, συνεπεία τραυματισμού της λόγω παράσυρσής της από αυτοκίνητο. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, όπως η παράγραφος 3 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 35 § 2 Α. β) του ν.4446/2016, 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517, 518 § 2 του ΚΠολΔ, όπως η τελευταία αυτή διάταξη ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται μετά την 1-1-2016, κατ’άρθρο ένατο παρ.2 αυτού (υπ’αριθμ. ……………. e-παράβολο και από 6-2-2019 αποδεικτικό πληρωμής του της Eurobank). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ακολούθως ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, εντός των ορίων που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 522 και 533 § 1 του ΚΠολΔ), κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη (άρθρο 591 § 7 του ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο τέταρτο του ν.4335/2015).
Η ενάγουσα ισχυρίστηκε με την αγωγή της, ότι η πρώτη εναγομένη, οδηγώντας το υπ’αριθμ. κυκλοφορίας ………… Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο, που ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στη δεύτερη εναγομένη, προκάλεσε από υπαιτιότητά της (αμέλεια) αυτοκινητικό ατύχημα, στον τόπο, κατά τον χρόνο και με τις ειδικότερα εκτιθέμενες συνθήκες, με αποτέλεσμα την παράσυρση και τον τραυματισμό της. Ακολούθως κατόπιν τροπής του αιτήματός της εξ ολοκλήρου σε αναγνωριστικό, ζητούσε να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενες της οφείλουν εις ολόκληρον το ποσό των 13.300 ευρώ, ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη, των 60.000 ευρώ, ως ειδική κατ’άρθρο 931 του ΑΚ αποζημίωση λόγω της μερικής αναπηρίας της και της επίδρασής της στο μέλλον της, καθώς και το ίδιο ποσό, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοσή της και μέχρι την εξόφληση και να επιβληθούν σε βάρος τους τα δικαστικά της έξοδα.
Επί της αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία απορρίφθηκε αυτή, ως αόριστη, ως προς το κονδύλιο της ειδικής εκ του άρθρου 931 του ΑΚ αποζημίωσης και κατά τα λοιπά, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της οριστικής αυτής απόφασης παραπονείται η εκκαλούσα με την έφεσή της και για τους ειδικότερους λόγους που εκθέτει σε αυτήν και ανάγονται στο σύνολό τους σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητά την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της, με σκοπό να εξαφανιστεί άλλως μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή η αγωγή της, ως βάσιμη κατ’ουσίαν, καθ’όλα τα αιτήματά της. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι δεν πλήττεται ειδικώς με σχετικό λόγο έφεσης το κεφάλαιο της απόφασης που αφορά την απόρριψη του προαναφερθέντος κονδυλίου ως αόριστου
Από την εκτίμηση των ένορκων ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, μεταξύ των οποίων οι προσκομιζόμενες σε φωτοαντίγραφα-15 συνολικά- φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 § 1 περ. γ΄, 448 § 2, 457 § 4 του ΚΠολΔ), και τα έγγραφα της ποινικής δικογραφίας, καθώς και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3 και 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Την 1η Δεκεμβρίου 2014 και περί ώρα 8.50, δηλαδή υπό συνθήκες ημέρας, έλαβε χώρα τροχαίο ατύχημα επί της οδού Γρηγορίου Λαμπράκη στη Νίκαια, όταν το υπ’αριθμ. κυκλοφορίας ………… Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο, που οδηγούσε η πρώτη εναγομένη-εφεσίβλητη και ήταν ασφαλισμένο για τις έναντι τρίτων προκαλούμενες ζημίες στη δεύτερη εναγομένη-εφεσίβλητη, ασφαλιστική εταιρία, παρέσυρε την ενάγουσα, με αποτέλεσμα αυτή να επιπέσει στο οδόστρωμα και να τραυματιστεί. Ειδικότερα, προ του ατυχήματος, η πρώτη εναγομένη κινείτο επί της οδού Κουταϊση, στο ρεύμα πορείας της προς Νίκαια, πλησιάζοντας στο ύψος της διασταύρωσής της με την λεωφόρο Γρηγορίου Λαμπράκη, όπου ακινητοποίησε το αυτοκίνητό της, προ του ερυθρού σηματοδότη που υπήρχε στην πορεία της, προκειμένου αμέσως μετά να εισέλθει με αριστερό ελιγμό στη λεωφόρο, με κατεύθυνση προς Αθήνα. Η παραπάνω λεωφόρος είναι διπλής κατευθύνσεως, με δύο λωρίδες κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση και πλάτος, που κυμαίνεται πλησίον της διασταύρωσης, από 8 έως 12 μέτρα, και διαχωριστική νησίδα μεταξύ των αντίθετων ρευμάτων πορείας της, ενώ το πλάτος της οδού Κουταϊση είναι στο συγκεκριμένο σημείο 9 μέτρα. Η κυκλοφορία των οχημάτων και των πεζών στη διασταύρωση ρυθμιζόταν με φωτεινούς σηματοδότες ενώ υπήρχαν και διαβάσεις πεζών που υποδεικνύονταν με κατάλληλη διαγράμμιση επί του οδοστρώματος, αμφότερες οι οδοί εκτείνονται σε ευθεία, χωρίς κλίση, και εκείνη την ώρα ο καιρός ήταν αίθριος, η κυκλοφορία των οχημάτων και των πεζών κανονική, το οδόστρωμα ξηρό και η ορατότητα δεν περιοριζόταν. Το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας ήταν 50 χλμ/ώρα, που ισχύει για κατοικημένες περιοχές (άρθρο 20 § 1 του ν.2696/1999). Τα παραπάνω αντικειμενικά στοιχεία προκύπτουν από τα δημόσια έγγραφα που συνέταξαν τα αρμόδια αστυνομικά όργανα που επιλήφθησαν του ατυχήματος δηλαδή την έκθεση αυτοψίας και το συνοδεύον αυτήν πρόχειρο σχεδιάγραμμα. Κατά τον ίδιο χρόνο, η ενάγουσα, ηλικίας τότε 81 ετών, βρισκόταν στο πεζοδρόμιο παραπλεύρως του ρεύματος πορείας της λεωφόρου προς Αθήνα, προτιθέμενη να περάσει στην απέναντι πλευρά της. Αρχικά κατήλθε στο οδόστρωμα, πλησίον της διασταυρώσεως, σε σημείο που δεν υπήρχαν φωτεινοί σηματοδότες για τη ρύθμιση της κυκλοφορίας των πεζών ούτε διάβαση πεζών, κατευθυνόμενη στην εκεί ευρισκόμενη διαχωριστική νησίδα. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με το πρόχειρο σχεδιάγραμμα που συνοδεύει την έκθεση αυτοψίας, επί της διασταυρώσεως, προ της οδού Κουταϊση, στο ρεύμα πορείας της λεωφόρου Λαμπράκη προς Αθήνα, υπάρχει διάβαση πεζών, καθ’όλο το πλάτος της και φωτεινοί σηματοδότες για τη ρύθμιση της κυκλοφορίας των οχημάτων αλλά και των πεζών. Ενώ είχε ήδη ανέλθει με το ένα της πόδι επ’αυτής, η πρώτη εναγομένη, έχοντας πλησιάσει αρκετά κοντά της, ενεργοποίησε τα ηχητικά όργανα προειδοποίησης του αυτοκινήτου της, προκειμένου να γίνει αντιληπτή από την ενάγουσα, η οποία, όμως, τρόμαξε, με αποτέλεσμα να χάσει την ισορροπία της και πέφτοντας προς τα πίσω να ακουμπήσει στον αριστερό καθρέπτη του αυτοκινήτου και στη συνέχεια να επιπέσει στο οδόστρωμα και να τραυματιστεί. Οι συνθήκες του ατυχήματος προκύπτουν με σαφήνεια από τις προανακριτικές καταθέσεις της παθούσας αλλά και της εναγομένης οδηγού αλλά και τη δήλωσή της προς τη δεύτερη εναγομένη και απλώς επιβεβαιώνονται από τον μάρτυρα ανταπόδειξης, …………, σύντροφο της άνω οδηγού, που φέρεται ως αυτόπτης αλλά δεν έχει καταγραφεί στην έκθεση αυτοψίας της τροχαίας ούτε εξετάστηκε προανακριτικά. Έτσι, παρ’ότι η παρουσία του αμφισβητείται εξ αυτού του λόγου, το Δικαστήριο δεν έχει λόγο να αμφιβάλλει για αυτήν, καθώς είναι αρκετά λεπτομερής, επιπλέον δε ο υιός της ενάγουσας, που μετέβη στο σημείο σε σύντομο χρόνο, βεβαιώνει στην προανακριτική του κατάθεση ότι στο σημείο του ατυχήματος μαζί με την οδηγό, ηλικίας τότε 30 ετών, βρισκόταν και κάποιος νεαρός. Η εκδοχή δε αυτή του ατυχήματος δεν παραλλάσσει ουσιωδώς, ακόμη και αν γίνει δεκτός ο αγωγικός ισχυρισμός ότι η εναγομένη οδηγός επέπεσε επί της ενάγουσας, με τον αριστερό καθρέφτη του οχήματός της. Υπό τα δεδομένα που προαναφέρθηκαν, το Δικαστήριο συνάγει ότι η ένδικη σύγκρουση και τα αποτελέσματά της οφείλονται σε προέχουσα αμέλεια της ενάγουσας, σε ποσοστό 60 % και συντρέχουσα αμέλεια της πρώτης εναγομένης-εφεσίβλητης, σε ποσοστό 40 %, έλλειψη δηλαδή της προσοχής που όφειλαν, σύμφωνα με τους νομικούς κανόνες, την κοινή πείρα και τη λογική και μπορούσαν αναλόγως των αντικειμενικών περιστάσεων, με βάση τις προσωπικές ικανότητες και ιδιότητές τους να επιδείξουν ως μέση συνετή πεζός και οδηγός, αντίστοιχα. Ειδικότερα, η αμέλεια της ενάγουσας συνίσταται στο ότι, επιχείρησε να διασχίσει κάθετα το οδόστρωμα και μάλιστα σε λεωφόρο και διασταύρωση, από σημείο που δεν υπήρχε διάβαση πεζών ούτε φωτεινοί σηματοδότες, ενώ σε μικρή απόσταση υπήρχε τέτοια διάβαση πεζών και φωτεινοί σηματοδότες, που θα της επέτρεπαν την ασφαλή διάσχιση της λεωφόρου, παραβλέποντας μάλιστα το προχωρημένο της ηλικίας της, και τη συνεπεία αυτής μείωση των αντανακλαστικών της και την έλλειψη της δυνατότητάς της να κινηθεί γρήγορα ή και να τρέξει, βλέποντας κάποιο όχημα να πλησιάζει, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 38 § 4 του ν.2696/1999. Η δε συντρέχουσα αμέλεια της εναγομένης οδηγού συνίσταται στο ότι αυτή δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή της, επιδεικνύοντας ιδιαίτερη προσοχή στους υπερήλικες, όπως η ενάγουσα, με αποτέλεσμα να μην την αντιληφθεί εγκαίρως, δηλαδή καθ’όν εκείνη άρχισε να διασχίζει το τμήμα του οδοστρώματος που επρόκειτο να εισέλθει, παρ’ότι η θέση της επί του οδοστρώματος, η διαμόρφωση των οδών, όπως αυτές προεκτέθηκαν, και οι συνθήκες κυκλοφορίας, της το επέτρεπαν ευχερώς, ενώ και η αντίδρασή της να ενεργοποιήσει τα ηχητικά όργανα προειδοποίησης του αυτοκινήτου της, δεν ήταν η ενδεδειγμένη ενέργεια, καθώς ήταν πλέον ή βέβαιον ότι θα προκαλούσε όπως και προκάλεσε φόβο στην υπερήλικη ενάγουσα, που αντέδρασε σπασμωδικά, κατά παράβαση του άρθρου 12 § 1 του άνω νόμου. Αντιθέτως, η ενδεδειγμένη ενέργεια θα ήταν είτε να μετακινηθεί προς τα δεξιά, ώστε να υπάρξει μεγαλύτερη απόσταση από την πεζή είτε, τροχοπεδώντας, να ακινητοποιήσει το αυτοκίνητό της εντελώς. Έλλειψη ελέγχου του οχήματός της ή υπερβολική ταχύτητά της δεν διαπιστώθηκε ούτε είναι λογικό να είχε προλάβει να αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα, έχοντας μόλις εκκινήσει. Ουδόλως δε αναιρεί τις παραπάνω παραδοχές το γεγονός ότι η ενάγουσα, κατά την εκδίκαση της σε βάρος της εναγομένης οδηγού κατηγορίας για σωματική βλάβη από αμέλεια, προέβη σε δήλωση ότι δεν επιθυμεί την ποινική της δίωξη, με αποτέλεσμα την παύση της. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεχόμενο αποκλειστική υπαιτιότητα της ενάγουσας, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει ο μοναδικός λόγος της έφεσης, όπως αυτός εξειδικεύεται στους επιμέρους λόγους της, αλλά και ο επανυποβληθείς ισχυρισμός των εναγομένων περί συνυπαιτιότητας της ενάγουσας στην πρόκληση του ατυχήματος και τον τραυματισμό της, να γίνουν δεκτοί ως εν μέρει βάσιμοι και κατ’ουσίαν, ακολούθως, δε να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της (άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ), δηλαδή και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνΚρ 79/2014, ΕφΑθ (Μον) 146/2020 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Στη συνέχεια, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, πρέπει να ερευνηθούν όλα τα αγωγικά κονδύλια-πλην εκείνου του άρθρου 931 του ΑΚ, που απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη ως αόριστο και δεν πλήττεται με σχετικό λόγο έφεσης, κατά τα προεκτεθέντα -με δεδομένο ότι στην υπαιτιότητα ή τη συνυπαιτιότητα στην τέλεση της αδικοπραξίας, οι εξ αυτής ζημίες και η έκταση αυτών ανήκουν στο ίδιο κεφάλαιο, ώστε εκκαλουμένης της αποφάσεως για την υπαιτιότητα, μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και το κονδύλιο της αποζημίωσης αλλά και της ηθικής βλάβης, κατ’άρθρο 522 του ΚΠολΔ, χωρίς να απαιτείται η προβολή ειδικού λόγου έφεσης (ΑΠ 1517/2013 ΧΡΙΔ 2014.210, ΕφΠειρ (Μον) 50/2015 αδημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αποδείχθηκε, επίσης, ότι αμέσως μετά το ατύχημα, η ενάγουσα μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Νικαίας, όπου υποβλήθηκε σε ακτινολογικό έλεγχο, ο οποίος ανέδειξε υποκεφαλικό κάταγμα αριστερού βραχιονίου, που αντιμετωπίστηκε με τοποθέτηση ανάρτησης. Διαπιστώθηκε ακόμη κάκωση αριστερού ισχίου και αυχενικής μοίρας σπονδυλικής στήλης και εξήλθε με σύσταση επανεξέτασης. Σε νέο ακτινολογικό έλεγχο στις 14-1-2015 διαπιστώθηκε τελικά κάταγμα της κεφαλής του βραχιονίου, ήδη σε πώρωση. Μετά πάροδο σχεδόν τριών μηνών, στις 23-2-2015, η υγεία της δεν είχε ακόμη αποκατασταθεί, είχε ανάγκη περιπατητήρα για τη μετακίνησή της, που γινόταν με δυσκολία, και ο ιδιώτης ορθοπαιδικός που την εξέτασε έκανε λόγο για μερική δυσλειτουργία-αναπηρία του αριστερού άνω άκρου και ανάγκη συνεχούς ιατρικής παρακολούθησης. Κατά την επανεξέτασή της στις 2-3-2015 της συνεστήθη από ιδιώτη παθολόγο ακινητοποίηση και σταδιακή φόρτιση του αριστερού κάτω άκρου για τρεις επιπλέον μήνες, καθώς και σειρά φυσικοθεραπειών και βοήθεια από τρίτο άτομο. Στις 3-3-2016, που την εξέτασε ο ιατρός αποκατάστασης, ……….., μελετώντας και τον ιατρικό της φάκελο, η ενάγουσα εμφάνιζε άλγος με σημαντικό περιορισμό στο εύρος κίνησης της αριστερής κατ’ώμον άρθρωσης και συγκεκριμένα σε κάμψη και απαγωγή μικρότερο από 90 μοίρες και προσαγωγή λιγότερο από 20 μοίρες, και ο ίδιος διατύπωσε την εκτίμηση ότι η κατάστασή της είναι μη αναστρέψιμη, ενώ ο συνδυασμός των δύο κακώσεων περιόρισε σημαντικά τη δυνατότητα κίνησης και αυτοεξυπηρέτησής της, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον έξι μηνών από το ατύχημα, καθώς και ότι έκτοτε και μέχρι το τέλος του έτους 2015 εξακολουθούσε να μετακινείται και εξυπηρετείται από τρίτο άτομο. Κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής, σύμφωνα με τη μαρτυρία του γιού της, η αποκατάσταση της κινητικότητας του αριστερού της χεριού δεν ήταν πλήρης, ενώ έσερνε το αριστερό της πόδι κατά τη βάδιση. Πλέον αυτών, δεν αποδείχθηκε η καταβολή αμοιβής στον ορθοπαιδικό, ……………, που την εξέτασε στις 23-2-2015, ελλείψει προσκομίσεως σχετικής απόδειξης παροχής υπηρεσιών, αν και αυτό ήταν ευχερές, συνεπώς, το σχετικό κονδύλιο κρίνεται απορριπτέο ως αβάσιμο. Για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη πώρωση των καταγμάτων της, ήταν αναγκαία, λόγω κυρίως της ηλικίας της, για χρονικό διάστημα τριών μηνών, και όχι έξι, όπως συνέστησε ο παθολόγος Αθανασιάδης, που την εξέτασε στις 2-3-2015, λήψη βελτιωμένης-πέραν δηλαδή της συνήθους-τροφής, πλούσιας σε πρωτεϊνες, βιταμίνες και ασβέστιο (κρέας, ψάρια, φρούτα και γαλακτοκομικά), όπως συμβαίνει κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας σε περιπτώσεις καταγμάτων (ΕφΑθ (Μον) 107/2020, ΕφΠατρ (Μον) 78/2019, ΕφΠειρ (Μον) 684/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), και, επομένως, η ενάγουσα δαπάνησε για την αιτία αυτή, το ποσό των 5 ευρώ ημερησίως, πέραν του ποσού που δαπανούσε για τη συνήθη διατροφή της, δεδομένων και των διατροφικών συνηθειών του σύγχρονου ανθρώπου, και συνολικά των 450 (90 ημ. Χ 5 ευρώ) ευρώ. Από τον τραυματισμό της και για χρονικό διάστημα έξι μηνών, αδυνατούσε να αυτοεξυπηρετηθεί, αφού με δυσκολία μετακινείτο ακόμη και εντός οικίας. Έτσι για τη φροντίδα και εξυπηρέτησή της είχε ανάγκη των υπηρεσιών τρίτου προσώπου καθ’όλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου, τις οποίες κατά τη διάρκεια της ημέρας και μέχρι τις 18.00 της προσέφερε οικιακή βοηθός που προσέλαβε, έναντι αμοιβής, η οποία, παρ’ότι προσκομίζονται χειρόγραφες αποδείξεις της για το ποσό των 900 ευρώ, εκτιμάται, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι δεν υπερέβαινε το ποσό των 750 ευρώ μηνιαίως, και συνολικά των 4.500 (750 Χ 6) ευρώ, ενώ καθημερινά, από τις 18.00 περίπου μέχρι την επομένη στις 08.00 διέμενε μαζί της ο υιός της, ο οποίος την φρόντιζε, με εντατικοποίηση των προσπαθειών του και πέραν της ηθικής του υποχρέωσης να της συμπαραστέκεται. Αν προσελάμβανε τρίτο πρόσωπο, θα ήταν υποχρεωμένη να του καταβάλλει ως αμοιβή, κατά τη συνήθη των πραγμάτων πορεία και τα διδάγματα της κοινής πείρας, το ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως, και συνολικά για το προαναφερόμενο διάστημα των 3.000 (500 Χ 6) ευρώ. Συνεπώς, η πραγματική και πλασματική αυτή δαπάνη, ύψους 7.500 ευρώ, συμπεριλαμβάνεται στην αποκαταστατέα ζημία της (άρθρο 929 του ΑΚ), η οποία, επομένως, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 7.950 (450 + 4.500 + 3.000) ευρώ και, με βάση το ποσοστό της συνυπαιτιότητάς της, των 3.180 (7.950 Χ 40 %) ευρώ, δεκτού γενομένου του κονδυλίου της αποζημίωσης, για το ποσό αυτό, ως βάσιμου και κατ’ουσίαν. Εκτός, όμως, από την περιουσιακή της ζημία, η ενάγουσα υπέστη λόγω του τραυματισμού της και ηθική βλάβη, καθόσον ταλαιπωρήθηκε και εμφανίζει ακόμη και σήμερα περιορισμό του εύρους της κίνησης του αριστερού άνω άκρου της αλλά και δυσκολία στη βάδιση, οι οποίες δεν αναμένεται να βελτιωθούν. Για την αποκατάστασή της η εύλογη χρηματική ικανοποίηση, που πρέπει να της επιδικασθεί, σύμφωνα και με την αρχή της αναλογικότητας (ΟλΑΠ 9/2015 ΧΡΙΔ 2015.575, ΑΠ 88/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») ανέρχεται, ενόψει του είδους της υπαιτιότητας της πρώτης εναγομένης, της δικής της συντρέχουσας αμέλειας στην πρόκληση του σύγκρουσης, των ειδικότερων συνθηκών του συμβάντος, της έκτασης, του είδους και της σοβαρότητας του τραυματισμού της και της επίπτωσής του, καθώς και της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των διαδίκων, συνταξιούχου της ενάγουσας και ιδιωτικής υπαλλήλου της πρώτης εναγομένης, πλην της δεύτερης, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική, στο ποσό των 3.000 ευρώ, δεκτού γενομένου του σχετικού αγωγικού κονδυλίου, ως βάσιμου και κατ’ουσίαν για το ποσό αυτό.
Κατόπιν αυτών, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν, και να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενες οφείλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα, για τις μνημονευόμενες στο σκεπτικό αιτίες, το συνολικό ποσό των 6.180 (3.180 + 3.000) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοσή της και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου που κατέθεσε κατά την άσκηση της εφέσεως, λόγω της νίκης της, κατ’άρθρο 495 § 3 εδ.ε΄του ΚΠολΔ, και, κατόπιν σχετικού αιτήματος, να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά τους έξοδα, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, ανάλογα προς την έκταση της νίκης και ήττας τους, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 63 § 1 περ. iα, 68 § 1, 69 § 1, 166 και παράρτημα Ι Β του ν.4194/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την από 5-2-2019 (αριθ. εκθ. καταθ. ………../6-2-2019) έφεση της ενάγουσας κατά της υπ’αριθμ. 4570/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά και κατ’ουσίαν
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου που κατέθεσε κατά την άσκησή της.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.
ΔΙΚΑΖΕΙ την από 22-6-2017 (με αυξ. αριθ. εκθ. καταθ…………/22-6-2017) αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι εναγόμενες οφείλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το ποσό των έξι χιλιάδων εκατόν ογδόντα (6.180) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εφεσιβλήτων-εναγομένων, μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας-εκκαλούσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων πενήντα (850) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να. παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 1-6-2020.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ